Το τεράστιο εκκρεμές του χρόνου βρίσκεται στα αριστερά. Το τεράστιο εκκρεμές του χρόνου βρίσκεται στα δεξιά. Κανένας ήχος δεν προδίδει την ελλειπτική αυτή κίνηση που οριοθετεί την ύπαρξη του πεπερασμένου. Μόνο μια, σχεδόν αόρατη, ταλάντωση μένει να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας, αφήνοντας σε εμάς την επιλογή για το αν θέλουμε να ακολουθήσουμε μια πορεία προς τα εμπρός ή να γυρίζουμε ξανά και ξανά πίσω, ζώντας ουσιαστικά εκφάνσεις του παρελθόντος.
Ο Einar Selvik είναι από εκείνους του ανθρώπους που διάλεξε να παίξει με τα τερτίπια του χρόνου, πήρε στα χέρια του την γραμμική πορεία των αιώνων και δίνοντάς τους την απαραίτητη καμπύλη, κατάφερε εν έτει 2018 να γυρίσει για μία ακόμη φορά στις απαρχές της σκανδιναβικής παραδοσιακής μουσικής. Ο λόγος γίνεται για το “Skald”, τον δισκογραφικό διάδοχο της επικής τριλογίας “Runaljod” που ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια. Όταν ξεκίνησαν τότε οι WARDRUNA, μπορεί να μην έφεραν κάτι καινούριο στους ακροατές της neo folk σκηνής, ωστόσο προσέφεραν ένα άκουσμα αυθεντικό, που με το πέρασμα των χρόνων έγινε τόσο μοναδικό, που ουσιαστικά επαναπροσδιόρισαν το ύφος της σκηνής. Έτσι λοιπόν, αφού έκλεισε ο κύκλος της τριλογίας, ο Einar επιλέγει να βρει μια νέα μουσική αφετηρία για το συγκρότημα.
Πριν κυκλοφορήσει το “Skald” ήταν γνωστό ότι ο Einar επρόκειτο να δουλέψει σε ένα μεγάλο βαθμό μόνος τους, βασισμένος στα κομμάτια της τριλογίας, ωστόσο κανείς δεν περίμενε ότι θα απογύμνωνε ολοκληρωτικά τις παλιές του συνθέσεις. Είναι ίσως από τις ελάχιστες φορές στη μουσική, όπου το εξώφυλλο περιγράφει πλήρως τι πρόκειται να μας δώσει ο δίσκος. Ε λοιπόν, το “Skald” είναι αυτό ακριβώς το πράγμα, ένα τροβαδούρος με την λύρα του, να τραγουδάει σε μια αρχαία γλώσσα. Αναμφίβολα, ένα τέτοιο εγχείρημα δεν γίνεται με ελαφρά την καρδία. Ο Einar επιλέγει να εκτεθεί στο μουσικό κοινό, με έναν τρόπο που χρειάζεται γνώσεις και τεχνική κατάρτιση. Φυσικά, στην δεκαετή πορεία του συγκροτήματος κάτι τέτοιο θεωρείται αυτονόητο, παρόλα αυτά να μην ξεχνάμε ότι το εγχείρημα αυτό καθαυτό παραμένει δύσκολο τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεση. Και αυτό γιατί ένα τόσο δύσκολο άκουσμα, θα πρέπει να γίνει προσιτό στο ευρύ κοινό. Για παράδειγμα, σκεφτείτε τα κρητικά τραγούδια και την πιο σκληροπυρηνική εκδοχή τους, τα ριζίτικα. Αν δεν υπήρχε το “Ξαστεριά” ελάχιστος κόσμος θα έκανε την μετάβαση από το γενικό στο ειδικό. Ίσως ο Einar να είναι ένας Ξυλούρης του τόπου του, δεν το γνωρίζω αυτό, αλλά η προσπάθεια που κάνει με το “Skald” εστιάζει σε αυτή ακριβώς την μετάβαση, από το neo folk στο folk, ή τέλος πάντων σε ότι πιο κοντινό στην αυθεντική παράδοση.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι νωρίτερα μέσα στον χρόνο κυκλοφόρησε τον δεύτερο δίσκο με τον Ivar Bjornson (των ENSLAVED). Το project το οποίο δημιουργήθηκε ύστερα από πρωτοβουλία της νορβηγικής κυβέρνησης, κατέληξε σε κανονικό συγκρότημα. Δοκιμάζοντας λοιπόν, ο Einar, τις δυνάμεις του με μια μεγάλη ενορχήστρωση, όπως το πρόσφατο “Hugsja”, το “Skald” δεν φαντάζει τόσο “άδειο” δημιουργικά για τον ίδιο. Και αφού το αποτέλεσμα του πρώτου δίσκου ήταν αναμενόμενα εξαιρετικό, υπήρχε χώρος για αρκετό πειραματισμό για τον δεύτερο. Εκ των πραγμάτων η έμφαση δόθηκε στις φωνητικές γραμμές. Ο Einar δίνει μια εκπληκτική ερμηνεία, προσπαθώντας να ακουστεί άλλοτε υποβλητικός, άλλοτε λυρικός, αλλά πάνω από όλα αυθεντικός. Ειδικά σε τραγούδια όπως το “Fehu”, “Voluspa” και “Helvegen” όπου έρχονται απευθείας από τους περασμένους δίσκους παρατηρούμε πως μπορεί μία φωνή να καλύψει το φάσμα μιας ολοκληρωμένης ενορχήστρωσης, να ακουστεί τόσο γεμάτη που ουσιαστικά να αντικαταστήσει την πρότερη υπόσταση του κομματιού.
Παρόλα τα θετικά, δεν θα κρύψω ότι βρίσκω τον δίσκο κουραστικό. Από την αρχή άλλωστε ανέφερα ότι πρόκειται για ένα δύσκολο άκουσμα. Μεγαλειώδες μεν, αλλά δύσκολο. Πέρα από την δωρική συνοδεία της λύρας, ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο που τραγουδιέται α καπελα. Ακόμα και αν στη θέση του Einar βρισκόταν η Lorenna McKennit, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ακούσω 50’ ερμηνείας. Στο δια ταύτα λοιπόν, αναμφίβολα έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο που εκφράζει τον σεβασμό στην παράδοση και την οικουμενικότητα της μουσικής, αλλά απευθύνεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Και εδώ κάπου προκύπτει η ερώτηση, έπρεπε αυτός ο δίσκος να κυκλοφορήσει ως WARDRUNA, ή σαν solo;
8 / 10
Νίκος Ζέρης