Rockers, hard rockers και metalheads, αγαπητοί αναγνώστες του ROCK HARD, καλή χρονιά με υγεία και κάθε καλό σε όλους σας! Το πρώτο “Underrated Gems” για το 2020, ύστερα και από την δική σας προτροπή θα καταπιαστεί με τους… MANOWAR! Συγκρότημα – μύθος, με μια ιδιάζουσα «στάση ζωής» από όποια οπτική γωνία και να τους δει κανείς, από τις πλέον δύσκολες περιπτώσεις που θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε για τούτη δω την στήλη. Πόσα άραγε είναι τα underrated τραγούδια τους; Λίγα, ελάχιστα, αφού είναι ένα συγκρότημα που ΟΡΙΖΕΙ το ρητό «ή του ύψους, ή του βάθους». Ή θα έχουν γράψει τεράστια έπη, ή τεράστιες φόλες. Από την μια υπάρχουν τραγούδια που σου αλλάζουν και την ζωή ακόμη, από την άλλη κάποια από τα μεγαλύτερα γεώμηλα (γνωστά και ως «πατάτες») που γράφτηκαν ποτέ από μπάντα τέτοιου βεληνεκούς. Πως θα γινόταν λοιπόν να τους συμπεριλάβουμε εδώ; Επειδή δεν είμαστε και χθεσινοί, η λύση τελικά ήρθε ευκολότερα απ’ όσο περιμέναμε…
Διαλέξαμε δέκα (10) κομμάτια τους τα οποία, καίτοι αξιόλογα ως και εξαιρετικά, ή ο πολύς κόσμος τα αγνοεί, ή η ίδια η μπάντα τα έχει παραγκωνισμένα, ώστε να πλαισιώσουν το ΕΝΑ και ΑΠΟΛΥΤΟ underrated album τους: το έπος που ονομάζεται “The triumph of steel”. Χωρισμένο σε δύο μέρη λοιπόν το άρθρο. Γιατί underrated θα μου πείτε τώρα… και εδώ εύκολη η απάντηση. Έξω από την ψυχοσύνθεση ενός φανατικού Manowarrior ο οποίος λατρεύει τα πάντα, στο μυαλό ενός metal οπαδού ο οποίος απλά αγαπά – σέβεται – παραδέχεται την μπάντα, το “The triumph of steel” είναι πίσω (μην πω πολύ πίσω) από όλους τους δίσκους που προηγήθηκαν. Αδίκως, αφού ως συνολική προσπάθεια είναι σίγουρα καλύτερο τόσο του “Fighting the world”, όσο και του ντεμπούτου το οποίο άνισα ακροβατεί μεταξύ απλού heavy metal του δρόμου και επικότατων, Wagner-ικών στιγμών. Στην ιεραρχία του γράφοντος δε, είναι πάνω και από το “Kings of metal”. Βλέπεις δεν έχει και Ross the Boss, είναι και αυτό ένα ζήτημα με το οποίο ποτέ μάλλον δεν «συμβιβάστηκαν» οι φίλοι της μπάντας. Ας περάσουμε όμως στα «ενδότερα», να τα δούμε όλα αυτά καλύτερα…
Είμαστε στο 1988, αμέσως μετά τις ηχογραφήσεις του “Kings of metal”. Η βόμβα «σκάει»… ο Ross the Boss εγκαταλείπει το συγκρότημα! Το διαζύγιο, σύντομο και καθόλου «βελούδινο», ήταν αποτέλεσμα μιας αντίληψης περί των μελλοντικών κινήσεων του group στο μυαλό του ηγετικού κιθαρίστα η οποία ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με αυτή του Joey DeMaio. Αντικαταστάτης του θα είναι ο Dave Shankle, κιθαρίστας των PARADOXX και προσωπικός φίλος του αρχηγού, οι οποίοι είχαν πάρει μέρος στην συλλογή “Chicago Class of ’85” με το κομμάτι “Night ryder” και μάλιστα κυκλοφόρησαν έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του “The triumph of steel” το εξαιρετικά σπάνιο ep “Plan of attack”. Με τον ξανθομάλλη shredder στις τάξεις τους οι MANOWAR περιοδεύουν για έναν χρόνο ώσπου έρχεται η σειρά του Scott Columbus να αποχωρήσει. Αντικαταστάτης του ο νεαρός τότε Kenny Earl Edwards, ή αλλιώς Rhino. Την ιστορία πίσω από αυτή την αποχώρηση την ξέρουμε (;), το παρασκήνιο μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ. Επισήμως ο μέχρι τότε drummer του γκρουπ αποχώρησε λόγω ενός σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε ο γιος του. Ανεπίσημα δεν ξέρουμε τι ακριβώς έγινε, αφού πολλά χρόνια αργότερα ο ίδιος ισχυρίστηκε πως αυτό δεν ήταν αλήθεια. Κατά την παράδοση της σκυτάλης συνέβη ένα ακόμη περιστατικό το οποίο κινείται και αυτό στα όρια του αστικού μύθου και εξακολουθεί να ενισχύει την εικόνα των MANOWAR στον τομέα του marketing, όμοιο με εκείνο της υπογραφής του πρώτου συμβολαίου με αίμα: ο Columbus παρέδωσε το drum set του στον Rhino, ο οποίος σε ένδειξη σεβασμού…έκαψε το δικό του.
Νέα σύνθεση κατά το ήμισυ, ένα νέο, μεγάλο στοίχημα. Και σε τι εποχές, έτσι; Το 1992 στις Η.Π.Α αυτό που λέμε “glam” (κάκιστα αν με ρωτάτε, καθώς όσες από τις μπάντες του δεν έπαιζαν καθαρό μελωδικό heavy metal ή hard rock με πολλές bluesy αναφορές, έπαιζαν μίξη των παραπάνω) πνέει τα λοίσθια. Οι άλλοτε κραταιές metal σκηνές του L.A, του Seattle και των υπολοίπων «μεταλλομάνων» περιοχών/πολιτειών, έχουν δεχτεί μέγα πλήγμα από το grunge (άλλος ένας άστοχος όρος, καθώς όλοι οι καλλιτέχνες του έπαιζαν ένα σύγχρονο τότε rock με πολλές επιρροές από πρώιμους BLACK SABBATH, LED ZEPPELIN και τον garage ήχο) και παλεύουν με τους PANTERA δαίμονές τους. Οι METALLICA δρέπουν ακόμη τους καρπούς της τεράστιας επιτυχίας του «μαύρου» τους άλμπουμ και ήδη σκέφτονται να πάνε τα πράγματα πολλά βήματα πιο κάτω (“Load”), γενικά, επικρατούν συνθήκες που δεν μπορεί κανείς να πει πως θεωρούνται εύκρατες για κάποιον που θέλει να παίξει επικό heavy metal. Και όμως οι MANOWAR δεν «μάσησαν», δεν «κώλωσαν», δεν τους άγγιξε τίποτα από αυτά. Σταθεροί στο όραμά τους, ακλόνητοι στα «πιστεύω» τους, κυκλοφορούν τον τελευταίο πραγματικά ΜΕΓΑΛΟ τους δίσκο. Έναν δίσκο που αν τον δεις από την σωστή οπτική, μόνο δέος μπορεί (ή σωστότερα πρέπει) να σου προκαλέσει.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ – The album
Το “The triumph of steel” είναι μια μεγαλειώδης προσπάθεια. Καταρχάς ο ήχος του ήταν βαρύτερος από ποτέ. Ναι, το “Hail to England” είχε και αυτό βαρύ ήχο, ήταν σκοτεινό άλμπουμ, αλλά τούτο εν μέρει οφειλόταν και στην όχι τόσο καθαρή του παραγωγή. Εδώ έχουμε να κάνουμε με πηγαίο ΣΚΟΤΑΔΙ, που έρχεται από τα «μέσα» της μπάντας, αυτόφωτα (οξύμωρο αυτό), αυθόρμητα, αβίαστα. Εδώ, με μια παραγωγή απίστευτη, την καλύτερη που είχε ποτέ το group, όπου τα πάντα ακούγονται πεντακάθαρα και όπως πρέπει, επιτυγχάνεται ένα αντίστοιχο αποτέλεσμα. Είναι ένας δίσκος σαφώς «δυσκολότερος» από τον προκάτοχό του, αντιεμπορικός, με την δική του ταυτότητα στην δισκογραφία ενός σχήματος που είχε ήδη την δική του θεώρηση των πραγμάτων και το οποίο ανέκαθεν αδιαφορούσε πλήρως για το όποιο «δημοσιοσχετίστικο» promotion. Είναι αυτό που για πρώτη φορά το οδήγησε στην χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, το καθιέρωσε στις αγορές της Άπω Ανατολής και για να μιλήσουμε για τα του οίκου μας, είναι αυτό που έφερε τους MANOWAR για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε εκείνο το αλησμόνητο (για πολλούς και διάφορους λόγους) live του Σ.Ε.Φ. Το τελευταίο τους ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ, που όπως όλα δείχνουν, δεν θα ξεπεραστεί ποτέ στο μέλλον.
Σε διπλό βινύλιο κυκλοφόρησε τότε με το πρώτο μέρος να έχει δοθεί στο διάρκειας 28 λεπτών “Achilles, agony and ecstasy in eight parts”, βασισμένο στο μεγαλύτερο και επικότερο έργο που γράφτηκε ποτέ, στην Ιλιάδα του Ομήρου. Ένα magnum opus που ξεκινά την αφήγηση από την Ραψωδία Μ…
1. I. “Hector storms the wall”
Ο Έκτωρ και ο Σαρπηδόνας οδηγούν τους Τρώες σε επίθεση στο Αχαϊκό στρατόπεδο και εισβάλλουν στο εσωτερικό του, με σκοπό να κάψουν τα πλοία και να καταστρέψουν στην Ιλιακή ακτή τους πολιορκητές της πατρίδας τους. “You came here for gold, the wall will not hold, this day was promised to me!” κραυγάζει ο Έκτωρ μέσα από έναν Adams ο οποίος φαντάζει ΠΕΛΩΡΙΟΣ. Εδώ φαίνεται καταρχάς το πόσο είχε μελετήσει ο Joey DeMaio την ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ πίσω από την αλληγορία, αλλά και τα γραπτά του Ομήρου στην ολότητά τους. Οι στίχοι του δεν αλλοιώνουν ούτε παραφράζουν το Ομηρικό Έπος, το σέβονται. Δεν υπήρξε ποτέ καμία Ωραία Ελένη, της οποίας την μορφή εξάλλου δεν αναφέρει ούτε ο ίδιος ο Όμηρος. Ο πόλεμος έγινε για τον έλεγχο των στενών του Ευξείνου Πόντου και του Αιγαίου, για τον πλούτο, το εμπόριο και την ισχύ. Δεύτερο στοιχείο ο στίχος “stones fall like snow from the sky” ο οποίος δεν είναι τυχαία γραμμένος. Οι δύο πολεμικοί ηγέτες των Τρώων ρίχνουν την πύλη και μέρος των ξύλινων επάλξεών του χτυπώντας με μεγάλους λίθους, το ίδιο πράττουν και οι Αχαιοί για να αναχαιτίσουν την τρωική έφοδο (στιχ 156: «νιφάδες δ᾽ὡς πῖπτον ἔραζε»). Η θύελλα της μάχης (“Soon many will fall, we are storming the wall”), η αγωνία των Αχαιών όχι απλά να προστατέψουν τα πλοία τους αλλά να σώσουν τις ζωές τους μπρος στην θέα ενός αμείλικτου πολέμαρχου που μάχεται για την υπεράσπιση της πατρίδας του (“Killing all in my way like sheep and like cattle, smashing skulls of all who defy”), η άγρια αγωνία του θανάτου, είναι στοιχεία που μεταδίδονται με περισσή άνεση στον ακροατή την ώρα που διαβάζει τους στίχους, ακούγοντας το (για τον γράφοντα) καλύτερο opening track της μπάντας μαζί με το “Blood of my enemies”. Τρομάζω στην ιδέα του πως θα ήταν αν είχε δύο λεπτά ακόμη…
2. II. “The death of Patroclus” – “III. Funeral march”
Ραψωδία Π: Ο Πάτροκλος βλέποντας τον χαμό των Αχαιών ζητά από τον Αχιλλέα να του δώσει τα όπλα του ώστε να νομίσουν οι Τρώες ότι είναι αυτός που ξαναμπήκε στον πόλεμο. Ο Αχιλλέας δέχεται δίνοντάς του όμως παράλληλα ρητή εντολή να σώσει τα πλοία από την φωτιά και να μη περάσει τον περίβολο του στρατοπέδου των Αχαιών. Ο υπαρχηγός των Μυρμιδόνων ρίχνεται στην μάχη, οι Τρώες υποχωρούν, αλλά η έξαψη του πολέμου και ο θρίαμβος που προδιαγράφεται κάνει τον Πάτροκλο να ξεχάσει την εντολή του Αχιλλέα και να καταδιώξει τους Τρώες ως τα τείχη τους. Εκεί ο Απόλλων φανερώνει στον Έκτορα ότι κάτω από την πανοπλία του Αχιλλέα είναι στην πραγματικότητα ο Πάτροκλος και τον βοηθά να τον σκοτώσει. Για τον θάνατό του θρηνεί ένας για μια ακόμη φορά συγκλονιστικός Adams, ο οποίος συνεχώς ρίχνει νερό στον μύλο όλων όσων πιστεύουμε πως σε τούτον τον δίσκο βρίσκεται στην μεγαλύτερη, στην απόλυτη ακμή του. “Oh friend of mine, how to say goodbye, this was your time, but the armor you wore was mine…”. Όπως δήλωνε αργότερα, έπρεπε να μπει στην ψυχοσύνθεση του Αχαιού πολέμαρχου για να «μπει» στην συνέχεια και στο πνεύμα των στίχων. Ο όρκος της εκδίκησης δίδεται (“I will not rest until Hector’s blood is spilled”) και στην μελωδία της κιθάρας του Shankle ανάβει η νεκρική πυρά…
3. IV. “Armor of the Gods”
Ραψωδία Σ: O Ήφαιστος σφυρηλατεί τα καινούργια όπλα του ημίθεου Θεσσαλού ήρωα, όπως αυτό αποδίδεται από το solo του Rhino ο οποίος στην ουσία «υποδύεται» τον σιδηρουργό των θεών. Παρατηρείστε πως στην αρχή χρησιμοποιεί μόνο τα πιατίνια, λες και θέλει να δείξει την φωτιά που ετοιμάζεται και εν συνεχεία ξεκινά να χτυπά, όπως ο Ήφαιστος επεξεργαζόταν το θεϊκό μέταλλο. Ο DeMaio μέσα από αυτά τα instrumental μέρη ήθελε να αναπαράγει εικόνες και συναισθήματα του έπους, αλλά όπως συμβαίνει πάντα έγκειται στο ακροατή να κρίνει κατά πόσο το πέτυχε ή όχι…
4. V. “Hector’s final hour” – VI. “Death Hector’s reward”
Άλμα στην Ραψωδία Χ: Θλίψη και αγωνία κυριεύουν τον Έκτορα ο οποίος έχει δει τον στρατό του ηττημένο κατά κράτος από την επίθεση των Αχαιών και πίσω από τα τείχη της Τροίας ακούει τον μεγάλο του αντίπαλο να τον φωνάζει. Ξέρει το μάταιο της μονομαχίας με τον Αχιλλέα, αισθάνεται ότι ο θάνατός του είναι βέβαιος, φοβάται (“Today my mortal blood will mix with sand, it was foretold”) και όμως στο τέλος θα σταθεί απέναντί του, υπερασπιζόμενος την τιμή του και την τιμή της πατρίδας του. Ατμοσφαιρική στιγμή περίπου όμοια με το “II. The death of Patroclus”, που μάλλον «χτίζει» συναισθήματα, παρά στέκεται ως αυτόνομη σύνθεση. Περισσότερο αποτελεί πρελούδιο για το ταχύτατο μέρος που ακολουθεί, απλό στην σύλληψή του μα άκρως πωρωτικό, το οποίο αρχικά σκιαγραφεί τον Αχιλλέα (“A bloodbath I was born to bring, by birth I’m an assassin to cut the cord of life and death ties to earth unfasten”) και στην συνέχεια τονίζει την αρχική δειλία του Έκτορος να σταθεί απέναντί του. Τρεις φορές έκανε τον γύρο των τειχών κυνηγημένος από τον υιό της Θέτιδος (“Coward in the grip of fear, no valor to uphold, cut into the earth, with honor long been sold”), μέχρι τις δύο πηγές του ποταμού Σκαμάνδρου, όπως περιγράφει ο ποιητής. Στην τέταρτη, με την επέμβαση των θεών, η καταδίωξη θα σταματήσει και η μονομαχία θα αρχίσει (“The gods who once protected him are now his gods of doom”). Εδώ επίσης ο DeMaio μας δίνει να καταλάβουμε πως, πέραν από την σκιαγράφηση της θνητής διάστασης των ηρώων, οι θεοί παίρνουν πάντα στο τέλος το μέρος του δικαίου. Και το δίκιο εδώ, έστω και υπό την μορφή ενός προδιαγεγραμμένου φονικού, το έχει ο Αχιλλέας.
5. VII. “The desecration of Hector’s body” – VIII. “The glory of Achilles”
Το μίσος μαζί με το πανάρχαιο έθιμο της βεντέτας επικρατούν των γραπτών και άγραφων νόμων του πολέμου, καθώς το πτώμα του Έκτορος βεβηλώνεται συρόμενο τρεις φορές γύρω από τα τείχη της Τροίας από τον ηγέτη των Μυρμιδόνων. Instrumental σημείο, συγκεκριμένα solo μπάσο του DeMaio, που εδώ δεν καταφέρνει και πολλά. Ξεκινά σχετικά μελωδικά, την ώρα που ο νεκρός αρχηγός των Τρώων δένεται στο άρμα, αλλά εξελίσσεται σε βαβουριάρικο και σχετικά ανέμπνευστο όταν αυτό ξεκινά την πορεία του, παριστάνοντας τον κουρνιαχτό που σηκωνόταν πίσω του και τον θρήνο των Τρώων στην θέα της βεβήλωσης… Στο όγδοο και τελευταίο μέρος ο Πάτροκλος τιμάται με το να καεί στην πυρά βρίσκοντας επιτέλους γαλήνη μέσα από το πέρασμά του στην Άλλη Όχθη. Ο όρκος όμως του Αχιλλέως για ακόμη περισσότερους νεκρούς, τελικά περιλαμβάνει και τον ίδιο, κάτι που γνώριζε εξαρχής…“A prophecy spoken, a promise fulfilled, more blood will be spilled, more will be killed”. Ταχυδύναμο heavy metal όπως μόνο η «μάνα» Αμερική ξέρει να «γεννά», με εξοντωτικό drumming από τον Rhino o οποίος διέλυσε κάθε θεωρία περί drum machine στα live που ακολούθησαν και ειδικά σε εκείνο το απόλυτο “The day the Earth shook” όταν και ακούσαμε το εν λόγω κομμάτι σε μια απίστευτη εκτέλεση. Είναι μάλιστα το μόνο τμήμα του “Achilles…” στο οποίο ακούμε solo κιθάρα.
Η αρχική ιδέα ήθελε το “Achilles…” να «αναπτυχθεί» ως concept σε ολόκληρο το άλμπουμ. Πιθανότατα έτσι να είχαμε ένα καταπληκτικό τελικό αποτέλεσμα. Πολύς κόσμος επίσης πιστεύει πως, στην μορφή που το γνωρίσαμε, ως αυτόνομο κομμάτι, καλό θα ήταν να έλειπαν τα sola σε μπάσο και τύμπανα. Μάλλον αυτά τα οκτώ περίπου λεπτά αποτρέπουν αρκετό κόσμο, τον οδηγούν να πατήσει το “skip”. Αν έλειπαν ή ακόμη καλύτερα είχαν αντικατασταθεί με πλήρη κομμάτια, το “Achilles…” θα είχε πια διαστάσεις ΜΥΘΟΥ και θα έθετε σοβαρή υποψηφιότητα για το καλύτερο MANOWAR τραγούδι. Ακόμη και έτσι όμως, μιλάμε για μια σύνθεση που φανέρωσε όραμα, σθένος και δυνατότητες, διότι οι Αμερικανοί τόλμησαν πράγματα που δεν είχαν κάνει στο παρελθόν. Πράγματα που επεκτάθηκαν και σε άλλα κομμάτια του άλμπουμ…
6. “Metal warriors”
Το πρώτο CD single στην ιστορία των MANOWAR που ακολουθεί, μάλλον έχει τον ρόλο να σε «αποφορτίσει». Θεωρητικά, πρόκειται για ένα κομμάτι που δεν στοχεύει ψηλά, απλοϊκό, χωρίς σημαντική βαρύτητα. Από την άλλη όμως, είναι μάλλον το πιο διασκεδαστικό «τέτοιο» κομμάτι στην δισκογραφία της μπάντας, όπου ακόμη και γραφικά τσιτάτα τύπου “If you’re not into metal, you are not my friend – Heavy metal or no metal at all, wimps and posers leave the hall!” φέρνουν μαζί με το χαμόγελο και μια θέληση να χτυπηθείς στον ρυθμό του. Ξεπερνά το “Kings of metal” (άλλο έπος χαζομάρας αυτό, αλλά είπαμε, έπος) και δίνει λαβή για τρελά σκηνικά επί σκηνής.
7. “Ride the dragon”
Από εδώ και μετά σοβαρεύουν τα πράγματα. Τούτος ο κεραυνός οδηγείται από τον Rhino μέσω ενός καταιγιστικού drumming, από τον Shankle με μια τεράστια riff-άρα και ένα neoclassical solo a la Malmsteeen, έχει τον Adams απειλητικό, σχεδόν «βάρβαρο» και τον DeMaio να σολάρει και αυτός για λίγα δευτερόλεπτα δημιουργώντας μια «γέφυρα μεταξύ του κιθαριστικού μονολόγου του Shankle και των τελευταίων στροφών του κομματιού. Σε κάποιους η επανάληψη του refrain μπορεί να ακουστεί λίγο κουραστική, αλλά εντάξει… leave the hall! Σε πλήρη αντίθεση με το “Ride the dragon” έρχεται το βαρύ, περίπου doomy σε σημεία…
8. “Spirit horse of the Cherokee”
Η εθνοκάθαρση των Δυτικών αποίκων επί των αυτόχθονων φυλών μέσα από ένα εξαιρετικό τραγούδι του οποίου η υποβλητική εισαγωγή όχι μόνο δεν ενεργεί αποτρεπτικά, αλλά σε βάζει για τα καλά στο κλίμα του concept. Ο Adams μεταφράζει τα λόγια του γέρου Ινδιάνου ο οποίος εξιστορεί τα δεινά της φυλής του και το απλό αλλά στιβαρό κυρίως θέμα με το μπάσο και την δίκαση σε πρώτο πλάνο, αποτελεί «χαλί» για να «γραφτούν» επάνω του ονόματα μεγάλων αρχηγών των Ινδιάνων (“Red Cloud, Black Hawk, Sitting Bull, Crazy Horse, Geronimo, strong and brave warriors to the grave”), ήθη (“When we do the Ghost Dance, the buffalo will return”), έθιμα (“Paint ourselves for war, now blood and fire burn”, “The Medicine Man is dancing he’s calling us to war”) και θρησκευτικές παραδόσεις (“Great Spirit makes us strong, take us to the sky”). Το λυρικό refrain του δίνει έναν ακόμη πόντο. Πολύ καλή σύνθεση.
9. “Burning”
Μέγα έπος, «τέρμα» αντιεμπορικό, θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι το “Each dawn I die” των 90’s για το συγκρότημα. Ποια είναι τα δυνατά του σημεία; Επιθετικότητα, μοχθηρία, ΘΕΟΣΚΟΤΕΙΝΟΙ στίχοι, το μπάσο μπροστά και ο Adams που αλλάζει όπως θέλει και σε ό,τι θέλει την φωνή του, σε ένα ερμηνευτικό ρεσιτάλ. Τα γράψαμε και πιο πάνω, όποιος πιστεύει πως σε τούτον εδώ τον δίσκο ο Ερρίκος είναι στα καλύτερά του, να ξέρει πως συμφωνώ! Τα effects έρχονται όλα από την κιθάρα του Shankle και δημιουργούν εικόνες, μαύρες, εφιαλτικές. Μετά το solo o Adams ξεσαλώνει στην κυριολεξία, μιλάμε για ΤΕΡΑΣΤΙΑ, ΑΠΟΣΒΟΛΩΤΙΚΗ απόδοση. Ένα από τα καλύτερα τραγούδια στην ιστορία του group και ας μην του φαίνεται ίσως (τι ίσως, σίγουρα) με την πρώτη ακρόαση.
10. “The power of thy sword”
Το κλασσικότερο (και για πολλούς καλύτερο) κομμάτι του δίσκου, δεν χρειάζεται συστάσεις. Θεϊκό riff μετά τις κλαγγές των σπαθιών, βροντώδη τύμπανα, χορωδιακά μέρη, ονειρικό refrain, θεσπέσιο ατμοσφαιρικό «κόψιμο» στην μέση που οδηγεί σε ένα μεγαλειώδες finale, όπου την παράσταση κλέβει για μια ακόμη φορά ο Eric Adams. Χωρίς πολλά λόγια, εδώ έχουμε να κάνουμε με ΥΜΝΟ. Ακόμη φέρνω στο νου τις στιγμές της Πλατείας Νερού.
11. “The demon’s whip”
Στα χνάρια του “Burning” κινείται και αυτό, με την διαφορά πως το βασικό του riff έχει σαφέστατα πιο rock ‘n’ roll «υφή» και φέρνει στο νου το αντίστοιχο του “Metal daze” από το ντεμπούτο τους. Αυτό βέβαια μέχρι να φτάσουμε στο τελευταίο του λεπτό όπου οι ταχύτητες εκτοξεύονται, η δίκαση του Rhino παίρνει κεφάλια και τα ειδικά effects μας τελειώνουν εντυπωσιακά. Από τις πλέον εντυπωσιακές στιγμές του δίσκου.
12. “Master of the wind”
Ένα κεφάλαιο μόνο του είναι τούτο το αριστούργημα, όπου η τριάδα «φωνή/κιθάρα/πλήκτρα» και οι υπέροχοι στίχοι επαναπροσδιορίζουν οποιαδήποτε έννοια λυρισμού. Δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός με το κομμάτι αυτό, καθώς είναι αυτό που έχω αγαπήσει περισσότερο από κάθε άλλο στο “Trimph…” λόγω βιωμάτων, αλλά θα πω πως η εκτέλεσή του στο “Hell on stage” μαζί με το “Heart of steel”, γεννά ανατριχίλες, σηκώνει πέτσα, λιώνει τα μέταλλα όλου του κόσμου και πως το ξενέρωμα που φάγαμε κατά την επιεικώς μετριότατη εμφάνισή τους στην χώρα μας το 1999 όπου το περιμέναμε μαζί με άλλους ύμνους και φυσικά ΔΕΝ παίχτηκε, ήταν τεράστιο. Ιδανικό τέλος για ένα τέτοιο άλμπουμ.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ – Fierce, black and wicked songs
13. Defender (original single version, 1983)
Ναι, υπάρχει στο “Fighting the world”. Αλλά η εκτέλεσή του δεν συγκρίνεται με την αυθεντική. Ναι, είναι εξαιρετικά αγαπημένο στις τάξεις των Manowarriors. Αλλά αυτοί δεν είναι μέτρο σύγκρισης, αγαπούν ισόποσα τα πάντα. Γιατί λοιπόν βρίσκεται ένα από τα καλύτερα heavy metal τραγούδια όλων των εποχών (ΣΤΕΓΝΑ) εδώ; Γιατί πρώτον τούτη η αυθεντική του εκτέλεση είναι απευθείας βγαλμένη από τα καλύτερά μας όνειρα, γιατί εδώ ο Adams είναι ακόμη καλύτερος (!), γιατί το πρωτότυπο εντελώς hard rock solo του Ross κάνει το πεντάγραμμο και κλαίει, γιατί εδώ δεν ακούμε την digital παραγωγή του “Fighting the world” αλλά έναν ήχο τραχύ και «δωρικό» που το αναδεικνύει ακόμη περισσότερο και γιατί έχει παιχτεί ζωντανά τρεις (3) φορές, όταν απίθανες μπαρούφες από το “Lord of steel” έχουν παιχτεί σχεδόν δεκαπλάσιες! Α! μην το ξεχάσω: και διότι τούτο το αδιανόητο μεγαθήριο έμεινε έξω από το “Into glory ride”, για να ακούσουμε την μπούρδα που ονομάζεται “Warlord”. Καταλάβαμε όλοι πιστεύω, ναι;
14. Hatred (“Into glory ride”, 1983)
Αργό, βαρύ, ασήκωτο, σχεδόν απόκοσμο. Με μια διαφορετική παραγωγή και όχι με τον «ξερό» ήχο του “Into glory ride”, θα μπορούσε να είναι μια πρώτης τάξεως doom-ίλα. Οι κιθάρες του Boss δημιουργούν τα πλέον «σκατόψυχα» συναισθήματα στην αρχή, ενώ την στιγμή του refrain αποκτούν μια oriental αισθητική που συνοδεύεται ή μάλλον συνοδεύει έναν τρελαμένο Adams. Τέτοιον σαρκασμό και τέτοια παράνοια σπάνια συναντάς στον χώρο. Και αυτές οι εναλλαγές στην μέση περίπου του κομματιού, του δίνουν άλλη αίσθηση… Στιχουργικά, ο ήρωας παίρνει τεράστια δύναμη μέσω του άσβηστου μίσους του, το οποίο του δίνει πλεονέκτημα απέναντι και στον ισχυρότερο εχθρό. Από τις πλέον «περίεργες» συνθέσεις της μπάντας, εναλλακτικής της εκδοχή μπορεί να βρεθεί στο single “Defender” της έκδοσης του 1993.
15. Hail to England (“Hail to England”, 1984)
Ρυθμικό, ανθεμικό, ένα κομμάτι φόρος τιμής στην Γηραιά Αλβιώνα. H Αγγλία ήταν η χώρα στην οποία DeMaio και Boss αντάμωσαν (“We met on English ground, in a backstage room we heard the sound and we all knew what we had to do” ακούμε επίσης στο ομώνυμο κομμάτι της μπάντας), η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που «αγκάλιασε» τους MANOWAR όταν αυτοί έπαιξαν στο “Spectre of might” το 1983. Για εκείνο το live τραγουδά ο Adams “Years have passed, I’ve dreamed of this day. As we raise our hands we proudly say hail, hail to England!”. Άσχετα αν το στιχουργικό περιεχόμενο μας αρέσει ή όχι, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως έχουμε να κάνουμε με μεγάλο άσμα, το οποίο κλείνει και με την (κατά προσωπική πάντα άποψη) θεϊκότερη υψηλή νότα που «αμόλησε» ποτέ ο Ερρίκος.
16. The Oath (“Sign of the hammer”, 1984)
Γρήγορη σύνθεση των DeMaio και Ross the Boss, straight-forward heavy metal χωρίς πολλά-πολλά, ντύνει μουσικά έναν όρκο εκδίκησης προς τους θεούς του ουρανού και του κάτω κόσμου. Φασαριόζικα σολαρίσματα και εξαίσια ερμηνεία από τον Adams ο οποίος βέβαια για να λέμε τα πράγματα ως έχουν, τέτοιες τις είχε «ψωμοτύρι» τη περίοδο εκείνη. Ακόμη καλύτερη (και όμως, ναι, γίνεται) η εκτέλεσή του στο “Gods of war live” όπου το tempo ανεβαίνει λίγο παραπάνω, ο όγκος μεγαλώνει και ο Adams αλλάζει την ερμηνευτική του άποψη σε κάτι πιο γρεζαριστό. To κομμάτι δεν έχει παιχτεί αρκετές φορές ζωντανά από τους MANOWAR, το έχει τιμήσει ιδιαίτερα πάντως ο Boss με την προσωπική του μπάντα.
17. Brothers of metal (demo version, 1986)
Από τα «χαμένα» demos του “Fighting the world”, έγινε δέκα χρόνια αργότερα το γνωστό μας κομμάτι από το “Louder than Hell” (ανάλογη περίπτωση και το “Courage”). Μόνο που η demo εκδοχή του δεν έχει καμία μα καμία σχέση με την official. Εννοείται καλύτερες οι κιθάρες (Boss>Logan), τα τύμπανα βροντάνε και αστράφτουν, ο Adams τραγουδά «στον Θεό» και από πίσω ο DeMaio χτίζει τον ρυθμό α λα “Holy War”. Εκτέλεση που στέλνει «για χόρτα» το μετριότατο τραγουδάκι του “Louder than Hell”, και είναι να απορεί κανείς για ποιον λόγο δεν παίχτηκε ΕΤΣΙ, έστω και μετά από τόσα χρόνια.
18. Drums of doom/Holy War (“Fighting the world”, 1987)
Αριστούργημα δεν το λες, αλλά αν αναλογιστούμε τι ακούσαμε πριν από αυτό στο “Fighting…”, μοιάζει ισάξιο του “Revelations”. Στην αρχή ακούμε ήχους από σάλπιγγες, τύμπανα πολέμου και ποδοβολητά αλόγων, καθώς κάποιος στρατός προελαύνει. Ωραία δομή και εξέλιξη, συναυλιακό refrain, στίχοι που μιλούν (ξανά) για κάποιον «ιερό πόλεμο» προς κάθε «άπιστο» (false metaller δηλαδή), solo όπου ο Boss μας ξαναδείχνει πόσο επηρεασμένος από το hard rock είναι και κυρίως από τον Van Halen. Και αυτό σχετικά υποτιμημένο, στο “Gods of war live” ακούγεται ένα κλικ πιο αργό αλλά ακόμη πιο δυναμικό.
19. Kingdom Come (“Kings of metal”, 1988)
Αραβούργημα. Η «Βασιλεία των Ουρανών» που υμνείται εδώ μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση. Από την μία μπορεί να σημαίνει την καθιέρωση της μπάντας ως παγκόσμια υπερδύναμη, αφού μέχρι πριν λίγα χρόνια όλες τους οι περιοδείες ήταν “club tours”, από την άλλη μπορεί να σημαίνει την υλοποίηση των προσωπικών στόχων του καθενός. Όπως και να’ χει, η μουσική είναι καθόλα εντυπωσιακή μέσα στην απλότητά της και ο Adams ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΕΙ, ειδικά στο τέλος.
20. Fight until we die (“Warriors of the world”, 2002)
Πάντα πίσω από τα “Hand of doom” και “House of death” που προηγούνται στον ίδιο δίσκο όχι μόνο αριθμητικά αλλά και σε «υπόληψη», το “Fight until we die” συνεχίζει την παράδοση των γρήγορων κομματιών τύπου “Kill with power” και περιγράφει για μια ακόμη φορά τον πολεμιστή που οδεύει προς την μάχη έτοιμος να πολεμήσει ως το τέλος με την βοήθεια των άστρων και των θεών. Σε σχέση με τα δύο προαναφερθέντα «αδερφάκια» του είναι παραμελημένο από την μπάντα, χωρίς να υστερεί σε αξία.
21. The dawn of battle (“The dawn of battle”, 2002)
Ήθελε και αυτό να είναι ένα νέο “Kill with power”. Δεν τα κατάφερε, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι καλό τραγούδι. Κάθε άλλο, έχει μάλιστα γρήγορο πωρωτικό ρυθμό και εντυπωσιακό μπάσο να πρωταγωνιστεί. Έμεινε αδικαιολόγητα εκτός του “Warriors of the world” μεν, αλλά ευτυχώς κυκλοφόρησε ως single. Ανετότατα θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει παίρνοντας την θέση του “The fight for freedom” και μαζί με το “I believe” (αυτό στη θέση του “An American trilogy”) να κάνουν ακόμη καλύτερο τον δίσκο, αλλά μια το όλο κλίμα της 9ης Σεπτεμβρίου που ένα χρόνο μετά ήταν ακόμη έντονο, μία αι βουλαί του DeMaio, άλλαξαν το τελικό track listing.
Κάπου εδώ, φτάνουμε στο τέλος. Με τούτο το “underrated gems” δεν παρουσιάστηκαν μόνο οι MANOWAR, μπήκαν και κάποια πράγματα σε τάξη και σειρά στην συνείδηση του γράφοντος, καθώς δεν γινόταν να μην γραφτούν κάποιες λίγες λέξεις για μια αγαπημένη του μπάντα και το αγαπημένο του άλμπουμ της. Ως την επόμενη φορά, που θα παρουσιαστεί ένας ακόμη πολυαγαπημένος καλλιτέχνης (ονόματα δεν λέμε ακόμη) να θυμάστε… τί άλλο; “Other bands play, MANOWAR kill!”.