Τρίτο και τελευταίο μέρος στο αφιέρωμα που κάνουμε στο 1992 (πάντα με αλφαβητική σειρά), στα πλαίσια του αφιερώματος στο 90s metal. Όπως λέμε πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, ξαναθυμόμαστε πολύ ωραίους και αγαπημένους δίσκους, τους οποίους εξετάζουμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες 28 χρόνια μετά την κυκλοφορία τους, πλέον. Στο τέλος, υπάρχει και η σχετική Spotify List, με ενδεικτικά κομμάτια από κάθε άλμπουμ χωριστά. Απολαύστε, αφού διαβάστε το πρώτο και το δεύτερο μέρος, ξανά.
MSG – “MSG” (EMI)
Κακά τα ψέματα, παιδιά! Αυτό είναι το τελευταίο κλασικό άλμπουμ του Μιχαλάκη! Η τελευταία 10 στα 10 δισκάρα του τεράστιου Michael Schenker! Προσέξτε…και οι υπόλοιπες δουλειές του θρυλικού κιθαρίστα (είναι και πολλές οι άτιμες) έχουν κάτι να πουν αλλά εδώ έχουμε έναν πραγματικό hard rock ογκόλιθο που θα μνημονεύεται στον…αιώνα τον άπαντα! Ήταν η τρίτη και καλύτερη κυκλοφορία των McAuley Schenker Group ύστερα από τα φανταστικά “Perfect timing” και “Save yourself”. Ο Schenker συνεχίζει να συνθέτει μουσική στο ίδιο εμπορικό hard rock μοτίβο και ο Robin McAuley γράφει απόλυτα ταιριαστούς στίχους δημιουργώντας έτσι ένα εκρηκτικό κράμα κομματιών που έμελε να μείνουν αμέσως κλασικά. Τα υπόλοιπα μέλη είναι γνωστά και μη εξαιρετέα με τα ονόματα του Jeff Pilson στο μπάσο και του James Kottak στα τύμπανα να ξεχωρίζουν.
Όσοι έχουν ακούσει το δίσκο, ξέρουν ότι δεν υπερβάλλω όταν λέω ότι δεν υπάρχει ούτε ένα μέτριο τραγούδι στο ομώνυμο πόνημα των MSG. Μιλάμε για την αποθέωση του hard rock σε μία εποχή που σιγά σιγά τελείωνε όχι μόνο για το hard rock έτσι όπως το γνωρίζαμε αλλά και για τους ίδιους τους MSG. Από τα πιασάρικα “Paradise” & “This broken heart” μέχρι τις απίστευτες μπαλάντες “When I’m gone” & “What happens to me”, o δίσκος σε συνεπαίρνει μέχρι το τέλος και το απόλυτο έπος του “Nightmare” όπου Schenker & McAuley μας στέλνουν αδιάβαστους με την ηλεκτροακουστική κιθάρα και την ερμηνεία αντίστοιχα. Η μελωδία στο απόγειο της! Το αψεγάδιαστο ακουστικό EP που κυκλοφόρησε αρχικά στην Ιαπωνία και αργότερα σε όλο τον κόσμο κλείνει το κεφάλαιο McAuley Schenker Group. Το ταξίδι και των δύο συνεχίζεται μέρι τις μέρες μας αλλά ποτέ δεν άγγιξε έστω και ελάχιστα την ποιότητα αυτού του δίσκου.
Σάκης Νίκας
PANTERA – “Vulgar display of power” (ATCO)
Όπως είπαμε, το “Cowboys from hell” ξαναέγραψε τους κανόνες για το heavy metal, όμως αυτό που ακολούθησε δεν το περίμενε κανείς. Το “Vulgar display of power” ως τίτλος αντικατοπτρίζει την επιθετικότητα των PANTERA και το εξώφυλλο του άλμπουμ φανερώνει πώς σου σκάει στα μούτρα σαν μπουνιά. Κοφτά ριφ μεγατόνων, που ερχόταν με βία να σε τραυματίσουν και να βεβηλώσουν ό,τι ήξερες για το heavy metal και να ορίσουν τον σκληρό ήχο της δεκαετίας του ‘90. Είτε αυτό γινόταν μέσα από αργά είτε μέσα από γρήγορα τραγούδια, ήξερες πως μόλις έβαζες να ακούσεις ένα από τα τραγούδια του άλμπουμ θα κυριαρχούσε η αδρεναλίνη. Τα αδέρφια Abbott (Dimebag Darrell και Vinnie Paul) ήταν το πιο καυτό δίδυμο της εποχής, με τεχνικό παίξιμο κι από τους δυο αλλά και αξιοπρόσεκτες καινοτομίες – ηχητικά και εκτελεστικά. Με τον Terry Date ως πέμπτο μέλος, δημιούργησαν μια νέα τάση επιθετικού metal και παράλληλα μπήκαν στο MTV, κατάφεραν να πουλήσουν εκατομμύρια αντίτυπα και να καταξιωθούν σε όλα τα επίπεδα. Ακόμα και σε πιο ήπια τραγούδια όπως το “This love” και το “Walk” έβγαζαν θυμό και μένος. Ο Phil Anselmo σκληραίνει δραστικά το στυλ της φωνής του και φτύνει του στίχους, εννοώντας κάθε του συλλαβή. To groove παράλληλα με την ένταση, από “Fucking hostile” και “Mouth for war”, μέχρι “Α new level” και “By demons be driven” συνδύαζαν το hardcore, με το μοντέρνο thrash όπως κανείς δεν έπαιζε τότε. Αν και στη χώρα μας η αλήθεια είναι πως ο κόσμος άργησε να αγκαλιάσει την μπάντα, οι PANTERA εδραιώθηκαν ως το πιο καυτό νέο όνομα.
Γιώργος “Hollow” Κουκουλάκης
PARADISE LOST – “Shades of God” (Music For Nations)
Για πρώτη φορά οι PARADISE LOST μπορούσαν να ελπίζουν σε κάτι καλύτερο σε ότι αφορούσε την καριέρα τους. Με νέο management και συμφωνία με την Northern Music Company του Andy Farrow, μία συνεργασία που έχει εξελιχθεί σε μακροχρόνια φιλία και κρατάει γερά μέχρι σήμερα και συμβόλαιο για τέσσερα άλμπουμ με μία από τις πιο σημαντικές ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες, την Music For Nations του Martin Hooker, υπεύθυνη για τη διανομή των τριών πρώτων άλμπουμ των METALLICA, ANTHRAX, MANOWAR εκτός άλλων, αυτό σήμανε την πλήρη αφοσίωση των μελών στο συγκρότημα και σε ότι αυτό συνεπάγεται. Το “Shades of God” έχει την κατάρα να βρίσκεται χρονολογικά μεταξύ ενός ρηξικέλευθου άλμπουμ όπως το “Gothic” και το καλύτερου ίσως άλμπουμ της καριέρας τους το “Icon” και να μη μνημονεύεται συχνά, αλλά για τον γράφοντα και σύμφωνα με δηλώσεις των Nick Holmes και Greg Mackintosh αποτελεί μία από τις αγαπημένες τους δουλειές. Ο gothic αέρας και οι death metal καταβολές παραμερίζονται και στον αντίποδα αναδεικνύονται οι doom metal επιρροές τους από πρώιμους CANDLEMASS, TROUBLE και PENTAGRAM, με αρκετά σφιχτοδεμένο ήχο, ειδικά στις κιθάρες, στοιχείο που οφείλεται στη συνεργασία τους με τον Simon Efemey στην παραγωγή και έναν Nick Holmes o οποίος τραγουδάει με περισσότερο γρέζι και χωρίς σχεδόν καθόλου death metal γρύλισμα.
Πρόκειται για το πιο βρετανικό ηχητικά άλμπουμ τους και αγγίζει το παραδοσιακό heavy metal ιδεώδες. Ο τρόπος που ο Mackintosh εκτελεί και εξωτερικεύει τα lead σώψυχά του υποβασταζόμενα πάντα από τη ρυθμική κιθάρα του Aaron Aedy και η όλη τεχνοτροπία σχετικά με το πως οι μελωδίες διχοτομούνται μεταξύ των δύο κιθαριστών σαν να ξεσκίζονται από τη σάρκα τους ώστε να εναρμονιστούν για μια στιγμή μέχρι να χαθούν ξανά οριστικά αποτελεί ίσως το απόλυτο trademark του ήχου τους που οι περισσότεροι από τους παλαιότερους οπαδούς έχουν λατρέψει και σε συνδυασμό με τους γεμάτους απόγνωση στίχους του Nick Holmes και την απέχθεια προς κάτι αόριστο κάνει το “Shades of God” και τους PARADISE LOST να ακούγονται πιο νοσηροί από ποτέ. Σε τραγούδια όπως το εναρκτήριο “Mortal watch the day”, το “Daylight torn” με το γλυκόπικρο μεσαίο ακουστικό μέρος του και το μνημειώδες “Pity the sadness” εσωκλείονται όλα τα επιμέρους στοιχεία που απαρτίζουν το άλμπουμ, με τα ξεσπάσματα να φέρνουν TROUBLE συνειρμούς εποχής “Scull”, στο “Crying for eternity” με την κλαίουσα αρχική μελωδία του Mackintosh ακούμε ξανά τη φωνή της Sarah Marrion όπως και την επιρροή του “Epicus doomicus metallicus” στο “The word made flesh” καθώς και τις άναρχες δομές του “No forgiveness” και “Your hand in mine” με τον Holmes να αποπειράται σε σημεία να τραγουδήσει ακόμη πιο καθαρά και περισσότερο βάθος.
Δεν θα μπορούσε φυσικά να μη γίνει αναφορά σε ένα από το πιο γνωστά τραγούδια των PARADISE LOST, το “As I die” το οποίο διαφοροποιείται από την περιρρέουσα doom ατμόσφαιρα με την πιο goth αισθητική του για το οποίο αρχική σκέψη ήταν να μην συμπεριληφθεί στο άλμπουμ γι’ αυτό και δεν το συναντούμε στην αρχική έκδοση του “Shades of God” σε βινύλιο. Λειτουργώντας ως συνδετικός κρίκος μεταξύ του “Gothic” και των άλμπουμ που θα ακολουθούσαν, το “As I Die” προμήνυε τη συνθετική εξέλιξη των PARADISE LOST και παραμένει fan-favourite στις συναυλίες τους με το εξαιρετικό ομότιτλο EP να συμπεριλαμβάνει ένα κρυφό διαμάντι όπως το “Rape of virtue” ως b-side, μια διασκευή στο “Death walks behind you” των 70’s heavy/prog rockers ATOMIC ROOSTER και το “Hand in mine” σε live εκτέλεση από συναυλία τους στο Amsterdam. Το σουρεαλιστικό εξώφυλλο του Dave McKean ενίσχυσε την όλη προσπάθεια των PARADISE LOST να ξεχωρίσουν από την υπόλοιπη metal σκηνή και στον εικαστικό τομέα, γυρίστηκαν δύο video-clip για τα “As I die” και “Pity the sadness” ενώ περιόδευσαν για πρώτη φορά στις Η.Π.Α. μαζί με τους MORBID ANGEL και KREATOR που ήταν μία δυσάρεστη εμπειρία για τους ίδιους και χρειάστηκαν έντεκα χρόνια για να ξαναπάρουν την απόφαση να περιοδεύσουν εκεί και φυσικά δεν ξεχνάμε πως πέρασαν και από τη χώρα μας στις 3 Οκτωβρίου του 1992 επισφραγίζοντας μία αέναη σχέση μεταξύ των metallers από το Halifax και του ελληνικού κοινού.
Κώστας Αλατάς
PRETTY MAIDS – “Stripped” (Columbia)
Οι PRETTY MAIDS από το 1983 μέχρι το 1990, αποτελούν για τον γράφοντα, αλλά και νομίζω για όσους ασχολούνται ενεργά με το είδος που καταπιάνονται, μια ασταμάτητη μηχανή παραγωγής πολύ καλών hard rock/melodic rock albums, όντας ένα σχήμα που «κρατάει» πάντα ψηλά τον πήχη.
Το 1992 κυκλοφορούν στην Ιαπωνική αγορά, το EP “Offside” το οποίο περιείχε μόνο ακουστικές εκτελέσεις δικών τους τραγουδιών και διασκευών. Λόγω της μεγάλης εμπορικής απήχησης που γνώρισε, αποφασίζουν μια χρονιά αργότερα να ηχογραφήσουν έναν εξολοκλήρου ακουστικό δίσκο. Έτσι το 1993 το ευφάνταστο σε τίτλο “Stripped”, με το ακόμα πιο «τραβηχτικό» εξώφυλλο με το σκυλάκι, έλαβε την θέση του στα ράφια των δισκοπωλείων, γενόμενο η πέμπτη επίσημη κυκλοφορία του group. Στο album συμπεριελήφθησαν τα 4 από τα 5 τραγούδια της Ιαπωνικής έκδοσης και έτσι ο κάθε οπαδός άκουσε υλικό σε μορφή που δεν είχαν ξαναπαρουσιάσει ποτέ οι PRETTY MAIDS, αφού τους είχαμε συνηθίσει να είναι «στην πρίζα». Βάση τελικού αποτελέσματος και όσοι είχαν ασχοληθεί ήδη με τις προηγούμενες δουλειές τους, αφενός δεν παραξενεύτηκαν, αφετέρου άκουσαν εκτελέσεις που είχαν πολύ ενδιαφέρον. Δυο mid tempo μελωδικά hits τους, το δικό τους “Savage heart” και η διασκευή στο “Please don’t leave me”, παρόλο που όπως πρωτοκυκλοφόρησαν ήταν πιο ωραία εκτελεσμένα, με την ακόμα πιο χαλαρή μορφή τους, πήραν άλλη ηχητική υπόσταση και νομίζω απέδειξαν πόσο τελικά τους ταίριαζε όλο το εγχείρημα και είχαν μάλλον δίκιο που αποφάσισαν να τολμήσουν μια τέτοιου στυλ και ύφους κυκλοφορία. Αυτό φάνηκε και από τα εντελώς καινούργια τραγούδια που πρωτοπαρουσιάστηκαν, τα οποία αν και μπαλάντες, έδιναν ένα πολύ καλό αισθητικό αποτέλεσμα, ίσως και λόγω του Atkins που τότε είχε λίγο πιο «καθαρή» φωνή όντας πιο νέος, και ερμήνευε όλα τα τραγούδια με τον μοναδικό τρόπο που είχε και έχει. Το “Stripped” ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για όλους θεωρώ τότε, αλλά και μέχρι σήμερα όλο και κάποιο από τα τραγούδια θα ακούγεται ανά περιόδους από τους οπαδούς. Αν θέλεις λίγες στιγμές απόλυτης χαλάρωσης, το album είναι «ότι πρέπει» για σένα. Όπως φυσικά και όλα τους τα υπόλοιπα.
Θοδωρής Μηνιάτης
PRO-PAIN – “Foul taste of freedom” (Energy Records)
Η ιστορία των PRO-PAIN ξεκινάει το 1991. Από τις στάχτες των CRUMBSUCKERS, μιας άκρως ιστορικής και ποιοτικής crossover thrash μπάντας που έβγαλε τις δύο δισκάρες “Life of dreams” (1986) και “Beast on my back (B.O.M.B)” (1988), προέκυψαν οι HEAVY RAIN. Στην ουσία είχαμε να κάνουμε με το ίδιο συγκρότημα, αλλά άλλαξαν όνομα ως δήλωση για την αλλαγή της μουσικής τους ταυτότητας σε κάπως πιο στερεοτυπικό μεταλλικό ήχο. Οι HEAVY RAIN δεν άντεξαν για πολύ, και ο μπασίστας/τραγουδιστής Gary Meskil, παρέα με τον ντράμερ Dan Richardson, σχημάτισαν τους PRO-PAIN. Βρίσκοντας και τον κιθαρίστα και βασικό μέλος μετέπειτα για πολλά χρόνια Tom Klimchuck, δεν χάσανε ιδιαίτερο χρόνο και μπαίνοντας στα Pyramid Sound Studios στην Ithaca της Νέας Υόρκης, ηχογράφησαν το παρθενικό τους άλμπουμ “Foul taste of freedom”. Ξεκάθαρα είχαμε να κάνουμε με ένα μεταλλικό hardcore ήχο, ο οποίος απείχε πολύ από την πιο φρενήρη λογική των CRUMBSUCKERS. Ένα άλμπουμ που η ιστορία ανέδειξε ως ένα από τα καλύτερα ανάλογου ήχου και φυσικά αποτελεί αθάνατο δεκάρι στην δισκογραφία τους, με τον περισσότερο κόσμο να θεωρεί πως μαζί με το επόμενο (ακόμα καλύτερο) άλμπουμ “The truth hurts”, είναι ότι καλύτερο έκαναν. Το “Foul taste of freedom” χαρακτηρίζεται από φοβερή ομοιογένεια, 13 κομμάτια όπου το μεγαλύτερο όλων (“Pound for pound”) είναι μόλις 3:39 σε διάρκεια, ακούγεται πανεύκολα χωρίς να είναι εμπορικό, είναι τέρμα απογυμνωμένο από περιττές αναφορές σε οτιδήποτε θα μπορούσε να το καταστήσει βαρετό. Εύκολα κάποιος θα μπορούσε να πει ότι τα κομμάτια μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά ειλικρινά ποιος νοιάζεται με τέτοιο σύνολο; Το ομότιτλο κομμάτι σέρνει το χορό των μεγάλων κύκλων στα moshpits, τα ριφφ του Klimchuck και το μινιμαλιστικό drumming του Richardson δίνουν στο δίσκο τον απαραίτητο όγκο, κι από την αρχή μέχρι το τέλος παρελαύνουν έπη. “Death on the dance floor”, “The stench of piss”, “Iraqnophobia” και “Johnny Black” ξεχωρίζουν μεταξύ ίσων λίγο παραπάνω, και αποτέλεσαν για χρόνια βασικό πυρήνα του σετ των καταστροφικών συναυλιών τους. Οι PRO-PAIN ποτέ δεν ακούστηκαν ξανά τόσο ελεύθεροι σε δίσκο τους, ενώ και η φωνή του Gary Meskil εδώ πέρα είναι ένα βήμα πριν αποκτήσει την καθιερωμένη κι άκρως αγαπημένη γκαρίλα. Ήταν αυτή η έντονη σχέση με το μεταλλικό κοινό που έκανε τους PRO-PAIN (μαζί με τους BIOHAZARD τότε που είχαν τεράστια επιτυχία) να φαίνονται ως μαύρο πρόβατο στη hardcore σκηνή και γενικότερα η μπάντα αγαπήθηκε πολύ περισσότερο αναλογικά από τους μεταλλάδες από τους χαρντκοράδες. Ακόμα και οι «εχθροί» όμως, αναγνωρίζουν το μεγαλείο των δύο πρώτων δίσκων τους ειδικά, και πίνουν νερό στο δίσκο που τα ξεκίνησε όλα.
“We are the red, white and blue that you bleed
We have the right to survive and succeed
Worthless and weak is “be all you can be”
Democracy leaves a foul taste of freedom in me”…
Άγγελος Κατσούρας
PSYCHOTIC WALTZ – “Into the everflow” (Dream Circle Records)
Ένα παραλίγο θανατηφόρο ατύχημα θα μπορούσε για πάντα να σφραγίσει τη μοίρα των PSYCHOTIC WALTZ μέσα στο 1991. Ο κιθαρίστας Dan Rock έπεσε κατά τη διάρκεια αναρρίχησης από μια γέφυρα περίπου 15 μέτρων, ζώντας καθαρά από θαύμα, αλλά με φοβερά τραύματα (έσπασε μέχρι και τις κόγχες των ματιών κι όμως έζησε το σκυλί του πολέμου). Όπως ήταν αναμενόμενο, η όλη διαδικασία του δεύτερου δίσκου τους, με τίτλο “Into the everflow” πήγε λίγο πίσω, αλλά ακόμα κι αυτή η παραλίγο θανάσιμη εμπειρία του Rock, δεν ήταν ικανή να σταματήσει την προέλαση της μπάντας στις καρδιές και τα μυαλά των ήδη φανατικών οπαδών της. Υπογράφοντας στην Ευρωπαϊκή Dream Circle Records, και με παραγωγή του μεγάλου Ralph Hubert των MEKONG DELTA (πώς να πάει κάτι λάθος στην τελική;), ο διάδοχος του κολοσσιαίου “A social grace” έβρισκε τη μπάντα σε ένα άλλο μονοπάτι που μόνο αυτοί θα μπορούσαν να χαράξουν στην πορεία τους. Σχεδόν κλειστοφοβικό και σε καμία περίπτωση τόσο ελεύθερο σαν άκουσμα όπως ο προκάτοχος του, σχεδόν αποποιούνται των U.S. metal ριζών τους. Αυξάνεται η ατμόσφαιρα, μπαίνουν ξεκάθαρα ψυχεδελικά στοιχεία, οι δαιδαλώδεις συνθέσεις γίνονται πιο δυσνόητες στην πρώτη ακρόαση, ο Μπαντυλάκης της καρδιάς μας πιο μεστός στις ερμηνείες του, ενώ υπάρχει ένας αέρας ανανέωσης και ταυτόχρονα μια αίσθηση του να ακολουθήσουν έναν ξεκάθαρα μοναχικό δρόμο, χωρίς να νοιάζονται για ταμπέλες και πιθανή επιρροή από δύσμοιρους ακόλουθους (για το καλό των κοιλιακών μας, δεν το επιχείρησε κανείς ευτυχώς). Η αρχή του “Ashes” από νωρίς καθιστά σαφές ότι έρχεσαι αντιμέτωπος με κάτι που δεν έχεις ξανακούσει και με κάτι που ακούγοντας το, ήξερες ότι δε θα το βρεις ξανά στο δρόμο σου. Μια παράλληλη αποπνικτική και λυτρωτική αίσθηση νιώθεις να σε περιβάλλει, μια κατανόηση ενός μεγαλείου που δε μπορείς να ερμηνεύσεις και συνάμα ένα κάψιμο του εγκεφάλου. Ένας ρεαλισμός που σε καθηλώνει και μια εικονική πραγματικότητα που παίζουν μπάλα μόνοι τους. Αντιθέσεις που δε θα έπρεπε να υφίστανται αλλά σε περιβάλλουν γιατί ο πλούτος του δίσκου είναι τέτοιος που δεν επιτρέπει μέση αντιμετώπιση. Για την παράνοια του “Out of sight out of mind” που δε μπορείς να καταλάβεις πως ο Μπαντυλάκης τραγουδάει τόσο αντικομφορμιστικά, υπάρχει το διάφανο “Hangin’ on a string” που σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Στον ίδιο δίσκο που υπάρχουν το “Tiny streams”, το “Freakshow” και το “Little people”, υπάρχει και το ομότιτλο κομμάτι που σε πάει ΑΛΛΟΥ. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τολμούν στη μέση του “Butterfly” να τζαμάρουν και να συμπεριλαμβάνουν τα “Purple haze” και “Cross-eyed Mary” χωρίς να ανοίγει μύτη. Η αποθέωση ήταν νομοτελειακή, η αξία τους εκτοξεύθηκε όσο ποτέ, το άλμπουμ έγινε ανάρπαστο και έφτασε να πωλείται σε αστρονομικές τιμές μέχρι να έρθει η σωτήρια επανέκδοση του 2004 από τη Metal Blade (που επίσης έγινε ανάρπαστη και πάλι πωλείται αστρονομικά). Το έξτρα κερασάκι στην τούρτα με την διασκευή –παράνοια του “Disturbing the priest” των BLACK SABBATH (μόνο εσείς και οι CANNIBAL CORPSE κομμάτι από εποχή Gillan) πιστοποιεί ένα δίσκο για τον οποίο όσα και να γραφτούν, είναι φτωχά, ελάχιστα και θα το αδικήσουν. Περίπτωση δημιουργήματος που σταματάς να διαβάζεις οτιδήποτε κι απλά ΒΙΩΝΕΙΣ, ΔΕΝ ΑΚΟΥΣ!
Άγγελος Κατσούρας
RAGE – “Trapped” (Noise)
Υπάρχουν στιγμές στην πορεία ενός συγκροτήματος που είναι κομβικές. Κυκλοφορίες που καθορίζουν την πορεία τους και ορίζουν το μέλλον τους. Για τους RAGE αυτό το άλμπουμ, είναι πραγματικά κοβικό, αφού τους απογείωσε σε όλα τα επίπεδα και ξεδίπλωσε για πρώτη φορά τις ικανότητές που είχαν, αλλά που έμεναν θαμένες ανάμεσα σε ανωριμότητα, δυσκολία επικοινωνίας, ίσως και έλλειψη καθοδήγησης από την εταιρία τους. Όμως το “Trapped!” (το οποίο στην έκδοση του βινυλίου πρωτοκυκλοφόρισε ως “Traped!”), έδειξε τον σφιχτό και πρωτότυπο ήχο της τριάδας των Wagner-Schmidt-Eftimiadis, την ποιότητα των τραγουδιών (κύριος υπεύθυνος ο Peavy που έγραφε σχεδόν τα πάντα) κι ένα μελωδικό στυλ, σε heavy-power τραγούδια, με έντονες Γερμανικές ρίζες. Αν και ξεκινά υποτονικά με το “Shame on you”, ανάμεσα στα 13 τραγούδια του δίσκου, βρίσκουμε κλασικές κομματάρες, όπως “Solitary man”, “Enough is enough”, “Baby I’m your nightmare”, “Take me to the water” (εμπορικό; Ε και;) αλλά και μια καταπληκτική διασκευή στο “Fast as a shark” των ACCEPT, που ταιριάζει απόλυτα στο άλμπουμ. Το “Medicine” και το “Power and greed” δείχνουν την μετάβαση από το “Don’t fear the winter” στον πιο σκληρό ήχο που θα βρούμε στο “The missing link” αργότερα. Ο Manni Schmidt γράφει τα καλύτερά του σόλο, ενώ ο Chris Efthimiadis έγινε ο Έλληνας ήρωάς μας, αφού εκείνη την εποχή δεν βρισκόταν άλλοι συμπατριώτες μας σε γνωστά συγκροτήματα (άσε που τα τύμπανα εδώ έχουν απίστευτο ήχο). Μπορεί η ίδια τριάδα να ήταν μαζί εδώ και 5 χρόνια, όμως με το “Trapped!” ξεκίνησε η χρυσή περίοδος των RAGE με τον Peavy Wagner σε δαιμονιώδη φόρμα, που διήρκησε μέχρι και το 1998 (“ΧΙΙΙ”).
Γιώργος “Solitary man” Κουκουλάκης
RAGE AGAINST THE MACHINE – “Rage against the machine” (Epic)
Aν υπάρχει ένα album που συνδύασε σε απόλυτο βαθμό το metal με το rap είναι αυτό εδώ. Η εμφάνιση των RATM στα τέλη του 1992 με το ομότιτλο δίσκο τους έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία στη μουσική σκηνή της εποχής. Ήταν τόσο μεγάλος ο αντίκτυπος του που όσοι το άκουσαν δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον μοναδικό του χαρακτήρα.
Ένα μοναδικό μουσικό μολότοφ metal μουσικής με hip hop φωνητικά ήταν ο ήχος τους. Οι κύριοι υπεύθυνοι διαμόρφωσης του ύφους της μουσικής δεν είναι άλλοι από τον ταλαντούχο και ευφυή κιθαρίστα Τom Morello και τον MC/ τραγουδιστή Ζack de la Rocha. O πρώτος με τα εξαιρετικά riffs του, τα ιδιαίτερα solos του και τα special effects που χρησιμοποιεί, έφτιαξε έναν δικό του ήχο που κανένας δεν μπόρεσε έκτοτε να τον αντιγράψει. Ο δεύτερος με την φωνή του, φτύνει τους στίχους με τέτοια οργή και με έναν τρόπο προς πάσα κατεύθυνση που όμοιο του δεν είχαμε ακούσει ποτέ μέχρι τότε. Αν προσθέσουμε στο συνολικό αποτέλεσμα το άριστο rhythm section των Brad Wilk και ΤIm Commerford, απολαμβάνουμε ένα αποτέλεσμα που δεν έχει ούτε προηγούμενο αλλά και ούτε επόμενο. Κοινώς , αρκετοί προσπάθησαν να τους αντιγράψουν τα επόμενα χρόνια αλλά κάνεις δεν τα κατάφερε ικανοποιητικά.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 3 Νοεμβρίου και έφτασε μέχρι το # 45 των Βillboard charts. Ο αντίκτυπος του σε όλους μας είχε μια μικρή καθυστέρηση κάποιων μηνών, ο δίσκος εμφανίσθηκε στις λίστες πολλών (αλλά και στην δική μου φυσικά) στην χρονιά του 1993. Το πρώτο single “Killing in the name” που γράφθηκε για τον ξυλοδαρμό του Rοdney Κing από τέσσερις αστυνομικούς στο Los Angeles τον Μάρτιο του 1991, ήταν ένα εξαιρετικό κομμάτι που σύστησε στον κόσμο την δυναμική του λόγου και του ήχου της μπάντας. Τα επόμενα singles ήταν τα “Bullet in the head”, “Bombtrack”,” Freedom”. Η ιστορική τους εμφάνιση στο Lollapalooza του 1993 και οι συναυλίες τους σε όλη την Αμερική για όλη την χρονιά τους καθιέρωσαν σαν ένα εξαιρετικό live σχήμα.
Η υποστήριξη τους επίσης σε πολλά κινήματα και ομάδες (Rock for choice, Refuse and resist) έδειξε ότι οι RATΜ ήταν πολύ παραπάνω από ένα μουσικό σχήμα. Ήταν μια ομάδα με κοινωνική συνείδηση και ενεργή συμμετοχή στην πολιτική, κοινωνική μια πολιτιστική ζωή. Θέματα όπως το κράτος των ΗΠΑ, τα media, o ρατσισμός, ο πόλεμος, τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, η αστυνομική καταστολή, η μουσική βιομηχανία αλλά και τα λατινοαμερικάνικα κινήματα ήταν τα θέματα που καταπιάνονταν στους στίχους τους.
Δεν ξεχνάμε επίσης την μοναδική τους εκρηκτική εμφάνιση το 2000 στην Πετρούπολη στο θέατρο Πέτρας, μια εμφάνιση που έχει χαραχτεί σε όλους όσους την παρακολούθησαν αλλά και σε όσους έχουν ακούσει για αυτήν από περιγραφές των παρευρισκομένων. Τέλος το πολύ χαρακτηριστικό εξώφυλλο (ένα από τα πιο ιδιαίτερα και αναγνωρίσιμα εξώφυλλα στον χώρο της rock μουσικής) είναι και αυτό ένα μοναδικό έργο τέχνης που είναι σήμα κατατεθέν της μουσικής που θα ακούσει κάποιος όταν βάλει τον δίσκο στο πικάπ.
Το πρώτο album της μπάντας έχει καθιερωθεί πλέον σαν ένα από τα πιο δυναμικά και πιο χαρακτηριστικά albums της δεκαετίας του ‘90. Τόσα χρόνια μετά παραμένει επίσης επίκαιρο σε όλους τους τομείς του.
Γιάννης Παπαευθυμίου
RUNNING WILD – “Pile of skulls” (Noise)
Σε μία εποχή που αρκετές από τις μεγαλύτερες μπάντες του heavy metal, άρχισαν να μπαίνουν σταδιακά σε μία περίοδο κοιλιάς, οι RUNNING WILD πήγαιναν με το πόδι πατημένο στο γκάζι. Μετά το πιο εμπορικό άλμπουμ της ιστορίας των RUNNING WILD μέχρι σήμερα (από πλευράς πωλήσεων), το “Blazon stone”, η αρμάδα του καπετάνιου Kasparek ήταν έτοιμη να κυκλοφορήσει, αν όχι το καλύτερο, σίγουρα ένα από τα καλύτερα της άλμπουμ. Για ακόμα μία φορά όμως, η ανταρσία ήταν προ των πυλών και το πλήρωμα έπρεπε να αλλάξει… ξανά.
Έτσι λοιπόν, πριν ξεκινήσουν τη διαδικασία σύνθεσης νέων τραγουδιών και την είσοδο τους στο studio, τα μέλη των RUNNING WILD συναντήθηκαν με τον manager τους. Κατά τα λεγόμενα του Kasparek, οι Jens Becker και Rudiger Dreffein ήθελαν να αλλάξουν μουσική κατεύθυνση, σε ένα πιο εμπορικό στιλ, όπως αυτό των BON JOVI. Όπως πάντα όμως, η τελική απόφαση ήταν του Rock ‘n’Rolf και κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν ποτέ. Ο ίδιος ο Kasparek είχε ξεκινήσει ήδη να γράφει τραγούδια με το που τελείωσε η περιοδεία του “Blazon stone” και η επιστροφή στην πειρατική θεματολογία, που απουσίαζε πλήρως από το “Blazon stone”, είχε δρομολογηθεί. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα και η μπάντα θα προχωρούσε με νέα μέλη πίσω από τα ντραμς και το μπάσο και οι αλλαγές έπρεπε να γίνουν γρήγορα. Ο Kasparek αμέσως στράφηκε στον Stefan Schwarzmann, ο οποίος ήταν ο ντράμερ της περιόδου “Port royal”, που είχε αποχωρήσει για τους UDO. O Schwarzmann έφερε μαζί του τον μπασίστα Thomas Smuszynski και όλα πλέον ήταν έτοιμα για το μαγικό έβδομο άλμπουμ τους.
Δύο καλοκαιρινούς μήνες χρειάστηκε να περάσουν στο studio κι εγένετο το “Pile of skulls”. Ότι περιβάλλει αυτό το άλμπουμ είναι εξαιρετικό και ξεχειλίζει από ποιότητα. Το εξωπραγματικό εξώφυλλο του Andreas Marschall, αποτυπώνει άριστα το μουσικό περιεχόμενο του δίσκου, ο οποίος ξεκινάει με μία από τις καλύτερες και πιο ανατριχιαστικές εισαγωγές στο heavy metal. Το “Chamber of lies” ακόμα και τώρα προκαλεί δάκρυα, ενώ τα ρίγη είναι άπειρα σε αυτούς που έχουν απωθημένο να τους δουν ζωντανά και φαντάζονται μία έναρξη με αυτό το τραγούδι. Από εκεί και μετά ξεκινά ο όλεθρος, με ένα άλμπουμ που περιέχει απίστευτες δυναμικές, τόσες που από πολλούς θεωρείται εν μέρη power metal. Είναι δεν είναι, μικρή σημασία έχει. Οι ύμνοι του “Pile of skulls” είναι αυτοί που έχουν σημασία. Ο εναρκτήριος κυκλώνας “Whirlwind”, το μοχθηρό “Sinister eyes”, το επικό “Black wings of death”, το western “Fistfull of dynamite”. Πραγματικά δεν μπορώ να σταματήσω αλλά λόγω όγκου κειμένου, θα κλείσω εδώ με το έπος “Treasure island”, που μαζί με το “Genesis (the making and the fall of man)” του “Black hand inn”, είναι τα δύο κομμάτια που στέκουν περίοπτα ανάμεσα στους υπόλοιπους θησαυρούς τους. Μαγικό άλμπουμ από μία τεράστια μπάντα.
Δημήτρης Μπούκης
SADUS – “A vision of misery” (Roadracer Records)
Θα μπορούσα πολύ εύκολα να κάνω αντιγραφή/επικόλληση το σχετικό κείμενο για το δίσκο που έλαβε χώρο στο αφιέρωμα για το τεχνικό thrash που είχαμε επιμεληθεί με τον Αλατά και τον Τσέλλο. Αυτό όμως δεν θα δικαίωνε τον δίσκο ο οποίος έμελλε να κάνει τους SADUS γνωστούς περισσότερο από ποτέ και που αποτελεί μάλιστα μέχρι σήμερα το αγαπημένο τους άλμπουμ και αυτό για το οποίο είναι περήφανοι στην καριέρα τους. Έχοντας λάβει μέρος στη θρυλική περιοδεία ανοίγοντας για SEPULTURA/OBITUARY, έμειναν για λίγο στον πάγο το 1991, καθώς ο Steve DiGiorgio έπρεπε να βοηθήσει τον κολλητό του, Chuck Schuldiner, όσον αφορά τη δημιουργία του απόλυτου death metal album (ο λόγος για το “Human” των DEATH, αν και κανονικά δε χρειαζόταν καν η παραπομπή, αλλά τέλος πάντων). Αφού η Roadrunner επανακυκλοφόρησε το παρθενικό τους άλμπουμ “Illusions” ως “Chemical exposure” με διαφορετικό εξώφυλλο, οι SADUS βρέθηκαν να ανοίγουν στη συνέχεια για τους MORBID ANGEL. Τελικά με τα πολλά βρέθηκε ο χρόνος και ηχογραφήθηκε το τρίτο τους άλμπουμ με τίτλο “A vision of misery”, το οποίο για πρώτη φορά θα τους έβρισκε να ακούγονται κάπως «ανθρώπινοι» σε σχέση με τον brutal thrash οχετό (λατρεύω να το αποκαλώ έτσι, δεν αντέχω αυτή την αχρείαστη death/thrash ταμπέλα, είναι ΜΟΝΟ ΘΡΑΣ, δεν υπάρχει τίποτα το death σε τέτοια άλμπουμ, καταλάβετέ το επιτέλους) των “Illusions” και “Swallowed in black”. Ανθρώπινοι όπως βλέπετε εντός εισαγωγικών καθώς πάλι κυριαρχούν οι μεγάλες ταχύτητες, χωρίς αυτή τη φορά να είναι υπερηχητικές. Η μεγάλη διαφορά υπάρχει στην διαφορά του Darren Travis, ο οποίος στις δύο πρώτες κυκλοφορίες τραγουδάει τόσο γρήγορα, που κάνει τον Araya στο “Necrophobic” να μοιάζει αργός (γενικά οι SLAYER και οι DARK ANGEL έμοιαζαν επιτάφιος μπροστά στα δύο πρώτα άλμπουμ των SADUS). O Travis ακούγεται όχι απλά καθαρότερος στην άρθρωση, αλλά για πρώτη φορά ο ακροατής τον προλαβαίνει διαβάζοντας και τους στίχους (πάλι στα πρώτα άλμπουμ, διάβαζες τον πρώτο στίχο, κι ο τύπος βρισκόταν ήδη στη δεύτερη στροφή, ΠΑΡΑΝΟΙΑ)! Το μπάσο του DiGiorgio περισσότερο μπροστά από ποτέ, λειτουργεί σαν έξτρα ρυθμική κιθάρα, ενώ ο Travis με τον Rob Moore κεντάνε ακατάληπτες ριφφάρες απίστευτης κλάσης και σολάρουν όπως κι όπου πρέπει με περίσσεια ποιότητα. Το ξεκίνημα με το “Through the eyes of greed” δείχνει ότι οι SADUS δεν ξεχνάνε να θρασάρουν χωρίς έλεος, ενώ η πρώτη και δεύτερη πλευρά του δίσκου εκπροσωπούν αντίστοιχα την πιο ακραία και προοδευτική έκφραση της μπάντας (φανατικός προγκρεσιβάς ο DiGiorgio και ίσως ο μεγαλύτερος οπαδός PSYCHOTIC WALTZ/SOLITUDE AETURNUS εκεί έξω μεταξύ άλλων). Δίπλα σε δυναμίτες όπως τα “Valley of dry bones”, “Throwing away the day”, “Under the knife”, υπάρχουν τα προοδευτικότατα “Facelift” (7’ μόνο του σε 37’ δίσκο) και “Echoes of forever” (που κλείνει το δίσκο μέσα σε χάσιμο), ενώ όλη η ουσία του δίσκου συνοψίζεται στο “Slave to misery” το οποίο ξεκινάει αργά, σιγά-σιγά κλιμακώνεται και οδηγεί σε φρενήρες ξέσπασμα που σε πετάει στον πλησιέστερο τοίχο με την αβίαστη ταχύτητα που μόνο αυτοί είχαν. Το άλμπουμ πούλησε καλά, η μπάντα βγήκε σε headline περιοδεία, αλλά γυρνώντας από την Ευρώπη, βρέθηκαν ξεκρέμαστοι από εταιρεία καθώς η Roadrunner τους γείωσε. Ο DiGiorgio στη συνέχεια συμμετείχε και στο “Individual thought patterns” των DEATH, ενώ μετά το δίσκο, ο Rob Moore αποτέλεσε παρελθόν και το συγκρότημα συνέχισε σαν τρίο (το συγκρότημα αναφέρει ότι ο κιθαρίστας «τρελάθηκε» χωρίς περαιτέρω αναφορές, αλλά με σαφείς υπόνοιες για τη νοητική του κατάσταση). Μέσα σε μόλις 37’ οι SADUS του “A vision of misery” έχουν παίξει προοδευτική μπάλα που δε θα ονειρευόταν μπάντες με 37 δισκογραφίες. Υστερεί πολύ σε ακρότητα σε σχέση με τους προκατόχους του, αλλά αυτό δεν το εμπόδισε να γελοιοποιήσει με τη σειρά του όσους θεώρησαν ποτέ ότι παίξανε ακραία και τεχνικά.
Άγγελος Κατσούρας
SAINT VITUS – “C.O.D.” (Hellhound Records)
Ένα πολύ ιδιαίτερο άλμπουμ στη δισκογραφία των SAINT VITUS έμελλε να είναι το έκτο τους άλμπουμ με τίτλο “C.O.D.” (δηλαδή Children Of Doom). O Wino την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια το 1991 για να επανασχηματίσει τους THE OBSESSED ύστερα από την περιοδεία του κορυφαίου SAINT VITUS δίσκου (“V” θα λέτε και θα κλαίτε οι «μόνο Reagers» φασαίοι). Το πλήγμα για το συγκρότημα ήταν ισχυρό, ωστόσο δεν έκατσαν πολύ να το σκεφτούν και ύστερα από μικρή έρευνα, κατέληξαν στον αντικαταστάτη του Wino. Σε μια μεγάλη και κουφή συνάμα μεταγραφή για την εποχή, τη θέση πήρε ο αγαπητός και πρώην COUNT RAVEN, Σουηδός Christian “Chritte” Lindersson (Lord Chrittus για τους φανατικούς). Η υπόκωφη φωνή του ήταν ότι έπρεπε για εκείνη την εποχή στο συγκρότημα, το οποίο σε αντίθεση με το μινιμαλισμό του “V” και των προηγούμενων δίσκων, αποφάσισε να φτιάξει ένα δίσκο με 62’ διάρκεια. Και εκεί ξεκινάει το ένα και βασικό κακό του δίσκου, ο οποίος ενώ δεν είναι καθόλου κακός, παρεκκλίνει τρομερά από τη μέση SAINT VITUS λογική και στο τέλος ακούγεται τόσο επαναλήψιμος και σταυρωτικός, που δεν αντέχεις να του δώσεις και πολλές ακροάσεις (ταπεινή γνώμη πάντα και σημειωτέον από άκρως φανατικό της μπάντας, άρα μη βαράτε). Κρίμα πραγματικά γιατί ειδικά οι κιθάρες έχουν πιάσει πάτο τονικά και είναι κρίμα που δεν το εκμεταλλεύτηκαν ώστε να γράψουν πιο αξιομνημόνευτα (μη εμπορικά) κομμάτια. Ο εφιαλτικός μινιμαλισμός που επαναλαμβάνεται σε αποκλειστικά πολύ αργές ταχύτητες δεν βοηθάει πολύ τον ακροατή. Σύμφωνοι, μιλάμε για doom αλλά οι SAINT VITUS ήταν μια κατηγορία μόνοι τους και από το δίσκο λείπει η ροκαμπίλικη χροιά του πρώιμου υλικού, καθιστώντας το “C.O.D.” το πιο στερεοτυπικά μεταλλικό τους άλμπουμ. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, δεν μπορείς ας πούμε να μην εκθειάσεις τα χτυπήματα του Armando Acosta όπου χρειάζεται, ενώ κομμάτια όπως το “Shadow of a skeleton” ας πούμε φέρουν φαρδιά πλατιά την σφραγίδα του Chrittus, ο οποίος ακούγεται όπως στους COUNT RAVEN, και είναι βέβαιο ότι αν ακολουθούσε τέτοια κατεύθυνση φωνητικών σε όλο το δίσκο, θα ακουγόταν πολύ καλύτερα τα πάντα. Το “C.O.D.” δε μπορεί σε καμία περίπτωση να ισχυριστεί ότι είναι στιγμή της καριέρας τους που έμεινε στην ιστορία με θετικό τρόπο, εξαιρώντας τα δύο τελευταία άλμπουμ μετά την επανασύνδεση, είναι σίγουρα το υποδεέστερο της δισκογραφίας τους και δε μπορεί σε καμία περίπτωση να μπει στο ίδιο ζύγι με τους προκατόχους του. Από την άλλη, χωρίς αυτό το δίσκο η μπάντα δε θα έβρισκε τον προσανατολισμό της, έτσι μετά από μια περιοδεία σε Ευρώπη και Αμερική μέσα στο 1993, ο Chrittus αποτέλεσε παρελθόν και στη θέση του επέστρεψε ο αρχικός τραγουδιστής Scott Reagers, o οποίος βρίσκεται ακόμα στη μπάντα τη δεδομένη στιγμή (με τα 2/4 της αρχικής σύνθεσης παρόντα). Ο Σουηδός πλήρωσε το μάρμαρο σε μια κατάσταση που δεν έφταιγε, το άλμπουμ χωρίς να πατώσει εμπορικά (βοήθησε το βίντεο κλιπ του “Fear”) δεν «έπιασε» τους οπαδούς όπως τα παλιότερα, από την άλλη όμως, η αντιεμπορική του λογική και τεράστια διάρκεια του, έδωσαν πάτημα στο να χαρακτηριστούν τίμιοι και ότι έκαναν το κομμάτι τους όπως πραγματικά το ήθελαν.
Άγγελος Κατσούρας
SAMAEL – “Blood ritual” (Century Media)
Με το “Worship him” οι SAMAEL συστήθηκαν στο κοινό του ακραίου metal σαν μια ιδιαίτερη μπάντα με έναν ιδιαίτερο ήχο. Πολλοί μάλιστα συγκαταλέγουν – και δικαίως – το ντεμπούτο τους σαν ένα από τα πρώτα και πιο σημαντικά underground black metal albums, που συνέβαλαν, πίσω στην αρχή των ‘90s, αρκετά στην εξέλιξη αυτού του ήχου. Σχεδόν ενάμιση χρόνο αργότερα, οι Ελβετοί κυκλοφόρησαν την δεύτερη ολοκληρωμένη τους δουλειά, το “Blood ritual”. Σε σχέση με το ντεμπούτο τους, αυτή τη φορά η προσέγγιση ήταν αρκετά πιο απλή, με πιασάρικα riffs, με έναν καθαρότερο ήχο και σαφέστατα ένα βήμα μπροστά από πλευράς εξέλιξης. Οι επιρροές από CELTIC FROST παράμεναν, η τεχνοτροπία ήταν πιο συναφής με την αντίστοιχη της Ελληνικής black metal σκηνής, παρά με αυτή της Νορβηγικής και οι έντονες thrash αναφορές ήταν κάποια από τα καταφανή στοιχεία του “Blood ritual”. Το πιο όμορφο ίσως και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του δίσκου ήταν το χτίσιμο των ατμοσφαιρών μέσα στα κομμάτια, μόνο με τη χρήση της κιθάρας. Μπορεί να υπάρχουν διάσπαρτα μέσα στο δίσκο, κάποια σημεία με πιάνο, αλλά όλο το σκοτεινό mood βασίζεται στις εξάχορδες, πράγμα που επιτείνεται από τις αργές ταχύτητες των κομματιών (πλην του ομώνυμου). Από συνθετικής άποψης, οι Ελβετοί προόδευσαν στο “Blood ritual”, δίνοντας έμφαση στο στήσιμο των κομματιών, ένα χαρακτηριστικό που θα ήταν ακόμα πιο εμφανές (κομβικής σημασίας θα έλεγα) στον επόμενο δίσκο της μπάντας, το τεράστιο “Ceremony of opposites”. Κλείνοντας θα ήθελα να γράψω πως το “Blood ritual” ίσως να είναι και λίγο αδικημένο σαν album, μιας και ο περισσότερος κόσμος αναφέρεται πιο συχνά στον προκάτοχο και σαφέστατα τον διάδοχό του, παρά στο ίδιο. Όπως και να έχει όμως, η δεύτερη δουλειά των SAMAEL ήταν μια άριστη απεικόνιση του που βρισκόταν η μπάντα εν έτει 1992, του πόσο είχε προοδεύσει από το ντεμπούτο της, αλλά συνάμα κινούσε και υποψίες για το τι ήταν ικανή να κάνει στο άμεσο μέλλον…
Θανάσης Μπόγρης
JOE SATRIANI – “The extremist” (Relativity)
Το 1992 βρίσκει τον JOE SATRIANI στο peak της καριέρας και δημοτικότητας του. Έχει καινοτομήσει όπως πριν απ αυτόν οι Yngwie Malmsteen, Eddie Van Halen, Brian May, ο Jeff Beck και, ναι ναι, ο Jimi Hendrix. Ανάμεσα σ’ αυτά τα ιερά τέρατα, ο Satch έχει τη δική του περίοπτη θέση, πολύ πιο πάνω από όλους τους shredders που προσπαθούν να παίξουν πιο γρήγορα απ όλους (είναι εκείνοι που βγάζουν το κακό όνομα στους κιθαρίστες, ότι δηλαδή είναι παπατζήδες). Με το “Surfing with the alien” ο (ακόμα με μαλλί τότε) Satriani ανακάλυψε νέους τρόπους έκφρασης και, με το ένα πόδι στο μέλλον και το άλλο στο κληροδότημα του Hendrix, μετέτρεψε την ηλεκτρική κιθάρα σε μια ακόμα πιο ολοκληρωμένη οντότητα και πολυφωνικό όργανο. Η ηλεκτρική κιθάρα στα χέρια του είναι όπλο, φωνή και προέκταση της ψυχής του.
Το 1992 λοιπόν κυκλοφορεί τον τέταρτο δίσκο του με τίτλο “The extremist”. Εδώ βρίσκουμε το fan favorite “Summer song” και τα επίσης πιασάρικα “Friends”, “Why” και το “Rubina’s blue sky of happiness” αφιερωμένο στη γυναίκα του Rubina, και κομμάτι με το οποίο συχνά έκλεινε τις συναυλίες του παλιότερα. Βρισκόμενος λοιπόν σε τοπ φόρμα, ο Satch εδώ καινοτομεί πάλι και αραδιάζει όλες τις δεξιότητες του που έχουν γίνει trademark τόσο που μερικές νότες πλέον φτάνουν για να αναγνωρίσεις τον κιθαρίστα πίσω απ το κομμάτι. Αν μη τι άλλο όμως, εδώ έχει ελαττώσει λίγο τις απαιτήσεις και παίζει πιο μελωδικά και ευκολομνημόνευτα κομμάτια όπως το “Summer song” και το “Friends” που μένουν στο κεφάλι του ακροατή και δεν ξεκολλάνε. Ο δίσκος ήταν άλλη μια επιτυχία με πολλές δάφνες όπως και οι πρώτοι του δίσκοι. Παρέμεινε για 28, παρακαλώ, βδομάδες στο νούμερο 22 στα Αμερικανικά charts και έγινε χρυσός το Δεκέμβριο του 1992 στις ΗΠΑ με 500.000 πωλήσεις. Το 1993, ο Satch έλαβε την τέταρτη υποψηφιότητα του στα βραβεία Grammy στη κατηγορία καλύτερου instrumental rock performance. Το Line-up εδώ είναι επίσης ένα από τα καλύτερα της καριέρας του, με καλεσμένους τους θρύλους Gregg Bissonette στα τύμπανα και Doug Wimbish στο μπάσο (που έχει παίξει για πολλά χρόνια και με τον Steve Vai). Πίσω απ τη κονσόλα, ο για χρόνια συνεργάτης του, John Cuniberti. Με το “Extremist” κλείνει ένας κύκλος με δίσκους και κομμάτια που έχουν χτίσει τη φήμη και το θρύλο του JOE SATRIANI καθώς οι επόμενες κυκλοφορίες είχαν μικρότερο αντίκτυπο, μέχρι το 2002 τουλάχιστον και το “Strange beautiful music” που τον έφερε και στο θέατρο Πέτρας, συναυλία που δεν θα ξεχάσω για όσο ζω.
Φίλιππος Φίλης
SAXON – “Forever free” (CBH/Virgin)
Oι SAXON θα είναι για πάντα ένα συγκρότημα που θα τιμάει και θα κοσμεί τη heavy metal μουσική, όντας γνήσιος αντιπρόσωπος της με albums που είναι επιτυχημένα και ορίζουν ένα ολόκληρο είδος. Το 1992, έχοντας ήδη 13 χρόνια πλούσιας καριέρας στην πλάτη τους, βλέπει τo φως της δημοσιότητας η ενδέκατη δισκογραφική τους απόπειρα με τον ανθεμικό τίτλο “Forever free”, δουλειά που διαδέχτηκε το “Solid ball of rock” το 1991, ένας δίσκος που για πολλούς ήταν ένα νέο ξεκίνημα για το group, βάζοντας και πάλι ψηλά τον πήχη. Φυσικά τα μέλη των SAXON ήξεραν από τότε να γράφουν τραγούδια ανεξίτηλα στον χρόνο και έτσι το album πήρε την σκυτάλη από τον προκάτοχο του, τηρώντας την όποια κλασσική συνταγή επιτυχίας. Από το πρώτο ομώνυμο τραγούδι μέχρι και το τελευταίο “Cloud Nine”, ότι ακούει ο οπαδός είναι 1000% heavy. Ίσως λόγω της επιτυχίας που είχε το “Solid ball of rock”, έγραψαν τραγούδια που έχουν ως κύριο συστατικό, αυτό το χαρακτηριστικό, κλασσικό πια, στακάτο, πορωτικό, κοφτό mid tempo κιθαριστικό ριφ όταν οι ταχύτητες δεν είναι υψηλές. Όταν πάλι είναι, έσφυζαν από έναν απίστευτο δυναμισμό και ηχητικό τσαμπουκά καθηλώνοντας σε.
Το σχήμα έμεινε πιστό στις μουσικές αρχές του, δε πειραματίστηκε, ούτε έβαλε άλλες ηχητικές επιρροές στα τραγούδια του, και έτσι ο ακροατής θα ανακάλυπτε και πάλι πληθώρα καταπληκτικά αποδομένων κιθαριστικών ριφ και solos, καθώς και μνημειώδη ρεφραίν που αφενός σου «μένουν» και τα τραγουδάς και αφετέρου σε ξεσηκώνουν άμεσα. Τραγούδια όπως το ομώνυμο ή τα “Hole in the sky”, “Get down and dirty”, “One step away”, “Can’t stop rocking” και “Nighthunter”, μεταξύ άλλων, δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από το ένδοξο ηχητικό παρελθόν που είχε παρουσιάσει το σχήμα και έτσι υπήρχε εξίσου καλή ποιότητα και στο τότε καινούργιο υλικό.
Οι SAXON με το “Forever free” έγραψαν και πάλι τραγούδια που συνδύαζαν με τέλειο τρόπο πώς να ακούγεσαι 100% heavy, έχοντας παράλληλα ευφάνταστες μελωδίες στα τραγούδια σου, κάνοντας τα αξιομνημόνευτα και αντιπροσωπευτικά μουσικά δείγματα, που τιμούν στο έπακρο το όνομα και την ιστορία σου. Το album, που για μένα ίσως είναι και λίγο υποτιμημένο σε σχέση με την όλη την υπόλοιπη δισκογραφία τους, κυκλοφόρησε με δυο εξώφυλλα, με το Αγγλικό να απεικονίζει έναν διαστημικό πεζοναύτη από το παιχνίδι Warhammer 40.000. Παρόλα αυτά μέχρι και σήμερα νομίζω ότι συγκαταλέγεται στα αγαπημένα των οπαδών από ένα group που θα παραμείνει «σκλάβος» του κλασσικού heavy metal ήχου.
Θοδωρής Μηνιάτης
SCREAMING TREES – “Sweet oblivion” (Epic)
Η ιστορία των SCREAMING TREES ξεκινά πίσω στα 80s μιας και ο πρώτος τους δίσκος κυκλοφόρησε το 1986 από την ανεξάρτητη SST. Tο “Uncle Anesthesia”, o πέμπτος τους δίσκος τους βρίσκει με την μετακόμιση τους στην περιοχή τους Seattle και επίσης με συμβόλαιο με την πολυεθνική Epic. Στον δίσκο αυτόν συμμετέχει ο Chris Cornell μιας και η τότε σύζυγος του Susan Silver ήταν η manager του σχήματος. Εμπορικά όμως ελάχιστα κατάφερε να συστήσει την μπάντα σε μεγαλύτερο κοινό.
Όλα όμως θα αλλάξουν με τον επόμενο δίσκο. Ο ντράμερ Barret Martin θα αντικαταστήσει τον Mark Pickerel και η ομάδα που αποτελείτε από τα “εύσωμα” αδέλφια Conner και τον τραγουδιστή Mark Lanegan θα βρει μια ισορροπία. Τα προβλήματα με τα ναρκωτικά του Lanegan ευτυχώς δεν θα σταθούν εμπόδιο για την ηχογράφηση τους καλύτερου δίσκου της μπάντας, το “Sweet oblivion” εν προκειμένω.
O δίσκος κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του ‘92 και κατάφερε να πουλήσει 300.000 κόπιες, ότι ποιο εμπορικό είχαν καταφέρει μέχρι εκείνη την εποχή. Το πρώτο single “Νearly lost you” ένα καταπληκτικό hard rock τραγούδι ήταν αυτό που τους έδωσε την σπουδαία δυναμική και ώθηση και μάλιστα είχε συμπεριληφθεί και λίγους μήνες πριν και στο soundtrack της ταινίας “Singles”. Το άλμπουμ όμως ήταν ένα εξαιρετικό δείγμα hard rock που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα υπόλοιπα πιο γνωστά και επιτυχημένα groups της συνομοταξίας τους. Η χαρακτηριστική blues φωνή τους Mark Lanegan (που έκτοτε έχει γίνει ένας από τους πιο αγαπημένους rock καλλιτέχνες στην χώρα μας, είναι πάμπολλες οι επισκέψεις του για συναυλίες στην Ελλάδα) και η φοβερή κιθαριστική δουλειά του Gary Lee Conner που πραγματικά κεντάει σε όλο τον δίσκο, μας προσφέρουν ένα μοναδικό αποτέλεσμα που πρέπει να ακουστεί στο σύνολο του για να εκτιμηθεί καταλλήλως και όπως του αρμόζει. Κομμάτια σαν τα “Shadow of the season”,” For celebration Past”,”Troubles times”, “The secret kind”, “Dollar bill” (το δεύτερο single) και “More or less” είναι μερικές μόνο από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές αυτού εδώ του δίσκου.
Η περιοδεία για την προώθηση του δίσκου τους βρίσκει σαν support στους ΑLICE IN CHAINS σε Ευρώπη και Αμερική, μια απόφαση της κοινής δισκογραφικής εταιρίας τους σε αντίθεση με την θέληση της μπάντας που επιθυμούσε να κάνει τα δικά της show. H εταιρία απαίτησε ουσιαστικά να γίνει το δικό της αλλιώς δεν θα υποστήριζε τους δίσκους της μπάντας. Επίσης άλλο ένα μελανό σημείο στην καριέρα τους ήταν το support που αναγκάστηκαν να κάνουν στους SPIN DOCTORS, και όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η μπάντα “το να ανοίγεις τις συναυλίες άλλων ουσιαστικά δεν καταφέρνεις να κάνεις δική σου καριέρα”.
Τελικά όμως κατάφεραν να περιοδευόσουν για τον δίσκο για τα επόμενα δύο χρόνια και όταν τελείωσε η περιοδεία βρήκε την μπάντα εξουθενωμένη να προσπαθεί να ανασυνταχθεί. Στο αμέσως επόμενο διάστημα ο Lanegan θα κυκλοφορήσει τον δεύτερο προσωπικό του δίσκο (“Whiskey for the holy ghost”) ενώ ο Barrett Martin θα συμμετάσχει στο (super) supergroup των ΜΑD SEASON.
Το “Sweet Oblivion” για μένα είναι ένα από τα καλύτερα albums της grunge περιόδου, μπορεί να μην απέκτησε την αντίστοιχη εμπορική αποδοχή όπως οι δίσκοι των PEΑRL JAM, των SOUNDGARDEN ή των ΝΙRVANA αλλά διαθέτει ένα σύνολο από σπουδαία κομμάτια που διατηρούν ακόμα και σήμερα, 30 σχεδόν χρόνια μετά, την δυναμική τους και την πανέμορφη μεθυστική τους αύρα όπως όταν τα πρωτάκουσαμε.
Γιάννης Παπαευθυμίου
SHADOW GALLERY – “Shadow gallery” (Magna Carta)
Όποιος είχε ακούσει έστω και μία νότα από το demo των SORCERER (την πρώιμη μορφή του συγκροτήματος), ήταν σίγουρος πως το “Shadow gallery” θα ήταν ένα ακόμη power metal έπος, με τεράστιες κιθάρες και χαρακτηριστικό, υψίφωνο τραγουδιστή. Οι Αμερικανοί όμως, του την «έσκασαν» καθώς άλλαξαν ρότα, παίζοντας ένα πραγματικά προοδευτικό US metal, που εξακολουθούσε όμως να αντλεί έμπνευση από τις ένδοξες λυρικές μέρες των late 80s. Το “Shadow gallery” ήταν το πρώτο βήμα προς την αιωνιότητα μιας μεγάλης μπάντας. Μεγάλης όχι από πλευράς πωλήσεων, αλλά από πλευράς ποιότητας και καθαρά μουσικής παρακαταθήκης. Ήταν η αρχή ενός μαγικού ταξιδίου, κατά την διάρκεια του οποίου ο ακροατής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με μια μπάντα πηγαία, αυθεντική, που ισορροπεί την μελωδικότητα και την αμεσότητα, στο τεντωμένο σχοινί της άκρατης τεχνικής κατάρτισης. Άκουσε για πρώτη φορά την απαράμιλλη, «ζεστή» χροιά του Mike Baker που μας άφησε τόσο άδοξα στα 45 του χρόνια. Προσπάθησε να μετρήσει νότα προς νότα την μαγεία της κιθάρας του Brendt Allman και την παραμυθένια ατμόσφαιρα που δημιουργούσε ο Chris Ingles. Τα 17 λεπτά του θεϊκού “The queen of the city of ice” είναι υπεραρκετά, ώστε να καταλάβει και ο πλέον αδαής τις δυνατότητες των Αμερικανών και να ετοιμαστεί για την λαμπρή συνέχεια. Όχι, το “Shadow gallery” δεν είναι το καλύτερο άλμπουμ της μπάντας, πιθανότατα δε, να είναι και το χειρότερο. Μακάρι όμως να ήταν έτσι όλα τα «χειρότερα» τούτης της οικουμένης.
Δημήτρης Τσέλλος
SINISTER – “Cross the Styx” (Nuclear Blast)
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, τα νερά του Στύγιου ποταμού του Κάτω Κόσμου είχαν την τρομερή δύναμη να διαλύουν και να αφανίζουν ότι έπεφτε μέσα τους. Και κάπως έτσι εξηγείται η καταστροφική μανία που αναδύεται από το ντεμπούτο που στα 1992, έβγαλαν οι υπερταχύτατοι Ολλανδοί SINISTER, το οποίο ονόμασαν “Cross the Styx”. Πολλοί σβέρκοι, έχουν αφανιστεί μέσα στο ορμητικό τους death metal τις τελευταίες 3 δεκαετίες. Σε τούτο το κείμενο, θα ρίξουμε μια ματιά, στη ρίζα του κακού.
Μετά από ένα split με τίτλο “Where is your god now” (με ACROSTICHON, GOREFEST, DEAD HEAD, DISFIGURE), ένα split με τους death/thrashers MONASTERY, τα demos “Perpetual Damnation” (1990), “Putrefying remains / Spiritual immolation” (1990), Sacramental Carnage (1991) και το ομώνυμο EP (1991), οι SINISTER, υπογράφουν στην Nuclear blast και κυκλοφορούν, στην πρώτη μέρα του έτους 1992, το “Cross the Styx”. Εδώ μιλάμε για ένα από τα καλύτερα Ευρωπαϊκά death metal ντεμπούτα, γενικά, όχι μόνο στα πλαίσια της Ολλανδίας.
Από το άριστο αισθητικά εξώφυλλο, με το πορτοκαλί, φλεγόμενο κρανίο, έχουμε ήδη μια προδιάθεση του τι θα ακούσουμε. Εισαγωγή “Carnificina scelesta” με αλυσίδες, κραυγές, ορχηστρικά θέματα, και μετά ΟΛΕΘΡΟΣ. “Perennial mourning”/”Sacramental carnage” για εναρκτήρια κομμάτια σου λέει… χάνει η μάνα το παιδί, και το παιδί τη μάνα! Ξεγελάει τον ακροατή, ξεκινώντας αργόσυρτα με το διπέταλο να σφυροκοπάει τα αυτιά του ακροατή, και μετά εξελίσσεται σε εκτός ελέγχου υπερταχεία, με τα απαραίτητα κοψίματα για ανάσες. Τα δε “Doomed” και “Spiritual immolation” διπλώνουν σβέρκους στη μέση με το γκρουβάτο riffing του, και από τη μέση και μετά, μοιράζει βρωμόξυλο με τον Aad Kloosterward να αποδεικνύεται drummer – κτήνος (προτού στο μέλλον αναλάβει τα φωνητικά στους Ολλανδούς)! Το ομώνυμο θρασάρει όπως πρέπει, στέλνοντας σε να διαβείς τον Στύγιο ποταμό μέσα από τα εθιστικά και δηλητηριώδη riffs του, τα οποία υπάρχουν διάσπαρτα σε όλο το άλμπουμ (όπως στο “Corridors to the abyss” και το “Epoch of denial”).
Μιλάμε για σφαγή 39 λεπτών άνευ ελέους! Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι στον επόμενο δίσκο το ξεπέρασαν (όταν έρθει η ώρα θα μιλήσουμε και γι’ αυτό), ένα χρόνο και 10 μήνες μετά. Το “Cross the styx” έβαλε για τα καλά τους SINISTER στον death metal χάρτη, χαράσσοντας το δρόμο για τα επόμενα δύο διαμάντια, χτίζοντας έτσι τον μύθο τους ως ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα των Κάτω Χωρών. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή μιας θρυλικής πορείας. CROSS THE STYX!
Γιάννης Σαββίδης
SINNER – “No more alibis” (Mausoleum Records)
Μου αρέσουν οι SINNER και είμαι θιασώτης της γερμανικής εργασιακής ηθικής του Mat Sinner. Το που βρίσκει το χρόνο και το αν η ποσότητα συνάδει με την ποιότητα είναι δύο θέματα προς συζήτηση, αλλά σίγουρα όχι επί του παρόντος. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τι έκαναν οι SINNER το 1992 και αν το “No more alibis” που κυκλοφόρησαν τότε είχε κάτι να πει ή όχι. Καταρχάς, για αυτούς που δεν έχουν παρακολουθήσει τα έργα και τις ημέρες του γερμανικού συγκροτήματος, να πούμε ότι ούτε λίγο ούτε πολύ υπάρχουν 4 διαφορετικές φάσεις μπάντας (η πρωτόλεια metal, η μελωδική hard rock, η αμιγώς heavy/power και η πιο σύγχρονη old school rock n’ roll με τις THIN LIZZY αναφορές). Το “No more alibis” ανήκει στη δεύτερη φάση της μπάντας και είναι αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως αμερικάνικο hard rock όπως αυτό γιγαντώθηκε την περίοδο 1987-1989.
Τα κομμάτια δεν είναι άσχημα…βέβαια δεν είναι και τίποτα το συγκλονιστικό. Αλλά είναι κάπως περίεργο (για να μην πω παράταιρο) να ακούς την ακατέργαστη φωνή του Sinner να τραγουδάει για αγάπες και έρωτα και να προσπαθούν οι SINNER να ακουστούν κάτι ανάμεσα σε WHITESNAKE και KIX. Συνθέσεις σαν τα “Where were you” και “Burning heart” είναι αξιόλογες και σίγουρα θα είχαν καλύτερη τύχη αν είχαν κυκλοφορήσει από μία αμερικάνικη μπάντα αλλά όχι από τους SINNER τους οποίους η αλήθεια είναι ότι τους προτιμάμε στην αμιγώς heavy/power φάση τους (1998-2003). Για την ιστορία οι μετέπειτα συνεργάτες του Mat Sinner στους PRIMAL FEAR, οι Ralf Scheepers & Tom Naumann συμμετέχουν σαν guests στο δίσκο.
Σάκης Νίκας
SKYCLAD – “A burnt offering for the bone idol” (Noise Records)
Το “The wayward sons of Mother Earth” όπως έγραψα σε αντίστοιχο κείμενο για το 1991, δεν ήταν μόνο ένας από τους σημαντικότερους δίσκους της δεκαετίας του ’90. Ήταν και το ντεμπούτο ενός ολόκληρου νέους είδους, που θα ονομαστεί στην συνέχεια, απολύτως φυσιολογικά και λογικά, “folk metal”. Το “A burnt offering for the bone idol” είχε πολύ δύσκολη αποστολή λοιπόν, δεδομένου πως έπρεπε να σταθεί τουλάχιστον ισάξιο ενός καταπληκτικού πρώτου δίσκου όπως ήταν ο προκάτοχός του. Και τα κατάφερε. Εξίσου thrashy, περισσότερο όμως folklore, είναι ο δεύτερος κρίκος σε μια αλυσίδα που άντεξε χρόνια πολλά, και αποτελείται από ουκ ολίγα αριστουργήματα. Τον ρόλο των “The sky beneath my feet” και “Our dying island” έχουν πάρει εδώ κομμάτια σαν το “Salt on the Earth (Another man’s poison)” και το “The declaration of indifference”, το κέλτικο χορευτικό DNA του “The widdershins’ jig” ονομάζεται “Spinning Jenny” (τεράστιο, για τα δεδομένα του group, hit) και οι στίχοι… αχ οι στίχοι! Ο Martin μεταμορφώνεται από φυσιολάτρη περιπλανώμενο ποιητή σε έναν ανεξάρτητο, πύρινο ιεροκήρυκα, υπέρμαχο της Μητέρας Φύσης και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ευφυές, ιδιαίτερο, καινοτόμο, το “A burnt offering for the bone idol” είναι το μανιφέστο μιας παρέας υπέροχων μουσικών (η Fritha Jenkins είναι η νέα προσθήκη στο βιολί, στην θέση του Mike Evans) που μόνη της, μακριά από τον σωρό και κόντρα σε μόδες και μουσικά κατεστημένα, «φώτισε» τον χώρο του heavy metal όσο λίγες. Γαμώτο… να υπήρχε και ένα ακόμη αριστούργημα σαν το “Moongleam and meadowsweet”… θα έπρεπε το ημερολόγιο να δείξει 1994 για να ακούσουμε κάτι αντίστοιχο. Αλλά μην ανησυχείς…this story shall also be told.
Δημήτρης Τσέλλος
SLAUGHTER – “The wild life” (Chrysalis)
Πως ξεπερνάς ένα ντεμπούτο που έχει γίνει δύο φορές πλατινένιο και θεωρείται ένα από τα πιο πετυχημένα ντεμπούτα στο χώρο του Αμερικάνικου hard rock; Η απάντηση είναι απλή: δεν το ξεπερνάς! Έτσι είναι. Οι SLAUGHTER δεν περίμεναν με τίποτα όταν γεννιόνταν από τις στάχτες των VINNIE VINCENT INVASION ότι θα κατάφερναν μία τόσο γρήγορη και μεγάλη εμπορική επιτυχία. Γιατί μπορεί να μη βρισκόμασταν στα ένδοξα 80s αλλά ακόμη το 1990 το hard rock καλά κρατούσε και τα συγκροτήματα που ξεπήδησαν τότε είχαν κάτι να πουν…τουλάχιστον πολλά από αυτά για να μην είμαστε υπερβολικοί. Μετά από μία πετυχημένη, λοιπόν, περιοδεία (τόσο με τους KISS όσο και μόνοι τους), οι SLAUGHTER μπήκαν στο studio για να ηχογραφήσουν το διάδοχο του “Stick it to ya”. Και το όνομα αυτού: “The wild life”!
Το δεύτερο άλμπουμ των SLAUGHTER μπορεί να μην πέτυχε τις πωλήσεις που τόσο πολύ επιζητούσαν οι δημιουργοί του (μην ξεχνάμε ότι το 1992 είχε αλλάξει άρδην το κλίμα στην Αμερική) αλλά ήταν ένα πάρα πολύ καλό άλμπουμ που κοίταζε στα ίσα το ντεμπούτο… Έστω και αν τελικά έχανε στα σημεία. Το ομώνυμο κομμάτι, το “Days gone by” και το “Reach for the sky” ήταν highlights του δίσκου ενώ η απόλυτη στιγμή ήταν η power ballad “Real love” στο video clip της οποίας πρωταγωνιστούσε η ΘΕΑ Shannen Doherty. To “The wild life” έγινε χρυσό στην Αμερική και αυτή θα ήταν η τελευταία φορά όπου ένα άλμπουμ των SLAUGHTER θα έμπαινε στα Billboard charts. Ούτως ή άλλως ένα χρόνο μετά θα έχαναν το συμβόλαιο με την Chrysalis και θα υπέγραφαν με τη CMC International…
Σάκης Νίκας
SLEEP – “Sleep’s Holy Mountain” (Earache Records)
Ανάμεσα στις πάμπολλες αντιφάσεις, εκούσιες και μη, που σημάδεψαν κατά καιρούς την πορεία των SLEEP, μια από τις πιο θεμελιώδεις θα πρέπει να θεωρηθεί η ένταξη τους στο δυναμικό της Earache. Όχι μόνο γιατί ενώ η βρετανική δισκογραφική είχε ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 να συγκεντρώνει στο ρόστερ της ό,τι πιο ακραίο υπήρχε στο χώρο του metal, πρόσφερε συμβόλαιο έξι (!) δίσκων σε μια μπάντα που κινούταν σε πιο «παραδοσιακές» φόρμες, αλλά κυρίως επειδή πείστηκε σχεδόν μονομιάς να κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο του 1992 χωρίς την παραμικρή παρέμβαση ως κανονικό δίσκο, το demo που είχε λάβει από το καλιφορνέζικο συγκρότημα, την παραγωγή του οποίου είχε επιμεληθεί ο Billy Anderson.
Αφήνοντας πίσω του το ακατέργαστο hardcore punk/sludge μοτίβο του “Volume One” και με ένα μέλος λιγότερο πλέον στη σύνθεση του, το τρίο των Al Cisneros, Matt Pike και Chris Hakius αλυσοδένει στην προκρούστεια κλίνη την Iommi-κή τεχνοτροπία των “Master of Reality” και “Vol.4” και τεντώνει με περίσσια χειρουργική ευλάβεια τις σάρκες της ώστε να εντοπίσει εκείνους τους ιστούς γύρω από τους οποίους θα χτίσει το δικό του DNA. Μέσα από την εν λόγω λεπτεπίλεπτη «επέμβαση» ξεπροβάλλει σχεδόν θριαμβευτικά ένα ντελίριο υπνωτικής μονολιθικότητας, πνιγμένο στον καπνό του κανναβικού εθισμού και συγχρόνως εμποτισμένο με σαρωτικά ρυθμικά μέρη και γκρούβες που για πρώτη φορά ορθώνουν μια χαλύβδινη γέφυρα διασύνδεσης ανάμεσα στο stoner και το doom metal.
Τα κομμάτια δίνουν από μόνα τους το στίγμα. Όσο κι αν το “Dragonaut” παραμένει το πολυλατρεμένο, πιασάρικο άσμα που προκαλεί χαμό και αμέτρητα ντουμάνια στις συναυλίες του σχήματος, το πραγματικό σήμα-κατατεθέν του άλμπουμ αποτελεί το “The Druid”, έχοντας ως αιχμή του δόρατος του ένα υπερεθεστικό riff που αποπνέει μεγαλοπρέπεια και μια ένταση που διακόπτεται στη μέση μόνο από το κρεσέντο σεμιναριακών μπασογραμμών του Cisneros. Από κει και πέρα, τα χτυπήματα εκτός από απανωτά γίνονται ακόμα πιο ηχηρά με την μπάντα να μην κάνει εκπτώσεις σε τίποτα καθώς η ανάβαση στο Ιερό Βουνό πλησιάζει στην κορύφωση της. Η αδρεναλίνη τρυπάει φλέβες στα “Evil Gypsy/Solomon’s theme” και “Inside the Sun”, την ίδια ώρα που στο “Aquarian” η φωνή του Cisneros μοιάζει περισσότερο να ψέλνει παρά να τραγουδάει, στηριζόμενη σε ρίμες ψυχοπνευματικών φαντασιώσεων. Το δε καταιγιστικό “Holy Mountain” μαζί με το “From Beyond” ορίζουν το σημείο υπέρβασης της SABBATH-ικής τελείωσης, φέρνοντας στο προσκήνιο την πιο «ρευστή» αλλά συγχρόνως πιο ατμοσφαιρική οργανική δυναμική του σχήματος, με τα τιτάνια κυμβαλιστικά χτυπήματα του Hakius να κουβαλούν στην πλάτη τους το ηδονικό τέμπο και τον Pike να βγαίνει μπροστά ως εκκολαπτόμενος guitar-hero σπέρνοντας θηριώδη riffs, τα ηχοκύματα των οποίων προκαλούν αστρικές δονήσεις ικανές να τινάξουν το Σύμπαν στον αέρα.
Η διαχρονική υπόσταση του “Sleep’s Holy Mountain” ως ορόσημου για την (μετ)εξέλιξη, τόσο των ίδιων των SLEEP όσο και του stoner/doom metal, εκπορεύεται επομένως από το γεγονός ότι καταφέρνει και προτάσσει την δική του βαρυσήμαντη μουσική προσωπικότητα, ενάντια στη λογική της φτηνής και κακόγουστης απομίμησης της SABBATH-ικής κληρονομιάς. Πολλά συγκροτήματα βεβαίως έσπευσαν να κοπιάρουν ασύστολα τον ήχο του, λίγα όμως ήταν εκείνα που κατάφεραν να πλησιάσουν ή να αγγίξουν την τελειότητα του.
Πάνος Δρόλιας
SODOM – “Tapping the vein” (Steamhammer)
Αν θελήσουμε να περιγράψουμε το πέμπτο full length άλμπουμ των SODOM (χωρίς τα δύο E.P.) με μία μόνο λέξη, αυτή θα ήταν, “κτηνωδία!”. Δίσκος που, για μια ακόμη φορά, ηχογραφήθηκε με διαφορετική σύνθεση καθώς ήταν το πρώτο άλμπουμ των SODOM με τον Andy Brings στις κιθάρες, αντικαθιστώντας τον Michael Hoffmann. Έμελλε όμως να είναι και το τελευταίο άλμπουμ με τον Chris Witchhunter, στα τύμπανα καθώς λίγο μετά την κυκλοφορία του, ο Tom Angelripper αναγκάστηκε να τον απολύσει καθώς τα προβλήματα με το αλκοόλ που αντιμετώπιζε ο θηριώδης ντράμερ είχαν φτάσει σε σημείο μη διαχειρίσιμο. Στα του δίσκου τώρα, την παραγωγή ανέλαβε για μια ακόμη φορά ο Harris Johns, συμβάλλοντας τα μέγιστα για το φοβερό ηχητικό αποτέλεσμα. Συνθετικά, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το “Tapping the vein” θεωρείται μια από τις καλύτερες δουλειές των SODOM. Κτηνώδες, με μια ωμότητα που δεν μπορεί παρά να συναρπάσει τον ακροατή, το “Tapping the vein” επί το πλείστον περιλαμβάνει κομμάτια υπερηχητικών ταχυτήτων όπως το εναρκτήριο “Body parts” που φανερώνει από την αρχή τις προθέσεις της μπάντας, το ομώνυμο ή το φανταστικό “The crippler”. Παραδοσιακά υπάρχουν το mid tempo κομμάτι οδοστρωτήρας “One step over the line”, το “Wachturm” με τους γερμανικούς στίχους, ενώ η πιο “μελωδική” ας πούμε, στιγμή του δίσκου, ανήκει στον επίλογο του άλμπουμ με το “Reincarnation”. Κάθε κομμάτι είναι ιδιαίτερο και προσωπικά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο περισσότερο από τα άλλα, ίσως όμως τα προσωπικά αγαπημένα μου να είναι τα “The crippler” και “Hunting season”. Όσο για την απόδοση των SODOM, είναι η καλύτερη δυνατή. O Andy Brings “συστήνεται” στον κόσμο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με το τραχύ και επιθετικό κιθαριστικό του ύφος, ο Angelripper ακούγεται σε σημεία να γρυλίζει σαν death metal τραγουδιστής (“Skinned alive”) με μια πρωτόγνωρη οργή, ενώ ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στον Chris Witchhunter. Δεν ξέρω αν ο ίδιος ήξερε ότι θα απολυθεί από τους SODOM, προσωπικά όμως πιστεύω ότι στο “Tapping the vein” έχει ηχογραφήσει τα καλύτερα τύμπανα της ζωής του. Ένας απίστευτος ντράμερ που δυστυχώς καταστράφηκε από το αλκοόλ… Επιστρέφοντας στο “Tapping the vein” σαν σύνολο, ο δίσκος ακούγεται ακόμη και σήμερα σαν να κυκλοφόρησε μόλις χθες, αποδεικνύοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αντοχή του στο χρόνο. Όπως προανέφερα, είναι μια από τις καλύτερες δουλειές των SODOM (με αρκετούς να το θεωρούν το καλύτερο τους άλμπουμ) και βέβαια είναι απαραίτητη προσθήκη σε κάθε καλά ενημερωμένη thrash δισκοθήκη. Είπαμε, δύναμη και κτηνωδία μέχρι τελικής πτώσεως!
Θοδωρής Κλώνης
SOLITUDE AETURNUS – “Beyond the crimson horizon” (Roadracer)
Μια από τις καλύτερες μπάντες που ξεπήδησαν από το Τέξας, οι SOLITUDE AETURNUS το 1992 κυκλοφόρησαν το δεύτερό τους άλμπουμ, το πρώτο που γράφτηκε για την Roadrunner και το οποίο ηχογραφήθηκε σε σαφώς ανώτερες συνθήκες. Από την πρώτη νότα, η παραγωγή φανερώνει τα προτερήματα της μπάντας, επιτρέποντας σε όλα τα όργανα να ακουστούν όσο και όπου πρέπει. Οι Αμερικάνοι, ήταν ήδη μαζί κάποια χρόνια, είχαν δέσει και διατηρούσαν ένα κοινό μουσικό όραμα. Έχουν δαμάσει τις progressive επιρροές τους (βλέπε πρώιμους FATES WARNING) και έχουν αφομοιώσει την δισκογραφία των CANDLEMASS (“Nightfall”-“Ancient dreams”), δημιουργώντας έτσι έναν δικό τους χαρακτήρα, με ένα doom συναίσθημα, αρκετά τεχνικά μέρη, αλλαγές στο μέτρημα, αλλά και αρκετές εξάρσεις. Στα πλεονεκτήματα των SOLITUDE AETURNUS ήταν ξεχωριστή φωνή του Robert Lowe, όσο τα κολασμένα ριφ του John Perez και τα φιλοσοφημένα σόλο του Edgar Rivera. Εκτός από το άφταστο “Seeds of the desolate”, υπάρχουν άλλα 7 ξεχωριστά τραγούδια, συχνά με μεγάλη διάρκεια και πάντα με αρκετές αλλαγές. Το “Black castle” κυριαρχείται από την καταχθόνια φωνή του Lowe, το “The hourglass” εύκολα το βάζεις σε κάποιον για να εξηγήσεις τι αντιπροσωπεύουον οι SOLITUDE, το “Plague of procreation” είναι το ιδανικό τελειώμα, με ιδέες που φαντάζουν τυπικές, αλλά δείχνουν την ιδιαιτερότητα των μουσικών όπως χτίζονται γύρω από επικά φωνητικά, εναλασσόμενους ρυθμούς, αλλά κι ένα ατμοσφαιρικό ρεφραίν. Τέλος το “Beyond…” είναι soundtrack για κηδεία! Οι SOLITUDE AETURNUS με αυτό το άλμπουμ σύσφιξαν τον μύθο τους, έδειξαν τον επαγγελματισμό και την εξέλιξή τους, ξεδίπλωσαν τις αρετές τους και φώναξαν προς όλους ότι έχουν πολλά να δώσουν.
Γιώργος “Beyond…” Κουκουλάκης
STEELHEART – “Tangled in reins” (MCA Records)
To “Tangled in reins” ήταν η δεύτερη δισκογραφική απόπειρα των STEELHEART μετά το εξαιρετικό τους ντεμπούτο που περιείχε την κομματάρα “She’s gone”. H μπάντα προσπάθησε να αντιγράψει την πολύ πετυχημένη συνταγή του πρώτου δίσκου αλλά αυτό γύρισε μπούμερανγκ στο ίδιο το συγκρότημα. Βέβαια, τους έδωσε μία θέση και μάλιστα υψηλή, στα charts της Ιαπωνίας αλλά δεν ήταν αυτό το ζητούμενο όταν έγραφαν τον δίσκο.
Το “Loaded Mutha” που ανοίγει τον δίσκο μας δείχνει την πιο WHITESNAKE πλευρά της μπάντας με τον Matijevic να «αλωνίζει» στην κυριολεξία. Προσωπικά, η αγαπημένη μου στιγμή από τον δίσκο είναι το “Sticky side up”. Ένα φοβερό τραγούδι με καταπληκτικές φράσεις στα riffs του, με groove που σε κρατάει στην τσίτα και φυσικά τον Matijevic να τραγουδάει μερικούς από τους πιο «βρώμικους» στίχους της καριέρας του! Τα “Too late for the party” και “Dancin’ in the fire” κινούνται στο ίδιο ύφος ενώ το “Love ‘em and I’m gone” κινείται στα χνάρια του “Dr. Feelgood” των MOTLEY CRUE! Μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές του δίσκου είναι το “Mama don’t cry” που είναι αφιερωμένο στην μητέρα του. Ένας μύθος ανά τα χρόνια αναφέρει πως ο Matijevic σε αυτό τραγούδι πιάνει την ψηλότερη νότα που έχει πιάσει στην καριέρα του, μία κόντρα «Αm πέμπτης»!
Το άλμπουμ είναι καλό και σε στιγμές εξαιρετικό αλλά μέχρις εκεί. Στην ουσία είναι το τελευταίο αξιόλογο άλμπουμ των STEELHEART, χωρίς όμως να τους δώσει αυτό που ζητούσε η μπάντα ως προς την αναγνώριση! Όπως και να έχει ακούγεται ευχάριστα, ειδικά τώρα που ανοίγει και ο καιρός!
Ντίνος Γανίτης
STONE TEMPLE PILOTS – “Core” (Atlantic)
Δεν είμαστε εδώ για να κάνουμε μία αναλυτική παρουσίαση του πρώτου δίσκου των STONE TEMPLE PILOTS αλλά πρέπει να δηλώσω ευθύς εξαρχής ότι το “Core” είναι μέσα στα τρία αγαπημένα μου grunge άλμπουμ όλων των εποχών! Για να είμαι πιο ακριβής, βρίσκεται στην τρίτη θέση μετά το “Dirt” (ALICE IN CHAINS) και το “Ten” (PEARL JAM)…με αυτή τη σειρά. Οπότε καταλαβαίνετε ότι τρέφω ιδιαίτερη αδυναμία στο ντεμπούτο των Αμερικανών που ούτως ή άλλως θεωρείται ορόσημο για το ιδίωμα. Η αλήθεια είναι πάντως ότι πολλοί ήταν εκείνοι που χαρακτήρισαν τους STP σαν μία απομίμηση των PEARL JAM τότε αλλά θεωρώ ότι και λάθος έκαναν και η ιστορία δικαίωσε τους STP. Τα αδέρφια DeLeo συνθέτουν έναν φανταστικό δίσκο και ο μακαρίτης Scott Weiland «ανεβάζει» το δίσκο με μία απίστευτη ερμηνεία.
Οι STONE TEMPLE PILOTS πατάνε με το ένα πόδι στο κλασικό rock της δεκαετίας του 70 και με το άλλο στην power pop αισθητική των 60s έχοντας φυσικά στο οπλοστάσιο τους μία grunge αισθητική που οφείλει πολλά στην παραγωγή του Brendan O’ Brien. Τα “Sex type thing” (κάθε ομοιότητα με το “War machine” των KISS είναι συμπτωματική) , “Dead & bloated” (με το «ασήκωτο» riff του DeLeo και τα στακάτα drums του Kretz), τα πιασάρικα “Creep”, “Plush” & “Wicked garden” και το φανταστικό “Crackerman” δεν είναι μόνο ενδεικτικά της ποιότητας και της όλης ατμόσφαιρας του “Core” αλλά παρουσιάζουν μία μπάντα στο ξεκίνημά της που είχε πολλά να δώσει (και πράγματι τα έδωσε). Ήταν η εποχή που ο Weiland έλεγχε τους δαίμονές του και οι STONE TEMPLE PILOTS ξεκινούσαν το ταξίδι στην κορυφή έχοντας σαν εφαλτήριο ένα τέλειο ντεμπούτο και συνολικά…8 εκατομμύρια πωλήσεις μόνο στην Αμερική.
Σάκης Νίκας
STRATOVARIUS – “Twilight time” (Shark Records)
Στα τέλη του 1991 με αρχές του 1992, οι STRATOVARIUS κυκλοφόρησαν το δεύτερο άλμπουμ τους, αρχικά με τον τίτλο “Stratovarius II” ή σκέτο “II” μέσω της Βluelight Records και με δύο διαφορετικά εξώφυλλα, ένα ανεκδιήγητο με τις πατούσες σε πρώτη όψη και ένα ουδέτερο κι αχρείαστο με τα τρία μέλη της μπάντας εκείνη την εποχή (Timo Tolkki –κιθάρες, Antti Ikonen – πλήκτρα και Tuomo Lassila – τύμπανα). Όσοι έχετε μια από αυτές τις δύο εκδόσεις και βρεθείτε ποτέ σε καιρό κρίσης, να γνωρίζετε ότι ίσα που αγοράζετε σπίτι πουλώντας τες. Τελικά ο δίσκος επανακυκλοφόρησε ξανά μέσω της Shark Records τον Οκτώβριο του ’92 ως “Twilight time” και με ένα σοβαρό (επιτέλους) εξώφυλλο και είναι η έκδοση που έχει παραμείνει μέχρι σήμερα. Στο δεύτερο δίσκο οι STRATOVARIUS στην κυριολεξία μεταμορφώνονται από κομπάρσοι σε πρωταγωνιστές πρώτου ρόλου στο Ευρωπαϊκό power metal και το “Twilight time” ξεκινάει το απίστευτο σερί τέλειων (10/10) άλμπουμ που θα κρατήσει για 5 χρόνια και θα περιλαμβάνει στη συνέχεια δίσκους-μνημεία όπως τα “Dreamspace” (1994),”Fourth dimension” (1995), “Episode” (1996) και “Visions” (1997). Τέτοιο σερί ελάχιστες φορές αντιμετώπισε η μεταλλική κοινότητα και ότι και να λένε διάφοροι για το πώς εξελίχθηκαν μετά τα πράγματα, προκαλώ έναν να μου βρει Ευρωπαϊκή μπάντα με ανάλογο σερί και τραγουδάρες σε κάθε δίσκο όπως κάνανε οι πολύ αγαπημένοι του Ελληνικού κοινού Φινλανδοί. Ο Tolkki το παίρνει πάνω του στο δίσκο, παίζει και το μπάσο (ο μπασίστας Jari Behm που αναφέρεται στα credits του δίσκου δεν έπαιξε νότα, ενώ ελάχιστα μετά την κυκλοφορία του δίσκου απολύθηκε κιόλας από το συγκρότημα) και ηγείται της επανάστασης του συγκροτήματος. Το εναρκτήριο “Break the ice” δίνει τον τόνο, στακάτο παίξιμο ,ουσιαστικό και με τον Tolkki τρομερά βελτιωμένο στα φωνητικά του, παίζει τις σολάρες του όπου χρειάζεται στον δίσκο χωρίς φλυαρία, με τους άλλους δύο από κοντά να ακολουθούν τις ορέξεις του. Ο Ikonen γεμίζει πολύ όμορφα με τα πλήκτρα όλο το δίσκο, είτε με την πανέμορφη αρχή του “The hands of time” (για πολλούς το κομμάτι-κατατεθέν του δίσκου), είτε με τις περίεργες τσαχπινιές του στα “Madness strikes at midnight”, “Metal frenzy” (η ορχηστρική «πέτσα» του άλμπουμ») και “The hills have eyes”. Κλασική περίπτωση δίσκου all killers/no fillers, μόλις 7 κομμάτια (συν η «πέτσα» που προαναφέρθηκε») το ένα καλύτερο από το άλλο, το ομότιτλο κομμάτι δείχνει το δρόμο που θα ακολουθούσαν μελλοντικά με τα κολλητικά ρεφρέν, το “Out of the shadows” κερνάει σκόνη και ψάξιμο με τα κιάλια σε όλους τους πιθανούς και απίθανους αντιπάλους της εποχής, και το “Lead us into the light” κλείνει μεγαλοπρεπώς και με κατάνυξη επιβλητικότητας το δίσκο με το σχεδόν μελαγχολικό του τέμπο (γνωστά τα θέματα του αγαπημένου Τόλκη, ο Θεός να τον έχει καλά με όσα πέρασε γιατί είναι μεγάλη καρδιά κατά βάθος κι έφαγε τρελή εκμετάλλευση μέσα στα χρόνια). Ο δίσκος φυσικά έκανε πάταγο, αρκετοί μιλούσαν για το νέο μεγάλο συγκρότημα του χώρου (οι μπαμπάδες σας γίνανε αλλόθρησκοι!) και φυσικά έμεινε στην ιστορία ως η στερεή βάση που βασίστηκε η μετέπειτα δισκογραφία τους. Μόνο θετικές αναμνήσεις και στιγμές χαράς και άφταστου μεγαλείου περιβάλλουν το “Twilight time”, και αυτό δε μπορεί να το αρνηθεί ούτε ο πλέον εμπαθής.
Άγγελος Κατσούρας
SUICIDAL TENDENCIES – “The Art of Rebellion” (Epic)
Δύο μόλις χρόνια μετά την έναρξη της επανάστασης, ο Mike Muir κι η παρέα του επέστρεψαν κι έβαλαν τα γυαλιά σε όσους πίστευαν ότι με το “Lights…Camera…Revolution” (1990) είχαν φτάσει ταβάνι. Αντί αυτού, οι SUICIDAL TENDENCIES κατάφεραν να κυκλοφορήσουν το πιο εμπορικό και συνάμα τον πιο metal δίσκο της ιστορίας τους. Το “The Art of Rebelion” μέσα σε λίγες βδομάδες από την κυκλοφορία του έγινε χρυσός και κατάφερε να αναρριχηθεί στο νούμερο 52 του billboard 200 (την υψηλότερη που έφτασε η μπάντα).
Αφήνοντας πίσω το καταιγιστικό μείγμα από crossover/thrash metal με το οποίο έγιναν γνωστοί στη δυτική ακτή, δημιούργησαν το δικό τους “Black Album”, ρίχνοντας αρκετά τον ρυθμό και εμπλουτίζοντας τις συνθέσεις τους με μελωδίες. Ακόμα κι ο Muir μπήκε στο τριπάκι να τραγουδάει αργά και (όσο το δυνατόν) μελωδικά. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι όλα αυτά έλαβαν χώρα χωρίς καμία απολύτως έκπτωση στην ποιότητα των συνθέσεων. Αν σκεφτούμε ότι ακόμα κι οι D.R.I. που την ίδια χρονιά επέστρεψαν με το “Definition” δεν κατάφεραν να φτάσουν στο επίπεδο του “Thrash Zone”, θα καταλάβουμε πόσο δύσκολο ήταν για τους ST να βγάλουν έναν δίσκο που θα συναγωνίζεται το “…Revolution”. Μην ξεχνάμε ότι ο Robert Trujillo είναι ακόμα εκεί να γεμίζει τα κομμάτια με το τεράστιο μπάσο του, ενώ ο Josh Freese, που αντικατέστησε τον RJ Herrera στα ντραμς, απέδειξε γιατί αργότερα θα γινόταν ένα από τα μεγαλύτερα session ονόματα της Αμερικής.
Αναμφισβήτητα ο εν λόγω δίσκος αποτέλεσε μια τεράστια αλλαγή στον ήχο των ST για την εποχή. Επηρεασμένοι σε μεγάλο βαθμό από την γενικότερη στροφή προς το metal (ή καλύτερα την απομάκρυνση από το thrash), η μπάντα ανοίχθηκε προς ένα ευρύτερο κοινό διατηρώντας ταυτόχρονα τους φανατικούς οπαδούς στις επάλξεις. Άλλωστε δεν μπορείς να πεις όχι στην αυθεντική μουτσούνα του Mike Muir. Ακόμα και στους δίσκους που ακολούθησαν, όπου η ποιότητα δεν έφτασε ποτέ στις προ “The Art of Revellion” εποχές, οι Suiciders ήταν εκεί.
Νίκος Ζέρης
TANKARD – “Stone cold sober” (Noise)
To όνομα των TANKARD γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο όσο περνούσαν τα χρόνια και κυκλοφορούσαν άλμπουμ τους. Το 1992 τους βρήκε σε μια μεταβατική περίοδο, η οποία προερχόταν από μια θριαμβευτική περιοδεία για το πολύ πετυχημένο “The meaning of life”, ένα άλμπουμ που ήταν το πιο ώριμο της καριέρας τους μέχρι τότε και που τους βρήκε να μην παίζουν αποκλειστικά γρήγορα όπως στα πρώτα τρία άλμπουμ, αλλά να χρησιμοποιούν και στιγμές mid-tempo και με πολύ καλές (πρωτοφανείς ας το παραδεχτούμε) δομές μέσα στα κομμάτια τους. Το ζωντανό άλμπουμ “Fat…ugly & live” θεωρήθηκε ότι έκλεισε την πρώτη τους εποχή σαν συγκρότημα και υπήρχαν πολλά ερωτηματικά αλλά και προσδοκίες για το επόμενο –πέμπτο- τους άλμπουμ. Τελικά το καλοκαίρι του 1992, οι TANKARD κάνουν το ανήκουστο να κυκλοφορήσουν ένα άλμπουμ μιας ώρας σε διάρκεια. Το άλμπουμ θεμελίωνε το νέο (στο “The meaning of life”) line-up των Gerre (φωνή), Frank Thorwarth (μπάσο), Axel Katzmann (κιθάρες), του συμπατριώτη μας Αντρέα Βουλγαρόπουλου (επίσης κιθάρες) και του νιούφη ντράμερ Arnulf Tunn για δεύτερο σερί δίσκο (θα άντεχε μέχρι και το επόμενο άλμπουμ “Two-faced” 1994). Προς γενική κατάπληξη όλων, οι TANKARD παίζουν πολύ μεγάλη μπάλα σε αυτό το άλμπουμ και βγάζουν κλάση όπως η αγαπημένη τους Άιντραχτ Φρανκφούρτης εκείνη την εποχή (σήκωσε Κύπελλο Γερμανίας το 1988 με τον τότε ανταγωνισμό της Μπουντεσλίγκα, σεβασμός στους Αετούς). Ο ήχος έχει αναδείξει σε μεγάλο βαθμό τις ικανότητες τους, ειδικά ο Tunn τους πάει Γ@ΜΙΩΝΤ@Σ με τα τύμπανα του. Ο Harris Johns (σωτήρας όλου του Γερμανικού μετάλλου) έχει κάνει την καλύτερη παραγωγή που είχαν ποτέ, οι κιθάρες ακούγονται ξυραφένιες, ο Gerre βγάζει φωνητική κλάση και ο δίσκος απλά έχει μέσα ΤΡΑΓΟΥΔΑΡΕΣ! Το χιτάκι του δίσκου (και έναυσμα Άγιας Κλωτσοπατινάδας στις συναυλίες τους) ήταν προφανώς το “Freibier”, αλλά ο δίσκος ξεκινάει μπομπάτα με το “Jurisdiction” (με πολλαπλή επανάληψη του ρεφρέν “Fuck the law” για να γίνει αντιληπτό άμεσα) και τελειώνει απίστευτα τζαζεμένα με το σχεδόν οχτάλεπτο (!) και καθαρά οριεντάλ (!!) αισθητικής (;;) ορχηστρικό (είμαστε σίγουροι ότι μιλάμε για δίσκο TANKARD τόση ώρα;) “Of strange people talking under Arabian skies”. To συγκεκριμένο κομμάτι θα με πείτε τρελό, το θεωρώ το βασικό λόγο που κανείς δε μπορεί να τους πει κουβέντα μουσικά, μιλάμε για απίστευτη στιγμή που οι ίδιοι δεν την ονειρεύονταν καν. Ο δίσκος φυσικά παρά την όλη ωριμότητα, δεν ξεχνάει να θρασάρει ποιοτικά κι ατέρμονα με κομματάρες όπως το “Ugly beauty”, περιέχει απίστευτη διασκευάρα στο “Centerfold” των THE J. GEILS BAND και γενικά μιλάμε για τρομερά κεφάτο και ανεβαστικό δίσκο από την αρχή ως το τέλος. Προσωπικά κατ’ εμέ αποτελεί το τελευταίο τους τέλειο δείγμα και επιβεβαιώνει το περίφημο «μετά τα πρώτα 5 άλμπουμ κάτι χαλάει» που ισχύ2ει για πολλές μπάντες (αν και έχουμε και στη συνέχεια ποιοτικότατες κυκλοφορίες μέχρι και το “The beast of bourbon” του 2004). Το συγκρότημα συνέχισε τις περιοδείες όντας σε τρομακτική φόρμα επί σκηνής, τα κομμάτια του “Stone cold sober” κολλούσαν φοβερά με τα παλιά κλασικά και γινόταν Ο χαμός. Ο δίσκος επανακυκλοφόρησε το 2005 με φοβερό remastered ήχο και μπόνους τις ζωντανές εκτελέσεις των “Don’t panic”/”666 packs”/”Shit-faced” (άλμα εις μήκος/ύψος από τη σκηνή στον εξώστη). Εν ολίγοις μιλάμε για ένα άλμπουμ που δεν πολυπάει ο νους τον φανατικών ή που αρκετοί που δε γνωρίζουν καλά τη μπάντα σχεδόν αγνοούν, αλλά ρεαλιστικά τελείως, φοράει για τελευταία φορά στην καριέρα τους το τίμιο 10 στην πλάτη σαν Ματέους της εποχής (κι ας μην έπαιξε ποτέ στην Άιντραχτ).
Άγγελος Κατσούρας
TESTAMENT – “The ritual” (Atlantic/Megaforce)
Το έχω πει πολλάκις, ότι οι TESTAMENT ναι μεν δεν ήταν ποτέ SLAYER, METALLICA, MEGADETH, KREATOR και και και, αλλά, προσωπικά, είναι η αγαπημένη μου thrash metal μπάντα. Και ένας λόγος για αυτό, είναι αυτή η «προκλητικότητα» που είχανε πολλές φορές και πειραματίζονταν πάρα πολύ στον ήχο τους, χωρίς να τους ενδιαφέρει και τίποτα. Και στη συντριπτική πλειοψηφία, αυτοί οι πειραματισμοί ήταν εξαιρετικοί. Όχι πάντα βέβαια, καθώς είχαμε και κάποια λιγότερο καλά (αλλά πάντα σε υψηλό επίπεδο γενικότερα) αλλά ο κανόνας ήταν αυτός.
Μετά από 4 άλμπουμ, το 1992, ο Ινδιάνος και η παρέα του κυκλοφορούν το “The ritual”, το οποίο είναι ένα από εκείνα τα άλμπουμ πειραματισμών. Και ένα άλμπουμ που είχε τα ρίσκα του. Βλέπετε, το “Souls of black” τους είχε ρίξει. Ένα άλμπουμ πολύ βιαστικό (όπως έχει πει άλλωστε και ο ίδιος ο Peterson), που βγήκε κακήν κακώς για να προλάβει τότε η μπάντα την Ευρωπαϊκή περιοδεία Clash Of The Titans, μαζί με τους MEGADETH, SLAYER και SUICIDAL TENDENCIES. Όμως, στο δίσκο, υπήρχαν οι βάσεις για το “The ritual”. Οι βάσεις που τους ήθελαν να πατάνε σε πιο κλασικομεταλλάδικες φόρμες, αλλά και σε πιο… Αμερικάνικες σε στιγμές, του πιο εναλλακτικού ήχου (θέλετε να μου πείτε ότι για παράδειγμα ακούτε τα “The ritual” και “Deadline” και δεν ακούτε alternative αισθητική πουθενά;). Το πόσο ξενέρωσε ή όχι τότε τους πιο καθαρά thrash οπαδούς, λίγη σημασία έχει για τη μπάντα, καθώς αυτή η στροφή στον ήχο τους, το ρίξιμο των ταχυτήτων, η μεγαλύτερη έμφαση στη μελωδία και η πιο απαλή overall αισθητική, εκτόξευσε εμπορικά (για τα δεδομένα του) το σχήμα. Το άλμπουμ έφτασε στην 55η θέση του Billboard 200 και χρειάστηκαν να περάσουν 20 ολόκληρα χρόνια και έξι δίσκοι, για να έρθει το “Dark roots of earth” και να το ξεπεράσει, καταλαμβάνοντας τη 12η θέση. Τέτοια στοιχεία έχουν πλάκα, ειδικά όταν μιλάμε μεταξύ μας οπαδικά για κορυφαία άλμπουμ αγαπημένου μας σχήματος. Και βλέπουμε πόσο διαφορετικά είναι τα γούστα μας από αυτά του γενικότερου συνόλου. Γιατί αν κάνουμε ένα γκάλοπ μεταξύ μας, το “The ritual” δε θα είναι στις υψηλότερες θέσεις, αλλά αν δούμε τα νούμερα, θα το δεις δεύτερο ή τρίτο. Και πρώτα να είναι τα τελευταία τους χρονικά. Αλλά αυτά είναι απλά αγαπημένες μεταλοσυζητήσεις.
Πίσω στο άλμπουμ, τεράστιο ρόλο φυσικά στην επιτυχία του έπαιξε το “Return to serenity”, του οποίου το βίντεο έπαιζε συνέχεια στο MTV, αλλά και το “Electric crown” επίσης, που έγινε και υπερ-hit και στα ελληνικά μεταλομάγαζα! Η στροφή αυτή της μπάντας λοιπόν, όσο και αν ενόχλησε κάποιο κόσμο, της έφερε μία άνευ προηγουμένου (πάντα μιλάμε για τα δεδομένα της) επιτυχία, η οποία, δυστυχώς, δεν κράτησε. Από τη μία η αποχώρηση των Alex Skolnick και Louie Clemente και από την άλλη το επόμενο βήμα τους, “Low” το λένε και είναι δισκάρα, που άλλαξαν πάλι, για να φτάσουν με το μεθεπόμενο (“Demonic”) σε death metal μονοπάτια. Αλλά αυτό ήταν οι TESTAMENT. Μία μπάντα που δε μπορούσε να κάτσει στα αυγά της μουσικά και ήθελε να πειραματίζεται συνέχεια, ανεξαρτήτως της επιτυχία. Εδώ οι άνθρωποι έβγαλαν το thrash ΕΠΟΣ ονόματι “The gathering” την εποχή που το thrash υπήρχε και δεν υπήρχε, καθώς πέρναγε τη μεγαλύτερη «κοιλιά» του σαν είδος.
Δεν ξέρω πόσοι εκεί έξω έχετε το “The ritual” σαν αγαπημένο δίσκο από τη μπάντα, όπως δεν ξέρω και πόσους είχε χαλάσει αυτό το άλμπουμ και συνεχίζει να τους χαλάει. Προσωπικά το γουστάρω πολύ και όλη αυτή την 90s περίοδο της μπάντας, που άλλαζε μουσική κατεύθυνση συνέχεια και με πολύ μεγάλες διαφοροποιήσεις μάλιστα από το ένα άλμπουμ στο άλλο. Γεια σου ρε Ινδιάνε με τα πιο… χαλαρά ωραία σου εδώ!
Φραγκίσκος Σαμοΐλης
THERION – “Beyond Sanctorum” (Active Records)
Γίνονταν πραγματάκια στη λεβεντογέννα Σουηδία τέλη ’80 – αρχές ’90 μιας και εκεί δημιουργήθηκε και εδραιώθηκε αυτό που ονομάζουμε “melodic death metal”, με κύριους πρωτεργάτες μπάντες όπως οι DARK TRANQUILITY, IN FLAMES, ENTOMBED, TIAMAT κτλ. Ανάμεσα σε αυτές τις μπάντες συγκαταλέγονται περίτρανα και περήφανα και οι THERION και ένα σημαντικό λιθαράκι σε όλο αυτό το οικοδόμημα συμβάλλει σίγουρα και το “Beyond Sanctorum”.
1992 λοιπόν και οι THERION κυκλοφορούν το δεύτερο full length δίσκο τους, στην ουσία ως τριάδα με τα αρχικά μέλη τους και με τον μέγα εγκέφαλο αρχηγό και συνθέτη Christofer Johnsson σε μεγάλα κέφια, εισάγοντας στα τραγούδια (έστω και σε μικρό ποσοστό ακόμα) μερικά από τα χαρακτηριστικά που θα έκαναν τους THERION στην πορεία γνωστούς και αγαπητούς.
Εδώ λοιπόν έχουμε 10 κομμάτια στο αρχικό release (επανεκδόθηκε από τη Nuclear Blast το 2000 με άλλο mastering και 4 bonus demo versions) τα οποία υπόκεινται ηχητικά και τεχνικά στη κλασική death metal σχολή της Στοκχόλμης, η παραγωγή είναι σήμα κατατεθέν Sunlight Studio και Tomas Skogsberg (TIAMAT, ENTOMBED, DISMEMBER, KATATONIA κ.ά), με τον κύριο Christofer όμως να το πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα βάζοντας διάσπαρτα πλήκτρα καθώς και ορισμένα καθαρά male and female vocals, στοιχεία που στη πορεία θα γίνουν ολόκληρη συμφωνική και κανονική χορωδία.
Όχι εδώ όμως. Εδώ έχουμε κανονικό early Σουηδικό death metal, το οποίο τώρα μπορεί να ακούγεται λίγο πρωτόγονο και ξεπερασμένο δεδομένου του πόσο έχει προχωρήσει η σκηνή, αποτελεί όμως κομμάτι της ιστορίας και πάντα θα έχει το σεβασμό όλων μας. Οι THERION εδώ επίσης μας βάζουν σιγά σιγά και στο αποκρυφιστικό concept τους, μιας και καταπιάνονται με occult θεματολογία και Lovecraftικές αναφορές (Cthulhu) και έχουμε και μια πρώτη επαφή με τις ανατολίτικες μελωδίες που καθιερώθηκαν στη πορεία. Το “Beyond Sanctorum” χωρίς φανφάρες και με χαρακτηριστική ευκολία γίνεται ο στιβαρός προπομπός και το εφαλτήριο για αυτό που έγιναν μετέπειτα οι THERION, και ειδικά στα 2 επόμενα τους “Lepaca Kliffoth” και “Theli”, τα οποία είναι και τα προσωπικά μου αγαπημένα.
Μίμης Καναβιτσάδος
THUNDER – “Laughing on judgement day” (EMI)
Μετά από ένα καταπληκτικό ντεμπούτο το 1990, που τους απέφερε και μεγάλες επιτυχίες, οι THUNDER ανέλαβαν το δύσκολο έργο, να ετοιμάσουν τον διάδοχο του “Backstreet symphony”. Αναμενόμενο να δουλέψουν και πάλι με τον Andy Taylor των DURAN DURAN, αλλά και να σκαλίσουν το μαγικό καπέλο του Luke Morley για περισσότερες εκπλήξεις. Οι Βρετανοί hard rockers κατάφεραν να κοιτάξουν στα μάτια την επιτυχία και να κυκλοφορήσουν έναν εξίσου δυναμικό δίσκο γεμάτο από σφιχτά, ποιοτικά τραγούδια, με ποικιλία και αξιομνημόνευτα ρεφραίν. Το άλμπουμ ανοίγει με το “Does it feel like love?”, την ιδανική γέφυρα που το ενώνει με τον προκάτοχό του, ενώ ακολουθεί η μια κομματάρα την άλλη. “Everybody wants her” (με τα χάλκινα πνευστά και όλα τα γνωστά σιρόπια τους), “Low life in high places”, “Laughing on judgement day”, “Empty city” και δεν έχεις χρόνο για ανάσα. Ο Luke Morley γράφει το ένα ριφ μετά το άλλο και ο Danny Bowes τα μετατρέπει σε ύμνους με το λαρύγγι του. Ανάμεσα στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, συχνά-πυκνά ανακατεύουν ακουστικές κιθάρες, με το συναίσθημα να περισσεύει, σε έναν δίσκο που τα τύμπανα του James δίνουν όγκο και εκσυγχρονίζουν το προφίλ τους. “A better man”, “Flawed to perfection”, “Like a satellite” είναι κλασικές κι ανεπανάληπτες στιγμές των THUNDER, που κλείνουν τον δίσκο με το δυναμίτη “Baby I’ll be gone”. Το “Laughing…” έφτασε μέχρι το νούμερο 2 των UK Charts, με τέσσερα Top-40 singles. Στα αξιοσημείωτα, είναι και το εξώφυλλο της Hipgnosis, αλλά και η παρουσία τους στο Monsters of rock του 1992, ως καλεσμένοι των IRON MAIDEN. Δεν ξαναβγαίνουν τέτοια άλμπουμ.
Γιώργος “Flawed to perfection” Κουκουλάκης
TIAMAT – “Clouds” (Century Media)
Μία μπάντα που είχε ήδη ξεκινήσει να «χτίζει» το όνομά της με το “The astral sleep”, ένα δίσκο άλλωστε που είχε κυκλοφορήσει από τη Century Media και όχι από την CMFT που είχε κυκλοφορήσει το ντεμπούτο της, “Sumerian cry”, πράγμα που ήδη την είχε πάει στους ομίλους του Champions League. Ε με το “Clouds” μπήκαν ομίλους και μάλιστα πήραν και πρόκριση, αφού με το επόμενο, το “Wildhoney”, μπήκαν στην απόλυτη ελίτ του melodic doom/death, gothic metal, dark metal, τι θέλετε να το πείτε, πείτε το, εκείνο το ατμοσφαιρικό κομμάτι των metal των 90s, που ήταν τόσο σαγηνευτικό.
Οι TIAMAT διατηρούν τον θεούλη Waldemar Sorychta (Μίδας του ήχου) στη θέση του παραγωγού και όπως είχαν πάει ένα βήμα μπροστά τη μουσική τους στο “The astral sleep” συγκριτικά με το “Summerian”, εδώ, στο τρίτο βήμα τους, το “Clouds”, κάνουν το ίδιο και καθιερώνονται στον κύκλο του συγκεκριμένου ήχου. Κρατάνε τα growls του Edlund, προσθέτουν αρκετά «καθαρά» φωνητικά όμως (πάλι του Edlund εννοείται), μπολιάζουν το doom/death metal τους με πιο μελωδικά περάσματα στις κιθάρες και του δίνουν ένα πιο gothic χαρακτήρα, κρατώντας όμως τη «μαυρίλα» και την ατμόσφαιρα και καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα δίσκο που ναι μεν δεν ήταν και είναι εμπορικά ότι ο διάδοχός του, αλλά για μία μεγάλη μερίδα οπαδών τους, θεωρείται, ακόμα και σήμερα, ο κορυφαίος της καριέρας τους. Άλλωστε, πάντα ήταν μία μπάντα που άλλαζε μουσικά προσωπεία και πολλοί δεν έβλεπαν αυτές τις αλλαγές με καλό μάτι, αφού, για να είμαστε και ειλικρινείς, δεν ήταν και πάντα πετυχημένες. Τουναντίον.
Με κομμάτια όπως το εναρκτήριο “In a dream”, το “A caress of stars”, το “The sleeping beauty” φυσικά (που έγινε και το πρώτο τους βίντεο), αλλά και το «κρυφό χαρτί» που ακούει στο όνομα “The scapegoat”, ο δίσκος δε δυσκολεύθηκε να καθιερωθεί στις συνειδήσεις των οπαδών του ήχου. Άδικα; Εννοείται πως όχι! Δε γίνεται να φανταστείς μία υποτιθέμενη συλλογή με κομμάτια αυτού του ήχου και να μην υπάρχει κάτι μέσα από το “Clouds” (και από το “Wildhoney” εννοείται).
Ωμό όσο πρέπει, ατμοσφαιρικό όσο πρέπει, «μαύρο» εννοείται και με τις δόσεις πειραματισμού (πάντα για την εποχή), το “Clouds” είναι από τους δίσκους που έδειξαν το δρόμο για αυτό το ιδιαίτερο και προσωπικά λατρεμένο παρακλάδι του heavy metal. Κλασικό άλμπουμ 90s!
Φραγκίσκος Σαμοΐλης
TRADE MARK – “Fatal blues EP” (MBI)
Είναι δύσκολο ή μάλλον καλύτερα είναι αδύνατο να μπορέσεις να αποτυπώσεις πλήρως το πόσο ιδιαίτερα και σημαντικά ήταν ορισμένα άλμπουμ για τη χώρα μας στα πέτρινα χρόνια της δεκαετίας του ‘80 και των αρχών των 90s. Σήμερα κάποια πράγματα θεωρούνται και είναι δεδομένα. Τα συγκροτήματα μπορούν κάλλιστα να κυκλοφορήσουν τις δουλειές τους και να δουν τους κόπους τους να καρποφορούν έστω και αν δεν πετύχουν καμία εμπορική επιτυχία. Μέχρι το 1992 στην Ελλάδα το μοναδικό συγκρότημα που είχε καταφέρει κάτι αξιόλογο στο χώρο του hard rock ήταν οι RAW SILK με το σπουδαίο “Silk under the skin” (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και άλλα καλά συγκροτήματα που κυρίως έμειναν σε επίπεδο ηχογράφησης κάποιων demos). Όταν λοιπόν ο Jeronimo Groovy άρχισε να παίζει σε ραδιόφωνο και τηλεόραση το κομμάτι “Fatal blues” από τους TRADEMARK στην αρχή δεν πίστευα ότι αυτό που άκουγα προερχόταν από ελληνικό σχήμα μέχρι που πληροφορήθηκα την παρουσία τους στο περίφημο δεκαήμερο φεστιβάλ της Μολών Λαβέ.
Ακόμη και τότε η απόκτηση του δίσκου δεν ήταν εύκολο εγχείρημα και θυμάμαι ότι τον εντόπισα προς μεγάλη μου έκπληξη στο πατάρι ενός δισκάδικου στην Κυψέλη που πούλαγε μόνο ελληνικούς δίσκους. Το μοναδικό EP των TRADEMARK περιελάμβανε 5 κομματάρες στο ύφος μελωδικού hard rock/FM rock εποχής που δεν γινόταν να μη σε «κερδίσει» με το πρώτο άκουσμα! Η ομώνυμη μπαλάντα είναι από τα ομορφότερα κομμάτια που έχουν γραφτεί ποτέ από ελληνικό συγκρότημα (με την ερμηνεία του Άγγελου Καλαντζή να είναι πραγματικά αψεγάδιαστη) και οι RAW SILK είχαν βρει επιτέλους το αντίπαλο δέος! Μάλιστα, ο πληκτράς των RAW SILK, Rory Christopoulos, συμμετέχει στο “Fatal blues”. Δυστυχώς όμως η ελληνική πραγματικότητα ήταν (και είναι) ζοφερή. Κάτι οι στρατιωτικές υποχρεώσεις, κάτι η απαίτηση της MBI να το γυρίσουν σε ελληνικό στίχο (το ελληνικό rock ήταν τότε στα πολύ πάνω του) οδήγησαν το συγκρότημα στη διάλυση κάπου στα τέλη του 1996. Μερικά κομμάτια που έγραψαν στο μεσοδιάστημα τα ακούσαμε στην επανακυκλοφορία του “Fatal blues” σε CD και η αλήθεια είναι ότι διέφεραν με το ύφος του EP. Όπως και να έχει, οι TRADEMARK είχαν κερδίσει επάξια (και για πάντα) μία θέση δίπλα στους SPITFIRE & RAW SILK όσον αφορά τις κορυφαίες κυκλοφορίες αγγλόφωνου hard rock & heavy metal στη χώρα μας.
Σάκης Νίκας
TROUBLE – “Manic frustration” (Def American)
Τι συμβαίνει όταν από το underground μετακινείται στην επιφάνεια και μάλιστα στον αφρό; Τί συμβαίνει όταν η επιτυχία σε τυλίγει σαν τον καπνό από τα τσιγάρα που κάπνιζες για να χαλαρώσεις και να βρεις έμπνευση. Τί συμβαίνει όταν από ένα ακόμη doom σχήμα γίνεσαι ένας πρώτης γραμμής κολοσσός του μοντέρνου με παλιακές επιρροές heavy metal που ακουμπάς τους πάντες, αφού έχεις σαν βάση τους BLACK SABBATH όσο και τους BEATLES. Συμβαίνει να κυκλοφορείς το “Manic frustration” ένα άλμπουμ σταθμό όχι μόνο για την ιστορία των Αμερικανών TROUBLE αλλά και για το US να μην πω power metal και θυμώσει ο Τσέλλος, γενικότερα.
Ένα άλμπουμ μυσταγωγικό, χίπικο, ψυχεδελικό, μεταλλικό, βαρύ όσο οι ουρανοξύστες του Σικάγο ελαφρύ όσο το αεράκι της λίμνης Μίσιγκαν, μπολιασμένο με την αγάπη τους για την ψυχεδέλεια και την ποπ αισθητική των BEATLES περασμένη μέσα από τον όγκο του Iommi με τη βοήθεια ενός κιθαριστικού δίδυμου που δεν συναντάται εύκολα των κυρίων Franklin/Wartell στις κιθάρες και του μοναδικού, πριν χάσει ουσιαστικά τη φωνή του Eric Wagner. Θυμάμαι ακόμα την εμφάνιση τους στην Αθήνα, με τον Wagner να ακουμπά στο ηχείο και τη φωνή του σαν να έχει εισπνεύσει ήλιο από τη φιάλη, αγνώριστη σε μεγάλο βαθμό. Σημαντικό ρόλο στον ήχο του άλμπουμ έχει παίξει και ο «χρυσοχέρης» παραγωγός Rick Rubin , γνωστός για την ανάσταση της καριέρας αρκετών καλλιτεχνών στα 90s.
Στο “Manic frustration” μιλάμε για ένα σχήμα σε συνθετικό οργασμό, να ακολουθεί ένα πολύ δύσκολο άλμπουμ, εκεί που έδειξαν τα στοιχεία του μεγαλείου τους. Εδώ επιλέγουν το δρόμο της εμπορικότητας, όπως τον ορίζουν τα χίπικα μυαλά τους και λατρέψαμε οι ακροατές. Από το εναρκτήριο ψυχεδελικό “Touch the sky” στο 70s “Scuse me” αναφορά στον γνωστό στίχο του Hendix από το “Voodoo chile” ίσως και όχι… Τα τραγούδια συνεχίζουν να μελαγχολούν “Rain”, “Tragedy man”, “Memory’s garden” συνδυάζοντας τη μελωδία με την μεταλλική ευαισθησία για να αγγίξουμε επίπεδα εν συνείδησης που μόνο μετά από κατανάλωση λυσεργικών μανιταριών συναντιούνται στο “Hello strawberry skies”. “Mr. White” και η συνομιλία με το θεό της έμπνευσης συνεχίζεται σε ένα άλμπουμ βαθιά μεταλλικό και μελωδικό συνάμα, τα χαμένα παιδιά των BLACK SABBATH από τη συνεύρεση τους με τους BEATLES.
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν την περίοδο των TROUBLE που ξεκινά από το προηγούμενο ομώνυμο άλμπουμ τους και φτάνει μέχρι το “Plastic green head”. Εδώ αφήνονται στην μελωδία , το σκοτάδι της απομόνωσης, τα χρώματα των παραισθησιογόνων και την λύτρωση μέσα από τον μεταλλικό ήχο. Λιγότερο 70s από τους επερχόμενους retro rockers του 21ου αιώνα, επιλέγουν να μεταφέρουν τις εμπειρίες τους από την μουσική μέσα από το δικό τους χαρμάνι metal και 60ς μελωδικής ευαισθησίας.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης
UGLY KID JOE – “America’s least wanted” (Mercury)
Ξεκινώντας, θα πρέπει να πω ότι το εξώφυλλο του δίσκου το γουστάρω αφόρητα, όπως και τη μασκότ των UGLY KID JOE, που είχαν τα άντερα να βάλουν αυτό το φατσόνι, με το ανάποδο καπέλο να παριστάνει το άγαλμα της Ελευθερίας, υψώνοντας (κλασικά) το μεσαίο δάχτυλο και κρατώντας ένα πορνοπεριοδικό στο χέρι (αντί για την διακήρυξη της Ανεξαρτησίας!!!), ώσπου υποχρεώθηκαν να αποσύρουν ορισμένες κόπιες και να βάλουν τη μασκότ τους, αλυσοδεμένη, φιμωμένη και φυσικά το χεράκι που ύψωνε το δαχτυλάκι, να είναι τυλιγμένο σαν μούμια!!!
Στα της μουσικής, τον προηγούμενο χρόνο, είχαν βγάλει το EP (που έτσι όπως το σκέφτομαι, είχε θέση στο αφιέρωμα που έκανα στα EP) “As ugly as they wanna be”, με το “Everything about you” να κάνει τρελό ντόρο και να πουλάνε ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Στα αυτιά μου ακούγονταν πάντα σαν μία πιο χιουμοριστική έκδοση των SKID ROW και πάντα τους γούσταρα, όχι μόνο με τις επιτυχίες τους. Όπως και οι SKID ROW, έχουν συμμετοχή του Rob Halford στο “Goddamn devil” (που ακούγεται σαν πιο απαλούς FIGHT), υπάρχει το εναρκτήριο “Neighbor” που είναι πολύ δυναμικό, το έτερο single “Busy bee”, πολλά χιουμοριστικά περάσματα στις κιθάρες, μια ατμόσφαιρα που σου φέρνει ένα χαμόγελο στα χείλη, χωρίς να το ξεφτιλίζουν όμως. Επιπλέον, έχουμε και τη διασκευή του folk/pop καλλιτέχνη Harry Chapin, στο “Cats in the cradle”, που ακούγεται οπουδήποτε ακόμα και τώρα και είναι πραγματικά εξαιρετική. Βάλτε και το “Everything about you” σε μία version ελάχιστα αλλαγμένη, με αστείο intro και γίναμε. Ο frontman τους, Whitfield Crane, είχε ένα εξαιρετικό πακέτο για να κάνει πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα τελικά έκανε και είναι από τους καλλιτέχνες που θα ήθελα να τον έβλεπα πιο ενεργό. Ίσως να βγήκαν τελικά κι αυτοί, λίγο αργότερα απ’ όσο θα έπρεπε, σε μία περίοδο που τέτοιου είδους σχήματα αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην αποδοχή τους από το κοινό, παρά την επιτυχία που έκαναν στο ξεκίνημα.
Σάκης Φράγκος
UNLEASHED – “Shadows in the deep” (Century Media)
Μόλις ένα χρόνο, μετά τον όλεθρο του “Where no life dwells”, οι Σουηδοί Vikings επιστρέφουν στο τόπο του εγκλήματος με το δεύτερο τους άλμπουμ, “Shadows in the deep”. Σουηδικός όλεθρος εν όψει. Και το “The final silence” βουλώνει όσα στόματα είχαν το θράσος να μιλήσουν με το κοπάνημα που ρίχνει από τα πρώτα δευτερόλεπτα του δίσκου. Συνέχεια με το mid-tempo “The immortals” και ως άλλη Στρατιά των Αθανάτων, οι UNLEASHED επιβάλλονται στον ακροατή με τον ογκώδη κιθαριστικό τόνο τους, και το riffing που μοιάζει με επέλαση Vikings σε ξένη γη. Λεηλασία, σφαγή και εν γένει βία, λαμβάνουν χώρα στα 40 λεπτά του δεύτερου πονήματος των Σουηδών.
40 λεπτά μείον μια ΙΣΟΠΕΔΩΤΙΚΗ διασκευή στο αθάνατο “Countess Bathory” των VENOM, με κομμάτια σαν το “A life beyond” να σφάζουν ότι έχει το θράσος να αναπνέει στη παρουσία τους. Εδώ, βλέπουμε για πρώτη φορά τους Vikings να φαίνονται στη θεματική των UNLEASHED. Αυτό που θα επεκταθεί για πρώτη φορά στο “Across the open sea” την επόμενη χρονιά (εμπνέοντας μπάντες όπως οι AMON AMARTH να ξεκινήσουν τη καριέρα τους), εδώ διαφαίνεται για πρώτη φορά καθαρά. Όπου κομμάτια σαν το “Onwards into countless battles” (ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΤΑ ΠΑΡΕΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!), και “Bloodbath” σκιαγραφούν το μακελειό ενός πεδίου μάχης τόσο γλαφυρά, που νιώθεις σαν ακροατής το αίμα από τον εχθρό στα χείλη σου. Το ομώνυμο, αναλαμβάνει να κατεβάσει τις ταχύτητες, αλλά ίσα-ίσα για την ξεκούραση του πολεμιστή, μια και το “Never ending hate” (τι ξύλο είναι αυτό που να με πάρει ο διάολος και να με σηκώσει;), “Crush the skull” και το “Land of ice”, αναλαμβάνουν να τελειώσουν με όποιο έχει μείνει ακόμα όρθιο, στο πεδίο της death metal μάχης που λέγεται “Shadows in the deep”.
Ένα ακόμη διαμάντι προστίθεται στο οπλοστάσιο των UNLEASHED. Μιας μπάντας φτιαγμένης για να μείνει στην ιστορία για τον καταστροφικό της όλεθρο καθώς και την τίμηση της βαριάς της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ένα από τα μεγάλα καμάρια της Στοκχόλμης, βρίσκει σιγά – σιγά το δρόμο προς το μεγαλείο! O δρόμος είναι αυστηρά ανοδικός, και σπαρμένος με τα κόκκαλα των εχθρών μας, απλά πράγματα. SLAY ‘EM DOWN TO THE GROUND!
Γιάννης Σαββίδης
UNRULY CHILD – “Unruly child” (Interscope Records)
Οι UNRULY CHILD δημιουργήθηκαν από τον Mark Free το 1989 και αφότου διαλύθηκαν οι SIGNAL. Τον ακολούθησαν οι Bruce Cowdy και Guy Alisson μετά την παραίτησή τους από τους WORLD TRADE κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους το 1992. Μουσικά, ο δίσκος αποτελεί τη φυσική εξέλιξη των SIGNAL με κάποιες πινελιές από τους GIANT και τον BON JOVI. Φυσικά, χρειάζεται να αναφέρουμε πως ο Mark Free, που λίγο καιρό αργότερα έγινε Marcie Free είναι συγκλονιστικός!
Ένας από τους λόγος που θα μπορούσε κάποιος να αγοράσει και να ακούσει τον συγκεκριμένο δίσκο είναι για να ακούσει τη φωνή του Mark σε δύο εξαιρετικά τραγούδια όπως είναι τα “Who cries now” και “Is it over”. Είναι όμως μόνο αυτά. Φυσικά και όχι! Ποιος μπορεί να ακούσει το “To be your everything” και να μην νιώσει ένα σκίρτημα στην καρδιά του με το καταπληκτικό ρεφραίν του; Το “When the love is gone” με τον Free να μας χαρίζει μία τρομερή ερμηνεία, τα “Wind me up” και “Lay down your arms” με το φοβερό τους groove.
Οι UNRULY CHILD δημιούργησαν έναν δίσκο που ήταν και είναι σημείο αναφοράς για τους απανταχού φίλους τους A.O.R./hard rock. Ένας δίσκος με πολύ ζεστή παραγωγή, με πολύ όμορφα τραγούδια πάνω από όλα, με την κατ’ εμέ καλύτερη φωνή του είδους (Φυσικά και ο Steve Perry είναι εκτός συναγωνισμού μιας και είναι όλο το είδος από μόνος του). Ένα άλμπουμ που όμως τους έφερε στη διάλυση λόγω διαφόρων συνθηκών που δεν είναι του παρόντος και γι’ αυτό το άρθρο. Οι οπαδοί του ήχου ας τσεκάρουν αν δεν το έχουν κάνει, οι υπόλοιποι, αν μπουν στον κόπο να ακούσουν τον δίσκο, θα ακούσουν πολύ καλή μουσική. In Mark Free we trust!
Ντίνος Γανίτης
VADER – “The ultimate incantation” (Earache)
Ήξερα ότι θα έφτανε αυτή η ώρα. Απλά περίμενα. VADER λοιπόν. Η αγαπημένη μου Πολωνική death metal μπάντα, και μέσα στις πλέον λατρεμένες μου Ευρωπαϊκές αγκαζέ με BOLT THROWER και ASPHYX. Και δε μιλάμε για ότι κι ότι εδώ. Εδώ, μιλάμε για το “The ultimate incantation” το επονομαζόμενο και “το “Altars of madness” της Ευρώπης”. Χαρακτηρισμός που του ταιριάζει τόσο υφολογικά, όσο και στο ότι στο CD υπάρχει ένα κομμάτι επιπλέον στο tracklisting που δεν υπάρχει στο βινύλιο. (“Lord of all fevers & plagues” στο “Altars of madness”, “Reign-carrion” στο “The ultimate incantation”). Οι Πολωνοί μακελάρηδες, άρτι ιδρυθέντες το 1983, ξεκίνησαν να παίζουν κάτι ανάμεσα σε SAXON και JUDAS PRIEST, με την αλλαγή να έρχεται υφολογικά στο πιο ακραίο το 1987, όπου πάντρεψαν το ακραίο thrash με το φρέσκο τότε death metal. Τα demos “Live in decay” (1988), “Necrolust” (1989) και “Morbid reich” (1990) (τα οποία έχουν επανακυκλοφορήσει, για τους σεσημασμένους dem-άκηδες εκεί έξω), ήταν μόνο η προειδοποίηση για το τι θα ακολουθούσε.
16 Νοέμβρη του 1992 λοιπόν, κυκλοφορεί από την πάλαι ποτέ κραταιά δύναμη Earache Records, το “The ultimate incantation”, προκαλώντας πάταγο. Η πρώτη μπάντα της χώρας τους που έπαιξε death metal, γενικά. Μιλάμε για εποχή που οι BEHEMOTH και οι HATE είχαν μόλις ιδρυθεί και με το ζόρι να έβγαζαν πρώτο demo, μπάντες όπως οι YATTERING και SCEPTIC δεν είχαν καν βγάλει πρώτο demo, ενώ το μόνο πράγμα που προσιδίαζε σε ακραίο ήχο ήταν το underground thrash της χώρας (η συλλογή διασκευών “Future of the past II – hell in the east” δίνει μια ιδέα του τι συνέβαινε τότε). Περνώντας στο ζουμί της ιστορίας. μιλάμε για μια σειρά ύμνων του είδους όπως τα “Vicious circle”, “The crucified ones”, “Final massacre” και “Decapitated saints”, με το εναρκτήριο “Dark age” να γίνεται video clip όπου βλέπουμε τη μπάντα να διαλύει σβέρκο όπως πρέπει, με το άκρως SLAYER-ικό death metal της , με την επιρροή των MORBID ANGEL, πανταχού παρούσα, ειδικά στις χαμηλές ταχύτητες των riffs των Πολωνών, και τη λύσσα των δύο πρώτων δίσκων των DEICIDE, στις πιο υψηλές.
Επειδή μια μπάντα που ξέρει να γράφει όμως, ξέρει να χαμηλώνει τους ρυθμούς γενικά, όχι μόνο για ένα μέρος του κομματιού, να σου και ένα “Testimony”, ένα “Reign-carrion” (το bonus που λέγαμε) ένα “Breath of centuries” φτιαγμένα για να σπάσουν το σβέρκο σου στη μέση, χωρίς να επιταχύνουν ουσιαστικά, αλλά και χωρίς να λείπουν τα ξεσπάσματα τους. Δίσκος – μπροστάρης μιας ολόκληρης σκηνής, έδωσε το έναυσμα σε όλες τις Πολωνικές μπάντες να κυνηγήσουν το κάτι παραπάνω, μια και δύσκολο να είχε ακούσει κάποιος (πλην ψαγμένων deathsters) κάτι από τη Πολωνία προτού οι VADER υπογράψουν στην Earache και αρχίσουν να παίρνουν κεφάλια. Κάτι που κάνουν δισκογραφικά ως και τις μέρες μας, 28 χρόνια μετά, με τον εν λόγω δίσκο, να έχει παιχτεί ζωντανά ολόκληρος για την 25η επέτειο του (στην έκδοση βινυλίου, χωρίς το “Reign-carrion”), σε περιοδεία που πέρασε κι από τα μέρη μας, τον Ιανουάριο του 2018, μαζί με τους KREATOR. Εγώ και ο Άγγελος ο Κατσούρας, ακόμα θυμόμαστε το ξύλο που μοιράσαμε και το κοπάνημα που ρίξαμε, μια και οι VADER live, αποτελούν ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα που θα δει κάποιος σε ζωντανό σκηνικό. HEAR THE CRIES OF THE CRUCIFIED ONES!
Υ.Γ.: Το κείμενο ταπεινά αφιερώνεται στον βασανιστή των τυμπάνων των VADER, Krzysztof “Doc” Raczkowski, που μας άφησε από ανακοπή καρδιάς το 2005. Σε ευχαριστούμε για όλα. ΑΘΑΝΑΤΟΣ.
Γιάννης Σαββίδης
VENOM – “The Waste lands” (Under One Flag)
To “The Waste lands” είναι το όγδοο κατά σειρά άλμπουμ των VENOM και τρίτο και τελευταίο με τους Dolan, Abaddon και Mantas στη σύνθεση τους, με την αντιπαράθεση με την Under One Flag να έχει φτάσει στο απροχώρητο. Η μπάντα, εντελώς αθόρυβα, και με μηδαμινή στήριξη από την εταιρία τους, καθώς είχαν δημιουργηθεί προβλήματα στη συνεργασία τους αμέσως μετά από την κυκλοφορία του “Prime evil”, ξαναμπαίνει στα Lynx Studios στο Newcastle, με την βοήθεια των Steve White (παλιό γνωστό του Dolan από τους ATOMKRAFT) στις κιθάρες, αντικαθιστώντας τον Al Barnes, και Trevor Sewell στα πλήκτρα, με το ψευδώνυμο “V.X.S.”. Στη θέση του παραγωγού για μια ακόμη φορά βρίσκεται ο Kevin Ridley. Τέλη Οκτωβρίου του 1992 κυκλοφορεί το “The Waste lands”. Το άλμπουμ προοριζόταν να κυκλοφορήσει με τον τίτλο “Kissing the beast” αλλά η μπάντα άλλαξε τον τίτλο μόλις είδε το artwork που προοριζόταν για εξώφυλλο. Και κάπου εδώ να σας πω ένα περιστατικό για να καταλάβετε την μηδαμινή προώθηση των VENOM από την εταιρία τους. Δεκέμβριος του 1992 και κατεβαίνω από Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζα για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Σε επίσκεψη μου σε κεντρικό δισκάδικο της Αθήνας βλέπω έκπληκτος το “The Waste lands”. Αφού ξεπερνάω το πρώτο σοκ που για μένα ήταν η μη ύπαρξη του κλασικού logo των VENOM (ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ!!!) ρωτάω τον πωλητή τι στο καλό είναι αυτό το άλμπουμ. Το παλικάρι μου επιβεβαιώνει ότι ναι, είναι το νέο άλμπουμ των VENOM και ναι, δεν έχει προωθηθεί καθόλου από την εταιρία. Η απογοήτευσή μου ήταν μεγάλη, καθώς κοιτώντας μέσα στη θήκη του δίσκου δεν βρήκα ούτε καν ένα ένθετο της πλάκας με τους στίχους. Παρόλα αυτά αγόρασα τον δίσκο (αυτό έλειπε!) και ειλικρινά, δεν το μετάνιωσα. To “The Waste lands” είναι ένα απίστευτο άλμπουμ, ένα σκοτεινό, υποτιμημένο διαμάντι που περιμένει υπομονετικά τον ανυποψίαστο ακροατή να το ανακαλύψει. Σαφώς ανώτερο από το “Temples of ice” και ελάχιστα κατώτερο από το “Prime evil”, το “The Waste lands” είναι ένας δίσκος γεμάτος δύναμη αλλά και παράλληλα δημιουργεί και μια σκοτεινή ατμόσφαιρα. Εδώ θα ακούσετε κομματάρες όπως τα “Wolverine”, “Kissing the beast”, “Need to kill”, “Riddle of steel” που πραγματικά δημιουργούν εκπληκτικά ηχοχρώματα. Υπάρχουν και πιο μελωδικές στιγμές, όπως το “Crucified” αλλά το πιο εντυπωσιακό από όλα είναι η μπαλάντα (ναι, μπαλάντα!) που κλείνει το άλμπουμ και έχει τον τίτλο “Clarisse”. Ειρωνεία της τύχης, το γεγονός ότι ένα από τα πιο δυνατά ατού του δίσκου είναι… οι στίχοι του.
Αποτέλεσμα της μηδαμινής προώθησης του “The Waste lands” ήταν σαν συνέπεια οι VENOM να οδηγηθούν στη διάλυση, τουλάχιστον σε αυτή τη μορφή. Και είναι κρίμα διότι πιστεύω ότι η συγκεκριμένη σύνθεση μπορούσε να προσφέρει πολλά περισσότερα, όπως αποδείχθηκε αργότερα με τους VENOM INC. Παρόλα αυτά, το “Waste lands” είναι ένας δίσκος που αξίζει και με το παραπάνω να βρίσκεται στη συλλογή σας, όπως άλλωστε όλοι οι δίσκοι που κυκλοφόρησαν με τον Dolan.
Θοδωρής Κλώνης
VICTORY – “You bought it – You name it” (Metronome Music)
Οι VICTORY είναι μία κλασική περίπτωση συγκροτήματος που στη χώρα του έκανε ένα σχετικά μεγάλο σουξέ στα μέσα και στο τέλος των 80s, αλλά πιο έξω …δεν. Μετά από προτροπή του Rudolf Schenker (των SCORPIONS ντε, μην κάνετε ότι δεν καταλαβαίνετε), τους πήρε το management τους και όπως είναι φυσικό, στη Γερμανία έγιναν κάτι σαν τους BONFIRE εκείνης της περιόδου, δηλαδή κάτι σαν τους «νέους SCORPIONS», μόνο που ήταν πιο κλασικομέταλλοι παρότι αρκετά μελωδικοί. Ουσιαστικά στην ιστορία έμειναν διότι ήταν η μπάντα του Tommy Newton (κιθαρίστας και ιδρυτής τους), ο οποίος όμως έκανε μεγάλη καριέρα όχι σαν παίχτης, αλλά σαν παραγωγός, αφού δούλεψε με τεράστια ονόματα όπως οι HELLOWEEN, GAMMA RAY, KAMELOT, KREATOR, αλλά και CONCEPTION, ARK, VOODOOCULT και πολλούς άλλους. Η μπάλα πήρε και τους VICTORY, που θεωρούνται πολύ καλύτεροι απ’ ότι στην πραγματικότητα ήταν, με το “You bought it – You name it”, να είναι ένα απλά καλό άλμπουμ, όπου ουσιαστικά δεν ξεχωρίζει ιδιαίτερα κάποιο τραγούδι, με τον τραγουδιστή Fernando Garcia, να μου θυμίζει πολύ τον Jeff Keith των TESLA σε σημεία. Έτσι, για την ιστορία, στον γκρουπ έπαιζε κιθάρα και ο Herman Frank, που έχει παίξει και σε πολλούς δίσκους των ACCEPT.
Σάκης Φράγκος
VITAL REMAINS – “Let us pray” (Deaf Records)
Από το 1991 και πέρα, το death metal εκτός του ότι ήταν στα πάνω του (εμπορικά μιλώντας), άρχιζε να εμφανίζει ορισμένες έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Οι ανησυχίες τούτες είχαν ως εφαλτήριο, την ανάγκη για εξερεύνηση των άκρων, και των ορίων της μουσικής αυτής. Και ενώ στο μυαλό κάποιων, αυτό ερμηνεύεται ως “πιο αηδιαστικό, πιο βίαιο, πιο λυσσασμένο, πιο άρρωστο”, για μια μερίδα μπαντών, η φράση “εξερεύνηση των άκρων”, είχε μια εντελώς ά. DEATH (από “Human” και έπειτα), ATHEIST, DISINCARNATE, CYNIC, NOCTURNUS, PESTILENCE (“Testimony of the ancients”/“Spheres”), ATROCITY (“Hallucinations”/”Toddessehnsucht” αυστηρά), GORGUTS (“Obscura”/”From wisdom to hate”) και άλλοι, ήταν μόλις μερικοί από τους τολμηρούς, που εισήγαγαν άλλα στοιχεία στο death metal, με το βλέμμα στο μέλλον αυτής της μουσικής. Σε αυτή τη κατηγορία, ανήκουν, οι Αμερικανοί VITAL REMAINS.
Οι VITAL REMAINS, δημιουργήθηκαν το 1988, με βασικό – σταθερό μέλος έκτοτε τον κιθαρίστα Tony Lazaro. Μετά από δύο demos ( “Reduced to ashes” (1989), “Excruciating pain” (1990) ), και το “The black mass” EP (1991) με την Thrash records, οι VITAL REMAINS, υπογράφουν με την Deaf records. Και κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους άλμπουμ “Let us pray” το 1992. Μόνο το εναρκτήριο “War in paradise” (διάρκειας επτά λεπτών παρακαλώ!) έχει αρκετά riffs για να χτίσει η μέση death metal μπάντα ολόκληρο δίσκο πάνω τους! Ένα μόλις κομμάτι (“Malevolent invocation”) κυμαίνεται στα 4 λεπτά, ενώ μάλιστα, τα υπόλοιπα, είτε οριακά ξεπερνούν τα 5 (“Isolated magick”), είτε κατά πολύ (“Uncultivated grave”, “Ceremony of the seventh circle”), παρουσιάζοντας άκρως περιπετειώδεις δομές, ειδικά για τα δεδομένα της εποχής τους.
Τα κοψίματα στις κιθάρες, αποτελούν σήμα κατατεθέν της αμερικάνικης σχολής, όπως τα έμαθαν πρωτίστως από ύστερους DEATH, MALEVOLENT CREATION και MORBID ANGEL αλλά πρωτίστως δοσμένα με ένα εντελώς δικό τους τρόπο. Σε συνδυασμό με τα πλήκτρα, που χωρίς να αφαιρούν ούτε στο ελάχιστο τη βία από το υλικό, του προσθέτουν μια εντελώς απόκοσμη διάσταση. Υπόψη, πλήκτρα τότε στο death metal, μόνο οι τολμηροί NOCTURNUS, και πάλι, με εντελώς διαφορετικό και sci-fi τρόπο. Η δε στιχουργία παραπέμπει στο απόκρυφο, το απόκοσμο, το ανίερο. Όχι αυτόν τον pop Σατανισμό που προωθούσαν μέσα από τη βαναυσότητα τους οι DEICIDE. Απεναντίας, μιλάμε για μια πιο εστέτ μορφή του, πιο κοντά στις στιχουργικές προσεγγίσεις των MORBID ANGEL, ίσως και των IMMOLATION. Death metal για ανοιχτά μυαλά, αυστηρά ακατάλληλο για ανθρώπους που θέλουν μόνο ξύλο, ξύλο, και λίγο ακόμα ξύλο στο είδος.
Το “Let us pray”, συνοψίζοντας, αποτελεί ένα άλμπουμ αντιπροσωπευτικό της φάσης την οποία περνούσε το Αμερικάνικο death metal την εποχή εκείνη. Μια φάση, στην οποία άρχιζε να σπάει τα καλούπια που το ίδιο δημιούργησε για τον εαυτό του, δημιουργώντας καινούργια. Συν τοις άλλοις, αποτελεί το ξεκίνημα της σπουδαίας πορείας των VITAL REMAINS, που παρά τις συνεχείς αλλαγές μελών, παρέμεινε σε υψηλά ποιοτικά επίπεδα.
Γιάννης Σαββίδης
W.A.S.P. – “The crimson idol” (Parlophone/EMI)
Ας ξεκινήσουμε λέγοντας πως το “The crimson idol” είναι κατά βάση αυτοβιογραφικό, δεν είναι concept αλλά μια rock opera που εξιστορεί την άνοδο και την πτώση ενός παραγκωνισμένου αγοριού σε επίπεδα Rock Star! Με την αποδοχή που είχε το “The headless children” του 1989 και την συνθετική ορμή που υπήρχε ο Blackie Lawless βάλθηκε να το ξεπεράσει, σε μια περίεργη εποχή, που η μπάντα του ήταν σε αποσύνθεση, με το μεγαλύτερο προϋπολογισμό που θα είχε ποτέ. Αν και αρχικά σκόπευε να το κυκλοφορήσει κάτω από το δικό του όνομα τελικά κατέληξε από πολλούς να θεωρείται το καλύτερο έργο της δισκογραφίας του συγκροτήματος, παρότι ήταν το πρώτο στο οποίο εκδηλώθηκε τόσο πολύ η απολυταρχία του Blackie. Είναι αδιαμφισβήτητο πάντως, πως είναι άλμπουμ-σταθμός για τους W.A.S.P. με υπέροχα τραγούδια (“The invisible boy”, “Arena of pleasure”, “I am one”. “The idol”, “The great misconceptions of me”) με μια απίστευτα κρυστάλλινη παραγωγή, που οριοθέτησε μια νέα κατεύθυνση, παρά την απλή θεματική του δομή. Η μακροχρόνια διαδικασία παραγωγής του “The crimson idol”, επέτρεψε στον Lawless να δουλέψει πολύ τις συνθέσεις του, να γράψει πολυ-επίπεδα μέρη στις κιθάρες, να ανακατέψει μοτίβα στα τραγούδια και να τελειοποιήσει τις φωνητικές γραμμές. Ήταν άλλωστε η εποχή των πανάκριβων δισκογραφικών project, σε σημείο που η τεράστια επένδυση της ΕΜΙ, δεν είχε το αντίστοιχο εμπορικό αποτέλεσμα. Η φύση του Chris Holmes, όσο καθοριστική κι αν ήταν στην ύπαρξη των W.A.S.P. ως τότε, δεν θα είχε επιτρέψει ποτέ την δημιουργία αυτού του πολύπλοκου δίσκου. Στις ηχογραφήσεις είχε τον μεγάλο Frankie Banali (QUIET RIOT) στα τύμπανα, με πολλά overdubs που έμελλε να γίνουν χαρακτηριστικά για τον ήχο των W.A.S.P., αλλά η ισχυρή του προσωπικότητα τον έφερε σε ρήξη με τον Blackie και το άλμπουμ ολοκλήρωσε ο Stet Howland που θα έμενε στην μπάντα για πολλά χρόνια. Αξιοσημείωτη και η συμβολή του Bob Kulick στις κιθάρες, αν και δεν περιόδευσε μαζί τους. Αν και σχεδόν τους παρέβλεψε η Αμερική, οι W.A.S.P. έκαναν πάταγο στην Ευρώπη, εμφανίστηκαν στο Donington με SLAYER, THUNDER, SKID ROW και IRON MAIDEN, ενώ τον Οκτώβριο του 1992 έπαιξαν για 3 νύχτες στο Hammersmith (!!!) του Λονδίνου.
Γιώργος “The invisible boy” Κουκουλάκης
WARRANT – “Dog eat dog” (Columbia)
Οι WARRANT με το “Cherry pie” είχαν καταπιέσει όλο το attitude που μας είχαν δείξει στο ντεμπούτο τους και κατάφεραν να γίνουν poster-band για όλους τους εφήβους το 1990. Αφού είχαν όλη την δόξα και τα πλούτη που είχαν επιδιώξει, ξεκίνησαν για να εκσυγχρονίσουν το προφίλ τους και τον ήχο τους, δουλεύοντας στο τρίτο τους άλμπουμ, έχοντας στο μυαλό τους την στροφή που έκαναν οι SKID ROW, σκληραίνοντας. To “Dog eat dog” ανοίγει με το “Machine gun” που φανερώνει αμέσως τις πιο μοντέρνες τους βλέψεις, έχοντας όμως ένα κλασικό WARRANT ρεφραίν και τον Jani Lane να τραγουδά “Love you little baby like a machine gun”. Το “The hole in my wall” προχωρά λίγο παραπέρα, όμως η στροφή γίνεται στο αγαπημένο μου “April 2031” με στίχους από μια Terminator εποχή και τον δίσκο να σκοτεινιάζει, κάτι που βρίσκω και το “All my bridges are burning” ή το “Quicksand” που μιλά για χωρισμό. Παρότι το άλμπουμ ανέβηκε ψηλά στην Αμερική την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του, γρήγορα ο ενθουσιασμός καταλάγιασε. Οι WARRANT δεν ήταν πλέον η μπάντα των εφήβων (το grunge ερχόταν), όσο κι αν το “Dog eat dog” είναι ο πιο καλοδουλεμένος, ώριμος και ποιοτικός τους δίσκος. Το “Andy Warhol was right” φανερώνει την συνθετική τους ωρίμανση, όπως και ο σκληρότερος ήχος τους. Ο Michael Wagener (METALLICA, SKID ROW, κ.ά.) συνέβαλλε καταλυτικά. Το “Bonfire” που ακολουθεί είναι η πιο αργή, βαριά και σοβαροφανής εξέλιξη του “Cherry pie” με τα κλισέ τους, ενώ το πιο ανεβασμένο “Ηοllywood”, θυμίζει τις ανέμελες ρίζες τους. “The bitter pill” είναι μια αποτυχημένη απόπειρα να βάλουν περισσότερες QUEEN επιρροές στο άλμπουμ και το “Sad Theresa” στο τέλος, είναι υποδεέστερο ενός “I saw red” (με κάτι από FIREHOUSE). Γενικά, παρότι υποτιμημένο, το “Dog eat dog” έχει όλα τα στοιχεία που αγαπήσαμε στην μπάντα, στο ύφος που επέβαλε το hard rock στα τέλη του 1992. Ακολούθως, εννοείται πως οι χαμηλότερες πωλήσεις του, με την άνοδο της grunge έφερε τους WARRANT σε παρακμή.
Γιώργος “2031” Κουκουλάκης
WARRIOR SOUL – “Salutations from the ghetto nation” (DGC)
Οι WARRIOR SOUL στην τρίτη τους δουλειά, αποκάλυψαν όσα όλοι υποπτευόμαστε. Η Νέα Υόρκη με τη μορφή των NEW YORK DOLLS, το punk συναίσθημα, οι MOTORHEAD και η επαναστατικότητα του μπαρ, αναλαμβάνουν τα ινία. Τι σημαίνει αυτό; Το άλμπουμ είναι πολύ περισσότερο άμεσο και πιο trash/glam/punk με τον Kory να υποκύπτει εν μέρει στις πιέσεις του κιθαρίστα Ricco που είχε όνειρο να γίνει rock star. Από την άλλη πλευρά τραγούδια σαν τα “Punk and belligerent”, “Love destruction”,”Ass kickin”, δείχνουν το πρόσωπο του σχήματος επί σκηνής. Ειδικά το “Punk and belligerent”, αποτελεί τραγούδι σταθμό για το σχήμα γιατί συνδυάζει σε λιγότερο από τέσσερα λεπτά, τον πραγματικό χαρακτήρα τους, όταν δεν ασχολούνται με την επανάσταση ή ακόμα καλύτερα όταν προετοιμάζονται για να ασχοληθούν με αυτή… με το Fast Eddie solo και τις μπασογραμμές που σε πατάνε στο πάτωμα. Άμεσοι, με riff που παίρνουν την καλύτερη δυναμική των 80s και την αναγάγουν σε πιστόλι που πυροβολεί τον οπαδό κατά μέτωπο.
Το πρόβλημα των WS είναι ποιόν οπαδό πυροβολούν, αφού δεν απευθύνονται ούτε σε αυτόν των GNR ούτε των NIRVANA, καταδικασμένοι να βρίσκονται πάντα στο καθαρτήριο της σκληρής μουσικής, πολύ metal για τους εναλλακτικούς, πολύ εναλλακτικοί για τους metal. Η ισορροπία με την πιο σκοτεινή, intellectual (πνευματική) πλευρά του σχήματος, το αλάνι/καλλιτέχνη που εξάγει επανάστασή και τροφή για σκέψη, θα ενισχυθεί με τραγούδια σαν τα “Shine like it”, “The party” , “The fallen”, “Blown”, “Dimension”, “Ghetto nation”, “The golden shore”. Σε αυτά θα εμφανίσει και την αδυναμία του να δημιουργήσει, αναπαράγει, ξαναγράψει ένα “Losers” που στην ουσία στοιχειώνει κάθε προσπάθεια του να μιλήσει με το «σοβαρό» πρόσωπο των WS. Το πρόσημο είναι θετικό αλλά η πυξίδα δείχνει ότι η επανάσταση έχει αρχίσει να ξεθωριάζει σε μια συντηρητική Αμερική που δεν ακούει και ένα σχήμα με βαθιές εσωτερικές συγκρούσεις. Οι WS δημιουργούν δουλειές που στερούνται ομοιογένειας και θα χρειαστεί η κρίση του 08 ,για να αποφασίσουν να είναι στο πλευρό της «επανάστασης» με τον Kory να πουλά διαδικτυακά πίνακες και εισιτήρια για να τα πιείς μαζί του στη λιμουζίνα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία ενός άλλου αιώνα…
Στέλιος Μπασμπαγιάννης
WHITE ZOMBIE – “La Sexorcisto: Devil music vol. 1” (Geffen Records)
Θυμάστε το cult cartoon Beavis & Butt-Head που έπαιζε στο MTV τα βράδια της Κυριακής, πριν το Headbanger’s Ball; Αυτοί οι δύο ηλίθιοι χαρακτήρες του Mike Judge έχουν κατηγορηθεί αμέτρητες φορές από τον Kip Winger ότι του κατέστρεψαν την καριέρα. Στην περίπτωση όμως του συγκεκριμένου album, μάλλον υπήρξαν ο καθοριστικός παράγοντας ώστε να γίνει πάρα πολύ γρήγορα πλατινένιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, τιμώντας και τρία video clips που κυκλοφόρησαν για την προώθηση του “La Sexorcisto”, ενώ και η καριέρα των WHITE ZOMBIE δεν ήταν η ίδια πλέον, από εκείνο το σημείο κι έπειτα.
Ας πάμε όμως στην αρχή. Το EP “God of thunder” (με τη διασκευή στο γνωστό KISS έπος) κίνησε το ενδιαφέρον των ανθρώπων της παντοδύναμης τότε Geffen Records, ώστε μετά κι από ένα σχετικό demo, να τους υπογράψει με συνοπτικές διαδικασίες. Στη συνέχεια τους έκλεισε στα 321 Studios της Νέας Υόρκης, με παραγωγό τον ογκόλιθο Andy Wallace και το τελικό αποτέλεσμα ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Με τα “Thunder kiss ‘65” και “Black sunshine” (καθοριστική συμμετοχή σε αυτό είχε ο Iggy Pop) να βρίσκονται σε καθημερινό, heavy rotation στο MTV και με την αποθέωση από το cartoon που προανέφερα, τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο απλά. Παγκόσμια αναγνώριση, τρελές πωλήσεις και αλλεπάλληλες περιοδείες, παρέα με ονόματα όπως οι ANTHRAX, PRONG, PANTERA και TESTAMENT (από τους τελευταίους έκλεψαν λίγο πιο μετά και τον Joey Tempesta σαν ενθύμιο).
Οι μεγάλες διαφορές του “La Sexorcisto” από τον προκάτοχό του “Let them die slowly” είναι η αλλαγή ηχητικής κατεύθυνσης και η άψογη παραγωγή. Οι μελωδικές γραμμές του Rob Zombie διαμόρφωσαν πλήρως τον χαρακτήρα, ο οποίος θα τον ακολουθεί μέχρι και σήμερα, ενώ το μπόλιασμα του ήχου τους από industrial κιθάρες και samples από horror movies έκαναν τους WHITE ZOMBIE μια pure-fun band. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι και ο ίδιος ο Zombie ακολουθεί την τακτική των PANTERA και θεωρεί το συγκεκριμένο album ως την απαρχή της καριέρας του γενικά. Από τους δίσκους που στιγμάτισαν τη συγκεκριμένη δεκαετία, όσο λίγοι άλλοι.
Γιώργος Κόης