30 Απριλίου, 2020 – 18:15
Αυτή την κυκλοφορία την περιμέναμε με περίσσεια ανυπομονησία, καθώς από την μία παρακολουθούμε στενά την κάθε κίνηση του μεγαλύτερου Ελληνικού σχήματος στο χώρο του heavy metal κι από την άλλη υπάρχουν δυο σημαντικές αλλαγές στην σύνθεσή του, που σίγουρα προκαλούν ενδιαφέρον. Η απόκλιση μεταξύ Bob Katsionis και Gus G. οδήγησε και στην τελεσίδικη αποχώρηση του πρώτου, όσο κι αν αυτό συνέβη υπό τις καλύτερες συνθήκες και με τις σχέσεις των δύο να παραμένουν υπερβολικά καλές. Σημαντική και η αλλαγή τραγουδιστή με τον Henning Basse να παραδίδει την σκυτάλη στον επίσης Γερμανό Herbie Langhans. Στο μπάσο, ο συνοδοιπόρος και συμπολίτης του Gus, ο Petros Christo παραμένει μέρος του ρυθμικού διδύμου με τον Johan Nunez στα τύμπανα.
Η μπάντα είναι και πάλι τετράδα, όπως και στα πρώτα της βήματα και επιχειρεί ένα νέο ξεκίνημα, το οποίο είναι εμφανές σε πολλούς τομείς. Ας ξεκινήσουμε με την αλλαγή δισκογραφικής στέγης, με την AFM να είναι αυτή που – όπως και στις προσωπικές δουλειές του Gus – αναλαμβάνει να προωθήσει τους FIREWIND. Το άλμπουμ τιτλοφορείται με το όνομα του συγκροτήματος θέλοντας να τονίσει αυτό την νέα αρχή και το περιεχόμενο σίγουρα το επιβεβαιώνει.
Στις 11 συνθέσεις του δίσκου, δεν υπάρχει κάποιο instrumental, κάποιο εισαγωγικό τραγούδι ή οτιδήποτε παρόμοιο, εκτός από ολοκληρωμένα τραγούδια κάτι που έχει συμβεί μόνο στο “The premonition” και το “Few against many”. Το “Welcome to the empire” ξεκινά εντυπωσιακά με φοβερή ταχύτητα, ενέργεια και power metal έτσι όπως γουστάρουμε. Αν και θα μπορούσα να το συγκρίνω με το “We defy” από το προηγούμενο άλμπουμ, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως το νέο άλμπουμ έχει ριζικά διαφορετικό ήχο από το “Immortals”. Το “Welcome to the empire” είναι εκπληκτικό τραγούδι, τολμώ να βιαστώ για να πω ότι θα ταυτιστούν μαζί του όλοι οι φίλοι των FIREWIND και θα μείνει ως ένα από τα καλύτερά τους.
Θα μπορούσα να αναλύσω την άποψή μου για το κάθε ένα από τα 11 τραγούδια του “Firewind”, αλλά προτιμώ να τα συνοψίσω σε κατηγορίες, αφού περισσότερες πληροφορίες για το κάθε κομμάτι θα μοιραστεί μαζί μας ο ίδιος ο Gus G. πολύ σύντομα. Γενικεύοντας όμως, θα χαρακτηρίσω το άλμπουμ ως μια επιστροφή στο ύφος των “Allegiance” και “The premonition” αν και με σύγχρονο πέπλο. Στην κατηγορία του “Welcome to the empire” λοιπόν, μπορούμε να συμπεριλάβουμε τα “Devour” που είναι το δεύτερο, αλλά και το τελευταίο “Kill the pain”. Τρία τραγούδια που γεφυρώνουν το παρόν με το παρελθόν και βέβαια εμφανίζουν τόσο τον χαρακτηριστικό ήχο τους, όσο και την κιθαριστική δεινότητα του Gus. Όσο σημαντικό είναι πως το άλμπουμ ανοίγει έτσι, άλλο τόσο βρίσκω πετυχημένο, πως διάλεξαν να κλείσουν με το “Kill the pain” και την αδρεναλίνη στο κόκκινο!
Υπάρχει μια δεύτερη κατηγορία τραγουδιών, η οποία έχει βαθιές ρίζες στις κιθαριστικές επιρροές από όλους τους κορυφαίους βιρτουόζους της δεκαετίας του ’80, δοσμένες όμως μέσα από το πρίσμα των FIREWIND και την Έλληνα Guitar Hero. Εδώ συμπεριλαμβάνω το “Break away” (το οποίο έχει ένα απίστευτο, τεχνικό ριφ, με ένα γρήγορο ανέβασμα στην ταστιέρα, που θυμίζει Chastain, Malmsteen, κλπ και δεν ξέρω πώς μπορεί να παιχτεί ζωντανά. Ριφ για guitar clinic), το “All my life” με την hard rock αισθητική του και το “Rising fire” που ήταν η πρώτη μας γεύση. Ιδιαίτερα το τα δυο τελευταία, κλείνουν το μάτι στις πιο εμπορικές στιγμές της μπάντας (τύπου “Breaking the silence”, “Mercenary man”). Μιλώντας για τις κιθάρες, πρέπει να εκθειάσω την δουλειά του Gus στο άλμπουμ. Μπορεί σε κάθε του δουλειά να βάζει όλο του το είναι, όπως και σήμερα δείχνει τις εύστοχες προσθήκες της ευφυΐας του. Τα τρία σόλο του “Rising fire”, τα τεχνικά αλλά στοχευμένα και προσεγμένα σόλο σε πολλά κομμάτια, αλλά και τις καινοτομίες που προσθέτει.
Εδώ έρχεται και η τρίτη κατηγορία, με τραγούδια όπως το “Space cowboy”, “Overdrive”, “Orbitual sunrise” και “Perfect strangers”. Χτισμένα πάνω σε πιο ατμοσφαιρικά πλήκτρα (ναι, παραμένουν μέρος του ήχου της μπάντας), με περισσότερο χώρο και σε πεσμένη ταχύτητα. Και τα τέσσερα αυτά, είναι άκρως συναυλιακά κομμάτια. Έπιασα συχνά τον εαυτό μου να συγκρίνει με τις mid tempo συνθέσεις των BLACK SABBATH εποχής “Headless cross” και “Tyr” (μεγάλη λατρεία) αλλά και των παλιών καλών DREAM EVIL. Στα αξιοσημείωτα του δίσκου, η συνεισφορά του Bob Katsionis, ο οποίος έγραψε και παίζει πλήκτρα στο “Orbitual sunrise” αλλά και η ενορχήστρωση του “Longing to know you” από τον Adam Wakeman (OZZY / BLACK SABBATH), στο οποίο αντίστοιχα παίζει αυτός πλήκτρα. Το δεύτερο είναι η μπαλάντα του δίσκου, που επίσης είναι κάτι φρέσκο, όχι γιατί είναι προοδευτική, αλλά επειδή δεν συγκρίνεται με άλλες μπαλάντες των FIREWIND.
Ο Herbie Langhans που ανέλαβε τον ρόλο του τραγουδιστή είναι έμπειρος και συχνά οι ερμηνείες του το αποδεικνύουν, όπως και στο “Longing to know you”. Γνωρίζοντας τον Langhans από τους SEVENTH AVENUE και τους SINBREED παλαιότερα, τους VOODOO CIRCLE και τους AVANTASIA πιο πρόσφατα, χαίρομαι που τον συναντώ πλέον εδώ. Το ύφος των FIREWIND του ταιριάζει απόλυτα ώστε να παρουσιάσει τόσο την power metal υφή του, όσο και το blues-γρέζο της φωνής του. Έχοντας δει τόσους τραγουδιστές σε αυτή την μπάντα, διατίθεμαι να φωνάξω ότι ο Herbie Langhans είναι ο πιο ταιριαστός, ο πιο άρτιος και ο καλύτερος τραγουδιστής που είχαν ποτέ. Σε σημεία θα σας θυμίσει και τον Stephen Frederick από τις πρώτες μέρες των FIREWIND. Πατάει εξαιρετικά και ανεβάζει τα τραγούδια με τις ερμηνείες του.
Όπως διαπιστώνετε, είμαι ενθουσιασμένος με το “Firewind”. Ναι, για όλους τους λόγους που ανέλυσα παραπάνω, την φρεσκάδα του, την αστείρευτη ενέργειά του και την ποιότητά του. Δεν κρύβει τις επιρροές τους, ενώ τα προτερήματά τους είναι πιο εμφανή από ποτέ. Χαίρομαι για τον επαναπροσδιορισμό των FIREWIND μέσα από τον επώνυμο δίσκο τους, που ίσως να είναι και ο καλύτερος της 20άχρονης καριέρας τους.
9 / 10
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης