Αφιέρωμα στο 90s metal – 1996 Part 2

0
3254
1996-b-collage-e1676891879917.jpg












Δεύτερο μέρος παρουσίασης (με αλφαβητική σειρά) των σημαντικότερων κυκλοφοριών του 1996 στα πλαίσια του αφιερώματος στα 90s κι έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε για νέα σχήματα που ξεπήδησαν, για γκρουπ που ήταν στην ακμή τους, στην παρακμή τους, νέους αστέρες και σίγουρα για πολλούς κι ενδιαφέροντες δίσκους απ’ όλα τα ιδιώματα. Όρεξη να έχετε δηλαδή. Ας ξεκινήσουμε…

HEAVENS GATE – “Planet E.” (SPV)

Η διαδικασία δημιουργίας του “Planet E.” ήταν επίπονη για όλο το συγκρότημα. Στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν, χρειάστηκε συνειδητή προσπάθεια για να παραμείνουν μαζί και να επιχειρήσουν ακόμα ένα δισκογραφικό εγχείρημα. Οι τρεις προηγούμενοι δίσκοι, βοήθησαν τους HEAVENS GATE να διευρύνουν το κοινό τους και να δημιουργήσουν ένα σεβαστό όνομα, στην Ευρώπη, την Λατινική Αμερική και κυρίως την Άπω Ανατολή. Ως επιστέγασμα της πολύ καλής τους πορείας, είχε έρθει το “Live for sale!” μετά τις επιτυχημένες τους εμφανίσεις στην Ιαπωνία. Έτσι έκλεισε η πρώτη τους πενταετία, όμως οι βασικοί συνθέτες, είχαν διαφορετικές απόψεις για την πορεία που έπρεπε να πάρουν. Ο Rettke, ιδρυτής, συνθέτης των πιο κλασικών τους τραγουδιών και τραγουδιστής, ήθελε κλασικές power metal φόρμες. O Bilski, με το ένα πόδι στο κλασικό metal, αλλά με το αυτί του πάντα ανοιχτό σε σύγχρονες τάσεις, έψαχνε να προσθέσει μια πιο μοντέρνα χροιά και τέλος ο Paeth, ήθελε περισσότερους πειραματισμούς. Όπως καταλαβαίνετε, υπήρχαν αρκετές διαφωνίες κατά την σύνθεση, αλλά και την ηχογράφηση του άλμπουμ. Ευτυχώς, υπήρχε η άνεση χρόνου, αφού έγραφαν στα δικά τους Gate studios, που όμως προσέθεσε στην παράταση. Τελικά, το “Planet E.” θα εκθειαζόταν ως το πιο ώριμο, προοδευτικό και ολοκληρωμένο τους άλμπουμ, αλλά αυτό είχε και το κόστος του. Ο Manni Jordan, μαζί από την αρχή, θα άφηνε την θέση του μπάσου στον Robert Hunecke, χρόνια φίλου. Ο Robert, ένας ολοκληρωμένος που έπαιζε κιθάρα, μπάσο, φλάουτο, πλήκτρα, ακόμα και τύμπανα, προσέφερε περισσότερα στις ενορχηστρώσεις και μπορούσε να αποδώσει καλύτερα τα πιο πολύπλοκα μέρη που έγραφε ο Paeth. Στα δέκα τραγούδια που ηχογράφησαν, τα δύο είναι πετυχημένες διασκευές, αλλά το κάθε ένα από τα υπόλοιπα οκτώ, είναι αριστούργημα. Ξεκινώ αντίστροφα, με το 10άλεπτο έπος “Noah’s dream”, μια μοντέρνα εκδοχή του κατακλυσμού του Νώε, σε ένα πανέμορφο τραγούδι, κάτι νεωτεριστικό για τους HG, που όμως δεν κουράζει και ίσως να είναι το δικό τους “Bohemian rhapsody”. Μπορεί το power metal να ήταν οι ρίζες τους, κάτι το οποίο βρίσκουμε συχνά στο άλμπουμ (“Terminated world”, “Back from the dawn”, “Black religion”, “On the edge”) όμως για πρώτη φορά, είναι τόσο τεχνικά παιγμένο. Με μαεστρικό τρόπο, κάθε τραγούδι έχει μέσα τα δικά του προοδευτικά μέρη, δείχνοντας την πρόοδο των Γερμανών. Βέβαια, η progressive τάση, είναι πιο έντονη τόσο στο “Noah’s dream” όσο και στο φανταστικό “Planet earth”. Το ξαναλέω, πως το συγκεκριμένο είναι το κορυφαίο τους άλμπουμ, ακόμα και από την πλευρά της παραγωγής, κάτι που οφείλεται στην εμπειρία που είχε χτίσει πλέον ο Sascha Paeth. Κάθε στοιχείο του δίσκου δουλεύτηκε στον υπέρτατο βαθμό και γι’ αυτό ακουμπά το δεκαράκι, ακούγοντάς το ακόμα και τόσα χρόνια μετά.

Γιώργος “Kakoukakulinski” Κουκουλάκης

 

HELLOWEEN – “Time of the oath” (Raw Power)

Από το κατακριτέο “Chameleon” οι Γερμανοί έκαναν μια εκπληκτικά γρήγορη στροφή στο “Master of the rings” ένα χρόνο αργότερα και πλέον δεν περιμέναμε κάποια άσχημη έκπληξη, όταν ανακοίνωσαν το “The time of the oath”. Από τα σφυρίγματα, και την καταιγίδα του “We burn” καταλαβαίνει κανείς πως οι HELLOWEEN είχαν επιστρέψει ολοκληρωτικά. Ο Andi Deris, γνώριζε πού βρισκόταν, καλύτερα κι από αυτούς που τον προσέλαβαν. Δεν εξηγείται αλλιώς πώς έγραψε τόσο κλασικά HELLOWEEN τραγούδια. Μουσικά οι συνθέσεις χωρίστηκαν ανάμεσα σε αυτόν και τον Weikath, με τους Uli Kusch (τύμπανα) και Roland Grapow (κιθάρα) να έχουν μικρότερη συμμετοχή. Το έβδομο πόνημα από τις Κολοκύθες, αγαπήθηκε ακαριαία. Υπάρχει μεγάλη έμφαση στις δισολίες, την ταχύτητα και την τάση επιστροφής στο κλασικό τους ύφος, με τραγούδια όπως το “We burn”, “Steel tormentor”, “Power”, “Before the war” και “Kings will be kings” να το αποδεικνύουν αυτό. Όλα αυτά, διατηρούν την ποιότητα του Γερμανικού power metal, έτσι όπως το είχαν διδάξει οι ίδιοι και σε βάθος χρόνου, διατηρούν την αξία τους. Το άλμπουμ πατάει ανάμεσα στα “Keepers…” και το πιο πρόσφατο “Master of the rings”. Ακόμα και το εξώφυλλο, επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό, με τον “Keeper” να επιστρέφει. Αν υπάρχουν κάποιες παραφωνίες, αυτές είναι τα “Wake up the mountain” και “A million to one”, που παρεμπιπτόντως γράφτηκαν και τα δυο από τον ντράμερ. Δεν είναι άσχημα κομμάτια, απλά δεν κολλάνε στο γενικότερο πλαίσιο του “…oath” και πιστεύω συμπεριλήφθηκαν περισσότερο για διπλωματικούς σκοπούς. Επιβάλλεται μια αναφορά στο “Mission motherland” με το πιο κλασικό HELLOWEEN ριφ στην αρχή του (μετά το 1ο λεπτό της εισαγωγής), ένα τραγούδι το οποίο δεν χρειαζόταν να ξεχειλωθεί και να φτάσει τα 9 λεπτά, όμως εξακολουθεί να μου αρέσει. Σε πολλούς η προσθήκη του Deris από τους PINK CREAM 69, έδωσε μια πιο hard rock αίσθηση (βλ. “Anything my mama don’t like”, “Forever and one”, “If I knew”), ενώ η φωνή του που δεν φτάνει εξίσου ψηλά όσο του Kiske, δέχτηκε αρκετή κριτική. Βέβαια, πλέον όλοι διατυμπανίζουν ότι δίχως τον ξανθό, οι Κολοκύθες θα είχαν…. σαπίσει. Το “Time of the oath” είχε όλα τα στοιχεία που περιμένει ο πιο παραδοσιακός οπαδός των HELLOWEEN, επιβεβαιώνοντας την μουσική επιστροφή τους, που ξεκίνησε στο “Master of the rings”, όμως ταυτόχρονα, ξεκαθάριζε πως ήταν ένα σύγχρονο σχήμα, που πατούσε με μεγάλη αυτοπεποίθηση στα πόδια του, πειραματιζόταν προσεκτικά και μπορούσε να διατηρήσει τα σκήπτρα του στην Γερμανική/Ευρωπαϊκή power metal σκηνή.

Γιώργος “Tormentor” Κουκουλάκης

HUMAN CLAY – “Human clay” (Seagull)

Βρισκόμαστε στο 1996, λοιπόν, λίγο αφότου οι TALISMAN έχουν κυκλοφορήσει ένα απογοητευτικό άλμπουμ, το “Time”, για το οποίο το γκρουπ και η εταιρία του, ήταν δυσαρεστημένοι από τη μίξη, πήγε άσχημα στις πωλήσεις και δεν υποστηρίχτηκε καν από συναυλίες. Ο Jeff Scott Soto, προσπάθησε να βγάλει λεφτά δραστηριοποιώντας τους BOOGIE KNIGHTS (ένα σχήμα που έκανε διασκευές σε 70s και 80s τραγούδια), ο Fredεrik Akesson θέλησε να εξερευνήσει πιο metal μονοπάτια και απέμεινε μόνος του ο συγχωρεμένος Marcel Jacob να ψάχνει να δει τι θα κάνει. Βρήκε, λοιπόν, μερικά τραγούδια που δεν είχαν μπει σε δίσκους των TALISMAN και δημιούργησε τους HUMAN CLAY, που δεν ήταν άλλοι από εκείνον και τον Soto. Το ομώνυμο ντεμπούτο τους, είχε όλα τα συστατικά που μπορείτε να φανταστείτε. Δηλαδή, ορισμένες πραγματικά καλές συνθέσεις (διότι οι ακόμα και τα τραγούδια που άφηναν έξω από τους δίσκους τους οι TALISMAN στα ντουζένια τους, παραήταν καλά), μία συμμετοχή του Yngwie Malmsteen στο “Jealousy”, αλλά και αρκετές μετριότητες, ένα drum machine που τσακίζει κόκαλα και άθλια παραγωγή που σε σημεία είναι πάρα πολύ ενοχλητική. Αν ακούγοντας το τραγούδι “Holdin’ on”, σας έρθει στο μυαλό κάτι άλλο, αυτό είναι το “Body” από το “Truth” των TALISMAN. Μου έφαγε την ψυχή να θυμηθώ ποιο τραγούδι ήταν, αλλά τελικά το βρήκα. Είναι ουσιαστικά μία διασκευή ή επανεκτέλεση (όπως το δει κανείς), αλλά εγώ βρίσκω αρκετά καλύτερη εκείνη των TALISMAN. Μόνο για ιστορικούς λόγους και για όσους είναι συλλέκτες όσων έχει κάνει ο Jeff Scott Soto.

Σάκης Φράγκος

 

HYPOCRISY – “Abducted” (Nuclear Blast)

Μπορεί το melodic death metal να ορίστηκε, προσδιορίστηκε και εδραιώθηκε από 3 τιτάνιους δίσκους (από τους οποίους τον ένα θα δούμε παρακάτω στο αφιέρωμα, στο κείμενο για τους IN FLAMES), αλλά παράλληλα με αυτούς βγήκαν εκεί στα μέσα της δεκαετίας και ως το τέλος της, πάρα πολλά ακόμη σπουδαία άλμπουμ. Ένα από αυτά, είναι φυσικά το “Abducted” των HYPOCRISY, του θείου Peter. Βασικά όλα τα άλμπουμ των HYPOCRISY των 90s ανήκουν στα καλύτερα του είδους, αλλά εδώ μιλάμε για το “Abducted”. Κεσκεσέ “Abducted”; Και μόνο που έχει το “Roswell 47” μέσα, ένα από τα 10 κορυφαία “hits” του melodeath διαχρονικά, θα αρκούσε για να έχει θέση στο πάνθεον. Αλλά είναι πολλά περισσότερα από αυτό. Έχοντας ήδη πάρει νέα στροφή στον ήχο τους από το προηγούμενο άλμπουμ τους, το “The fourth dimension”, δύο χρόνια πριν, στο “Abducted” οι HYPOCRISY κάνουν έναν συνδυασμό που τους λειτούργησε τόσο καλά ώστε δεν τον ξαναπέτυχαν ποτέ σε τέτοιο επίπεδο. Πάντρεψαν το εμπορικό στοιχείο που ήδη είχε εμφανιστεί στη μουσική τους, αλλά εδώ το πήγαν πολύ παραπέρα, με το πιο καθαρό και old school death παρελθόν τους, έδωσαν ακόμη παραπάνω βάση στην ατμόσφαιρα και άλλαξαν το στυλ των φωνητικών, αφού εδώ, για πρώτη φορά στην ως τότε καριέρα τους, αυτά είναι πιο σκιστά, παρά brutal όπως τους είχαμε συνηθίσει. Όλα αυτά με τους όρους “melodic” και “dark” να σου έρχονται στο νου συνέχεια ακούγοντάς το. Γιατί η γενικότερη ατμόσφαιρα του δίσκου, είναι που το κάνει τόσο ιδιαίτερο στο τέλος της ημέρας. Κάτι σαν τους EDGE OF SANITY ένα πράγμα. Η “πρώτη μεριά” του άλμπουμ, απλά σκοτώνει και τα έχει όλα όσα είναι αυτός ο δίσκος. Το intro, το “Roswell 47”, το death metal με blackened στοιχεία ξυλίκι του “Killing art”, το πιο doom-οειδές “Arrival of the demons (part 2)”, το underdog “Buried” με τη groove-α του, το punk-ικό ομότιτλο, αλλά και το melodoom-death “Paradox” είναι ένα κι ένα. Κι η “δεύτερη” δεν πάει πίσω (έχει “Carved up” άλλωστε), απλά προς το τέλος η ατμόσφαιρα και η καλώς εννoούμενη “τρέλα” του θείου Peter παραγίνεται και είναι και συνεχόμενη. Να λέμε αλήθειες έχουμε πει όσο και αν μας ενοχλούν καμιά φορά. Αυτό όμως δεν αναιρεί πως μιλάμε για έναν πολύ μεγάλο δίσκο του melodic death metal από μία ιστορικότατη άλλωστε μπάντα. Στα μισά να τελείωνε, πάλι στο πάνθεον θα ήταν. Οπότε… MeloUFOiko death metal at it’s finest!

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

 

ICED EARTH – “The dark saga” (Century Media)

Όταν αναφερόμαστε σε οποιοδήποτε άλμπουμ και ιστορία που αφορά τους ICED EARTH και δη στην περίοδο από το “Horror show” και πίσω, τα πράγματα είναι λίγο έως πολύ γνωστά. Αξίζει όμως να υπενθυμίσουμε ορισμένα πράγματα που κάνουν το “The dark saga” ένα άλμπουμ-σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος. Και προφανώς σήμα κατατεθέν είναι και το “Night of the stormrider” όπως και το “Burnt offerings”. Το “The dark saga” όμως είναι η δισκογραφική δουλειά του Schaffer που έφερε την αλλαγή στον ήχο των ICED EARTH, σε μία πιο εμπορική και καλογυαλισμένη έκδοση του παρελθόντος. Εκεί που η επιθετική thrash διάθεση κάλπαζε πίσω από το Αμερικάνικο power metal, το “The dark saga” έφερε μία πιο heavy metal διάθεση, κρυμμένη πίσω από την σκοτεινή ατμόσφαιρα του άλμπουμ, αλλά με πιο απλές και βατές συνθέσεις. Εξίσου σημαντικό όμως με το μουσικό κομμάτι, είναι η θεματολογία του “The dark saga” και κατά πόσο αυτή εκφράστηκε μέσω της μουσικής και των στίχων, όπου το “The dark saga” εδώ έλαβε το απόλυτο άριστα. Ένα concept άλμπουμ βασισμένο στον comic ήρωα Spawn, αποδομένο με την μεγαλύτερη ακρίβεια, τόσο στα ιστορικά γεγονότα της ιστορίας που δημιούργησε ο Todd McFarlane, ο οποίος φιλοτέχνησε και το εξώφυλλο του δίσκου, όσο και στο να καταφέρει να μεταφέρει στον ακροατή συναισθήματα που τον κάνουν να νιώθει την τραγικότητα αυτού του χαρακτήρα στο έπακρο. Με εξαίρεση τα δύο τραγούδια “Depths of hell” και “Scarred” που υπολείπονται σε ποιότητα από τα υπόλοιπα, το “The dark saga” εμπεριέχει συνθέσεις που συγκλονίζουν. To “The dark saga” είναι ένας από τους λόγους που δημιουργήθηκε αυτή η αγάπη από το κοινό της χώρας μας στα τέλη των 90s και επειδή στο τέλος μετράει η μουσική, αλλοίμονο να μην εκθειάσουμε ένα άλμπουμ επειδή άλλαξε ρότα από ένα εκπληκτικό μουσικό παρελθόν.

Δημήτρης Μπούκης

 

IN FLAMES – “The jester race” (Nuclear Blast)

Εντάξει. Θα είμαι ειλικρινής και θα προσπαθήσω όσο μπορώ να κρύψω τον απόλυτο fanboy-ισμό μου για αυτό το άλμπουμ. Δεν μπορώ είναι η αλήθεια, αλλά θα το δοκιμάσω. Αλλά ρε γαμώτο, όταν από τα 15 σου και την πρώτη φορά που έσκασε στα αυτάκια σου αυτό το μαγικό intro του “Moonshield” και μετά μπήκαν οι μελωδιάρες “σκάλωσες” χωρίς επιστροφή και 27 (ω να σου…) χρόνια μετά, νιώθεις το ίδιος δέος ακούγοντάς το, πως να είσαι συγκρατημένος; Το ένα από τα τρία άλμπουμ της Αγίας Τριάδας του melodic death metal (μην ξαναλέμε τα άλλα δύο, τα ξέρουμε… αν όχι, προπαίδεια melodic death metal Σουηδικής προέλευσης άμεσα) και η προσωπική μου μέγιστη αδυναμία από τα τρία.

Οι τύποι ήταν προκλητικοί τότε! Νεανική άγνοια κινδύνου που λέμε, νεανική ανεμελιά, σε συνδυασμό με τρομερό ταλέντο, γιατί όλα αυτά πρέπει να ευθυγραμμιστούν για να ξεκινάς τέτοιο δίσκο με “Moondance” (με αυτό το intro και την εξέλιξη σε mid tempo άσμα), καπάκια ένα από τα καλύτερα (στο χαλαρό) instrumentals του heavy metal γενικότερα, το ΛΑΤΡΕΜΕΝΟ “The jester’s dance” και καπάκια μία hit-άρα του melodic death metal, το “Artifacts of the black rain”. Και με τρία τραγούδια να έχεις πιάσει τα πάντα στο melodic death metal και να αποτελείς πλέον (χωρίς να το ξέρεις ακόμα φυσικά) οδηγό για πάμπολλες μπάντες που ακολούθησαν. Κεραμίδα ακριβώς δεν ήταν, αφού σημάδια είχαν δείξει στο “Lunar strain”. Όμως η μουσική ωρίμανση και η απόκτηση παντελώς προσωπικού ήχου σε μόλις δύο χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, ήταν εντυπωσιακή. Τα πάντα είναι προς τα πάνω σε μεγάλο βαθμό. Μουσικά, καλλιτεχνικά (ε, Andreas Marshall είναι αυτός!), παραγωγικά, όλα αναβαθμισμένα και εξαιρετικά. Με τον Anders Friden πλέον τραγουδιστή (και όχι πλέον τον λατρεμένο Mikael Stanne, αφού έγινε η “ανταλλαγή”), τον Bjorn Gelotte να αναλαμβάνει τόσο την κιθάρα (σε αυτόν το δίσκο είχαν τρεις παρακαλώ κιθαρίστες, αφού παρέμεινε και ο Glenn Ljungstrom) όσο και συνθετικά δίπλα στον lead-master Jesper Stromblad, αλλά και τα τύμπανα του άλμπουμ, οι IN FLAMES γίνονται πιο πάντα και αρχίζουν να βρίσκουν τελείως χαρακτήρα. Είχαν και τον Niklas Sundin (να πάλι οι DARK TRANQUILLITY) να υπογράφει τους στίχους τους (στο ντεμπούτο τους, τους είχε γράψει ο Stanne). Για κομμάτια τι να πούμε; Πραγματικά. Βρείτε μου ένα αδιάφορο. Ένα αδύναμο. Ένα filler. Είμαστε σοβαροί; Το καλύτερο είναι ότι το κάθε ένα έχει το δικό του χαρακτήρα, δεν υπάρχουν ίδια τραγούδια και όλα μα όλα είναι τίγκα στα φοβερά leads. Αυτό που τους έκανε κάποτε τεράστιους και αυτό που έλειψε τα τελευταία πολλά χρόνια από πολλούς από εμάς από αυτή τη μπάντα. Όλα έχουν κάτι άλλο να σου πουν και όλα έχουν κάτι που hook-άρει. Τόσο απλά και όσο γίνεται πιο αντικειμενικά. Γιατί υποκειμενικά μιλάμε για 100/10 σε αυτόν το δίσκο. Μα όχι, πείτε μου μία μπάντα που να της έδινες 3-4 τραγούδια μόνο, ας πούμε τα “The jester race” (ΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΡΑΨΑΤΕ), “Artifacts”, “Lord hypnos” και “Dead God in me” (βάλτε όποια θέλετε και αφήνω απ’ έξω “Moonshield” και “The jester’s dance”) και δεν θα χοροπήδαγε και θα έλεγε ότι έβγαλε δισκάρα και δικαίως. Διαμάντι του melodic death metal, τοτέμ, της μελωδίας το ανάγνωσμα, δισκάρα, πάνθεον των 90s γενικότερα και ακόμα και σήμερα, ΧΑΛΑΡΑ στα κορυφαία άλμπουμ των IN FLAMES. Προσωπικά το πλέον αγαπημένο (δεν θα μπω στη διαδικασία καλύτερου για να μην διαφωνούμε επ’ αόριστον). Απόλυτα ολοκληρωμένος και ποικίλος melodic death metal ογκόλιθος. Βάλτε και το “Black-ash inheritance” στο καπάκι και ας βγήκε την επόμενη χρονιά, μην χαθούν τα “Goliaths” και “Gyroscope”. Πλούσια σε κάναμε ρε Blast τότε!

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

KATATONIA – “Brave murder day” (Avantgarde music)

27 χρόνια πέρασαν από το τελευταίο ακραίο άλμπουμ των αγαπημένων βασιλιάδων της μελαγχολίας KATATONIA, “Brave murder day”. Σε σχέση με το full length ντεμπούτο τους, “Dance of December souls”, προχώρησαν σε σημαντικές αλλαγές στο line up. Αποχώρησε ο Israphel Wing (κατά κόσμον Guillaume Le Huche) και το μπάσο ανέλαβε ο Anders, ενώ προστέθηκε και 2η κιθάρα με τον Fredrik Norrman (OCTOBER TIDE) να μπαίνει στη μπάντα, στην οποία έμελλε να  μείνει για πάρα πολλά χρόνια. Βέβαια, αν και ποτέ δε μπήκε σαν μόνιμο μέλος στους Σουηδούς, το μεγάλο όνομα που ανέλαβε τα φωνητικά ήταν ο γνωστός μας Mikael Åkerfeldt (OPETH), όντας αδερφικός φίλος του Jonas, ο οποίος είχε πάθει ζημιά στα φωνητικά του μετά το ντεμπούτο.

To “Brave murder day” ήταν πολύ διαφορετικό από το ντεμπούτο τους, εξαφανίζοντας ότι στοιχείο black metal υπήρχε στο παρελθόν, το οποίο εκφραζόταν κυρίως από τα φωνητικά του Jonas. Τα χαρακτηριστικά death metal φωνητικά του Åkerfeldt δίνουν διαφορετικό ύφος στον ήχο τους, ενώ και μουσικά υπάρχουν αρκετές διαφορές. Αυτές είναι η διαφορετική πιο heavy παραμόρφωση, τα πιο «κοφτά» riffs, και οι απουσία πλήκτρων, που χρησιμοποιούσαν αρκετά στο “Dance of December souls”. Ο Jonas δεν παράτησε τελείως τα φωνητικά, αφού στο 3ο κατά σειρά τραγούδι “Day” μας δείχνει ψήγματα των καθαρών φωνητικών του, τα οποία τόσο εξελίχθηκαν στη πορεία. Για το “Brave murder day” πάντα υπήρχαν παράπονα για τη «πλαστική» παραγωγή του, ωστόσο, έμεινε στην ιστορία για τον χαρακτηριστικό του ήχο. Πρόκειται για έναν δίσκο, που επηρέασε ένα μεγάλο φάσμα του ακραίου doom/death ήχου, ακόμα και τους ίδιους τους OPETH, που τόσο γιγαντώθηκαν τα χρόνια που ακολούθησαν.

Παρόλο που κοντεύουν τρεις δεκαετίες από τη κυκλοφορία του, εξακολουθεί να είναι από τα αγαπημένα άλμπουμ των οπαδών και μη της μπάντας, και τραγούδια όπως το “Brave” και το “Murder” είναι στις top επιλογές σαν μονάδες, από τη καριέρα της μπάντας. Ο κύκλος του “Brave murder day” ολοκληρώθηκε ένα χρόνο μετά, με το καλύτερο κατ’ εμέ EP όλων των εποχών, “Sounds of decay”, στο ίδιο ακριβώς ύφος.

Γιώργος Δρογγίτης

 

KING DIAMOND – “The graveyard” (Massacre)

Μια ώρα πήρε το 1996 στον Kim Bendix Petersen, για να εξιστορήσει μιαν ακόμη υπέροχη, γοτθική ιστορία τρόμου, με πρωταγωνιστές τον ίδιον, τον διεφθαρμένο, διεστραμμένο και ανήθικο δήμαρχο McKenzie και την κόρη του, Lucy με τις σκηνές να διαδραματίζονται στο σανατόριο του Black Hill και στο νεκροταφείο της πόλης. Δύσκολο σχετικά με τις προηγούμενες δουλειές του, πολύ σκοτεινό, με μια συνεχή doom ατμόσφαιρα και κινούμενο σε αργές ταχύτητες, το “The graveyard” ούτε την εποχή της κυκλοφορίας του είχε καθολική αποδοχή, ούτε τώρα έχει, τόσα χρόνια μετά κι ας τα πήγε καλά, εμπορικά (άλλωστε αυτή είναι μια λεπτομέρεια που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα πάντοτε). Θεωρείται από άλλους ως το υποτιμημένο αριστούργημα του «Βασιλιά» και από άλλους ως ένα βαρετό και «βαρυφορτωμένο» album. Επί προσωπικού, έχω μια ιδιαίτερη, «ζεστή» σχέση με το «Νεκροταφείο» του King Diamond, γιατί ήταν το πρώτο του album που πέτυχα σε πραγματικό χρόνο. Αλλά δεν ήταν αυτό που με έκανε να το αγαπήσω, διότι δεν ήμουν ποτέ ένας από αυτούς που «αγωνίζονταν» να τους αρέσει ένα album-τραγωδία, μόνο και μόνο επειδή το αγόρασαν, όπως εξιστόρησε ο Σάκης Φράγκος σε ένα τελευταίο podcast. Αν ήταν μάπα ήταν, πάει και τελείωσε. Για μένα λοιπόν, το “The graveyard” μόνο «μάπα» δεν ήταν. Μάλιστα, αν εξαιρέσω την πρώτη πεντάδα η οποία είναι άχαστη και πήγε τον αγαπημένο μας καλλιτέχνη «τραίνο», τούτο δω είναι το δισκάκι που θα ακούσω συχνότερα, όλα αυτά τα χρόνια. Θεωρώ πως έχει εξαιρετικά, άκρως θεατρικά τραγούδια και το μοναδικό του μειονέκτημα, για κάποιους, ίσως είναι πως ποντάρει περισσότερο από κάθε άλλο KD album ως τότε, στην ατμόσφαιρα και στις αλλόκοτες ερμηνείες του τραγουδιστή κι όχι στο riff. Αλλά, μουσική με τα αυτιά δεν ακούμε; Δεν ακούμε με τον σβέρκο. Έτσι δεν είναι; “Sleep tight little baby, sleep tight below the ground… nowhere to run around”.

Δημήτρης Τσέλλος

 

KORN – “Life is Peachy” (Epic)

Σε ένα δίσκο που ξεκινάει τόσο απροσδόκητα όσο το “Life is Peachy” με το “Twist”, περιμένεις να ακούσεις τα πάντα. Και κάπως έτσι συμβαίνει τελικά με τον δεύτερο δίσκο των KORN, ο οποίος, σε αντίθεση με το ομώνυμο ντεμπούτο τους που δημιούργησε τεράστιο ντόρο γύρω από το όνομα τους και προετοιμαζόταν για χρόνια, αυτό γράφτηκε, εκτελέστηκε και κυκλοφόρησε στην αγορά μέσα σε μόλις μερικές εβδομάδες.  

Μ’ ένα τείχος από εναλλακτικές heavy κιθάρες, πολλές rap kαι hip hop επιρροές, alternative rock δομές, χύμα αλλά δυνατή παραγωγή και τον επιθετικό χαρακτηριστικό τους ήχο, οι KORN στο δεύτερο δίσκο τα κατάφεραν μια χαρά, αφού χωρίς να χάσουν καθόλου από την αυθεντικότητα και τη δυναμική της πρωτοεμφανιζόμενης μπάντας που έδειξαν στο ντεμπούτο τους, συνέχισαν με έναν πιο ευθύ και άμεσο δίσκο γεμάτο φρέσκιες ιδέες που συντέλεσαν στην δημιουργία του nu metal κύματος και τους έκαναν διάσημους στο ευρύ  mainstream rock κοινό.

Στην ποιότητα του δίσκου φυσικά μεγάλο ρόλο έπαιξαν για ακόμη μια φορά τα χαρακτηριστικά φωνητικά του Jonathan Davis. Δεν έχει νόημα να σταθούμε σε συγκεκριμένα τραγούδια, νομίζω πάντως ότι μέχρι και σήμερα τα “Chi”, “Good God”και “A.D.I.D.A.S” ξεχωρίζουν, ο αριθμός των plays στο Spotify συνηγορεί προς αυτό. Σε όλη τη διάρκεια του album οι “εξάρσεις” είναι ισορροπημένες με τις πιο ήρεμες και mainstream στιγμές ώστε να ανοίξουν όσο πιο πολύ γινόταν το κοινό τους, κάτι βέβαια συνηθισμένο σε όλες της μεγάλες nu metal κυκλοφορίες της εποχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ιδέες που ακούμε στο “Life is Peachy” αποτελούν προϊόν ομαδικής συνεργασίας εντός της μπάντας, καθώς και το ότι δεν υπήρχε καθόλου έτοιμο υλικό από πριν, όλες οι συνθέσεις γράφτηκαν εκείνη ακριβώς την περίοδο.

Σε καμία περίπτωση (ούτε καν) το “Life is Peachy” δεν συγκαταλέγεται κατά τη γνώμη μου στους καλύτερους δίσκους των KORN, όμως αναγνωρίζουμε ότι για την περίοδο ειδικά που κυκλοφόρησε μετά από μια τεράστια περιοδεία, και την έντονη και ξαφνική επιτυχία που ήδη απολάμβαναν, αποτέλεσε ένα σωστό βήμα προς την άνοδο της καριέρας του Αμερικάνικου συγκροτήματος.

Δημήτρης Μελίδης

LABYRINTH – “No limits” (Underground Symphony)

Η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών του power metal μόλις ακούνε τη λέξη LABYRINTH ο νους τους πάει αμέσως στο (υπερεπιτυχημένο) δεύτερο album τους “Return to heaven denied”, αδικώντας έτσι κάπως το εκπληκτικό ντεμπούτο τους “No limits” στο οποίο οι Ιταλοί power/prog metallers παραδίδουν σεμινάρια του πως πρέπει να παίζεται το έντεχνο power metal.

Φιλτράροντας επιρροές από HELLOWEEN, STRATOVARIUS, DREAM THEATER και FATES WARNING και με την τεράστια ώθηση που έδινε η φωνή κάποιου “Joe Terry” ο οποίος δεν είναι άλλος από τον τραγουδιστή των RHAPSODY, Fabio Lione, ο Olaf Thorsen και η παρέα του μεγαλουργούν. Κάθε σύνθεση του “No limits” περιέχει φαντασμαγορικές, υπέροχες, λυρικές στιγμές πομπώδους, μελωδικού όσο δεν πάει, καλοπαιγμένου ευρωπαϊκού power metal με prog κατεύθυνση και επιρροές (με την 90s ορολογία του όρου), χαρίζοντας μας τραγουδάρες όπως την τριπλέτα “Mortal sin”, “Midnight resistance” και “Dreamland” που ανοίγει τον δίσκο, την χιτάρα “Piece of time”, το ξέφρενο power/prog διαμάντι “In the shade” και άλλα τόσα ακόμα αριστουργηματικά κομμάτια που κοσμούν το “No limits” (προσωπικά αγαπημένα τα “Time has come” και “Looking for…”) 

Ο δίσκος είναι γεμάτος από όλες τις σωστές αναφορές του είδους και κάνει κλικ σε όλα τα κουτάκια: τα φωνητικά είναι world-class, οι μελωδίες προσεγμένες και πιασάρικες, το παίξιμο εξόχως αριστοτεχνικό αλλά και ουσιαστικό, η παραγωγή μεστή και καθαρή, η διάρκεια του δίσκου χορταστική και το εξώφυλλο υπέροχο, σοβαρό και sci-fi oriented που φέρνει στο μυαλό την τεχνοτροπία των σπουδαίων εξωφύλλων των CRIMSON GLORY ή των early STRATOVARIUS.

Σημαντικός ο ρόλος των πλήκτρων στο τελικό αποτέλεσμα, που άλλοτε πρωταγωνιστούν ως lead όργανο στα intros, άλλοτε συνοδεύουν διακριτικά τις κιθάρες. Καθώς ξαναθυμάμαι το album, τι να πω για το “The right sign” που ξεκινά σαν “μπιτάκι” της εποχής και καταλήγει prog/power έπος; Να πω ότι όταν τα έκαναν αυτά οι LABYRINTH κάπου τα πήρε το αυτί του μεγάλου Kai Hansen και πήρε ιδέες για μεταγενέστερα hit της μεσαίας περιόδου GAMMA RAY; Γενικά η σπουδαία σημασία και προσφορά του Ιταλικού συγκροτήματος ξεχάστηκε κάπως με τα χρόνια, ίσως επειδή η είσοδος των RHAPSODY που ακολούθησε επισκίασε τα πάντα, ίσως επειδή το συγκρότημα στη συνέχεια έκανε μερικές λάθος επιλογές, πάντως σε κάθε περίπτωση δεν νοείται οπαδός της Ευρωπαϊκής Σχολής του power metal να μην έχει στην κατοχή του ή στις λίστες του το εκπληκτικό “No limits”, δηλαδή ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα όλων των εποχών της σκηνής. 

Δημήτρης Μελίδης

LANFEAR – “Towers” (Self released)
Είμαι απόλυτα σίγουρος πως στην πλειοψηφία των αναγνωστών του Rock Hard, όπως και κάθε άλλου ελληνικού Μέσου εν έτει 2023, για να είμαι ειλικρινής, τα ονόματα των Jürgen “General” Schrank (τύμπανα), Markus “Ulle” Ullrich (κιθάρες), Alexander Palma (μπάσο) και Stefan Zörner (φωνητικά, πλήκτρα) είναι παντελώς άγνωστα. Και να είσαι πεπεισμένος πως χαίρομαι πολύ, αν αυτήν την στιγμή που με διαβάζεις, με «λούζεις» με «κοσμητικές» φράσεις τύπου «όταν είχα παραγγείλει εγώ το ‘Towers’ από τη μπάντα, εσύ ανακάλυπτες τους BLIND GUARDIAN, βυζανιάρικο». Progressive metal από την Γερμανία των 90s λοιπόν, άρα μιλάμε για ποιοτικό άκουσμα, εκ των πραγμάτων και εκ των προτέρων. Τούτο το κουαρτέτο, πήρε το όνομά του από έναν χαρακτήρα του “Wheel of Time” του Robert Jordan και σχηματίστηκε το 1993, για να κυκλοφορήσει, έναν χρόνο αργότερα, το πρώτο και μοναδικό, ομώνυμο demo του. Η μέχρι το 2020 πορεία του, όπου και επήλθε η διάλυση, ήταν αξιολογότατη και το “Towers” ήταν το παρθενικό της βήμα. Η φτωχή παραγωγή και τα αδύναμα φωνητικά, δε μπορούσαν να κρύψουν τις μεγάλες δυνατότητες της μπάντας, που έπαιζε ένα υπέροχο, ατμοσφαιρικό, λυρικό και ενίοτε θεατρικό/κινηματογραφικό progressive, το οποίο δεν στερείτο επ’ ουδενί δυναμισμού και προς τιμήν του, απείχε από το σύνδρομο «θέλω κι εγώ να γίνω DREAM THEATER, μαμά!». Πέραν ανάλογων συγκροτημάτων της γερμανικής σκηνής, οι LANFEAR θυμίζουν εδώ σχήματα όπως οι Ιταλοί TIME MACHINE (θα τους δεις στο επόμενο μέρος του αφιερώματος) και οι Βραζιλιάνοι ANGRA, τους δεύτερους εννοείται στις προοδευτικές τους στιγμές. Τέλος, δε ξέρω αν αυτό που θα σημειώσω αποτελεί κάποιου είδους extra επιχείρημα, αλλά το καταληκτικό, 15λεπτο ομώνυμο κομμάτι, το θεωρώ δεδομένο, σε κάθε prog συλλογή που σέβεται τον εαυτό της. Obscure, cult, underground, underrated, όπως θες πες το, αλλά το “Towers”, που επανακυκλοφόρησε από την Urwerk Records υπό τον τίτλο “Towers οf February” και με διαφορετικό artwork, τον Απρίλιο του 1997, είναι μια πραγματικά πολύ ωραία δουλειά.

Δημήτρης Τσέλλος

LETHAL – “Poison seed” (Massacre)

Με το “γύρισμα” της δεκαετίας, οι εξ Αμερικής εκπρόσωποι του heavy metal, αίφνης βρέθηκαν σε ανισορροπία. Η εποχή που ακόμα και το κάθε συνοικιακό group από την μέση στου πουθενά είχε την πολυτέλεια της ηχογράφησης αν μη τι άλλο ενός αξιοπρεπούς demo, φαίνεται να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Εκεί στην αυγή των 90s όμως οι LETHAL του ντεμπούτου τους “Programmed” έγραψαν μία από τις πιο χρυσές σελίδες του power/progressive metal, επιτρέψτε μου τον χαρακτηρισμό, σε παγκόσμιο επίπεδο. Με απλά QUEENSRYCHEικά “δάνεια” (ελέω ερμηνείας Mallicoat – και όχι μόνο), φρενιασμένα κιθαριστικά και rhythm section σκέτο οδοστρωτήρα, μας έδωσαν την αίσθηση πως η ορμητικότητα των 80s  εκτός από συνέπεια θα είχε και διάρκεια… Φρούδες ελπίδες. Για τους οπαδούς, για την μουσική, για τους LETHAL εν προκειμένω… Δεν μπορεί να εξηγηθεί με άλλα λόγια η ολοκληρωτική μεταστροφή τους στο δεύτερο άλμπουμ που κυκλοφόρησε από την γερμανική Massacre Records σχεδόν έξι χρόνια αργότερα.

Επιμεταλλωμένο grunge δίχως την παραμικρή αμφιβολία, με τις επιρροές από την σκηνή του Seattle να υπερκαλύπτουν σχεδόν τα πάντα. Και έναν Mallicoat να παραπέμπει ευθέως στον αδικοχαμένο Layne Stanley των ALICE IN CHAINS, “καπελώνοντας” εμφατικά τις Tate τσιρίδες του… Θαρρώ πως είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε πως οι Αμερικανοί metallers ένιωσαν πως η μέχρι πρότινος ηχητική τους κατεύθυνση δεν ήταν εκείνη που θα τους χάριζε αναγνωρισιμότητα και εμπορική καταξίωση, κυρίως γιατί η ίδια η μουσική βιομηχανία είχε ήδη ανακαλύψει τους νέους της ήρωες, με αποτέλεσμα να γυρίσει την πλάτη σε όσους “επέμεναν” να υιοθετήσουν τη νοοτροπία και την συλλογιστική του παρελθόντος. Είναι κρίμα από τον Θεό… Το “Poison seed” συνιστά το κύκνειο άσμα για τους LETHAL και στα μάτια μου δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από ένα σετ συνθέσεων που προσυπογράφει την συνθετική καθίζηση τους. Δεν θα είχα το παραμικρό πρόβλημα αν κυκλοφορούσε υπό άλλο όνομα. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, και με βάση όλες τις προσδοκίες που καλλιέργησε ο προκάτοχός του, αναφερόμαστε σε μία από τις πιο αποτυχημένες δισκογραφικές απόπειρες που ακολούθησαν ένα εξαιρετικό ντεμπούτο. Απογοήτευση στο maximum….

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

LEVIATHAN – “Riddles, questions, poetry & outrage” (Century Media)

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό του κιθαρίστα John Lutzow όταν μετά από ένα εξαιρετικά επιτυχημένο full length ντεμπούτο (βλ. “Deepest secrets beneath”) αποφασίζει να αλλάξει τα 3/5 του line up με αποτέλεσμα οι Derek Blake (μπάσο), Trevor Helfer (τύμπανα) και Jeff Ward (φωνητικά) να πάρουν τις θέσεις τους προκειμένου μαζί με τον δεύτερο κιθαρίστα Ronnie Skeen να ηχογραφήσουν το δεύτερο άλμπουμ των Αμερικανών progressive metallers. Σε μία αρκετά ευνοϊκή για το ιδίωμα περίοδο, όπου η επιτυχία των DREAM THEATER (κυρίως) έφερε στο προσκήνιο νέες μουσικές δυνάμεις που έλκονταν από το λεγόμενο “ξεχείλωμα” της διάρκειας των κομματιών, την λατρεία για το prog rock των 70s αλλά δίχως να επιδιώκουν να απωλέσουν το μεταλλικό τους υπόβαθρο, οι LEVIATHAN χτίζουν το δικό τους οικοδόμημα με αργά αλλά σταθερά βήματα. Η νέα μορφή τους, όπως και ήταν απολύτως λογικό χρειάστηκε μια εύλογη μεταβατική περίοδο προκειμένου να δείξει τις δυνατότητες της, ουσιαστικά όμως οι υποσχέσεις έμειναν ανεκπλήρωτες μιας και η έλευση του Ward πίσω από το μικρόφωνο τους αποστέρησε ένα σεβαστό μέρος της δυναμικής τους…

Και το γράφει ένας άνθρωπος που το σοκ της ακρόασης του ομώνυμου EP στάθηκε πρακτικά αδύνατο να ξεπεραστεί ενώ και το πρώτο τους άλμπουμ διέθετε όλα εκείνα τα συστατικά που θα έφερναν τους LEVIATHAN ακόμα πιο κοντά στην καταξίωση τους, τουλάχιστον στα πλαίσια του ήχου τους. Για να μην παρεξηγηθώ. Το “Riddles…” είναι ένα δημιούργημα που ακόμα στις ημέρες μας στέκεται με περίσσια αξιοπρέπεια και φυσικά εύκολα εντοπίζονται στιγμές που “χαζεύεις” με την τεχνική, το συναίσθημα και τον λυρισμό που έχει ως κύριο εκφραστή τα κιθαριστικά του διδύμου Lutzow/Skeen αλλά και τα τύμπανα του Helfer. “Census of stars”, “Mindless game control”, “Pages of time”, “Confusion”, “Don’t look at me ”, αναφανδόν οι κορυφαίες εξ αυτών, με τα υπόλοιπα να μην προσφέρουν τα αναμενόμενα στην συνεκτικότητα του άλμπουμ. Ο λόγος ακούει στο όνομα του Jeff Ward που εκτός του ότι η φωνή του είναι αισθητά πιο αδύναμη από τους προκατόχους του, δείχνει ότι ειδικότερα στις πιο αισθαντικές/μελωδικές στιγμές του σχήματος όπως τα “Are first loves forgotten” και “Passion above all else” (αμφότερες συνθέσεις του Lutzow), δεν μπορεί να ανταποκριθεί με επιτυχία, αφαιρώντας κατ’ αυτό τον τρόπο πολύτιμους πόντους από το συνολικό αποτέλεσμα. Απουσιάζει η ένταση, το πάθος δείχνει να τιθασεύεται δίχως προφανή λόγο… Δεν ξέρω… Ίσως είμαι υπερβολικός αλλά ο Ward στα μάτια μου αποστερεί από το “RQP&O” την δυνατότητα να ακουστεί σε μια πιο ευρεία ομάδα ακροατών πέρα από τους “σεσημασμένους” progsters…

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

LIMBONIC ART – “Moon in the Scorpio” (Nocturnal Art Productions)

Όποιος πιστεύει ότι αυτή η μουσική δεν είναι αρκετά ακραία για Black Metal, δίνοντας βάση κυρίως στην βαριά χρήση των πλήκτρων και των συνθεσάιζερ, απλά χρειάζεται να δυναμώσει περισσότερο την ένταση. Η τρομερή δύναμη τόσων πολλών δυνατών πλήκτρων, είναι πιο extreme από πολλές βαριές κατ’ όνομα μόνο κιθάρες. Πολλά Black Metal άλμπουμ τα οποία χαίρουν υψηλής εκτίμησης είχαν πάντα κάποια σχέση με κάποιο αρχαίο θέμα της καταστροφής, του θανάτου. Πράγματα όπως ο Αρμαγεδδών, τα τελετουργικά, ο τρόμος της μάχης. Το “Moon in the Scorpio” το ντεμπούτο άλμπουμ των LIMBONIC ART, έδινε πάντα την εντύπωση της εμπειρίας της Κόλασης. Ο κόσμος των καταραμένων, ιδιαίτερα όπως ζωγραφίστηκε από τον μεσαιωνικό καλλιτέχνη Jan van Eyck. Σε ταξιδεύει στη σκοτεινή πλευρά της ψυχής, στη μιζέρια και την απέχθεια που προήλθε από τη θέληση της να αψηφήσει κανόνες και να κινηθεί ενάντια στην τάξη του κόσμου ακολουθώντας τα αρχέγονα ένστικτά της. Για καλό ή κακό.

Όχι, δεν είναι ένα πολύ γρήγορο άλμπουμ με τόνους blastbeat, αλλά κρατά το ενδιαφέρον του ακροατή αμείωτο. Οι LIMBONIC ART δεν φοβόταν να κάνουν ότι ήθελαν με τη μουσική τους. Είναι ένα διαφορετικό συμφωνικό Black Metal άλμπουμ, στοιχειωμένο, κακό. Πολλά συγκροτήματα προσπάθησαν ανεπιτυχώς να μιμηθούν την τεχνική τους (ίσως και οι ίδιοι στην πορεία), αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν ότι έκανε η έμπνευση των Morpheus και Daemon σε έναν συμφωνικό δίσκο, που μόνο με το “Anthems to welkin at dusk” των τεράστιων EMPEROR μπορεί να συγκριθεί.

Μελωδικό, βάναυσο, άρρωστο, ορχηστρικό, συγκινητικό, σκοτεινό, γοτθικό, μανιασμένο… αυτές είναι μόνο μερικές από τις  λέξεις που μπορούν να περιγράψουν αυτό το άλμπουμ. Μια πολύ δυνατή κυκλοφορία από αυτούς τους μαέστρους του συμφωνικού Βlack Μetal.

Φανούρης Εξηνταβελόνης

MANOWAR – “Louder than Hell” (Geffen)

Όλη η Ελλάδα (που άκουγε metal βέβαια), περίμενε αυτή την κυκλοφορία. Οι μισοί από εμάς για να το κράξουμε και οι άλλοι μισοί για να αποδείξουμε ότι οι Αμερικάνοι πατέρες του epic metal θα επέστρεφαν για να εξαφανίσουν όσους τους έκραζαν. Άλλωστε το 1996, η μόνη πληροφόρηση ήταν από το ραδιόφωνο και από περιοδικά, οπότε βλέποντας το εξώφυλλο του Ken Kelly για άλλη μια φορά και μαθαίνοντας για την επιστροφή του Scott Columbus υπήρχε θετική προδιάθεση και οι οπαδοί των MANOWAR το είχαν ήδη ανακηρύξει ως το καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς, πριν καν το ακούσουν. Τα τέσσερα ακριβώς χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από το “Triumph of steel”, τους είχαν φέρει στη χώρα μας για κάποιες ιστορικές εμφανίσεις, τους είχαν καθιερώσει στην κεντρική Ευρώπη ως ένα από τα μεγάλα συναυλιακά ονόματα, ενώ εμπορικά βρισκόταν σε ένα από τα καλύτερά τους σημεία, παρόλο που το κλασικό metal είχε αποκαθηλωθεί. Οι ίδιοι, αντί να γράψουν τραγούδια αντάξια της ιστορίας και του ονόματός τους, γράφουν τον χειρότερό τους δίσκο μέχρι τότε. Τραγούδια με στιγμιαία έκρηξη, που σβήνουν σαν πυροτεχνήματα. Ούτε μια σύνθεση που να θεωρείται πλέον κλασική, να έχει επιβιώσει στο χρόνο και να αξίζει τον σεβασμό μας. Εδώ το “Metal warriors” όταν είχε βγει, λέγαμε πως ήταν κάπως πεζό, οπότε τι να πούμε για τα “Return of the warlord”, “Brothers of metal pt. 1” και “The Gods made heavy metal”; Αναμασήματα μουσικά. Παραδέχομαι πως αρχικά με ενθουσίασαν, αλλά η χαρά δεν κράτησε. Πώς άλλωστε, όταν μιλάμε για το συγκρότημα που έχει κυκλοφορήσει τόσους ύμνους στο παρελθόν, σαφώς ανώτερους από αυτά. Μετά από αυτά τα 3 τραγούδια, που τουλάχιστον ακούγονται ευχάριστα, διαδέχεται η μια απογοήτευση την άλλη. Τα “Number 1”, “Courage”, “Outlaw”, “King” είναι το ένα χειρότερο από το άλλο. Όποιος αντέξει τα βασανιστήρια από το “Today is a good day to die”  και το “My spirit lives on”, έχει ως επιβράβευση το συμπαθητικό “The power”. Με τρία από τα τραγούδια να είναι γραμμένα από το 1986, καταλαβαίνει κανείς γιατί τα είχαν απορρίψει στο Geffen. Δυστυχώς για εμάς, τα χειρότερα έπονταν.

Γιώργος “Number…???” Κουκουλάκης

MARILYN MANSON – “Antichrist Superstar” (Nothing / Interscope Records)

Mε το ντεμπούτο “Portrait of an American family” του 1994, οι σπόροι που επιχείρησε να σπείρει ο ιθύνον νους της μπάντας Βrian Warner (aka Μarilyn Manson) με την μπάντα του άρχισαν να αποδίδουν καρπούς και την επόμενη χρονιά με την κυκλοφορία του EP “Smells like children” που περιείχε την διασκευή στο “Sweet dreams” των ΕURYTHMICS, τα πράγματα άρχισαν να γίνονται καλύτερα ως προς το θέμα της δημοτικότητας.

Από την πρώτη στιγμή η μπάντα ήθελε να σοκάρει τόσο με τις δηλώσεις της αλλά και με την θεματολογία των στίχων τους. “H Αμερική επένδυσε πολλά στο να δημιουργήσει τους ΜΑRILYN MANSON και τώρα προσπαθεί να αρνηθεί ότι έκανε κάτι τέτοιο. Απέτυχε να αναγνωρίσει ότι το τέρας που η ίδια δημιούργησε  πρόκειται να την καταπιεί. Οι ΜΑRILYN MANSON πάντως θα είναι η επίσημη μπάντα για τον ερχομό του Αρμαγεδδώνα”.

Με την βοήθεια για άλλη μια φορά του Trent Reznor που τους είχε στην εταιρία του (Nothing records) αλλά και με όλα τα μέλη των τότε ΝΙΝ να συμμετέχουν στον νέο δίσκο συν το γεγονός ότι οι MARILYN MANSON δείχνουν απόλυτα αποφασισμένοι να καθιερωθούν, εδώ στο δεύτερο κατά σειρά studio άλμπουμ, εξαπολύουν ένα λυσσασμένο industrial metal που σχεδόν δεν είχε αντίπαλο στα μέσα των 90s, καταδικασμένο με άλλα λόγια να πετύχει.

Δεν γινόταν κι αλλιώς μιας και την παραγωγή θα αναλάβουν οι Trent Reznor, Dave Ogilvie (SKINNY PUPPY) και ο Μarilyn Manson, με τις ηχογραφήσεις να κρατούν οκτώ ολόκληρους μήνες στα Nothing studios. Λέγεται ότι τα ναρκωτικά είχαν τον πρώτο λόγο καθ’ όλη την διάρκεια των ηχογραφήσεων όπου πειραματιζόντουσαν με διάφορες ουσίες με στόχο να πετύχουν μια βίαιη και εκρηκτική ατμόσφαιρα στις ηχογραφήσεις ώστε να ταιριάζει και με το στιχουργικό περιεχόμενο.

Για το τελευταίο, ξεκινώντας από τον τίτλο του δίσκου που είναι επηρεασμένος από το “Jesus Christ Superstar” του Andrew Lloyd Webber, αυτήν την φορά θέλησαν να παρουσιάσουν ένα concept δίσκο που η κεντρική ιστορία περιστρέφεται γύρω από έναν υπερφυσικό πλάσμα που κατέχει όλη την πολιτική δύναμη ώστε να ξεκινήσει το τέλος του κόσμου. Είναι γνωστή η “αγάπη” του Marilyn Manson για τους πολιτικούς και την πολιτική γενικότερα, στην συγκεκριμένη περίπτωση το όλο concept έχει επηρεαστεί από τον Γερμανό φιλόσοφο Friedrich Nietzsche και την ιδέα στο μεταμορφωθεί κάποιος σε υπεράνθρωπο όπως περιγράφεται στο βιβλίο του “Antichrist”.

Σε μουσικό επίπεδο ο δίσκος διαθέτει εξαιρετικά κομμάτια, το πρώτο single “The beautiful people” κατάφερε να τους καθιερώσει διεθνώς και προτάθηκε για τρία βραβεία στα MTV awards του 1997 και ο δίσκος πήγε με το καλημέρα μέχρι το Νο 3 των Billboard charts, φθάνοντας τα 2 εκατομμύρια πωλήσεις.

Η μπάντα θα περιοδεύσει με την “Dead to the world tour” που κράτησε ένα ολόκληρο χρόνο, 175 εμφανίσεις συνολικά όπου θα εμφανισθούν σε Αμερική, Ευρώπη, Ιαπωνία, Αυστραλία. Καθώς πλέον ήταν ένα διάσημο συγκρότημα και αυτά που έλεγαν δεν περνούσαν απαρατήρητα, δεν έλειψαν οι διαδηλώσεις από διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις κατηγορώντας τους για Σατανισμό, κτηνοβασία, ναρκωτικά και διάφορα “ανάλογα” παραπτώματα. Άλλο που δεν ήθελαν οι MARILYN MANSON, μιας και αυτού του είδους οι διαδηλώσεις ήταν δωρεάν δημοσιότητα, παρόλα τα εμπόδια που προκαλούσαν στην συναυλίες τους.

Tο “Antichrist superstar” ήρθε να καθιερώσει τους ΜΑRILYN MANSON ως σοβαρή και υπολογίσιμη δύναμη στο χώρο τους και τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσουν και θα μας χαρίσουν κι άλλους υπέροχους δίσκους σαν και αυτόν.

Γιάννης Παπαευθυμίου

MARDUK – “Heaven shall burn…when we are gathered” (Osmose)

Μια από τις μεγαλύτερες μου αγάπες στο Σουηδικό black metal. Η μεγαλύτερη μετά τους DISSECTION τώρα που το ξανασκέφτομαι! Τα riffs ξυράφια, αλλά και η ικανότητα τους να γράφουν BATHORY-κούς ύμνους, τους έχει τοποθετήσει εκεί. Πιστοί στο πνεύμα εργατικότητας που έχουν από την αρχή της καριέρας τους (“Dark endless” – 1992, “Those of the unlight” – 1993, “Opus nocturne” – 1994), 2 χρόνια μετά τον αγαπημένο μου δίσκο τους, κυκλοφορούν το “Heaven shall burn…when we are gathered”. Ατόφια black metal βία, με τον εναρκτήριο ύμνο “Beyond the grace of God” να βρίσκει ως και σήμερα το δρόμο στο set τους, και το καταπληκτικό “Infernal eternal” να ονομάζει live δίσκο αργότερα στη πορεία της μπάντας. Σημειώνεται εδώ, πως η εισαγωγή μερικών δευτερολέπτων “Summon the darkness” ήταν γραμμένη από τον Oystein “Euronymous” Aarseth, και προοριζόταν για το “De mysteriis dom sathanas”.

Τέταρτη δισκάρα με την Osmose, μακελειό λίγο πάνω από το 35λεπτο, με τη πρώτη τους φορά στα Abyss studios του “πολύ” Peter Tagtgren (HYPOCRISY), ο οποίος ανέδειξε τα μάλα τις δυναμικές των συμπατριωτών του. Οδοστρωτήρες σαν το “The black tormentor of Satan” (ευλογείτε) και το “Darkness it shall be” διαλύουν τα άλατα του σβέρκου και το “Glorification of the black God” καθηλώνουν με τη μεγαλοπρέπεια τους. Αποτελεί κατά το ήμισυ διασκευή του έργου του κλασσικού συνθέτη Mussorgsky, “A night on bald mountain” (το διασκεύασαν εξ ολοκλήρου κάποια χρόνια πριν και οι MEKONG DELTA αν σας φαίνεται γνωστό) αναδεικνύοντας τη μαυρίλα της κλασσικής μουσικής όταν εκείνη το επιθυμεί. Ξεχωρίζει επίσης το “Dracul va domni din nou in transilvania” τόσο για τη μεγαλοπρεπή του ατμόσφαιρα, όσο και για τη σημείωση “This is the first in a number of symphonies that will unveil the historical truth of Vlad Tepes Draculea (1431-1476). To be continued.”. Κάτι που θα συνεχιστεί θεματικά στο “Nightwing”, όπου το δεύτερο μισό πραγματεύεται αυτό το θέμα υπό τον ευρύτερο τίτλο “The warlord of Wallachia”.

Το καταπληκτικό εξώφυλλο που έχει ντύσει αυτές τις μουσικές, επιμελήθηκε ο Alf Svensson, κιθαρίστας των AT THE GATES στα δύο πρώτα τους μνημεία. Οι τίτλοι τέλους που έπεσαν με το “Legion” (6λεπτο, παρακαλώ), έριξαν αυλαία σε ένα ακόμα σπουδαίο δημιούργημα των MARDUK, οι οποίοι εκείνη ειδικά τη περίοδο, ήταν και έμοιαζαν επιεικώς ασταμάτητοι. Και έπεται συνέχεια!

Υ.Γ.: Να σημειωθεί στα εκτός του δίσκου, ότι οι Γερμανοί metalcore θεούληδες HEAVEN SHALL BURN, πήραν το όνομα τους από αυτόν.  

Γιάννης Σαββίδης

MEKONG DELTA – “Pictures at an exhibition” (Bullet Proof)

Οι παραγνωρισμένοι πλην θρυλικοί Γερμανοί πρωτοπόροι metallers δημιουργήθηκαν  το 1985 από τον εσωστρεφή και ιδιότροπο μουσικό και παραγωγό Ralf Hubert που πρωτύτερα είχε δουλέψει ως ηχολήπτης για μπάντες όπως WARLOCK, STEELER και LIVING DEATH. Δεν επρόκειτο τόσο για μπάντα όσο για ένα ιδιαίτερο project καλυμμένο από μυστικοπάθεια σχετικά με τα μέλη της τα οποία με τα χρόνια άλλαζαν σαν σε ρουλέτα. Επρόκειτο επίσης για ένα από τα πρώτα σχήματα στα οποία συμμετείχαν ονόματα όπως ο Peavy Wagner (RAGE) και Jorg Michael (RAGE, STRATOVARIUS, RUNNING WILD) και ο Uli Kusch (HELLOWEEN, MASTERPLAN, HOLY MOSES, GAMMA RAY). Το ομώνυμο ντεμπούτο κυκλοφόρησε το 1987 και αν μη τι άλλο, φανέρωσε ένα πολύ εκλεκτικό μίγμα thrash και prog το οποίο αρκετοί βάπτισαν ως schizo thrash, όρος ταιριαστός αν με ρωτάτε προσωπικά, αν και πολλοί κλίνουν απλός προς το progressive. Και με τα επόμενα δείγματα τους ήταν φανερό πως ανήκαν στην ίδια συνομοταξία με εξίσου ιδιότροπα και πρωτοπόρα σχήματα όπως CORONER, VOIVOD, PSYCHOTIC WALTZ, WATCHTOWER, (πρώιμους) SIEGES EVEN που συνορεύουν αρκετά με το progressive αλλά με πολύ σκοτεινό ήχο και τραχύ στυλ στις συνθέσεις. Αν με ρωτάτε προσωπικά, οι MEKONG DELTA ήταν και παραμένουν ουσιαστικά οι EMERSON LAKE & PALMER του γερμανικού thrash metal: τη στιγμή που λες πως ανήκουν σε ένα σαφές ρεύμα, τα σχιζοφρενικά τους περάσματα και ξεσπάσματα, η μελωδία και η δυσαρμονία την ίδια στιγμή, σε πάνε αλλού σε αλλοπρόσαλλα μονοπάτια, με πολλά κλασσικότροπα μέρη και μια γενικότερη avant-garde διάθεση. 

Και γιατί αναφέρομαι στους EMERSON LAKE & PALMER συγκεκριμένα; Γιατί παρομοίως, οι MEKONG DELTA είχα πολλές επιρροές από την κλασσική μουσική και δη από τον Modest Mussorgsky του οποίου το magnum opus “Pictures at an exhibition” πρώτοι μετέγραψαν για ροκ μπάντα οι ELP παίζοντας το live και γράφοντας ιστορία (άσε που ξεκίνησαν μια ολόκληρη τάση). Ε λοιπόν, οι Γερμανοί εδώ έκαναν ακριβώς το ίδιο εν έτει 1996 σε δύο εκδοχές, μια για ορχήστρα και μπάντα και μία μόνο για μπάντα, στον τελευταίο επίσημο δίσκο τους στα 90s προτού μια επανένωση θα μας τους ξαναφέρει στο προσκήνιο το 2007 με το “Lurking fear”. Όσο για την δική τους βερσιόν του κολοσσιαίου έργου του  Mussorgsky τι να πρωτοπώ; Είναι για τον γράφοντα καλύτερη και πιο προσεγμένη ακόμα και από εκείνη των ELP που θεωρούσα αρχικά αξεπέραστη και μοναδική. Άσε που ταιριάζει γάντι στο στυλ που μας είχαν μάθει μέχρι τότε (μην μου πείτε πως δεν ακούγεται εξίσου τραχύ και φευγάτο) και που τους ανέβασε πολλά σκαλιά πιο ψηλά σε μια ελίτ avant-garde metal μουσικών που μας ταξιδεύουν κάπου αλλού.

Φίλιππος Φίλης  

MELIAH RAGE – “Death valley dreams” (Backstreet Records)

Οι MELIAH RAGE είναι από τις μπάντες εκείνες που υπάρχουν πάνω εδώ και δεκαετίες (25 χρόνια για την ακρίβεια και πάνε για το 26ο), έχουν κυκλοφορήσει αρκετούς δίσκους (εννέα studio, χώρια EP, συλλογές κλπ) και παρόλα ταύτα, ποτέ τους δεν έγιναν ιδιαίτερα γνωστοί. Ή γνωστοί, σκέτο. Μετά την κυκλοφορία του λοιπόν του “Solitary solitude” το 1990, η βασική σύνθεση των MELIAH RAGE, δηλαδή οι Anthony Nichols, Jim Koury (κιθάρες) και Mike Munro (φωνητικά), συνέχισε με νέο rhythm section που περιλάμβανε τον Keith Vogele στο μπάσο και τον Sully Erna (ναι, τον γνωστό, των GODSMACK) στα τύμπανα. Η σύνθεση αυτή του group δε θα μακροημερεύσει (τα demos της θα τα βρεις στην συλλογή “Unfinished business” του 1999) λόγω της απουσίας ενδιαφέροντος από πλευράς εταιρειών να του υπογράψει συμβόλαιο, οπότε θα επέλθει και η διάλυση. Βλέπεις, το 1994 ήταν μια από εκείνες τις δύσκολες χρονιές, για το metal στις Η.Π.Α. Τότε θα εμφανιστεί η Backstreet Records και θα τους προσφέρει συμβόλαιο. Με εκ νέου αλλαγμένο rhythm section (Bob Mayo στο μπάσο και Dave Barcos τύμπανα) ηχογραφείται αυτός ο δίσκος, γεγονός που από μόνο του, μάλλον σαν ένας μικρός άθλος πρέπει να αντιμετωπίζεται. Σε καμία περίπτωση ισάξιο των δύο πρώτων (“Kill to survive” και “Solitary solitude”), μάλλον μέτριο, το “Death valley dreams” εξακολουθεί στο ίδιο “METALLICA meets TESTAMENT meets NUCLEAR ASSAULT meets METAL CHURCH” μοτίβο και μάλλον θα πρέπει να του δώσουμε τον χαρακτηρισμό του «αναγκαίου». Η μπάντα προσπαθεί να μείνει στον «αφρό», να ακουστεί σύγχρονη και εναρμονισμένη με το μουσικό περιβάλλον των Η.Π.Α εκείνη την εποχή, αλλά δεν της ταιριάζει το όλο σκηνικό κι έτσι, θα έρθουν οκτώ χρόνια «ξηρασίας», μέχρι να ανακάμψει το thrash και να συμπαρασύρει groups όπως οι MELIAH RAGE. Σήμερα, το συγκρότημα βρίσκεται επίσημα «στον πάγο». Για εγκυκλοπαιδικούς λόγους πάντως, τα δύο πρώτα αξίζουν δύο θέσεις στη δισκοθήκη σου. Εγώ παρακάτω, δεν θα πήγαινα…

Δημήτρης Τσέλλος

MEMENTO MORI – “La danse macabre” (Black Mark Production)
Όπως έχει αναφερθεί ξανά, οι MEMENTO MORI (φράση που σημαίνει «θυμήσου πως πρέπει να πεθάνεις», στα Λατινικά) υπό κανονικές συνθήκες δε θα υπήρχαν και δημιουργήθηκαν το 1992 από…σπόντα. Ο βιρτουόζος κιθαρίστας Mike Wead (HEXENHAUS, MERCYFUL FATE, KING DIAMOND, ABSTRAKT ALGEBRA) είχε έτοιμα αρκετά κομμάτια για τον ακυκλοφόρητο τότε δίσκο των HEXENHAUS, αλλά η μπάντα του δεν είχε τραγουδιστή. Ο τεράστιος (με όλη τη σημασία της λέξης, εκείνη την εποχή) Messiah Marcolin, ήταν εύκαιρος ώστε να μπει στο studio, το έκανε, δοκίμασε, φυσικά πέτυχε και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Εμείς αυτήν την ιστορία την «πιάνουμε» από το 1996, το οποίο βρίσκει τους Σουηδούς με δύο αλλαγές στην σύνθεση τους, τον Johan Billerhag στα τύμπανα και τον Kristian Andrén στα φωνητικά. Κι αν ο πρώτος αντικατέστησε επιτυχώς τον Snowy Shaw, για τον δεύτερο δε μπορούμε να πούμε το ίδιο. Όχι γιατί δεν τραγούδησε καλά, προς Θεού. TAD MOROSE, WUTHERING HEIGHTS, FIFTH REASON, ο άνθρωπος έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά του. Αλλά ο καλλιτεχνικός ίσκιος του Καλόγερου ήταν εξίσου τεράστιος με τη φωνή και το σουλούπι του και οι προτιμήσεις (ή και τα κολλήματα) των οπαδών, δεν άφηναν χώρο για οποιαδήποτε επιείκεια. Προσωπικά, θα ήθελα στο album να τραγουδούσε ο Sven Erik Herman Thomas Vikström (έτσι, ολόκληρο το όνομα, να κάνει αίσθηση), τα πράγματα θα ήταν σίγουρα καλύτερα εάν και εφόσον, αλλά πού ‘ντος όταν τον θες; Κατά τα λοιπά, έχουμε κι εδώ επικό, μαγικό doom metal, με πολλές power και neoclassical αναφορές, το οποίο χαντακώνεται όπως ΟΛΕΣ οι κυκλοφορίες των MEMENTO MORI, από την αδύναμη παραγωγή. Μην την αφήσεις να σε απομακρύνει τόσο από τον δίσκο όσο και από τη μπάντα, αν δεν τη γνωρίζεις. Ξαναλέω, μιλάμε για ένα πολύ καλό album, που απλά υστερεί σε σχέση με τα θηριώδη αδέρφια του. Ε, πάντα δε συμβαίνει αυτό σε μια πολύτεκνη οικογένεια; Όλα τα παιδιά ίδια είναι; Όχι. Καθένα με τις χάρες του.

Δημήτρης Τσέλλος

MEMORY GARDEN – “Tides” (Heathendoom Music)
To doom metal είναι ένα από τα είδη εκείνα που μπορούν να «συνεργαστούν» αρμονικά με αρκετά άλλα. Βάλε με το νου σου πόσες φορές έχεις πετύχει περιγραφικούς όρους όπως “heavy/doom”, “power/doom”, “doom/death”, “εκείνο/doom”, “το άλλο/doom” και πάει λέγοντας… Σε αυτούς, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον όρο “power/progressive doom”, που ευστοχεί στο κέντρο όταν μιλάμε για τους MEMORY GARDEN. Εννοείται πως δεν είναι οι μοναδικοί στο ύφος αυτό, καθώς μπάντες όπως οι θεοί VENI DOMINE, οι WHILE HEAVEN WEPT ή οι δικοί μας DOOMOCRACY είναι ενδεικτικά συγγενή παραδείγματα, ωστόσο ήταν από τους πρώτους και τους καλύτερους. Το “Tides” είναι από τα καλύτερα δείγματα γραφής τόσο του ευρύτερου doom όσο και του ιδίου του group, η ποιότητα του οποίου δε γίνεται να αμφισβητηθεί ούτε από έναν οπαδό του είδους, ούτε γενικότερα από κάποιον καλαίσθητο μουσικά ακροατή. Τι να πρωτο-ξεχωρίσει κανείς; Όλα δουλεύουν τέλεια σε τούτο το album. Επειδή όμως θα αναρωτηθείς πως, δε γίνεται, κάποιος, κάποιοι ή κάτι θα ξεχωρίζει λίγο παραπάνω, δε μπορεί, θα προκρίνω τα εξαίσια φωνητικά του Stefan Berglund (ο οποίος εδώ έχει ακόμη μαλλιά) και τον Tom Björn στα τύμπανα, στον οποίο και οφείλεται εν πολλοίς αυτό το τόσο έντονο προοδευτικό συναίσθημα που διακατέχει τη μπάντα. Επικό, λυρικό, τεχνοκρατικό και μελετημένο στην τελευταία του λεπτομέρεια, το “Tides” εξελίσσεται σε ένα πραγματικό doom metal highlight, από εκείνα που δικαιολογούν τη μοναδικότητα του είδους, την απαιτητικότητά του, αλλά και γιατί να το κρύψομεν άλλωστε, που έλεγε και μια ψυχή, τον ελιτισμό των οπαδών και των μουσικών του. Το σπουδαίο ξεκίνημα, μιας εξίσου σπουδαίας πορείας, για αυτήν την υπέροχη μπάντα από την Kumla της Σουηδίας.

Δημήτρης Τσέλλος

MERCYFUL FATE – “Into the unknown” (Metal Blade)

Αυτή η δεύτερη πορεία των MERCYFUL FATE, είχε μια ειδοποιό διαφορά με την πρώτη. Συνέπιπτε με την πορεία των KING DIAMOND, οι οποίοι δισκογραφούσαν παράλληλα από την ίδια δισκογραφική εταιρία μάλιστα στις ΗΠΑ, αν και στην Ευρώπη, βρισκόταν στην Massacre εκείνη την εποχή. Πιστεύω πως δεν υπάρχουν οπαδοί των πρώτων που να μην υποστηρίζουν τους δεύτερους και αντίστροφα, οπότε, από το “In the shadows” του 1993, μέχρι το “Into the unknown”, υπήρχε ένα κλίμα ευφορίας, με απανωτές κυκλοφορίες (συνολικά 4 άλμπουμ) και μάλιστα το 1996, με 2 μήνες διαφορά, θα έβγαινε και το “The graveyard” από τους KING DIAMOND. Αναλογιζόμενοι τη μεγάλη ποσότητα λοιπόν, ο King και οι παρέες του, κατάφεραν να μας γεμίσουν καλούς δίσκους, με μικρή όμως διαφοροποίηση των μεν, από τους δε. Για τους FATE, η θεματολογία των στίχων είναι βέβαια σκοτεινή, αλλά δίχως να βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο concept. Τραγούδια όπως το “Fifteen men (and a bottle of rum)” ξεχωρίζουν για την απλότητα που θυμίζει τις πρώτες τους μέρες, με μια ανατολίτικη κιθαριστική μελωδία που σε ανατριχιάζει. Μέχρι και το ομώνυμο τραγούδι με την σχεδόν progressive διάθεση, που έρχεται πέμπτο σε σειρά, το άλμπουμ είναι σταθερό, βαρύ, εμπνευσμένο και με υπέροχες ιδέες. Τραγουδάρες, όπως το “The ghost of change” και το κλασικό πλέον “The uninvited guest” (που θα μπορούσε να βρίσκεται σε δίσκο των KD βέβαια) γράφουν ιστορία. Ακόμα και το “Under the spell” είναι καλό, με ένα πολύ γρήγορο σόλο, ενώ το κλείσιμο του άλμπουμ με το “Kutulu” είναι να το πιείς στο ποτήρι. Ο King χρησιμοποιεί πιο direct, «ανθρώπινα» φωνητικά, αποφεύγοντας τις υπερβολικές τσιρίδες και το δίδυμο Michael Denner / Hank Shermann είναι σε φόρμα, με ελάχιστες παραφωνίες. Θα έλεγα ότι το “Deadtime” είναι κάπως ανολοκλήρωτο και το “Listen to the bell” άχρωμο, όμως υπάρχουν τόσοι λόγοι που αγαπήσαμε το “Into the unknown”. Στην Ευρωπαϊκή τους περιοδεία, τους πέτυχα στην Γερμανία, όπου για πρώτη φορά ήταν co-headliners μαζί με τους KING DIAMOND! Με τέτοιους δίσκους οι Δανοί έχτισαν την υστεροφημία τους.

Γιώργος “The mad Arab” Κουκουλάκης

METALLICA – “Load” (Elektra)

Που το πας μετά από μια περιοδεία που σε καίει πέραν φαντασίας; Προς τα που κινείσαι ηχητικά μετά από το πιο μοσχοπουλημένο heavy metal δίσκο που σου άνοιξε τη πόρτα στο να γίνεις ΑΥΣΤΗΡΑ μπάντα που παίζει σε αρένες; Η αγαπημένη μου μπάντα στο πλανήτη, είχε μια πολύ γεμάτη απάντηση. Τόσο γεμάτη, που χρειάστηκε να τη “σπάσει” σε δύο μέρη. Σήμερα θα μιλήσουμε μόνο για το πρώτο. Η ροκάδικη διάθεση που ξεκίνησε στο riffing του “Black album” εδώ επεκτάθηκε έτι περαιτέρω, με την αισθητική να κάνει βουτιά στη δεκαετία του ‘70. Το κούρδισμα κατεβαίνει μισό τόνο, οι ρυθμοί χαλαρώνουν, τα riffs γίνονται βρώμικα και ασίκικα. 

Ο δίσκος – στόχος πολλών πιουριστών και τελευταίο καρφί στο φέρετρο για εκείνους όσον αφορά τους METALLICA, ήρθε και ονομάστηκε “Load”. Από την εισαγωγή του βρωμιάρικου “Ain’t my bitch” και του SABBATH-ικού “2X4” καταλαβαίνει κανείς, ότι οι METALLICA, μπήκαν πρωτίστως στο στούντιο για να περάσουν καλά και έπειτα για να γράψουν μουσική. Οπότε η ανεβαστική διάθεση (“Cure”, “Ronnie”), η πιο “εσωτερική” στιχουργία, όπως αυτή απεικονίζεται σε ύμνους τύπου “Thorn within” και “Until it sleeps” (εμπορική ναυαρχίδα του δίσκου) ή ακόμα και το southern αδερφάκι του “Enter sandman”, “King nothing”, οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα το αγαπημένο μου συγκρότημα στο να μην κάνει τον ίδιο δίσκο δύο φορές. 

Ξεχωρίζουν το “Wasting my hate” με τα τσαμπουκαλεμένα του riffs, το αλλιώτικα βαρύ “The house jack built” με τη ΡΕΦΡΕΝΑΡΑ του, το πιο alternative κομμάτι του δίσκου “Hero of the day”, καθώς και η μπαλαντάρα που βγάζει τις country πτυχές του James Hetfield, “Mama said”. Ένας James που σε αυτό το δίσκο, έσκαψε βαθιά στη ψυχή του για αρκετούς από τους στίχους που διαβάζουμε εδώ μέσα. Απτό παράδειγμα, το “Bleeding me” που καθηλώνει με το πόνο που βγάζει. Ένα εξαιρετικό φινάλε μας περιμένει με το “The outlaw torn” που αποτελεί για τον γράφοντα εκτός από το απόλυτο κομμάτι του δίσκου, κομμάτι ερωτικής εξομολόγησης. Όχι από τις συνηθισμένες και γλυκανάλατες, αλλά αυτή ενός αλήτη που ζητάει από μια γυναίκα τα παρακάτω απλά πράγματα:

Hear me! And if I close my mind in fear, please pry it open
See me! And if my face becomes sincere, beware yeah
Hold me! And when I start to come undone, stitch me together
Save me! And when you see me strut, remind me of what left this outlaw torn

Ο δίσκος περισσότερο, κυνηγήθηκε από τους πιουρίστες για όσα σκεφτόταν και έλεγε τότε ο Lars (ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ μίλησε για το πόσο περιορίζει και “πνίγει” τους μουσικούς το να πρέπει μονίμως να ανταποκρίνονται σε ένα καλούπι και σε ένα αρχέτυπο συμπεριφοράς/εικόνας/αντίληψης, σε αντιδιαστολή με την πλήρη καλλιτεχνική ελευθερία που οι ίδιοι απολαμβάνουν) – άλλες εποχές, άλλα μυαλά. Με τα χρόνια ωστόσο, απέκτησε πολλούς θιασώτες, δείχνοντας πόσο όμορφα καλογεράσανε τα κομμάτια του. Για τον διάδοχό του, δεν θα έλεγα το ίδιο στον ίδιο βαθμό, αλλά θα τα πούμε όταν έρθει η ώρα…

Γιάννης Σαββίδης

METALUCIFER – “Heavy metal drill” (Metal Proof Records)

Η αγάπη για το κλασικό heavy metal αλλά και οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες, οδήγησαν τον Gezol, ηγέτη των Ιαπώνων black/thrashers SABBAT να δημιουργήσει το 1995 τους θρυλικούς, πλέον, METALUCIFER. Αρχικά ξεκινώντας ως side project και παίρνοντας το όνομα τους από το τραγούδι των SABBAT “Metalucifer and Evilucifer”, οι θεότρελοι σαμουράι κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους το 1996 με τίτλο “Heavy metal drill”. Ένα ντεμπούτο βουτηγμένο στο NWOBHM με κάποιες speed πινελιές, που δημιούργησε πάταγο. Με κομματάρες όπως το ομώνυμο, το “Heavy metal hunter (Part 2)” , το “Headbanging” ή το “Bloody countess”, το “Heavy metal drill” δεν προσπαθεί να ανακαλύψει τον τροχό και σίγουρα δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Δεν ήταν ο σκοπός αυτός άλλωστε. Αυτό που επιτυγχάνει όμως είναι να επαναφέρει στο προσκήνιο τον ήχο της δεκαετίας του ‘80, με έναν τέτοιο εθιστικό τρόπο που είναι αδύνατον για κάποιον που είναι φίλος του συγκεκριμένου ιδιώματος να αντισταθεί. Σαφέστατες επιρροές από πρώιμους IRON MAIDEN, SAXON, ANGELWITCH αλλά και των πανταχού παρόντων VENOM, με μελωδικά riffs αλλά και με μια ορμητικότητα που ξαφνιάζει ευχάριστα, ο δίσκος εντυπωσιάζει. Δεν θα ήταν υπερβολή αν πούμε ότι το “Heavy metal drill” κατάφερε να δώσει ένα νέο ενδιαφέρον στο NWOBHM, που, κακά τα ψέματα, εκείνη την εποχή δεν περνούσε και τις καλύτερες του ημέρες. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η απρόσμενη επιτυχία και η απήχηση που είχε το “Heavy metal drill” στον κόσμο, υποχρέωσε, τρόπον τινά, τον Gezol να μετατρέψει τους METALUCIFER σε full time μπάντα και με την πάροδο του χρόνου να γίνουν οι uber cult θεούληδες που ξέρουμε. Φανταστικό ντεμπούτο από μια αγαπημένη μπάντα που μέχρι και σήμερα παραμένει πεισματικά σταθερή και αμετακίνητη στα πιστεύω της. Και όσο γραφικοί ή παρωχημένοι ακούγονται για μερικούς, δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης ότι, ενώ πολλοί προσπάθησαν, οι METALUCIFER είναι μια από τις ελάχιστες μπάντες που κατάφεραν να αναβιώσουν με επιτυχία τον ήχο των 80’s. Και η αρχή έμελλε να γίνει με το “Heavy metal drill”.
Θοδωρής Κλώνης

MINISTRY – “Filth pig” (Warner)

Το “Psalm 69” ήταν το breakthrough album των MINISTRY, για το οποίο δικαιολογημένα περιόδευσαν για πολύ μεγάλο χρονικά διάστημα. Η μουσική βιομηχανία όμως είναι μερικές φορές αδυσώπητη και θα έπρεπε κάποια στιγμή να βάλει ο Al Jourgensen τους συνοδοιπόρους του για να ηχογραφήσουν τον διάδοχό του.

Το θέμα είναι ότι οι εξαρτήσεις του mainman ήταν τόσες πολλές και σκληρές, με αποτέλεσμα να έχουν άμεση αντανάκλαση στο τελικό αποτέλεσμα. Αν και το “Filth pig” έβγαλε τέσσερα singles, τα περισσότερα από κάθε άλλο album των MINISTRY, ο μουσικός τύπος εκείνης της εποχής το έθαψε. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα industrial στοιχεία έχουν εξαφανιστεί παντελώς, δίνοντας τα ηνία σε έναν πιο οργανικό και συνάμα σκοτεινό ήχο.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αν ρωτήσεις δέκα MINISTRY fans ποιο τραγούδι θυμούνται περισσότερο από αυτό εδώ το έκτο album, η πρώτη αυθόρμητη απάντηση που θα πάρεις είναι (η εκπληκτική κατά τα άλλα) διασκευή στο “Lay lady lay” του Bob Dylan. Αν όμως δώσεις τις ευκαιρίες και ακροάσεις που αξίζει το “Filth pig” θα ανακαλύψεις ένα ζοφερό περιβάλλον και μια μοναδική ατμόσφαιρα. Δε γίνεται άλλωστε να λες ότι γουστάρεις τη χρυσή εποχή των διόσκουρων Jourgensen/Barker και να μην αναγνωρίσεις ποιότητα σε ύμνους όπως το “Useless” και τον επίλογο του “Brick windows”.

Το “Filth pig” είναι ένα δύστροπο album που, εξαιτίας της δύσκολης κατάστασης που βίωνε ο Jourgensen, σπάνια οι MINISTRY το τιμούν on stage. Το ότι είχαμε την τύχη στη χώρα μας να απολαύσουμε στο encore το ομώνυμο ΕΠΟΣ σε εκείνη αξέχαστη συναυλία του 2017, είναι μια ευτυχής εξαίρεση. Γενικά είναι ένα πολύ απαιτητικό σύνολο τραγουδιών, που οι μυημένοι οπαδοί της παρέας του Al το λατρεύουν όσο δεν πάει, για τους υπόλοιπους όμως δεν είναι το ιδανικό ξεκίνημα για να ξετυλίξουν το κουβάρι της δισκογραφίας τους. 

Γιώργος Κόης

MOONSPELL – “Irreligious” (Centrury Media)

Ένα μόλις χρόνο μετά το “Wolfheart”, οι ΜΟONSPELL έμελλε να κυκλοφορήσουν το trademark album τους, αυτό που πλέον θα τους καθιέρωνε μια και καλή ως ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στο gothic metal. Τα πρώτα δείγματα απογαλακτισμού ήδη υπήρχαν στον προκάτοχο του “Irreligious”, με τραγούδια όπως το “Vampiria” και το “Love crimes”, εδώ όμως έγινε το απαραίτητο βήμα παραπάνω.

Με μια πολύ βασική, αλλά ουσιώδης αλλαγή, αυτή του Ricardo Amorim να αναλαμβάνει τις κιθάρες μόνος του και τις σταθερές των Woodhouse Studios και του Waldemar Sorychta στην παραγωγή, το αριστουργηματικό “Irreligious” μας προσφέρει εννέα τραγούδια-διαμάντια (συν δύο intros), από αυτά που δεν πρέπει να λείπουν σε καμία συλλογή που τιμά το συγκεκριμένο genre. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι μέχρι και πρόσφατα, οι MOONSPELL ερμήνευαν το εν λόγω album επί σκηνής στην ολότητά του και συχνά-πυκνά καταφεύγουν στον ήχο του, όταν θέλουν να κάνουν επιστροφή στις ρίζες τους. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με αυτό το κομβικό album μπορείτε να διαβάσετε τα όσα μας είπε πριν λίγο καιρό ο Fernando Rebeiro .

Από που να αρχίσουμε και που να τελειώσουμε για το “Irreligious”; Από το “Opium” που είναι το μικρότερο σε διάρκεια τραγούδι της ιστορίας τους, αλλά ταυτόχρονα και το πιο δημοφιλές; Από την gothic rock πανδαισία του αγαπημένου μου “Raven claws”; Από την υποβλητική ατμόσφαιρα του “A poisoned gift”; Ή από τα “Mephisto” και “Full moon madness” που δε λείπουν σε καμία συναυλία τους είκοσι+ χρόνια μετά;

Τα λόγια είναι περιττά όταν πρέπει να αναλύσουμε το “Irreligious”. Το album δηλαδή που καθιέρωσε όχι μόνο τους MOONSPELL στο παγκόσμιο στερέωμα, αλλά και εδραίωσε ακόμη πιο πολύ τη Century Media στα 90s ως μια από τις μεγαλύτερες δισκογραφικές δυνάμεις της Ευρώπης. Το “Irreligious” είναι ένα album που δεν πρέπει να λείπει από καμία metal και goth δισκοθήκη.

Γιώργος Κόης

MORGANA LEFAY – “Maleficium” (Black Mark Production)

Είναι κάποια άλμπουμ, που τα συνδέεις με κάποιες εμπειρίες και γίνονται ένα μαζί σου. Έτσι, κερδίζουν μια ξεχωριστή θέση στην συνείδησή σου. Θυμάμαι έντονα την εντύπωση που με έκανε αυτό το CD όταν το πρωτοάκουσα, τις πρώτες εβδομάδες που είχα μετακομίσει στην Γερμανία. Έχοντας ευχαριστηθεί τις προηγούμενες προσπάθειες των Σουηδών και διαβάζοντας αποθεωτικές κριτικές στον Γερμανικό τύπο (βλ. Rock Hard), το περίμενα πώς και πώς. Σκοτεινό, βαρύ στο mid-tempo ύφος που είχε διδάξει το “Black album” αλλά πιο ωμό, το “Maleficium” είναι το άλμπουμ στο οποίο οι MORGANA LEFAY έφτασαν στο ζενίθ τους. Μπορεί οι πιο παραδοσιακοί thrash ρυθμοί να είχαν εξαλειφθεί, όμως οι ριφάρες πέφτουν σαν βροχή σε κάθε τραγούδι του. Η παραγωγή, αν και λίγο θολή, ταιριάζει απόλυτα με την καταθλιπτική, Μεσαιωνική θεματολογία. Ο Charles Rytkönen, με την ιδιαίτερη, θεατρική φωνή του και την παθιασμένη ερμηνεία του, είναι από τους καλύτερους τραγουδιστές στον ευρύτερο χώρο και πρωταγωνιστεί ανάμεσα στα ογκώδη, κιθαριστικά ριφ που φορτώνουν σε όλο τον δίσκο οι Σουηδοί. Μπορεί το “Victim of the inquisition” να είναι πιο αργόσυρτο, να σε ξεγελά σε σημεία, αλλά προσέχοντας το στήσιμο του τραγουδιού και το δαιμονισμένο ρεφραίν, συνειδητοποιείς πως πρόκειται για μια από τις πιο ώριμες στιγμές τους. Εξίσου θεατρικό, το “Madness” χτίζει ατμόσφαιρα και το “A final farewell” είναι μελαγχολικό, πλησιάζοντας από CANDLEMASS μέχρι και LAKE OF TEARS, όμως πρέπει να θυμόμαστε πως όλα υπηρετούν ένα σκοπό. Να ντύσουν μουσικά το concept. Η ιστορία της Ιεράς εξέτασης που περνά μια κατηγορούμενη για… maleficium (μαγεία στα Λατινικά). Ανάμεσα στα 12 κομμάτια, υπάρχουν ύμνοι αξεπέραστοι, που ορίζουν το σκοτεινό power thrash των 90’s και απορώ που οι MORGANA LEFAY δεν είχαν καταφέρει να κάνουν το εμπορικό άλμα που τους αναλογούσε. “The source of pain”, “Maleficium”, “Master of the masquerade”, “Witches garden” (το καλύτερο σόλο του δίσκου;) και “Dragons lair” εμπεριέχουν όλους τους λόγους που κάνουν αυτό το άλμπουμ, ένα αριστούργημα. Τυχεροί όσοι τους πετύχαμε να παίζουν ζωντανά, αφού και στο σανίδι η μπάντα ξεχείλιζε από ενέργεια, πάθος και κίνητρο. Μαζί με το “Sanctified” του 1995, το “Maleficium” είναι φάρος στην καριέρα των MORGANA LEFAY.

Γιώργος “Fallen Angel” Κουκουλάκης

MORGOTH – “Feel sorry for the fanatic” (Century Media)

Κακά τα ψέματα, το Γερμανικό death metal, ήταν η πλέον underground σκηνή του είδους, με ελάχιστες μπάντες να απασχολούν παραπάνω από τους ταγμένους οπαδούς του είδους. Η πλέον δημοφιλής τέτοια μπάντα, ήταν οι MORGOTH. Από το demo “Pits of utumno” (1988), στα “Resurrection absurd” (1989) και “The eternal fall” (1990) οι Γερμανοί μακελάρηδες, δημιουργήσανε μεγάλο θόρυβο και δικαιολογημένα γύρω από το όνομα τους. Το death metal τους, πατώντας στην KREATOR-ική λύσσα από τη μια και στο πνεύμα των πρώιμων DEATH από την άλλη δεν άργησε να μαγνητίσει τα βλέμματα των οπαδών. Στα “Cursed” (1991) και “Odium” (1993) όχι μόνο εκτοξεύτηκαν οι οπαδοί τους, αλλά στο δεύτερο είδαμε και πειραματισμούς με industrial ήχους, που προσιδίαζαν αυτών των KREATOR στο “Renewal” ένα χρόνο πριν. 

Κάποιοι τσίνησαν, περιμένοντας “Cursed” no 2, αλλά ακόμα περισσότεροι το αποδέχτηκαν ως μια ανοιχτόμυαλη προσέγγιση στον ήχο της μπάντας, που έδειξε τον έρωτα της για KILLING JOKE/VOIVOD/GODFLESH. Ωστόσο, ακόμα και εκείνοι να μη περίμεναν το τι και πως θα ερχόταν το 1996 μια ωραία πρωία της 25ης Σεπτεμβρίου. Οι Γερμανοί, θα βγάλουν το “Feel sorry for the fanatic”. Άμα συνεχίσω τους παραλληλισμούς με τους KREATOR, θα πω, πως τούτο εδώ είναι το δικό τους “Endorama”. Δεν θα πω ψέματα, αποτέλεσε το δίσκο που στην αρχή απέρριψα ως “υπερβολικά περίεργο” όταν έπιανα για πρώτη φορά τη δισκογραφία των MORGOTH. Μετά, όπως και με το “Endorama” το αγκάλιασα, ως δίσκο που ενώ δεν έχει καμία σχέση με τη μπάντα από την οποία βγήκε, είναι αντικειμενικά πολύ ωραίο. 

Πολύ ωραία post-punk κομμάτια όπως το “This fantastic decade”, το “Souls on a pleasuretrip”, το “Curiosity” αλλά και το video clip του δίσκου “Last laugh”, άμα είχαν γραφτεί και κυκλοφορήσει υπό άλλο όνομα, θα κάνανε πολλοί εκεί έξω πάρτυ. “Forgotten days” και “Graceland” είναι ό,τι πρέπει για να ψαρώσεις κόσμο με το τι έβαλες, το “Indifferent” είναι από τα πιο VOIVOD πράγματα που δεν έγραψαν οι VOIVOD. Αλλά, τι να τα κάνεις που βγήκαν από τους MORGOTH, μια πάλαι ποτέ death metal μπάντα από τη Γερμανία. Αρκετοί το απέρριψαν τότε, με τη μπάντα να οδηγείται μαθηματικά στη διάλυση. Η μπάντα επανενώθηκε, το 2010, επέστρεψε για συναυλίες, έβγαλε το “Ungod” (2015) χωρίς Marc Grewe στα φωνητικά (ο δίσκος πραγματικά πολύ καλός παρόλα αυτά), ενώ οδηγήθηκε δυστυχώς στη διάλυση το 2020 μετά το θάνατο του κιθαρίστα τους Carsten Otterbach δύο χρόνια νωρίτερα. 

Κλείνοντας αυτό το κείμενο, προσωπικά, λυπάμαι όχι τους φανατικούς (όπως υποδηλώνει ο τίτλος), αλλά όσους δεν έδωσαν έστω μια ευκαιρία με ανοιχτό μυαλό σε αυτό το άλμπουμ. Μπορεί να έβρισκαν πολλά περισσότερα πράγματα από όσα είδαν στην αρχή…

Γιάννης Σαββίδης

MOTORHEAD – “Overnight sensation” (Steamhammer)

Το 1996 οι MOTORHEAD είχαν ήδη μια λαμπρή καριέρα με albums που είχαν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους και στο χρόνο αλλά και στους οπαδούς. Εκείνη η χρονιά τους βρήκε να κυκλοφορούν την δέκατη τρίτη studio δουλειά τους με τίτλο “Overnight Sensation”, ένα album που μόνο γρουσούζικο δεν ήταν. Στην εν λόγω δουλειά, το group θα γινόταν ξανά τρίο, αφού μετά από 12 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας ο κιθαρίστας Michael Richard Burston, πιο γνωστός με το παρατσούκλι “Würzel” θα έφευγε από το συγκρότημα. Τυχαίο ή όχι, ήταν και το πρώτο album μετά το “Ace of spades”, στο οποίο τα μέλη του group θα εμφανίζονταν στο εξώφυλλο. Επίσης για πρώτη φορά οι οπαδοί των MOTORHEAD, θα έβλεπαν τον ιθύνοντα νου και μπασίστα του σχήματος Ian “Lemmy” Fraser Kilmister να ήταν ξυρισμένος τελείως. Ευτυχώς τίποτα από τα παραπάνω δεν θα επηρέαζε το συνθετικό και ηχητικό αποτέλεσμα του δίσκου και κυρίως η αποχώρηση του “Würzel”.  

Στο “Overnight Sensation” το group διατήρησε την ίδια συνταγή με τις δουλειές του –κυρίως- των 3 προηγούμενων ετών, έχοντας αφενός τα πιο «σκληρά» στοιχεία που είχε υιοθετήσει στον ήχο του, αφετέρου όμως η ηχητική του βάση ήταν το «αλήτικο» rock’n’roll με πολλά heavy και rock στοιχεία. Για ακόμα ένα δίσκο τα μέλη του group, έγραψαν και έπαιξαν τραγούδια είτε σε πιο γρήγορες ταχύτητες, είτε σε πιο mid tempo, με άπλετη την ηχητική και μουσική φιλοσοφία που τους είχε κάνει αναγνωρίσιμους στο κοινό. Άλλωστε δεν υπήρχε κανείς λόγος για πειράματα, αφού η όποια αλλαγή ή τροποποίηση θα ήταν περιττή. Ειδικά όταν άλλος ένας δίσκος θα είχε μπολιάσει τόσο αρμονικά όλα τα μέρη που χαρακτήριζαν την ταυτότητα του συγκροτήματος.  

Το album δεν διαφοροποίησε σε τίποτα την αίγλη και την φήμη του group, όντας άλλο ένα στην πλούσια μέχρι τότε καριέρα του. Σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη τους δουλειά, ήταν όμως άλλη μια άκρως αντιπροσωπευτική του σχήματος με τραγούδια όπως το ομώνυμο και το “I don’t believe a word”, δυο ακόμα από αυτά που θα μνημονεύονται σαν κλασσικά, αλλά και με άλλα όπως τα “Civil war”, “Crazy like a fox”, “Eat the gun”, “Broken”, “Them not me”, “Murder show”, “Listen to your heart” κλπ, που αγαπήθηκαν περισσότερο ή λιγότερο από τους οπαδούς. Έτσι και το “Overnight sensation” ήταν ένα album με τραγούδια που διασκέδασαν και ικανοποίησαν στο έπακρο τον οπαδό. Μέχρι το επόμενο.  

Θοδωρής Μηνιάτης 

 

NAPALM DEATH – “Diatribes” (Earache)

Πολύ αγαπημένη μου περίοδος για τους λατρεμένους NAPALM DEATH. Αφού οι τύποι άβγαλαν τα δύο αγαπημένα μου άλμπουμ τους δίπλα – δίπλα (“Harmony corruption” – 1990, “Utopia banished” – 1992), με το “Fear, emptiness, despair” (1994), μπολιάσανε το ογκώδες grindcore τους με εξαίρετο groove, industrial πινελιές (που ήδη είχαν ξεκινήσει στο “Utopia banished”), δίνοντας μας κομματάρες όπως το “Hung”, το “Plague rages” και το “Twist the knife (slowly)” (το οποίο μπήκε στο soundtrack της πρώτης ταινίας “Mortal Kombat” – 1995). Μαζί με την αντίστοιχη εποχή των KREATOR, μιλάμε για την πιο πλούσια μουσικά περίοδο υγιούς πειραματισμού σε ακραία μπάντα. 

Σήμερα εξετάζουμε το δεύτερο κεφάλαιο αυτής της περιόδου πειραματισμού, το “Diatribes”. Διατριβή επί του θέματος της καλλιτεχνικής ελευθερίας έχουμε εδώ, το μόνο σίγουρο. Από το μπάσιμο του “Greed killing”, στα ”Glimpse into genocide” και “Cold forgiveness” που σου θυμίζει ποια μπάντα ακούς αλλά υπό ένα πιο παγωμένο γκρουβάτο πρίσμα και πιο κατεβασμένες ταχύτητες. Κομμάτια όπως το “Ripe into the breaking”, το “My own worst enemy” αποτελούν τα πιο γκαζωμένα παραδείγματα μοντέρνων NAPALM DEATH, ενώ στο “Cursed to crawl” ακούμε μέχρι και καθαρά από τον Barney Greenway, με τη μπασογραμμάρα να οδηγεί το ρυθμό ιδανικά. 

Κάργα γκρούβα εισπράττουμε και στα “Just rewards”/”Take the strain” που αναλαμβάνουν να διαλύσουν το σβέρκο, με διαφορετικό τρόπο από ότι ίσως είχαν συνηθίσει οι πιουρίστες οπαδοί τους. Σαν γενικότερο σχόλιο, εκτιμώ πως άλμπουμ όπως αυτά των NAPALM DEATH την τετραετία ‘94 – ‘98, έχουν ωριμάσει τόσο όμορφα που αναδεικνύουν γιατί αυτό το συγκρότημα είναι πραγματικά τεράστιο για τον ακραίο ήχο συνολικά. Άνοιξαν τη βεντάλια εδώ, αποδεικνύοντας πόσα πράγματα μπορεί πραγματικά να χωρέσει ένας τέτοιος ήχος, διατηρώντας εαυτούς φρέσκους σε μια εποχή που άλλαζαν τα δεδομένα. In NAPALM DEATH we trust!

Γιάννης Σαββίδης

NEUROSIS – “Through silver in blood” (Relapse) 

Αν με τα δύο προηγούμενα άλμπουμ, “Souls at zero” και “Enemy of the sun”, είχαν αρχίσει να αποστασιοποιούνται όλο και περισσότερο από το punk/hardcore παρελθόν τους, πλέον με το “Through silver in blood” οι NEUROSIS είχαν ήδη χαράξει το δικό τους μονοπάτι που έμελλε να ακολουθήσουν αρκετά συγκροτήματα μερικά χρόνια μετά υπό την post-metal αιγίδα. Στα μέσα των 90s, o metal ήχος είχε αλλάξει δραστικά πρόσωπο, ο κόσμος είχε αρχίσει να γίνεται πιο δεκτικός σε νέα ακούσματα και σε ήχους που προέρχονταν και από ιδιώματα εκτός αυτού και οι NEUROSIS οι οποίοι δισκογραφούσαν για την Alterative Tentacles του Jello Biafa των DEAD KENNEDYS, υπογράφουν με την πιο ευέλικτη Relapse, με την οποία είχαν ήδη κυκλοφορήσει μαζί τους το “Silver blood transmission” του ambient alter-ego project, TRIBES OF NEUROT. Με νέο μέλος των Noah Landis στα keyboards/samples, φίλος τους από την εποχή που έπαιζε με το punk/hardcore σχήμα των CHRIST ON PARADE πίσω στα 80s, μπαίνουν στα Brilliant and Coast studios στο San Franscisco με παραγωγό για δεύτερη συνεχόμενη φορά τον Billy Anderson (EYEHATEGOD, MELVINS, SLEEP) και δημιουργούν ένα άλμπουμ-ογκόλιθο στην κυριολεξία. Η συγκεκριμένη περίοδος ήταν από τις πιο δύσκολες των NEUROSIS καθώς ο τραγουδιστής Scott Kelly ήταν άστεγος και αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με τα ναρκωτικά. Παρόλα αυτά το “Through silver in blood” αποτελεί ίσως το momentum των NEUROSIS. Με τίτλο που λειτουργεί ως  πνευματική δήλωση απέναντι στην ανθρωπότητα και τη θέση της στο σύμπαν με αλχημικούς συμβολισμούς στο εξώφυλλο και ακόμη πιο πειραματικό μουσικά από τους προκατόχους του, εδώ έχουμε την πλήρη μεταμόρφωση του σχήματος που έχει αρχίσει να δίνει ήχο σε συναισθήματα όπως ο τρόμος αλλά και σε καταστάσεις που δεν έχουν φυσική διάσταση όπως οι εσωτερικές συγκρούσεις, η σχέση μας με τη φύση, η προέλευση και το τέλος των πάντων και όλα τα παραπάνω επιτυγχάνονται με το εν λόγω επικό εγχείρημα, καταφέρνοντας να βγάζουν τόση συσσωρευμένη δύναμη από μία μονάχα νότα προκαλώντας σου έκσταση και σε αυτό βοηθάει και η ροή του άλμπουμ που είναι σαν να ακούς από την αρχή μέχρι το τέλος ένα τραγούδι. Η μουσική των NEUROSIS είναι συντριπτική χωρίς να παίζουν ακραίο metal αλλά καταφέρνει και σου προκαλεί άβολα συναισθήματα, σχεδόν δυσφορία στους μη εξοικειωμένους, σαν να στενεύει ο περιβάλλοντας χώρος και μάλιστα σε μία εποχή όπως αυτή των 90s που η αφέλεια είχε δώσει τη θέση σε πιο σκοτεινά και ρεαλιστικά θέματα αλλά και πάλι δύσκολα θα μπορούσε κανείς να είναι προετοιμασμένος σε τραγούδια όπως το ομότιτλο που «χτίζεται» σιγά-σιγά και το διαδέχεται το φρικιαστικό “Eye”.  Δέχεσαι επίθεση από τον ήχο, ο οποίος σου έρχεται από κάθε κατεύθυνση χωρίς να υπάρχει διέξοδος. Ο τρόπος που αλληλοεπιδρούν οι ήχοι μεταξύ τους, τα ηχοτόπια που δημιουργούνται, η εμβάθυνση, τα tribal τύμπανα, η ψυχεδέλεια, οι επιρροές από το experimental noise rock των SWANS και των πρώιμων DEAD CAN DANCE, η crust ψυχή των AMEBIX και o όγκος των MELVINS συντελούν σε ένα αμάλγαμα που η επανάληψη των riff και ολόκληρων μουσικών σημείων, στα πλαίσια εμμονής αρκετές φορές, μπορεί στις πρώτες ακροάσεις να ακούγεται βασανιστική αλλά μετά λειτουργεί ως mantra και εμψυχωτική. H χρήση γκάιντας, τσέλου και βιολιού από μέλη των AMBER ASYLUM προκαλούν την αίσθηση μουσικής δωματίου ειδικά στο “Aeon” και μιας ρέκβιεμ αίσθησης η οποία γίνεται πιο αισθητή στο επόμενο άλμπουμ τους, “Times of grace” (1999). Για να υποστηρίξουν το “Through silver in blood, εκτός από την headline περιοδεία με τους BLOODLET και τις support εμφανίσεις μαζί με τους CLUTCH στους PANTERA, συμμετείχαν και στα Ozzfest του 1996 και 1997 μαζί με τους Ozzy Osbourne, BLACK SABBATH, SLAYER, TYPE O NEGATIVE, MACHINE HEAD, SEPULTURA κ.α. η οποίοι μπορεί να είχαν την ευκαιρία να βλέπουν τους BLACK SABBATH σχεδόν κάθε μέρα και να τρώνε φαγητό της προκοπής αλλά επειδή τα μέλη των NEUROSIS και κυρίως ο κιθαρίστας/τραγουδιστής Steve Von Till, βρισκόντουσαν σε μία δύσκολη περίοδο λόγω προσωπικών τους προβλημάτων, της ανασφάλειας και του βιοπορισμού που έχουν οι περισσότεροι underground μουσικοί, το να περιοδεύουν ασταμάτητα δεν ήταν και το καλύτερό τους αλλά πήραν ένα βασικό μάθημα πως πρέπει να παραδίδονται ψυχή τε και σώματι σε αυτό που κάνουν και να γίνονται ένα με τη μουσική τους έστω κι αν αυτό στο τέλος έδειξε να επηρεάζει τόσο το ίδιο το σώμα τους αλλά και την ευημερία τους. Γυρίστηκε επίσης κι ένα video για ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια τους το “Locust star”, με χρήση visuals τα οποία βρήκαν θέση και στις συναυλίες τους, τα οποία προβάλλονταν πίσω από το συγκρότημα και αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος για πάρα πολλά χρόνια.

Κώστας Αλατάς

NEVERMORE – “The politics of ecstasy” (Century Media)

Τo “Nevermore” είχε κάνει κρότο. Πάταγο. Για ντεμπούτο, ήταν υπέρ το δέον εντυπωσιακό. Αλλά αυτό που έγινε με το “The politics of ecstasy”, ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι οπαδοί των Dane/Sheppard, δεν το περίμεναν. Οι οπαδοί που τους είχαν ακολουθήσει στους NEVERMORE, έτσι; Γιατί από όσους ένιωθαν να τους κατακλύζουν κύματα ηδονής όταν άκουγαν τα “Refuge denied” και “Into the mirror black” των SANCTUARY, δεν τους ακολούθησαν όλοι στο νέο τους τότε πόνημα. Το “The politics of ecstasy” ήταν το album που καθιέρωσε τους NEVERMORE ως ηγέτιδα δύναμη του metal στο λυκόφως του 20ου αιώνα και τίποτα δε δύναται να το αμφισβητήσει αυτό. Ήταν μια πνοή ζώσα, ένα ηλεκτροσόκ, ένας δίσκος ζωτικής σημασίας για τον μη ακραίο ήχο, ένα θεόρατο album, ένα ολοκληρωτικό αριστούργημα που με την σειρά του άνοιξε τους δικούς του δρόμους και δημιούργησε τη δική του σχολή, έστω και αν αυτή η μοναδικότητα του ήχου της μπάντας ήταν τέτοια, που οι μαθητές ήταν στην ουσία λίγοι, μην πω ελάχιστοι. Power metal, thrash, death, doom, progressive/tech, παραγωγή – επιτομή του «φρέσκου» και του σύγχρονου από τον «μάστορα» Neil Kernon, όλα τα άκουγε κανείς στο εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Timothy Leary, “The politics of ecstasy”. Οι παλαιοί οπαδοί «στριμώχτηκαν», ζορίστηκαν ακόμη περισσότερο και στο τέλος ελάχιστοι έμειναν πιστοί. Η πλειοψηφία απέρριψε τους NEVERMORE μια και καλή μετά από αυτό. Ουδέν κακόν αμιγές καλού όμως, έτσι δε λένε; Μια στρατιά νεαρών παιδιών που διψούσε τότε για νέους ήρωες, δικούς της, της γενιάς της, έδωσε στους metallers από το Seattle απεριόριστα credits τα οποία και εξαργύρωσαν στην πορεία μέχρι το τελευταίο. Ο νέος guitar hero που ονομάζεται Jeff Loomis ανέτειλε, υπογράφοντας όλες τις συνθέσεις, ο «ακραίος» Pat O’ Brien «έδεσε» μαζί του απόλυτα, ο Van Williams ήταν πιο εντυπωσιακός και από show πυροτεχνημάτων κατά την κινεζική Πρωτοχρονιά και οι άλλοτε Διόσκουροι του USPM είχαν δημιουργήσει ένα συγκρότημα που οδηγούσε την κούρσα από θέση ισχύος κι ας μην το είχαν καταλάβει, όπως φανέρωναν οι τότε συνεντεύξεις τους. Και μετά από αυτό, τι έγινε; Ακούσαμε τον ορισμό της διασκευής στο “Love bites” των JUDAS PRIEST, είδαμε την συναυλία-φιάσκο με τους ICED EARTH στο ΡΟΔΟΝ και μάθαμε εμείς οι μικροί, η γενιά μου, τότε, τι σημαίνει στην πράξη «κολλημένος οπαδός».

Δημήτρης Τσέλλος

NIGHTSTALKER – “Use” (FM Records)

Ο πιο παλιοί θα θυμόνται ότι οι NIGHTSTALKER είχαν ανοίξει την πρώτη συναυλία των ΑΝΝΙΗΙLATOR στην Αθήνα το 1991. Τότε που έπαιζαν ακόμα thrash metal και o Aργύρης ήταν πίσω από τα τύμπανα. Η πρώτη μου επαφή μαζί τους ήταν από την συλλογή της Μολών Λαβέ, “Metal Gear” στην οποία συμμετείχαν με δύο τραγούδια. Θα τους ακολουθήσουμε και τα επόμενα χρόνια όπου το στυλ τους θα αλλάξει σε heavy rock και το πρώτο τους EP “Side FX” τo ’94, θα σηματοδοτήσει την έναρξη της νέας τους ρότας αλλά και την αρχή μιας λαμπρής πορείας επίσης που σφραγίσθηκε και από σημαντικούς δίσκους και ανεπανάληπτες συναυλίες τα επόμενα χρόνια.

Το “Use” ουσιαστικά ήταν το ντεμπούτο album τους και όπως προέκυψαν τα πράγματα η δεύτερη και τελευταία τους κυκλοφορία για την δεκαετία του ‘90. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στα Αction studios και την παραγωγή έχει αναλάβει ο Alex από τους LAST DRIVE. Η μπάντα είχε υπογράψει συμβόλαιο με την FM Records για τέσσερις δίσκους αλλά μόνο αυτός κυκλοφόρησε κάτω από την ετικέτα της τελικά.

Εδώ η μπάντα όπως έκανε και συνεχίζει να κάνει μέχρι και σήμερα προσφέρει ένα εξαιρετικό σύνολο συνθέσεων με επιρροές που ξεκινούν από τους BLACK SABBATH της δεκαετίας του 70 (“Μy turn”, “Ghost song”) και φθάνουν σε σύγχρονες μπάντες της τότε εποχής τους όπως οι MONSTER MAGNET (“Freakland”), KYUSS (“Trigger Happy”, “Give me”) και πολλά άλλα. Άλλωστε στις συνεντεύξεις της εποχής  πάντα δήλωναν οπαδοί των νέων σκληρών και ενναλακτικών συγκροτημάτων όπως ΚΥUSS, MONSTER MAGNET, ΗΕLMET, SOUNDGARDEN, SMASHING PUMPKINS και όχι μόνο.

O δίσκος αποτελείται από δεκατρία κομμάτια που σε αυτά θα βρει κάνεις όλα τα στοιχεία που διαμόρφωσαν τον ήχο τους και εδώ δείχνουν πλέον να έχουν βρει το δικό τους μονοπάτι. Η ικανότητα τους στο να γράφουν συνθέσεις που δείχνουν προσωπικό χαρακτήρα αλλά και ικανή αφομοίωση των μουσικών επιρροών ώστε το αποτέλεσμα να μην φανερώνει τίποτα άλλο παρά προσωπική ταυτότητα στο τέλος ήταν και παραμένει το δυνατό τους χαρτί.   

Οι NIGHTSTALKER είναι το πιο σημαντικό σχήμα που έβγαλε το heavy rock στην χώρα μας και το “Use” έθεσε ψηλά τον πήχη και φύτεψε τους σπόρους για την άνθηση της heavy rock σκηνής των επόμενων δεκαετιών. Αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον κόσμο και βοήθησε να μεγαλώσει το κοινό τους χρόνο με τον χρόνο, συναυλία με συναυλία.

Δίσκος-σταθμός, πραγματικά! 

Γιάννης Παπαευθυμίου

OPETH – “Morningrise” (Peaceville)

Το “Morningrise” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του σουηδικού Progressive/Death (τότε) metal συγκροτήματος OPETH. Κυκλοφόρησε στις 24 Ιουνίου 1996 και οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν στο στούντιο Unisound, στο Finspång, ενώ ήταν το τελευταίο άλμπουμ των OPETH σε παραγωγή του Dan Swanö. Ήταν επίσης η τελευταία κυκλοφορία των OPETH με τον ντράμερ Anders Nordin και τον μπασίστα Johan De Farfalla. Το “Morningrise” παρουσιάζει το χαρακτηριστικό (ξανά τότε) στυλ των OPETH, εξερευνώντας τη δυναμική μεταξύ του συνδυασμού Death Metal και κιθαριστικών μερών με ελαφρύτερα progressive και ακουστικά στοιχεία, σε συνδυασμό με βαρύτατο growl από τον Mikael Åkerfeldt που ακόμα τότε συνδύαζε Βlack και Death metal στα φωνητικά του.

Το “Morningrise” πάσχει από ένα ελάττωμα που πολλές μπάντες θα ήθελαν να βιώσουν τουλάχιστον μία φορά στην καριέρα τους: την υπερβολική έμπνευση. Υπάρχουν πολλά σκοτεινά riff σε αυτό το άλμπουμ, ενισχυμένα με σουηδική μαυρίλα και υπέροχες κιθάρες. Γράφοντας υπερβολικά μεγάλα και με ελάχιστους στίχους, μιας και οι στίχοι δεν καταλαμβάνουν πολύ χώρο στο σύνολο, οι OPETH πέτυχαν μια εξαιρετική εναλλαγή ηλεκτρικών και ακουστικών μερών. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στο μπάσο του Johan DeFarfalla. Προσέξτε την εισαγωγή του “Black rose immortal”, αρκεί…  Μερικές φορές το άλμπουμ δίνει την εντύπωση ότι ο διαχωρισμός των κομματιών είναι δύσκολος και αυθαίρετος. Το μόνο τραγούδι που έχει τη δική του ταυτότητα, αυτό στο οποίο μπορείς να βάλεις ένα όνομα ακόμα και σε λίγα δευτερόλεπτα όταν ακούς ένα απόσπασμα του, είναι η υπέροχη μπαλάντα “To bid you farewell”, ακόμα και σήμερα μια από τις ομορφότερες τους. Εκεί, κανένα πέρασμα δεν είναι υπερβολικό, όλα συνδέονται όπως σε ένα όνειρο.

Ήδη βελτιωμένο σε σχέση με το ούτως ή άλλως εξαιρετικό “Orchid”, το δεύτερο άλμπουμ των OPETH είναι στην πραγματικότητα αρκετά διαφορετικό από τον προκάτοχό του. Παρά την τεράστια δισκογραφία τους όμως και τη σχετική ηλικία του άλμπουμ, αυτό εξακολουθεί να παραμένει ένα μοναδικό και άκρως συναρπαστικό άλμπουμ που αξίζει τον χρόνο σας. Έξοχο.

Φανούρης Εξηνταβελόνης

OVERKILL – “The killing kind” (CMC International Records)

Το 1996 βρήκε τους θρυλικούς thrashers OVERKILL να κυκλοφορούν το όγδοο άλμπουμ τους με τίτλο “The killing kind”. Ένα δίσκο που σηματοδότησε ένα νέο κεφάλαιο για τα αλάνια από το New Jersey καθώς παρουσιάστηκαν ξανά με αλλαγή στη σύνθεση τους, αυτή τη φορά με τον Joe Comeau (τραγουδιστή των LIEGE LORD και αργότερα των ANNIHILATOR) και τον Sebastian Marino (R.I.P. 2023) ως το νέο κιθαριστικό δίδυμο της μπάντας. Λιγότερο straightforward από το “W.F.O.” που κυκλοφόρησε δύο χρόνια πριν, αλλά σε σημεία εξίσου ωμό και τραχύ, το “The killing kind” έχω την εντύπωση ότι είναι ένας κάπως υποτιμημένος δίσκος. Πολύ κακώς, αν θέλετε τη γνώμη μου καθώς ο δίσκος ακούγεται πιο ποικιλόμορφος από τον προκάτοχό του. Φυσικά για thrash metal μιλάμε και το “The killing kind” φροντίζει να μας το θυμίσει αυτό κατευθείαν με το καλημέρα, καθώς τα τρία πρώτα κομμάτια του δίσκου, τα “Battle”, “God-like” και “Certifiable” παίρνουν κεφάλια. Από εκεί και πέρα, οι ταχύτητες αυξομειώνονται, τα πρώτα groove στοιχεία κάνουν την εμφάνιση τους σε τραγούδια όπως το “Bold face pagan stomp”, το “Burn you down/ To ashes” πατάει γερά στις doom βάσεις που οι ίδιοι έθεσαν με το “Skullkrusher” από το “The years of decay”, ενώ και η, ας πούμε μπαλάντα, “The mourning after/ private bleeding” προσδίδει ένα ιδιαίτερο τόνο. Προσωπικό αγαπημένο μου όμως από το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι το τραχύ “Let me shut that for you”, με τον Blitz να μην χαρίζει κάστανα σε κανέναν και εκτιμώ ότι είναι το πιο αντιπροσωπευτικό τραγούδι του δίσκου. Η ατμόσφαιρα του άλμπουμ είναι πολύ σκοτεινή και δυσοίωνη, θυμίζοντας σε σημεία αυτή του “The years of decay” χωρίς όμως, και λογικά, να μπορεί να αγγίξει το μεγαλείο του. Πολύ εντυπωσιακή και η απόδοση της μπάντας, με τους προβολείς να πέφτουν, και πολύ λογικά, επάνω στο νέο κιθαριστικό δίδυμο, με τους Comeau/ Marino να βγάζουν εις πέρας την αποστολή τους με απόλυτη επιτυχία. Για το μπάσο του D.D. Verni και τα φωνητικά του Blitz ούτε λόγος φυσικά καθώς και εδώ δίνουν το μάξιμουμ των δυνατοτήτων τους. Σε γενικές γραμμές το “The killing kind” είναι μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια που μπορεί να απέχει παρασάγγας από τις πρώτες δουλειές των OVERKILL, δεν παύει όμως να είναι μια σημαντική προσθήκη στη δισκογραφία τους και αν το έχετε παραμελήσει, ποτέ δεν είναι αργά να του δώσετε μια ευκαιρία.
Θοδωρής Κλώνης

PANTERA – “The great southern trendkill” (EastWest)

Κοίτα τώρα, τι υπέροχα παιχνίδια παίζει η μοίρα καμιά φορά. Είχα ήδη γράψει κείμενο για το αγαπημένο μου άλμπουμ των PANTERA, αλλά για διαφορετικού πνεύματος στήλη, μα είναι και η ώρα να γράψω ξανά τέτοιο κείμενο για το “The great southern trendkill” για το αφιέρωμα τούτο εδώ. Δεν είναι κανένα κοινό μυστικό ο έρωτας μου γι’ αυτό το δίσκο. Γιατί πολύ απλά, θέλει τρομερά κότσια, να βγάζεις το πρώτο δίσκο που αλλάζει τα δεδομένα στον σκληρό ήχο (“Cowboys from hell”), να πατάς μια ΜΠΟΥΝΙΑ μεγατόνων σε όποιον σε αμφισβήτησε και μίλησε για εφήμερη επιτυχία (“Vulgar display of power”) και μετά να πηγαίνεις νούμερο ένα στο Billboard καρφί με ακόμα βαρύτερο δίσκο (“Far beyond driven”). Εκεί, πολλοί θα “χαλάρωναν” λιγάκι, θα κάνανε ένα βήμα πίσω, θα άραζαν. 

Όχι, όταν είσαι μια μπάντα σαν τους PANTERA. Όχι, όταν θέτεις τους δικούς σου κανόνες. Όχι, όταν εσύ αποφασίζεις πότε θα σταματήσεις να μοιράζεις ανάποδες, πότε θα γονατίζεις σβέρκους με τα απίστευτα γκρουβάτα riffs του Dimebag και το μπετόν αρμέ rhythm section των Rex Brown/Vinnie Paul, με τα τσαμπουκαλεμένα φωνητικά του Phil Anselmo να στήνουν τους πάντες στη γωνία και να τους περιποιούνται λεκτικώς. “FUCK YOUR MAGAZINE, FUCK YOUR LONG DEAD PLASTIC SCENE, PIERCE A NEW HOLE, IF HELL WAS IN, YOU’D SELL YOUR SOUL” ωρύεται ο πάλαι ποτέ θρυλικός frontman στο φερώνυμο οδοστρωτήρα και νομίζω όλοι καταλαβαίνουμε με τι έχει πρόβλημα ακριβώς. Ξεχωρίζουν τα bluesy περάσματα του συγκλονιστικά κατεστραμμένου “Suicide note pt.1” πριν το “…pt.2” μας περάσει πριονοκορδέλα με τις υπέροχες ερμηνείες του Phil. 

Προσωπική προτίμηση το ανυπέρβλητο έπος “Floods”. Σκοτεινό σαν βόλτα στις γειτονιές της Νέας Ορλεάνης, βαλτώδες και βαρύ σαν μια πλημμύρα του Μισσισιπή. Και αυτή η μελωδία το φινάλε… Αχ αυτό το φινάλε. Όπως είχα πει και στο άλλο κείμενο “μια σοβαρή hard’n’heavy μπάντα θα έφτιαχνε χρυσές μπαλάντες από αυτή για χαμένους έρωτες”. Αλλά όχι, το έβαλε στο φινάλε ενός βαρύτατου και ασήκωτου κομματιού, στέλνοντας μας όλους στον αγύριστο. Απλά επειδή ήταν εκείνος που ήταν. Τώρα τι να πεις, για “War nerve” ή “13 steps to nowhere” ή “Living through me (hell’s wrath)” καθώς και για την οπτική εκπροσώπηση του δίσκου, με το “Drag the waters”. Μεγαλειώδες το “The underground in America” με το καταπληκτικό σχεδόν death metal riff του (είμαι σίγουρος ότι έχω ακούσει σε SUFFOCATION ανάλογο riff — με αυτά ακριβώς τα τύμπανα).  

Το άλμπουμ αυτό, μαζί με το “Reinventing the steel” κλείνουν μια για πάντα το κεφάλαιο PANTERA (Όχι, το κακόγουστο αστείο που ξεκίνησε το καλοκαίρι του ‘22 δε μετράει. Είναι tribute, όχι reunion και κάκιστα οικειοποιούνται τέτοια κληρονομιά τοιουτοτρόπως. Τελεία και παύλα), οπότε κάποιος θα τολμούσε να πει, πως είμαστε συναισθηματικά φορτισμένοι όσοι μιλάμε γι’ αυτά. Όχι, δεν είμαστε. Είναι οι στιγμές περηφάνειας στιχουργικά μιας φτασμένης μπάντας, περήφανης για την ακεραιότητα της, τις αξίες της καθώς και της αγάπης που εισέπραξε απ’ όλον τον κόσμο. Ποιες αξίες; Αυτές:

WE THRIVE ON WHAT’S STRONGER THAN MOST OF THE WORLD!

Γιάννης Σαββίδης

PENDRAGON – “The masquerade overture” (Toff)

Για τους ρέκτες του neo prog κινήματος, σχήματα όπως οι IQ, ARENA, PALLAS και φυσικά οι PENDRAGON, προκαλούν απανωτές ανατριχίλες. Με ενδιάμεσο φάρο/αφετηρία τους τρισμέγιστους MARILLION της περιόδου του ψηλέα Σκωτσέζου Fish, το εν λόγω ηχητικό carousel θέλησε να καταθέσει τον αέναο σεβασμό του στα 70s και όλα εκείνα τα μεγαθήρια (που “ξέβρασαν” κατά βάση οι βρετανικές ακτές) όπως οι GENESIS, YES, PINK FLOYD, CAMEL, ELP, KING CRIMSON, JETHRO TULL. To “The masquerade overture” είναι ένα άλμπουμ που μπορεί φέτος να κλείνει 27 ολόκληρα χρόνια από την εποχή της κυκλοφορίας του, αλλά είναι τόσο έντονο το αποτύπωμα του στο κίνημα εν γένει, που δικαίως καταλαμβάνει περίοπτη θέση στις λίστες με τις κορυφαίες ηχογραφήσεις του ιδιώματος. Δεν είναι και αμελητέα η ποσότητα των οπαδών, δε, που το έχουν αναγάγει στο magnum opus των Βρετανών.

Όλα όσα μας ελκύουν και μας εξάπτουν την φαντασία αναφορικά με το είδος, βρίσκονται στο “The masquerade overture”. Οι μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις που σου δίνουν την αίσθηση πως δεν μπορεί να κοπεί ούτε μία νότα, τα πότε παιχνιδιάρικα, πότε υποβλητικά πλήκτρα από τον Clive Nolan (επίσης στους ARENA αλλά και συμμετέχων σε ένα σωρό projects), τα παιχνιδίσματα των τυμπάνων, η ήρεμη δύναμη του μπάσου, τα μακρόσυρτα solos του mainman Nick Barrett που ηχούν στα αυτιά μου ως ένας φόρος τιμής στον David Gilmour των PINK FLOYD… Η παλέτα πάνω στην οποία έχει στηθεί το πέμπτο άλμπουμ των PENDRAGON περιέχει ως εκ τούτου τα περισσότερα από τα λατρεμένα κλισέ του ήχου, ισχυρές επιδράσεις από τους MARILLION, όπως κάθε σοβαρή μπάντα που σέβεται τον εαυτό της και τιμά το παρελθόν της αλλά και περίσσια αυτοπεποίθηση πως το σχήμα βαδίζει στον δρόμο που θα τον οδηγήσει στην δική του γη της επαγγελίας. Το ατμοσφαιρικό “Paintbox”, το απολαυστικό “Guardian of my soul” αλλά και το θεσπέσιο “Masters of illusion”, είναι ικανά παραδείγματα να πείσουν όσους αρέσκονται σε παραπλήσιο ύφος και λόγω συγκυριών δεν έτυχε να ασχοληθούν με τους Βρετανούς μέχρι σήμερα. Και μπορεί να μην τίθεται θέμα σύγκρισης με τους MARILLION, IQ, και ARENA που εύκολα καταλαμβάνουν τις θέσεις των απόλυτων ακουσμάτων αλλά “συνωστίζονται” μαζί με αρκετούς άλλους στις αμέσως επόμενες θέσεις.  

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

POVERTY’S NO CRIME – “The autumn years” (T&T)

Όσοι είχαμε την τύχη/ευλογία να παρευρισκόμασταν στο θρυλικό Ρόδον στις στιγμές της δόξας του, θα έχουμε ορισμένους πολύ καλούς λόγους για να θυμόμαστε όλα όσα ζήσαμε. Δεν θα κρυφτώ πίσω από το δάχτυλο μου.  Δύο από εκείνες τις περιπτώσεις που παντοτινά θα ανακαλώ με την πρώτη ευκαιρία στην μνήμη μου – κι αυτό γιατί μου έκαναν τρομερή εντύπωση επειδή επρόκειτο για support μπάντες που είχαν τον δύσκολο ρόλο να ανοίξουν για άκρως επιτυχημένους και με περισσότερα χρόνια στην πλάτη τους καλλιτέχνες όπως οι STRATOVARIUS και οι VIRGIN STEELE είναι οι στους Αυστριακοί STIGMATA IV και οι Γερμανοί POVERTY’S NO CRIME… Οι τελευταίοι είχαν ήδη κυκλοφορήσει το δεύτερο τους άλμπουμ “The autumn years” που καταδείκνυε και την πορεία που είχαν ήδη χαράξει στο μυαλό τους και θα την ακολουθούσαν με αφοσίωση και αυταπάρνηση για τα επόμενα (πολλά) χρόνια. Και σε περίπτωση που η λέξη “αυταπάρνηση” ηχεί ολίγον τι “αβανταδόρικη” για το συγκρότημα και την λατρεία που –δεδομένα- τους έχω, σκεφτείτε πως μπορεί η παρουσία τους να συνέπεσε με την άνοδο του progressive metal στο δισκογραφικό γίγνεσθαι αλλά όταν η περίοδος των παχέων αγελάδων μας άφησε χρόνους, οι PNC ήταν εκεί, αδιαφορώντας για μόδες και νέες ηχητικές παραμέτρους. Δεν ταίριαζαν με το DNA τους. Το οποίο εν πολλοίς οικοδομήθηκε με το “TAY” και γνώρισε την πλήρη αποθέωση του με το “One in a million” του 2001.

Με ένα ύφος που συνδύαζε το τεχνικό αλλά όχι ιδιαίτερα πολύπλοκο κομμάτι του prog metal, την έμφαση στις “βαθιές”, “γεμάτες” μελωδίες, είτε αυτές προέρχονταν από τα κιθαριστικά των Walsemann/Ahrens, είτε από τα αφοπλιστικά φωνητικά του πρώτου αλλά και τα μαγευτικά πλήκτρα του Maniscalco, οι PVC ξεπέρασαν εύκολα και ανώδυνα τον σκόπελο του –κατά τ’ άλλα – πολύ αξιόλογου ντεμπούτου τους “Symbiosis”. Κράτησαν όλα τα συστατικά εκείνα που θεωρούσαν πολύτιμη παρακαταθήκη για το εγγύς μέλλον, μείωσαν αισθητά και εν συνεχεία απέβαλλαν ότι αποτελούσε βαρίδι για την εξελικτική τους πορεία και μας χάρισαν τον πρώτο  από μια σειρά εξαιρετικών δίσκων που βρίθει φρεσκάδα, ζωντάνια και έναν καμβά ελκυστικότατων ιδεών. Μακριά από τον άκρατο τεχνοκρατισμό των SIEGES EVEN, την γλυκιά μελαγχολία των SOUL CAGES και εγγύτερα ηχητικά στους VANDEN PLAS, η πεντάδα εντρυφεί με θαυμαστή συνέπεια σε ένα ύφος που ισορροπεί επιτυχημένα ανάμεσα στην μελωδία και την δύναμη, που γνωρίζει τι ζητά και πως θα το αποκτήσει και δείχνει από πολύ νωρίς τις διαθέσεις και τις δυνατότητες τους. Με συνθέσεις που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή, ένα δεδομένο highlight (βλ. “Rain of Gods”) και ένα σωρό ισάξιους συμπαραστάτες τα “Ghost of a stone”, “Beat it when it hurts”, “Seconds”, “The heroes return”, η παρουσία του “The autumn years” όχι μόνο για τους ίδιους τους POVERTY’S NO CRIME αλλά για το οικοδόμημα του progressive metal είναι κάτι παραπάνω από πολύτιμη! Πανέμορφο και διαχρονικό!

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

POWER CRUE – “The sign of rage” (Live)

Από τις πιο παλιές καραβάνες της εγχώριας σκηνής, οι POWER CRUE, ούτε λίγο ούτε πολύ, δημιουργήθηκαν στην καρδιά των 80s αλλά την πρώτη τους επίσημη demo ηχογράφηση κατόρθωσαν να την κυκλοφορήσουν το 1993 με τίτλο “Alive again”… Και τρία χρόνια αργότερα, με session τραγουδιστή τον Αλέξη Μπαλακάκη, (με θητεία στους SPITIFIRE αλλά και τους γνωστούς στο underground κύκλωμα SILVER BULLETS), συστήνονται επισήμως στο ελληνικό κοινό με ένα άλμπουμ που για αρκετό κόσμο (μέσα σε αυτούς και ο γράφων) αποτελεί ακόμα και σήμερα την πιο ποιοτική δουλειά τους μέχρι και σήμερα. Το κλασικότροπο heavy metal των PC σίγουρα όφειλε πολλά σε όλους τους μεγάλους του είδους αλλά πιο συγκεκριμένα στο δίπολο JUDAS PRIEST/ACCEPT και δευτερευόντως στους RUNNING WILD/GRAVE DIGGER αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιδίδεται σε αναμάσημα ιδεών που θα το έφερναν μπροστά σε έναν στείρο μιμητισμό που μόνο αδιέξοδο θα μπορούσε να προκαλέσει στην πορεία τους. Δίπλα στο στακάτο rhythm section των Οικονόμου/Τσουκαλά (μπάσο και τύμπανα αντίστοιχα), οι κιθάρες των Πρίτση/Μπερτσάτου δίνουν την δική τους “άτυπη” μάχη καθοδηγώντας τις συνθέσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδειχθεί η ερμηνεία του Μπαλακάκη.

“Torture” για να θυμούνται οι παλαιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι, μία σύνθεση από το παρελθόν και live favorite χρόνων με τον σαρωτικό του ρυθμό, “Forever” σε πιο mid tempo ρυθμούς και εξόχως βαρύ αλλά και μελωδικό συγχρόνως. Ένα “On the run” να μας επαναφέρει μνήμες από το ιστορικό εκείνο ντεμπούτο των RUST, όντας μία από τις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ μαζί με το “δίδυμο” αδερφάκι του “Enemy brothers”. Ακατάπαυστη πώρωση, με εξαιρετικά solos και φωνητικά από τον Μπαλακάκη στο “Before the end” και δεν θα μπορούσα να φανταστώ  ιδανικότερο κλείσιμο της αυλαίας από το “αρρωστημένο” “Spent on you”. Παρ’ όλο που η παραγωγή έχω την αίσθηση ότι αποστερεί από το άλμπουμ μέρος της δυναμικής και της ενέργειάς του, δεν αποτελεί μυστικό ότι οι POWER CRUE του “The sign of rage” ήταν ένα σχήμα που η έκλυση αδρεναλίνης ήταν τόσο έντονη ευδιάκριτη που κάθε περίπτωση εντοπισμού ανορθογραφιών απλά πιστοποιούν τον βασικό αξίωμα πάνω στο οποίο στήθηκε από τους εμπνευστές του και δεν ήταν άλλο από την πλήρη ηχητική καταγραφή της heavy metalικής υπόστασης made in Greece! Η επανακυκλοφορία του σε βινύλιο το 2010 από την Lighten The Underground έδωσε την δυνατότητα να αποκτήσουν αυτή την θαυμάσια δουλειά όσοι δεν πρόλαβαν όταν εκείνη πρωτοκυκλοφόρησε… 

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

PRONG – “Rude awakening” (Epic) 

Έχουμε δει την ίδια ιστορία να επαναλαμβάνεται αρκετές φορές. Μετά από ένα αρκετά πετυχημένο άλμπουμ όπως ήταν το “Cleansing” και κοινή περιοδεία με τους PANTERA και SEPULTURA, αρχίζουν οι πιέσεις από στελέχη της πολυεθνικής εταιρείας Epic Records για το ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να πάρουν οι PRONG, με τον κιθαρίστα/τραγουδιστή Tommy Victor να αντιστέκεται και να ακολουθεί το δικό του όραμα. Το αποτέλεσμα; Το άλμπουμ να πουλάει 10.000 αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα, η Epic να το θεωρεί αποτυχία και ένα μήνα μετά να σταματάει να το προωθεί και στη συνέχεια να τους διώχνει από το roster της με αποτέλεσμα οι PRONG να διαλύσουν. Ας ρίξουμε μια ματιά τι έγινε στο ενδιάμεσο όμως. Βρισκόμαστε στα μέσα των 90s όπου συγκροτήματα με μια πιο εναλλακτική ματιά στον σκληρό ήχο βρίσκονται στο peak της καριέρας τους όπως οι PRIMUS, WHITE ZOMBIE, MINISTRY και HELMET, με τους PRONG να βρίσκονται στο momentum της καριέρας τους με το άλμπουμ-επιτομή του ήχου τους, “Cleansing” και με την Epic να πιστεύει πως έχει βρει το next-big-thing στον metal ήχο. Οι PRONG με το “Rude awakening” παρεκκλίνουν από τον προκάτοχό του, μια απόφαση δύσκολη και με αρκετό ρίσκο. Λιγότερο ευθύ, με πιο αισθητές industrial αναφορές και τραγούδια που βασίζονται κατά κύριο λόγω στο ρυθμό/drum-loop ή στις μελωδικές γραμμές των φωνητικών και με κιθάρες που είναι περισσότερο κοντά στους Geordie Walker (KILLING JOKE), Justin Broadrick (GODFLESH) και Daniel Ash BAUHAUS) και λιγότερο hardcore/thrashy πλέον. Με το line-up να παραμένει σταθερό έχοντας τους Paul Vincent Raven στο μπάσο και τον Ted Parsons στα τύμπανα και τον Charlie Clouser των NINE INCH NAILS στα keyboards/drum programming, στην παραγωγή και στη μίξη συναντούμε ξανά τον Terry Date (PANTERA, SOUNDGARDEN, OVERKILL) o οποίος χαλιναγώγησε τον Victor στο να ακολουθήσει μία πιο rock κατεύθυνση και να μην το τερματίσει με τις σχεδόν techno αναφορές που είχε αρχικά στο μυαλό του. «Όσο περισσότερους δίσκους πουλάς τόση περισσότερη ελευθερία έχεις να κάνεις αυτό που θέλεις» δήλωνε τότε ο Victor και όντως το “Rude Awakening” είναι ο πιο πειραματικός δίσκος της μέχρι τότε καριέρας τους και ίσως μπροστά από την εποχή του μιας και παραμένει απολαυστικός μέχρι και σήμερα. Χρειάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια για να τον ολοκληρώσουν, με τους στίχους του Victor να έχουν μία συνοχή χωρίς να αποτελούν μέρος κάποιου concept και βασίζονται στο πως να προσεγγίζεις τη ζωή χωρίς να έχεις υψηλές προσδοκίες και να είσαι προετοιμασμένος για το χειρότερο σενάριο καθώς επίσης στο πως οι άνθρωποι προσπαθούν διαρκώς να κάνουν τους άλλους ευτυχισμένους ενώ πρέπει να βασιστούν περισσότερο στον εαυτό τους. Το εξώφυλλο του δίσκου και οι φωτογραφίες περιόδου 1980-1995 που περιλαμβάνονται στο ένθετο βιβλιαράκι προέρχονται από το ρωσικό πρακτορείο ITAR-TASS, με τις λεζάντες των φωτογραφιών να είναι μεταγραμμένες σε κυριλλική γραφή και πάνω στο cd να είναι τυπωμένο το αρχικό “P” του ονόματός τους σε μορφή που να παραπέμπει στο σφυροδρέπανο, το σύμβολο της ένωσης του προλεταριάτου, δίνοντας έτσι μία νέα οπτική στους στίχους θέτοντας ερωτήματα, επτά μόλις χρόνια από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, αν μετά το τέλος του ολοκληρωτισμού αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι καλύτερο κάνοντας κριτική την ίδια στιγμή και στην Αμερική, στον καταναλωτισμό και την εμπορευματοποίηση μέχρι και της ανθρώπινης ευημερίας. Μετά από περιοδεία με τον Ozzy Osbourne και τους FILTER στις Η.Π.Α. και εμφανίσεις στα περισσότερα φεστιβάλ στην Ευρώπη, ο Tommy Victor απογοητευμένος από την κατάσταση με την Epic και το management, την πίεση που δεχόταν και τα συνεχόμενα παράπονα, αποφάσισε να διαλύσει το 1997 τους PRONG και να δεχτεί την πρόταση του Glenn Danzig να αποτελέσει μέλος του προσωπικού του συγκροτήματος ενώ πρόλαβε να συνεργαστεί για έξι μήνες με τον Rob Zombie -ο οποίος είχε σκηνοθετήσει το video του “Rude awakening- και ξεκινούσε κι αυτός την προσωπική του καριέρα και έγραψαν μαζί το τραγούδι “The great American nightmare” που συμπεριλήφθηκε στο soundtrack της ταινίας “Howard Stern’s private parts”.

Κώστας Αλατάς

PSYCHO MOTEL – “State of mind” (Raw Power)

Αρχικά να τονίσουμε πως το συγκεκριμένο άλμπουμ μπαίνει στο 1996 με βάση την χρονιά κυκλοφορίας του στην Ευρώπη, καθώς η πρώτη επίσημη κυκλοφορία του ήταν το 1995 και μόνο για την Ιαπωνία.

Πάμε τώρα. Οικογένεια IRON MAIDEN και Adrian Smith. Η προσπάθεια του κιθαρίστα να απομακρυνθεί τελείως από τον ήχο που τον έκανε διάσημο. Τι επιλέγει; Χαμηλωμένο κούρδισμα και μία πιο prog αισθητική. Prog μέχρι εκεί που μπορεί, μην τα ισοπεδώσουμε όλα. Βέβαια, στα δικά μου αυτιά είναι άκρως επηρεασμένος και από τη σκηνή του Seattle. Μπορεί βέβαια να είμαι και εντελώς λάθος, αλλά αυτό ακούω. Η αλήθεια είναι πως αν δεν υπήρχε το όνομα του Adrian Smith πολύ δύσκολα το συγκεκριμένο άλμπουμ θα έβρισκε θέση μέσα σε αυτή τη λίστα. Όχι γιατί είναι κακό αλλά δεν είναι κάτι το τόσο φανταστικό για να ποντάρει κάποιος τα λεφτά του. Ναι, υπάρχουν κάποιες πολύ όμορφες στιγμές μέσα στον δίσκο που σε κάνουν να κουνηθείς, όπως το ομώνυμο τραγούδι για παράδειγμα. Ναι, τα solo του Smith είναι εκεί και κάνουν μπαμ από μακριά. Είναι ικανά όμως να στηρίξουν έναν ολόκληρο δίσκο; Η απάντηση δίνεται στην αρχή του κειμένου. Αν ήταν όντως κάτι πάρα πολύ καλό θα είχε κυκλοφορήσει σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι μόνο στην ιαπωνική αγορά, που ναι μεν είναι πολύ ισχυρή αλλά δεν μπορεί να στηριχτεί μία μπάντα μόνο σε αυτή.

Ειδική μνεία θα γίνει σε ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια που έχει γράψει ο Smith, το “Western shore”. Μια καταπληκτική  μπαλάντα που οι στίχοι του σε συγκινούν και μουσικά θυμίζει αρκετά το “Prodigal son” χωρίς να είναι ίδιο σε κανένα σημείο του. Εκπληκτικό τραγούδι.

Εν κατακλείδι, αν δεν είστε φανατικοί με τους Βρετανούς Θεούς δεν υπάρχει λόγος αγοράς του άλμπουμ. Τόσες πλατφόρμες υπάρχουν να το ακούσετε δωρεάν. Αν πάλι ανήκετε στην δική μου κατηγορία 99% έχετε το άλμπουμ στην κατοχή σας. Οπότε όλοι είμαστε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι!

Ντίνος Γανίτης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here