Δεν έχω κρύψει τη λατρεία μου για τους WARBRINGER αυτά τα χρόνια. Το ξεκίνημα, με το απλά καλό “War without end” (2008), έδειχνε μία μπάντα που πατάει γερά στις επιρροές της, αλλά έχει τα φόντα για να κάνει και παραπάνω πράγματα. Το δεύτερο άλμπουμ τους, “Waking into nightmares” (2009), μου έριξε μλία μεγαλοπρεπέστατη σφαλιάρα, με κάθησε στην καρέκλα και με έβαλε να ακούσω ένα συγκρότημα έτοιμο προς εκτόξευση. Δεν είναι ψέμα να πω, ότι αυτό με έκανε να τους δω πιο σοβαρά από ότι ο προκάτοχός του. Το “Worlds torn asunder” (2011) το αγάπησα, με τη μπάντα να μεστώνει δίσκο με δίσκο. Ομοίως και το “IV: empires collapse” (2013), που με έφερε ενώπιον της live ορμής τους, ως support στους ICED EARTH το 2014. Τα επόμενα χρόνια, ήταν ζόρικα για τους Αμερικάνους, μιας και έφυγαν μέλη και με τη μπάντα να προβληματίζεται για το κατά πόσο θα μπορέσει να συνεχίσει. Το 2017 όμως, η μπάντα, περνώντας κιόλας από τη Century Media στη Napalm, βγάζει το ντεμπούτο της άλμπουμ υπό τη σκέπη της, ονόματι “Woe to the vanquished”. Από τα καλύτερα άλμπουμ που έβγαλαν ποτέ. Έτσι απλά. Σκέτος πόνος και 11λεπτο κομμάτι για κλείσιμο.
Η νέα δεκαετία, τους βρίσκει με ολοκαίνουργιο άλμπουμ, που κυκλοφορεί μέσα στο μήνα. “Weapons of tomorrow”. Πιστοί στην πολεμική (όχι πολεμοχαρή) θεματολογία τους στιχουργικά, οι WARBRINGER κάνουν βαρύ μπάσιμο στο νέο τους δημιούργημα. Ήχοι από βόμβες που πέφτουν και στα καταφύγια όλοι! Τα “Firepower kills” και “The black hand reaches out” (φανταστικό video clip για τις μυστικές υπηρεσίες εν καιρώ πολέμου), δείχνουν πόσο προικισμένοι με ταλέντο είναι, τόσο στο να δέρνουν σε υψηλές ταχύτητες (στο πρώτο), όσο και στο να ρίχνουν το γκάζι με εθιστικά και επικίνδυνα για το σβέρκο riffs (στο δεύτερο). Ο συνονόματός μου τραγουδιστής, John Kevill, παραμένει μία από τις σπουδαιότερες φωνές στο μοντέρνο thrash, θυμίζοντας τα πάντα και τίποτα (σκάβοντας, ακούει κανείς επιρροές από SACRIFICE, DESTRUCTION, EXODUS, SLAYER, όλα περασμένα από μία προσωπική χροιά και φίλτρο).
Στον ίδιο mid-tempo δρόμο, ελαφρώς πιο γκρουβάτο, το “Crushed beneath the tracks” (στους σβέρκους μας αναφέρεται μάλλον), παρόλο που στη μέση υπάρχει ένα γκαζωμένο ξέσπασμα, πριν το κιθαριστικό solo, υψηλής ποιότητας και μελωδικότητας, χρωματίσει ιδανικά ένα δολοφονικό κομμάτι. Ένα από τα πιο μελωδικά κομμάτια επίσης, βρίσκουμε στο πρόσωπο του υπέροχου “Defiance of fate”, που χτίζεται κατά τον μπαλαντοειδή τρόπο των METALLICA περιόδου ‘84 – ’88, καθώς και OVERKILL του “The years of decay”. Θυμίζει λίγο από το “When the guns fell silent”, όπου ο Kevill σχεδόν ψιθυρίζει τους στίχους, δείχνοντας ότι σίγουρα τους άρεσε το πως το έκαναν σε αυτόν το δίσκο. Η πρώτη «πλευρά» του δίσκου, κλείνει με τον πιο βίαιο τρόπο, με το “Unraveling” να μοιράζει σφαλιάρες εξαρχής και το mid-tempo μέρος που το κλείνει να ισοπεδώνει όποιο σβέρκο έμεινε όρθιο.
Ξεκίνημα της δεύτερης «πλευράς» του δίσκου, με το επτάλεπτο “Heart of darkness”. Άνοιγμα με ατμοσφαιρική μπασογραμμή (που κλείνει το κομμάτι κυκλικά και όμορφα), ακουστικές κιθάρες και καπάκια ένα black metal συναίσθημα, που διατηρεί τη μελαγχολία του κομματιού, παρά το ξέσπασμά του, μετά τη μέση περίπου. Εδώ μέσα, ακούει κανείς διάχυτο στο riffing το πνεύμα black metal μπαντών όπως οι θεοί DISSECTION. Το “Power unsurpassed”, επαναφέρει την τάξη στο δίσκο, με αιμοβόρο mid-tempo riffing να ανοίγει το circle pit με τους ρινόκερους και άμα σου βαστάει, έμπα! Ήδη φαντάζομαι κορμιά να βουτάνε από σκηνές σε ζωντανές του εκτελέσεις και να γίνεται μία ομορφιά. Από τα πρώτα κομμάτια που διέρρευσαν, αγκαζέ με το εναρκτήριο του δίσκου, προτού καν αυτός ανακοινωθεί! Ως μεμονωμένα singles κιόλας. Τακτική για να μείνουν περισσότερο στην επικαιρότητα; Ουδείς ξέρει, πάντως τους βγήκε.
Για τη συνέχεια, έχουμε ένα άκρως διαστημικό τίτλο: “Outer reaches” και ξύλο από ένα μακρινό Γαλαξία (παρά το πανέξυπνο γκρουβάτο σπάσιμο)! Φανταστείτε το σαν μετωπική σύγκρουση του πλανήτη μας με αστεροειδή που επιταχύνει! Ακολουθεί θεματική αλλαγή από τη μπάντα, έτσι μια φορά, στο ”Notre dame (Κing of fools)”. Η τραγική ιστορία του Κουασιμόδου, που τον στέψανε βασιλιά των γελωτοποιών, μέσα από τα μάτια του αδίστακτου προστάτη του και αρχιδιάκονου, Claude Frollo. Αυτή η ιστορία λοιπόν, δοσμένη με ένα απίστευτο riff-o-rama, υψηλής τεχνικής, μελωδικότητας και με μια έντονη death metal επιρροή. Όλα αυτά, μέσα σε 5.5 λεπτά, για να ξέρουμε και πόσα μπορείς να κάνεις μέσα σε όσο χρόνο σου δίνεται, αν απλά το έχεις. Μαζί με το πιο μελωδικό ακόμα (και «δραματικό» θα έλεγε κανείς) “Glorious end”, κλείνουν ιδανικά τα 51 λεπτά διάρκειας του δίσκου.
Οι WARBRINGER, με αυτόν το δίσκο, εκτός του ότι βγάζουν υλικό ισάξιο με τον προκάτοχό του (πράγμα δύσκολο εως ακατόρθωτο), κλείνουν 12 χρόνια δισκογραφίας και 16 χρόνια συνολικής ύπαρξης στα πράγματα. Οδεύοντας λοιπόν ολοταχώς προς το κλείσιμο της 20ετίας, μπορούν να υπερηφανεύονται για τη μέχρι τώρα πορεία τους και να ατενίζουν με σιγουριά το μέλλον, με δίσκους σαν αυτόν εδώ. In a searing flash of light, the future looks so bright!
8.5/10
Γιάννης Σαββίδης