Αφιέρωμα στο 90s metal – 1994 part 3

0
450

«Φάγαμε» και το 1994, λοιπόν!!! Από κάτω μπορείτε να διαβάσετε το τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματός μας σ’ εκείνη τη χρονιά (πάντα σε αλφαβητική σειρά), στα πλαίσια του μεγαλύτερου αφιερώματος που έχει γίνει στα 90s… Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος εδώ και το δεύτερο μέρος εδώ. Όπως πάντα, πολλοί σπουδαίοι δίσκοι, άλλοι παραγνωρισμένοι, άλλοι γνώρισαν τεράστια επιτυχία, άλλοι αναγνωρίστηκαν αργότερα, άλλοι απογοήτευσαν σχετικά…  Μεγάλες αλλαγές στον ήχο πολλών γκρουπ, νέες τάσεις, πειραματισμοί, όλα αυτά και πολλά περισσότερα, στο κείμενο που ακολουθεί και στο τέλος του, όπως πάντα, η σχετική, ενδεικτική λίστα στο Spotify. Καλή ανάγνωση.

PANTERA – “Far beyond driven” (EastWest)

Έχοντας λιώσει το “Vulgar display of power” όπως όλοι οι φίλοι αυτού του ήχου, γούσταρα το groove. Ακούγοντας λοιπόν το “I’m broken” προτού κυκλοφορήσει ο δίσκος, ένιωσα πως οι Αμερικάνοι ήθελαν να χτίσουν πάνω στον ήχο του προηγούμενου και χάρηκα. Όμως όταν έβαλα την βελόνα στο βινύλιο, το “Strength beyond strength” με χτύπησε σαν κεραυνός. Το “Far beyond driven” είναι από την αρχή μέχρι το τέλος του, μια βουτιά σε πιο σκληρό κι επιθετικό ύφος, που σε αφήνει να αναπνεύσεις μόνο στη διασκευή του “Planet caravan”, στο τέλος. Αντί να γίνουν πιο εμπορικοί, πιστεύουν πως η δύναμή τους είναι η ακρότητα και σκληραίνουν τον ήχο τους. Το (πολυβόλο) “Becoming”, το “5 minutes alone”, το “I’m broken”, το “Slaughtered”, το “Use my third arm”  είναι γεμάτα ένταση, δύναμη και groove. Αναβλύζουν πόνο, θυμό και βία από τα αλύπητα χτυπήματα του Vinnie Paul, τα κοφτά και ασήκωτα ριφ του αδερφού του, τον Phil Anselmo που παραμορφώνει περισσότερο τα φωνητικά του και τον Rex Brown που προσθέτει το πεντάχορδο μπάσο του. Το(α) εξώφυλλο(α) υποδηλώνει(ουν) με τον τρόπο του(ς), την βίαιη κατεύθυνση του άλμπουμ. Όπως το τρυπάνι στην εικόνα, έτσι και τα τραγούδια των PANTERA ξεσκίζουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Ακόμα και όταν οι ρυθμοί πέφτουν, η αδρεναλίνη δεν μειώνεται (“Hard lines, sunken cheeks”, “25 years”. “Shedding skin”). Ο Dimebag εκπέμπει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση σε όλο τον δίσκο και σπέρνει δίχως ποζεριές, ενώ κιθαρίστες και μη υποκλίνονται εκείνη την εποχή στο ταλέντο του. Η δυναμική των PANTERA ήταν τέτοια, ώστε το άλμπουμ να εκτοξευτεί στο νο. 1 από την πρώτη εβδομάδα στην Αμερική και νο. 3 στην Βρετανία, πράγμα ακατανόητο για ένα τόσο επιθετικό και ακραίο δίσκο. Από δική τους πλευρά, δυστυχώς το αλκοόλ, τα χάπια και τα ναρκωτικά είχαν αρχίσει να διεισδύουν στην μουσική τους και μια σύγκριση με το “Vulgar…” αφήνει το “FBD” ένα βήμα πίσω, όμως αυτό δεν πρέπει να υποβαθμίζει την επιρροή που είχε και την αστείρευτη δύναμη που εξέπνεε. Αν το “VDOP” ήταν το δεξί κροσέ, τότε το “FBD” ήταν το uppercut που σε ρίχνει Knock-Out. Οι PANTERA ήταν οι αδιαμφισβήτητοι ηγέτες της ακραίας έκφρασης το 1994. Ακόμα και η αρνητική κριτική που δέχονταν, τους έδινε δύναμη τότε.

Γιώργος “Slaughtered” Κουκουλάκης

 

 PEARL JAM – “Vitalogy” (Epic)

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν το “Vitalogy” σαν το τελευταίο πραγματικό αριστούργημα των PEARL JAM… Για την ακρίβεια το τρίτο, κατά σειρά, αψεγάδιαστο άλμπουμ της μπάντας. Για το τυπικό του πράγματος δε συμμερίζομαι αυτή την άποψη, αφού θεωρώ ότι και στη συνέχεια βγήκαν σπουδαίοι δίσκοι αλλά καταλαβαίνω την όλη συλλογιστική. Η αλήθεια είναι ότι το “Vitalogy” αποτελεί τέλος εποχής και ταυτόχρονα δείχνει πολλά σημάδια του τι μέλλει γενέσθαι για τους PEARL JAM. Τέλος εποχής γιατί αυτό ήταν το τελευταίο άλμπουμ με τον Abbruzzese πίσω από τα τύμπανα αλλά και το τελευταίο πολυπλατινένιο πόνημα της μπάντας. Από την άλλη, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Vedder αποκτά σχεδόν απόλυτα τον έλεγχο με τους Gossard & Ament να διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Ούτως ή άλλως οι σχέσεις ήταν τεταμένες ανάμεσα στα μέλη και ήταν πραγματικά παράδοξο πως βγήκε μία τόσο ποιοτική δουλειά υπό αυτές τις συνθήκες.

Το “Vitalogy” είναι ένα πειραματικό και… χύμα άλμπουμ! Είναι ταυτόχρονα όμως ένα κλασικό PEARL JAM άλμπουμ! Βασικά, αν το καλοσκεφτείτε, είναι το τελευταίο κλασικό -με την απόλυτη έννοια του όρου- άλμπουμ των Αμερικανών. Ο δίσκος ανοίγει με 5 κομματάρες με τα “This is not for you” και “Nothingman” να ξεχωρίζουν και να αποκτούν κατευθείαν ταμπέλα “instant classic”. Από κοντά ακολουθούν τα “Better man” και “Corduroy”, δύο τραγούδια που δείχνουν απερίφραστα την επίδραση του Vedder στο ύφος των PEARL JAM. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι το “Vitalogy” κέρδισε αμέσως τις καρδιές των νεαρών rockers στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού (το grunge βρισκόταν άλλωστε στο απόγειο) και οι PEARL JAM συνέχιζαν το νικηφόρο σερί αλλά κυρίως έθεταν οριστικά τις βάσεις μίας μακροχρόνιας, αδιάλειπτης και πετυχημένης καριέρας…εξαίρεση, αν μη τι άλλο, για το ιδίωμα.

Σάκης Νίκας

 

 PRETTY MAIDS – “Scream” (Epic Records)

Δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία του “Sin decade”, το 1992, και ενώ είχε μεσολαβήσει το ακουστικό album “Stripped”, το συγκρότημα αποφασίζει να ξαναγυρίσει στον ηλεκτρικό του ήχο και έτσι το “Scream” είδε το φως της δημοσιότητας το 1994. Το group και σε αυτή την δουλειά, δεν στενοχώρησε κανέναν οπαδό, διατηρώντας το γνωστό ύφος σύνθεσης και απόδοσης τραγουδιών, αλλά και το μουσικό ύφος έκφρασής του. Το album είχε όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία του group, με τραγούδια που για μια ακόμη φορά, «ακροβατούσαν» σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ μελωδικού hard rock και heavy metal. Ότι υπήρχε και σε αυτόν τον δίσκο, ηχητικά, εκτός του είχαν ελαφρώς «βαρύνει» τον ήχο τους, δεν είχε αλλαγή συνταγής. Ωραία πορωτικά ριφ και κιθαριστικές μελωδίες με σωστή δομή, χωρίς πουθενά να ηχούν περιττές, διάσπαρτος ηχητικός τσαμπουκάς, catchy ρεφρέν, άκρως δυναμικά κουπλέ και φυσικά τη συνοδεία πλήκτρων που είναι μέχρι και σήμερα, σήμα κατατεθέν του group όλα τα χρόνια που ηχογραφούν, θα άκουγε όποιος ήθελε να ασχοληθεί με την κυκλοφορία.

Και σε αυτό το δίσκο το αποτέλεσμα που λάμβανε ο οπαδός ήταν και πάλι αρκετά καλό και δεν υπήρχε περίπτωση, ειδικά οι πιο φανατικοί να μην το απολάμβαναν. Από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο τραγούδι, το συγκρότημα θα σε ξάφνιαζε για άλλη μια φορά ευχάριστα αφού κατάφερε και πάλι να γράψει τραγούδια που «κούμπωναν» σε ότι είχαν ήδη κάνει. Έτσι, οι συνθέσεις ηχούσαν φρέσκιες, διατηρώντας την ηχητική ταυτότητα του συγκροτήματος, που ήδη είχε δημιουργήσει τραγούδια ποικίλλων ταχυτήτων από ραδιοφωνικές, melodic rock στιγμές μέχρι και πιο up tempo που ήταν αρκετά ξεσηκωτικές. Το μόνο ελαφρώς αρνητικό που είχε ο δίσκος ήταν ότι στην ολότητά του, ήταν ένα κλικ πιο κάτω στις συνθέσεις, αφού σε σύνολο υπήρχαν και κάποια, ελάχιστα, πιο αδύναμα τραγούδια, χωρίς να επηρεάζουν το γενικό καλό αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά όμως καθένας θα έβρισκε εύκολα αυτά που θα τον διασκέδαζαν και θα του κρατούσαν παρέα, ότι συνήθιζε να κάνει το σχήμα.

Θοδωρής Μηνιάτης

 

 PRIDE & GLORY – “Pride & glory” (Geffen)

Όσοι το 1994 ήμασταν οπαδοί του southern rock, είχαμε τεράστια χαρά προτού ακούσουμε τον συγκεκριμένο δίσκο. Μόνο που πιάναμε στα χέρια το CD και χαζεύαμε το εντελώς southern εξώφυλλο του μας έφθανε. Ήταν γνωστό ότι το καινούργιο project του Zakk Wylde (που ήταν στην μπάντα του Οzzy εκείνη την περίοδο) θα κινούνταν πάνω σε southern rock φόρμες και επιρροές από θρυλικά σχήματα του είδους όπως οι LYNYRD SKYNYRD, BLACKFOOT, ALLMAN BROTHERS και MOLLY HATCHET. Oι μουσικοί που πλαισιώνουν το Zakk είναι ο μπασίστας James LoΜenzo (WHITE LION, ουσιαστικά πολλά από τα τραγούδια τα είχε δουλέψει πριν από χρόνια με το Zakk ) και ο ντράμερ Brian Tichy (και που δεν έχει παίξει αυτός).

Tο εναρκτήριο μπάντζο στο “Losing your mind” σε βάζει κατευθείαν στο κλίμα του δίσκου και μεταφέρεσαι στον Νότο κατευθείαν. Η ατμόσφαιρα αυτή συνεχίζεται στα όλον τον δίσκο στον οποίο βρίσκουμε μια μεγάλη ποικιλία συνθέσεων που κινούνται από το hard rock (“Horse called war”, “Harvester of pain”, “Shine on”, ”Troubled wine”, “To’en the line”) σε ωραίες southern μπαλάντες(“Sweet Jesus”, “Lovin’ woman”, “ Cry me a river”, “Found a friend”, “Fading away”).

Διακρίνεται ξεκάθαρα η αγάπη και ο σεβασμός του Ζakk για το Νότιο rock και επίσης ο δίσκος εκτός του ότι ήταν το πρώτο “πείραμα” του σε δικιά του μπάντα, ήταν αυτό που του έδωσε τα κίνητρα να σκεφτεί την μελλοντική πορεία του και κάπου εδώ μπαίνουν ν οι βάσεις για τους BLACK LABEL SOCIETY που θα συναντήσουμε μετά από λίγα χρόνια.

Εξαιρετικό album το “Pride & glory”, έβγαλε κιόλας τρία singles (“Losing your mind”, “Horse called war”, ”Troubled wine”) και έλαβε πολύ θετικές κριτικές από παντού. Την παραγωγή του είχε αναλάβει ο Rick Parashar (R.I.P) , o oποίος μόλις λίγα χρόνια πριν είχε βάλει το μαγικό του χέρι σε δίσκους όπως τα “Τemple of the dog” (TEMPLE OF THE DOG), “Ten” (PEARL JAM) ,”Sap” (ALICE IN CHAINS) και “Βlind melon”(BLIND MELON).

Γιάννης Παπαευθυμίου

 

 PRONG – “Cleansing” (Epic)

Οι PRONG αποτελούν το πνευματικό παιδί του κιθαρίστα/τραγουδιστή Tommy Victor ο οποίος εκτός από μόνιμος θαμώνας, δούλευε και ως ηχολήπτης στο θρυλικό CBGB’s στη Νέα Υόρκη έχοντας δει και βιώσει στον ύψιστο βαθμό την ενέργεια και την απόδοση συγκροτημάτων όπως οι RAMONES, THE DAMNED και AGNOSTIC FRONT μέχρι τους SWANS, DARK ANGEL και SOUNDGARDEN. Θα μπορούσαμε να πούμε πως το crossover στυλ των PRONG από new wave, post-punk και hardcore μετουσιώθηκε από όλο αυτό το χωνευτήρι επιρροών με το τέταρτο άλμπουμ, “Cleansing”, να είναι το πιο κλασικό άλμπουμ της καριέρας τους γνωρίζοντας και εμπορική επιτυχία. Οι PRONG ανήκαν τότε στο roster της πολυεθνικής Epic και το budget ήταν αρκετά ψηλό ώστε να συνεργαστούν με όποιον παραγωγό ήθελαν και αυτός δεν ήταν άλλος από τον Terry Date ο οποίος είχε ήδη συνεργαστεί με τους OVERKILL, METAL CHURCH, SOUNDGARDEN και φυσικά τους PANTERA οι οποίοι δήλωναν λάτρεις του ήχου του “Beg to differ” των PRONG αποτελώντας επιρροή για το “Cowboys from hell”, ενώ είχαν βγει και σε κοινή περιοδεία τότε μαζί με τους MIND OVER FOUR.

Με τον μπασίστα Troy Gregory (ex-FLOTSAM AND JETSAM) εκτός συγκροτήματος, βρίσκουν τον ιδανικό αντικαταστάτη στο πρόσωπο του Paul Raven (KILLING JOKE, MINISTRY) και μαζί με τον TED PARSONS (SWANS, GODFLESH, MINISTRY) στα τύμπανα δουλεύουν πάνω σε υλικό που ο Tommy Victor συνέθεσε με την ακουστική του κιθάρα στην τουαλέτα στο διαμέρισμά του στο Williamsburg, στο Brooklyn με τον ίδιο να δηλώνει πως ένα από τα άλμπουμ που έπαιξε δραστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα του “Cleansing” ήταν το “Vision thing” των THE SISTERS OF MERCY, με το ομότιτλο τραγούδι να το διασκευάζουν στο άλμπουμ διασκευών “Songs from the black hole” (2015). Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώνονται στα The Magic Shop και Bad Animals Studios με τη μίξη να πραγματοποιείται στα Electric Lady Studios και το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ με τραγούδια τίγκα στα κοφτά riff που σου σφυροκοπούν το κεφάλι ενώ νιώθεις πως βρίσκεσαι σε ένα τεράστιο dance-club. Ο ήχος της κιθάρας είναι ογκωδέστατος, με το ευφυές μηχανικό παίξιμο του Ted Parsons, σε συνδυασμό με τη χρήση samples/programming από τον John Bechdel (MINISTRY, FEAR FACTORY) και το background του Paul Raven να προσδίδουν μια industrial υφή ενώ δεν μένουν πίσω και οι πιο thrash metal στιγμές όπως στο αρκετά νευρώδες “Cut-Rate”, με αδυσώπητο και δύσκολο να αντισταθείς groove στο σύνολό του. Για τα “Broken peace”, “Whose fist is this anyway?” και “Snap your fingers, snap your neck” γυρίζονται και τα αντίστοιχα video με το τελευταίο να παίζεται μανιωδώς στο MTV και σε ένα από τα επεισόδια του “Beavis and Butt-Head” βοηθώντας το άλμπουμ να φτάσει στην #126 θέση στα Billboard.

Με την κυκλοφορία του “Cleansing” στις 25 Ιανουαρίου ολόκληρη η χρονιά τους βρίσκει στο δρόμο ανοίγοντας για τους WHITE ZOMBIE μαζί με τους THE OBSESSED καθώς και τη δική τους headline-tour με τους COURSE OF EMPIRE στις Η.Π.Α. συνεχίζοντας με τους LIFE OF AGONY και THE OBSESSED στην Ευρώπη. Η απόλυτη περιοδεία όμως ήταν αυτή μαζί με τους PANTERA και τους SEPULTURA με τα δύο συγκροτήματα να έχουν κυκλοφορήσει τα “Far beyond driven” και “Chaos A.D.” αντίστοιχα κλείνοντας τη χρονιά με την headline περιοδεία στις Η.Π.Α. έχοντας τους CLUTCH και DROWN ως support. Με το “Cleansing” οι PRONG έπιασαν το peak της δημοτικότητάς τους παρά το γεγονός πως κυκλοφορούν μέχρι και σήμερα αξιόλογες δουλειές παραμένοντας ένα από τα χαρακτηριστικότερα συγκροτήματα των 90’s και σημείο αναφοράς για αρκετά από αυτά που ξεπήδησαν από μεταγενέστερα μουσικά ρεύματα όπως πχ το nu-metal.

Κώστας Αλατάς

 

 PRO-PAIN – “The truth hurts” (Energy Records / Roadrunner)

Οι PRO-PAIN έχουν ήδη αποκτήσει ένα πολύ μεγάλο πυρήνα οπαδών με το ντεμπούτο τους “Foul taste of freedom” το 1992, καταφέρνοντας να «πιάσουν» οπαδούς και από τη hardcore και από τη metal σκηνή με ένα μοναδικό τρόπο. Οι τότε ζωντανές εμφανίσεις τους (που μέχρι σήμερα παραμένουν κορυφαίες, όσοι τους έχετε δει, ξέρετε) ενίσχυαν το ντόρο γύρω από το όνομα τους και το συγκρότημα ήταν πλέον έτοιμο για το δεύτερο δίσκο. Τα πράγματα χωρίς να είναι ιδανικά, οδήγησαν στην μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας τους συνθετικά. Ο κιθαρίστας Tom Klimchuck θα αποτελέσει παρελθόν, ενώ γρήγορα θα εισχωρήσει εκείνη την περίοδο στους M.O.D. του Billy Milano και θα κυκλοφορήσει μαζί τους το “Devolution”. Η απώλεια του εκείνη την περίοδο, -όντας ο μόνος κιθαρίστας της μπάντας- καθότι το συγκρότημα ήταν τρίο, θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Ο αρχηγός και μπασίστας/τραγουδιστής Gary Meskil το πήρε πάνω του κι έχοντας ακόμα τον ντράμερ Dan Richardson στο πλευρό του, κάνει την κίνηση-ματ και φέρνει όχι έναν αλλά δυο κιθαρίστες στο συγκρότημα εκείνη την περίοδο. Ο λόγος για τους Mike Hollman (ρυθμική κιθάρα) και Nick St. Dennis (lead κιθάρα). Μάλιστα από εκεί και έπειτα, οι PRO-PAIN γενικότερα στην λαμπρή καριέρα τους, πορεύτηκαν αποκλειστικά ως κουαρτέτο, με δυο κιθαρίστες.

Οι δυο κιθαρίστες –που σημειωτέον δεν εμφανίστηκαν ξανά σε κυκλοφορία του συγκροτήματος- έχουν καταφέρει το φαινομενικά ακατόρθωτο, να βαρύνουν κι άλλο τον ήχο που είχε το “Foul taste of freedom”και έτσι μοιραία, το “The truth hurts” χωρίς να ξεφεύγει από τις hardcore ρίζες του, είναι στο τέλος ένα άλμπουμ που το μεταλλικό στοιχείο προκρίνεται αισθητά. Ο ήχος είναι καταπληκτικός με τις κιθάρες γενικά να έχουν ένα φοβερό και καθαρό όγκο αλλά παράλληλα να ακούγονται λες και «γδέρνουν» τα ηχεία. Η φωνή του Meskil πιο άγρια και υπόκωφη σε σχέση με το ντεμπούτο τους, όπου πλέον χάνει την καθαρή της άρθρωση που είχε στο ντεμπούτο ή στις μέρες των CRUMBSUCKERS και αρχίζει να επικρατεί η γκαρίλα που αγαπήσαμε ως χροιά. Μόνο που στο “The truth hurts” αυτή η γκαρίλα είναι ακόμα σε ακατέργαστο επίπεδο πριν πάρει την τελική της μορφή από το επόμενο άλμπουμ (“Contents under pressure”, 1996) και είναι άλλος ένας λόγος για τον οποίο το “The truth hurts” είναι τόσο ξεχωριστό στη δισκογραφία τους. Έχοντας τη φαεινή ιδέα να έχουν ως εξώφυλλο μια γυναίκα γυμνή και ραμμένη μετά την αυτοψία, το είδαν να λογοκρίνεται με συνοπτικές διαδικασίες και έτσι το άλλαξαν άμεσα με αυτό που γνωρίζουμε όλοι με το εγκαταλελειμμένο κτίριο.

Πέρα από ίντριγκες και ξεχωριστές στιγμές στην ιστορία τους, το “The truth hurts” είχε μέσα μόνο ΚΟΜΜΑΤΑΡΕΣ. Το εναρκτήριο “Make war not love” θεωρείται από τους περισσότερους οπαδούς το κορυφαίο κομμάτι τους, ενώ γενικά η εναρκτήρια Αγία Τριάδα του δίσκου η οποία συμπληρώνεται με τα “Bad blood” και το ομότιτλο κομμάτι (ασύλληπτο groove και ρυθμός) στέλνει τον ακροατή στο ΚΑΤ μια ώρα αρχύτερα. Σε λιγότερο από 38’, οι PRO-PAIN καταφέρνουν να γράψουν το κορυφαίο υλικό μιας 30ετούς πλέον καριέρας και παρότι από τότε κυκλοφόρησαν άλλοι 14 (!) δίσκοι (συνολικά 16 από το 1992 ως το 2015!!!!) και δεν έχουν ούτε μια μέτρια στιγμή, κανένα άλμπουμ δεν ακούστηκε ξανά τόσο ωμό, πειθήνιο και εμπνευσμένο όσο το “The truth hurts”. Μετά την κυκλοφορία του ο Tom Klimchuck επέστρεψε στη θέση που του ανήκε ως κιθαρίστας (και έμεινε μέχρι το 2010) και οι PRO-PAIN κέρδισαν ακόμα περισσότερους οπαδούς και κάνανε ακόμα περισσότερες δολοφονικές συναυλίες. Παρά την «διαμάχη» που είχαν με την πλειονότητα της hardcore σκηνής (όπου η μπάλα πήρε και τους ακόμα πιο διάσημους BIOHAZARD) λόγω των στενών δεσμών και ηχητικών ομοιοτήτων με το metal, οι PRO-PAIN δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία και δεν απαρνήθηκαν ποτέ τις ρίζες τους, κοιτάζοντας μόνο μπροστά μακροχρόνια.

Άγγελος Κατσούρας

 

PSYCHOTIC WALTZ – “Mosquito” (Bullet Proof Records)

Αν θέλουμε να ονομάσουμε τους πρώτους των πρώτων, χρονολογικά, στο progressive metal, η τετράδα νομίζω είναι στανταράκι: PSYCHOTIC WALTZ – QUEENSRYCHE – FATES WARNING – DREAM THEΑTER. To «Ψυχωτικό Βαλς» όμως, εκτός από το να ανήκει στους «γεννήτορες» του είδους αποτελεί και ένα από εκείνα τα παραδείγματα συγκροτημάτων με σεβαστή δισκογραφία, όπου όχι μόνο δεν υπάρχει ούτε μία (1) μέτρια στιγμή εντός της, αλλά σαν να μην έφτανε αυτό, όλοι τους οι δίσκοι θεωρούνται αριστουργήματα. Όπως, καλή ώρα, το «Κουνούπι». Προσωπικά, τα σιχαίνομαι τα κουνούπια. Μου σπάνε τα νεύρα, δεν μπορώ να τα βλέπω και να τα ακούω, μακάρι να είχα ένα τεράστιο σε διαστάσεις φλιτ, να τα στείλω όλα «εν τόπω χλοερώ». Δεν το κάνω, πρώτον διότι αποτελούν τροφή για άλλα έντομα και γενικά πλασματάκια του Θεού, και δεύτερον διότι σέβομαι απεριόριστα αυτόν τον δίσκο, έστω κι αν τον επέλεγα στην υποθετική ερώτηση για το «ποιο είναι το χειρότερο PW album». Εξάλλου τα είπαμε, αριστούργημα κι αυτό! Η εσωστρέφεια και ο ψυχισμός του group, ή σωστότερα του Devon Graves ή ακόμη πιο σωστά του Buddy Lackey, αντανακλώνται τώρα πια καθαρά στην μουσική της μπάντας και τo ραφιναρισμένο US prog του “A social grace” και του “Into the everflow” εδώ γίνεται περισσότερο «δύστροπο», «δύσκολο» και ψυχεδελικό, μια εικόνα που θα ολοκληρωνόταν στο εξίσου θεϊκό “Bleeding”, δύο χρόνια αργότερα. Η επιλογή του ονόματος “Psychotic Waltz” για το συγκρότημα, για πρώτη ίσως φορά εδώ, δικαιολογείται τόσο πολύ. Η «ψύχωση» αυτή φέρνει ακόμη και alternative επιρροές στη μπάντα. Τι; Δεν τις ακούς; Πως; Δεν υπάρχουν; ΧΑ! Είδες τι σημαίνει να έχεις πολύπλευρο συνθετικό ταλέντο; Από το τεχνοκρατικό USPM στο alternative, μικρός ο δρόμος. Βάλε τον Κώνωπα να παίζει και εκτίμησέ τον, ζήσε τον, νιώσε τον. Και εν αντιθέσει με τη γνωστή ρήση, διύλισέ τον!

Δημήτρης Τσέλλος

 

 QUEENSRYCHE – “Promised land” (ΕΜΙ)

Μια καλλιτεχνική δουλειά, η οποία σε προ(σ)καλεί να την προσεγγίσεις με αγάπη και ανοιχτό μυαλό, ώστε να κατανοήσεις το σύμπλεγμα των ήχων, την εξωπραγματική παραγωγή, το υπέροχο artwork και βέβαια την ίδια την μουσική κατεύθυνση των τραγουδιών. Από το συνονθύλευμα του Scott Rockenfield στο εισαγωγικό “9:28 am” μπαίνουμε στο “I am I” και μας φανερώνεται ο νέος κόσμος των QUEENSRYCHE που και πάλι έχει μεταλλαχτεί, έχει εξελιχθεί, έχει προχωρήσει σε επίπεδα που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε με επιφανειακά ακούσματα. Το “Promised land” σου αποκαλύπτει τα μυστικά του, όσο περισσότερη αγάπη του δείξεις. Είναι οι ευαισθησίες στους στίχους που σε ακουμπούν όσο προσπαθείς να συνδεθείς μαζί τους. Είναι η μαγεία των ήχων και τον οργάνων που χρησιμοποιούν, που σε ταξιδεύουν όσο προσέχεις τις λεπτομέρειες. Είναι και η απόδοση των μουσικών, που φανερώνουν το πάθος τους, δίχως να υπερφορτώνουν τις συνθέσεις, δίχως να παίζουν γρήγορα ή δυνατά, αλλά εξωτερικεύοντας τα συναισθήματά τους μέσα από τις ψαγμένες εκτελέσεις τους. Όπως λένε και οι στίχοι του ομώνυμου τραγουδιού, “Because it’s not what I expected”. Ως τέκνα του Seattle, οι QUEENSRYCHE δείχνουν επηρεασμένοι από την μελαγχολική και αλτρουιστική διάθεση του grunge κινήματος, αλλά δεν παίζουν «εναλλακτικά». Δημιουργούν άλλο ένα αριστούργημα, που κέρδισε το κοινό τους, αν και ήταν αναμενόμενο πως δεν θα μπορούσαν εμπορικά να διατηρήσουν τα νούμερα του “Empire” με έναν τόσο εσωστρεφή δίσκο. Όμως έγινε πλατινένιο, σκαρφαλώνοντας μέχρι το νο. 3 στις ΗΠΑ, δίνοντας δύο singles στο Top 40. Το “Promised land” ακόμα και σήμερα, δεν έχει ανταγωνιστή ηχητικά και παραμένει από τις πιο άρτια δομημένες παραγωγές, που διόλου τυχαία έχει αναλάβει ο James Burton (Gary Moore, RUSH, David Bowie, KISS). Μετά από τόσα χρόνια και άπειρες ακροάσεις, εξακολουθώ να το εκτιμώ και να με συντροφεύει, ως το τελευταίο τέλειο άλμπουμ τους. Στα singles υπήρχαν δύο ακυκλοφόρητα τραγούδια, μια ηλεκτρική εκδοχή του ανατριχιαστικού “Someone else?” και το “Dirty lil’ secret” που αξίζουν και τα δύο. Στην περιοδεία τους, συχνά έπαιζαν ολόκληρο το άλμπουμ, ενώ είχαν και θεατρική παραγωγή με περισσότερες από 100 εμφανίσεις. Άλλες εποχές που νοσταλγούμε για την καλλιτεχνική τους ευφυΐα και τις απίστευτες ερμηνείες που μας έδωσαν (Άσε που κυκλοφόρησαν και βιντεοπαιχνίδι για PC- πολύ μπροστά!).

Γιώργος “Someone else?” Κουκουλάκης

QUORTHON – “Album” (Black Mark)

Σε ηλικία 27 (!) χρονών ο Thomas Forsberg, έχει ήδη κυκλοφορήσει σαν BATHORY 6 (ολογράφως, ΕΞΙ) πολύ σημαντικούς δίσκους για τη μουσική μας. Κάπου εκεί στο 1993 λοιπόν, ο ίδιος παραδέχεται ότι μετά το “Twilight Of The Gods” δεν έχει έμπνευση να γράψει κάτι για τους BATHORY, κάτι που να μπορέσει να το ξεπεράσει (λες και γινόταν αυτό…), και για να μην χάσει την διάθεσή του για μουσική, αποφασίζει να κυκλοφορήσει ένα δίσκο τελείως διαφορετικό από ότι είχε κάνει έως τότε. Κι επειδή ήθελε να είναι τίμιος προς τους οπαδούς των BATHORY, αποφασίζει να το κυκλοφορήσει ως QUORTHON. Επίσης, δεν έκατσε καν να ζοριστεί πως θα ονόμαζε το album, οπότε απλά, το λέει… “Album”!

Ο δίσκος λοιπόν κυκλοφορεί το 1994, μέσω της Black Mark, της προσωπικής του εταιρείας και είναι… grunge! Βασικά, είναι αρκετά πράγματα, αλλά καμία σχέση με ότι είχε παίξει ως τότε!

Το “Album” θυμίζει πολύ ALICE IN CHAINS, early SOUNDGARDEN, λίγο NIRVANA, είναι hard rock, είναι grunge, είναι λίγο punk, και όλα αυτά, υπό το πρίσμα του κλασικού Quorthon, δηλαδή μέτρια παραγωγή, απλά riff στις κιθάρες, οι οποίες έχουν τον πρώτο λόγο, τα κλασικά “φάλτσα” που ή λατρεύεις ή μισείς στην φωνή, απλά drums και αυτή τη φορά, στίχους από την απλή καθημερινότητα, ούτε φωτιές, ούτε σπαθιά, ούτε σατανάδες, ούτε καν Βαλχάλα.

Κι έτσι απλά, ο Quorthon κυκλοφορεί έναν δίσκο ο οποίος προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα, και το περίεργο είναι ότι παρά τα προαναφερθέντα μέτρια χαρακτηριστικά του, καταφέρνει να είναι σχετικά καλός! Ο Quorthon έτσι κι αλλιώς δεν φημίζονταν για την τεχνική του σαν μουσικός, κι όμως εδώ έχει παίξει τα καλύτερα κιθαριστικά solo της ζωής του.

Το black metal fan base των BATHORY δεν το ακούει, το ευρύ grunge κοινό ίσως ακόμα αγνοεί την ύπαρξή του, παρόλα αυτά όμως το “Album” εξυπηρετεί τον σκοπό του, που είναι κυρίως να δώσει ώθηση και έναυσμα στον Quorthon να γράψει τα επόμενα BATHORY.

Μια ακόμα απόδειξη του πόσο ακομπλεξάριστος τύπος ήταν, έλεγε σε συνεντεύξεις της εποχής ότι “θέλω απλώς να γράψω και να παίξω μουσική”, τίμησε όμως την φανέλα των BATHORY κάνοντάς το με αυτό το side project. Ο ίδιος έλεγε πως χρειάστηκε να διαβεβαιώσει πολλές φορές τους οπαδούς ότι δεν διαλύονται οι BATHORY και ότι του έδωσε πολύ κουράγιο και ενθουσιασμό συνειδητοποιώντας τι σημαίνουν οι BATHORY για τόσο κόσμο.

Το αποτέλεσμα από όλο αυτό το εγχείρημα ήταν ο Quorthon να επιστρέφει στην Στοκχόλμη και μέσα σε 2 βδομάδες να έχει γράψει όλο το “Requiem”…

Μίμης Καναβιτσάδος

 

 ROTTING CHRST – “Non serviam” (Unisound Records)

Το “…And justice for all” του black metal! Ένας δίσκος σταθμός για την Ελληνική metal σκηνή! Με κεκτημένη ταχύτητα μετά το θρυλικό “Thy might contract”, η μπάντα κυκλοφορεί ένα άλμπουμ που έμελλε να είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο άλμπουμ της πολυετούς καριέρας τους. Τι και αν η παραγωγή υστερούσε τα μάλα, ιδίως εν συγκρίσει με τον προκάτοχο του, τα τραγούδια του ακόμα και στις μέρες μας, προκαλούν ρίγη στο άκουσμα τους, ιδιαίτερα στο ελληνικό κοινό. Το “Non serviam” δεν έγινε τατού μόνο στο σώμα του Σάκη, αλλά και σε πολλούς οπαδούς της μπάντας. Αυτό από μόνο του λέει πολλά. Η σημασία του, δηλαδή «δεν υπηρετώ», εκφράζει ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, τον αντιδραστικό χαρακτήρα της πλειοψηφίας των μεταλλάδων.

Το άλμπουμ, εξ ου και η εισαγωγική πρόταση του κειμένου, είναι πλημμυρισμένο από heavy riffs, τα περισσότερα που έχουν ακουστεί ποτέ μαζεμένα σε έναν δίσκο, από τους ROTTING CHRIST. Αλλά δεν είναι μόνο η ποσότητά τους, αλλά και η ποιότητα, η μοναδικότητα και η ικανότητά τους να σου κολλούν στο μυαλό και να τα σιγομουρμουρίζεις, σε άσχετες στιγμές. Τρανό παράδειγμα, πέρα φυσικά από τον ομώνυμο, το “Saturn unlock Avey’’s son”, αλλά και τα “Wolfera the chacal” και “The fifth Illusion”, τραγούδια που προκαλούν χαμό, μόνο με ένα άκουσμα τους. Τα χαρακτηριστικά, cult θα έλεγα, πλήκτρα του Magus, δίνουν έναν διαφορετικό χαρακτήρα στον δίσκο, ενισχύοντας την μοναδικότητά του.

Υπάρχουν οπαδοί που εκφράζουν την γνώμη πως ο δίσκος θα έπρεπε να επανηχογραφηθεί, σε καλύτερες συνθήκες, αλλά προς τιμήν του ο Σάκης έχει δηλώσει ότι η μπάντα έχει διαφορετικό ήχο και χαρακτήρα στις μέρες μας και δεν θα ήταν ειλικρινής μια τέτοια κίνηση, απέναντι στους fans της μπάντας. Κάτι που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Το “Non serviam” έγραψε ιστορία, ως ένα cult άλμπουμ και έτσι πρέπει να παραμείνει στις συνειδήσεις μας.

Γιώργος Δρογγίτης

 

RUNNING WILD – “Black hand inn” (Noise)

Βρισκόμαστε στο 1992 και οι RUNNING WILD αναμφίβολα είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα Γερμανικά heavy metal σχήματα, έχοντας εξαπολύσει έναν ακόμα εξαιρετικό δίσκο, το “Pile of skulls”. Η μοίρα βέβαια είχε ήδη αποφασίσει πως στην αρμάδα του καπετάνιου Kasparek, το πλήρωμα συνεχώς θα άλλαζε. Έτσι αμέσως μετά την κυκλοφορία του “Pile of skulls”, ο ντράμερ Stefan Schwarzmann τραυμάτισε τον καρπό του με αποτέλεσμα να είναι αμφίβολος για την επερχόμενη περιοδεία, αναγκάζοντας τον Rock ‘n’ Rolf να έχει τον Jorg Michael σε ετοιμότητα, με τον οποίο είχε συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν. Ο Stefan τελικά κατάφερε να παίξει σε όλη την περιοδεία αλλά η αποχώρηση του από τους RUNNING WILD ήταν αναπόφευκτη, καθώς έπρεπε να λάβει την κατάλληλη θεραπεία, με τον Jorg Michael να εντάσσεται μόνιμα στο δυναμικό των πειρατών. Η δεύτερη αλλαγή ήρθε με την απόλυση του Axel Morgan και την αντικατάστασή του με τον Thilo Herman, τον πρώην κιθαρίστα των RISK. Με την ομάδα πλέον έτοιμη, ο Kasparek ξεκίνησε να γράφει έναν από τους καλύτερους δίσκους που κυκλοφόρησαν ποτέ, προσωπικά τον αγαπημένο μου, το “Black hand inn”. Το “Black hand inn” είναι το πρώτο concept album των Γερμανών, με τον Kasparek να γεννά την ιδέα ενός πειρατή καπετάνιου, του John Xenir, ο οποίος έχει το δικό του πανδοχείο σε ένα δάσος και εξιστορεί στους επισκέπτες ιστορίες από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Βέβαια δεν αναφέρονται όλα τα τραγούδια του “Black hand inn” στο concept του άλμπουμ, με τo “Fight the fire of hate” να αποτελεί ένα αντιρατσιστικό τραγούδι, έναντι στην αύξηση της ακροδεξιάς εκείνη την εποχή στην Γερμανία, και το “Mr. Deadhead” να επιτίθεται στο σύνολο της πολιτικής σκηνής. Το σύνολο όμως των τραγουδιών συνδυάζεται αρμονικά, σε ένα άψογο επιθετικό και συμπαγές ύφος, με τα τραγούδια που εξιστορούν την ιστορία να παίζουν τον ρόλο τους άψογα, κάνοντας τον ακροατή να ζει την ιστορία σαν να την βιώνει ο ίδιος. Από την μυθική εισαγωγή του “The curse” και το κάψιμο στην πυρά του πρωταγωνιστή μας, στην αποκάλυψη της ταυτότητας του ιδιοκτήτη του πανδοχείου και των δυνάμεων που έχει στην κατοχή του στο ομότιτλο τραγούδι, μέχρι το επικό φινάλε με το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι που έγραψε ποτέ ο Rolf και ίσως το καλύτερό τους, το “Genesis (the making and the fall of man)”, το οποίο εμπνεύστηκε από τα έργα του Ρώσου συγγραφέα Zecharia Sitchin. Η τελειότητα του δίσκου ολοκληρώνεται με το καταπληκτικό εξώφυλλο του Andreas Marschall, στο οποίο χρησιμοποίησε μία φωτογραφία του Kasparek όταν ήταν 11 χρονών, άλλη μία με το πως ήταν ο Kasparek εκείνη την εποχή και μία υποθετική εικόνα για το πως θα ήταν ο Kasparek σε μεγαλύτερη ηλικία, αντικατοπτρίζοντας τον ρόλο του John Xevir και τις ιστορίες που αφορούν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η ειρωνεία του “Black hand inn” είναι ότι αυτή η αλμπουμάρα, είναι η δουλειά των RUNNING WILD με τις χαμηλότερες πωλήσεις στην ιστορία τους.

Δημήτρης Μπούκης

 

SARISSA – “Sarissa” (Cactus Records)

Πολύ πολύ δύσκολο αυτό το κείμενο που πρέπει να γράψω εδώ…

Οι SARISSA δημιουργήθηκαν το 1985 στη Θεσσαλονίκη και ήταν μια από τις καλύτερες Ελληνικές heavy metal μπάντες που έβγαλε η underground εγχώρια σκηνή. Το 1987 κυκλοφορούν τον πρώτο τους ιστορικό demo/δίσκο και μιας και η εποχή και ο τόπος τότε δεν ευνοούσε τις συνθήκες για διεθνή καριέρα και καθολική αποδοχή, οι SARISSA ήταν πάντα πρώτοι στο χωριό, αλλά στην πόλη δεν έφτασαν δυστυχώς, ποτέ.

Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να σταθεροποιηθεί κάπως το line up και να κυκλοφορήσει η πρώτη επίσημη δουλειά. Αυτό γίνεται το 1994 με την κυκλοφορία του ομώνυμου δίσκου “Sarissa”.

Αυτό λοιπόν είναι ένα κειμήλιο με τεράστια ιστορική και μουσική σημασία, και με την ευκαιρία έστω και μετά από τόσα χρόνια, θέλω να ευχαριστήσω δημόσια το Metal Invader και τον αρχισυντάκτη μας εδώ στο Rock Hard Σάκη Φράγκο, μέλος και συντάκτη του περιοδικού τότε, για την επανακυκλοφορία του CD.

Τουλάχιστον 12 χιλιάδες άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να ανακαλύψουν αυτή τη μαγεία, ανάμεσά τους κι εγώ.

Αυτός ο δίσκος λοιπόν, αν είχε κυκλοφορήσει στην Γερμανία ή στην Αμερική, τώρα θα μιλούσαμε για ένα μνημείο. Είχε την ατυχία όμως να κυκλοφορήσει εδώ στη Θεσσαλονίκη μας, κάνοντας εμάς αλλά και όλους τους Έλληνες υπερήφανους που μια μπάντα επιπέδου RIOT ή WARLORD πχ να είναι φίλοι και γείτονές μας.

Τα κομμάτια που βρίσκονται εδώ μέσα είναι όλα ένα κι ένα, υπεράνω κάθε κριτικής. Ύμνοι σαν τα “Immortal Souls”, “Macedonian Army”, “Atheist”, “King Of All Kings”, εξυμνούν τους Μακεδόνες Πολεμιστές και την Ελληνική ψυχή, και όλα αυτά, με υψηλού επιπέδου epic/heavy metal. Ανατολίτικοι ρυθμοί και μουσικές κλίμακες, έμπνευση, τεχνική, έξυπνα και πορωτικά riffs, πομπώδη ρεφραίν, άρτια solo, κανονικό, υπέροχο Heavy Metal.

Είμαι περήφανος και τυχερός που μπορώ να λέω όλα τα παιδιά που ήταν κατά διαστήματα στους SARISSA φίλους μου, και ειδικά το πρωτοπαλίκαρο, τον δημιουργό και αρχηγό της μπάντας, τον Δημήτρη τον Σελαλμαζίδη.

Ο Δημήτρης, δυστυχώς, απεβίωσε μόλις πριν λίγες μέρες, δεν το έχω συνειδητοποιήσει ακόμα. Εύχομαι να μπορούσε να διαβάσει αυτό το κείμενο, είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής που θα μπορούσα να προσφέρω…

Κρατήστε τη Σάρισσα ψηλά και ετοιμοπόλεμη.

Τζίμη, Μήτσο μου, έφυγες πολύ νωρίς αδερφέ μου…

Εις μνήμην Δημητρίου “Immortal Soul” Σελαλμαζίδη.

Μίμης Καναβιτσάδος

 

SATYRICON – “Dark medieval times” (Moonfog)

Η μπάντα του Sigurd “Satyr” Wongraven ακολούθησε τη διαδρομή που είχαν όλοι, σχεδόν, οι πιτσιρικάδες της νορβηγικής σκηνής. Η death metal κατεύθυνση των ECZEMA ήταν παρελθόν το 1991 και ο 16χρονος κιθαρίστας θα ηχογραφούσε το 1992 το “All evil” demo με τη βοήθεια του Carl-Michael Eide των VED BUENS ENDE στα drums. Ο, κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος, διόσκουρος Frost θα έμπαινε στη μπάντα ένα χρόνο μετά και για το “Forest is my throne” demo, μόνο και μόνο για να μπουν στο χάρτη του παγκόσμιου underground. Η προεργασία για το “Dark medieval times” είχε ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 1992 και ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1993. Η αργοπορία της κυκλοφορίας του οφείλεται, ως ένα βαθμό, στο γεγονός ότι έψαχναν να βρουν εταιρία για να το κυκλοφορήσουν. Προφανώς οι προσδοκίες τους ήταν μεγάλες και – ω, τι έκπληξη – όχι μόνο το κυκλοφόρησαν μόνοι τους, αλλά είχαν τα χρήματα να ξεκινήσουν και εταιρία. Έτσι η Moonfog θα ξεκινούσε παράλληλα με τους SATYRICON την, σχεδόν δεκαετή,  πορεία της,  με ένα album που ακούστηκε από λίγους, κυρίως λόγω της ανεπαρκούς διανομής της Tatra. Η ηχητική του κατεύθυνση ήταν ακριβώς αυτό που ακουγόταν από τη δεύτερη γενιά του νορβηγικού black metal: μπόλικη ατμόσφαιρα, με πάρα μα πάρα πολλά folk στοιχεία  που έκαναν την εμφάνιση τους, είτε ως «διαλείμματα»,  είτε τελείως απομονωμένα (“Min hyllest til vinterland). Οι στίχοι είναι και στα νορβηγικά, πέρα από τα καθιερωμένα αγγλικά. Από την αρχή φαινόταν ότι θα ακολουθούσαν τις τάσεις του underground, φέρνοντάς τες στην επιφάνεια και λαμβάνοντας τα εύσημα σαν «πρωτοπόροι». To “Dark medieval times” έχει ως κύριο χαρακτηριστικό του τα πομπώδη drums του Frost, τα ιδιότυπα απόκοσμα φωνητικά και τις, γεμάτες τραχύτητα, κιθάρες του Satyr. Καθόλου τυχαία παραμένει ο πιο αγαπημένος δίσκος των φανατικών της μπάντας από εκείνη την περίοδο. Οι φοβερές εναλλαγές ρυθμών με τα folk «διαλείμματα» με την ακουστική κιθάρα και τα πλήκτρα διαμορφώνουν ένα καθ’ όλα ιδιότυπο ατμοσφαιρικό black metal album, το οποίο είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ολόκληρης σκηνής. Κυκλοφόρησε σε μόλις 500 αντίτυπα σε βινύλιο, το οποίο πωλείται στις μέρες  μας σε τιμές που προκαλούν ίλιγγο (2500+ ευρώ) εξ ου και το επανακυκλοφορούν το Μάιο.

Λευτέρης Τσουρέας

 

SATYRICON – “The shadowthrone” (Moonfog)

Μόλις έξι μήνες μετά το “Dark medieval times” ο Satyr και ο Frost ηχογράφησαν τις ιδέες που είχε στο συρτάρι από την περίοδο Ιανουάριος 1991-Αυγουστος 1993. Ηχητικά είναι πολύ διαφοροποιημένο από το “Dark medieval times”, μιας και το folk στοιχείο απουσιάζει, όπως και η τραχύτητα στις κιθάρες. Θαρρώ πως είναι το πιο ευκολοάκουστο album των SATYRICON στα 90s, κάτι που φαίνεται και από την προτίμηση των σκληροπυρηνικών οπαδών τους στο ντεμπούτο τους. Η δομή των κομματιών είναι προβλέψιμη και η πιο απλοϊκή προσέγγιση στα riffs και στις εναλλαγές ρυθμών προδίδουν την εμβρυϊκή περίοδο σύνθεσης τους. Είναι σε καθαρά πλαίσια αυτού που λέμε «τυπικό νορβηγικό black metal» των mid 90s με αρκετή ατμόσφαιρα να «γεμίζει» τον ήχο του. Καθόλου τυχαία δεν προτιμούν να παίζουν κομμάτια από αυτό το δίσκο στις συναυλίες τους εδώ και 20+χρόνια. Αξίζει να το ακούσετε και να αντιληφθείτε πόσο primitive ήταν οι ιδέες του Satyr στα πρώτα βήματα του με τους SATYRICON.

Λευτέρης Τσουρέας

 

 SAVATAGE – “Handful of rain” (Atlantic)

Έχοντας διαγράψει μία πορεία-φαινόμενο μεταξύ 1987-1993, με την κυκλοφορία μερικών εκ των καλύτερων heavy metal άλμπουμ στην Αμερική, οι SAVATAGE είχαν ήδη κατοχυρώσει μία θέση στην ελίτ της αμερικανικής metal σκηνής και το μέλλον προδιαγραφόταν χρυσό για την μπάντα των αδελφών Oliva. Μόνο που η μοίρα είχε διαφορετική άποψη. Την 17η Οκτωβρίου 1993, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα ο ένας εκ των δύο βασικών πυλώνων του συγκροτήματος, ο τεράστιος κιθαρίστας Criss Oliva.

Ο χαμός του Criss έφερε τους SAVATAGE σε κατάσταση διάλυσης. Ο μεγάλος Jon Oliva έμεινε πίσω μόνος του, να περιμαζέψει τα συντρίμμια, πιστεύοντας ότι αυτό θα ήθελε και ο νεκρός αδελφός του. Και όντας βαθιά και συγκυριακά βιωματικό, το επόμενο άλμπουμ, με τίτλο “Handful of rain” είναι βασικά ένα σόλο άλμπουμ του Jon Oliva. O οποίος παίζει τα περισσότερα όργανα και έχει γράψει το υλικό που ακούμε στο άλμπουμ, με την βοήθεια του συνεργάτη και παραγωγού τους Paul O’ Neill, με τον τελευταίο να συνεισφέρει και στην ρυθμική κιθάρα καθώς και στα πλήκτρα. Ωστόσο, o Jon Oliva δεν αναγράφεται ως μέλος του συγκροτήματος, αλλά ως συμπαραγωγός και συνθέτης, μαζί με τον O’Neill.

Εδώ έχουμε να κάνουμε όχι με το καλύτερο αλλά σίγουρα το πιο «δύσκολο» και συναισθηματικά φορτισμένο άλμπουμ των SAVATAGE, το οποίο αποτελεί (προφανώς) έναν φόρο τιμής στον αδικοχαμένο Criss Oliva. Σκοτεινότερο σε διάθεση, σε σχέση με οτιδήποτε είχαν κάνει μέχρι τότε, με εναλλαγές μεταξύ των μονολιθικών riff και μελωδικών περασμάτων, εμβαπτισμένο σε οπερατικές τεχνοτροπίες, με το πολυαγαπημένο power και progressive χαρακτηριστικό ύφος του συγκροτήματος, το “Handful of rain” δίνει βροντερό παρόν για τους παραλίγο τελειωμένους SAVATAGE. Διαθέτει σε κατάλληλες δόσεις το δράμα, το πάθος, την ένταση, ισορροπώντας μεταξύ μελωδίας και επιθετικότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι και τα πιο γνωστά τραγούδια του άλμπουμ, τα εξαιρετικά “Chance” και “Alone you breathe” (που λανθασμένα αναγράφεται κάπου ως “Alone you breath”), ενώ δεν πάνε πίσω και το “Taunting cobras” που ανοίγει το άλμπουμ, το ομώνυμο “Handful of rain” και το όμορφο “Watching you fall”.

Στα φωνητικά συμμετέχει ο εξαιρετικός Zachary Stevens, ενώ τα κιθαριστικά καθήκοντα του μακαρίτη Criss τα ανέλαβε ο παιχταράς Alex Scolnick, ο οποίος είχε μόλις αποχωρήσει από τους TESTAMENT. Παρόλο που το θρυλικό rhythm section των Johnny Lee Middleton (μπάσο) και Steve Wacholz (ντραμς) λαμβάνει τα σχετικά credits στο άλμπουμ (και εμφανίζονται και στο video clip του ομώνυμου τραγουδιού), αυτοί δεν συμμετέχουν πουθενά στην πραγματικότητα. Τα μέρη τους τα παίζει ο ίδιος ο Jon Oliva. Στην περιοδεία που θα ακολουθούσε, θα επέστρεφε ο Middleton πλάι στους προαναφερθέντες, ενώ πίσω από τα ντραμς θα καθόταν ο Jeff Plate, που θα ήταν με το συγκρότημα μέχρι το “Poets and madmen” (2001). Από την εν λόγω περιοδεία θα προέκυπτε και το πρώτο live άλμπουμ τους “Japan Live ’94” (1995) που κυκλοφόρησε και σε βίντεο.

To «Handful of rain” κυκλοφόρησε σχεδόν ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Criss Oliva, την 16η Αυγούστου 1994 και έφτασε μέχρι το νο. 31 του αμερικανικού Billboard Heatseekers Albums, ενώ εμφανίστηκε στο νο. 66 των ιαπωνικών και στο νο. 85 των γερμανικών charts. Παράλληλα, έχει αξία να πούμε ότι ο θάνατος των Criss Oliva άφησε μία βαθιά πληγή στην οικογένεια των SAVATAGE και όχι μόνο, αφού τιμήθηκε και από άλλα συγκροτήματα, όπως οι TESTAMENT, που του αφιέρωσαν το άλμπουμ τους “Low” (1994), καθώς και οι Vicious Rumors που έκαναν το ίδιο με το άλμπουμ τους “Word of mouth” (1994). Επίσης, οι Overkill έγραψαν το τραγούδι “R.I.P. (Undone)” στο άλμπουμ τους “W.F.O.” (1994) για τον Criss.

Κώστας Τσιρανίδης

 

 SAVIOUR MACHINE – “II” (Intense Records)

Το ντεμπούτο (“I”) της μπάντας από το Los Angeles δεν ξεπερνιέται με τίποτα. Ούτε από τους ίδιους τους δημιουργούς του, ούτε από κάποιον άλλον. Καλά, από κάποιον άλλον σίγουρα, αφού κανείς δεν μπόρεσε και δεν τόλμησε να παίξει έτσι. Σε κάθε ευκαιρία που μου δίνεται, λέω και ξαναλέω πως κατά τη προσωπική μου πάντα άποψη πρόκειται για τον ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟΤΕΡΟ δίσκο, που ακούστηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια, τουλάχιστον στο metal «στερέωμα». Να το ξεπεράσεις ή έστω να συνθέσεις κάτι αντίστοιχο λοιπόν, απλά δεν γινόταν. Γινόταν όμως να κυκλοφορήσεις κάτι εξίσου συνταρακτικό, το οποίο, καίτοι κατώτερο, θα εξακολουθούσε να συγκλονίζει τον ακροατή. Οι Nathan Van Hala στα πλήκτρα και Jason Heart στα τύμπανα έρχονται να συμπληρώσουν τις κενές θέσεις του line up δίπλα στα αδέρφια Eric και Jeff Clayton και στον μπασίστα Dean Forsyth και να μείνουν αντάμα ως το θεϊκό “Live in Deutschland” του 1995 (ο Forsyth αποχώρησε μετά – αν δεν έχεις δει το αντίστοιχο DVD, δες το, σε παρακαλώ) και το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους, το τιμώμενο “II”, περιέχει μεγάλες στιγμές. “Enter the Idol”, “Child in silence”, “Ascension of heroes” (κλάμα), “Love never dies”… ας σταματήσω γιατί μάλλον θα καταγράψω ολόκληρο το tracklisting. Είναι ακόμη πιο ατμοσφαιρικό, ακόμη πιο «θρηνητικό» (τύφλα να ’χει το doom metal), περισσότερο πολύπλοκο, έχει αφήσει στην άκρη τα όποια βαρυμεταλλικά προς χάρη των γοτθικών και των «βιομηχανικών» και σίγουρα αποτέλεσε το ενδιάμεσο «πάτημα» από το “I” στο εκπληκτικό “Legend Pt.I” που θα ακολουθούσε τρία χρόνια αργότερα. Οι SAVIOUR MACHINE αποθέωσαν τον όρο «προοδευτικός» αρκούμενοι σε λίγες, μεστές και ουσιώδεις νότες, κοίταξαν την εξέλιξη στα μάτια και εμπνεύστηκαν από αυτή, ο Eric Clayton καθιερώθηκε ως ένας μεγάλος ερμηνευτής και όχι ως διάττων αστέρας και η μουσική έγινε ακόμη πλουσιότερη. Μαζί με τη ζωή μας.

Δημήτρης Τσέλλος

 

SEPTIC FLESH – “Mystic places of dawn” (Holy Records)

Αδιαμφισβήτητα το πρώτο «μπαμ» της μπάντας. Μετά από μερικά demos και ένα EP, σχετικά απλού ακραίου death metal, έρχεται τη χρονιά εκείνη ο συγκεκριμένος δίσκος να μας εισάγει στον σκοτεινά μυστικιστικό κόσμο των SEPTICFLESH, όπως έδειξε και η πορεία τους αυτά τα 27 χρόνια (ναι, η μπάντα έχει κλείσει 30 χρόνια ύπαρξης). Υπογράφοντας στη Γαλλική Holy Records, η οποία μάλλον είχε «τμήμα scouting» στην Ελλάδα (είχε κυκλοφορήσει ήδη 2 δίσκους των NIGHTFALL), κάνουν ουσιαστικά τα πρώτα τους σοβαρά βήματα στο χώρο. Η ιδιαιτερότητα της μουσικής των αδερφών Αντωνίου και του «ριφομάστορα» Σωτήρη Βαγενά, ξεχύνεται σαν ποτάμι από το πρώτο κιόλας λεπτό του δίσκου, ανεξάρτητα αν ο τότε ήχος τώρα ακούγεται πιο πρωτόγονος και πιο τραχύς. Τα πλήκτρα, τα ορχηστρικά μέρη από τον Χρήστο, καθώς και τα μελωδικά riffs του Σωτήρη, όταν πέφτουν οι ρυθμοί, σε γεμίζουν σκοτεινά συναισθήματα, κάτι που δεν έπαψε ποτέ να διέπει τον ήχο της μπάντας. Μπορεί ο Χρήστος να μην είχε τη τεράστια μουσική μόρφωση που έχει σήμερα, μα το ταλέντο του ήταν πασιφανές.

Ο πιο τραχύς λοιπόν δίσκος της μπάντας περιέχει τραγούδια τα οποία, για εμάς του μεγαλύτερους, δε θα μπουν ποτέ στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (όπως για τη μπάντα), αλλά θα είναι για πάντα στο μυαλό μας. Ποιος άλλωστε μπορεί να λησμονήσει τη lead των “Crescent moon” και “Chasing the Chimera”, την ατμόσφαιρα των «Pale beauty of the past” και “(Morpheus) the Dreamlord”, τα ταχύτητα “Return to Carthage” (με τη συμμετοχή του Magus, κατά κόσμον Γιώργου Ζαχαρόπουλου, ο οποίος έκανε και τη παραγωγή του δίσκου) και το ομώνυμο του δίσκου, ή ακόμα το ορχηστρικό “Mythos (I. Elegy / II. Time Unbounded)”. Το “Mystic places of dawn” εξακολουθεί να είναι ένα ακατέργαστο διαμάντι μιας ρομαντικής εποχής για τον Ελληνικό ακραίο ήχο, που προσωπικά δηλώνω αθεράπευτα ερωτευμένος μέχρι και σήμερα.

Γιώργος Δρογγίτης

 

 SKYCLAD – “Prince of the poverty line” (Noise Records)

Όταν μιλάμε για τον όρο “folk” στο metal, τότε το όνομα των SKYCLAD είναι αυτό που οριοθετεί και σηματοδοτεί αυτήν την έννοια. Μπάντα συνυφασμένη με αυτόν τον όρο και με μία πορεία, ειδικά στα 90s, γεμάτη υπέροχα άλμπουμ, τόσο μουσικά, όσο και στιχουργικά, αφού οι στίχοι του Martin Walkyier ήταν πάντα αναπόσπαστο κομμάτι του μεγαλείου τους.

Και οι 10 δίσκοι τους της εποχής του Martin, από το ντεμπούτο, “The wayward sons of mother Earth” το 1989, μέχρι και το τόσο αδικημένο “Folkemon” (2000), είναι ένας προς έναν και ενδεικτικό της ποιότητας και οίστρου του σχήματος, αφού μας έδινε ουσιαστικά ένα δίσκο ανά χρόνο. Όμως υπάρχει αυτό το ΕΝΑ άλμπουμ (κάτι σαν το one ring ρε παιδί μου) που αποτελεί την πεμπτουσία αυτών των Βρετανών, αυτό το ένα άλμπουμ που λέμε «δεκάρι», που τα πάντα έχουν τοποθετηθεί και ευθυγραμμιστεί με τέτοιο τρόπο που να αποτελούν την τελειότητα.

Σε αυτόν το δίσκο, θα συναντήσουμε για πρώτη και τελευταία φορά την Cath Howell στο βιολί, η οποία αντικατέστησε την τότε εγκυμονούσα Fritha Jenkins, η οποία όμως θα δώσει με τη σειρά της τη θέση της στη μέχρι και σήμερα παρούσα και ως ένα βαθμό σήμα κατατεθέν του σχήματος, Georgina Biddle. Σε ένα και μόνο άλμπουμ λοιπόν βρίσκουμε την Cath Howell, αλλά σε τι άλμπουμ!

Με τον Kevin Ridley να είναι για ακόμη μία φορά πίσω από την κονσόλα (δεν είχε γίνει ακόμα μέλος της μπάντας, αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1997), οι SKYCLAD δημιουργούν 10 τραγούδια που τα περισσότερα από αυτά θεωρούνται και είναι κλασικά του σχήματος και εκτινάσσουν τη φήμη τους, απολύτως δικαιολογημένα. Μόνο την «πρώτη μεριά» να πάρει κάποιος, όλοι οι διθύραμβοι που ακολουθούν συνήθως αυτόν το δίσκο, δικαιολογούνται: “Cardboard city”, “Sins of emission”, “Land of the rising slum”, “The one piece puzzle” και “A bellyful of emptiness”, δημιουργούν μία πεντάδα-φωτιά. Αλλά μήπως πάνε πίσω τα υπόλοιπα πέντε; Μήπως το “Civil war dance” δεν είναι κόμματος; Μήπως δεν είναι το “Gammadion seed”; Τι να πάρεις και τι να αφήσεις σε αυτόν τον, πραγματικά, εξαιρετικό και μοναδικό δίσκο. Ένα δίσκο που το στιχουργικό του περιεχόμενο, με μία χαλαρή concept διάθεση για την κοινωνική παρακμή της Βρετανίας στα χρόνια μετά την εποχή της Θάτσερ, είναι εξίσου υπέροχο με το μουσικό. Έχω ξαναπεί, ότι ο Martin, σαν στιχουργός, είναι πολύ εύκολα στην κορυφαία πεντάδα μου. Ίσως και τριάδα. Τεράστιο μυαλό σε αυτόν τον τομέα και από τους σπάνιους χειραγωγούς της αγγλικής γλώσσας.

Το απίθανο εξώφυλλο, ίσως το πιο χαρακτηριστικό της ιστορίας των SKYCLAD (μαζί με αυτό του “The wayward…”), έρχεται να δέσει το γλυκό που λέμε (όχι σαν αυτά του MasterChef) και να δημιουργήσει το απόλυτο πακέτο στη δισκογραφία του σχήματος. Το ότι μέχρι και σήμερα θεωρείται ο πιο εμπορικός δίσκος αυτής της μπάντας, δεν είναι τυχαίο άλλωστε. Εδώ, οι SKYCLAD ένωσαν όλες τις επιρροές που μας είχαν δείξει μέχρι εκείνη την περίοδο και παρουσίασαν το μείγμα τους, το οποίο θα αποτελέσει το peak της καριέρας τους. Πραγματικά έχω έρωτα με αυτόν το δίσκο και τον θεωρώ από τους κορυφαίους όχι μόνο του 1994, αλλά και γενικότερα των 90s στο heavy metal. Μπάντα και δίσκος που είχα λιώσει στα εφηβικά μου χρόνια και ακόμα και τώρα, όποτε τον ακούω, μου προκαλεί τον ίδιο ενθουσιασμό. Αριστούργημα!

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

 

SLAYER – “Divine intervention” (American Recordings)

Βρισκόμαστε στο Μάιο του 1992 και σαν κεραυνός εν αιθρία, σκάει η είδηση ότι ο Dave Lombardo, αγαπημένος ντράμερ όλου του μεταλλικού πληθυσμού, αποχωρεί οριστικά από τους SLAYER! Οριστικά, διότι η αποχώρηση του το 1987 ήταν προσωρινή και επέστρεψε ξανά ύστερα από παρέμβαση του ίδιου του παραγωγού, Rick Rubin. Ο Lombardo επικαλέστηκε προσωπικούς λόγους, επιδείνωση των σχέσεων του με τα υπόλοιπα μέλη και συν τοις άλλοις, δεν ήθελε να περιοδεύσει καθότι ήθελε να είναι παρών στην γέννηση του πρώτου παιδιού του. Στη συνέχεια σχημάτισε τους GRIP INC. μαζί με τον Waldemar Sorychta με τον οποίο είχαν συνεργάστηκαν και στους VOODOOCULT. Οι δε SLAYER βρήκαν τον αντικαταστάτη του στο πρόσωπο του Paul Bostaph των FORBIDDEN, o οποίος λόγω του ένδοξου παρελθόντος του, καλωσορίστηκε θερμά από τους οπαδούς και μάλλον ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει την απώλεια του Lombardo να περάσει λίγο στα ψιλά. Πρώτη συμμετοχή του με τους SLAYER σε συναυλία ήταν στο Monsters Of Rock Festival στο Castle Donington, ενώ η πρώτη του ηχογράφηση ήταν ένα medley σε τρία τραγούδια των EXPLOITED (“War”, “UK ‘82”, “Disorder”) μαζί με τον ράπερ ICE-T για το soundtrack της ταινίας “Judgement Night”, το οποίο και κυκλοφόρησε τελικά αργότερα μέσα στο 1993.

Είχαν περάσει 4 χρόνια από την κυκλοφορία του “Seasons in the abyss” και οι SLAYER για πρώτη φορά είχαν άπλετο χρόνο να ασχοληθούν με ένα δίσκο σε σχέση με το παρελθόν. Οι ίδιοι ένιωθαν επιτακτική ανάγκη να πάρουν ένα διάλειμμα μετά την εν λόγω περιοδεία (που οδήγησε στην ηχογράφηση και την κυκλοφορία του διπλού κολασμένου ζωντανού δίσκου “Decade of aggression”) και έτσι δούλεψαν περισσότερο ειδικά όσον αφορά την παραγωγή του. Σύμφωνα με τον Tom Araya, ήταν η τελευταία φορά που η μπάντα έδωσε το παρόν σε συζήτηση με την εταιρεία για το τι και πως πρέπει να γίνει η όλη διαδικασία της ηχογράφησης. Μάλιστα όταν ένας από τους ιθύνοντες τους είπε ότι «χρειαζόμαστε ένα κομμάτι που θα γίνει hit», οι SLAYER απάντησαν «έχετε δέκα κομμάτια και αν δε μπορείτε να βρείτε hit σε κάποιο από αυτά, τότε δεν έχετε τύχη γιατί αυτό ακριβώς είναι που θα σας δώσουμε», ενώ στη συνέχεια πρόσθεσαν «Αν θέλετε γράψτε μας εσείς ένα hit κι εμείς θα το ηχογραφήσουμε». Κάπου εκεί τελείωσε και η συζήτηση και η διάθεση των SLAYER να συζητήσουν ξανά το οτιδήποτε αφορά τη μουσική τους (ΘΕΛΕΤΕ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ SLAYER. ΜΕ ΤΟΥΣ SLAYER ΡΕ ΑΝΑΓΩΓΟΙ, ΣΑ ΔΕ ΝΤΡΕΠΕΣΤΕ ΛΙΓΟ).

Στιχουργικά ο Araya το έχει πάρει πάνω του με συμμετοχή σε 6 από τα 10 κομμάτια του δίσκου, δηλώνοντας ότι εκείνη την εποχή επηρεάστηκε όσο ποτέ από γεγονότα που έβλεπε στην τηλεόραση. Φυσικά δε λείπουν οι γνωστές του αναφορές σε ψυχοπαθείς δολοφόνους όπως στο λαμπρό “213” το οποίο αναφέρεται στον Jeffrey Dahmer  (γνωστός ως The Milwaukee Cannibal και The Milwaukee Monster), ενώ το 213 αναφέρεται στον αριθμό διαμερίσματος που τον συνέλαβαν. Μάλιστα αποτελεί την μοναδική σύνθεση που έγραψε αποκλειστικά ο Jeff Hanneman για το δίσκο, ο οποίος συμμετέχει και σε άλλα 4 κομμάτια μαζί με τον Kerry King (το ομότιτλο στο οποίο στιχουργικά συμμετέχει όλη η μπάντα) και τα “SS-3” (μοναδικό το οποίο ο Hanneman έγραψε πλήρως τους στίχους), “Serenity in murder” (single του δίσκου στη συνέχεια και ένα από τα δυο βίντεο κλιπ του) και “Mind control”. Ο δε King για πρώτη φορά έχει τη μερίδα του λέοντος με συμμετοχή σε όλες τις συνθέσεις του δίσκου, με τρεις να είναι αποκλειστικά δικές του και στιχουργικά (“Fictional reality”, “Circle of beliefs” και “Dittohead” που ήταν το πρώτο βίντεο για το δίσκο). Ο δίσκος γενικά κυλάει σε ένα πολύ γρήγορο τέμπο και κάθε άλλο παρά εμπορικός ακούγεται σε αντίθεση με το τι πίστευαν πολλοί.

Μάλιστα, παρά την ανταπόκριση που δεν ήταν τόσο θερμή όσο στα 5 προηγούμενα άλμπουμ τους, αρκετοί εξήραν τους SLAYER για το ότι δεν υπέκυψαν σε πιέσεις και συνέχισαν να ακούγονται ως πραγματικοί SLAYER. Καθαρά ηχητικά αν το πάρουμε, η απόδοση του μέγα Bostaph είναι πραγματικά συγκλονιστική. Ο τύπος όχι απλά δεν άφησε να φανεί το κενό του Lombardo, αλλά έχει παίξει μερικά από τα πλέον κορυφαία θέματα όχι μόνο στην ιστορία των SLAYER αλλά και του μεταλλικού ήχου. Ειδικά ο τρόπος με τον οποίο πάει τη δίκαση στο ρελαντί ενώ διαλύει όλα τα υπόλοιπα με τα χέρια του είναι παροιμιώδης. Α-Ξ-Ι-Ο-Σ! Φυσικά και ο δίσκος ΔΕΝ μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τα προηγούμενα άλμπουμ τους, αλλά υπάρχει μια έκρυθμη αδρεναλίνη που συνοδεύει το δίσκο καθ’ όλη την ακρόαση του. Οι κιθάρες έχουν φοβερό ήχο παρότι υπάρχει δεδομένο distortion όσο ποτέ που οδηγεί σε ένα ασυνήθιστο για SLAYER echo ενώ σηκώνονται οι χορδές πολλάκις, ειδικά σε κάποια σόλο. Τα φωνητικά του Araya ενώ είναι και πάλι ψυχωμένα και τσαμπουκαλεμένα (δε γινόταν αλλιώς), είναι κατ’ εμέ τα λιγότερο καλά που έχει κάνει σε δίσκο του καθώς έχουν μια χροιά που κάνει τη φωνή του να ακούγεται ταλαιπωρημένη και νομίζω ότι έκαναν λάθος που δεν περίμεναν λίγο παραπάνω.

Ο δίσκος παρ’ όλα αυτά από την αρχή «φυσάει» με το εναρκτήριο “Killing fields” να ξεκινάει με ομοβροντία του Bostaph, σαν το καλωσόρισμα του στο συγκρότημα, το οποίο στέλνει τα μυαλά στον τοίχο. Καταπληκτικές αρχικομματάρες όπως τα “Sex, murder, art” (χρόνια φορούσε ο Araya σχετικό μπλουζάκι στις συναυλίες, έγινε όνειρο που πραγματοποίησε να γράψει κομμάτι με τον τίτλο), “Dittohead” (άντε προλάβετε τον ενώ τραγουδάει τους στίχους), “Circle of beliefs” και “Mind control” θέτουν την τσίτα στο κόκκινο, πιο στακάτες στιγμές όπως τα “Fictional reality”/”SS-3” δείχνουν ότι ακόμα και σε μη πλήρη ταχύτητα μπορούσαν να τα πάνε περίφημα, ενώ τα δυο μεγαλύτερα κομμάτια του δίσκου δείχνουν μεγαλείο. Το ομότιτλο είναι ένας αργόσυρτος προς mid-tempo εφιάλτης που αναδεικνύει την κορυφαία ερμηνεία του Araya στο δίσκο (συγκλονιστικός, λες και του βγαίνει η ψυχή), ενώ το “213” αποτελεί επίσημα την πρώτη ακουστική στιγμή τους, με εφιαλτική αρχή, απίστευτη συνέχεια και κορύφωση στο τέλος. Οι SLAYER παρότι όχι τόσο κορυφαίοι όσο παλιά, έδειχναν ενεργητικοί και ακμαίοι, ωστόσο τα πρώτα σημάδια κόπωσης και πτώσης του μεγαλείου τους είχαν αρχίσει να φαίνονται, και δη στην επερχόμενη θρυλική περιοδεία, όταν οι BIOHAZARD και οι νεόκοποι MACHINE HEAD τους έσβηναν επί σκηνής κάθε βράδυ με ιδιαίτερα εκκωφαντικό τρόπο.

Αγαπημένο άλμπουμ για πολλούς λόγους, ιδιαίτερα για μια ολόκληρη γενιά που ήταν το πρώτο τους που πρόλαβε δια ζώσης, ασύλληπτα κορυφαίο εξώφυλλο, εμβληματική η φωτογραφία του ψυχοπαθή οπαδού που έχει χαράξει το λογότυπο στο χέρι του (δεν μπλέκεις) και πανέμορφος ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνεται το booklet (το οποίο είναι κορυφαίο ΚΑΙ στην έκδοση κασέτας). Είναι SLAYER, άρα είναι αγάπη. Αλλά είναι και το πρώτο μη δεκάρι τους ως εκείνη τη στιγμή κι αυτό τότε μας πόνεσε πολύ…

Άγγελος Κατσούρας

 

SODOM – “Get what you deserve” (Steamhammer)

Η αυγή του 1994  βρήκε τους SODOM να κυκλοφορούν το έκτο τους άλμπουμ, με τίτλο “Get what you deserve”, πρώτο άλμπουμ με τον Atomic Steif (HOLY MOSES, LIVING DEATH) στα τύμπανα,  που κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Chris Witchhunter καθώς τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τον αλκοολισμό τον οδήγησαν στην απόλυσή του. Και η αλήθεια είναι ότι ο Steif τα πήγε περίφημα στον ρόλο του καθώς μιλάμε για έναν εκπληκτικό ντράμερ. Ηχητικά, το “Get what you deserve” διατηρεί στο έπακρο την ωμότητα του προκατόχου του “Tapping the vein” ξεδιπλώνοντας όμως με έμφαση τις punk επιρροές των SODOM , που ούτως ή άλλως υπήρχαν, απλά εδώ είναι πιο έκδηλες. Τα περισσότερα κομμάτια είναι “σφηνάκια” με μέσο όρο διάρκειας τα δύο λεπτά, χωρίς να αφήνουν το παραμικρό περιθώριο στον ακροατή να πάρει ανάσα και η κτηνωδία χτυπάει κόκκινο.  Οι πιο παραδοσιακοί thrashers είχαν στραβώσει λίγο καθώς περίμεναν πιο μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις αλλά το τελικό αποτέλεσμα εκτιμώ ότι δικαιώνει τους SODOM καθώς το “Get what you deserve” τιμά το όνομα των Γερμανών και με το παραπάνω.  Φοβερή απόδοση και από τα τρία μέλη της μπάντας, με τον Atomic Steif να κλέβει πραγματικά τις εντυπώσεις με το παίξιμο του. Για πολλούς, και όχι άδικα αν θέλετε τη γνώμη μου, θεωρείται ο καλύτερος ντράμερ που έχει περάσει από τους SODOM, επισκιάζοντας με την τεχνική του ακόμα και τον αείμνηστο Witchhunter.

Στις κορυφαίες στιγμές του δίσκου αξίζει να αναφέρουμε τραγούδια όπως το ομώνυμο, την προσωπική μου αδυναμία “Sodomized”, τα “ Unbury the hatchet” και “Into perdition” και οπωσδήποτε το “Silence is consent” όπου, μαζί με το συνοδευτικό instrumental “ Tribute to Moby Dick” οι SODOM καταπιάνονται με τον μύθο της θρυλικής φάλαινας, κάτι που θα επαναλάβουν αρκετά χρόνια αργότερα και στο περσινό “Genesis XIX” και στο “The harpooneer”.  Κερασάκι στη τούρτα, αποτελεί φυσικά η διασκευή στο “Angel dust” των VENOM, μια από τις αγαπημένες μπάντες του θείου Tom (όταν ένας άνθρωπος έχει γούστο, φαίνεται!).   Ένα άλμπουμ ακραίο, σε κάθε του λεπτομέρεια, με το απαγορευμένο εξώφυλλο, το ανελέητο σφυροκόπημα,  αλλά και τους στίχους, που, δυστυχώς είναι και πάλι επίκαιροι.  Ήταν όμως και το τελευταίο studio άλμπουμ με τον Andy Brings καθώς ο κιθαρίστας αποχώρησε από τους SODOM, λίγο μετά το live άλμπουμ “Marooned” που κυκλοφόρησε στο τέλος της ίδιας χρονιάς. Το “Get what you deserve”μπορεί να ξεφεύγει από την πεπατημένη, δεν παύει όμως να είναι ένας καθαρόαιμος SODOM δίσκος που ισοπεδώνει τους ανυποψίαστους στο πέρασμα του. Απλά και λιτά, ξύλο.

Θοδωρής Κλώνης

 

SOLITUDE AETURNUS – “Through the darkest hour” (Pavement)

Οι άρχοντες του Doom metal στην Αμερική ξεκίνησαν με μεγάλες προσδοκίες, έχοντας συμβόλαιο με την δυνατή – και ανερχόμενη τότε – Roadrunner. Μετά από τις δυο πρώτες τους δισκογραφικές απόπειρες όμως, η εταιρεία τους κρέμασε και αυτό που ακολούθησε ήταν μεγάλη απογοήτευση. Οι SOLITUDE AETURNUS στον ένα χρόνο που μεσολάβησε μέχρι να βρουν το νέο τους «σπίτι» στην Pavement Records, έγραψαν τον καλύτερό τους δίσκο. Μετά από χρόνια που έπαιζαν μαζί, αλλά και μέσα από την ανασφάλεια που επικρατούσε με την έλλειψη εταιρείας, οδηγήθηκαν στο πιο ώριμο άλμπουμ της καριέρας τους. Σε αυτό τον δίσκο, οι SOLITUDE AETURNUS κατάφεραν να τιθασεύσουν τη μελωδία τους και τα φωνητικά του Robert Lowe, με αποτέλεσμα να ακούγονται πιο συμβατοί και πιο σφιχτοί. Επίσης οι αργοί ρυθμοί κυριαρχούν, με σκληρές κιθάρες. Τέλος φαίνεται να υπάρχει μια συνέχεια στον τρόπο που συνθέτουν τον τρίτο τους δίσκο, τόσο στην διάρκεια των τραγουδιών, όσο και στην ατμόσφαιρα. Αν έχω μια ένσταση εδώ, αυτή είναι στην θολή και κάπως μπουκωμένη παραγωγή που συχνά-πυκνά θάβει το μπάσο του Lyle. Το στυλ του μπασίστα (και πρώην drummer), φέρνει στον Geezer Butler, δηλαδή παίζει τα ριφ όπως τα αποδίδουν οι κιθάρες, αντί να μένει μόνο στο ρυθμικό. Στα σημεία που βγαίνει στην επιφάνεια, δείχνει την τεχνική του κι αυτό είναι ένα από τα μυστικά της επιτυχίας των SOLITUDE AETURNUS. Από έναν παραγωγό όπως τον Paul Johnston που ήταν αρκετά δημοφιλής εκείνα τα χρόνια (CATHEDRAL, BENEDICTION, VADER, NAPALM DEATH) περιμένεις περισσότερα πάντως. Το “Falling” είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια τους και σωστά βρίσκεται στην αρχή. To “Move, you fall and we die” είναι κραυγή που στοιχειώνει οράματα, «όταν ανακατεύεις ναρκωτικά και μαύρη μαγεία» – όπως σχολίαζε ο Lyle που συνήθιζε να γράφει τους στίχους. Και συνεχίζουν ακριβώς εκεί με το “Haunting the obscure” που μιλάει για στοιχειωμένους εφιάλτες. Στα προηγούμενα δύο τους άλμπουμ, είχαν δείξει την αγάπη τους στο doom, όμως αυτή ήταν δοσμένη με ανάλογο τρόπο που και οι CANDLEMASS έδεναν τον power metal με τους SABBATH. Όμως στο “Through the darkest hour” οι Αμερικάνοι βάζουν το BLACK πίσω στο SABBATH και σκοτεινιάζουν, τον ήδη μαύρο τους κόσμο. Από τις πιο αργόσυρτες συνθέσεις τους, τα “Eternal” και “The 8th day: mourning” είναι ασήκωτα, βαριά και βγαλμένα από την άβυσσο. Το πειραματικό “Perfect insanity” και το ατμοσφαιρικό – 8-άλεπτο παρακαλώ – “Shattered my spirit” είναι ύμνοι στην μοναξιά και την απελπισία. Το απόγειο τον SOLITUDE AETURNUS που παραλίγο να τους οδηγήσει και στην – απαγορευμένη: επιτυχία.

Γιώργος “Eternal” Κουκουλάκης

 

SOLSTICE – “Lamentations” (Candlelight Records)

“When the darkness came I would not run…I am the man who lost the sun…” Το τεράστιο ντεμπούτο μιας από τις καλύτερες doom metal μπάντες όλων των εποχών. Όταν οι Μούσες αποφασίζουν να δημιουργηθεί κάτι το μαγικό, το μόνο που χρειάζεται είναι αυτός που θα αναλάβει τη σύνθεση, να έχει ταλέντο. Πηγαίο. Αυθεντικό. Τα υπόλοιπα, θα τα αναλάβουν αυτές. Και ο Rich Walker είχε. To “Into the depths of sorrow”, το “Into glory ride”, το “Hammerheart”, το “Nightfall”… Τέτοιου είδους υλικά του έδωσαν οι Μούσες. Πως γίνεται να μη δημιουργήσεις κάτι το συνταρακτικό, όταν ενώσεις τόσα έπη μαζί; Καθηλωτικός δίσκος το “Lamentations”. «Ταξιδιάρικος» μα και «εσωτερικός», υποβλητικός μα και γεμάτος στιγμές ανάτασης. Με κιθάρες πελώριες (ένας χαρακτηρισμός που κανονικά θα έπρεπε να μπει εντός εισαγωγικών, αλλά όχι, θα χάσει αρκετή από την αξία του), μονολιθικό (ομοίως) rhythm section και μια φωνή, αυτή του Simon Matravers, που, μη διεκδικώντας «δάφνες» πρωτιάς, καταφέρνει να γίνεται ένα με τη μουσική. Μελωδίες που πηγάζουν κατά κύριο λόγο από την γενέθλια γη του Walker (Aγγλία), χωρίς εννοείται να λείπουν οι σχεδόν απαραίτητες, για το επικό doom, oriental αναφορές, πραγματική ποίηση στους στίχους, συναίσθημα, συναίσθημα, συναίσθημα… Αυτός ο ήχος είναι που αποτελεί το δυνατότερο «χαρτί» του δίσκου, αυτά θα ακούσεις εδώ, σαν πατήσεις το “play”. Οι SOLSTICE με το “Lamentations” δημιούργησαν όχι μόνο ένα παντοτινό αριστούργημα, αλλά ταυτόχρονα την δική τους σφραγίδα, την οποία και χρησιμοποιούν έκτοτε πάμπολλα άλλα σχήματα που θέλουν να διαπρέψουν στον χώρο του επικού doom. Και αυτό, σε τελική ανάλυση, είναι και το σημαντικότερο. Γιατί, καλά τραγούδια έχουν όλοι. Ή έστω, η μεγάλη πλειοψηφία. Μοναδικότητα όμως; Πόσοι;

Δημήτρης Τσέλλος

 

SOUNDGARDEN – “Superunknown” (A&M)

Με το “Badmotorfinger” να αποτελεί τον δίσκο που τους καθιέρωσε και εμπορικά πλέον, η μπάντα στην διάρκεια της περιοδείας για τον δίσκο έγραψε το μεγαλύτερο μέρος των κομματιών που ακούμε εδώ.

Αυτή την φορά αυτό που παρατηρούμε και ακούμε προφανώς, είναι ένας πιο πολυσυλλεκτικός ήχος να εμφανίζεται στις συνθέσεις, με ψυχεδελικές και πιο πειραματικές συνθέσεις να προστίθενται. Mε άλλα λόγια αν στο “Badmotorfinger” η κύρια επιρροή του ήχου τους ήταν οι ΒLACK SABBATH, εδώ σαν την κύρια επιρροή βρίσκουμε τους LED ZEPPELIN. Δεν είναι αυτή η μοναδική αλλαγή που παρατηρείται στο “Superunknown”. Αντί του πιο metal παραγωγούTerry Date επιλέγουν να συνεργασθούν με τον Michael Beinhorn που είχε αναλάβει τα προηγούμενα χρόνια το “Mother’s Milk” (RED HOT CHILI PEPPERS) και το super επιτυχημένο “Grave dancer’s union” των SOUL ASYLUM (αυτό με το “Runaway train”).

Η λογική του πρέπει να στοχεύεις ψηλά για να πετύχεις πολλά ήταν αυτή που ακολουθήθηκε και τους βγήκε απόλυτα είναι η αλήθεια. Με κύριο συνθέτη στο μεγαλύτερο μέρος τον Chris Cornell, ο δίσκος όχι μόνο δεν έκανε ουδεμία έκπτωση στην ποιότητα, αλλά κατάφερε και τους απογείωσε εμπορικά. Πέντε singles βγήκαν από αυτόν, τα “Spoonman” , “The day I tried to live”, Black hole sun”(με απίστευτο airplay από το ΜΤV το συγκεκριμένο), “My wave” και “Fell on black days” και πλέον οι SOUNDARDEN το 1994 είναι ένα από τα πιο μεγάλα ονόματα του rock με έναν δίσκο πέντε φορές πλατινένιο, ένα # 1 στα Βillboard album charts και ένα Grammy Awards για καλύτερο album την επόμενη χρονιά.

Αυτό που εμένα με εντυπωσιάζει σε αυτόν τον δίσκο είναι ο πλουραλισμός των συνθέσεων χωρίς όμως να χάνεται η συνοχή του ήχου τους. Από την μία έχουμε δυναμικά hard rock κομμάτια σαν τα “My wave”, “Superunkown” , “Let me drown”, “ The day o tried to live”, “Spoonman” και από την άλλη ακούμε συνθέσεις σαν το ψυχεδελικό και αριστουργηματικό (σύνθεση του μπασίστα Ben Shepherd) “Ηead down”, το doomy ( σύνθεση του Matt Cameron) “Mailman”, το garage-punk “Kickstand” , το Zeppelin-ικό “Fresh Tendrils” ή το ψυχεδελικό “4th of July”.

H περιοδεία για τον δίσκο θα ξεκινήσει άμεσα με την κυκλοφορία του, θα περιοδεύσουν στην Βρετανία και στην Αμερική με support τους ΤΑD και ΕLEVEN, θα λάβουν μέρος στα festivals Lollapalooza και Reading επίσης. Μια ξαφνική βλάβη στις φωνητικές χορδές του Chris Cornell στα τέλη του ‘94 θα τους αναγκάσει να αναβάλουν αρκετές συναυλίες, θα επιστρέψουν όμως το καλοκαίρι του 1995 στα festivals του Reading και Lowlands.

Ένα από τα αριστουργήματα των 90s αποτελεί το “Superunknown”, o δίσκος που τους απογείωσε στην στρατόσφαιρα της εμπορικής επιτυχίας και τους τοποθέτησε στην λίστα των μεγαλυτέρων συγκροτημάτων όλων των εποχών. Τόσο απλά.

Γιάννης Παπαευθυμίου

 

 SPIRITUAL BEGGARS – “Spiritual Beggars” (Wrong Again Records)

Όταν ο Michael Amott των CARNAGE και CARCASS δημιουργούσε τους SPIRITUAL BEGGARS για να καλύψει/εκφράσει και τις καθαρόαιμες rock ανησυχίες του, στην Ελλάδα «πετούσαμε χαρταετό». Έπρεπε να έρθει το “Another way to shine” για να αρχίσουμε να «ταρακουνιόμαστε» και το “Mantra III” για να καταλάβει μέχρι και ο τελευταίος (ή μπορεί και όχι) πως η νέα μπάντα του Amott είναι κάτι το μεγάλο, που ήρθε για να μείνει. Στο “Spiritual Beggars” ακούμε τους BLACK SABBATH, CREAM, MOUNTAIN, τον βρετανικό και τον αμερικανικό heavy rock και proto metal ήχο, όλα τους ιδανικά αναμεμειγμένα με το προσωπικό στυλ των δημιουργών του. Άψογα εκτελεσμένο και με τη σωστή παραγωγή που νόμιζες πως ερχόταν από κάποιο studio της Μ. Βρετανίας στα 1970, το δισκάκι αυτό, με έξι μόλις τραγούδια στο δυναμικό του, σίγουρα δεν περίμενε να αποτελέσει το εφαλτήριο της πορείας ενός τέτοιου ηχητικού κολοσσού. Κι όμως, με το ομώνυμο ντεμπούτο τους, οι Σουηδοί ως power trio, όχι μόνο ξεκινούν το «ταξίδι» τους στον χώρο του rock, αλλά άθελά τους ίσως, μαζί με τους THE QUILL και τρεις-τέσσερεις-πέντε (το πολύ) ακόμη μπάντες, γίνονται από τους πρωτεργάτες και θέτουν τις βάσεις για ολόκληρο το vintage κίνημα, πριν ακόμη αυτό γίνει…φάση και μόδα. Ο «παλιακός» ήχος των early 70s μας συστήνεται ξανά μέσα από ένα σύγχρονο, τότε μα και τώρα, πρίσμα, και γίνεται ελκυστικός στα νεαρά αυτιά, κάτι που οδήγησε όχι μόνο στην διαιώνιση του μουσικού/εμφανισιακού αυτού στυλ, αλλά και στην επαναξιολόγηση των παλαιών συγκροτημάτων, πολλά από τα οποία επανήλθαν/επανέκαμψαν με αξιολογότατες κυκλοφορίες και συναυλίες. Και αυτό μπορώ να πω πως, στο τέλος της ημέρας, είναι εξίσου σημαντική προσφορά.

Δημήτρης Τσέλλος

 

STONE TEMPLE PILOTS – “Purple” (Atlantic)

Το 1994 στην Αμερική το grunge ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης. Μια ματιά και μόνο στο MTV ήταν ικανή για να πείσει και τον πιο επίμονο υποστηρικτή του παραδοσιακού hard rock ήχου ότι αν θα ήθελε να δει κάποιο νέο video π.χ. από τους MOTLEY CRUE ή τους L.A. GUNS θα έπρεπε να περιμένει το τελευταίο μισάωρο του Headbanger’s Ball. Οι STONE TEMPLE PILOTS ερχόντουσαν φουριόζοι από ένα φανταστικό ντεμπούτο (για τον γράφοντα, το τρίτο καλύτερο grunge άλμπουμ όλων των εποχών) και φυσικά ήταν αναμενόμενο ότι θα σημείωνε και αυτό επιτυχία. Δεν ήταν μόνο ότι καρφώθηκε στο #1 του Billboard, δεν ήταν τα εκατομμύρια πωλήσεις, δεν ήταν η αποτίναξη των μουσικών συσχετισμών με τους PEARL JAM, αλλά ήταν κυρίως το γεγονός ότι οι STP βρίσκουν με το “Purple” την ταυτότητά τους. Το grunge παντρεύεται αριστοτεχνικά με τις ψυχεδελικές και power pop αναφορές και η ερμηνεία του μακαρίτη Weiland απογειώνει τις συνθέσεις των αδερφών DeLeo.

Εδώ υπάρχουν τα κλασικά “Interstate love song” και “Vasoline” τα οποία προβάλλονταν συνεχώς από το MTV (αποτελώντας συνάμα και απολύτως χαρακτηριστικά δείγματα αισθητικής grunge) αλλά θα μου επιτρέψετε να πω ότι το πραγματικό διαμάντι του δίσκου είναι το “Big empty”… ίσως γιατί μου θυμίζει αρκετά τη στυλιστική προσέγγιση του “Core”. Με το “Purple”, οι STP βρίσκονται στην εμπορική ακμή τους απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την κριτική αποδοχή των μεγαλύτερων περιοδικών του κόσμου. Ο δίσκος κυκλοφόρησε μέσα στο 2019 με αρκετό bonus ακυκλοφόρητο υλικό το οποίο αξίζει να τσεκάρετε. Εκφράζοντας πάντως μία προσωπική άποψη το “Purple” μπορεί να φανερώνει μία μπάντα στο καλλιτεχνικό της ζενίθ αλλά ο εν λόγω δίσκος δεν έπιασε ποτέ την ενέργεια και το επίπεδο φαντασίας του “Core”.

Σάκης Νίκας

 

SYMPHONY X – “Symphony X” (Zero Corporation)

Αν ξεκινήσεις το ταξίδι σου στον κόσμο των SYMPHONY X, καλό θα ήταν να γίνει με αυτό το άλμπουμ τους, αλλιώς δύσκολα θα το εκτιμήσεις. Βλέπετε, επειδή δεν κυκλοφόρησε στην Ευρώπη, μέχρι το 1996, εγώ το άκουσα μετά από το “The damnation game” (1995), το οποίο είναι σαφώς ανώτερο, με αποτέλεσμα να μην το ευχαριστιέμαι, ακόμα και σήμερα. Όλα ξεκίνησαν από ένα τηλεφώνημα κι ένα συμβόλαιο που προσέφερε η Ιαπωνική εταιρεία Zero Corporation στον Michael Romeo, ο οποίος έτσι δημιούργησε το συγκρότημα, που μέχρι τότε δεν υπήρχε. Όμως ο 26άχρονος κιθαρίστας, ήδη έπαιζε σε πολλές μπάντες προσπαθώντας να βρει τον τρόπο να κάνει καριέρα και γνώριζε αρκετούς μουσικούς, τους οποίους προσέγγισε όταν έγραψε το ντεμπούτο των SYMPHONY X. Οι ζυμώσεις τους έκαναν συγκρότημα σε βάθος χρόνου. Μαζί με τον πληκτρά Michael Pinella και τον Jason Rullo στα τύμπανα, έγραψαν το δίσκο στο σπίτι του και όταν έφτασε η επιταγή από την Ιαπωνία, πήγαν στα Hit Factory studios στην Νέα Υόρκη ώστε να τον ηχογραφήσουν. Ο Rod Tyler που τραγουδάει εδώ, έχει μια πιο καθαρή φωνή αν και του λείπει ο χαρακτήρας και η ιδιαιτερότητα που έφερε ο Allen ένα χρόνο αργότερα (τον οποίο ο ίδιος είχε συστήσει στο συγκρότημα). Σε μια εποχή που η Αμερική είχε γυρίσει τις πλάτες της στο metal και πολύ περισσότερο σε νέα συγκροτήματα που έπαιζαν πολύπλοκα, οι SYMPHONY X και ο Romeo, είχαν ένα όραμα που τους επέτρεψε να κάνουν γρήγορα βήματα εξέλιξης. Το progressive power που έπαιζαν ήταν κάπως στάσιμο στο πρώτο τους άλμπουμ, όμως τα πολλά neo-classical στοιχεία (“Masquerade) και ιδέες που ακούσαμε να εξελίσσουν στο μέλλον, υπάρχουν ριζωμένες εδώ (“Premonition” ). Ακούγοντας το “The raging season”, ένα αφελές χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό μου, αφού με ταξιδεύει σε άλλες εποχές. Ήμασταν διψασμένοι για συγκροτήματα όπως οι Αμερικάνοι εκείνα τα χρόνια και τους αγκαλιάσαμε από την αρχή, όμως στο άλμπουμ αυτό έχει λίγα πράγματα να ανακαλύψει κανείς. Ίσως η ποπ χροιά του “Shades of grey”, και τα δείγματα γραφής των Romero και Pinella (τα σόλο είναι εξαιρετικά). Το “Symphony X” πατάει πάνω στις ταχύτητες του Yngwie Malmsteen μερικές φορές, δείχνει επηρεασμένο από τον πρώτο δίσκο των DREAM THEATER κάποιες άλλες και γενικότερα στηρίζεται στην εγχώρια prog σκηνή των 80’s.

Γιώργος “Raging” Κουκουλάκης

 

TALISMAN – “Humanimal I + II» (Polydor)

Οι TALISMAN είναι από τα λίγα μελωδικά hard n’  heavy συγκρότημα,  made in Europe, που στα 90s θα μπορούσαν να κοιτάξουν στα μάτια τα αντίστοιχα Αμερικάνικα. Βέβαια θα μου πείτε πως εκείνα τα χρόνια το ιδίωμα είχε πάρει την κάτω βόλτα, συμφωνώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει στο κάτω κάτω τίποτα για την ποιότητα των άλμπουμ που μας παρουσίαζαν.  Οι TALISMAN επί της ουσίας δημιουργήθηκαν εξαιτίας της άρνησης του John Norum να συμπεριλάβει στο δεύτερο άλμπουμ του τα τραγούδια που είχε συνθέσει ο  Marcel Jacob, μπασίστας, παλιότερα στους EUROPE όσο και στην προσωπική μπάντα του κιθαρίστα. Αυτό είχε ως ουσιαστικό αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι TALISMAN και ο Norum να ακολουθήσει σταθερά φθίνουσα πορεία στην προσωπική του καριέρα. Ότι γράφει όμως, δε ξεγράφει και η μουσική ιστορία της Σουηδίας, αναφέρει ότι μετά από πολλές δισκογραφικές περιπέτειες και αναζητήσεις μελών, οι Jeff Scott Soto, Marcel Jacob  έγιναν η καρδιά και η ψυχή των TALISMAN. Το πρώτο τους άλμπουμ το οποίο είναι ένα εξαιρετικό μελωδικό hard n’ heavy δείγμα, από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο του τραγούδι, αρχικά κυκλοφόρησε μόνο στην Σουηδία όπου και γνώρισε επιτυχία πουλώντας άμεσα 53.000 αντίτυπα, ακολούθως με την ίδια επιτυχία το 1993, το “Genesis” και φτάνουμε στο 1994, όπου και μας δίνουν τον Μάιο αλλά και τον Οκτώβριο τα “Humanimal I” & “Humanimal II” τα οποία περιέχουν 22 τραγούδια τα οποία ηχογράφησαν σε 22 ημέρες! Τόσο καλοί μουσικοί ήταν όλοι τους! Μάλιστα το ότι κυκλοφόρησαν από την Polydor η οποία είναι πολυεθνική, δείχνει τις δυνατότητες και την δυναμική που απέκτησε, για ένα μικρό διάστημα να είμαστε ειλικρινείς, η μπάντα. Η αλήθεια είναι πως δεν γνώρισαν κάποια ιδιαίτερη επιτυχία ούτε και με αυτή την διπλή κυκλοφορία τους, παρά μόνο συνέχισαν να έχουν ένα πολύ αφοσιωμένο κοινό. To «δύσκολο» με αυτά τα δυο άλμπουμ είναι ότι πρώτη φορά αφήνουν στην άκρη τον ήχο που τους είχε μάθει ο κόσμος με τις δύο πρώτες τους προσπάθειες, και προσθέτουν αρκετά funky, groove και progressive στοιχεία σε πολλά σημεία του άλμπουμ, κάτι το οποίο ήταν και αρκετά τολμηρό πρέπει να ομολογήσουμε. Είναι σαφώς τα δυο πιο αγαπημένα άλμπουμ τόσο του μακαρίτη του Jacob όσο και του Soto,  πολλούς οπαδούς όμως τους μπέρδεψε αυτή η πολυπλοκότητα και τελικά τα δυο “Humanimal” ναι μεν τα αγαπάμε, αλλά δε κατέκτησαν ποτέ τη καρδιά μας όσο το ντεμπούτο τους.  Αν δεν γνωρίζετε τους TALISMAN τότε πηγαίνετε τέσσερα χρόνια πίσω στο 1990, στην πρώτη τους κυκλοφορία και μετά ελάτε σιγά σιγά στα δυο “Humanimal”.

Δημήτρης Σειρηνάκης

 

TANKARD – “Two-faced” (Noise Records)

Τη δεκαετία του ‘90, όπως πολλάκις έχουμε θίξει, οι thrash μπάντες και δη η παλαιά φρουρά είχε τις εξής επιλογές. Είτε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα (ηχητικά ή απλά παραγωγικά), είτε να διαλυθεί, είτε να τα γράψει όλα εκεί που δε βλέπει ήλιος. Οι τρελαμένοι ούγκανοι εκ Φρανκφούρτης επ’ ονόματι TANKARD, το χαβά τους! Και τα δύο 90s άλμπουμ τους ως τώρα (“The meaning of life”, “Stone cold sober”) τους δικαιώνουν κανονικά και με το νόμο. Η παραγωγή μόνο βάρυνε κι έγινε πιο μοντέρνα (για τα δεδομένα της εποχής), πάντα υπό το άγρυπνο παραγωγικό μάτι του πολιούχου του Γερμανικού thrash metal, Harris Johns. Έτσι, φτάνουμε στα 1994 και Μάρτιο του έτους, κυκλοφορεί ο έβδομος σε 8 χρόνια δισκογραφικής ύπαρξης δίσκος, με τίτλο “Two-faced” από την πάλαι ποτέ κραταιά Noise.

Εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου το “Death penalty”. Τα πράγματα είναι πιο σοβαρά από ότι έχουμε συνηθίσει στους TANKARD στιχουργικά. Θανατική ποινή, ηθικά ερωτήματα και άλλα. Στο δε “R.T.V.”, γίνονται επίσης καυστικοί, μια και η πένα του στιχουργού Andreas “Gerre” Geremia καταδικάζει ανοιχτά τα reality shows, φρέσκια πηγή προβληματισμού για τους καλλιτέχνες, μια και είχαν εμφανιστεί πρώτη φορά στην Αμερική το ‘92! Ας μη πιάσουμε το “Nation over nation” με το βαθιά αντί-ρατσιστικό/αντί-φασιστικό του περιεχόμενο, μοιράζοντας θάνατο μουσικά!

Το εξίσου λυσσασμένο “Betrayed” επαναφέρει τα προσωπικά στιχουργικά θέματα στο δίσκο. Ένα κομμάτι χωρισμού και απιστίας (στα πρότυπα ύμνων όπως το “Farewell to a slut” από το “Chemical invasion” – αν χρειάζεστε επεξήγηση στο τίτλο, τι να πω!). Να σταθώ επίσης στο “Days of the gun”, που αποτελεί τη πιο ίσως μελαγχολική μουσικά και στιχουργικά στιγμή των TANKARD εδώ μέσα, καθώς πραγματεύεται το θέμα του βιασμού και της εν γένει εγκληματικότητας. Ζήτημα, που πιάνει και το ομώνυμο κομμάτι από την πλευρά της ενδοοικογενειακής βίας. Το “Up from zero”, επίσης, μιλάει για τον απλό, καθημερινό άνθρωπο που χτίζει από το μηδέν τη ζωή του.

Μουσικά, κομμάτια όπως το καταιγιστικό “Cities in flames”, το βαθιά προβληματισμένο “Cyberworld”, και τα “Mainhattan” ανοίγουν pit, όπως προβλέπεται. Επίσης, κάπου εδώ, έχουμε και τη μοναδική μπυροστιγμή των Γερμανών στο δίσκο: τη διασκευή στο “Ich brauch’ meinen Suff” των STRASSENJUNGS (ο τίτλος σημαίνει “χρειάζομαι το ποτό μου” – χικ!). Ξεχωριστά στέκομαι στο οργιώδες “Jimmy b bad” με τη δεύτερη πιο “ανέμελη” στιγμή των Γερμανών εδώ μέσα, καθώς και τον σαφή φόρο τιμής του τίτλου στο “Johnny b goode” του Chuck Berry.

Στα 90s, εν κατακλείδι, μπορεί το thrash να μην ήταν πουθενά (αυστηρά εμπορικά, μη παρεξηγηθώ) πλην του underground, αλλά μπάντες σαν τους TANKARD κυμάτιζαν τίμια και περήφανα τη σημαία του, προσφέροντας ποιοτικές και γεμάτες δουλειές, εξερευνώντας παράλληλα άλλες πτυχές τους, κυρίως στιχουργικά.

Γιάννης Σαββίδης

 

TESLA – “But a nut” (Geffen Records)

Το “Bust a nut” ήταν ένα πολύ κρίσιμο album για τους TESLA. Βλέπετε εκείνα τα χρόνια το Αμερικάνικο hard rock ιδίωμα, ελέω grunge, είχε αρχίσει να χάνει την αίγλη του, με αρκετά συγκροτήματα είτε να τα παρατάνε, είτε να αλλάζουν μουσικούς δρόμους για να επιβιώσουν. Το ίδιο το group θέλησε να μείνει πιστό στις ιδέες του και να μην αλλάξει επουδενή ηχητική ρότα, κάτι που αργότερα τους αναγνωρίστηκε από το κοινό. Το 1994 λοιπόν, βλέπει το φως της δημοσιότητας η τέταρτη δουλειά τους, η οποία ακολούθησε κατά γράμμα την ηχητική συνταγή των προηγούμενων κυκλοφοριών τους. Ο οπαδός, εάν βεβαίως του άρεσαν τα προηγούμενα albums τους, θα άκουγε ότι είχε συνηθίσει από τους TESLA, τραγούδια που είχαν σαν κύριο χαρακτηριστικό τον boogie, ολίγων bluesy, αλήτικο rock’n’roll/rock/hard rock ήχο που σε έκανε άμεσα να κουνάς το κορμί σου «χορεύοντας» στο ρυθμό τους.
Χωρίς να έχουν αλλάξει το στυλ ηχητικής απόδοσης των τραγουδιών, έγραψαν συνθέσεις που ήταν σε σημεία, ελαφρώς πιο «βαριές», σχετικά με το παρελθόν τους, αλλά παράλληλα είχαν με ωραίο τρόπο   «μπολιασμένα» τα ηλεκτρικά και ακουστικά μέρη, με τις λίγες country στιγμές, όλα διάσπαρτα με αρμονικό τρόπο στο δίσκο. Τραγούδια που ναι μεν, δεν «έπιασαν» το συνθετικό επίπεδο των προηγούμενων δουλειών, στην ολότητά τους, ήταν όμως άμεσα στο αυτί του ακροατή με «απλά» κιθαριστικά μέρη με ωραίες μελωδίες και catchy ρεφραίν που σου «κολλούσαν» εύκολα στο μυαλό, σε όποιο tempo και αν ήταν η σύνθεση. Και το σημαντικό ήταν ότι η αίσθηση που για ακόμα μια φορά δινόταν στον ακροατή, ήταν ότι «περνούσε» καλά, όσες φορές τα άκουγε.

Παρόλο που η Ένωση Ηχογραφήσεων της Αμερικής, «έκανε» το album χρυσό το 1995, η εταιρία τους προτίμησε να τους αφαιρέσει από το roster της μετά από σχεδόν 10 χρόνια και να εντάξει πιο «μοντέρνα» συγκροτήματα του τότε, χωρίς φυσικά αυτό να επηρέασε την γνώμη του κόσμου, που ακόμα και σήμερα όσοι ασχολούνται με το ιδίωμα, αρέσκονται πολύ στο τελικό αποτέλεσμα του “Bust a nut”. Αυτό κάτι λέει.

Θοδωρής Μηνιάτης

 

TESTAMENT – “Low” (Atlantic)

Το 1994 ήταν μια κομβική χρονιά για τους TESTAMENT. Οι Αμερικάνοι έχουν το ένα τους πόδι σταθερό στις αρχές του Αμερικάνικου thrash, όμως με το άλλο, λες και θέλουν να κάνουν πίβοτ, στρέφονται ανάλογα με την τάση της εποχής. Έτσι μετά το αμφιλεγόμενο “Souls of black” και το άνευρο “The ritual” ήρθε η ώρα για να κουρδίσουν πιο χαμηλά τις κιθάρες, να μπουκώσουν την παραγωγή και να παραμορφώσουν ακόμα και τα φωνητικά του Chuck Billy. Όπως ήταν αναμενόμενο, το “Low” ξένισε και δίχασε. Από την άλλη όμως, είναι το πρώτο βήμα στην νέα εποχή για τους TESTAMENT. Μια νέα εποχή πιο επιθετική, σκληρή και θαρραλέα θα έλεγα. Μπορεί να απουσιάζουν οι υψηλές ταχύτητες, όπως επιβάλλει η τάση του thrash εκείνη την εποχή, αλλά προσπαθούν να το αντισταθμίσουν με τα πιο βαριά ριφ, με περισσότερο groove και μια μοντέρνα παραγωγή. Υπεύθυνος γι’ αυτήν, ήταν ο GGGarth (RAGE AGAINST THE MACHINE, MELVINS) σε ένα από τα πρώτα του βήματα. Μεγάλη συμβολή στην κατεύθυνση του δίσκου ήταν και ο Del James, που συνέβαλλε στα περισσότερα τραγούδια, όπως και στο προηγούμενο, ενώ την πιο ακραία πνοή έδωσε ο James Murphy (DEATH, OBITUARY) που αντικατέστησε τον Alex Skolnick. Τραγούδια όπως το “Low”, “Legions (in the hiding)” συγκινούν και φανερώνουν την προσπάθεια των TESTAMENT να ακουστούν πιο σκληροί από τα προηγούμενα δυο άλμπουμ, εκσυγχρονίζοντας τον ήχο τους ταυτόχρονα. Στα highlights είναι και το “Trail of tears”, προφανώς η πιο ALICE IN CHAINS στιγμή τους. Υπήρξαν όμως και οι αδυναμίες που κράτησαν το “Low”… χαμηλά, κάτι που αποδίδω στην νέα τροπή που πήραν. Γι’ αυτό και θεωρώ το “Low” πειραματικό, καθώς το μέλλον απέδειξε πώς άνθισαν οι σπόροι που φύτεψαν σε αυτό οι Αμερικάνοι.

Γιώργος “LLLegions” Κουκουλάκης

 

THERAPY? – “Troublegum” (A&M)

Δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος εκείνη την εποχή να άκουγε τον εναλλακτικό σκληρό ήχο και να μην είχε αγοράσει αυτόν τον δίσκο, που κυκλοφόρησε και στην χώρα μας από την Polygram.

Οι Ιρλανδοί φτιάχτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, προσπάθησαν σκληρά και έχτισαν το όνομα τους δίσκο με δίσκο. Στην Βρετανία η επιτυχία τους ήρθε σταδιακά αλλά στις 07 Φεβρουαρίου του 1994 που κυκλοφόρησε το “Troublegum” η δημοτικότητα τους σε συνδυασμό με την άνοδο του εναλλακτικού σκληρού ήχου άρχισε να εκτοξεύεται.

Ο λόγος που κρατήσαμε όλα αυτά τα χρόνια ήταν ότι ποτέ δεν είχαμε εφήμερη επιτυχία.

Ξεκινήσαμε το 1989, το line up σταθεροποιήθηκε το 1990 και η επιτυχία ήρθε με το “Troublegum” τέσσερα χρόνια αργότερα. Όλα αυτά τα χρόνια μέχρι το “Troublegum” προσπαθούσαμε σκληρά, η επιτυχία δεν ήρθε έξι μήνες μετά το ξεκίνημα μας όπως συμβαίνει με πολλά σχήματα του σήμερα δήλωνε το συγκρότημα.

Πράγματι, ο δίσκος διέθετε μια πληθώρα εκρηκτικών κομματιών όπως το εναρκτήριο “Κnives” , το “Screamager” (που είχε εμφανισθεί σε ένα EP την προηγούμενη χρονιά), το “Nowhere” ( το πρώτο single , # 18 στα single charts), το “Trigger inside”( δεύτερο single , #22 στα single charts) και το “Die laughing (τρίτο single και #29 στα Βρετανικά single charts) να είναι μερικά από τα πιο γνωστά μόνο κομμάτια.

Όμως εδώ υπάρχουν και άλλα αριστουργήματα που συνδυάζουν όλα τα στοιχεία του ήχου τους, όπως η διασκευή στο “Isolation” των JOY DIVISON, τα “Turn”, “Ηellbelly” και το “Unbeliever”(με την συμμετοχή του Page Hamilton των ΗΕLMET).

H μπάντα όπως έκανε πάντα, θα περιοδεύσει για μεγάλο χρονικό διάστημα μαζί με τους SKUNK ANANSIE και τους ΚΙΝG’S X και θα εμφανιστεί στα μεγάλα festivals της εποχής όπως τα Rock am Ring, Monsters of rocκ, Reading και Pinkpop.

H μεγάλη εμπορική επιτυχία τους χτύπησε την πόρτα με το “Troublegum” (# 5 στα album charts της Βρετανίας) και επίσης θα κερδίσουν το Μercury Prize, ένα πολύ σημαντικό βραβείο ακόμα και σήμερα) για τα σχήματα της Βρετανικής Νήσου.

Oι Ιρλανδοί κατάφεραν με το σπαθί τους και την πολύ δουλεία που έριξαν στο να αποκτήσουν όλη αυτή την μεγάλη αναγνώριση. Δεν σταμάτησαν ποτέ το όραμα τους, ακόμα και όταν η εμπορική αποδοχή άρχισε να τους εγκαταλείπει, αυτοί συνέχισαν να δισκογραφούν , προσφέροντας μας όμως πάντα πολύ αξιόλογους δίσκους.

Και για να κλείσουμε με τα λόγια τους,

Πολλά σχήματα από τα 90s διέλυσαν και πριν από μερικά χρόνια επανήλθαν, πολύς κόσμος έδειξε ενθουσιασμό και μάζεψαν και πολύ κόσμο στις συναυλίες τους. Νομίζω ότι αν οι ΤΗΕRAPY ? διαλύσουν, θα διαλύσουν για τα καλά. Με τον Michael McKeenan το έχουμε συζητήσει ότι αν δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε θα διαλύσουμε και θα αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι.

Γιάννης Παπαευθυμίου

 

THRESHOLD – “Psychedelicatessen” (Giant Electric Pea)

Ο μύθος λέει πως μετά την ηχογράφηση του “Wounded land”, οι THRESHOLD χώρισαν τα τσανάκια τους με τον Damian Wilson και για τις ανάγκες της περιοδείας προσέλαβαν τον Glynn Morgan. Αυτό το πήγαινε-έλα των δύο τραγουδιστών θα συνεχιστεί αρκετά χρόνια αργότερα και αφού στο –όχι και τόσο μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, οι Βρετανοί θεοί του progressive metal είχαν φθάσει στον κολοφώνα της καλλιτεχνικής τους καταξίωσης με τον αδικοχαμένο Andrew Mc Dermott πίσω από το μικρόφωνο. Το “Psychedelicatessen” ανέλαβε, τον, ομολογουμένως πολύ δύσκολο ρόλο, της επανασύστασης της μπάντας μετά από ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο και μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο ευρύτερο ιδίωμα να βλέπει με καλό μάτι τον ήχο της. Ως εκεί όμως. Μην φανταστείτε πως οι κριτικές που λάμβαναν ήταν διθυραμβικές και άπαντες οι συντάκτες προέτρεπαν μετά μανίας το αναγνωστικό τους κοινό να καλωσορίσουν τους νέους ήρωες της μουσικής. Αυτούς που θα ταράξουν τα λιμνάζοντα νερά και θα φέρουν νέα ήθη κι έθιμα…

Οι THRESHOLD είχαν να ξεπεράσουν όχι μόνο το χάντικαπ της αλλαγής τραγουδιστή (πείθοντας τους πάντες για την ομαλή μετάβαση και την εξελικτική τους πορεία) αλλά και το σύνδρομο του δεύτερου άλμπουμ. Το κατόρθωσαν σε γενικές γραμμές αν και κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν το μεγαλείο ενός “Paradox” που στέκει ακόμα και σήμερα σε άλλο επίπεδο.  Κι όμως. Ο δίσκος ισορροπεί ανάμεσα στο ξεκάθαρο metal background και τρόπο σκέψης του κιθαρίστα Karl Groom και την πιο μελωδική, ευαίσθητη, progressive πλευρά του πληκτρά Richard West. Των μουσικών δηλαδή που ουσιαστικά αποτελούν τα μοναδικά σταθερά μέλη από την δισκογραφική εκκίνηση του σχήματος. Ηχητικά, το “Psychedelicatessen” ηχεί ως η φυσιολογική συνέχεια του ντεμπούτου τους, με αρκετή ευελιξία και πλουραλισμό στο χτίσιμο των συνθέσεων αλλά και εμφανή την διάθεση να εμπλουτιστεί ο χαρακτήρας του group με μελωδικά/ακουστικά σημεία. Το “Under the sun” είναι μία τέτοια περίπτωση, είναι εκείνο όμως το απολαυστικό “Innocent” που κολλάει τον ακροατή στον τοίχο και αναδεικνύει την άκρως συναισθηματική ερμηνεία του Morgan. Από κοντά σε απόδοση τα πολύ όμορφα “Sunseeker”, “A tension of souls”, “Will to give”, δεν θα μπορούσα να φανταστώ αρτιότερο επιμύθιο από το “Devoted”, repeat και εκ νέου χάζι τόσο στο πανέμορφο εξώφυλλο όσο και στην στιχουργική ένδυση του υλικού, ένα ακόμα ηχηρό μήνυμα του πόσο ξεχωριστή περίπτωση ήταν, είναι και παντοτινά θα είναι για τον κόσμο του προοδευτικού metal οι THRESHOLD! Δίσκος αναφορά πάνω στον οποίο “πάτησαν”, εξέλιξαν και εν τέλει απογείωσαν οι λατρεμένοι Βρετανοί progsters!

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

 

TIAMAT – “Wildhoney” (Century Media)

Αν σου αρέσει ο ατμοσφαιρικός/σκοτεινός χώρος του metal, τότε απλά δεν μπορεί να μην έχεις το “WIldhoney” των TIAMAT στα αγαπημένα και κορυφαία άλμπουμ αυτού του είδους. Είναι τέτοια η δυναμική του, τέτοια η σημασία του, αλλά και τέτοιο το αρτιστικό του επίπεδο, που δεν γίνεται να μείνει έξω από καμία λίστα που θα μπορούσε να υπάρξει γι’ αυτόν τον ήχο.

Από το χαρακτηριστικότατο και πανέμορφο εξώφυλλο του αγαπημένου μου στα 90s Kristian Wahlin (υπεύθυνος για μερικά από τα ομορφότερα και κλασικότερα εξώφυλλα της εποχής, στον ακραίο κυρίως χώρο), μέχρι την ουσία, τη μουσική του δηλαδή, είναι από εκείνα τα άλμπουμ που αλλάζουν τα δεδομένα, τόσο για μία μπάντα, όσο και για ένα είδος της αγαπημένης μας μουσικής.

Όμως τα πράγματα, πριν την κυκλοφορία του, δεν έδειχναν ότι θα βγει ένας τέτοιος δίσκος. Οι εσωτερικές διαμάχες της μπάντας, στην ουσία του Johan Edlund με τους υπόλοιπους, τον οδήγησαν να απολύσει τους πάντες μετά την κυκλοφορία των “Clouds” και “The sleeping beauty live in Israel EP. Τους πάντες πλην ενός, του John Hagel. Και ο λόγος ήταν ότι απλά το “Clouds” δεν βγήκε τελικά όπως ο ίδιος θα ήθελε, εξαιτίας τους. Τι ήταν αυτό λοιπόν που ήθελε τότε ο Edlund; Αυτό που ακούμε στο “Wildhoney”. Μία στροφή προς την ψυχεδέλεια και τον πειραματισμό, με «φάρο» τους λατρεμένους του PINK FLOYD και μία αρκετά μεγάλη διαφοροποίηση από τον doom/death και death metal χαρακτήρα των προηγούμενων δίσκων. Και η ιστορία έδειξε ότι τελικά είχε δίκιο. Αλλά για να είμαστε και πιο σωστοί, ευτυχώς που δεν το έκανε αυτό με τα τραγούδια του “Clouds”, γιατί έτσι θα είχαμε χάσει τουλάχιστον ένα πολύ ωραίο άλμπουμ της μπάντας, μπορεί και δύο, γιατί αν το “Clouds” ήταν το “Wildhoney”, τότε μπορεί το “Wildhoney” να μην ήταν το ίδιο… και σταματώ εδώ γιατί θα εξελιχθεί “Inception”αυτό το πράγμα και θέλω να κρατήσω τα όσα εναπομείναντα εγκεφαλικά κύτταρα μου έχουν απομείνει.

Μένοντας μόνος λοιπόν επί της ουσίας ο Edlund, εμπιστεύεται (ορθώς) για ακόμη μία φορά (και τελευταία σε κανονικό δίσκο πάντως) τον τεράστιο Waldemar Sorychta για τη θέση του παραγωγού (αλλά και πληκτρά στην προκειμένη) και παίρνει τον Lars Skold στα drums (που θα καταφέρει να παραμείνει μέχρι και σήμερα στο σχήμα) και τον Magnus Sahlgren (LAKE OF TEARS επίσης, στα καλά τους χρόνια) στην κιθάρα και με αυτήν την ομάδα μπαίνει στο στούντιο, ηχογραφεί και κυκλοφορεί την 1η Σεπτεμβρίου του 1994 τον δίσκο που έμελλε να γίνει ο εμπορικότερος τότε της Century Media!

Το όραμα του Edlund, αποδίδεται εξαιρετικά μέσα από τα 10 τραγούδια του δίσκου, κάτι που δεν το λες και εύκολο να πιάσει, όταν τα 4 από αυτά τα τραγούδια ήταν instumentals και η βάση του δίσκου ήταν η ατμόσφαιρα. Όμως ήταν κάτι τόσο το μαγικό όταν κυκλοφόρησε, που σε απορροφούσε με τη μία. Είχε φυσικά το “Whatever that hurts”, το μεγάλο «χιτ» του (ακούστε μία φανταστική διασκευή που έχουν κάνει οι HEAVEN SHALL BURN) και δικαιολογημένο βίντεο, αλλά πέραν αυτού, είχε το “The Ar” με τη riff-άρα του, το επίσης βίντεο και υπέροχο “Gaia”, το “A pocket sized sun” (με στίχους για το LSD), το “Visionaire”, το “Do you dream of me”, όλα υποψήφια για μία υποτιθέμενη συλλογή με best of της μπάντας. Και το μεγάλο ατού του, ήταν αυτή ισορροπία και η ατμόσφαιρα που δημιουργούσε στο σύνολό του, ακόμα και με τη σειρά του track listing, που σε έκανε να το βάζεις να παίζει και να σε μεταφέρει στον κόσμο του. Μιλάμε για ένα μαγικό άλμπουμ, που σημάδεψε για τα καλά ένα ολόκληρο είδος της αγαπημένης μας μουσικής. Μνημείο.

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

 

THE THIRD AND THE MORTAL – “Tears laid in earth” (Head Not Found)

Οι Νορβηγοί μπορούν να παινεύονται ότι στη σκηνή τους είχαν την πρώτη ατμοσφαιρική metal μπάντα με μόνο γυναικεία φωνητικά. Από το 1992 που ξεκίνησαν έκαναν αίσθηση στο underground με την doom προσέγγιση τους και τα, σχεδόν, θρηνητικά φωνητικά της Kari  Rueslåtten στο demo τους το 1993. Το φθινόπωρο του 1994 το “Sorrow” mCD θα είναι ο προάγγελος του “Tears laid in earth” και το underground κύκλωμα θα τους αναδείξει ως πρωτοπόρους στον ήχο τους. Δυστυχώς γι’ αυτούς θα κυκλοφορήσουν αυτές οι ηχογραφήσεις από την Head Not Found του Metallion (Slayer magazine) και πολύ λίγοι θα τους ανακαλύψουν,  παρά μόνο όταν η Kari, ένα χρόνο μετά,  θα ακολουθήσει solo καριέρα που φτάνει μέχρι και σήμερα, με τρομερή επιτυχία. Το album αυτό είναι κυριευμένο από μελαγχολία και εκπληκτική ατμόσφαιρα που ακολουθεί τη λογική της εισαγωγής διάσπαρτων ήχων όπως πρωτοέκαναν οι PINK FLOYD στα 70s. Πολύ σημαντικό στοιχείο είναι οι lead μελωδικές κιθάρες που είναι αρχέτυπο στον ατμοσφαιρικό ήχο. Σε αυτό το δίσκο ορίστηκε στο έπακρο το πώς παίζεται το ατμοσφαιρικό metal με γυναικεία φωνητικά και καθόλου τυχαία αναφέρεται ως επιρροή από όλα, σχεδόν, τα σχήματα που τόλμησαν να διαβούν τους ίδιους μουσικούς δρόμους  με αυτούς. Αξιοθαύμαστη είναι η εναλλαγή των απόλυτα ατμοσφαιρικών μερών του με τα doom ξεσπάσματα – το 8λεπτο “Death-hymn” είναι το πιο χαρακτηριστικό κομμάτι του δίσκου. Δυστυχώς δεν συνέχισαν ενωμένοι και το 1997 θα διαλύσουν, ενώ η Kari ήταν έτοιμη να μπει στα «σαλόνια» της νορβηγικής Sony  με το εκπληκτικό “Spindelsinn”. Κανείς δεν ξέρει τι διαστάσεις θα έπαιρναν αν συνέχιζαν μαζί, αλλά ακόμα και σήμερα η Kari θα ήθελε να επανασυνδεθούν. Αυτό το γεγονός αποδεικνύει τη σημασία που είχε αυτή η κυκλοφορία για το ατμοσφαιρικό κομμάτι της σκληρής μουσικής,  πριν το διαδώσουν οι THE GATHERING, σε mainstream επίπεδο, το 1995, με την χαρισματική Anneke van Giesbergen πίσω από το μικρόφωνο.

Λευτέρης Τσουρέας

 

TILES – “Tiles” (Standing Pavement Entertainment / Dream Circle)

Εδώ μιλάμε για μεγάλη αγάπη!!! Σ’ έναν κόσμο πιο δίκαιο για ορισμένα συγκροτήματα, οι τρεις πρώτοι δίσκοι των TILES θα έπρεπε να προσκυνούνται από τους οπαδούς των RUSH, που δεν είναι και λίγοι… Ξεκινώντας από το ομώνυμο άλμπουμ του 1994 και πηγαίνοντας στο “Fence the clear” και το “Presents of time”, έχουμε την επιτομή της τελειότητας στο prog rock, ορθά κοφτά. ΟΚ, οι ομοιότητες με τους RUSH είναι πάρα πολλές, αλλά δεν μας χαλάει καθόλου. Φοβερές μελωδικές γραμμές, το μπάσο αρκούντως τονισμένο (ο Kevin Chown που ήταν special guest, είναι ένας εξαιρετικός μπασίστας, που αναλαμβάνοντας και την παραγωγή, τσίμπησε και λίγο παραπάνω τον ήχο του, αλλά άξιζε τον κόπο), κιθάρες όχι υπερβολικές, αλλά να υπηρετούν το κομμάτι και τύμπανα πάρα πολύ μετρημένα. Το “Tiles” έκανε όσο θόρυβο χρειαζόταν, εκεί που χρειαζόταν και λίγο αργότερα τους τσίμπησε η Magna Carta και πιο μετά η Inside Out, που επανακυκλοφόρησε και τα τρία πρώτα άλμπουμ τους, με bonus tracks. Εξαιρετικές στιγμές, τα “Token pledge”, “Dancing dogs”, “Scattergram”, το instrumental “Dress rehearsal” και από τα τρία bonus tracks, θα προτιμήσω το “Forging a newer trend”. Εύφημος μνεία, στον prog τίτλο της χρονιάς, “Analysis paralysis” που ανοίγει και το δίσκο (και είναι τραγουδάρα). Το μόνο μείον, είναι το εξώφυλλο με τα mahjong. Ακόμα και για την εποχή, ήταν πρόχειρο. Να σημειώσω ότι το όνομα το πήραν από το τραγούδι “Out on the tiles” των LED ZEPPELIN και ότι το όνομα της δικής τους εταιρίας, που κυκλοφόρησε αρχικά, Standing Pavement Entertainment, το πήραν από το παλιό τους όνομα, Standing Pavement, όπου είχαν βγάλει κάποια demo, τα οποία είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στον Gene Simmons. Ο Simmons προσφέρθηκε να τους βοηθήσει σε διάφορους τομείς, έστω και συμβουλευτικά και τα τρία bonus tracks, προέρχονται από εκείνα τα demo. Ναι, είμαι fanboy!!!

Σάκης Φράγκος

 

TWILIGHT – “Eye for an eye” (Olafsongs)

Πριν ονομαστούν σε BEYOND TWILIGHT και ξεκινήσουν μια μικρή αλλά λαμπρή πορεία ως καθαρά progressive metal μπάντα (τσέκαρε οπωσδήποτε ολόκληρη τη «τρίτομη» δισκογραφία τους), οι Δανοί ονομάζονταν TWILIGHT και είχαν ήδη εντυπωσιάσει με το τεχνικό και πολύπλευρο power metal τους, στο demo “The edge” που είχε κυκλοφορήσει δύο χρόνια πριν. Τουλάχιστον όσους στα mid 90s έστρεφαν τη προσοχή τους και εκτός του ευδιάθετου, υμνικού, Wagner-ικού γερμανικού ήχου. Μακριά από τις «τριαλαρί-τριαλαρό» μελωδίες (μας αρέσουν όμως) των Hansen, Kursch, Tolkki κλπ μελών του κοινοτικού συμβουλίου του «Στρουμφοχωριού» και με προσηλωμένο το βλέμμα προς την απέναντι όχθη του Ατλαντικού, το power metal των TWILIGHT έχει κάτι από την μαγεία των FATES WARNING (“No exit”) και SAVATAGE (από το “Hall of the mountain king” και πίσω). Λυρικό, ατμοσφαιρικό, βαρύ, «μουντό», τεχνοκρατικό, το “Eye for an eye” ανήκει στην κατηγορία εκείνη των δίσκων που από «σπόντα» δεν κυκλοφόρησαν σε κάποια κεντρική ή βόρεια Πολιτεία των Η.Π.Α και λογίζεται ως ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα της δεκαετίας που παρουσιάζεται στο αφιέρωμα. Μεγαλύτερο ατού, σε ένα εξαιρετικό line up (Jan Strandh και Micke Därth στις κιθάρες – ο δεύτερος και στο μπάσο, Thomas Freden στα drums, Finn Zierler στα πλήκτρα), πρώτος μεταξύ ίσων, ο τραγουδιστής Anders Engberg (SORCERER, ex. LION’S SHARE), με τις εξαιρετικές του ερμηνείες και με μια φωνή που έδειχνε (και ακόμη το κάνει) να λατρεύει τον Tony Martin. Το επίσημο ντεμπούτο των TWILIGHT θα μπορούσε να συγκριθεί και να παρομοιαστεί με τις αντίστοιχες πρώτες δουλειές των TAD MOROSE (σίγουρα) και ELEGY (ίσως), αλλά και πάλι, εδώ υπάρχει μια «δική τους» άποψη, που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Μη την αγνοείς λοιπόν και συ, με τη σειρά σου. Άκουσε αυτό το διαμάντι και εκτίμησε το σωστό, σοβαρό (power) metal, απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Δημήτρης Τσέλλος

 

TYKETTO – “Strength in numbers” (Sony/BMG)

Τους γουστάρω αρκετά τους TYKETTO, τους ακούω ευχάριστα βρε αδερφέ, πως το λένε. Είναι ακριβώς μέσα στα μουσικά μου γούστα χωρίς όμως να βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα των αγαπημένων μου σχημάτων, όσων αφορά το hard rock, ενώ με δυσκολία βρίσκονται στην πρώτη εικοσάδα. Παρ’ όλα αυτά, τους γουστάρω αρκετά, το ανέφερα και στην αρχή άλλωστε!

Το γνωρίζω πως θα φανεί κάπως εριστική η συγκεκριμένη άποψη, αλλά τούτο εδώ το τεμάχιο μου αρέσει περισσότερο από το “Don’t come easy”. Ναι ξέρω, το ντεμπούτο έχει αιώνιους ύμνους, βλ. “Forever young”, αλλά το “Strength in numbers” είναι πιο «αλήτικο» στα ταλαιπωρημένα αυτάκια μου. Μου αρέσει περισσότερο διότι είναι πιο ραδιοφωνικό άλμπουμ σε σύγκριση με το ντεμπούτο, είναι πιο «καλοκαιρινό» και προσωπικά θεωρώ πως ήταν αυτό που τους ταίριαξε περισσότερο εν κατακλείδι. Αλλά όλα αυτά είναι δικές μου απόψεις αν μη τι άλλο.

Γουστάρω πολύ που έχει τραγούδια μέσα σαν το “Ain’t that love” με το bluesy πληκτράκι του, γουστάρω που έχει τραγούδια σαν το “All over me” που χρησιμοποιείται φυσαρμόνικα, τραγούδια τύπου “Rescue me” και “Inherit the wind”. Το βρίσκω πιο πολυδιάστατο άλμπουμ σε σχέση με τον προκάτοχό του! Όπως και να έχει, μιλάμε για ένα εξαιρετικό άλμπουμ, το οποίο δεν έφτασε σε υψηλά στάνταρ όσων αφορά τις πωλήσεις, ένα άλμπουμ που μαζί με το ντεμπούτο της μπάντας δημιουργούν ένα εξαιρετικό δίδυμο. Δεν είναι Jordan – Pippen, αλλά είναι τίμιο τύπου Αντετοκούνμπο – Λόπεζ….

Ντίνος Γανίτης

 

VICIOUS RUMORS – “Word of mouth” (Rising Sun)

Δεν υπάρχουν πολλά συγκροτήματα της Αμερικάνικης σκηνής που να έκαναν την μετάβαση από την προηγούμενη δεκαετία τόσο πετυχημένα όπως οι VICIOUS RUMORS. Όριζαν το US ήχο στο power metal και οι απανωτές επιθέσεις με τα “Vicious rumors” και “Welcome to the ball” είχαν ανοίξει πολλά ρουθούνια. Όμως στο “Word of mouth” έφτασαν στο ζενίθ της καριέρας τους. Τόσο μοντέρνο, καινοτόμο, με τις power metal ρίζες τους εμφανείς, αλλά συνάμα δοσμένες μέσα από μια νέα οπτική και όλο το συγκρότημα σε εξαιρετική φόρμα. Η Atlantic δεν τους ανανέωσε το συμβόλαιο, ο μπασίστας Dave Starr αποχώρησε αφού δεν έβλεπε μέλλον και μετά από το “Plug in and hang on: Live in Tokyo” πέρασαν ένα διάστημα εσωστρέφειας και αναζήτησης, όπως και προβλημάτων υγείας για τον ηγέτη τους, Geoff Thorpe. Ευτυχώς πήραν την τύχη στα χέρια τους και όπως λένε στο “No fate” …. “Yeah, I believe in destiny, As long as I can choose the one for me”. Η κατεύθυνση που ακολούθησαν όμως στο “Word of mouth”, ήταν ιδανική για να ακουστούν σύγχρονοι, δίχως να ξενίσουν τον πυρήνα των οπαδών τους. Το άλμπουμ έχει διαμάντια σε όλο το φάσμα του heavy metal, από το αργόσυρτο “Thinking of you”, το βαρύ και μοντέρνο “All rights reserved”, την καταιγίδα του “Sense of security”, το εναρκτήριο “Against the grain” που δείχνει πώς δένουν Αμερικάνικη ατμόσφαιρα στο heavy metal τους, κλασικούς ύμνους σαν το “Ministry of fear”, μια εκρηκτική μπαλάντα στο “Dreaming” και μια πιο progressive metal αισθητική στο “Building #6”. Ξεχωριστά θα αναφερθώ στον υπέρτατο ύμνο “The voice”, σαν μια εξέλιξη του “Children” από το προηγούμενο, με μια τόσο παθιασμένη ερμηνεία του Carl Albert. Το άλμπουμ αναθέρμανε το ενδιαφέρον ιδιαίτερα σε Ευρώπη και Ιαπωνία, αλλά δυστυχώς έμελλε να ήταν το τελευταίο του Albert που τραγικά έφυγε από την ζωή ένα χρόνο αργότερα, όταν επέστρεψαν από την Ευρωπαϊκή περιοδεία, η οποία πέρασε κι από την χώρα μας (με METAL CHRUCH, KILLERS, ZODIAC MINDWARP). Σκοτώθηκε σε δυστύχημα όπως και ο Criss Oliva, των SAVATAGE με τους οποίους περιόδευσαν το 1992 και στον οποίο είναι αφιερωμένο το “Thunder and rain”! Ένα τραγούδι σε δύο μέρη – ένα πιο μπαλαντοειδές κι ένα πιο επιθετικό – που εσωκλείει όλη την δημιουργικότητα των VICIOUS RUMORS. Με λίγα λόγια το “Word of mouth” είναι άλλο ένα αριστούργημα από τους Αμερικάνους.

Γιώργος “No fate” Κουκουλάκης

 

VIRGIN STEELE – “The marriage of heaven and hell, Part One” (T&T)

Α, ρε DeFeis αθάνατε! Και μόνο αυτό το αριστούργημα να είχες κυκλοφορήσει πάλι το όνομα σου θα ήταν γραμμένο με τα πιο λαμπρά γράμματα στο heavy metal πάνθεον! Μας έπιασες τελείως στον ύπνο… Το παραδεχόμαστε. Πλαίσιο εποχής: το grunge και ο εναλλακτικός ήχος κυριαρχεί παντού. Τα παραδοσιακά συγκροτήματα παλεύουν να προσαρμοστούν στη νέα τάξη πραγμάτων… Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών αποτυγχάνει. Ο DeFeis έχει επιστρέψει ένα χρόνο νωρίτερα με το blues-based άλμπουμ “Life among the ruins” (“έπρεπε να το βγάλω αυτό από το σύστημα μου”, δήλωνε αργότερα ο ηγέτης των VIRGIN STEELE) και μεταξύ μας δεν περιμέναμε και πολλά πράγματα όταν κατηφορίζαμε στο Rock City, ένα χρόνο μετά, για να αγοράσουμε το “Marriage…”. “Δεν θα το πιστεύεις”, μας λέει ο Βαγγελάκης ο Lord και δεν είχε άδικο.

Βάζουμε το “I will come for you” και αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι ο DeFeis είχε γράψει ένα τόσο εμπνευσμένο κομμάτι που θύμιζε τις ένδοξες, επικές μέρες του “Noble savage” και “Age of consent” αλλά στο πολύ πιο λυρικό στοιχείο τους. Στη μέση του κομματιού μαγευόμαστε από ένα θέμα που θα στοίχειωνε όλες τις υπόλοιπες κυκλοφορίες του συγκροτήματος μέχρι το πρώτο “Atreus”. Όλα μα όλα τα κομμάτια είναι απίστευτα εμπνευσμένα με τις μπαλάντες “Forever will I roam” και “House of dust” να ξεχωρίζουν. Οι DeFeis και Pursino συνεργάζονται άψογα πάνω στις συνθέσεις του “Marriage…”, του δίσκου εκείνου που έμελλε να αποτελέσει το πρώτο μέρος μίας φανταστικής τριλογίας ενώ ταυτόχρονα θα έδειχνε το δρόμο και για τα δύο μέρη του “Atreus…”. Σε πλείστες όσες κουβέντες που κάνουμε όλα αυτά τα χρόνια, πάντα (μα πάντα) όλοι θα εκφραζόμαστε με μία γλυκόπικρη νοσταλγία σε αυτή την περίοδο των VIRGIN STEELE. Γλυκιά για όλους τους παραπάνω λόγους… Πικρή διότι ο DeFeis όσο και αν είχε τις ευγενέστερες προθέσεις, δεν μπόρεσε μετά το 2000 να πιάσει έστω κατ’ ελάχιστο κάτι από την ικμάδα και συνθετική ευφυΐα των μέσω χρόνων της δεκαετίας του ‘90.

Σάκης Νίκας

 

VOODOOCULT – “Jesus killing machine” (Motor Music)  

Διαβάζοντας στον μουσικό Τύπο της εποχής το νέο πως ένας τύπος ονόματι Phillip Boa θα φόρμαρε ένα metal project με τους Dave Lombardo, Mille Petrozza και Chuck Schuldiner μου είχε προκαλέσει τέτοιο δέος και πανικό που δεν εστίασα καν στις υπόλοιπες λεπτομέρειες και η αγορά του επερχόμενου άλμπουμ θεωρούταν δεδομένη. Παρότι η μουσική έκρυβε αρκετό ενδιαφέρον, η αλήθεια ήταν αρκετά παραπλανητική. Οι VOODOOCULT ξεκίνησαν ως project του Γερμανού Phillip Boa των indie/electronic rockers VOODOOCLUB, με όλα τα μέλη να συμβάλουν στη σύνθεση και στην ηχογράφηση των τραγουδιών του ντεμπούτο τους, “Jesus killing machine”. O Phillip Boa ήθελε να ξεφύγει από τις λούπες, τα samples και τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών και να συνεργαστεί με διάφορους μουσικούς στα πλαίσια ενός κανονικού σχήματος και κατάλληλος τρόπος έκφρασης γι’ αυτόν ήταν μέσω του metal ήχου και τις γρήγορες ταχύτητες με punk και industrial εκφάνσεις και ένας drummer σαν τον Dave Lombardo ο οποίος δύο χρόνια πριν είχε αποχωρήσει για δεύτερη φορά από τους SLAYER να αποτελεί την καλύτερη επιλογή. Ο ίδιος Dave Lombardo είχε δηλώσει πως τον ιντρίγκαρε το πιο pop background του Phillip Boa και το γεγονός πως θα συνεργαζόταν με νέους μουσικούς και θα έπαιζε μουσική που ήταν εκτός των μέχρι τότε ορίων του. Με τον Lombardo πλέον ως μέλος του επερχόμενου αυτού project ήταν αρκετά εύκολο για τον Phillip Boa να δεχτούν την πρότασή του μουσικοί όπως Gabby Abularach (CRO-MAGS),  Chuck Schuldiner (DEATH) και Mille Petrozza (KREATOR) ενώ είχε ενδιαφερθεί και ο Andreas Kisser αλλά δεν προλάβαινε λόγω φόρτου εργασίας με τους SEPULTURA. Κιθαρίστας και επίσης παραγωγός του δίσκου ήταν ο Waldemar Sorychta των Γερμανών techno-thrashers DESPAIR και γνωστός για τις παραγωγές τους σε άλμπουμ των UNLEASHED, TIAMAT και SAMAEL καθώς και αρκετών άλλων συγκροτημάτων τα επόμενα χρόνια, με το μπάσο να αναλαμβάνει ο Dave “Taif” Ball, συνεργάτης του Boa από τους VOODOOCLUB και για ένα φεγγάρι μέλος των KILLING JOKE.

Tο μουσικό ύφος του “Jesus killing machine” κινείται στα ευρύτερα όρια του πειραματικού post-thrash metal της εποχής με industrial προσμίξεις κι έναν ήχο όχι και τόσο μακρινό από αυτό που έκαναν λίγα χρόνια αργότερα οι KREATOR στο “Outcast” ή οι MORGOTH στο “Feel sorry for the fanatic”, με το χαρακτηριστικό κιθαριστικό παίξιμο του Sorychta και τη σχεδόν Trent Reznor χροιά του Boa στα φωνητικά να είναι αυτή που δέχτηκε την περισσότερη αρνητική κριτική τότε, με το καταιγιστικό παίξιμο του Lombardo να ξεχωρίζει καθώς και τα κιθαριστικά lead που ανταλλάσσουν οι Schudliner/Sorychta στο “Born bad and sliced”. H ανταπόκριση του άλμπουμ ήταν ικανοποιητική που ούτε οι ίδιοι δεν περίμεναν και με το video του “Killer patrol” να παίζεται στο “Headbangers Ball”, βγαίνουν σε περιοδεία στην κεντρική Ευρώπη, με τους Schuldiner και Petrozza να μην ακολουθούν και τον Phillip Boa να βγαίνει τη μία μέρα με τους VOODOOCLUB και την επομένη με τους VOODOOCULT. Από αυτό το βραχύβιο project που κατάφερε να κυκλοφορήσει μόλις άλλο ένα άλμπουμ την επόμενη χρονιά με τον Jim Martin των FAITH NO MORE στη κιθάρα και τον Markus Freiwald των DESPAIR πίσω από τα τύμπανα, και τον Tommy Vetterli των CORONER να εμφανίζεται σε κάποια live, κρατάμε φυσικά και τη συνάντηση του Waldemar Sorychta και του Dave Lombardo που οδήγησε στη δημιουργία των φοβερών GRIP INC.

Κώστας Αλατάς

 

WARRIOR SOUL- “Space age playboys” (Music For Nations)

Mετά από τέσσερα χρόνια και ισάριθμους φοβερούς δίσκους, η μπάντα θα βρεθεί σε κόντρα με την δισκογραφική τους εταιρία την Geffen, με αποτέλεσμα την λήξη της συνεργασίας τους. Το 1994 θα τους βρει σε περίοδο ανακατάταξης, από το παλιό line up, στο πλευρό του Κory Clarke υπάρχει μόνο ο μπασίστας Pete McClanahn, και θα προστεθούν ο κιθαρίστας Χ Factor (Alexander Arundel) και ο ντράμερ Scott Dubois.

Η μπάντα θα υπογράψει για την Ευρωπαϊκή αγορά στην Μusic For Nations η οποία και θα κυκλοφορήσει τον δίσκο στις 18 Ιουλίου. Να σημειωθεί ότι στην Αμερική το δίσκος κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά από την Mayhem Records με ένα κομμάτι επιπλέον (“Fightin’ the war”).

Αυτή η έντονη απογοήτευση προς την δισκογραφική βιομηχανία και το γεγονός ότι το όνειρο του Kory Clarke να τα καταφέρει να γίνει rock star δείχνει πλέον αδύνατο να πραγματοποιηθεί, μετατρέπεται σε οργή που αποτυπώνεται αυτούσια στις νέες συνθέσεις.

Ο πιο punk rock influenced δίσκος της μπάντας είναι ο συγκεκριμένος , γεγονός που φαίνεται πιο έντονα σε κομμάτια όπως το “Νο no no”, “Τelevison”, “The image” και “Rotten soul”.

Κατά τ’ άλλα εδώ βρίσκουμε “τυπικά” WARRIOR SOUL κομμάτια σαν το εναρκτήριο “Rocket engines” , “The drug”, “Let’s get wasted”, “I wanna get some”, “Generation graveyard” και “Star ride”. Εξαιρετικά κομμάτια πραγματικά, ο δίσκος δεν έχει ούτε ένα filler κομμάτι και πρόκειται για σπουδαία κυκλοφορία, ο τελευταίος φοβερός δίσκος της πρώτης περιόδου της μπάντας.

Με την κυκλοφορία του θα περιοδευόσουν στην Βρετανία με τους ΑLMIGHTY και θα κάνουν και μια περιοδεία μόνοι τους στον Νησί. Επίσης το ‘95 θα εμφανισθούν (μετά από πρόσκληση του Lars Ulrich) στο Dynamo Open Air και στο Μonsters Of Rock (με το ονειρεμένο billing να συμπληρώνουν οι ΜΕΤΑLLICA, SLAYER, COC, MACHINE HEAD, THERAPY?, SKIDROW, SLASH’S SNAKEPIT και WHITE ZOMBIE).

Στα τέλη του 1995 το lineup αυτό θα διασπαστεί και η διάλυση της μπάντας θα έρθει λίγο αργότερα. Ήταν το τέλος μιας μικρής αλλά ένδοξης πορείας που παρακαταθήκη της μας άφησε πέντε studio δίσκους και αρκετά singles που τα έχουμε στην καρδιά μας για να τα ακούμε για πάντα. O τίτλοs του δίσκου θα ονοματίσει το επόμενα χρόνια το επόμενο (βραχύβιο όμως και αυτό) project του Κory Clarke.

Όσοι με γνωρίζουν προσωπικά ξέρουν για την λατρεία που τρέφω για τους WARRIOS SOUL της πρώτης πενταετίας και την πλύση εγκεφάλου που έκανα σε γνωστούς και άγνωστους εκείνη την εποχή για αυτή την μπάντα. Επιπλέον αξίζει να σημειωθεί ότι το 2017 ο Lars Ulrich έδωσε μια λίστα στο Αμερικάνικο περιοδικό Rolling Stone με τα 15 αγαπημένα του hard rock και heavy metal albums και ένα από αυτά είναι το “Space age playboys”. Eπίσης το 2005 το γερμανικό Rock Hard το συμπερίλαβε ανάμεσα στα 500 καλύτερα metal albums όλων των εποχών.

Γιάννης Παπαευθυμίου

 

WICKED MARAYA – “Cycles” (Mausoleum)

Το κερδισμένο στοίχημα για την διαχρονικότητα ενός μουσικού έργου, απ’ όποιο μετερίζι και αν προέρχεται, σε όποιο κοινό κι αν απευθύνεται, έγκειται στο να μπορείς να το επισκέπτεσαι χρόνια μετά την επίσημη κυκλοφορία του και να σου προκαλεί ακριβώς τις ίδιες ανατριχίλες! Τα ρίγη συγκίνησης που είχες εντοπίσει ευθύς εξ’ αρχής με την πρώτη ακρόαση. Να σιγοτραγουδάς τα refrain, να σου έρχονται μονομιάς στο μυαλό riffs και μελωδίες, να γνωρίζεις πότε θα έρθει η κορύφωση , πότε θα “σκάσει” η κορώνα του τραγουδιστή, πότε θα μπει το solo… Και ούτω καθ’ εξής. Τότε, το υλικό κρίνεται απόλυτα επιτυχημένο στο crash test με τον πανδαμάτωρ χρόνο και εν πολλοίς δικαιώνει τις αρχικές μας εκτιμήσεις. Πάντοτε; Όχι βέβαια. Θα υπάρχουν και χτυπητές εξαιρέσεις, που για μία σειρά από λόγους, οι προτιμήσεις μας μεταβάλλονται και η κάψα της νιότης μας, η ανυπομονησία μας να ακούσουμε όσο το δυνατόν περισσότερη μουσική αποδεικνύεται πως υπερτιμήσαμε (ή και το αντίθετο) το υλικό ενός ή και περισσοτέρων συγκροτημάτων. Και σε ποιόν δεν έχει συμβεί άλλωστε;

Για το παρθενικό άλμπουμ των Αμερικανών WICKED MARAYA- ευτυχώς- ισχύει η πρώτη περίπτωση. Η αλήθεια είναι πως είχα πολλά χρόνια να ακούσω το “Cycles” αλλά χαίρομαι αφάνταστα που ευκαιρίας δοθείσης, με πλημμύρισαν εκ νέου τα ίδια συναισθήματα όπως την πρώτη φορά! Με τις πρώτες νότες του “Another day” οι θύμησες επανέρχονται μονομιάς και το άλμπουμ εξακολουθεί να ακούγεται τόσο φρέσκο και ζωντανό. Είναι κι αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ίδιου του κουιντέτου… Tα -δύσκολο να τα περιγράψεις- ιδιόμορφα φωνητικά του  Lou Falco, τα πάμπολλα ακουστικά σημεία στις κιθάρες των Iadevaio/Malsch που μπλέκονται σε θαυμαστή αρμονία με τις πιο δυναμικές στιγμές τους. Η διάθεση του σχήματος για πειραματισμό, να ξεφύγει από τα στενά όρια του US metal, να ανακαλύψει την γη της επαγγελίας σε πιο προοδευτικές φόρμες, όχι με την σπουδή των DREAM THEATER αλλά μέσω μιας διαδικασίας που δεν διστάζει να ενσωματώσει στοιχεία ακόμα και από τους ALICE IN CHAINS… Οι πιο σκοτεινές στιγμές των QUEENSRYCHE του “Rage for order”, οι SANCTUARY του “Into the mirror black”, δείχνουν να έχουν βρει αρκετό χώρο για εξερεύνηση σε μια πλειάδα εξαιρετικών συνθέσεων που διατρανώνουν τον οίστρο του σχήματος (“Resurrection”, “Face in the mirror”, “Watching over”, “Winter’s garden”, “The legacy”) που προσυπογράφουν ένα ακόμα ξεχασμένο διαμαντάκι των 90s! Η συνέχεια, δυστυχώς, δεν ήταν ανάλογη, αφού μετονομάστηκαν σε MARAYA και ηχογράφησαν δύο αισθητά κατώτερους δίσκους (“No hope for humanity” και “Counterculture”) πριν αποχωρήσουν και επανέλθουν το 2016 με το “Lifetime in hell”… Το νέο τους πόνημα δεν αναμένεται πριν το 2022 πάντως…

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

 

 

1 COMMENT

  1. ρε αθεοφοβε,

    κανεις 90s αφιερωμα τερμα υποκειμενικο αχταρμα λες και εισαι μπλογκ και οχι site αλλα εστω και ετσι,

    βαζεις 38000 δισκους και ξεχνας στο 1994 να αναφερεις STRATOVARIUS – DREAMSPACE?

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here