Εντάξει. Μάλλον μιλάμε για το καλύτερο άλμπουμ των HEAVEN SHALL BURN!
Έχω τεράστια εκτίμηση για αυτό το συγκρότημα. Τεράστια. Και θεωρώ πως θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερο από ότι είναι, αλλά είναι αρκετές οι φορές που και οι ίδιοι αδίκησαν τους εαυτούς τους, ειδικά όταν βάλτωσαν συνθετικά και μπήκαν σε μία λούπα που ναι μεν ήταν καλή, αλλά δεν τους άφηνε να προχωρήσουν. Κάτι που μάλλον κατάλαβαν και είπαν στο ένατο παρακαλώ άλμπουμ τους, το “Of truth and justice”, να απελευθερωθούν πλήρως. Δεν περιόδευσαν ουσιαστικά για το “Wanderer”, αλλά αποφάσισαν να κλειστούν στο στούνιο και να γράφουν απρόσκοπτα, χωρίς τα πρέπει, τα θέλω και τα μη της μουσικής βιομηχανίας. Και έγραψαν πολύ οι άτιμοι! 19 τραγούδια (16 αν βγάλουμε τρία που είναι σαν intro/outro ας πούμε), με διάρκεια κοντά στα 100 λεπτά, σε ένα διπλό άλμπουμ (χωρίζεται σε “Of truth” και “And justice”) που τα έχει όλα.
Εννοείται πως δεν έγιναν κάποιο άλλο συγκρότημα ξαφνικά και εννοείται πως έχουν κρατήσει όλα μα όλα τα στοιχεία της μουσικής τους. Όμως, με τα χρόνια, το αγαπημένο τους σπορ των διασκευών (στο οποίο είναι μάστορες είναι η αλήθεια), φαίνεται τους έχει βοηθήσει πολύ. Σε συνδυασμό με την πληθώρα των ακουσμάτων τους (η διαφορά της Ευρώπης με την Αμερική) από την ήπειρό μας, μαζι με την Αμερικανιά που πάντα είχανε, έχει λειτουργήσει εξαιρετικά σε αυτόν το δίσκο. Τον πιο “ελεύθερο” ίσως της μέχρι τώρα καριέρας τους. Για να γίνει όμως αυτό, ζήτησαν βοήθεια από δύο καταξιωμένους ανθρώπους. O πρώτος είναι ο συνθέτης ορχηστρικής και χωρωδιακής μουσικής, Sven Helbig, συνιδρυτής της Συμφωνικής Ορχήστρας της Δρέσδης, βραβευμένος με ECHO Classical Music βραβεία και που έχει συνεργαστεί σαν παραγωγός/συνθέτης/ενορχηστρωτής με ονόματα όπως οι RAMMSTEIN, PET SHOP BOYS, SNOOP DOGG, Rene Pape (τραγουδίστρια της όπερας) και διάφορα άλλα. Ο δεύτερος, είναι o μαέστρος Wilhelm Keitel (καμία σχέση με τον Harvey Keitel). Έτσι, βάζοντας ένα string section στον ήχο τους, καθοδηγούμενο από αυτές τις δύο κινήσεις, καταλαβαίνεις το πόσο ουσιαστικές και σωστές ήτανε ακούγοντάς το! Επίσης, για τη μίξη επέλεξαν τον Δανό Tue Madsen (MESHUGGAH, THE HAUNTED, MOONSPELL, DARK TRANQUILLITY, SUICIDE SILENCE και ένα κάρο ακόμα) και εδώ πολύ σωστά, αφού σε συνδυασμό με το mastering του Eike Freese (APOCALYPTICA, GAMMA RAY, DEEP PURPLE), το ηχητικό αποτέλεσμα είναι super. Βάλτε και κερασάκι στην τούρτα το, για ακόμη μία φορά, υπέροχο εξώφυλλο του Eliran Kantor και τα πάντα όλα, πλην της μουσικής, είναι προσεγμένα και όπως πρέπει για ένα εξαιρετικό άλμπουμ.
Ε και η μουσική είναι αυτή που πρέπει. Ναι, είναι πολλά τα 19 κομμάτια και τα 100 λεπτά και λογικό είναι κάποια (ευτυχώς ελάχιστα) από αυτά να είναι κατώτερα από το μέσο όρο, αλλά το άλμπουμ σε πιάνει από την αρχή και σε κρατάει μέχρι και το τέλος. Και σε αυτό έχει παίξει ρόλο τόσο η ποιότητα των τραγουδιών, όσο όμως και η ποικιλομορφία τους, με τις διάφορες επιρροές της μπάντας να είναι εδώ και να εναλλάσσονται, χωρίς κανέναν μα κανέναν περιορισμό. Και πολύ καλά κάνουν!
Είναι πολύ άδικο αυτή η μπάντα να έχει την ταμπέλα του metalcore. Oι τύποι παίζουν ότι θέλουν και βάζουν μέσα (όπως έκαναν άλλωστε) melodic death (και 90s και 00s με βάση τους IN FLAMES, ειδικά στα πιο μονδέρνα ας πούμε), βάζουν death, περνάνε κάτι blackened σημεία, groove-άρουν, ναι έχουν εννοείται την Αμερικανιά, έχουν όμως και τόσα άλλα, μέχρι και ξεκάθαρα industrial ή και ambient σε αυτό το δίσκο. Παίζουν μουσική βασικά, όπως γουστάρουν.
Δε θα κάτσω να αναλύσω ένα ένα τα κομμάτια προφανώς, γιατί είναι πάρα πολλά. Όμως πρέπει να γίνει μνεία σε μερικά, για να φανεί και η εναλλαγή ηχοχρωμάτων που υπάρχει στο δίσκο. Και ας τα πάμε ανα CD. Από το πρώτο, στην πρώτη γραμμή είναι το “Protector”, ένα κλασικό HSB κομμάτι, με “Endzeit” αισθητική στον αέρα, αλλά και μελωδικά leads και ρεφρέν, μαζί με το “Ubermacht” με το τίγκα RAMMSTEIN intro και πολύ ωραίο ρεφρέν, up tempo κυρίως με εναλλαγές ξύλου και groove-ας, το “Expatriate”, ένα ΕΠΟΣ, διαφορετικό, με πιάνο, strings, αλλά και σημεία με full μπάντα, από τα κομμάτια που σε ανατριχιάζουν, με ελάχιστους στίχους αλλά σημεία σαν λόγους (ένα κομμάτι για το οποίο μπορεί να άκουσαν το “When the walls go down” των EVERGREY και αν δεν το ξεπέρασαν το πλησίασαν) και “What war means” με το τίγκα MORBID ANGEL intro riff, με BEHEMOTH-ικά σημεία και μία death-black αισθητική στο σύνολό του, υπό το πρίσμα της μπάντας πάντα. Από τα 7 «καθαρά» κομμάτια του πρώτου δίσκου, τα 4 είναι super και τα άλλα 3 ένα κλικ κάτω τους, αλλά πολύ καλά επίσης. Στο δεύτερο άλμπουμ, σίγουρα ξεχωρίζει η τίγκα industrial-ίλα και κολλητικό “La resistance”, το πολυδιάστατο οκταμισάλεπτο “The sorrows of victory”, με τη συμμετοχή του Chris Harms των LORD OF THE LOST και τις αλλαγές του που εκτείνονται από τελείως ατμοσφαισικά σημεία μέχρι και blasts, το up tempo και τόσο BOLT THROWER με δόσεις ωραίων leads “Tirpitz” (αξίζει να τσεκάρει κανείς την ιστορία αυτού του πλοίου, του ενός από τα δύο Bismarck των Ναζί και το πόσο έχει επηρεάσει τη μόλυνση του περιβάλλοντος στη Νορβηγία μέχρι και σήμερα), το ξυλοτεμάχιο “Truther”, αλλά και το ambient στη βάση με την πολύ ωραία εξέλιξη από τα μισά και μετά “Weakness leaving my heart”, που κλείνει και το άλμπουμ. Και εδώ, με εξαίρεση το μόνο παντελώς αδιάφορο κομμάτι του δίσκου, το “Eagles among vultures”, τα υπόλοιπα 4 κομμάτια είναι απλά ένα κλικ κάτω από τα προαναφερθέντα. Οι HSB θα μπορούσαν λοιπόν να μαζέψουν τα 8-9 κορυφαία κομμάτια της διπλής αυτής κυκλοφορίας και να βγάλουν ένα σχεδόν απόλυτο «πόνημα», αλλά επέλεξαν να τα βγάλουν όλα, πιστεύοντας στο υλικό τους και δικαίως.
Οι στίχοι, για ακόμη μία φορά, είναι από τα δυνατά χαρτιά του σχήματος. Στο σήμερα, με θέματα που αφορούν όλους μας και με τα ως τώρα βίντεο των τραγουδιών να είναι στο ίδιο μήκος κύματος, γεμάτα νοήματα, αλλά και μηνύματα. Και όχι, δεν είναι του άκρου, αλλά μέσα από τη δική τους πιο αριστερή ματιά, περνάνε ένα συνολικό μήνυμα κάθε φορά. Και το κάνουν καλά. Και αυτό.
Οι H.S.B. μάλλον έχουν κυκλοφορήσει τον καλύτερο δίσκο της καριέρας τους. Το μάλλον θα μπορούσε να είναι σίγουρα, αν ήταν μονό το άλμπουμ, καθώς θα υπάρξει κόσμος που θα τον πειράξει η διάρκεια. Προσωπικά πάντως, το άκουσα σερί 3 φορές και δε με πειράζει καθόλου το πόσο κρατάει, όταν η ποιότητα και τα διαφορετικά στοιχεία είναι εκεί, προσεγμένα και ωραία. Πολύ ωραία μπάντα, πολύ ωραίος δίσκος, ωραία μουσική, ωραία μηνύματα, ωραίο βίντεο. Όλα πολύ καλά!
8/10
Φραγκίσκος Σαμοΐλης