Έχοντας ένα μόνιμα αποτυπωμένο χαμόγελο τις τελευταίες ώρες, ας προσπαθήσω να μεταφέρω όσα είδα και άκουσα εκείνο το βράδυ στο Κύτταρο. Αυτή τη βραδιά την περίμενα καρτερικά χρόνια. Από τότε που είχαν εμφανιστεί στη Λάρισα ενώπιον λίγων πιστών. Και πάντα πίστευα ότι θα ερχόταν και η σειρά της Αθήνας. Και το γεγονός της έλευσής τους με έκανε να μη βλέπω το πότε θα έρθει εκείνη η στιγμή που θα δω τους πολυαγαπημένους μου THRESHOLD επί σκηνής.
Δυστυχώς αυτή την αγωνία μου τη συμμερίστηκαν μόνο κάπου 200 ψυχές. Άνθρωποι που εκτιμούν το πραγματικά ποιοτικό prog metal πέρα της γνωστής Αγίας Τριάδας. Κι αυτές οι 200 ψυχές πέρασαν καλά. Βλέποντας μπροστά τους ένα ολοκληρωμένο, σοβαρό συγκρότημα, με πραγματική αγάπη για το είδος που πρεσβεύει και μακριά από κάθε είδους ροκσταριλίκι. Ανθρώπους ταπεινούς, που δεν κώλωσαν μετά το τέλος της συναυλίας όχι απλά να συνομιλήσουν με τους οπαδούς τους, αλλά να είναι και οι roadies των εαυτών τους.
Πριν τους THRESHOLD, τη βραδιά άνοιξαν οι THE SILENT WEDDING. Αν δε με απατά η μνήμη μου, τους είχα πετύχει ξανά σε μια συναυλία των FATES WARNING και θυμάμαι πόσο καλή εντύπωση μου είχαν κάνει. Κάτι που συνέβη και πάλι. Το καλοπαιγμένο prog/power τους υποστηρίχθηκε στον μέγιστο βαθμό από έναν κρυστάλλινο ήχο (τολμώ να πω καλύτερο και από αυτόν των headliners), καθώς και από μια άψογη απόδοση των κομματιών τους. Πέρα από τον drummer τους, που θυμόμουν και από την προηγούμενη φορά που τους είχα δει το πόσο καταρτισμένος είναι, ιδιαίτερη μνεία θα ήθελα να κάνω και στον τραγουδιστή τους, που η χροιά του μου έφερε στο νου τον Damian Wilson (ξέρετε ποιών), δημιουργώντας έναν πολύ ευχάριστο συνειρμό. Μια πολύ μεστή εμφάνιση, από ένα συγκρότημα που ήξερε τι ήθελε επί σκηνής και δεν έδειξε σε καμία στιγμή ότι είναι ένα ακόμη συγκρότημα πριν τον headliner.
Η ώρα έγραφε λίγα λεπτά πριν τις 10. Έχοντας λιώσει φέτος το εκπληκτικό “Legends of the Shires”, το οποίο τους βρίσκει σε εξαιρετική φόρμα, περίμενα να διαπιστώσω όλα αυτά που είχαν πει γι’ αυτούς και όσα είχα θαυμάσει επί οθόνης στο “Critical live”. Ευτυχώς όλα πήγαν κάτι παραπάνω από πρίμα. Θριαμβευτική έναρξη με το πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι τους, το “Slipstream” (μάρτυρές μου τα Youtube views) και διαπιστώνω ότι ο Glynn Morgan, η φωνή που έδωσε το μοναδικό χρώμα στο “Psychedelicatessen”, όχι μόνο τα καταφέρνει να μπει στα «παπούτσια» του μακαρίτη Mac, αλλά φαντάζει η ιδανικότερη επιλογή, σε σχέση με την ιδιαίτερη φωνή του Wilson.
Η επιλογή των τραγουδιών που απάρτιζαν το setlist ήταν ισορροπημένη. Αφενός μεν δόθηκε το βάρος στην προώθηση του νέου, εκπληκτικού τους album (6 τραγούδια), αλλά και οι πινελιές από το παρελθόν, είχαν το δικό τους οπαδικό στίγμα. 2 από το “Psychedelicatessen (“Sunseeker” και το υπερέπος “Innocent”), “Long way home” από το “Hypothetical” (άσχετο, αλλά έχω δει στον ύπνο μου το εξώφυλλό του – έπρεπε κάποτε να το γράψω αυτό), το “Mission profile” από το “Subsurface” και η έκπληξη ήταν με τους τρεις αντιπροσώπους από το “Dead reckoning (ξελαρυγγιάστηκα στο “Pilot in the sky of dreams” που παίχτηκε φυσικά στην ολότητά του). Που ήταν όμως το κάτιτις από τον καλύτερο δίσκο τους, το “Critical mass”, ε;
Έκπληξη ήταν και το encore, που σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους τους, οι πέντε Βρετανοί επέλεξαν δύο γνωστά μεν, αλλά από το πρόσφατο παρελθόν τους δε, τραγούδια. Το catchy “Ashes” και το “Small dark lines” που είχε τον ρόλο της πρόγευσης πριν την κυκλοφορία του “Legend of the Shires”. Όταν η έννοια του encore αποδομείται.
Λογικό ήταν να μην πάρω τα μάτια μου από τον μοναδικό Johannes James καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας, αφού έδινε μια παράσταση μόνος του εκεί στα μετόπισθεν. Έριχνα βέβαια και τις κλεφτές ματιές μου στο ιδρυτικό δίδυμο των Groom/ West. Όπως και στον Morgan, που πέρα από την αψεγάδιαστη ερμηνεία του, συνόδευε τα τραγούδια όπου έπρεπε με την κιθάρα του, δείχνοντας ότι (και) αυτός είναι ολοκληρωμένος μουσικός, σαν τους συνοδοιπόρους τους.
Τι αποκόμισα λοιπόν από την Κυριακή; Μια ολοκληρωμένη συναυλιακή εμπειρία, με άψογο ήχο, όπως πρέπει να είναι κάθε progressive συναυλία, από ανθρώπους που σέβονται και αγαπούν αυτό που κάνουν, για ανθρώπους που ψάχνουν το κάτι παραπάνω στη μουσική τους.
Γιώργος Κόης
Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας