Αφιέρωμα στο 90’s metal – 1992 part 2

0
861

Φτάσαμε στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος στο 1992, πάντα με αλφαβητική σειρά, στα πλαίσια του αφιερώματος στο 90s metal. Για μία ακόμα φορά, πολλοί και αγαπημένοι δίσκοι, παρουσιάζονται μέσα από την οπτική γωνία της συντακτικής ομάδας του Rock Hard και στο τέλος υπάρχει και σχετική λίστα Spotify με χαρακτηριστικά κομμάτια της χρονιάς από τους δίσκους που υπάρχουν στο κείμενο. Enjoy!


THE GATHERING – “Always…” (Foundation 2000)

Ένα χρόνο πριν οι Ολλανδοί  με το “Moonlight archer” demo ταρακούνησαν για τα καλά το underground και όλοι περιμέναμε με αγωνία το ντεμπούτο LP τους. Δυστυχώς για εκείνους δεν κυκλοφόρησε από την Peaceville όπως ήταν στα σχέδια τους, αλλά από την Foundation 2000. Αν είχε κυκλοφορήσει από την αγγλική εταιρία τότε η υστεροφημία του θα ήταν τελείως διαφορετική και ίσως η πορεία τους να ήταν τελείως διαφορετική στα επόμενα χρόνια. Όπως και να έχει εδώ έχουμε να κάνουμε με το πληρέστερο, ίσως, δίσκο του ατμοσφαιρικού doom/death! Κι αυτό γιατί έχει στοιχεία που κανένα άλλο group δεν κατάφερε να εντάξει στον ήχο του όσο αυτή η εξάδα. Καταρχήν τα πλήκτρα του Frank Boeijen είναι πρωτοποριακά, εντάσσοντας στοιχεία ακόμα και από το new age, δημιουργώντας ιδιότυπη ατμόσφαιρα σε κάθε κομμάτι ξεχωριστά ακόμα και με χρήση samples! Η χρήση των γυναικείων φωνητικών από την Marike Groot είναι επίσης μοναδική και τοποθετημένα μόνο στα σημεία που χρειαζόταν! Στις προηγούμενες ηχογραφήσεις μάλιστα δεν είχαν γυναικεία φωνητικά και η παρουσία τους στο “Always…” ήταν το κερασάκι που έκανε όλους να τους παραδεχτούν ακόμα περισσότερο για την φοβερή ενορχήστρωση και στα κομμάτια που είχαν ήδη παρουσιάσει στα demos τους! Πέρα από αυτά τα δύο ιδιότυπα χαρακτηριστικά υπάρχει και ένα τρίτο στοιχείο, το οποίο είναι η θεματολογία των στίχων τους δια χειρός του frontman τους, Bart Smits! Καμία σχέση με τη νεκρολογία και τα σκοτεινά θέματα των υπόλοιπων σχημάτων της εποχής! Κάθε κομμάτι του δίσκου έχει την δική του δομή σαν σύνθεση και ιδιαιτερότητα, που συνθέτουν ένα παζλ μοναδικό. Από το καταιγιστικό “Subzero” μέχρι την ονειρική συνύπαρξη ανδρικών-γυναικείων φωνητικών στο “King for a day”, το οποίο έγινε video clip που παίχτηκε ακόμα και στο Headbanger’s Ball του MTV! Και το κλείσιμο με το “Gaya’s dream” είναι πραγματικά μοναδικό και αποτελεί το πιο αγαπημένο μου κομμάτι τους! Ο απόηχος του δίσκου στη σκηνή της εποχής εκείνης ήταν τεράστιος και ο αντίκτυπος του κρατά ακόμα και σήμερα! Έδωσαν πάρα πολλές συναυλίες τότε, ακόμα και ως support στους FAITH NO MORE! Το “Stonegarden” ήταν το μοναδικό κομμάτι που θα έπαιζαν στα mid/late 90s με την Anneke – ήμασταν τυχεροί το 1999 που το έπαιξαν και στο Ρόδον! 20 χρόνια μετά έδωσαν πέντε συναυλίες στην Ολλανδία με την σύνθεση εκείνη και ήταν μοναδική εμπειρία για εμένα να τους δω σε δύο από αυτές και να βιώσω γιατί τους αποκαλούσαν τα fanzines της εποχής ως «Ολλανδικό θαύμα». Λυπάμαι ειλικρινά όσους αφορίζουν την εποχή αυτή, επικεντρώνοντας την προσοχή τους μόνο μετά την έλευση της χαρισματικής Anneke. Το γεγονός ότι τόσα χρόνια μετά ακόμα συζητιέται η αξία του αποδεικνύει γιατί είναι μοναδικό στο είδος του και σημείο αναφοράς για οποιονδήποτε έπαιξε ατμοσφαιρικό doom/death από τότε μέχρι σήμερα! Κρίμα που στο επόμενο τους album, “Almost a dance”, κατέστρεψε ό,τι έχτιζε από το 1989 αυτή η παρέα από το σχολείο του Oss. Βέβαια αν δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα ίσως και να μην είχαν επιλέξει να έχουν μόνο γυναικεία φωνητικά το 1994, οπότε ας δεχτούμε τα γεγονότα όπως έγιναν. Αν το εκτιμήσετε όσο του αξίζει, σας προτρέπω να ακούσετε και τα demos τους, καθώς και τις ηχογραφήσεις που έκαναν πριν φύγει ο Bart Smits σε κομμάτια του “Almost a dance” – υπάρχουν μαζεμένα στη συλλογή “Downfall – the early years”. Με αυτόν τον τρόπο θα έχετε μια πλήρη εικόνα του τι ποιοι πραγματικά ήταν τότε και θα τους επανεκτιμήσετε όπως τους αξίζει!

Λευτέρης Τσουρέας


GODFLESH – “Pure” (Earache)

Αφού εκπλήρωσα το χρέος μου στην ανθρωπότητα και έγραψα για τα 30 χρόνια του μεγαλειώδους “Streetcleaner” το Νοέμβριο, ας μιλήσουμε για το άλμπουμ που είχε το πολύ δύσκολο έργο να το διαδεχτεί. Η περιοδεία των GODFLESH για το “Streetcleaner” τους πήγε μέχρι την Αμερική το 1991 μαζί με τους NAPALM DEATH (όπου ήδη είχε συμμετάσχει ο Broadrick στο “Scum” και στην ουσία μιλάμε για αδερφά συγκροτήματα), όπου το συγκρότημα αντιμετώπισε τρομερή αποδοχή από το κοινό, κάτι που ούτε ο ίδιος ο Justin Broadrick περίμενε. «Τον καιρό που πήγαμε εκεί, η μπάντα είχε ήδη μεγαλώσει περισσότερο από τις προσδοκίες μου, γινόταν μια πολύ δημοφιλής κατάσταση στο underground την οποία δεν περιμέναμε πραγματικά. Ήταν πολύ μεγάλη έκπληξη για μας ότι ο κόσμος ανταποκρίθηκε τόσο θετικά στη μουσική μας». Η περιοδεία αυτή στην ουσία σταθεροποίησε τους GODFLESH σαν μόνιμη ενασχόληση και μόλις ολοκληρώθηκε, ο Broadrick μαζί με τον διόσκουρό του, G.C. Green, μπήκαν στο στούντιο για νέο υλικό. Το 1991 έφερε τον Ιούλιο την κυκλοφορία του EP “Slavestate”, όπου ο πειραματισμός με τα ηλεκτρονικά στοιχεία ήρθε στο προσκήνιο και υπήρξε κι άλλη ηχογράφηση, αφού ήθελαν γρήγορα να προχωρήσουν στο δεύτερο άλμπουμ, ωστόσο πρώτα προέκυψε το νέο ΕΡ “Cold world σε πιο σκληρή κατεύθυνση.

Το δεύτερο άλμπουμ ονομάστηκε “Pure” και ο Broadrick ήθελε να εξερευνήσει ακόμα περισσότερο την πειραματική πλευρά τους, όμως επειδή η ηχογράφηση μπορούσε να περιοριστεί σε οχτακάναλο, αυτό δε μπόρεσε να εκπληρώσει όλες του τις προσδοκίες. Στο δίσκο συμμετείχε στα μισά κομμάτια ο κιθαρίστας των LOOP, Robert Hampson, ο οποίος θα έπαιρνε τη θέση του Paul Neville που αποχώρησε μετά την περιοδεία του “Streetcleaner”. H είσοδος του Hampson βοήθησε αρκετά στο να κρατηθεί βαρύς ο ήχος του “Pure”. O τίτλος του δίσκου προήλθε από την πεποίθηση ότι η αγνότητα (και ειδικά από την οπτική ενός παιδιού) είναι δύναμη. Το “Pure” εξ αρχής γίνεται ξεκάθαρο ότι είναι ένα πλήρως μηχανικό άλμπουμ. Τα πάντα είναι βασισμένα στις ορέξεις του drum machine που επίτηδες έχει μπει στο προσκήνιο. Η λογική χτισίματος των τραγουδιών άλλαξε κι ενώ πριν πρώτα έμπαιναν οι κιθάρες και το μπάσο, εδώ όλα χτίζονταν γύρω από ένα sample. Η  συνεχής εφιαλτική επανάληψη των ρυθμών που ήταν πάντα γνώριμο στοιχείο των GODFLESH κάνει κι εδώ την εμφάνιση της και φέρνει τον ακουστικό όλεθρο και την ζοφερή μινιμαλιστική κρύα ατμόσφαιρα τους στο προσκήνιο. Για να γίνει αντιληπτή η ηχητική του προσέγγιση, ο Mike Gitter του Spin, εκθειάζοντας το, έγραψε «Η Χιροσίμα ήταν πιο διασκεδαστική απ’ ότι το “Pure”»…

Το “Pure” παρά τον ξεκάθαρα industrial χαρακτήρα του, θεωρείται σημείο εκκίνησης και του post metal από πολλούς. Γυρίστηκε ένα βίντεο για το “Mothra”, το οποίο πήρε το όνομα του από ένα διάσημο τέρας της σειράς Godzilla. Αποτελεί μαζί με το εναρκτήριο “Spite” αναπόσπαστο μέρος των συναυλιών των GODFLESH μέχρι σήμερα (το 2013 στο Roadburn το άλμπουμ παίχτηκε ολόκληρο). Τραγούδια όπως τα “I wasn’t born to follow”, “Monotremata” και “Don’t bring me flowers” ήταν φοβερά και σιγοντάριζαν το κορυφαίο ομότιτλο, το οποίο από πολλούς θεωρείται ως η πιο αντιπροσωπευτική τους στιγμή. Ήταν να ανοίξουν για τους MINISTRY στη Βόρεια Αμερική το 1992, αλλά δεν τα κατάφεραν και τελικά άνοιγαν για τους SKINNY PUPPY. Λόγω προβλημάτων με τη βίζα τους, δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν κάποιες εμφανίσεις, παρόμοιο πρόβλημα είχαν και στην προηγούμενη περιοδεία τους, αλλά κατάφεραν να επιστρέψουν πιο μετά ως headliners αποζημιώνοντας τους οπαδούς τους. Το “Pure” θεωρείται ότι κλείνει την πρώτη πιο «σκληρή» εποχή τους και κατά τον ίδιο τον Justin Broadrick, αυτή η εποχή της μπάντας είναι η πιο τίμια και αντιπροσωπευτική αυτού που είχαν στο μυαλό τους να πετύχουν εξ αρχής οι GODFLESH. Αμέτρητες μπάντες έχουν αυτό το δίσκο σαν εικόνισμα και 28 χρόνια μετά, το εξυμνούν σε κάθε δυνατή ευκαιρία.

Άγγελος Κατσούρας


GOREFEST – “False” (Nuclear Blast)

ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ!

Βρισκόμαστε στο 1991 και τον απόηχο του παρθενικού άλμπουμ των Ολλανδών death metallers GOREFEST. Οι διθυραμβικές κριτικές δεν στάθηκαν αρκετές για να μπορέσει η σύνθεση της μπάντας να μείνει σταθερή. Οι GOREFEST όντας δυσαρεστημένοι από την προώθηση του “Mindloss” μέσω της Foundation 2000, υπέγραψαν το 1992 συμβόλαιο με τη Nuclear Blast (με αρκετά ευνοϊκούς όρους για το συγκρότημα, δείγμα του πόσο τους ήθελε η εταιρεία). Πριν την προγραμματισμένη τους περιοδεία με τους REVENANT, ο κιθαρίστας Alex van Schaik προειδοποιήθηκε με τον ευγενικό τρόπο από τον μπασίστα/τραγουδιστή Jan Chris De Koeije: “Θα χαρώ πάρα πολύ αν δεν χρειαστεί να ξαναμοιραστώ τη σκηνή μαζί σου». Μην έχοντας κι ο ίδιος άλλη επιλογή, αντικαταστάθηκε από τον (παιχταρά) Boudewijn Bonebakker. O Bonebakker μην έχοντας την παραμικρή σχέση με το είδος, προερχόταν από την alternative μπάντα LOOD. O ίδιος δήλωνε «Αυτό που ήταν συναρπαστικό είναι το γεγονός ότι ήμασταν στην αρχή ενός κινήματος και συμβάλαμε με το συγκρότημα μας, δεν υπήρχαν κανόνες και μπορούσαμε να κάνουμε ότι θέλαμε, κι αυτό ήταν μια ευχάριστη κλωτσιά για μένα. Στην περιοδεία με τους REVENANT, οι GOREFEST ήταν απίστευτοι και αποτέλεσμα της συναυλιακής ενέργειας τους ήταν το EP “Live misery”, το οποίο κυκλοφόρησε από την Cenotaph Records στις αρχές του 1992.

Τα γεγονότα με προστριβές ενδιαμέσου της περιοδείας που προαναφέρθηκε, συν το ότι δεν άντεχε τη ζωή στο δρόμο, έκαναν τον ντράμερ Marc Hoogendoorn να αφήσει το συγκρότημα, με την αντικατάσταση του να γίνεται δύο εβδομάδες πριν ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις του δεύτερου άλμπουμ τους και τον Ed Warby των ELEGY (έκπληξη ε; κι όμως είχε ηχογραφήσει τα demo “Elegant solution” και “Labyrinth of dreams”, 1989 και 1990 αντίστοιχα) να παίρνει τη θέση του, στην κίνηση-ματ που έκανε το συγκρότημα και τους άλλαξε επίπεδο στην πορεία. Ο Warby ο οποίος στην αρχή (όπως και ο Bonebakker) αντιμετωπίστηκαν από τους κάφρους die-hard οπαδούς της μπάντας σαν ποζεράδες, είχε εκδηλώσει από νωρίς το ενδιαφέρον του στο να μπει στο συγκρότημα, λέγοντας τους «αν ποτέ χρειαστείτε ντράμερ, απλά ενημερώστε με». Το «κονέ» το έκανε ο Stephan Gebedi των THANATOS με τον Warby υπερχαρούμενο να δηλώνει «Ήταν πάντα όνειρο μου να μπω σ’ αυτό το συγκρότημα. Πράγματι έπαιζα στους ELEGY, αλλά έγινα οπαδός του death metal όταν έμαθα τους OBITUARY, AUTOPSY και DEATH. Το δε παίξιμό του, έκλεισε τα στόματα των οπαδών από τις πρώτες του συναυλίες μαζί τους, ενώ οι ίδιοι οι ίδιοι οι συμπαίχτες του ήταν αυτοί που πρώτοι εξήραν την αξία του με διθυραμβικές δηλώσεις.

«Ο αντίκτυπος της εισόδου του Ed στο συγκρότημα ήταν τεράστιος» παραδεχόταν ο Bonebakker. «Πριν τον ερχομό του, είχα την ψευδαίσθηση ότι ήμασταν μια πολύ δεμένη μπάντα. Στην αρχή μάλιστα, είχα την εντύπωση ότι θα έπρεπε να προσαρμοστεί σε μας. Από τις πρώτες πρόβες αποδείχτηκε το ακριβώς αντίθετο. Όταν αντιμετωπίσαμε το ακριβέστατο παίξιμο του, αποδείχθηκε ότι ήμασταν πολύ αδέξιοι κι έπρεπε να παίξουμε όσο καλύτερα γινόταν για να προσαρμοστούμε στο παίξιμο του». Το “False” ήταν όπως αποδείχθηκε το παραπάνω βήμα για το συγκρότημα και η στιγμή που τους καθιέρωσε ως ένα από τα κορυφαία ακραία σχήματα της εποχής. Ηχογραφήθηκε στο στούντιο του Ron Koning στο Vrouwenpolder κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του τιτάνα Colin Richardson, ο οποίος είχε κάνει την παραγωγή και στο “Mindloss”. «Αυτό το άλμπουμ είναι ο κοκαλοθραύστης μας» δήλωσε χρόνια μετά την κυκλοφορία του ο κιθαρίστας Frank Harthoorn. «Είναι το άλμπουμ που οραματιζόμασταν από τις πρώτες μας μέρες». Η αρχή του δίσκου με το κορυφαίο “The glorious dead” δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο αμφισβήτησης του τι ακολουθούσε, ξεκινώντας με sample από συνέντευξη του κατά συρροή δολοφόνου Εdmund Kemper (γνωστός ως “The Co-Ed Killer”).

“I am human being and I kill human beings…and I do it in my society”… και καπάκι ο βρυχηθμός του De Koeijer που ξεκινάει το κομμάτι, η τυμπανοκρουσία του Warby που είναι ο πρωταγωνιστής της μπάντας και οι κιθάρες να ξερνάνε Αγγλία (CARCASS, BOLT THROWER, NAPALM DEATH) αλλά με το ιδιαίτερο στυλ των GOREFEST. Oι στίχοι πλέον του δίσκου μιλούσαν για πιο κοινωνικά θέματα, με τον De Koeijer σε πλήρη ειλικρίνεια να παραδέχεται «Το να προσπαθώ να μιλήσω για πτώματα σε αποσύνθεση δεν είχε πλέον νόημα, οι CARCASS ήταν έτη φωτός μπροστά σ’ αυτό, έτσι αποφάσισα να αλλάξω έκφραση, έχοντας ήδη γράψει παλιότερα για τέτοια θέματα με την παλιά μου μπάντα, τους SJOLMORD». Αφοπλιστική ήταν μάλιστα η παραδοχή του όταν πήγε τους νέους στίχους στον κιθαρίστα Frank Harthoorn, ο οποίος εξεπλάγη και του δήλωσε με αγάπη «Π@π@ροκέφαλε, έπρεπε να το είχες κάνει πολύ νωρίτερα αυτό». Ένιωσαν ο κόσμος να τους παίρνει πολύ πιο σοβαρά, ενώ το “False” πούλησε χαλαρά πάνω από 50.000 αντίτυπα, κάτι που το συγκρότημα δεν περίμενε, όντας παράλληλα και το πιο ακριβό σε budget άλμπουμ στην ιστορία της Nuclear Blast μέχρι τότε! H επιτυχία του καρπώνεται και στην εταιρεία σίγουρα η οποία τους πίστεψε από την πρώτη στιγμή και τους έσπρωξε όσο μπορούσε.

To άλμπουμ φύσαγε με κομμάτια όπως τα “Reality – when you die”, το “Get-a-life” που έγινε βίντεο και παιζόταν συχνά από το MTV, το “From ignorance to oblivion” (σεμινάριο τυμπάνων από τον Warby) και τους έβγαλε σε περιοδεία με τους DEICIDE, στην οποία σημειώθηκε κι ένα αξέχαστο γεγονός στη Στοκχόλμη. Οι αριστεροί GOREFEST δεν έκατσαν ποτέ καλά στο μάτι των ακροδεξιών black metal οπαδών, οι οποίοι τοποθέτησαν βόμβα που εξερράγη την ώρα που έπαιζαν οι Ολλανδοί. Το συγκρότημα υπέστη σοκ αλλά δεν μάσησε, ενώ μετέπειτα φάνηκε ο στόχος να είναι ο Glen Benton και οι DEICIDE και ότι η βόμβα μπήκε από φιλοζωική οργάνωση, για το γεγονός ότι ο Benton επικροτούσε τον ακρωτηριασμό μικρών ζώων με το σημείωμα που του εστάλη να λέει «Η Στοκχόλμη ήταν μόνο η αρχή» (έχω ήδη αναφέρει το γεγονός στο ανάλογο κείμενο για το “Legion” στο προηγούμενο μέρος του αφιερώματος, αλλά μια επανάληψη δεν κάνει κακό). Το 1993, μετά από επιθυμία του ίδιου του Chuck Schuldiner, οι GOREFEST περιόδευσαν με τους DEATH στην Αμερική. Η μεγάλη τους στιγμή καταγράφηκε στις 30 Μαΐου του 1993, όταν παίζοντας εντός έδρας στο Dynamo Open Air, έκαναν ένα κοινό 10.000 οπαδών να διαλύσει το χώρο την ώρα της εμφάνισης τους.

Σημειωτέον ότι ο Warby έβγαλε αυτή τη συναυλία με μια τεράστια τρύπα στο χέρι λόγω ατυχήματος και έπαιξε σαν να μην τρέχει τίποτα (άμα είσαι μπουρί… γιατί τον διάλεξε ο Lucassen για τους AYREON μετά νομίζετε;)! Η συγκεκριμένη εμφάνιση έγινε το live album “The Eindhoven Insanity”, το οποίο πούλησε εξαιρετικά για ζωντανό άλμπουμ και για να γίνει λίγο πιο ιδιαίτερη η αξία του και η καταστροφή που προκαλεί, φίλος κάφρος άκρος κολλημένος, το αναφέρει ως το μοναδικό ζωντανό άλμπουμ του είδους που έχει λόγο ύπαρξης (Ξανθόπουλε για πάρτη σου)! Ο αντίκτυπος του “False” ακόμα καλά κρατεί, με τον καθολικό σεβασμό από όλους τους οπαδούς του ακραίου ήχου αλλά κι από άλλες κατηγορίες μεταλλάδων να είναι δεδομένος, όλοι μιλάνε για ένα από τα καλύτερα κάφρικα, Ευρωπαϊκά και συνολικά πληρέστερα άλμπουμ όλων των εποχών, ενώ ας κλείσουμε το κείμενο με την γνώμη του ίδιου του Ed Warby χρόνια μετά σε συνέντευξη… «Για πολλούς οπαδούς, αυτή είναι η απόλυτη στιγμή μας, τώρα 12-13 χρόνια μετά το καταλαβαίνω περισσότερο από ποτέ. Η ακρότητα, η σειρά των κομματιών και ναι, ακόμα και τα κενά ενδιάμεσα αυτών, έχουν ταιριάξει απόλυτα όπως έπρεπε με αυτό το άλμπουμ».

Εν έτει 1992, οι De Koeijer, Harthoorn, Bonebakker και Warby, έμοιαζαν το λιγότερο με Gullit, Van Basten, Rijkaard και Van Breukelen στο ίδιο στούντιο μαζί…

Άγγελος Κατσούρας


GOTTHARD – “Gotthard” (BMG)

Το 1992 δεν ήξερε κανένας τους GOTTHARD. Ούτε και εγώ. Μάλλον για να είμαστε απόλυτα ακριβείς, είχαμε διαβάσει κάπου το όνομα της μπάντας αλλά το ντεμπούτο δεν είχε σοβαρή διανομή και έτσι πέρασε τότε στα αζήτητα. Αμυδρά πάντως θυμάμαι ότι περισσότερο μου είχε κάνει εντύπωση το γεγονός ότι ο Chris Von Rohr των KROKUS είχε αναλάβει την παραγωγή κι αυτό διότι δεν μαθαίναμε τότε και πολλά νέα για εκείνον αλλά και για τους KROKUS γενικότερα. Όπως και να έχει, αυτό δεν ήταν αρκετό να με κάνει να ασχοληθώ με τους GOTTHARD και έτσι άκουσα το ντεμπούτο τους με μία καθυστέρηση 6-7 ετών. Δεν ήταν άλλωστε και εύκολο να βρεις το CD τότε.

Να σας πω την αλήθεια όταν είχα πρωτακούσει το άλμπουμ πριν από 20 και βάλε χρόνια είχα πει ότι ήταν μεν καλό, αλλά όχι τίποτα το εξαιρετικό. Ενδιαφέρον αλλά ως εκεί. Την ίδια άποψη έχω μέχρι σήμερα. Σου έδειχνε σημάδια μιας μπάντας που έχει τα φόντα για κάτι παραπάνω αλλά ακόμη απείχε από την καλλιτεχνική και εμπορική καταξίωση…τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθώς στην πατρίδα τους από νωρίς ήταν κάτι σαν τοπικοί ήρωες, ακολουθώντας τα χνάρια των KROKUS. Πάντως οφείλω να ομολογήσω ότι η διασκευή στο “Hush” (DEEP PURPLE) ήταν αξιόλογη ενώ και η φωνή του μακαρίτη Steve Lee ξεχώριζε με τη μία. Θα έλεγα ότι οι κορυφαίες στιγμές στο δίσκο είναι εκείνες όπου ο Von Rohr έχει βάλει το χεράκι του στη σύνθεση (“Mean street rocker”, “Firedance”, “Get down”) χωρίς, επαναλαμβάνω, να απογοητεύουν τα υπόλοιπα. Η αρχή είχε γίνει και το μέλλον φάνταζε ορθάνοιχτο για τους GOTTHARD οι οποίοι την επόμενη δεκαετία πραγματικά θα εντυπωσίαζαν… μέχρι εκείνη την αποφράδα μέρα του Οκτωβρίου 2010.

Σάκης Νίκας


GRAVE – “You’ll never see” (Century Media)

Μετά τον όλεθρο του “Into the grave”, οι Σουηδοί μάστορες εκ Στοκχόλμης, μας δείχνουν πόσο παραπέρα μπορούν να το πάνε. Μπαίνουν έτι μια φορά στα δοξασμένα Sunlight studios, υπό το άγρυπνο μάτι του κυρίου Thomas Skogsberg (μεγάλη φυσιογνωμία της Σουηδικής death metal σκηνής, μια και οι κλασσικές παραγωγές της, αποτελούν δικό του έργο. Μια ματιά στο βιογραφικό του, θα σας προκαλέσει ίλιγγο), και στην 1η Μαΐου 1992 κυκλοφορούν το δεύτερο τους άλμπουμ . Ξεκινάμε από το τίτλο του δίσκου: “You’ll never see”. Εδώ δεν έχει “ανοίξανε οι τάφοι, σήψη, βρώμα και θάνατος”, εδώ έχει “ο τάφος έκλεισε, σε κλαίνε οι δικοί σου, και δεν θα πας σε κανένα παράδεισο, όπως σε μάθανε”. Ή όπως το λένε οι ίδιοι στο εναρκτήριο (ομώνυμο) κομμάτι “Take my hand…..and walk with me until the end, you will never see…..HEAVEN!”.

Τα πράγματα είναι πολύ απλά, όταν ξεκινάς με ένα από τα καλύτερα κομμάτια της ιστορίας σου. Μετά πάμε στο εικαστικό. Το φανταστικό εξώφυλλο, με τις βάρβαρες εικόνες και τα υπέροχα έντονα χρώματα του (αυτό το μπορντό-κόκκινο στο εξώφυλλο, είναι όλα τα λεφτά), αποτελεί ένα από τα αγαπημένα του γράφοντος στο είδος, και από τα πιο ενδεικτικά της εν γένει αισθητικής του. Δε σταματάει εκεί βέβαια ο δίσκος, με τα “Now and forever”, “Obsessed” και “Christi(ns)anity” με το έξυπνο λογοπαίγνιο να συνεχίζουν να επιτίθενται στους φανατισμένους Χριστιανούς, αλλά και στον σβέρκο του ακροατή, που οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην απόσυρση.

Από την άλλη υπάρχουν και διαφορετικές κάπως θεματικές στο άλλο μισό του δίσκου, με το “Grief”, να πραγματεύεται τη κατάθλιψη μέσα από τα μάτια του ανθρώπου που τη βιώνει. Με την ανάλογη διάθεση στο κομμάτι βεβαίως, που έχει το μερίδιο του από αργόσυρτα doomy σημεία, όντας ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια του δίσκου. Τα υπόλοιπα τρία κομμάτια από την άλλη, μας εξιστορούν την δολοφονία και τον τεμαχισμό ενός θύματος (“Severing flesh”), την επιθυμία για βάρβαρο θάνατο, που συνδέεται τόσο με το προαναφερθέν όσο και με το “Grief” στιχουργικά (“Brutally deceased”) και τέλος τη πιο δυστοπική απεικόνιση του θανάτου, ενός ανθρώπου που παγιδεύτηκε σε ένα άλλο κόσμο, και απλώς περιμένει να σαπίσει αργά [(“Morbid way to die” – κομμάτι που υπήρξε πρώτα στο “Sexual mutilation” demo (1989)]. Το πόσο πιο ώριμα έχουν γράψει τους στίχους τους αυτή τη φορά, είναι ένας από τους βασικότερους λόγους που αυτό το 37 λεπτών άλμπουμ, αποτελεί τον αγαπημένο μου δίσκο όχι μόνο των GRAVE, αλλά και ολόκληρου του Σουηδικού death metal.

Να δώσουμε εδώ τα εύσημα που αναλογούν στον κύριο Jørgen Sandström, που τόσο εδώ όσο και στο “Into the grave”, ανέλαβε τα κύρια φωνητικά, μαζί με τη κιθάρα, με τον φυσικό frontman της μπάντας, Ola Lindgren, να συνεισφέρει δεύτερα φωνητικά μόνο. Στον επόμενο δίσκο (“Soulless” (1994) ), ο Sandström θα αναλάβει για τελευταία φορά, τα κύρια φωνητικά στους GRAVE (παίζοντας μπάσο, αντί για κιθάρα), μια και το ‘95, θα μεταπηδήσει στους ENTOMBED. Το “You’ll never see” εδραιώνεται μέσα στα κορυφαία άλμπουμ του είδους και εδραιώνει με τη σειρά του τους ίδιους τους GRAVE, στο πάνθεον των συγκροτημάτων της χώρας τους, σε μια συνεπέστατη και σπουδαία πορεία που κρατάει ως και τις μέρες μας.

Γιάννης Σαββίδης


HARDLINE – “Double eclipse” (MCA)

“I teach you son by the back of my head, school can’t teach you how to fight like a man” και γλέντι για την επόμενη μία ώρα! Το ντεμπούτο των HARDLINE είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα ότι γραφόταν φανταστική μουσική τα χρόνια που το grunge άνθιζε! Συγκροτήματα όπως οι HARDLINE, οι SLAUGHTER και οι FIREHOUSE κράτησαν το είδος ζωντανό σε καιρούς δύσκολους και άφησαν τεράστια μουσική παρακαταθήκη πίσω τους για να μπορούμε να γράφουμε δύο αράδες εμείς σήμερα!

Οι HARDLINE ήταν ένα συγκρότημα που αποτελούνταν από τους Neal Schon, Deen Castronovo, Todd Jensen και τα αδέρφια Gioeli. Τι καταλαβαίνεις από τα ονόματα που διαβάζεις; Ότι το ταλέντο όχι μόνο υπήρχε αλλά περίσσευε και με το παραπάνω! Άλλωστε όποιος έχει ακούσει τον δίσκο δεν είναι και δύσκολο για να το καταλάβει!

Τα τραγούδια του δίσκου είναι όλα ένα και ένα, no filler only killers που λένε και στο χωριό μου, το δίχως άλλο! Λίγο heavy metal, αρκετό melodic rock, λίγες τζούρες από καθαρόαιμο rock ‘n’ roll και να σου το διαμάντι μπροστά σου! Με τραγούδια όπως τα “Hot Cherrie”, “Dr. Love”, το άκρως συναισθηματικό “Can’t find my way” και το πλέον αγαπημένο μου “Life’s a bitch” ο δίσκος ήταν καταδικασμένος να μείνει αιώνια στην ιστορία της αγαπημένης μας μουσικής. Από την αρχή μέχρι και το τέλος, η μπάντα σε πάει σε ένα μαγευτικό ταξίδι μελωδιών και δυναμικής! Εκπληκτικοί μουσικοί, τρομερά φωνητικά, εξαιρετικές συνθέσεις, αποτελούν την τριάδα ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέλειο! Αν δεν το έχετε ακούσει, χάνετε έναν κολασμένο δίσκο. Αν πάλι είστε από αυτούς που έχετε καιρό να το ακούσετε, απλά κάντε τώρα για να θυμηθείτε τον λόγο που το αγοράσατε κάποτε!

Έλα, και έχει μπει και άνοιξη που λέει και η Σοφία Βόσσου και φτάνουμε προς το καλοκαίρι! Ιδανικό!

Ντίνος Γανίτης


HEAVENS GATE – “Hell for sale” (Steamhammer)

Φτάνοντας στο τρίτο τους άλμπουμ, οι HEAVENS GATE είχαν γευτεί την πρώτη τους επιτυχία και σέρφαραν στο κύμα του Γερμανικού power metal που ήταν στα ντουζένια του εκείνη την εποχή. Η διαδικασία ήταν σε θετικό κλίμα αλλά κάπως επίπονη, καθώς οι ρωγμές στα διαφορετικά γούστα που υπήρχαν ανάμεσα στα μέλη, με το πέρασμα του χρόνου διευρύνθηκαν. Το “Hell for sale” το αγάπησα από το πρώτο άκουσμα για διάφορους λόγους. Είναι η θετική του διάθεση, οι μελωδίες του, το χιούμορ, η φωνάρα του Rettke, ο καθαρός και γυαλισμένος ήχος του, αλλά και τα γρήγορα τραγούδια του. Και να εγκωμιάσω το έξυπνο παίξιμο του Thorsten Muller, ο οποίος φαίνεται πολύ βελτιωμένος στα τύμπανα. Αυτό δεν σημαίνει όμως, πως ο δίσκος ήταν αρκετά συνεπής και σφιχτός, σε σύγκριση με το απίστευτο “Livin’ in hysteria”. Όπου ανεβαίνουν οι ταχύτητες, οι HEAVENS GATE επιβεβαιώνουν την καταγωγή τους και τα “Under fire” (εδώ ο Rettke φτάνει απίστευτα ψηλά και κάνει τρομπέτες να κοκκινίζουν από την έντασή της φωνής του), “Rising sun”, “Up an’ down” και το ομώνυμο τραγούδι, μας παρουσιάζουν την μπάντα που θέλουμε. Ακόμα και το “White evil” με το πιο επικό mid tempo ύφος του, τα καταφέρνει καλά, αν και δεν είναι “Path of glory”. Το κιθαριστικό δίδυμο των Bilski/Paeth είναι σε φόρμα και οι δυο τους ισορροπούν μεταξύ της power metal πλευράς και του hard rock προφίλ της μπάντας. Όπως και στο παρελθόν έτσι και τώρα υπάρχουν τα “America”, “Atomic”, που είναι πιο απλά, ή τα “He’s the man” και “No matter” που προσπαθούν να αναπαράγουν την ατμόσφαιρα του “The neverending fire”, δίχως να το πετυχαίνουν όμως. Γενικά οι HEAVENS GATE φαίνονται επηρεασμένοι από την ανάλαφρη διάθεση που είχε κυριεύσει τους HELLOWEEN και GAMMA RAY εκείνα τα χρόνια, όμως το “Hell for sale” είναι ανώτερο από τα πονήματα των δασκάλων τους (θυμίζω “Pink bubbles go ape” και “Sigh no more” αντίστοιχα). Οι Monty Python διασκευάζονται στο διασκεδαστικό, αλλά όχι και σημαντικό “Always look on the bright side of life”, που εν μέρη συνοψίζει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο συγκρότημα. Έτσι, το “Hell for sale” δεν διατήρησε αψεγάδιαστη την εικόνα των HEAVENS GATE, όμως κατάφερε να τους σπρώξει στην μεγαλύτερη περιοδεία τους (μέρος της με τους DREAM THEATER) που οδήγησε και στο “Live for sale”.

Γιώργος “Under fire” Κουκουλάκης


HELMET – “Meantime” (Interscope)

Ύστερα από την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους “Strap it on” το 1990, όπου και οι πωλήσεις του κράτησαν ζωντανή την εταιρεία που το κυκλοφόρησε (Amphetamine Reptile Records), οι HELMET υπέγραψαν στην πολυεθνική Interscope Records. Οι φήμες λένε ότι το συγκρότημα έλαβε το υπέρογκο ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων για να υπογράψει και μάλιστα με πολύ ευνοϊκούς όρους όσον αφορά τον έλεγχο της μουσικής τους. Με τη σιγουριά ενός πολυεθνικού κολοσσού και προφανώς τις τσέπες τους πολύ γεμάτες, η παρέα του κιθαρίστα/τραγουδιστή/αρχηγού Page Hamilton είχε ετοιμάσει ένα κορυφαίο άλμπουμ, από τα πλέον κορυφαία (και επιτυχημένα) όλων των εποχών και το κυκλοφόρησε στις 23 Ιουνίου του 1992. Ο λόγος για το “Meantime”, ένα πραγματικό απέριττο αριστούργημα μόλις 37’, το οποίο περιέχει ουσία που αρκετοί δε θα μπορούσαν να πετύχουν σε 37 δισκογραφίες. Ο δίσκος αν και στην αρχή δεν είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία, κατάφερε να σκαρφαλώσει στο νούμερο 68 του Billboard και θεωρείται ότι επηρέασε πολύ μεγάλη μερίδα συγκροτημάτων, ενώ παρά το ξεκάθαρο alternative metal meets noise rock στυλ του, για πολλούς αποτέλεσε ένεση φρεσκάδας και στον καθαρόαιμα μεταλλικό ήχο (αν και κανένας μεταλλάς δε θα απαντήσει ότι έπαιζαν την αγαπημένη του μουσική αν ποτέ του τεθεί το συγκεκριμένο επίμαχο ερώτημα).

Τελικά ο δίσκος με τα πολλά πούλησε 2 εκατομμύρια και έγινε χρυσό από το 1994, ενώ συνεχίζει μέχρι και σήμερα να πουλάει σεβαστό αριθμό αντιτύπων. Τρία βίντεο κλιπ γυρίστηκαν για τον δίσκο, με το single του δίσκου “Unsung” να παραμένει το πλέον γνωστό τους κομμάτι, ενώ βίντεο γυρίστηκαν επίσης για τα “Dig it” και “In the meantime”, δίνοντας τους μεγάλη δημοτικότητα και αποτελώντας πολύ συχνή επιλογή στο airplay του MTV, ακόμα και τις μη νυχτερινές ώρες. To “In the meantime” ηχογραφήθηκε από τον Steve Albini και επαναμιξαρίστηκε μελλοντικά από τον Andy Wallace. Το γεγονός αυτό ενόχλησε ποτέ τον Albini, ο οποίος τον επόμενο χρόνο που ανέλαβε την παραγωγή του “In utero” των NIRVANA, έβαλε όρο στο συμβόλαιο ότι ο Wallace δε θα μπορούσε να το επαναμιξάρει, όπως είχε κάνει με το “Nevermind” που κυκλοφόρησε 9 μήνες πριν το “Meantime”. Oι αναφορές και παρομοιώσεις με τους NIRVANA δεν σταματούν εδώ, αφού οι HELMET πριν κυκλοφορήσει το “Meantime”, και με βάση την ολοένα και αυξανόμενη αποδοχή του grunge, θεωρήθηκαν το next big thing της μουσικής, πολλοί μιλούσαν για τους νέους NIRVANA (πραγματικά καμία σχέση) και οι προσδοκίες γενικότερα ήταν πολύ υψηλές για τους Νεοϋορκέζους, οι οποίοι ναι μεν τις δικαίωσαν αλλά με διαφορετικό τρόπο.

Το άλμπουμ προφανώς και αποτέλεσε την μεγαλύτερη επιτυχία των HELMET και είναι αυτό που ακόμα ορίζει την καριέρα τους, ενώ οι HELMET που περιόδευσαν πολύ για τον δίσκο, υπήρξαν μέρος ενός εκ των καλύτερων/ιστορικότερων/ονειρικότερων πακέτων που υπήρξαν ποτέ. Σε μάζωξη η οποία περιείχε τρεις μπάντες στις κορυφαίες στιγμές της καριέρας της καθεμιάς, είχαμε το πακέτο SEPULTURA/MINISTRY/HELMET, με τις μπάντες να έχουν κυκλοφορήσει αντίστοιχα τα “Arise”/”Psalm 69”/”Meantime” αντίστοιχα και τον οπαδό που το έζησε να μην το έχει ξεχάσει ποτέ, ενώ αυτός που δεν το έζησε έδινε νεφρό, προστάτη και ότι άλλο διαθέσιμο για να μπορούσε να το παρακολουθήσει από κοντά. Το εξώφυλλο του “Meantime” που απεικονίζει έναν άνθρωπο ντυμένο σε λευκή προστατευτική στολή να φτυαρίζει μια ουσία από το έδαφος, έχει βγει σε δυο διαφορετικές παραλλαγές, με κόκκινο υπόβαθρο και λευκό το λογότυπο της μπάντας σε μπλε πλαίσιο και αντίστοιχα με μπλε υπόβαθρο και λευκό το λογότυπο της μπάντας σε κόκκινο πλαίσιο, όποια και αν έχετε, θεωρείτε σωστή. Για κάποιο περίεργο λόγο θεωρήθηκε τόσο επιδραστικό ακόμα και σε post metal μπάντες. Η απλότητα του “Meantime” τους χάρισε την μεγάλη τους στιγμή και τη θέση στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία που τους άξιζε, κι ας μην επανέλαβαν ποτέ αντίστοιχα τεράστια έμπνευση.

Άγγελος Κατσούρας


IMMORTAL – “Diabolical fullmoon mysticism” (Osmose) 

Οι IMMORTAL ιδρύθηκαν το 1991 στο Bergen της Νορβηγίας από πρώην μέλη βραχύβιων συγκροτημάτων όπως οι OLD FUNERAL και AMPUTATION με τους Olve Eikemo και Harald Nævdal να γνωρίζονται μέσω κοινών γνωστών μετά από μια συναυλία των SLAYER στα πλαίσια της περιοδείας για την προώθηση του “South of heaven”. Το αρχικό line-up με το οποίο ηχογράφησαν το πρώτο τους demo-tape αποτελούταν από τους Olve Eikemo (φωνή-μπάσο), Harald Nævdal (κιθάρα), Jørn Tunsberg (κιθάρα) και Gædda (τύμπανα), παίζοντας ένα άγουρο death metal με επιρροές από MORBID ANGEL και POSSESSED και εξώφυλλο σχεδιασμένο από τον Per Yngve Ohlin a.k.a. Dead, τραγουδιστής των MAYHEM. Με τον Jørn Tunsberg (HADES ALMIGHTY) εκτός σχήματος ο οποίος λίγο καιρό μετά κατηγορήθηκε μαζί με τον Varg Vikernes των BURZUM για τον εμπρησμό της εκκλησίας στο Åsane την παραμονή Χριστουγέννων του 1992 και δικάστηκε με δύο χρόνια φυλάκιση, οι υπόλοιποι υιοθετούν τα προσωνύμια Abbath, Demonaz και Armagedda και ηχογραφούν το ομώνυμο 7″ EP γνωστό σήμερα ως “Unholy forces of evil” στο οποίο ο ήχος τους αρχίζει και παίρνει black metal μορφή διατηρώντας επαφές με τον Euronymous των MAYHEM ο οποίος εξέφραζε την στήριξη του στους IMMORTAL χωρίς να συμμετέχουν καθόλου στη δράση της Inner Circle σκηνής και τα γνωστά περιστατικά εκείνης της περιόδου. Δηλώνοντας επηρεασμένοι από παλαιότερα συγκροτήματα όπως οι BATHORY, DESTRUCTION, HELLHAMMER, CELTIC FROST, KISS και MANOWAR και συνεπαρμένοι από σχήματα της underground black metal σκηνής όπως οι TORMENTOR, MASACRE, DARKTHRONE, BURZUM, MASTER’S HAMMER και MERCILESS, οι IMMORTAL εξέλιξαν το στυλ τους σε όλους τους τομείς και σύμφωνα με δηλώσεις τους αυτό επιτεύχθηκε αράζοντας στο σπίτι του Abbath φορώντας make-up και βλέποντας μεθυσμένοι video των VENOM ενώ στη συνέχεια έβγαιναν και περιπλανιόντουσαν στα δάση προκαλώντας γέλιο και αμηχανία στους ανυποψίαστους μάρτυρες. Ο περιβάλλοντας χώρος, η φύση και ο βαρύς χειμώνας σε συνδυασμό με το σκοτάδι, τον αποκρυφισμό και τους συμβολισμούς του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να δημιουργήσουν τη δική τους ταυτότητα κι έχοντας αυτά ως γνώμονα μπαίνουν στα Grieghallen Studios τον Απρίλιο του 1992, με παραγωγό τον Pytten (BURZUM, EMPEROR, MAYHEM, ENSLAVED) και ηχογραφούν το ντεμπούτο τους. Η πρώτη ιδέα ήταν το άλμπουμ να ονομαστεί “Battles in the north” αλλά λόγω κάποιων αλλαγών στους στίχους μετονομάστηκε σε “Diabolical fullmoon mysticism” βαπτίζοντας με τον αρχικό τίτλο, το τρίτο τους άλμπουμ τρία χρόνια μετά. Έχοντας υπογράψει με τη γαλλική Osmose Productions, μετά από αλληλογραφία με τον ιδιοκτήτη της Hervé Herbaut, εταιρεία η οποία είχε στο roster της συγκροτήματα όπως οι ROTTING CHRIST, SAMAEL, PROFANATICA και NECROMANTIA, το “Diabolical fullmoon mysticism” κυκλοφορεί τον Ιούλιο του 1991 και στο εξώφυλλο αντικρίζουμε τα τρία μέλη του συγκροτήματος να φωτογραφίζονται στα ερείπια ενός μοναστηριού κοντά στο σπίτι του Abbath μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων του 7″ EP με το χαρακτηριστικό λογότυπο σχεδιασμένο από την Jannicke Wiese-Hansen που είχε επιμεληθεί κι αυτά των ANCIENT, BURZUM και ENSLAVED να δεσπόζει στο πάνω μέρος. H μουσική που ακούγεται στο άλμπουμ είναι αρκούντως επηρεασμένη από την “Under the sign of the black mark” / “Blood fire death” περίοδο των BATHORY, με τη χρήση ακουστικής κιθάρας στην εισαγωγή του δίσκου καθώς και στα “Cryptic winterstorms” και “A perfect vision of the rising Northland” με τα χαρακτηριστικά πλήκτρα όπου συνοψίζεται στιχουργικά και ολόκληρη η evil/fantasy θεματολογία των IMMORTAL. Aπό κει και πέρα έχουμε κλασικό unholy northern black metal όπως χαρακτήριζαν οι ίδιοι τη μουσική τους, με τα χαρακτηριστικά tremolo riff, μεγαλεπήβολη επική διάθεση, λιγότερο grim απ’ ότι τους έχουμε συνηθίσει με αρκετά από τα trademarks που προσδιόρισαν στη συνέχεια στο black metal ιδίωμα να τα συναντάμε εδώ στην πρωτόλεια μορφή τους. Χαρακτηριστικό των περιπλανήσεων στα δάση που αναφέρουμε στις πιο πάνω γραμμές είναι και το kvlt video του “The call of the wintermoon” (με τον Kolgrim να έχει αντικαταστήσει τον Armagedda) το οποίο μπορεί να προκαλεί γέλιο με τις πόζες, τις γκριμάτσες και την αμφίεση μάγου με την κάπα και το μυτερό καπέλο αλλά δεν αφαιρεί στο ελάχιστο τη σημαντικότητα της έναρξης μιας πορείας που στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία και με αρκετά δράματα στο μέλλον.

Κώστας Αλατάς


INCANTATION – “Onward to Golgotha” (Relapse)

Το death metal στη Νέα Υόρκη, είχε και έχει πολλά πρόσωπα, Το βουτηγμένο στα hardcore beatdowns και τα κοψίματα – σήμα κατατεθέν brutal death metal των SUFFOCATION, όπως και το επίσης με κοψίματα, ανίερη λύσσα και δυσαρμονίες death metal των IMMOLATION. Μιλήσαμε για τα ντεμπούτα – διαμάντια των 2 τους, εκτενέστατα θαρρώ. Καιρός να κάνουμε το ίδιο και με τους κοντοχωριανούς τους INCANTATION, τι λέτε; Με ντεμπούτο που λέγεται “Onward to Golgotha”, δεν είσαι ακριβώς παιδί του κατηχητικού. Ή μάλλον είσαι, αυτό που το καίει μαζί με τον παπά μέσα! Που θα κάνεις κάθε υποκριτή χριστιανό να ανέβει το δικό του Γολγοθά, προκειμένου να αντέξει, και ύστερα, να μπορέσει να αντικρούσει τις δηλητηριώδεις στιχουργικές επιθέσεις σου!

Μπορεί τόσο οι MORBID ANGEL όσο και οι IMMOLATION, να πήγαν το θέμα πιο “ώριμα” από πλευράς διατύπωσης, χρήσης συμβολισμών και πάει λέγοντας, αλλά οι INCANTATION είναι πιο μονολιθικοί. Το εξώφυλλο το αποδεικνύει και τα ωμά, doom-o-ειδή riffs που έχουν βουτήξει μέσα στο δηλητήριο του μαύρου death metal, είναι απειλητικά σαν γάγγραινα και φυσικά είναι ο παράδεισος όσων νιώθουν ότι το ρημάδι το Μέταλλο του Θανάτου, αντικατοπτρίζει τον ίδιο το Θάνατο. Δεν είναι μόνο γρήγορος. Μπορεί να είναι και αργός, βασανιστικός, ανηλεής και ούτω καθεξής. Ο δε φωνητικός βόρβορος του κυρίου Craig Pillard, που θα μας χαρίσει την υπέροχη χροιά του σε αυτό όσο και στο διάδοχο του “Mortal throne of nazarene” (Jesus is a friend of mine….καλά, σταματάω!) 2 χρόνια μετά, που θα αναλύσουμε με τη σειρά του, σε άλλο κείμενο! Για τα 41 λεπτά διάρκειας του δίσκου αυτού, από το ντουέτο καταστροφής “Golgotha”/”Devoured death”, στους ύμνους τύπου “Christening the afterbirth” (με αυτό μπήκαν τη τελευταία φορά που μας επισκέφθηκαν), “Unholy massacre” και τον σάπιο βόρβορο που ακούει στο όνομα “Rotting spiritual embodiment”, το “Onwards to Golgotha” αποτελεί από αυτά τα άλμπουμ που είναι σήματα – κατατεθέντα ενός ήχου, μιας αισθητικής, που έχει επηρεάσει ολόκληρες σκηνές εντός του death metal ιδιώματος.

Αν δε με πιστεύετε, κοιτάξτε στο σημερινό death metal. DEAD CONGREGATION, GRAVE MIASMA, CRUCIAMENTUM, DISMA (με τον κύριο Craig Pillard στο μικρόφωνο, γιατί κάποια πράγματα στη ζωή κάνουν κύκλους), DISCIPLES OF MOCKERY/WOMB (ολίγον τι παλαιότεροι, με τον Pillard πάλι στο μικρόφωνο του “Prelude to apocalypse”), BLOOD INCANTATION (και όχι μόνο λόγω ονόματος, ακούστε ξανά τόσο το “Starspawn” όσο και “Hidden history of the human race”), TOMB MOLD και φυσικά PORTAL. Όλοι ανάβουν το μαύρο τους κερί στο βωμό των INCANTATION της πρώτης τους δεκαετίας. Μια περίοδος, που παρά τις αλλαγές μελών, έβρισκε τους εκ Νέας Υόρκης θρύλους, σε μια φάση δημιουργικού οίστρου, που δεν σταματούσε ούτε με λοβοτομή.

Γιάννης Σαββίδης


IRON MAIDEN – “Fear of the dark” ( E.M.I.)

Πάλι MAIDEN; Ναι, πάλι! Βασικά ΜΟΝΟ ΜΑIDEN και είμαστε κομπλέ! Ζητώ συγγνώμη αλλά βγαίνει ο οπαδός από μέσα μου, δεν το προκαλώ, συμβαίνει από μόνο του. Παραλήρημα τέλος και πάμε στον δίσκο!
Το “Fear of the dark”, στην ουσία, ήταν το άλμπουμ που έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Έχοντας κυκλοφορήσει πριν από δύο χρόνια το “No prayer for the dying”, οι IRON MAIDEN έπρεπε να κυκλοφορήσουν έναν δίσκο που θα αποκαθιστούσε το όνομά τους στο χάρτη του heavy metal ως η καλύτερη μπάντα του χώρου. Και αυτό, διότι με το προηγούμενό τους άλμπουμ φάνηκαν για πρώτη φορά «τρωτοί» στον κοινό τους! Το παρασκήνιο που προϋπήρχε του δίσκου αλλά και μετά από αυτόν είναι μεγάλο και έχει πολύ ζουμί αλλά δεν είναι για να αναλύεται σε αυτές τις γραμμές.

Πολύς κόσμος, ειδικά στις μέρες μας, λοιδορεί το συγκεκριμένο άλμπουμ και μα την Παναγία, δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο γίνεται όλο αυτό. Μιλάμε για ένα τιτάνιο άλμπουμ από όποια πλευρά το δει κανείς. Ναι, καταλαβαίνω τον οποιονδήποτε που να μην τους αρέσουν τα “Fear is the key”, “Chains of misery”, “Weekend warrior” και “The apparition”. Αυτά λογίζονται από τον κόσμο ως «κακές» στιγμές, fillers ή ότι άλλο μπορεί να αναφέρει κανείς. Από την άλλη, πως γίνεται να μην σου αρέσει όλος ο υπόλοιπος δίσκος; Θες να σου αραδιάσω εδώ τα τραγούδια; Αν είναι δυνατόν! Το “Fear of the dark” είναι έχει όλα όσα αγαπήσαμε και μας έκαναν οπαδούς της μεγαλύτερης μπάντας όλων των εποχών στο heavy metal! Τα πάντα! Και σε μεγάλη ποσότητα!

Έχει ύμνους που γράφτηκαν για να μείνουν στην ιστορία! Είναι το άλμπουμ που θα αποτελούσε το κύκνειο άσμα του Bruce Dickinson αν δεν γινόταν το reunion του 1999. Είναι η τελευταία πινελιά του μύθου Martin Birch με το συγκρότημα που τους οδήγησε στην κορυφή. Είναι ο δίσκος που περιέχει το ομώνυμο κομμάτι που μεγάλωσε και μεγαλώνει όλες τις φουρνιές από του 1992 μέχρι και σήμερα.
Τι; Δεν σου αρέσει το ομώνυμο κομμάτι; Αυτό λέγεται υποκρισία και είναι ίδια με το να είσαι άνω των 35-40 και να λες ότι δεν έχεις χορέψει ποτέ το “Last Christmas”!

Απλά και όμορφα! Τα υπόλοιπα, όταν ο δίσκος κλείσει τα 30 χρόνια του!

Ντίνος Γανίτης


JACKYL – “Jackyl” (Geffen) 

Kαι όμως, το ντεμπούτο των JACKYL κυκλοφόρησε στα μέσα του ’92 , σε μια εποχή που ομολογουμένως είχαν αρχίσει οι “δύσκολες ημέρες” για τα παραδοσιακά hard rock σχήματα. Οι JACKYL καταγόμενοι από το Kennesaw της Georgia   ήταν ένα σχήμα που η κύρια του επιρροή ήταν οι ΑC/DC και μάλιστα είχαν και έναν τραγουδιστή που “έγερνε” πάρα πολύ προς την χροιά του Brian Johnson.

Όμως, σαν γνήσια τέκνα της AC/DC σχολής, εκτός της μουσικής επιρροής είχαν επηρεαστεί και στο στιχουργικό κομμάτι από τους Αυστραλούς. Σε κομμάτια σαν τα “She loves my Cock”, “Dirty little mind”, “Βrain drain” φαίνεται η αγάπη τους για θέματα που έχουν να κάνουν με το sex (έλα!!!!)  και το αλκοόλ.

Μάλιστα δεν είναι τυχαίο που και το εξώφυλλο του δίσκου αυτού απαγορεύθηκε  τότε από κάποιες μεγάλες αλυσίδες, λόγω του θέματος του  που είχε να κάνει με την βία και το αλκοόλ όπως είπαν. Oι JΑCKYL όμως σαν γνήσιοι αλητήριοι, δεν δίστασαν να φορτώσουν τα όργανα τους πάνω σε ένα φορτηγό και να κάνουν μια συναυλία έξω από ένα συγκεκριμένο πολυκατάστημα της Georgia για να διαμαρτυρηθούν γι’ αυτήν τους την στάση. Πλάνα από αυτήν την ημέρα τα έβαλαν αργότερα στο video τους για το τραγούδι  “Ι stand alone”.

Eπίσης χαρακτηριστικό κομμάτι και πρώτο single από τον δίσκο ήταν το “The Lumberjack” με το χαρακτηριστικό solo με το πριόνι που ακούγεται. Επίσης ο δίσκος συνολικά έβγαλε τέσσερα singles και πούλησε πάνω από ένα εκατομμύρια αντίτυπα, κάνοντας το πλατινένιο.

Επίσης η παραγωγή του Brendan O’ Brien ήταν η κατάλληλη και δίνει μια δυναμική στο ήχο του σχήματος. Ο δίσκος είναι γεμάτος από εξαιρετικά κομμάτια και προτείνεται σε όσους θέλουν να ακούσουν δυναμικό hard rock με αρκετές νότιες επιρροές σε κάποια από αυτά.  Πάνω απ’ όλα ο δίσκος αποπνέει μια ευχάριστη ατμόσφαιρα διασκέδασης και party, κάτι που οι JACKYL το είχαν σαν κύριο σκοπό τους. Ακούγοντας τον, μπορεί να αντιληφθεί οποιοσδήποτε ότι οι τύποι αυτά που έλεγαν τα ζούσαν και βίωναν κιόλας. Εξαιρετικό ντεμπούτο  πραγματικά.

Spotify track – “The lumberjack”

Γιάννης Παπαευθυμίου


JESTER’S MARCH – “Acts” (Steamhammer)

To “Beyond” είναι από τους καλύτερους προοδευτικούς δίσκους που έδωσε η Γηραιά Ήπειρος, και διαβάσατε γι’ αυτό στο αφιέρωμα που κάναμε στο 1991. Το “Acts” που τον διαδέχτηκε μπορεί να μην ήταν τόσο εντυπωσιακό, δύσκολο εξάλλου να το πετύχει αυτό, ωστόσο ήταν ποιοτικότατο και στο ίδιο μήκος κύματος. Το οποίο φυσικά σημαίνει πως και εδώ το USPM παντρεύεται με το thrash και το US progressive των mid 80s, ενώ δειλά κάνουν την εμφάνισή τους και στοιχεία από το σύγχρονο, τότε, heavy metal των METALLICA και συγκεκριμένα όπως καταλάβατε του “Black album”. Ο Olaf Bilic εξακολουθεί να τραγουδά απίστευτα και να απογειώνει τις συνθέσεις, όχι απλά να τις τονίζει. Η μπάντα πίσω του αποδίδει τα μέγιστα, η ομοιογένεια και εδώ όπως και στο “Beyond” είναι κάτι παραπάνω από άξια αναφοράς, ωστόσο δεν υπάρχουν τα τραγούδια που θα σε κάνουν να «γονατίσεις» με το πρώτο άκουσμα. Σαν το “Rhapsody in lies” ή το “Into the void” για παράδειγμα. Ξέχωρα όμως από αυτό, το “Acts” παραμένει ένας υπέροχος δίσκος που συνδυάζει μελωδία, τεχνική, δύναμη και φαντασία και κυρίως, διαφέρει από τον σωρό των υπερ-μετρίων δίσκων και συγκροτημάτων που θέλησαν να μιμηθούν το θεϊκό “Images and words” (η αρχή του τέλους).

Δημήτρης Τσέλλος


KING’S X – “King’s X” (Atlantic) 

Με νέα δισκογραφική στέγη από τη Megaforce του Jon Zazula στο roster της πολυεθνικής Atlantic Records και μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας ως support στους AC/DC στις Η.Π.Α. και Ευρώπη, οι KING’S X βρίσκονται σε μία περίεργη καμπή της καριέρας τους. Οι σχέσεις μεταξύ του συγκροτήματος και του επί χρόνια manager, παραγωγού και μέντορά τους Sam Taylor δεν ήταν και οι καλύτερες μιας και θεωρούσαν πως δεν έχαιραν της προνομιακής μεταχείρισης και ιδιαίτερης προσοχής που τους άξιζε από τον ίδιο και την εταιρεία του Wilde Silas MusicWorks στην οποία ανήκαν επίσης οι GALACTIC COWBOYS και οι ATOMIC OPERA, με αποτέλεσμα οι δρόμοι τους να χωρίσουν αμέσως μετά την κυκλοφορία του επόμενου άλμπουμ τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το νέο υλικό να έχει έναν πιο ενδοσκοπικό χαρακτήρα και λιγάκι πιο σκοτεινό και για πρώτη φορά δεν χρησιμοποίησαν υλικό που προϋπήρχε και έκατσαν και δούλεψαν αποκλειστικά πάνω σε νέες ιδέες που τους εξέφραζαν 100% εκείνη τη χρονική περίοδο γι’ αυτό και τα ίδια τα μέλη δήλωναν πως πρόκειται για το πιο άμεσο άλμπουμ τους. Έχοντας έναν προσωρινό τίτλο για το άλμπουμ, η βασική ιδέα άλλαξε δραστικά όταν συναντήθηκαν με τον σχεδιαστή Randy Rogers και τους έδειξε το σχέδιο που είχε ετοιμάσει και θεώρησαν πως ο τίτλος που είχαν σκεφτεί δεν ταίριαζε τόσο και επειδή τους άρεσε πολύ το εξώφυλλο αποφάσισαν να μην τον χρησιμοποιήσουν και τελικά το τέταρτο κατά σειρά άλμπουμ τους κυκλοφόρησε απλά ως “King’s X”. Αν και πρόκειται για έναν πολύ καλό δίσκο, δυστυχώς δεν κατάφερε να έχει την αντίστοιχη επιτυχία του προκατόχου του “Faith Hope Love” παρά το γεγονός πως η δημοτικότητά τους μεταξύ της μουσικής κοινότητας και του Τύπου αυξανόταν συνεχώς και δεν ήταν λίγες οι φορές που διάβαζες σε συνεντεύξεις συγκροτημάτων όπως οι PEARL JAM, SOUNDGARDEN, PANTERA, FAITH NO MORE, ANTHRAX, και του Mick Mars (MOTLEY CRUE) να δηλώνουν τον θαυμασμό τους για το φοβερό αυτό τρίο. Τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία του ήχου τους παρέμεναν, όπως οι φωνητικές αρμονίες μεταξύ των τριών τους, βαθιά επηρεασμένοι από τους THE BEATLES, o όγκος στο μπάσο του Doug Pinnick, το επιστημονικό παίξιμο του Ty Tabor, το ευφάνταστο drumming του Jerry Gaskill, η προοδευτικότητα και το χωνευτήρι επιρροών από BLACK SABBATH μέχρι funk/psychedelic soul και gospel. Οι KING’S X ήταν και παραμένουν ένα ασυμβίβαστο συγκρότημα που δεν μπορούσες να τους κατηγοριοποιήσεις κι αυτό είχε δυστυχώς το τίμημά του. Το single “Black flag” και το “Lost in Germany”, δύο από τα πιο γνωστά τραγούδια του άλμπουμ αναφέρονται στην κακή εμπειρία σχετικά με την υποδοχή που τους επιφύλαξαν οι οπαδοί των AC/DC στην πρόσφατη κοινή τους περιοδεία και ιδιαίτερα όταν βρέθηκαν στη Γερμανία. Στην αρχή των εμφανίσεων τους ο κόσμος τους πέταγε ότι έβρισκε διαθέσιμο και τους γιούχαρε και όπως έχουν δηλώσει ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές που έχουν βιώσει στην καριέρα τους, στα όρια της σωματικής και φυσικής κακοποίησης, αν και μέχρι το τέλος της εμφάνισής τους κατάφερναν να κερδίσουν το χειροκρότημα και του πιο δύσκολου κοινού. Το γεγονός πως έπρεπε αυτό να το αντιμετωπίζουν κάθε μέρα τους είχε πραγματικά εξουθενώσει και αυτά τα συναισθήματα συσσωρεύονται στα εν λόγω τραγούδια. Το “King’s X” είναι το άλμπουμ που λειτούργησε ως μετάβαση και τους ώθησε στο επόμενο βήμα και να εξελιχθούν σε αυτό που ακούσαμε δύο χρόνια μετά στο “Dogman”, το οποίο γνώρισε μεγαλύτερη επιτυχία.

Κώστας Αλατάς


KISS – “Revenge” (Polygram)

Ένα από τα πολυαγαπημένα τελετουργικά της Σαββατιάτικης πρωινής βόλτας στα δισκάδικα ήταν οι απαραίτητες στάσεις στα περίπτερα της Ομόνοιας που έφερναν ξένο τύπο για να αγοράσουμε το Hit Parader, το Metal Edge, το RIP και φυσικά το Kerrang. Και μπορεί το 1992 να είχε ατονήσει το αγοραστικό μας ενδιαφέρον για την εβδομαδιαία έκδοση του Kerrang αφού σιγά σιγά άλλαζε θεματολογία αλλά δεν έπαυε να αποτελεί τη #1 πηγή ενημέρωσης για δρώμενα στο hard rock & metal. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τέλη Φεβρουαρίου να βλέπω από μακριά το εξώφυλλο και να το προσπερνάω γιατί… δεν αναγνώρισα τον Gene Simmons στο εξώφυλλο! Προσέξτε, είναι η εποχή της τηλεόρασης, των περιοδικών και των fanzines και η τελευταία φωτογραφία που είχα δει του Simmons ήταν 5 μήνες νωρίτερα στο studio με τον Bob Ezrin. Τώρα ήταν ένας διαφορετικός, αγνώριστος Simmons… με μουσάκι, σκουλαρίκια, δερμάτινα… πιο άγριος! Ήταν η εποχή του δίσκου που έμελε να είναι η τελευταία κλασική στιγμή των KISS, ήταν η εποχή όπου όλοι οι fans των KISS και τα μέλη της μπάντας συμφωνούσαν ομόφωνα ότι είχαν επιστρέψει με ένα δίσκο από τα παλιά που έκανε περήφανους τους πάντες, ήταν η εποχή του “Revenge”!

Το μουσικό τοπίο είχε αλλάξει άρδην το 1992. Οι παραδοσιακές hard rock μπάντες έχαναν τη δύναμή τους και το αγοραστικό κοινό είχε ήδη στραφεί στο grunge και στον alternative ήχο. Οι KISS ήθελαν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Να επιστρέψουν, τρόπον τινά, στις ρίζες τους (όχι μουσικά αλλά όσον αφορά στην ασυμβίβαστη στάση τους) και για αυτό το λόγο οι κινήσεις ήταν στοχευμένες και προς τη σωστή κατεύθυνση. Ξανασυνεργάζονται ύστερα από 8 χρόνια με τον άσπονδο εχθρό τους, Vinnie Vincent, πάνω στη σύνθεση τριών φανταστικών κομματιών. O Bob Ezrin επιστρέφει και εκείνος πίσω από την κονσόλα ενώ το management ορθώς επιμένει να κυκλοφορήσει για πρώτο single ένα κομμάτι του Simmons (πρώτη φορά συνέβαινε αυτό ύστερα από το 1982)! Το αποτέλεσμα; ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ! Ακόμη θυμάμαι να έχω στηθεί στα μέσα Μαΐου μπροστά στην τηλεόραση για να δω από το Headbangers Ball την πρώτη επίσημη παρουσίαση του “Unholy”. 2 εβδομάδες μετά ο μακαρίτης, ο Βαγγελάκης ο Lord με έπαιρνε τηλέφωνο για να πάω στη Σωκράτους, στο θρυλικό Rock City. Είχε φέρει το νέο άλμπουμ σε δίσκο/κασέτα/CD, το άσπρο 12” single, το 7” και το Ιαπωνικό CD single του Unholy. Ούτε θυμάμαι πόσα λεφτά μου δάνεισε ο αδερφός μου εκείνη την ημέρα! Το σημαντικότερο ήταν όμως ότι οι KISS είχαν βγάλει μία δισκάρα η οποία συγκαταλέγεται στα καλύτερα ολόκληρης της δισκογραφίας τους. Το KISS Army ήταν περήφανο και η περιοδεία που ακολούθησε (με τον Eric Singer στα τύμπανα αφού ο Eric Carr είχε πεθάνει το Νοέμβριο του 1991) ήταν μικρή αλλά απίστευτη. ΥΓ: Θα ακούσουμε άραγε ποτέ το “Do you wanna touch me now” (Stanley/Snake Sabo) που ήταν να μπει στο δίσκο και αφαιρέθηκε την τελευταία στιγμή για να μπει σαν φόρος-τιμής το “Carr Jam 1981”;

Σάκης Νίκας


KREATOR – “Renewal” (Noise)

Είσαι μια από τις πρώτες μπάντες του είδους σου στη χώρα σου. Βγάζεις τον αγαπημένο μου Γερμανικό δίσκο όλων των εποχών το σωτήριον έτος 1990 (“Coma of souls”). 2 χρόνια μετά, βγάζεις ΑΥΤΟ το δίσκο, μπαίνοντας για τα καλά στην αρχή των πειραμάτων σου σαν μπάντα, δεχόμενο σαν συγκρότημα, το μένος των σκληροπυρηνικών οπαδών, που σε λένε πουλημένο και προδότη του ύφους σου. Και όχι μόνο δεν πτοείσαι, αλλά παραμένεις σταθερά επίκαιρο και σπουδαίο ποιοτικά συγκρότημα! Ε τότε, λέγεσαι KREATOR, και έχεις οραματιστή, μπροστάρη και φυσικό ηγέτη τον Milland “Mille” Petrozza, έναν από τους πλέον πολύτιμους από καλλιτεχνικής πλευράς μουσικούς του Ευρωπαϊκού metal χώρου. Αλλά για να εξηγήσουμε τι εννοούμε παρακάτω.

Οι λατρεμένοι του γράφοντος KREATOR, κλείνουν τον πρώτο δημιουργικό κύκλο τους, στην αυγή της δεκαετίας του ‘90. Δεδομένου ότι το thrash metal βρίσκεται ήδη παραγκωνισμένο από τις δισκογραφικές, για χάρη νέων και φρέσκων ήχων που προέρχονται από το underground, οι Γερμανοί βρίσκονται ενώπιον ενός διλήμματος. Επαναλαμβάνουμε το “Coma of souls” για να ικανοποιήσουμε τους οπαδούς μας, ή ακολουθούμε το καλλιτεχνικό μας ένστικτο και τη καρδιά μας και όπου μας βγάλει; Σε αυτό το ερώτημα, ο Mille Petrozza έδωσε τη δεύτερη απάντηση. Αρκεί κάποιος, να ρίξει μια ματιά στη προσεγμένη επανέκδοση του δίσκου, προκειμένου να διαπιστώσει την αλλαγή πλεύσης του συγκροτήματος, σε όλα τα επίπεδα. Πρώτα από όλα, παραγωγός ο Jim Morris στα πασίγνωστα Morrisound studios. Παραγωγός, εντελώς διαφορετικής προσέγγισης από τους συναδέλφους του. Συν τοις άλλοις, οι Γερμανοί, ανέλαβαν τη παραγωγή μαζί του.

Το δε εξώφυλλο, ακολουθεί κι αυτό μια νέα προσέγγιση, μια και το σχεδιάζει ο Dave McKean, ο οποίος εκείνη την εποχή, είχε φιλοτεχνήσει τη γραφική νουβέλα “Arkham Asylum: A Serious House on Serious Earth” (1989). Ο McKean, επινοεί ένα τελείως συμβολικό εξώφυλλο, που ακόμα και σήμερα μπορείς να το χαζεύεις για ώρες, ερμηνεύοντας διαφορετικά κάθε φορά το μήνυμα του. Ο τίτλος αυτού? “Renewal”. Η ηχητική προσέγγιση τώρα, αποτέλεσε την πρώτη στα χρονικά της μπάντας φορά, που πειραματίστηκαν τόσο έντονα. Συγκεκριμένα, εισήχθησαν στοιχεία από hardcore μπάντες όπως οι BIOHAZARD και οι POISON IDEA (περιόδευαν με τους πρώτους εξάλλου, και επηρεάστηκαν έντονα), από industrial μπάντες (MINISTRY, GODFLESH καθώς και EINSTURZENDE NEUBAUTEN) και μια ιδέα από gothic (όπως το έπαιξαν οι FIELDS OF THE NEPHILIM).

Η πρώτη γεύση αυτού, έρχεται στην εντελώς industrial γκρούβα του “Winter martyrium” (ένα κομμάτι για τη κατάθλιψη που πίστευε ότι περνούσε εκείνο το καιρό ο Petrozza), την οποία διαδέχεται ένα hardcore σφυροκόπημα, συνδυασμένο με την thrash ορμή που μας παρουσίασαν τελειοποιημένη στο “Coma of souls”. Η gothic επιρροή φαίνεται στο “Reflection” και στο “Depression unrest”, όπου τα riffs, είναι τολμηρά κοντά στην συγκεκριμένη σκηνή, αλλά τόσο – όσο εν τέλει για να αποδώσουν την ατμόσφαιρα. Το σφυροκόπημα, συνεχίζεται σε ύμνους όπως το αντι-φασιστικό έπος “Europe after the rain”, το επηρεασμένο από την έβδομη τέχνη (και συγκεκριμένα τις ταινίες του ρεύματος Cinema of transgression, που ξεκίνησε στη Νέας Υόρκης) “Brainseed” και φυσικά, το “Zero to none” (η ιστορία ενός τύπου που ξέρει να εκφράζει συναισθήματα μόνο σκοτώνοντας τους γύρω του). Η industrial αύρα επανέρχεται στο καθηλωτικό ομώνυμο – δήλωση (“Renewal of my mind”), καθώς και στο Orwell-ικό ιντερλούδιο “Realitatskontrolle” που λειτουργεί σαν εισαγωγή για το “Depression unrest”. Το δε φιλοσοφημένο και άκρως διαφορετικό “Karmic wheel”, μας φανερώνει ένα άλλο, πιο ατμοσφαιρικό πρόσωπο των KREATOR, με την εν γένει riff-o-λογία όμως, να μην αποκλίνει από τον γνωστό, Τευτονικό τους τρόπο, παρά μόνο να εμπλουτίζεται, προς τέρψη των φιλόκαινων ακροατών/οπαδών του συγκροτήματος.

Δίσκος υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας, από αυτούς που λίγοι θα είχαν την έμπνευση να τον συλλάβουν, το θάρρος/θράσος να τον κυκλοφορήσουν, και την τόλμη να συνεχίσουν σε αυτό το δρόμο. Ένα δρόμο, που όπως οι ίδιοι οι KREATOR δήλωσαν χρόνια αργότερα μιλώντας εν γένει για τη δεκαετία του ‘90: “ήταν σαν να μην υπήρχαν κανόνες”. Και όταν οι κανόνες φεύγουν από το παράθυρο, βγαίνει ένα αριστούργημα, σαν κι αυτό εδώ, που θέτει καινούργιους.

Γιάννης Σαββίδης


KYUSS – “Blues for the Red Sun” (Dali Records)

Άραγε τι σόι μουσική επανάσταση θα μπορούσε να ξεκινήσει από ένα δυστοπικό περιβάλλον, σε απόσταση 100 μιλίων από το «αμαρτωλό» Los Angeles, όπου οι θερμοκρασίες κυμαίνονται συνήθως σε αποπνιχτικά υψηλά επίπεδα και στο οποίο βρίσκουν καταφύγιο αυτοεξορισμού μια πλειάδα συνταξιούχων παίζοντας golf; Ειδικά όταν το 1991 το σκάσιμο του “Nevermind” των NIRVANA ισοπέδωνε τα σκληρά στεγανά του mainstream ανοίγοντας έτσι διάπλατα τον radio-friendly δρόμο για την καθιέρωση μιας κολλεκτίβας συγκροτημάτων με προέλευση το Seattle, και κόβοντας συγχρόνως την φόρα στους επίδοξους αμφισβητίες της προέλασης του grunge;

Από καθαρά ρεαλιστικής απόψεως καμία απολύτως. Σε αυτό θα συνηγορούσε κατά πάσα πιθανότητα μέχρι και η ίδια η νεανική τετράδα των John Garcia, Josh Homme, Brant Bjork και Nick Oliveri που με την κυκλοφορία του παρθενικού της δίσκου με τίτλο “Wretch” την ίδια χρονιά, είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη από το σύνολο του μουσικού τύπου. Για αξιοπρεπείς πωλήσεις φυσικά ούτε λόγος. Εντούτοις, η γνωριμία του συγκροτήματος από το Palm Desert με τον κιθαρίστα και frontman των MASTERS OF REALITY, Chris Goss, στάθηκε αρκετή για να αλλάξει δραστικά τα δεδομένα και να λειτουργήσει ουσιαστικά ως ο από μηχανής Θεός που τόσο απεγνωσμένα έδειχναν να ψάχνουν. Όπως είχε εξάλλου φανεί έστω και δειλά στο “Wretch”, η μουσική χημεία ήταν μεν δυνατή αλλά η μοναδική μεταβλητή που έλειπε εμφατικά από την εξίσωση ήταν σαφώς το κατάλληλο άτομο που θα μπορούσε να τους βγάλει τον πραγματικό ήχο που ήθελαν στο studio.

Μέσα από την μήτρα της συγκεκριμένης αρμονικής συνύπαρξης, το “Blues for the Red Sun” πυροδότησε στις 30 Ιουνίου του 1992 μια δισκογραφική βόμβα χαμηλού βεληνεκούς αλλά υψηλής επιδραστικότητας στα rock στερεότυπα της εποχής. Πολλοί έσπευσαν να βαπτίσουν τον ήχο του ως desert rock, ένεκα της καταγωγής της μπάντας. Κάποιοι άλλοι βέβαια προτίμησαν να του αποδώσουν τον όρο stoner rock βάζοντας στην ίδια συνομοταξία το “Sleep’s Holy Mountain” των SLEEP που κυκλοφόρησε έξι μήνες μετά. Εκείνο όμως που είχε πραγματικά σημασία ήταν πως οι KYUSS κατάφεραν να ασφαλτοστρώσουν παταγωδώς ένα σταυροδρόμι συγχρωτισμού ανάμεσα στο SABBATH-ικής υφής heavy rock, τη φούρια του punk αλλά και μια ψυχεδέλεια που αφενός μεν συνέχιζε από εκεί που σταμάτησαν μεγαθήρια των ‘70s σαν τους HAWKWIND και BLUE CHEER, αφετέρου δε, εσώκλειε τη νιρβανική παραζάλη που θέριευε μέσα από τα περίφημα generator parties της εποχής, όσο και την ψυχαναγκαστική (;) τάση απομονωτισμού που έβρισκε συνήθως διέξοδο στα μακρόσυρτα acid/blues τζαμαρίσματα που συναντούσε κανείς στις πρόχειρα στημένες σκηνές από την πλειάδα γνωστών-αγνώστων συγκροτημάτων πέριξ του Palm Springs και της ερήμου της La Quinta.

Όλο αυτό το χρυσαφένιο και υπερεθιστικό χαρμάνι ηχοκυμάτων, φιλτραρισμένο μέσα από την παραγωγή του Goss, μετουσιώνεται εν τέλει σε ένα 50λεπτο κρεσέντο με το ίδιο το κουαρτέτο να μοιάζει από την αρχή μέχρι το τέλος του πεινασμένο σαν ηλιοκαμένο coyote που γυρεύει ατέρμονα την λεία του στη μέση της ερήμου. Το εναρκτήριο “Thumb” είναι ενδεικτικό της τρομακτικής μεταμόρφωσης και βελτίωσης των KYUSS σε όλα τα επίπεδα. Αργό, θανατηφόρο, στακάτο με έναν σεληνιασμένο John Garcia να ζει και να αναπνέει για κάθε στίχο δίχως αύριο επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του σύγχρονου rock frontman που επιτέλους τραγουδάει χωρίς να γρυλλίζει, την ίδια ώρα τα riffs του Josh Homme εκτοξεύουν την θερμοκρασία σε πυρετώδη επίπεδα ακροβατώντας ανάμεσα στην βαρύτητα και την ψυχεδέλεια. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι μη έχοντας το απαραίτητο budget για να επενδύσει σε έναν «κανονικό» κιθαριστικό ενισχυτή, ο Homme επέλεξε να περάσει την παραμόρφωση της κιθάρας του μέσα από ενισχυτές που ήταν φτιαγμένοι για μπάσο! Τα ίδια και ακόμα καλύτερα συμβαίνουν βεβαίως και στα “Green Machine” και “Allen’s Wrench” με τις ιδρωτικές punk/rock ‘n’ roll γκρούβες τους να μετατρέπουν κάθε γερασμένη Cadillac σε πολεμική μηχανή φουλαρισμένη στην κηροζίνη και το whiskey, ενώ τα “Molten universe” και “Apothecaries’ Weight” αντιπροσωπεύουν το άκρο άωτο της γαργαντουϊκής, πλήρως ηδονικής καταβύθισης στην SABBATH-ική λάβα, με τον Brant Bjork να δείχνει την κλάση του πίσω από το drum kit. Όσο κι αν ο Garcia ψελλίζει «I hate slow songs» στο μοχθηρό “Thong Song”, η ποιοτική στάθμη διατηρείται ψηλά και στα πιο mid-tempo κομμάτια με τα “Freedom Run” μαζί με το «πειραγμένο» “Mondo Generator” να δημιουργούν τον απαραίτητο χώρο ανάδειξης των ικανοτήτων του Nick Oliveri στο μπάσο. Το πραγματικό ζενίθ του δίσκου, ωστόσο, δεν είναι άλλο από τα υπερλατρεμένα “50 Million Year Trip (Downside Up)” και “Writhe”. Δεν είναι μόνο το ότι ή έμπνευση από κοινού με το τριπάρισμα αγγίζουν κυριολεκτικά το κοσμικό ταβάνι των (παρ)αισθήσεων, όσο το γεγονός πως νιώθεις να αναδύεται η ομαδική συνθετική προσωπικότητα του σχήματος αλλά και μια δυναμική σχεδόν απλησίαστη ακόμα για εξίσου φτασμένα ονόματα του είδους.

Με βάση τα παραπάνω, φαντάζει εύκολα εξηγήσιμο γιατί το “Blues for the Red Sun” αποτέλεσε την αφετηρία ανύψωσης των KYUSS στην στρατόσφαιρα της heavy μουσικής. Είναι χαρακτηριστικό πως για πρώτη φορά τα κομμάτια τους άρχισαν να παίζουν σε διάφορους ραδιοφωνικούς σταθμούς από την Καλιφόρνια μέχρι το Σικάγο, ενώ και τα video clips για τα “Green Machine” και “Thong Song” προβάλλονταν συνεχώς στο γνωστό και μη εξαιρετέο Headbanger’s Ball του MTV. Παράλληλα, η σωρεία εγκωμιαστικών κριτικών έδωσαν την απαραίτητη ώθηση προκειμένου το άλμπουμ να πουλήσει 39.000 αντίτυπα και το συγκρότημα να εξασφαλίσει μια περιοδεία για τους επόμενους μήνες στο πλευρό ονομάτων σαν τους FAITH NO MORE, DANZIG και WHITE ZOMBIE, ενώ απόλυτο highlight της ήταν σαφώς οι support εμφανίσεις στους METALLICA στις αρχές του 1993 στην επίσκεψη των τελευταίων στην Αυστραλία για τις ανάγκες της προώθησης του “Black Album”.

Μολονότι οι συγκρίσεις με το “Welcome to Sky Valley” που ακολούθησε παραμένουν εκτός από ατελείωτες και εν πολλοίς άσκοπες, το “Blues for the Red Sun” θεωρείται λοιπόν δικαίως μέχρι και σήμερα ορόσημο για την βραχύβια καριέρα των KYUSS διατηρώντας επάξια την ξεχωριστή του θέση του στην κατηγορία των αριστουργηματικών rock άλμπουμ της δεκαετίας του ’90. Τελεία και παύλα.

Πάνος Δρόλιας


L7 – Bricks are heavy” (Slash/ London) 

Η ιστορία των L7 ξεκινά πίσω στο  Los Angeles στα μέσα των 80s όταν η Donita Sparks θα συναντηθεί με την Suzi Gardner και θα διαπιστώσουν ότι έχουν κοινά μουσικά ενδιαφέροντα. Εκείνη την εποχή θα συναντήσουν την μπασίστρια Jennifer Finch που έπαιζε σε διάφορα punk rock σχήματα της περιοχής και θα συστήσουν τους L7.

H μπάντα θα παίζει παντού στην περιοχή του L.A και το πρώτο της συμβόλαιο με την ανεξάρτητη Εpitaph για το ντεμπούτο τους δεν θα αργήσει. Κάπου εκεί θα προστεθεί και η Demetra Plakas (τύμπανα) στο δυναμικό και θα τραβήξουν επιπλέον το ενδιαφέρον της ανεξάρτητης  Sub pop, στην οποία κάτω από την παραγωγή του guru Jack Εndino θα κυκλοφορήσουν  το φοβερό  ep “Smell the magic” το 1990. Τα metal περιοδικά ήταν αυτά που έκαναν τις πρώτες αναφορές για τα live της μπάντας γιατί το headbanging και το stagediving ήταν κάτι που χαρακτήριζε τις live εμφανίσεις τους.

H περιοδεία με τους ομόσταυλούς τους ΝIRVANA από το Seattle τους βοήθησε στο να αποκτήσουν καλές σχέσεις και με μπάντες που τα επόμενα χρόνια θα βρίσκονταν στο προσκήνιο της δημοσιότητας.  H δημοτικότητα της μπάντας είχε επίσης αρχίσει να μεγαλώνει, όμως ένιωθαν ότι μια μικρή εταιρία σαν την Sub pop δεν μπορεί να τους προωθήσει σε όλη την επικράτεια της Αμερικής. Έτσι το πολυπόθητο συμβόλαιο με την ιστορική ανεξάρτητη Slash που είχε διανομή όμως από την πολυεθνική Warner ήταν αυτό που ζητούσαν.

Με παραγωγό τον Butch Vig (ΝΙRVANA στο “Νevermind”) κλείστηκαν στο studio για την ηχογράφηση του επόμενου τους δίσκου, σε μια εποχή που κάθε περιοδικό στην Αμερική είχε εξώφυλλο τα φιλαράκια τους, τους ΝΙRVANA. To πρώτο single “Pretend we’re dead”  κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του ‘92 και έναν μήνα αργότερα το album θα βγει και αυτό στην αγορά. Η επιτυχία του single στο ραδιόφωνο και στο ΜΤV θα τους στείλει σε περιοδεία στην Βρετανία και λίγους μήνες μετά θα πάρουν μέρος στο θρυλικό πλέον Reading 1992, στο οποίο headliners ήταν οι ΝΙRVANA.

H εμφάνιση των L7 στο festival έμεινε στην ιστορία λόγω του ταμπόν που έβγαλε και πέταξε η Donita Sparks στο κοινό, σαν αντίδραση στις συνεχόμενες λάσπες που πετούσε το κοινό προς την σκηνή. Άλλο που δεν ήθελαν τα Βρετανικά μέσα την επόμενη ημέρα για να το αναπαράγουν παντού σε περιοδικά και τηλεοράσεις. Μια ενέργεια  που προέκυψε σχεδόν αυθόρμητα από την πλευρά της κιθαρίστριας .
Το “Bricks are heavy” είναι ένα εξαιρετικό album που περιέχει 11 φοβερές συνθέσεις που αποπνέουν φοβερή ενέργεια, τρομερό groove και απίστευτη δυναμική από το σχήμα. Ήταν ο κομβικός δίσκος της καριέρας τους  και σαν να το γνώριζαν, μας παρέδωσαν ένα αποτέλεσμα που δεν έχει ούτε μια μικρή ατέλεια.

Η παραγωγή του Βutch Vig έχει έρθει και έχει “λειάνει” κάπως το aggressive στοιχείο του πρότερου ήχου τους, αλλά τους προσφέρει εδώ μια συμπαγή δυναμική που προσδίδει στα κομμάτια την κατάλληλη ατμόσφαιρα που χρειάζονται για να μπουν δυναμικά στο alternative / grunge πεδίο που είχε αρχίζει να διαμορφώνεται. Οι L7 θα έπαιρναν και αυτές με το σπαθί τους το μερτικό που τους αναλογούσε.
Να πούμε επιπλέον ότι τα “Everglade και “Μοnster” θα ακολουθήσουν  σαν singles και επίσης η παγκόσμια επιτυχία που είχαν αρχίσει να γνωρίζουν θα τους φτάσει για περιοδείες στην Βραζιλία και στην Ιαπωνία. Το όνομα των L7 είχε γίνει global και προσωπικά το “Bricks are heavy”  αποτελεί ένα από τα albums που αγαπάω ιδιαίτερα από αυτήν την εποχή.

Γιάννης Παπαευθυμίου


LILLIAN AXE – “Poetic justice” (Music For Nations) 

Ο LILLIAN AXE θα είναι για πάντα ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα συγκροτήματα στο glam/melodic rock/hard rock ιδίωμα. Το 1992 τους βρίσκει να κυκλοφορούν την τρίτη δουλειά τους, σε νέα εταιρία, η οποία μαζί και με την επερχόμενη, ένα χρόνο μετά, θα έκλεινε έναν άτυπο κύκλο 4 δίσκων που έβαλαν τα θεμέλια έτσι ώστε να έχουν μεγάλη αναγνωρισιμότητα και φήμη μέχρι και σήμερα, καθιερώνοντας τους άμεσα από τότε στην σκηνή. Όπως και στις προηγούμενες δυο δουλειές τους το 1988 και το 1989, έτσι και στο “Poetic justice”, που είχε το πιο περίεργο αλλά και παράλληλα marketingίστικα «τραβηχτικό», εξώφυλλο από όλες τις κυκλοφορίες τους, απέδωσαν φόρο τιμής στο είδος που θέλησαν να εκφράζονται μουσικά. Παρόλο που στο σχήμα υπήρχαν καινούργιος drummer και μπασίστας, δεν επηρεάστηκε καθόλου το σύνολο και για τρίτη συνεχόμενη δισκογραφική προσπάθεια, ο οπαδός θα άκουγε συνθέσεις που η κιθαριστική μελωδία (και στην ηλεκτρική αλλά και στην ακουστική δομή που υπήρχε στα τραγούδια), τα ευκολομνημόνευτα ρεφραίν και το groove, ήταν τα 3 πιο σημαντικά στοιχεία που άκουγες από το πρώτο δευτερόλεπτο. Και αυτοί, όπως και όλοι οι συμπατριώτες τους εκείνα τα χρόνια, είχαν δώσει μεγάλη βαρύτητα έτσι ώστε τα τραγούδια να «κρατάνε» τον ακροατή, όντας αρκετά αισθαντικά. Έτσι δημιούργησαν τραγούδια που συνδύαζαν αρμονικά το «striptease glam» που ήταν τότε άτυπα στην μόδα του Αμερικανικού ήχου, με το hard rock. Κάθε τραγούδι αποτελούσε ωδή στον τρόπο που είχαν επιλέξει πολλά groups να εκφράζονται, με συνθέσεις αρκετά άμεσες στον ακροατή, με «ταξιδιάρικα» mid tempo, μινόρε ταχύτητα που απλά σε παρέσερνε να «πορευτείς» μαζί της. Το “Poetic justice” είναι από αυτά τα albums που δεν μπορείς να πατήσεις επ’ ουδενί το stop αφού ακούγεται εξολοκλήρου εύκολα χωρίς να το καταλάβεις.

Θοδωρής Μηνιάτης


LIONSHEART – “Lionsheart” (Music for Nations)

Εντάξει. Λοιπόν, εδώ τα κουκιά είναι μετρημένα, τα πολλά λόγια είναι φτώχια και κάθε προσπάθεια οποιασδήποτε υποτιθέμενης «αντικειμενικής» και «ψυχρής» ματιάς, δεν έχει νόημα. Άλλωστε, μόνο υποτίμηση μπορεί κανείς να πετύχει με τον τρόπο αυτό. Οι LIONSHEART στο καταπληκτικό ντεμπούτο τους, είχαν ένα ιδιαίτερο γνώρισμα: αυτό των δύο ΕΝΤΕΛΩΣ ΞΕΚΑΡΦΩΤΩΝ τραγουδιών, σε σύνολο δεκατριών (με το ιαπωνικό bonus track). Για να σας εξηγήσω τι συμβαίνει εδώ, φανταστείτε έναν δίσκο όπου έχει την τιμητική του το αμερικανικό hard ‘n’ heavy, δηλαδή συγκροτήματα σαν τους BADLANDS, DOKKEN κλπ και ξαφνικά, εκεί στο μέσον περίπου του άλμπουμ, κάνουν όλοι στην άκρη για να ακουστεί ο Yngwie Malmsteen! Αναφέρομαι φυσικά στο ΕΠΟΣ “Portrait” και στον neoclassical δυναμίτη “Living in a fantasy”, δύο απίστευτα τραγούδια που αν τα είχε γράψει ο Σουηδός μαέστρος θα είχαν μείνει υπέρ-κλασσικά. Ο Steve Grimmett, η καλύτερη φωνή του NWOBHM μαζί με τον Russ North των CLOVEN HOOF (φυσικά ο Dickinson εξαιρείται), δεν είναι ο μόνος που ξεχωρίζει με τις εξαίσιες ερμηνείες του. Ο Mark Owers στην κιθάρα, ως άλλος αφανής ήρωας είναι εκτυφλωτικός, τόσο στα ρυθμικά, όσο και στα lead μέρη. Από κοντά και ο μπασίστας Steve Owers, δίδυμος αδερφός του Mark, καθώς και οι Anthony Christmas και Graham Collett σε τύμπανα και πλήκτρα αντίστοιχα. Για να μην μιλήσω για την τρομερή παραγωγή… τί ήχος και αυτός! Το “Lionsheart” λοιπόν είναι ένα άλμπουμ – κόσμημα για κάθε δισκοθήκη που θέλει να λέγεται «ενημερωμένη», ανεξάρτητα από το γούστο του καθενός και υπεράνω κριτικής.

Δημήτρης Τσέλλος


LOVE/ HATE – “Wasted in America” (Columbia/ Sony) 

Tα είχαμε πει και πριν από δυο χρόνια με το ντεμπούτο τους. Οι Καλιφορνέζοι  LOVE/ HATE διέθεταν, έναν ήχο με την  sleaze αλητεία και τσαμπουκά των GUNS’N ROSES και SKIDROW και μια δόση funk metal. Το ντεμπούτο τους βρήκε πολύ καλή ανταπόκριση, τα singles τους ακούστηκαν αρκετά και σε συνδυασμό με τις πολύ καλές εμφανίσεις τους  το όνομά τους και η δημοτικότητα τους  είχε αρχίσει να ανεβαίνει.

Για τον δεύτερο δίσκο τους,  μετακόμισαν σε studio στην Νέα Υόρκη και για παραγωγός του δίσκου επιλέχθηκε ο John Jansen. Αυτό που παρατηρούμε, είναι ότι ο δίσκος είναι ηχητικά η εξέλιξη του ντεμπούτου τους και επιπλέον ο ήχος έχει γίνει πιο επαγγελματικός , λογικό μιας και η ομάδα έχει πλέον δεθεί περισσότερο μέσω των συναυλιών και έχει ξεκάθαρη εικόνα για τον ήχο της.
Έλα όμως που στην περίπτωση των LOVE/ HATE πολύ πριν την κυκλοφορία του δίσκου άρχισαν τα προβλήματα με την δισκογραφική εταιρία. Η εταιρία επέλεξε για πρώτο single το “Happy hour” αντί του “Μiss America” που πρότεινε η μπάντα. H άποψη της μπάντας ήταν φυσικά πιο σωστή, αλλά δεν εισακούστηκε στην προκειμένη περίπτωση.

Για επόμενο single θα επιλεχθεί το “Wasted in America” και με την κυκλoφορία του  ο δίσκος θα καταφέρει να μπει στο top 20 της Βρετανίας με φυσικό επακόλουθο μια περιοδεία στο Νησί σαν support στον Ozzy Osbourne. Όταν όμως το συγκρότημα  θα γυρίσει στην πατρίδα του θα μάθει ότι η δισκογραφική τους σκέφτεται να τους παρατήσει με την δικαιολογία ότι το πρώτο single (το “Happy hour” που είχε διαλέξει η ίδια) δεν πούλησε καλά και επίσης το δεύτερο single “Wasted in America”  δεν τα πήγε καλά στο ραδιόφωνο.

Επιπλέον, κέρδισαν μια support θέση δίπλα στους BLACK SABBATH για την οποία η εταιρία αρνήθηκε να τους βοηθήσει. Επίσης ακύρωσε και μια καμπάνια για την προώθηση του single “Miss America” και όταν τελικά τους αποδέσμευσαν από το συμβόλαιό τους, ήρθε η σειρά του κιθαρίστα Joh E. Love να παραιτηθεί από την μπάντα. Όλα αυτή η ωραία ατμόσφαιρα μεταξύ μπάντας και δισκογραφικής συνέβαινε καθώς το σχήμα προσπαθούσε να καθιερωθεί.

Η αλήθεια είναι ότι η  μπάντα έβγαλε έναν εξαιρετικό δίσκο και έδωσε τον καλύτερο της εαυτό και μέσα σε αυτόν θα βρούμε κομματάρες όπως τα “Tranquilizer”, “Yacca man”, “Don’t fuck with me”, “Wasted in America”, “Miss America” και αρκετά άλλα. Μια άξια συνέχεια του ντεμπούτου τους πραγματικά, όπως ταλαντούχοι μουσικοί ήταν όλοι τους σαν μουσικοί. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι  βρισκόμαστε στα τέλη του ’92, το μουσικό κλίμα είχε ήδη αλλάξει δραματικά για τις μπάντες από το Los Angeles, η αλλαγή αυτή δυστυχώς μαζί με πολλά ανάλογα σχήματα συμπαρέσυρε και  τους LOVE/ HATE και ήταν πραγματικά κρίμα.

Οι LOVE/HATE συνέχισαν  τα επόμενα χρόνια σε ανεξάρτητες εταιρίες , αλλά καμία δουλειά τους έκτοτε μπόρεσε να  φθάσει το επίπεδο των δύο πρώτων δίσκων τους. Όσοι μεγαλώσαμε μαζί τους , πάντα θα  αγαπάμε  αυτούς τους δίσκους και θα τους έχουμε στην καρδιά μας για τις δεκάδες ώρες που περάσαμε ακούγοντας τους.

Γιάννης Παπαευθυμίου


LYNCH MOB – “Lynch mob” (Elektra)

Όταν διαλύθηκαν οι DOKKEN και ο Lynch δημιούργησε τους LYNCH MOB ήξερα και περίμενα ότι θα ήταν μία αν μη τι άλλο σοβαρή προσπάθεια. Και πράγματι το ντεμπούτο (“Wicked sensation”) ήταν ποιοτικό αν και διαφορετικό σε σχέση με το υλικό των DOKKEN. Η πιο blues-based προσέγγιση και η street αισθητική του δίσκου ταίριαζε γάντι τόσο με την κιθάρα του Lynch όσο και με τη φωνή του Oni Logan. Δύο χρόνια μετά αγόραζα από το Happening το δεύτερο, ομώνυμο άλμπουμ των Αμερικανών όπου προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι ένας νέος τραγουδιστής είχε έρθει στο συγκρότημα. Το όνομα αυτού ήταν Robert Mason και ήταν πράγματι καλός (αν και στα δικά μου αυτιά κατώτερος του Logan). To τελικό αποτέλεσμα ήταν σίγουρα θετικό αλλά ταυτόχρονα ήταν και κατώτερο σε σχέση με το ντεμπούτο.

Τα πρώτα μηνύματα είχαν φανεί με το πρώτο single, το “Dream until tomorrow”, το οποίο ήταν μεν καλό αλλά συγκριτικά με το αντίστοιχο πρώτο single του “Wicked Sensation” (το εξαιρετικό “River of love”) έχανε συντριπτικά. Παρόλα αυτά η κιθάρα του Lynch έβγαζε ξανά φωτιές, ο Wild Mick Brown έπαιζε κλασικά σα να μην υπήρχε αύριο αλλά αυτό που έλειπε κάπως ήταν μία παραπάνω φαντασία στις συνθέσεις. Δεν σχολιάζω καν την αχρείαστη διασκευή στο “Tie your mother down” που δεν ταίριαζε με το κλίμα του δίσκου αλλά αυτό είναι και λεπτομέρεια. Μπορεί, λοιπόν, το ομώνυμο δεύτερο άλμπουμ των LYNCH MOB να είχε την ίδια περίπου ατμόσφαιρα με το “Wicked sensation” αλλά ήταν σαφώς κατώτερο. Ένα απλώς ΟΚ άλμπουμ.

Σάκης Νίκας


M.O.D. – “Rhythm of fear” (Megaforce)

Οι S.O.D. μετά από το σαματά του “Speak English or die”, μπαίνουν στο πάγο για χάρη των υποχρεώσεων των Ian/Benante με τους ANTHRAX, και φυσικά του Dan Lilker τόσο με NUCLEAR ASSAULT όσο και με τους BRUTAL TRUTH. Ο τέταρτος της παρέας όμως, δε μασάει, και σχηματίζει τους M.O.D. (METHODS OF DESTRUCTION). Ο λόγος για το όρθιο όργιο και βωμολόχο από τους λίγους (το διαπιστώσαμε και στην επίσκεψη τους στην Αθήνα το Δεκέμβριο που μας πέρασε, όπου ήταν σαρωτικοί) Billy Milano. Μετά το φοβερό ντεμπούτο “U.S.A. for M.O.D” (1987) και τη συνέχεια αυτού με το “Gross misconduct” (1989), 3 χρόνια μετά, το τσούρμο αλητήριων κυκλοφορεί το τρίτο του full-length, με τίτλο “Rhythm of fear”, από την θρυλική Megaforce Records.

“Objection/Dead end”/”Get up and dance” και ο ακροατής χορεύει ένα πιο βίαιο και πρωτόγονο χορό. Τον κύκλο όπου όλοι μας είμαστε το ίδιο, τρώμε μπουνιές και ρίχνουμε μπουνιές, ιδρώνουμε, γδυνόμαστε ψυχή τε και σώματι, κάνουμε σάλτο μορτάλε από τη σκηνή, γκαρίζουμε σαν γάιδαροι σε περίοδο αναπαραγωγής και εκτονώνουμε τα πλέον ζωώδη μας ένστικτα! Από τις πρώτες και κλασσικότερες μπάντες, ως αδελφό συγκρότημα των S.O.D., οπότε αυτό εδώ θεωρείται και 4ο S.O.D. άλμπουμ που βγήκε με άλλο όνομα και άλλα μέλη. Η hardcore groove-ίλα, βρίσκει τη θέση της στον ενεργητικό ήχο των M.O.D., ποτίζοντας ιδανικά το άλμπουμ με όσο αστικό attitude χρειάζεται για να μπουν στο χορό (που προαναφέραμε) οι hardcore-άδες που ακούνε και thrash (ANTHRAX, NUCLEAR ASSAULT, SACRED REICH, SLAYER και πάει λέγοντας), να ρίξουν και να λάβουν το μπερτάκι τους!

Μιλώντας για ξύλο hardcore-άδικο, κομμάτια όπως το “Rhymestein” κλείνουν το μάτι στους έτερους μεγάλους του crossover SUICIDAL TENDENCIES, αλλά και στους BIOHAZARD, αποτελούν δείγματα του πως αυτή η μπάντα εν τέλει, προσαρμόστηκε στην εποχή. Από την άλλη, κομμάτια σαν το “Minute of courage”, αποτελούν εξαιρετικά δείγματα crossover thrash, από μια μπάντα που έμεινε συγκεκριμένης δυναμικής, μια και δεν το επεδίωξε να γίνει μεγάλη σαν τους συμπατριώτες της. Με αυτούς τους στίχους, καλύτερα αν ρωτάτε εμένα, δεν φαίνεται να τους ένοιαζε κιόλας να κάνουν λεφτά και να είναι σε ακριβά σπίτια. Κάποιες μπάντες, απλά είναι ήρωες της σκηνής, χωρίς να είναι διαφημισμένοι ή σε αστεράτες δισκογραφικές. Και οι M.O.D., είναι ένα τέτοιο συγκρότημα, κάτι που αποδεικνύουν στη μισή ώρα μουσικής του “Rhythm of fear”. Ή όπως λένε εύγλωττα οι ίδιοι: “WE’RE ON A MISSION, SO SHUT UP AND LISTEN!”

Γιάννης Σαββίδης


TONY MACALPINE – “Freedom to fly” (Roadrunner)

Ο Tony MacAlpine είναι από τους συμπαθητικότερους πολυργανίστες εκεί έξω και πραγματικά νιώθω ότι είναι σούπερ υποτιμημένος και περισσότερο  κέρδισε συμπάθεια λόγω του πρόσφατου σοβαρού προβλήματος υγείας που είχε, παρά λόγω της τεράστιας ικανότητάς  του σε κιθάρα και πιάνο. Είμαι από αυτούς που έχουν σε περίοπτη θέση τα δύο πρώτα άλμπουμ του, σε neoclassical ύφος, λάτρεψα τη δουλειά του στα πλήκτρα σε δύο λατρεμένους instrumental δίσκους, το “Mind’s eye” του Vinnie Moore και το “Out of this world” του Joey Taffola, που πήγα και αγόρασα με κλειστά μάτια το “Eyes of the world”, χωρίς να ξέρω ότι ήταν AOR με φωνητικά (παρόλα αυτά, μου άρεσε πολύ). Το “Freedom to fly”, ήταν μία ηχηρή σφαλιάρα, καθώς επρόκειτο για έναν πραγματικά ελάχιστα άνω του μετρίου δίσκο. Νομίζω ότι τότε ο MacAlpine ήταν σε μία σύγχυση σε ότι αφορά το μουσικό του ύφος, που δημιούργησε ένα δίσκο χωρίς συνοχή, χωρίς κάποιες μελωδίες να σου καρφώνονται στο μυαλό, χωρίς ταυτότητα. Ξεχωρίζει το σούπερ μελωδικό “Albania”, το εναρκτήριο “Ice princess”, το Satrianiκό “Salvation”, η χαίτη του και οι τιράντες στο εξώφυλλο!!! Τα 90s βρήκαν τον MacAlpine σε συνθετικό μαρασμό και σύγχυση ταυτότητας, παρά την απαράμιλλη τεχνική του, αφού η περίοδος ήταν δύσκολη για τέτοιου είδους μουσικούς. Σαν bonus, να πούμε ότι στον δίσκο, έπαιζε τύμπανα ο Mike Terrana. Όπως και να έχει, απορώ με το γεγονός ότι ένας τόσο σπουδαίος μουσικός, αγνοείται στη χώρα μας τόσο πολύ, που στη συναυλία του πριν μερικά χρόνια, δεν πάτησαν περισσότεροι από 30 νοματαίοι…

Σάκης Φράγκος


MAGNUM – “Sleepwalking” (Music For Nations)

Συγκρότημα που αποπνέει αρχοντιά με την μουσική του! Μπάντα – έρωτας, μία από τις πλέον αγαπημένες μου όλων των εποχών! Κρίση αντικειμενικότητας με τους MAGNUM δεν υπάρχει! Δεν θέλω να υπάρχει για να πω την μαύρη αλήθεια!

Ο ένατος δίσκος των Άγγλων έφερε ανάμεικτα συναισθήματα σε κριτικούς και οπαδούς! Άλλωστε μιλάμε για πολύ δύσκολα χρόνια για την μουσική που αντιπροσώπευε το συγκρότημα! Χαρακτηρίστηκαν ότι κινούνταν σε pop rock μονοπάτια επιζητώντας την διάκριση, οι ίδιοι απαντούσαν πως ήταν ένας δίσκος επιστροφή στις ρίζες και τις αρχές του συγκροτήματος! Ανακατωσούρα με λίγα λόγια. Ναι, το “Sleepwalking” έχει πολύ πιασάρικα τραγούδια, λιγότερο νεύρο, έχει όμως εξαιρετική μουσική και φοβερές μελωδίες, τόσο στα όργανα όσο και στα φωνητικά του Bob Catley! Οι MAGNUM ήταν και είναι ένα συγκρότημα που είχε και έχει ανεπτυγμένο το ταλέντο να γράφει σπουδαία πράγματα! Δεν του απασχολούσε αν αυτό που έβγαινε προς τα έξω δεν άρεσε ή έκανε κόσμο να ξινίζει! Δεν τους ενδιέφερε αν ο κόσμος ζητούσε ένα “On a storyteller’s night” ξανά! Έβλεπαν και άκουγαν αυτό που τους έλεγε η καρδιά τους. Και όλο αυτό έβγαινε και βγαίνει προς τα έξω. Δεν γίνεται να ακούς τραγούδια όπως “You ‘re the one” και να μην το γουστάρεις ρε διάολε! Δεν γίνεται να μην πιάνεις τον εαυτό σου να ανατριχιάζει στο “Every woman, every man” με το μυθικό σαξόφωνο ή στα “Only in America” και στο ομώνυμο τραγούδι!

Δεν θέλω να ξεφύγω. Σε πολύ κόσμο δεν αρέσει ο δίσκος διότι απέχει πολύ από τα μεταλλικά τους γούστα! Από την άλλη, οι οπαδοί τους το γουστάρουν! Και αυτό γιατί είναι ταγμένοι στο μεγαλείο της πιο αρχοντικής μπάντας που έβγαλε το αγαπημένο μου Νησί!

Ντίνος Γανίτης


MALEVOLENT CREATION – “Retribution” (Roadracer)

Το να γράφεις για τους δίσκους που όχι μόνο επηρέασαν τόσο πολύ ένα από τα αγαπημένα σου ιδιώματα, αλλά αποτελούν κι από τους δίσκους – υποδείγματα του πως πρέπει να παίζεται ΣΩΣΤΑ το είδος, είναι από τις πιο όμορφες χαρές που μου έχει δώσει το να είμαι συντάκτης γενικά. Αν στο “The ten commandments”, σκεφτήκαμε ότι “εδώ θα γίνει ο τάφος μας”, στο “Retribution”, αναρωτιόμαστε αν θα μας θάψουν σε τάφο ή στο χώμα σαν σκυλιά, κομματιασμένους με αλυσοπρίονο. Μεταγραφές στην ομάδα των MALEVOLENT CREATION, που ανεβαίνει κατηγορία, οι Rob Barrett (SOLSTICE, CANNIBAL CORPSE, HATEPLOW), και ο λατρεμένος drummer Alex Marquez (DISINCARNATE, RESURRECTION, DEMOLITION HAMMER), οι οποίοι έρχονται να διαλύσουν το κάθε κόκκαλο της σπονδυλικής μας στήλης. Μπαίνει το “Eve of the apocalypse” και στο εξηγεί το όνειρο, τόσο όμορφα και βίαια ταυτόχρονα “Worlds collide, the weak step aside! Our callings heard, no mercy will come! The path is cleared, paid for with your blood!”. Απομακρύνετε από το δωμάτιο τα παιδιά και τους ανθρώπους που δε τη παλεύουν με τον ακραίο ήχο, και αρχίστε το βρωμόξυλο. Προτού πάρεις ανάσα, σκάνε το “Systematic execution” (PLAYING GOD WITH HIS THOUGHTS, NO RETRIBUTION!) και βρίσκεσαι με τη πλάτη στο τοίχο, μόνο να παρακαλάς να τελειώσει το σφυροκόπημα.

Πέραν του ότι μειώθηκε η διάρκεια από 38 σε 34 λεπτά, τα κομμάτια είναι πιο γρήγορα, με τα χαρακτηριστικά κοψίματα των MALEVOLENT CREATION, είναι πιο τεχνικά και με έμφαση στις δυναμικές και στο groove. Απόδειξη η υπέροχη δυάδα “Coronation of our domain”/”No flesh shall be spared”, δείχνοντας πόσο απειλητικός μπορείς να ακούγεται με τον drummer να ΜΗΝ βαράει τσίτα όλη την ώρα (άλλο που από τη μέση του δεύτερου, ξεκινάνε οι καρατιές και τα ανάποδα σκαμπίλια!). Ειδικά σε αυτά τα δύο κομμάτια, ο Κύριος Marquez λάμπει, παραδίδοντας σεμινάρια αποτελεσματικού, γρήγορου, βάναυσου, τεχνικού και ρυθμικού death metal drumming, δημιουργώντας τον καταλύτη που κάνει το “Retribution” στα αυτιά μου, να ξεπερνάει το ντεμπούτο κατά πολύ (και αν σκεφτείτε για ΤΙ ΝΤΕΜΠΟΥΤΟ μιλάμε, αναλογίζεστε την βαρύτητα της πρότασης που μόλις έγραψα). Οι δε Barrett/Fasciana, κεντάνε riffs που 28 χρόνια μετά, πολλές μα πολλές death metal μπάντες θα ήθελαν τόσο πολύ να είχαν γράψει….έστω ένα από αυτά, δε συζητάμε καν για ολόκληρο κομμάτι.

Αυτό το μακελειό 34 λεπτών, κυκλοφόρησε από την Roadcacer ανήμερα της Πρωταπριλιάς του ‘92. Μπορεί να είναι η ημέρα των ψεμάτων και να μην αρέσουν τα ψέματα, αλλά το πιο γλυκό και πιο όμορφο ψέμα εκείνης της χρονιάς είναι ότι βγήκε αυτό εδώ το διαμάντι. Γιατί ακόμα και σήμερα, ουδείς μπορεί να πιστέψει πόσο αψεγάδιαστα βάναυσο παραμένει. Seize now, this opportunity, retribute your malevolence handed down!

Y.Γ.: Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του τεράστιου frontman Brett Hoffman, που τόσο άδικα, μας στέρησε ο καρκίνος. Η ανάμνηση του μακελειού της 11ης Νοεμβρίου 2015 με τους GRAVE, θα μείνει για πάντα ζωντανή. ΑΘΑΝΑΤΟΣ.

Γιάννης Σαββίδης


YNGWIE J. MALMSTEEN – “Fire and ice” (Elektra)

Το “Fire and ice” είναι μια άκρως υποτιμημένη δουλειά που πρέπει κάποια στιγμή να βγει περισσότερο στην επιφάνεια. Είναι το δεύτερο άλμπουμ του Σουηδού μάγου της κιθάρας με την σύνθεση του “Eclipse”, μόνο που την θέση του Michael von Knorring, εκτός από ένα κομμάτι, έχει ο Bo Werner. Συνδυάζει όμορφες εμπορικές στιγμές (“Teaser”, “Fire and ice”) με μεγάλα επικά και λυρικά κομμάτια (“How many miles to Babylon”, “Cry no more”, “I’m my own enemy”) και power metal κεραυνούς (“Forever is a long time”), έχει υπέροχους στίχους, ερμηνείες ζωής από τον Goran Edman, τον Mats Olausson σε μεγάλα κέφια, ένα ταιριαστό με το όλο κλίμα κουαρτέτο εγχόρδων να χαρίζει ατμόσφαιρα και φυσικά κάποιες καταπληκτικές μονομαχίες μεταξύ Yngwie και Henrysson για το ποιος θα κλέψει τελικά την παράσταση. Κάτι που κάνει τελικά ο καλύτερος μπασίστας που είχε ποτέ ο Yngwie, αυτός ο ξανθομάλλης βιρτουόζος οποίος παράλληλα είναι και μουσικός κλασσικών οργάνων σε μεγάλες ορχήστρες, μέλος της jazz σκηνής και συνθέτης συμφωνικών έργων και μουσικής δωματίου. Ίσως για αυτόν τον λόγο δεν τον κράτησε ο Σουηδός «παπατρέχας» για τρίτον δίσκο. Ίσως να ζήλεψε τις ικανότητές του. Και ο ίδιος όμως, είναι σε τρομερή φόρμα. Αναμειγνύει τα blues με το neoclassical στοιχείο, «τρέχει» πάνω στην ταστιέρα, είναι ευφάνταστος, δημιουργικός, κανείς δεν τον κουνά από τον θρόνο του. Το highlight του δίσκου είναι μάλλον το “Forever is a long time”, το οποίο πήραν οι SONATA ARCTICA, το βάφτισαν “8th Commandment” και έγραψαν το καλύτερό τους τραγούδι. Δώστε του προσοχή όχι μόνο για αυτό, αλλά και για να ακούσετε τον Henrysson να δένει το μπάσο κόμπο και να «οργώνει» τη ταστιέρα. Ο άνθρωπος πραγματικά, «δεν υπάρχει». Ως επίλογο, θα μπορούσαμε να πούμε πως τo “Fire and ice” σηματοδοτεί την λήξη μιας ακόμη περιόδου του Yngwie, ο οποίος στην συνέχεια με το “Seventh sign” και το “Magnum opus” θέλησε να επιστρέψει στις εποχές του “Marching out” και του “Trilogy”. Αν το κατάφερε, θα το δούμε στην συνέχεια.

Δημήτρης Τσέλλος


MANOWAR – “The triumph of steel” (Atlantic)

Οι Αμερικάνοι, μετά από μεγάλες προσπάθειες, έβλεπαν πλέον τους καρπούς της σκληρής δουλειάς τους και μουσικά έδειχναν να έχουν ολοκληρώσει την ταυτότητά τους περισσότερο από ποτέ. Στο παρελθόν, είχαν σε στιγμές εκτροχιαστεί από την πορεία τους, όμως το “Kings of metal” ήταν μια δήλωση από τους ίδιους για το τι πρεσβεύουν οι MANOWAR, μουσικά, στιχουργικά αλλά και ηχητικά. Το “The triumph of steel” έπρεπε να το επιβεβαιώσει και να το ξεπεράσει. Σε διάρκεια, σε όγκο, σε περηφάνια, σε μάχες, σε “ανδρισμό”, ακόμα και σε ταχύτητα, επιδειξιομανία (αχ αυτό το piccolo bass!!!), σόλο… στα πάντα! Εν μέρη το κατάφεραν και οι MANOWAR κυκλοφόρησαν έναν δίσκο που αμφισβητήθηκε, αλλά κατάφερε να εδραιωθεί στις συνειδήσεις των οπαδών τους. Έχοντας πλήρη ελευθερία, έγραψαν μια ωδή στην Ιλιάδα και την μάχη του Πάτροκλου με τον Έκτορα, αλλά και του Πρίγκηπα της Τροίας με τον Αχιλλέα. Αυτό το 28άλεπτο έπος, με ατμόσφαιρα που σε μεταφέρει στον μυθικό πόλεμο, με σόλο που προσπαθούν να αποδώσουν την αγωνία, τη σφαγή αλλά και την θλίψη. Εκτός από το δικό μας καύχημα ως Έλληνες, στο άλμπουμ αυτό υπάρχουν αναφορές και σε άλλες μάχες, με περισσότερες λεπτομέρειες στο πρόσφατο Underrated gems. Το “The triumph of steel” κατακρίθηκε από τους σκληροπυρηνικούς, αποθεώθηκε από τους πιο μοντέρνους, αγαπήθηκε από τους νεώτερους και εκτιμήθηκε σε βάθος χρόνου από τους περισσότερους. Ούτε η πρώτη τους εμφάνιση στο ΣΕΦ, ούτε οι συνεχόμενες βραδιές στο “Αγκάθι” μπορούν να ξεγραφτούν από την συναυλιακή ιστορία στην Ελλάδα και οι MANOWAR σε αυτή ακριβώς τη χρονική στιγμή εγκαθίδρυσαν την βασιλεία τους στο εγχώριο κοινό. Οι υπερβολές τους (μουσικά, στιχουργικά αλλά και συναυλιακά) όχι μόνο δεν απέστρεψαν πολλούς, αλλά τελικά συσπείρωσαν τον κόσμο τους. Αν έλειπαν και οι παραπανίσιες poser-ιες… καλά θα ήταν.

Γιώργος “I laugh at my fate” Κουκουλάκης


MARSHALL LAW – “Power game” (System X Records) 

Θυμάμαι σαν τώρα μια από τις Κυριακάτικες βόλτες μου στο Μοναστηράκι για δίσκους, τότε που οι τιμές ήταν πιο προσιτές και μπορούσες να βρεις πολλά μουσικά διαμάντια. Όσοι είστε λίγο μεγαλύτεροι ηλικιακά, θα φέρετε εύκολα στην μνήμη σας πόσες φορές αγοράζαμε βινύλια εξαιτίας ενός ωραίου εξώφυλλου, εταιρίας που μας άρεσε, τίτλων τραγουδιών, ωραίου «στησίματος» του group κλπ. Κάποιοι από αυτούς τους λόγους, με ώθησαν να αγοράσω την παρθενική δουλειά των MARSHALL LAW, η οποία είναι ένα από τα καλύτερα ντεμπούτο που έχουν κυκλοφορήσει, με το σχήμα αν και κατάγεται από την Αγγλία να έχει συνθέσεις Αμερικανικού power metal της δεκαετίας του 1980.

Το 1992 βλέπει το φως της δημοσιότητας η δεύτερη δουλειά τους με τίτλο “Power game”. Συνθετικά το group ακολουθεί κατά γράμμα τον ήχο που μας είχε πρωτοπαρουσιάσει 3 χρόνια πριν με τραγούδια που νόμιζες ότι άκουγες από Αμερικανούς καλλιτέχνες. Τα τραγούδια παρέμεναν «επιθετικά» με κοφτά, σωστά βαλμένα κιθαριστικά ριφ, ωραίες φωνητικές και ηχητικές μελωδίες και ρεφρέν και όλα τα όποια κλισέ του Αμερικανικού power metal ήχου. Σε σύνολο τραγουδιών όμως το “Power game” ήταν ένα κλικ πιο κάτω από τον προκάτοχό του αφού υπήρχαν και λίγα πιο εμπορικά hard rock στοιχεία που είχαμε ακούσει από Αμερικανούς μουσικούς που καταπιάνονταν με αυτό το είδος την δεκαετία του ‘80, τα οποία σαφώς δεν «χαλούσαν» το τελικό αποτέλεσμα αλλά «έριχναν» κάπως την ροη ακρόασης του δίσκου. Ενώ η πρώτη δουλειά είχε πιο uptempo συνθέσεις, στην δεύτερη υπήρχαν αρκετά mid tempo μέρη, πάντα όμως heavy εκτός μικρών εξαιρέσεων. Βεβαίως αυτό δεν απέτρεψε τους ακροατές από να ανακαλύψουν άλλη μια ωραία δισκογραφική κίνηση ενός πολύ καλού συγκροτήματος με μέλη που μάλλον γεννήθηκαν σε λάθος χώρα. Αν δεν έχετε ακούσει ποτέ ένα album τους, αφού μέχρι και το 2008 δισκογραφούσαν, δείτε την χρονιά κυκλοφορίας της κάθε δουλειάς τους και ακούστε τις με αυτή την σειρά και σίγουρα θα ικανοποιηθείτε.

Θοδωρής Μηνιάτης


MEGADETH – “Countdown to extinction” (Capitol)

Μετά από τρία άλμπουμ που σύστησαν την μπάντα του Dave Mustaine στον κόσμο, οι MEGADETH βρισκόταν στην πιο παραγωγική, εμπνευσμένη και εμπορικά επιτυχημένη καμπή της καριέρας τους. Το “Rust in peace” εκτός από μουσικά ισοπεδωτικό, είχε κάνει πάταγο, είχε εκτοξεύσει τις μετοχές του συγκροτήματος και είχε φουσκώσει αρκετά την περηφάνια του δύστροπου κιθαρίστα, ώστε να επιχειρήσει να αναμετρηθεί με τους αγαπημένους του εχθρούς, τους METALLICA. Μπορεί οι ταχύτητες να έχουν πέσει όπως όριζε η τάση όλων σχεδόν των thrashers εκείνη την εποχή, όμως υπάρχουν αρκετές γέφυρες που ενώνουν το “Countdown… ” με το “RIP”. Για πρώτη φορά ο Mustaine επιτρέπει στους συνεργάτες του να συμβάλλουν τόσο ενεργά στην διαδικασία δημιουργίας του άλμπουμ και το αποτέλεσμα τον βγάζει ασπροπρόσωπο. Ο ίδιος, ακούγεται πιο διαβασμένος στα φωνητικά του, πιο θεατρικός, πιο μελωδικός, κάτι που ανεβάζει το επίπεδο του δίσκου. Από την άλλη, έχουμε την τριάδα Ellefson-Menza-Friedman σε δεύτερη κυκλοφορία, όχι μόνο να πλαισιώνουν τον αρχηγό αλλά και να αναδεικνύονται με περισσότερο σοφιστικέ τρόπο. Δίχως δαιδαλώδη σόλο, αλλά με εξαιρετικές συνθέσεις και εκτελέσεις. Το ίδιο και οι στίχοι, που ακουμπούν δύσκολα θέματα, παρουσιάζοντας τους MEGADETH πιο ώριμους, σκεπτόμενους και ευαισθητοποιημένους. Έτσι το καθένα από τα 12 τραγούδια του δίσκου είναι διαμάντι από μόνο του και παράλληλα, αρμονικά δεμένο με τα υπόλοιπα. Η απίστευτα κρυστάλλινη και όμως δυναμική παραγωγή του Max Norman είναι το κερασάκι στην τούρτα, που μαζί με το staccato παίξιμο, κάνει την μπάντα να ακούγεται σαν καλοκουρδισμένη μηχανή. Είναι ιδανικό παράδειγμα για το πώς μπορείς να δίνεις χώρο στους μουσικούς και τα όργανα, χωρίς υπερβολικό όγκο και διατηρώντας δύναμη και ενέργεια. Προσθέτουμε και την συνεργασία με τον Hugh Syme στο καλλιτεχνικό περίβλημα και πιάνουμε κορυφή! Ευθύ, δυναμικό και για πρώτη φορά ισορροπημένο, το “Countdown to extinction” είναι το ζενίθ των MEGADETH και από τα πιο κλασικά metal άλμπουμ όλων των εποχών και ο κόσμος υποκλίθηκε!

Γιώργος “Where do we go from here?” Κουκουλάκης


MEKONG DELTA – “Kaleidoscope” (Intercord)

Οι MEKONG DELTA ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με την προοπτική να είναι ένα μυστικό project με ψευδώνυμα μιας και αποτελούνταν από γνωστούς Γερμανούς μουσικούς άλλων συγκροτημάτων (πχ. RAGE). Η ιδέα ήταν του κυρίου Ralph Hubert, ηχολήπτη και παραγωγού των WARLOCK, STEELER, LIVING DEATH κτλ, ο οποίος μετά την αποχώρηση του Peter “Peavy” Wagner των RAGE ανέλαβε το μπάσο, τις παραγωγές και την κυκλοφορία των δίσκων μέσα από τη δισκογραφική εταιρία Aaarrg που διατηρούσε. Αυτό δυστυχώς είχε σαν αποτέλεσμα οι MEKONG DELTA να μην είχαν ποτέ τη διανομή και την αναγνώριση που τους άξιζε.

Μετά από αρκετά πήγαινε-έλα διάφορων μουσικών, ο Hubert (ο οποίος δεν έβγαλε 2 συνεχόμενους δίσκους με το ίδιο line up), το 1992 κυκλοφορεί τον 5ο δίσκο των MEKONG DELTA με τίτλο “Kaleidoscope”, με τον Doug Lee (SIREN) στη φωνή, τον άγνωστο τότε (αλλά παιχταράς όπως αποδείχθηκε) Uwe Baltrusch σε όλες τις κιθάρες, τον Peter Haas (KROKUS, BABYLON SAD) στα τύμπανα και τον εαυτό του στο μπάσο, η τεχνική του οποίου αγγίζει το επίπεδο του Steve DiGiorgio.

Οι MEKONG DELTA ανέκαθεν χαρακτηρίζονταν ως thrash metal, είχαν πολύ έντονο όμως το progressive στοιχείο, δίνοντάς τους ένα νεοκλασικό metal image, παίρνοντάς τους από την κατηγορία των FLOTSAM AND JETSAM ή OVERKILL π.χ. που θυμίζουν σε φάσεις και τοποθετώντας τους περήφανα και δικαιωματικά στην κατηγορία των WATCHTOWER.

Όσον αφορά το “Kaleidoscope” συγκεκριμένα, η συνταγή είχε όλα τα βασικά συστατικά των MEKONG DELTA, απλώς σε πιο ήπιες δόσεις, η δομή των τραγουδιών είναι αρκετά πιο στρωτή, δεν υπάρχουν οι συνθετικοί λαβύρινθοι των προηγούμενων δίσκων, κάνοντας το αρκετά πιο κατανοητό και ευκολοάκουστο, παραμένοντας όμως ενδιαφέρον. Η απόδοση του Doug Lee είναι αισθητά καλύτερη από τον προηγούμενο δίσκο όπου έδειχνε κάπως εκτός των νερών του, ο Uwe Baltrusch έχει κάνει φοβερή δουλειά τόσο στα ρυθμικά όσο και στα lead στις κιθάρες, και ο Ralph Hubert αποδεικνύει αρκετές φορές μέσα στο δίσκο πόσο καλός και βιρτουόζος μπασίστας είναι, απλώνοντας δυνατές γραμμές και ξεδιπλώνοντας αξιοζήλευτη τεχνική (παράδοξο και απρόσμενο για κάποιον που έπιασε το όργανο κατ’ ανάγκη!).
Στο tracklist του δίσκου υπάρχουν 2 εξαιρετικές διασκευές, μια χαρακτηριστική των MEKONG DELTA στοιχείων στο “Dance on a Volcano” των GENESIS και μια στο κλασικό θεατρικό χορευτικό “Sabre Dance” του Αρμένιου μουσικοσυνθέτη Aram Khachaturian. Αναθερμαίνοντας τις σχέσεις μου με αυτούς, ανακάλυψα επίσης με χαρά ότι στις 24 Απριλίου κυκλοφορούν καινούριο άλμπουμ, το 12ο συγκεκριμένα, μετά από 6 χρόνια δισκογραφικής απουσίας, με τίτλο “Tales of a future past”.

Μίμης Καναβιτσάδος


MINISTRY – “Psalm 69: The way to succeed and the way to suck eggs” (Sire/Warner)

Ήταν 1991, όταν η παρέα του Jourgensen έχει τελειώσει μια σειρά από περιοδείες, με αφορμή την κυκλοφορία του “The mind is a terrible thing to taste” και έπρεπε να μπει κάποια στιγμή στο studio για να ηχογραφήσει τον διάδοχό του. Η Warner, η οποία είχε πλέον εξαγοράσει τη Sire, βλέποντας την ολοένα μεγαλύτερη αποδοχή των MINISTRY, τους δίνει ένα αξιοσέβαστο ποσό, ώστε να μπουν στα Chicago Trax Studios και να βγάλει το συγκρότημα το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ο θείος Al, ο Barker και οι λοιποί φρόντισαν να ξοδέψουν με σταθερό ρυθμό όλο αυτό το ποσό σε διάφορες ουσίες, για να πάρουν έμπνευση. Όταν οι υπεύθυνοι της Warner επικοινώνησαν με τον mastermind των MINISTRY, ώστε να μάθουν σε ποιο βρίσκεται η επένδυση των χρημάτων τους, εκείνος τους είπε ότι το μοναδικό δείγμα που είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν το παρανοϊκό “Jesus built my hotrod”, που το έγραψαν μαζί με τον Gibby Haynes των BUTTHOLE SURFERS (με τους οποίους περιόδευσαν πριν μπουν στο studio) και το b-side “TV song”. Η Warner λοιπόν, μάλλον ξενερωμένη, κυκλοφόρησε αυτή τη συνεργασία με τον Haynes σαν single και μόνο όταν είδαν ότι σκαρφάλωσε στις ψηλές θέσεις των charts, αποφάσισαν να δώσουν κι άλλα χρήματα για να ολοκληρωθεί αυτό που ξέρουμε όλοι ως “Psalm 69” ή “ΚΕΦΑΛΗ ΞΘ”.

Από ότι έχει δείξει η ιστορία, τελικά άξιζε η υπομονή της Warner. Το “Psalm 69” είναι το πλέον αναγνωρίσιμο album των MINISTRY κι αυτό που τους έδωσε το breakthrough σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Είναι μάλιστα τόσο κομβικό, που πολλοί διαχωρίζουν την καριέρα σε pre-Psalm και post-Psalm era. Εδώ ο ήχος τους ολοκληρώθηκε από κάθε άποψη και τελειοποιήθηκε. Και βέβαια, εκτός από το “Jesus…”, η έναρξη γίνεται με το πλέον διάσημο τραγούδι τους, τον industrial δυναμίτη “N.W.O.”. Και φυσικά, αυτό εδώ το album είναι η επιτομή του industrial metal ως υποείδος, σε βαθμό που να θεωρείται το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα του.

Εφιαλτικές κιθάρες, drumming δυνατό και επαναλαμβανόμενο, παρανοϊκά πλήκτρα και samples και ένας απόκοσμος Jourgensen να βρυχάται σα να μην υπάρχει. Το “Psalm 69” γιγάντωσε ακόμη περισσότερο τους MINISTRY, που τους έδωσε μέχρι και υποψηφιότητα για Grammy. Και εννοείται ότι είναι απαραίτητο σε κάθε δισκοθήκη που θέλει να σέβεται την ύπαρξή της. Ακούγεται με το volume στο maximum!

Υ.Γ.: Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Bill Rieflin, drummer των MINISTRY μέχρι και αυτό εδώ το album. Τα χτυπήματά του έχουν στοιχειώσει την ύπαρξη του “Psalm 69”. R.I.P.

Γιώργος Κόης


MONSTER MAGNET – “Spine of God” (Glitterhouse Records)

Είμαι στον πάνω όροφο του Rock City της Σωκράτους. Ο Νίκος “Flesh” Τάγκαλος , τότε υπάλληλος εκεί, με βουτάει από το γιακά και μου λέει, αυτό θα το ακούσεις ακόμα και αν στο αγοράσω εγώ. Κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου στον μαγικό κόσμο του Dave Wyndorf και της παρέας του. Η μουσική άλλαξε από σχήματα σαν τους KYUSS, FNM, RHCPP, MONSTER MAGNET, NIRVANA, ίδια χρόνια περίπου που οι πρώτες δισκογραφικές δουλειές τους, ανάμιξαν το παλιό με το νέο δημιουργώντας για εμάς τους μεταλλάδες που είχαμε τις ρίζες μας στα 60s,70s, βιώσαμε τα 80s και ενηλικιωθήκαμε στα 90s με τον δικό μας ήχο.

Με αγάπη στους MOTORHEAD, HAWKWIND, STOOGES στον ίδιο βαθμό με τους MOUNTAIN, GRAND FUNK RAILROAD, οι ΜONSTER MAGNET δημιουργούν ένα τρένο που έχει για καύσιμο ψυχεδελικά εξαρτησιογόνα, ψυχοτρόπα, γκαζώνει με ήχο αυτόν του πεταλιού του wah wah και σταματά αφού γκρεμίσει και το τελευταίο όριο που βάζει η λουστραρισμένη metal αισθητική της εποχής. Πολύ πιο πειραματικοί και ανοιχτοί στο διαφορετικό, δεν χρειάζονται την ακρότητα του death metal, τον εντυπωσιασμό του hair metal, το επικό συναίσθημα του power metal, παρά μόνο την παραμόρφωση που πατάει πάνω σε ρυθμικά μοτίβα από πολέμους σε αστέρια και κοιλάδες με αποίκους και ινδιάνους και ένταση και παραμόρφωση, από πειράματα σε κόσμους που ούτε ο Λόβκραφτ με τον Μούρκοκ δεν είχαν φανταστεί. Η πρώτη μεγάλη στιγμή του άλμπουμ είναι το “Black mastermind” ένα ψυχεδελικό τεστ της αντοχής μας στον όγκο και την βρωμιά που ξεπηδά από τα δαιμονισμένα riff των ΜΜ, που ηχούν αν μπάλες κατεδάφισης του τελευταίου ουρανοξύστη ,στην Γη, την εποχή των πιθήκων. Αργές καμπάνες καταστροφής, κάνουν τους CANDLEMASS, TROUBLE, ST VITUS, OBSESSED, να ηχούν σαν την παιδική χορωδία Τυπάλδου μπροστά στα σκονισμένα φωνητικά του Wyndorf.

Αν ο Τζακ Νίκολσον στη φωλιά του κούκου αντί να δραπετεύσει, προτιμούσε την μουσικοθεραπεία, κάπως έτσι θα ακούγονταν το σχήμα του. Στο “Zodiac lung” στήνουν ένα πάρτι, που καλούν τον Lemmy και τον Mark Farmer να παίξουν στις 72 στροφές, τα τραγούδια που αγάπησαν, κατά προτίμηση CREAM. Αστειεύονται με όσους δηλώνουν stoner rockers σε μια επίδειξη δύναμης στο “Spine of God” όταν αποδομούν σε σχεδόν οκτώ λεπτά την έννοια του κλασικού heavy metal τραγουδιού., Αργοί υπνωτικοί ρυθμοί, φωνητικά σαν μάντρα αυτοπυρπολούμενου μονάχου ενάντια στην Κινέζικη κατοχή του Θιβέτ. Τα ντραμς καρφώνουν τα καρφιά στον σταυρό του γιου του θεού και οι κιθάρες βρυχώνται σαν δράκοι από την κόλαση του μυαλού του Wyndorf. Το τραγούδι είναι ένας κινούμενος βούρκος, μια παγίδα θανάτου για την Αμερικάνικη οικογένεια των εμπορικών κέντρων και του Αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Ρουφά τους Αμερικανούς εφήβους και τους ξεβράζει μεταλλικά ζόμπι, που ζητάνε ακόμη περισσότερη παραμόρφωση και όγκο στις κιθάρες. Διαχρονικό άλμπουμ , κολλημένο στην σκοτεινή πλευρά των αρχών των 70s, θα καθορίσει τις επόμενες δουλειές τους, δείχνοντας έλεος όταν η παραμόρφωση από το καρφί που θα μείνει κολλημένο στον ενισχυτή της κιθάρας, ξεθωριάσει στο χρόνο. Βασανιστικά αργό, σκληρό, αιχμηρό, heavy rock όπως πρέπει να παίζεται, όπως πρέπει να λατρεύεται.

Το “Snake dance” είναι αυτό που περιγράφει, χορός των φιδιών με MOTORHEAD, STOOGES να βάζουν φωτιά στο άσμα και στους ακροατές του. Διασκευάζουν GRAND FUNK RAILROAD, το “Sin’s a good man’s brother” με τέτοιο τρόπο που αναρωτιέσαι αν υπήρξε ποτέ πρωτότυπο και κλείνουν το άλμπουμ με το “Ozium” ακόμα ένα ταξίδι στα πέρατα του σύμπαντος, εκεί που η διάχυτη ενέργεια καταστρέφει κόσμους και δημιουργεί νέους πλανήτες και μορφές ζωής. Αν υπάρχουν οι AC/DC του “stoner” , αυτοί είναι οι MONSTER MAGNET και τα πάντα ξεκίνησαν εδώ, σε ένα άλμπουμ πρωτόλειο, καταιγιστικό, ανηλεές, ερωτικό και ενδυναμωμένο με τη φωνή χιλιάδων losers που γούσταραν τα 70s μέσα από το γρέζι και την παραμόρφωση, τις αμφεταμίνες και τα δερμάτινα και είδαν το Lemmy της γενιάς τους να επιστρέφει, έστω και αν στο μέλλον, τα «ταξίδια» του κόστισαν ακριβά. Θυμάμαι ραδιοφωνικό και συντάκτη σε περιοδικά του ανεξάρτητου ροκ χώρου, να προσπαθεί να μυήσει τα παιδάκια του «ανεξάρτητου» χώρου στους ΜΜ, αλλά να τους βρίσκουν πολύ heavy, όπως και οι μεταλλάδες πολύ ψυχεδελικούς. Η ιστορία τους δικαίωσε όπως και τους MOTORHEAD, σαν ένα μοναδικό crossover σχήμα , που αψήφησε τα στεγανά και μεγάλωσε με βάση την «ραχοκοκαλιά του Θεού».

Στέλιος Μπασμπαγιάννης


MONSTROSITY – “Imperial doom” (Nuclear Blast)

Oι MONSTROSITY σχηματίστηκαν το 1990, όταν μετά τη μαζική τους αποχώρηση από τις τάξεις των MALEVOLENT CREATION, ο ντράμερ Lee Harrison, o κιθαρίστας Jon Rubin και ο (επίσης πρώην CYNIC) μπασίστας Mark Van Erp θέλησαν να αναζητήσουν αλλιώς την τύχη τους με το δικό τους συγκρότημα. Πρώτο δείγμα των ανερχόμενων τότε MONSTROSITY, οι οποίοι ενδιάμεσα είχαν επιστρατεύσει στα φωνητικά τον George “Corpsegrinder” Fisher, το demo “Horror infinity” την ίδια χρονιά, ενώ στη συνέχεια το 1991 βγήκαν ως singles τα “Burden of evil” (μέσω της Relapse Records) και “Darkest dream” μέσω της Nuclear Blast, στην οποία και τελικά υπέγραψαν δισκογραφικό συμβόλαιο. Είχε έρθει η ώρα του ντεμπούτου τους που ονομάστηκε “Imperial doom” και από τις πρώτες του στιγμές ήταν φανερό ότι είχαμε την απόλυτη ένωση της ορμής των CANNIBAL CORPSE (“Eaten back to life” εποχής) και των MALEVOLENT CREATION (οι οποίοι είχαν οριακά προλάβει να κυκλοφορήσουν το “Retribution” λίγο πριν). Λυσσαλέο και καταστροφικά γρήγορο death metal, με έντονο το thrash στοιχείο, όσον αφορά την ορμή και την καθαρότητα στον ήχο, με τον Lee Harrison γρήγορα να λογίζεται ως ένας από τους κορυφαίους ντράμερ της εποχής με το πλήρες και ευφάνταστο παίξιμο του. Μεγάλο συν του δίσκου η συμμετοχή του κιθαρίστα των CYNIC, Jason Gobel!

O Gobel ανέκαθεν έλεγε ότι ποτέ δεν υπήρξε μέλος των MONSTROSITY, αλλά με χαρά τους βοήθησε κατά την περίοδο των ηχογραφήσεων, και μαζί με τον Rubin, έχουν υφάνει μερικές από τις κορυφαίες ριφφάρες στην ιστορία του είδους, ενώ και τα σόλο τους δείχνουν ότι υπήρχε ένα άλφα παικτικό επίπεδο. Τα φωνητικά του Fisher ήταν αρκετά τσαμπουκαλεμένα και πωρωτικά και μετά το ομότιτλο κομμάτι που ανοίγει το δίσκο, ακολουθεί καταιγίδα κλασικών πλέον κομματιών του ακραίου ήχου όπως τα “Definitive inquisition”, “Ceremonial void” και “Immense malignancy”, ενώ ο δίσκος κλείνει ηγεμονικά με τα “Final cremation” (το οποίο γυρίστηκε σε βίντεο κλιπ και τους έδωσε αρκετό σπρώξιμο) και “Darkest dream”. Στο δε “Vicious mental thirst”, τη φωνή του «δανείζει» ο Frank Mullen των SUFFOCATION. Πολύ γρήγορα, το “Imperial doom” χαιρετήθηκε ως δισκάρα και παρότι οι MONSTROSITY θεωρούνται μπάντα του δεύτερου κύματος του death metal, δεν ήταν λίγοι αυτοί που τους βάλανε στο ίδιο ζύγι με τους παλιούς μεγάλους του είδους. Παρά τις ομοιότητες με τις προαναφερθείσες μπάντες, είχαν κι ένα πολύ ωραίο δικό τους στυλ που τους έδινε πόντους, ενώ μιλάμε πραγματικά για ένα ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ εξώφυλλο από πλευράς Dan Seagrave, ο οποίος μεγαλούργησε και πάλι, με απίστευτα νοσηρό και άρρωστο τρόπο.

Το “Imperial doom” απεδείχθη δυνατό χαρτί τόσο για τους MONSTROSITY, όσο και για τη Nuclear Blast, καθώς πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα (!) πολύ γρήγορα. Επίσης το συγκρότημα βγήκε σε περιοδεία ως support των PESTILENCE και έδειξε την αξία του και στο συναυλιακό σανίδι, έχοντας φοβερή παρουσία και κοντράροντας στα ίσα τους απείρως καλύτερους σαν παίχτες Ολλανδούς. Κάπου εκεί τελείωσε πρόωρα και η σχέση του συγκροτήματος με τη Nuclear Blast, καθώς λόγω μεγάλων διαφορών και όρων στο συμβόλαιο που δεν τηρήθηκαν, το συγκρότημα αποχώρησε και ο Lee Harrison σχημάτισε τη δική του εταιρεία, την Conquest Music. To συγκρότημα στη συνέχεια άλλαξε αρκετά, με τον Rubin να επιστρέφει στους MALEVOLENT CREATION και τον Van Erp να αποχωρεί. Στη θέση του πήγε ο Kelly Conlon (αφού είχε ηχογραφήσει με τους DEATH το “Symbolic”) και νέος κιθαρίστας ήρθε ο Jason Morgan. Παρότι το επόμενο άλμπουμ “Millennium” ήταν κορυφαίο επίσης, κυκλοφόρησε το 1996, με πολλούς να μιλάνε για μια πολύ χαμένη ευκαιρία για τους MONSTROSITY που έμειναν πίσω από τις εξελίξεις και δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι αν κυκλοφορούσε ένας δίσκος ενδιάμεσα το 1994, θα ήταν πολύ αλλιώς τα πράγματα. Το “Imperial doom” σε κάθε περίπτωση παραμένει ένα κορυφαίο άλμπουμ ανεξαρτήτως είδους.

Άγγελος Κατσούρας


MOTORHEAD – “March or die” (WTG/Epic)

Έρχεται η ώρα, σε κάθε σχήμα, που πρέπει να παρθούν αποφάσεις. Για τους MOTORHEAD, δηλαδή τον Lemmy η ώρα αυτή ήρθε στο “March or Die” όταν και αναγκάστηκε να διώξει τον Philthy “Animal “ Taylor, τον συνεργάτη του για χρόνια στα άλμπουμ της χρυσής περιόδου τους και μάλιστα για δεύτερη φορά. Αιτία, όπως δήλωσαν τόσο ο Campbell όσο και ο Lemmy η αδυναμία του Animal να κρατήσει σωστά έστω και έναν απλό ρυθμό και η άρνησή του να αποδεχτεί την μείωση της απόδοσης του και να κάνει κάτι γι’ αυτό, έστω και πρόβες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Campbell στο “Overkill: The untold story of MOTOREHAD”, «Όταν εμείς ήμασταν στο στούντιο να προβάρουμε, αυτός ήταν έξω πλένοντας το αυτοκίνητό του». Τον αντικαταστάτη του στο μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ τον βρήκαν στο πρόσωπο του πασίγνωστου (BLACK OAK ARKANSAS, Pat Travers,WHITESNAKE, OZZY, Gary Moore) Tommy Aldridge και του Mikkey Dee που τους έδωσε ένα ενδιαφέρον δίλημμα. “Με κάνετε μόνιμο μέλος του σχήματος και βάζω τα στοιχεία μου ή απλώς δεν κάνω γεμίσματα, δεν ταιριάζουν σε ένα σχήμα σαν το δικό σας”. Τελικά τον επέλεξαν σαν τον επόμενο, μακροβιότερο ντράμερ του σχήματος και η ιστορία και η οικονομική διαχείριση του σχήματος τους δικαίωσε.

Μουσικά τώρα, έχουμε θεματάκια. Η συνεργασία με τον Ozzy που απέδωσε, καλλιτεχνικά για τον madman και οικονομικά για τον Lemmy, ο οποίος είχε δηλώσει: “Έδωσα στη Σάρον στίχους για έξι τραγούδια, χρησιμοποίησαν τα τέσσερα και πληρώθηκα περισσότερα από όσα έβγαλα δεκαπέντε χρόνια με τους MOTORHEAD”, κάπου δημιούργησε θέματα στο συνθετικό τομέα. Το άλμπουμ έχει ήχο πιο γυαλισμένο, που οφείλεται εν μέρει και στο ότι ο ντράμερ, δεξιοτέχνης μεν, δεν είχε την αλητεία του προηγούμενου και τον τσαμπουκά του επόμενου. Τραγούδια σαν τα “Jack the ripper”, “Asylum choir” θα ήταν άριστα για οποιοδήποτε σχήμα ξεκινούσε την δισκογραφική του πορεία αλλά ήταν αδύναμα να σταθούν ακόμη και σαν γέμισμα σε άλμπουμ των MOTOREHAD. Το “Hellraiser” έχει ήδη εμφανιστεί στο “No more tears” άλμπουμ του Ozzy, δεν αποτελεί έκπληξη και είναι κατώτερο της έκδοσης του Ozzy με σαφή εμπορικό προσανατολισμό, που δεν ταιριάζει στον Lemmy, αλλά στο MTV. Συμμετοχή έχει o madman στο “Aint no nice guy” μαζί με τον Slash, μοιραζόμενος τα φωνητικά με τον Lemmy. Μια all star συμμετοχή που δεν θα σώσει το άλμπουμ από την μετριότητα του, όπως και η αχρείαστη διασκευή στο “Cat scratch fever” του Ted Nugent. Τρανή απόδειξη το “You better run” ένα μπλουζ βασισμένο στο ήχο του Σικάγο, με το πιάνο του παραγωγού Peter Soley να ντύνει το άλμπουμ, τη βοήθεια του Slash στην κθάρα, αλλά να λείπει η «βρωμιά» των MOTORHEAD, ακόμη κι από τη φωνή του Lemmy, εν μέρει και λόγω της παραγωγής. Ίσως η ηχογράφηση στο L.A. εν μέσω των γνωστών ταραχών να μην ωφέλησε το σχήμα, αλλά να το αποπροσανατόλισε, όσο και αν ο Lemmy δηλώνει ότι το ευχαριστήθηκε. Το ομώνυμο τραγούδι ξεχωρίζει με τον εφιαλτικό, αργό, εμβατηριακό προς την κόλαση της μάχης ρυθμό του, αλλά ένας κούκος, δεν φέρνει την άνοιξη.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι οι MOTORHEAD των 90s είχαν τα πάνω και τα κάτω τους. Τα άλμπουμ τους σαν το “March or die” σίγουρα δεν είναι κακά, αλλά είναι μέτρια και με τη βοήθεια της αδιάφορης δισκογραφικής και της ανάγκης του Lemmy για ρευστότητα, αποτέλεσαν ένα έναυσμα για περιοδείες βασισμένες στο setlist και τις επιτυχίες του παρελθόντος. March λοιπόν γιατί αν μείνετε πολύ σε αυτό το άλμπουμ, το die θα είναι μια τίμια λύση.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης


MY DYING BRIDE – “As the Flower Withers” (Peaceville Records)

Στις δοξασμένες ημέρες του Καυτατζογλείου, οι υπέροχοι οπαδοί του Ηρακλέους Θεσσαλονίκης, κρεμούσαν ένα πανί που έλεγε “Ηρακλή σε προσκυνούν οι πριγκηπομαστούρηδες και οι αλητοβασιλιάδες”. Αν υπήρχε ένα γήπεδο που έπαιζε μπάλα το metal, θα υπήρχε σίγουρα κι ένα πανί που θα έγραφε “As the Flower Withers σε προσκυνούν οι ντουμάδες και οι ντεθάδες”. Κι αν δεν υπήρχε, θα το έκανα εγώ.
Καλά ρε αθεόφοβοι, death metal με βιολί; To 1992; Κι όμως το έκαναν. Προηγήθηκε το demo “Towards the Sinister”, το single “God Is Alone”, αρκετά πιο ωμά και βρώμικα, τα οποία όμως ήταν αρκετά για να τους τσιμπήσει η μεγάλη εκείνη την εποχή Peaceville Records και μέσω αυτής να κυκλοφορήσει το ep “Symphonaire Infernus et Spera Empyrium”.

Το “As the Flower Withers” πρακτικά είναι ο πρώτος δίσκος των MY DYING BRIDE, οπότε αν λογαριάζουμε αυτό σαν ντεμπούτο, συγκαταλέγονται αυτόματα στις μπάντες με τα υπέροχα πρωτοδισκάκια. Ηχητικά και παραγωγικά είναι προσκείμενο στο τότε ύφος της Peaceville όπου παρέα με τους 2 έτερους της Βρετανικής Αγίας Τριάδας PARADISE LOST και ANATHEMA σήκωσαν όλο το Ευρωπαϊκό doom/death (και ίσως όχι μόνο) στις πλάτες τους.

Το μόνο αρνητικό που μπορώ να αποδώσω σε αυτόν το δίσκο είναι ότι δεν είχε προλάβει να ενταχθεί ακόμα στη μπάντα ο Martin Powell, ο οποίος μπήκε την επόμενη χρονιά και έπαιξε όλα τα φοβερά βιολιά και πλήκτρα στα 3 συνεχόμενα 11άρια που κυκλοφόρησαν οι MY DYING BRIDE στη συνέχεια. Αυτό, τίποτα άλλο.

Ο δίσκος κυκλοφόρησε στην πρώτη του μορφή με 6 τραγούδια, είχε ένα παραπάνω σαν bonus track στο CD format, το “Erotic Literature” και κατέληξε να έχει ακόμα ένα στην επανέκδοση του 2004, το “Unreleased Bitterness”. Με το που πατάς το play ξεκινάς και μπαίνεις στην ατμόσφαιρα με το horror style ορχηστρικό “Silent Dance” και με το που πας να πάρεις τη πρώτη ανάσα, τύμπανα. Δίκαση. Η πιο αργόσυρτη, βαριά, μακάβρια δίκαση που θα ακούσεις ποτέ. Κι έτσι απλά έχει αρχίσει ένα έπος, μια τριλογία, που θα χρειαστεί 7 χρόνια και 5 δίσκους έπειτα για να ολοκληρωθεί. Και δεν είναι άλλο από το 9λεπτο “Sear Me”. Άμα καταφέρεις να βγεις ζωντανός από αυτό, στα καπάκια σου σκάει “The Forever People”, με το οποίο η μπάντα τιμώντας και σεβόμενη της ρίζες, την ιστορία και το παρελθόν της το χρησιμοποιεί αρκετές φορές για να κλείσει τα εξ ορισμού όσον αφορά το περιορισμένο playlist της shows, “The Bitterness and the Bereavement” με το βιολί να μας συστήνεται και το riff της κιθάρας να σου στοιχειώνει το μυαλό, το διαφορετικό από την έκδοση του “Towards the Sinister” demo “Vast Choirs” στο οποίο υπάρχει το evil laugh του Aaron σπάζοντας έτσι το μύθο πως ο άνθρωπος είναι ανίκανος να γελάσει έστω τυπικά, και ο δίσκος κλείνει με το (σχεδόν) 13λεπτο έπος “The Return of the Beautiful” ολοκληρώνοντας τον εξαφανισμό σου, καταπίνοντας και βουλιάζοντάς σε στην άπατη άβυσσο που σε αναγκάζουν οι MY DYING BRIDE να πέσεις κάθε φορά που θα ακούς δίσκο τους. Εδώ νομίζω είναι και η μοναδική φορά που υπάρχει το όνομα της μπάντας σαν στίχος τραγουδιού. Με λίγα λόγια και απλά, το “As the Flower Withers” χωρίς να φτάνει το ποσοστό τελειότητας που έπιασαν στους υπόλοιπους δίσκους οι MY DYING BRIDE, παραμένει ένα διαμάντι που καμία άλλη doom/death μπάντα είχε, έχει ή πρόκειται να αποκτήσει στο παλμαρέ της.

Μίμης Καναβιτσάδος


NAPALM DEATH – “Utopia banished” (Earache)

To “Harmony corruption” ήταν ένα κορυφαίο death metal άλμπουμ μεν, αλλά για μια μπάντα όπως οι NAPALM DEATH, αυτό δεν ήταν αρκετό για να τους  γλυτώσει από την κατακραυγή των πολύ φανατικών οπαδών τους. Παρότι εμπορικά τα πήγε τρομερά, ανεβαίνοντας στο νούμερο 67 των Αγγλικών chart, οι κατηγορίες περί ξεπουλήματος και εύπεπτου (;) υλικού έδιναν και έπαιρναν εκείνη την εποχή (η βλακεία είναι ανίκητη και οι ηλίθιοι αναρίθμητοι, συγνώμη, δε μπορώ να το θέσω ευγενικότερα). Οι αντιδράσεις του κόσμου φαίνεται ότι επηρέασαν το συγκρότημα το οποίο αποφάσισε αλλαγή πλεύσεως και επιστροφή στις ρίζες και σε πιο μινιμαλιστική προσέγγιση των συνθέσεων. Πριν κυκλοφορήσει το επόμενο άλμπουμ, ηχογραφήθηκε ένα ΕΡ τεσσάρων κομματιών με τίτλο “Mass appeal madness” (αθάνατη ομότιτλη κομματάρα), τα οποία ήταν στο παλιό γνώριμο στυλ των δύο πρώτων δίσκων αλλά με πολύ καλύτερο ήχο, το οποίο και κυκλοφόρησε το 1991. Στη συνέχεια μέσα στη χρονιά κυκλοφόρησε και η συλλογή “Death by manipulation”, η οποία περιείχε μαζί με τα παραπάνω κομμάτια και αυτά των EP “Suffer the children” και “Mentally murdered”, όπως και κομμάτια από το split που κάνανε με τους S.O.B. σε ένα άκρως χορταστικό κόλπο από πλευράς Earache. Δυστυχώς ήταν και η τελευταία κυκλοφορία με τον ντράμερ Mick Harris.

O Blast Tornado όπως ήταν το παρατσούκλι του αέρινου δολοφόνου των δερμάτων, και που στη βιντεοκασέτα “Live corruption” που προηγήθηκε των προαναφερθέντων κυκλοφοριών ο κόσμος μπορούσε να θαυμάσει την φρενήρη του απόδοση, έφυγε από το συγκρότημα, προφασιζόμενος διαφορές όσον αφορά την ηχητική κατεύθυνση και τις αλλαγές που την αφορούσαν.  Έτσι το τελευταίο αυθεντικό μέλος από την περίοδο του “Scum” αποχώρησε, με τη μπάντα πλέον από το 1991 να μην περιέχει κανέναν από την αρχική σύνθεση. Τη θέση του πήρε ο κολλητός του κιθαρίστα Jesse Pintado, Danny Herrera, ο οποίος παραμένει στο συγκρότημα μέχρι σήμερα, με τη σύνθεση να έχει μείνει ίδια πλην του χαμού του Pintado το 2006. Αποτέλεσμα της σύμπραξης της νέας σύνθεσης, το τέταρτο δολοφονικό άλμπουμ (και καλύτερο του συγκροτήματος κατά την προσωπική μου άποψη) “Utopia banished”. Mε παραγωγό αυτή τη φορά τον τιτάνα Colin Richardson αντί του έτερου τιτάνα Scott Burns και με τις ηχογραφήσεις να γίνονται στο Wrexham της Ουαλίας για να αποφευχθεί κάθε ηχητική ομοιότητα με το “Harmony corruption”, οι NAPALM DEATH θα ακουστούν ακριβέστεροι και δολοφονικότεροι στις δομές τους από ποτέ, με καθαρότερο ήχο από το ανίερο δίδυμο “Scum”/”From enslavement to obliteration” και με έναν Mark “Barney” Greenway ακόμα βαθύτερο στα ογκώδη φωνητικά του.

O Herrera δεν προσπάθησε ποτέ να κοπιάρει το στυλ του Harris (και να ήθελε δηλαδή δε θα μπορούσε), αλλά είχε ένα πιο «μουσικό» ήχο στο παίξιμο του το οποίο χαρακτηρίστηκε ως “Euroblast” και περιείχε στοιχεία παιξίματος με όγδοα σε διάφορα σημεία των τυμπάνων (ποιος…νοιάστηκε τώρα για μουσικούς όρους σε δίσκο NAPALM DEATH, κανείς δεν ξέρει). Το “Utopia banished” εκτελεί τον ακροατή από την αρχή ως το τέλος, 13 κομμάτια μετά την εισαγωγή που δεν σταματάνε να τιμωρούν τα αυτιά και με μεγαλύτερο όλων το εναρκτήριο “I abstain” να κλειδώνει στα 3μιση λεπτά ακριβώς. Απίστευτο σύνολο με απάτητες κορυφές τα “Dementia access”, “Cause and effect (pt. II)”, “Got time to kill” και φυσικά το «χιτάκι» και βίντεο του δίσκου “The world keeps turning” (το οποίο αργότερα κυκλοφόρησε και σαν ΕΡ σε διαφορετική εκτέλεση). Το πολύ παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι οι «ξεπουλημένοι» του “Harmony corruption” ΝΑPALM DEATH έφτασαν όπως είπαμε στο νούμερο 67 των Αγγλικών charts, αλλά το “Utopia banished” το ξεπέρασε σε πωλήσεις και έφτασε μάλιστα στο αντίστοιχο νούμερο 58 χωρίς να ανοίξει μύτη ηχητικά (αν και δεν είναι λίγοι αυτοί που βάλανε οριστικό Χ με τη φυγή του Blast Tornado, γι’ αυτό παίζει σοβαρά να ακούσετε “NAPALM DEATH MONO ME MICK HARRIS”).

Ο δίσκος κλείνει με το μεγαλύτερο κομμάτι σε τελείως διαφορετικό ήχο, το εφιαλτικό “Contemptuous” το οποίο θαρρείς και είναι παρμένο από leftovers του “Streetcleaner” των GODFLESH, σταυρώνει τον οπαδό και δίνει τον τόνο για τους πειραματισμούς που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια οι NAPALM DEATH, κι ας ακούσετε το άλλο περίφημο ρητό «NAPALM DEATH MONO ME ΠΑΛΙΟ ΛΟΓΟΤΥΠΟ» των αγαπημένων κάφρων οπαδών τους. Το συγκρότημα περιόδευσε στην Ευρώπη με τους OBITUARY και DISMEMBER στην “Campaign for musical destruction” tour και στην Αμερική με τους SEPULTURA, SACRED REICH και SICK OF IT ALL. Η δημοτικότητα τους συνέχισε να ανεβαίνει και θεωρείται ότι ήταν η χρυσή τους περίοδος συνολικά. Το 1993 δώρισαν τα κέρδη από την κυκλοφορία του single “Nazi punks fuck off” (η περίφημη διασκευή τους στους DEAD KENNEDYS) σε αντιφασιστικές οργανώσεις, το οποίο ήρθε σε αντίθεση με το γεγονός ότι πολλοί τους κατηγόρησαν για το γεγονός ότι παίξανε στη Νότια Αφρική μετά το τέλος του Απαρτχάϊντ. Στο “Utopia banished” τελειώνει επίσημα η πρώτη χρυσή και κάφρικη περίοδος της μπάντας, οι μελλοντικές αναζητήσεις τους θα τους κάνανε να χάσουν τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς τους και να κερδίσουν πολλούς νέους, ενώ αντίστοιχα το “Utopia banished” τελείωσε την κουβέντα της πρωτοκαθεδρίας της δισκογραφίας τους.

Άγγελος Κατσούρας


NEUROSIS – “Souls at Zero” (Alternative Tentacles)

Αν ψάχνουμε το σημείο μηδέν, την αρχή των πάντων σε αυτό που αποκαλούμε σήμερα post metal/sludge σκηνή, τότε βρισκόμαστε όχι απλά στο σωστό συγκρότημα, αλλά στον σωστό δίσκο. Έχοντας κάνει την αρχή με δύο crust punk δίσκους από το 1985, η παρέα των Scott Kelly, Dave Edwardson και Jason Roeder μεγαλώνει μετά την προσθήκη του Steve Von Till στις κιθάρες. Ο Von Till έρχεται να προσθέσει αυτό το ψυχεδελικό στοιχείο στη μπάντα, που αργότερα θα μεγαλώσει σε τέτοιο βαθμό όπου θα αποτελεί σημείο αναφοράς.

Πίσω στον δίσκο όμως. Στο “Souls at Zero” βάζουν για πρώτη φορά στο μπλέντερ συστατικά όπως doom, ambient, tribal, hardcore με το αποτέλεσμα να είναι αυτό το γνώριμο παχύρευστο sludge πράγμα που τόσο οικείο ακούγεται σήμερα στα αυτιά μας. Αλλά το αξιοσημείωτο δεν είναι ότι έχουμε μια απλή προσπάθεια. Ο δίσκος διαθέτει τον μεταλλικό ήχο της εποχής, με καλογυαλισμένη παραγωγή και σωστά παιγμένο υλικό, μόνο που δημιουργεί έναν νέο τρόπο συνθέσεων κομματιών τραβώντας riffs και κρουστά από τα μαλλιά, υψώνοντας μεγαθήρια στο διάβα κάθε ανυποψίαστου ακροατή. Είναι αδιανόητο πόσο φρέσκος ακούγεται μέχρι σήμερα, 28 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ενώ ταυτόχρονα θα έλεγα ότι είναι ένας από τους πιο προσβάσιμους δίσκους για να ανακαλύψει κανείς την μπάντα. Σκεφτείτε μόνο αυτό το τελευταίο, πως δηλαδή πολλές μπάντες χάνουν σε ορμή και πολυπλοκότητα στο πέρας των χρόνων, με αποτέλεσμα κάποιος να “ανακαλύπτει” την μπάντα στα χλιαρά της παιξίματα και να πηγαίνει πίσω στον χρόνο για να βιώσει το πραγματικό μέγεθός της. Εδώ έχουμε κάτι εξαιρετικά διαφορετικό (εξ ου και η αξία του συγκροτήματος), οι NEUROSIS συνέχισαν, δοκιμάζοντας τις συνθετικές τους αντοχές σε όλη την διάρκεια της δισκογραφίας τους, σε τέτοιο βαθμό που θα πρέπει να πάμε πάλι στο σημείο μηδέν για να ανακαλύψεις τι κρύβεται κάτω από το σκοτεινό πέπλο που σκεπάζει την μουσική τους.

Η συνέχεια γνωστή, οχτώ δίσκοι που στο σύνολο τους αγγίζουν την τελειότητα και ταυτόχρονα δεκάδες side projects και συμμετοχές σε μπάντες που ώθησαν κάθε μέλος ξεχωριστά να έρθει σε επαφή με όσο το δυνατόν περισσότερες ηχητικές απολήξεις.

Νίκος Ζέρης


NIGHTFALL – “Parade into centuries” (Holy Records)

To “Vanity” demo ήταν το διαβατήριο των NIGHTFALL στο να πετύχουν κάτι ακατόρθωτο για μια εγχώρια μπάντα της εποχής εκείνης: Να κυκλοφορήσει ένα δίσκο από μια ξένη εταιρία! Η αλληλογραφία που είχε ο ηγέτης τους, Ευθύμης Καραδήμας, με τον Phillipe De L’Argilière των MISANTHROPE οδήγησε στην δημιουργία της Holy Records, που είχε ως πρώτη κυκλοφορία της το “Parade into centuries”. Ηχογραφήθηκε στο ίδιο studio με το demo, αλλά το αποτέλεσμα ήταν πολύ ανώτερο και έκανε αίσθηση στο underground εκείνη την εποχή. Ήταν το «διαβατήριο» της ελληνικής σκηνής προς το εξωτερικό όπως χαρακτηριστικά έχει αναφέρει ο Ευθύμης και δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι κάπου εδώ «σοβαρεύουν» τα πράγματα για την εκκολαπτόμενη ελληνική extreme metal σκηνή των 90s. Οι επιρροή από τους PARADISE LOST είναι εμφανέστατη στο ατμοσφαιρικό doom/death που επιδίδονταν τότε, αλλά τα ιδιότυπα στοιχεία των NIGHTFALL είναι εμφανή: Ατμόσφαιρα που δεν στηρίζεται αποκλειστικά στα πλήκτρα, ταχύτητες που εναλλάσσονται από τα γρήγορα σημεία στα πιο αργόσυρτα και πολύπλευρα φωνητικά! Για εμένα συγγενεύει σε επίπεδο ρυθμών πολύ με το “Always…” των THE GATHERING και λειτούργησε ως μια καλή παρακαταθήκη του τι θα επακολουθούσε από αυτούς με αποκορύφωμα το “Athenian echoes” τρία χρόνια μετά! Τόσα χρόνια μετά ο δίσκος αυτός αποτελεί την πιο ηχηρή απόδειξη του τι μπορούσε να κάνει μια μπάντα της χώρας μας όταν την πιστέψει ένα ξένο label. Και στη Holy μπήκαν πολλές αντίστοιχες εγχώριες ατμοσφαιρικές μπάντες όπως οι SEPTIC FLESH, δημιουργώντας μια σχέση που κρατάει μέχρι σήμερα. Θέλετε, λοιπόν, μια πολύ καλή χρονομηχανή για το ατμοσφαιρικό doom/death των early 90s; To ντεμπούτο των Αθηναίων είναι πραγματικά από τα καλύτερα που θα μπορούσατε να βρείτε! Ανακαλύψτε το!

Λευτέρης Τσουρέας


NOCTURNUS – “Thresholds” (Earache)

Mετά την πρωτοφανή επιτυχία του αξεπέραστου ντεμπούτου “The key”, το οποίο πούλησε πάνω από 70.000 αντίτυπα, οι NOCTURNUS περιόδευσαν ως support των BOLT THROWER, ενώ στη συνέχεια συμπεριλήφθηκαν στην θρυλική περιοδεία Grindcrusher tour δίπλα στους MORBID ANGEL, NAPALM DEATH και GODFLESH. Ο μπασίστας Jim O’Sullivan δεν αποδείχτηκε και ιδιαίτερα δουλευταράς (παρότι είχε πάρει τη θέση του Jeff Estes μετά την ηχογράφηση του “The key”, καθώς αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού και δε μπορούσε πλέον να σταυρώσει νότα στο μπάσο, κρίμα για τέτοιο παίχτη) και τη θέση του πήρε ο session μπασίστας Chris Anderson. Το 1992, το συγκρότημα αποφάσισε να πάρει ένα κανονικό τραγουδιστή, έτσι ώστε ο ντράμερ και ηγέτης της μπάντας Mike Browning να μπορεί να συγκεντρωθεί αποκλειστικά στα τύμπανα. Ο λόγος ήταν ότι η Earache τους είχε υποσχεθεί ότι θα έκαναν ένα βίντεο κλιπ αν έπαιρναν κανονικό τραγουδιστή, έτσι τη θέση πίσω από το μικρόφωνο πήρε ο πρώην τραγουδιστής των TORTURED SOUL, Dan Izzo, ο οποίος εξ αρχής είχε την παρομοίωση στη φωνή του με αυτή του Max Cavalera των SEPULTURA. Με τον Browning τεχνηέντως να μένει στην απέξω από την σύνθεση των κομματιών από την κλίκα που είχε δημιουργηθεί στο συγκρότημα κυρίως από τον κιθαρίστα Sean McNenney, το αποτέλεσμα ήταν αρκετά διαφορετικό από το “The key”.

Αρχικά το όλο αποτέλεσμα ήταν αρκετά πιο «διαστημικό» και προοδευτικό από το ντεμπούτο τους και με πλήρη sci-fi στιχουργική λογική. Το “Thresholds” από τη μία δεν ήταν τόσο φρενήρες όσο ο προκάτοχος του, ενώ από την άλλη δεν υπάρχει η παραμικρή αντίρρηση ότι ΠΑΙΖΑΝΕ ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ ΤΟΥΣ οι τύποι. Υπήρχε ορχηστρικό κομμάτι (“Nocturne in BM”), ακουστικές κιθάρες στο αγαπημένο και fan favorite “Arctic crypt” ή χρήση ιδιαίτερων κρουστών στο εμβληματικό “Tribal vodoun” (έπος)! Το “Thresholds” δεν έκατσε ποτέ το ίδιο καλά στους οπαδούς και προφανώς δεν σημείωσε τις πωλήσεις του “The key”, παρότι γυρίστηκε τελικά το περιβόητο βίντεο για το “Alter reality”, το οποίο μάλιστα παίχτηκε και αρκετά στο MTV, αλλά δεν αποδείχτηκε αρκετό να σηκώσει όλο το αποτέλεσμα του δίσκου (ωστόσο μάλλον τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και πολύ χειρότερα χωρίς αυτό). Στη συνέχεια προχώρησαν στην ένταξη μόνιμου μπασίστα, του Emo Mowery ο οποίος τους βοήθησε αρκετά στην περιοδεία, από την οποία ωστόσο δε βγάλανε φράγκο λόγω της πολύ φτωχής υποστήριξης από την Earache. Παρόλα αυτά, τα “Arctic crypt”, “Alter reality” και “Subteranean infiltrator” έγιναν κλασικά κομμάτια και παρότι το “Thresholds” απείχε από το μεγαλείο του “The key”, θεωρήθηκε ένα πολύ τίμιο και αξιοπρεπές άλμπουμ.

Αυτό που ακολούθησε μετά τη συγκεκριμένη περιοδεία και την επιστροφή τους στην Αμερική είναι ο ορισμός του πισώπλατου μαχαιρώματος (σε κάτι χωριά το λενε ΣΤΙΑΠΟΥ αλλά ας το γράψω ανάποδα μη μας κόψει το αφεντικό). Ξεκινώντας από τις μουσικές διαφορές με τον Browning εμφανώς δυσαρεστημένο με την κατεύθυνση του δίσκου και τον παραγκωνισμό του, ο Sean McNenney και ο πληκτράς Louis Panzer κινούμενοι υποχθόνια, κατοχύρωσαν το όνομα NOCTURNUS για πάρτη τους, συμπεριλαμβάνοντας στη «συμμαχία» τους και τον έτερο κιθαρίστα Mike Davis, ενώ οι Dan Izzo και Emo Mowery αρνήθηκαν και πήραν το μέρος του Browning. O Browning τελικά απολύθηκε από το ίδιο του το συγκρότημα (!) και μέχρι σήμερα υπάρχει τρομερή ένταση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, με τον πάλαι ποτέ ηγέτη να μη μπορεί να χρησιμοποιήσει το όνομα (ωστόσο όλα εδώ πληρώνονται και επέστρεψε πέρυσι με το μνημείο “Paradox” ως NOCTURNUS A.D., στον ύπνο σας θα τον βλέπετε μια ζωή αχάριστοι). Τη θέση του Browning πήρε ο James Marcinek, με τους NOCTURNUS να μην αποδεικνύονται ιδιαίτερα ενεργοί και την Earache να τους γειώνει με συνοπτικές διαδικασίες  και ο τελικός απόηχος του “Thresholds” είναι ενός αρτιότατου παικτικά άλμπουμ, το οποίο θα μπορούσε να πάει για μεγάλα πράγματα που ποτέ δε συνέβησαν…

Άγγελος Κατσούρας


JOHN NORUM – “Face the truth” (Epic)

Το 1992 είχε αντίθετα συναισθήματα για τους φίλους του John Norum αλλά και των EUROPE μέσα από τους οποίους αναδείχθηκε ο Νορβηγός βιρτουόζος της κιθάρας. Ήταν τέλη Μαρτίου όταν οι EUROPE τελείωναν την περιοδεία τους με έντονη την φήμη ότι θα σταματούσαν επ’ αόριστον ως συγκρότημα και λίγες μέρες μόλις μετά, στις 2 Απριλίου, το αγαπημένο τους παιδί που έλειψε από το συγκρότημα, επέστρεφε με τον δεύτερο δίσκο του.

Ασφαλώς ωριμότερος κι έχοντας συνεργαστεί μερικά χρόνια πριν με τον Don Dokken στον προσωπικό δίσκο του τελευταίου, o Norum συνεργάζεται με τον θρύλο Glenn Hughes με τον οποίο είχαν ηχογραφήσει μαζί και στο album του Dokken. Αν και η δισκογραφική ήθελε να μοιραστούν τα φωνητικά σε ίσο αριθμό τραγουδιών, ο Norum, ο οποίος έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Hughes, επέμενε να δοθεί μεγαλύτερος αριθμός στον θρυλικό καλλιτέχνη όπως κι έγινε.

Ο δίσκος ξεκινάει με το ομώνυμο τραγούδι, έναν πραγματικό δυναμίτη που είναι ακόμη ψηλά στην λίστα με τα καλύτερα κομμάτια του Norum. “Διαστημικά” φωνητικά και μια κιθάρα που κεντάει κυριολεκτικά! Τον υπόλοιπο δίσκο τον πίνεις κυριολεκτικά μονορούφι και αναμφίβολα, όσο και αν ο Norum είναι από τους κιθαρίστες που φωνητικά στέκονται εξαιρετικά, τα τραγούδια που έχει αναλάβει ο Hughes κλέβουν την παράσταση. Ειδικά τα “Time will find the answer”, “Still the night” και το “Distant voices” στέκονται επάξια δίπλα στο “Face the truth”. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο “Distant voices” περιλαμβάνεται ένα από τα πιο δαιμονιώδη solos που έχει παίξει ποτέ ο Norum. Στον δίσκο βέβαια, υπάρχει και μια έκπληξη που δεν είναι άλλη από την συμμετοχή του “φιλαράκου” Joey Tempest (EUROPE) στα φωνητικά του “We will be strong”. Χωρίς να είναι το καλύτερο του δίσκου, αναμφίβολα είναι ίσως το πιο πιασάρικο καθώς οι φίλοι των EUROPE έκαναν υπομονή έξι χρόνια για να ξαναδούν τους δύο φίλους και συνιδρυτές του συγκροτήματος να σμίγουν ξανά. Ένα άλλο highlight του δίσκου είναι και η έξοχη διασκευή του “Opium trail” των THIN LIZZY με τον Norum να αποδίδει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο φόρο τιμής σε ένα συγκρότημα με το οποίο μεγάλωσε και αγάπησε ιδιαίτερα.

Με το “Face the truth” ο Norum έθεσε ψηλά τον προσωπικό πήχη και σίγουρα οι δισκογραφικές δουλειές που ακολούθησαν δεν έφτασαν τα standards του αλλά ούτε και του “Total control”, δίσκους στους οποίους συνεργάστηκε με εξαιρετικούς μουσικούς. Τολμώ να πω πως είναι ίσως και η τελευταία “old-school” hard rock προσωπική δουλειά του πριν μπει σε ένα πιο κλασσικό rock ήχο, επηρεασμένος και αυτός από το ίνδαλμα του, τον αδικοχαμένο Gary Moore. Χωρίς αμφιβολία όμως είναι και ο δίσκος που τον έκανε ακόμη πιο γνωστό στο ευρύ μουσικό κοινό και του έδωσε και το εισιτήριο για ένα σύντομο πέρασμα από τους DOKKEN μερικά χρόνια αργότερα. Μπορεί να βρέθηκε ξανά στους EUROPE και οι φίλοι τους να τους απολαμβάνουν με την σύνθεση που αγαπήθηκε, η κληρονομιά όμως του Norum με δίσκους όπως το “Face the truth” είναι τεράστια και δεν πρέπει να τον θυμόμαστε απλά και μόνο ως τον “κιθαρίστα των EUROPE”. Δίσκαρος με τα όλα του από ένα αρκετά υποτιμημένο καλλιτέχνη!

Νίκος Ανδρέου


OBITUARY – “The end complete” (Earache)

Έχοντας κυκλοφορήσει ένα από τα πέντε κορυφαία άλμπουμ στην ιστορία του death metal με το “Cause of death”, οι ΜΕΓΑΛΟΙ OBITUARY είχαν ήδη γίνει μια από τις κραταιές δυνάμεις του είδους και υπήρξαν μέρος ίσως της κορυφαίας ακραίας περιοδείας που έγινε ποτέ. Όντας στη μέση μετά τους SADUS που άνοιγαν τις συναυλίες και πριν τους headliners και ομόσταυλα στη Roadrunner αδέρφια τους SEPULTURA (φιλία δεκαετιών που διαρκεί μέχρι και σήμερα), είδαν ακόμα περισσότερο κόσμο να έρχεται στο πλευρό τους και ήταν ωριμότεροι από ποτέ στο να προχωρήσουν στο τρίτο κρίσιμο άλμπουμ τους. Έτσι στα γνώριμα Morrisound και πάλι με τον Scott Burns, το τρίτο άλμπουμ ετοιμάστηκε και ο τίτλος του ήταν “The end complete”. O ντράμερ Donald Tardy τα εξηγούσε καλύτερα: «Ως σύνθεση, ήταν ένα πολύ ευθύ άλμπουμ, δεν χρησιμοποιήσαμε τόσα εφέ ή samples, αλλά συγκεντρωθήκαμε σε περισσότερο βαθύ και ενδιαφέρον υλικό. Ήταν το τρίτο μας άλμπουμ, αλλά δε μπορείς αλήθεια να μετρήσεις το πρώτο μας άλμπουμ “Slowly we rot”, γιατί το κάναμε πολλά χρόνια πριν και πολύ γρήγορα και σε μόλις 8 κανάλια, και δεν ξέραμε τι μας περιμένει στο δεύτερο μας άλμπουμ, “Cause of death”. Eκείνο ήταν που το νιώσαμε ως το πραγματικό μας πρώτο άλμπουμ που κάναμε».

Και συμπλήρωνε: «Με το άλμπουμ αυτό νιώσαμε ότι βρήκαμε το δικό μας ήχο και νιώσαμε πιο πολύ άνετοι από ποτέ με αυτό. Ξέραμε τι ήχο είχαμε και τι έπρεπε να κάνουμε, αλλά ακόμα ανακαλύπταμε τον τρόπο που έπρεπε να κάνουμε τα πράγματα. Όλα αυτά εξαρτιόνταν από τον Scott, ο οποίος ήξερε τι έπρεπε να κάνει, τόσο πολύ που όλες οι μπάντες στο τέλος ήθελαν απλά να κάνουν ένα δίσκο μαζί του». Ο δίσκος πράγματι είχε και πάλι τη σφραγίδα του μεγάλου παραγωγού, ενώ το αυξημένο budget των OBITUARY οδήγησε σε μια κορυφαία παραγωγή που έβγαλε και πάλι το βαρύτερο και πωρωτικότερο εαυτό τους. Το γεγονός ότι ο ήχος του δεν ήταν τόσο φρενήρης όσο των δύο πρώτων άλμπουμ, δεν έδειξε να πτοεί τους οπαδούς, οι οποίοι άμεσα το αγκάλιασαν και το άλμπουμ εκτοξεύθηκε πολύ γρήγορα στο εξαψήφιο εξωπραγματικό νούμερο των 100.000 πωλήσεων! Ακόμα πιο γρήγορα ξεπέρασε τις 250.000 πωλήσεις (!), και έγινε το υψηλότερο σε πωλήσεις άλμπουμ στην ιστορία του είδους. Οι OBITUARY ότι κι αν έκαναν τους έπιανε, τα περιοδικά τους λάτρευαν και τους είχαν συνέχεια πρωτοσέλιδα, πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο από το συγκρότημα, που κινούταν με τεράστια σιγουριά και προωθούσε τη μουσική του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Κι όμως η πολύ μεγάλη δουλειά γύρω από το δίσκο και την προώθηση του δεν έγινε τόσο με το μουσικό περιεχόμενο, όσο με τη μελέτη που έγινε γύρω από το εξώφυλλο. Ο Andreas Marschall έκανε μια τόσο φοβερή δουλειά, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά το περίφημο τερατάκι που αγκάλιαζε το γράμμα Τ στο λογότυπο τους, με το αποτέλεσμα να απογειώνει τους OBITUARY, οι οποίοι ήταν πραγματικά ενθουσιασμένοι με το πώς ο καλλιτέχνης αποτύπωσε αυτό που είχαν κατά νου. Τελικά το συγκεκριμένο σχέδιο με το επίμαχο τερατάκι έγινε το μεγαλύτερο σε πωλήσεις μπλουζάκι στην ιστορία της Roadrunner, η οποία στους OBITUARY είχε βρει την κότα που έκανε τα χρυσά αυγά, ενώ το συγκρότημα με τη σειρά του, παρότι προσπάθησε δουλεύοντας σκληρά σε κάθε τομέα, ακόμα βρίσκονταν σε διαδικασία να συνειδητοποιήσει την πορεία που πήραν τα πράγματα, με την κατακόρυφη αύξηση και της δημοτικότητας τους αλλά και των πωλήσεων που ξέφυγαν από κάθε πιθανό υπολογισμό. Χωρίς να χαθεί καθόλου χρόνος, το συγκρότημα βγήκε σε περιοδεία με τους AGNOSTIC FRONT, MALEVOLENT CREATION και CANNIBAL CORPSE, με τις συναυλίες τότε να δείχνουν ότι το νέο υλικό δούλευε άψογα και δεν χανόταν καθόλου από την πρώιμη ενέργεια τους. Επίσης γυρίστηκε και το πρώτο τους βίντεο κλιπ.

Ήταν για το ομότιτλο κομμάτι, το οποίο πολύ άμεσα πήρε τρομερό παίξιμο και μάλιστα το MTV τους σιγόνταρε όσο περισσότερο μπορούσε (προσωπικά η πρώτη μου επαφή με την μπάντα έγινε λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου μέσα από πλάνα συναυλιών τα οποία παιζόντουσαν μεσημεροαπόγευμα, εκεί ήρθε και ο κεραυνοβόλος έρωτας!). Γυρίστηκε στην Tampa, με την πρώτη μέρα των γυρισμάτων να αποτελείται από ατομικά πλάνα των μελών της μπάντας, ενώ τη δεύτερη μέρα, το συγκρότημα έστησε μια συναυλία όπου βρέθηκαν 600 παιδιά και πλάνα από αυτήν μπήκαν στο βίντεο. Το άλμπουμ είχε ως θετικό τη μικρή του διάρκεια (κάτι παραπάνω από 36’) με τη λογική του να είναι αυτή ενός άλμπουμ πολύ ξερού σε ήχου, απογυμνωμένο από εφέ και διάφορα άλλα που κάνανε το άκουσμα πιο τρομακτικό κατά το παρελθόν. Η αγάπη τους για τους CELTIC FROST έγινε όσο ποτέ αντιληπτή στο “The end complete”, πράγμα που μαρτυρείται από το ξεκίνημα με το αργόσυρτο “I’m in pain”, που ξεκινάει εφιαλτικά και αναπτύσσει ταχύτητα εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Η συνολική λογική του “The end complete” είναι αυτή του «ριφφ πάνω στο ριφφ πάνω στο άλλο ριφφ που ξεκινάει το επόμενο ριφφ», ένα καθαρά κιθαροκεντρικό άλμπουμ, το οποίο τους βγήκε 100%.

Χωρίς να λείπουν και πιο γρήγορες στιγμές όπως το “Back to one” ή το “Sickness”, το mid-tempo μοτίβο που προκρίνει τη λογική της επανάληψης των ριφφ όσο περισσότερες φορές γίνεται, είναι αυτό που κυριαρχεί. Ο John Tardy στα φωνητικά για πρώτη φορά ακούγεται κάποιος πιο ανθρώπινος αλλά και συνάμα τρομερά ώριμος και πειθήνιος, ο αδερφός του Donald δείχνει τι μπορεί να κάνει όσον αφορά το χτίσιμο των κομματιών, ενώ πιο ευδιάκριτο από ποτέ είναι και το μπάσο του Frank Watkins που σκάει πάνω στις ρυθμικές του Trevor Peres και διπλασιάζει τον όγκο. Τα σόλο του Allen West μικρά και ουσιώδη, με περισσότερη μουσικότητα από ποτέ, κατάφεραν να δώσουν ένα έξτρα τόνο συμπάθειας στο συγκρότημα ακόμα κι από οπαδούς που δεν το πολυείχαν με τον ακραίο ήχο, ενώ η εν γένει στάση των OBITUARY τους έχει κάνει την πιο αγαπητή –μαζί με τους DEATΗ- μπάντα του είδους όλα αυτά τα χρόνια. Ο Donald Tardy συμμετέχει και στη σύνθεση όλων των κομματιών, με 5 από αυτά να είναι του Peres κι άλλα 4 του West σε πρωτοφανή συλλογική δουλειά. Το “The end complete” πλέον έχει πουλήσει πάνω από μισό εκατομμύριο αντίτυπα κι όπως έλεγε τότε ο Donald Tardy, «Αυτό είναι το αποτέλεσμα που λαμβάνεις όταν περιοδεύεις πολύ, έχεις ένα σπουδαίο δίσκο κι ένα ακόμα σπουδαιότερο artwork όπως αυτό το τερατάκι που είχαμε για το δίσκο μας».

*Η συγκίνηση είναι μεγαλύτερη, καθώς ήταν το τρίτο άλμπουμ του είδους που άκουσα, μετά το “Left hand path” των ENTOMBED και το “Human” των DEATH, εκείνο το άγιο καλοκαίρι του ’92 που το death metal μπήκε στη ζωή μου και την έσωσε από όλα τα αχρείαστα poser και ακίνδυνα hard rock που γέμιζα το χρόνο μου επειδή απλά ήθελα να ανακαλύπτω όσο περισσότερες μπάντες μπορούσα. YEEEEEEEEEEEEUUUUUUUUUUUURGH!

Άγγελος Κατσούρας