Οι DEAD CAN DANCE είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις συγκροτημάτων, που η παρουσία τους επέδρασε καταλυτικά σε ένα ευρύ φάσμα του κόσμου της μουσικής. Η σκληρή μουσική δέχτηκε την ευεργετική τους αύρα, διαμορφώνοντας μια σχολή συγκροτημάτων που διαμόρφωσε την ατμοσφαιρική πλευρά της metal μουσικής. Όσοι λατρεύετε albums σαν το “Mandylion” των THE GATHERING, γνωρίζετε πολύ καλά τί εννοώ. Πώς κατάφεραν, όμως, να επηρρεάσουν και τη metal σκηνή και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που πολλές μπάντες μπήκαν στην ταμπέλα 4AD metal. Αν και χρησιμοποιήθηκε απαξιωτικά από τους πολέμιους τους, με αυτόν τον τρόπο αναδείχτηκε η αλήθεια της καταλυτικής επίδρασης όλων των σχημάτων αυτής της εταιρίας σε μια ολόκληρη γενιά μουσικών.
Όντας Αυστραλοί, ήταν αναπόφευκτο για το δίδυμο Lisa Gerrard – Brendan Perry να ξεκινήσουν το 1981 ένα σχήμα με πολύπλευρο μουσικό χαρακτήρα. Ζούσαν σε έναν πολυπολιτισμικό παράδεισο ήχων και στην απαρχή μιας αντίληψης, που διαμόρφωσε στα επόμενα χρόνια τον κόσμο της world music. Η φυγή τους στο Λονδίνο το 1982, πριν καν ηχογραφήσουν το πρώτο album τους ήταν περισσότερο ευεργετική, παρά αποτρεπτική. Βρέθηκαν στο επίκεντρο των μουσικών αναζητήσεων μιας ολόκληρης γενιάς καλλιτεχνών που έψαχναν τις προεκτάσεις του new wave με ετερόκλητα ατμοσφαιρικά στοιχεία. Εκεί που οι περισσότεροι αναμίχθηκαν στον κόσμο του darkwave, εκείνοι ακολούθησαν το δικό τους μοναχικό μονοπάτι.
Στα 80s ο ήχος τους έφυγε από το πιο δομημένο του ομότιτλου – με ελληνικούς χαρακτήρες στο εξώφυλλο – ντεμπούτου τους το 1984, στο πιο αφαιρετικό και πειραματικό “The serpent’s egg” (1988). Είναι χαρακτηριστικό ότι όλος ο δίσκος δείχνει ενιαίος, με κάθε μέρος του να μην ακολουθεί την ομαλή δομή ενός κομματιού. Το εκπληκτικό κλείσιμο με το “Ulysses” επιβεβαιώνει με την παρουσία του αυτό το γεγονός.
Σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι στην πορεία του χρόνου οι DEAD CAN DANCE αλλάζουν από δίσκο σε δίσκο ή εξελίσσονται. Ακολουθώντας χρονολογικά καθένα από τα 7 albums τους μέχρι το 1994, είναι ευκρινές ότι διαφοροποιούνται από μια κοινή αναφορά στη συνθετική τους αντίληψη. Στο μεν “Within The Realm Of A Dying Sun” (1987) εστιάζουν στην μινιμαλιστική πλευρά της ατμόσφαιράς τους με λιτή ενορχήστρωση και πολλά υμνικά μέρη. Αντίθετα το “Aion” είναι πολυσυλλεκτικός τόσο σε ήχους όσο και σε φωνητικές γραμμές. Αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις κατάφεραν να διατηρήσουν αμείωτο τοενδιαφέρον όσων τους παρακολουθούσαν στενά. Και δεν ήταν πλέον λίγοι…
Το κλείσιμο αυτής της περιόδου των αναζητήσεων σηματοδοτήθηκε to 1993 με την εμπορική επιτυχία του “Into the labyrinth” album. Ήταν πλέον εμφανές ότι το δίδυμο ήταν έτοιμο να παρουσιάσει ολοκληρωμένες συνθέσεις που στέκονταν η κάθε μια σαν ξεχωριστό μέρος ενός δίσκου! Είχαν πλέον την πολυτέλεια να δημιουργούν αυτοτελείς συνθέσεις, γεγονός που διαφοροποίησε πλήρως την, μέχρι τότε πορεία τους με το πιο μεγαλεπήβολο εγχείρημα που έχει κάνει ποτέ μια μπάντα που μόλις έκανε χρυσό δίσκο με 500.000 αντίτυπα και είσοδο στα charts…
Χωρίς να χάσουν χρόνο την ίδια χρονιά οι DEAD CAN DANCE σοκάρουν και τους πιο ορκισμένους οπαδούς τους! Δε θα ηχογραφούσαν το νέο τους album στο studio, κάτι που καμμία «μεγάλη» μπάντα δεν έχει κάνει στην ιστορία της μουσικής. Διακινδυνεύοντας πλήρως τη συνοχή των κομματιών και την ολοκληρωμένη παρουσίαση τους, θα ηχογραφούσαν one take το νέο τους album live! Στο μεγαλεπήβολο εγχείρημα τους θα είχαν ως κοινό τους πιο στενούς φίλους της μουσικής τους και η ενέργεια αποτυπώθηκε με τον πιο αξιοθαύμαστο τρόπο στο “Toward the within” album. Κυκλοφόρησε 13 μήνες μετά από εκείνη τη συγκλονιστική βραδιά του Νοέμβρίου στο Mayfair Theater της Santa Monica (Καλιφόρνια, ΗΠΑ) και όσοι δεν ήταν εκεί είχαν πάρα πολλούς λόγους να ζηλέψουν! Όσοι ήταν θα το θυμούνται για μια ζωή για έναν ακόμα λόγο, πέρα από το γεγονός ότι ήταν και η πρώτη επίσημη live ηχογράφηση τους…Το event αυτό θα ήταν και το τελευταίο μεγάλο που θα γινόταν σε αυτό το θέατρο, γιατί θα καταστρεφόταν ολοσχερώς τον Ιανουάριο του 1994!
Η οπτικοακουστική παρουσίαση του υλικού αυτού είναι το λιγότερο συγκλονιστική! Το “Toward the within” δεν ήταν απλά ένας ακόμα δίσκος για τη Lisa Gerrard και τον Brendan Perry. Είναι ένα statement σε όλο τον κόσμο της μουσικής για το τι είναι οι DEAD CAN DANCE, κάτι που ήξεραν πως θα λειτουργούσε ευεργετικά για το όνομα του σχήματος. Ετσι δεν παρέλειψαν στην έκδοση του video να ενδυναμώσουν την εικόνα τους κάνοντας αναφορές συνολικά στους DEAD CAN DANCE, αποφεύγοντας να μπουν σε μια στείρα παρουσίαση/επεξήγηση νέων κομματιών τους. Ξέρανε πως με αυτό το υλικό είχαν πλέον εισαχθεί στο επίπεδο της τραγουδοποιίας και όχι στη σύνθεση ήχων και φωνητικού πλαισίου, πάνω στο οποίο είχαν καθιερωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή! Πιο σαφείς από ποτέ και με εξαιρετικές φωνητικές επιδόσεις σε δύσκολα μέρη, το “Toward the within” αναδεικνύει με τον πιο περίτρανο τρόπο τη μορφή που έχουν στις ζωντανές τους εμφανίσεις…
Στα live τους περιστοιχίζονται από πολλούς μουσικούς, οι οποίοι είναι ικανοί να παράγουν ήχους με όλα τα διαθέσιμα όργανα που έχουν επί σκηνής. Η σκηνική παρουσία του δίδυμου είναι τόσο επιβλητική, που οποιαδήποτε κινησιολογία είναι μη απαραίτητη. Η επαφή με τον κόσμο μέσω της μουσικής τους είναι τόσο έντονη, που όσοι ήταν στις 18 Ιουνίου του 1996 στο θέατρο του Λυκαβηττού, θυμούνται για πάντα την επαφή μαζί τους! Το ραντεβού ανανεώνεται φέτος, 16 χρόνια μετά ξανά στον ίδιο χώρο σε λίγες μέρες και σίγουρα η ανυπομονησία είναι μεγάλη! Τότε είχαν στις αποσκευές τους το “Spiritchaser” album, το οποίο θα ήταν και το τελευταίο της 12χρονης αδιάλειπτης παρουσίας τους στη μουσική σκηνή. Στην προετοιμασία του υλικού για το επόμενο album τους ήταν εμφανές ότι δεν είχαν πλέον την ενέργεια να δημιουργήσουν κάτι πέρα από αυτά που είχαν ήδη καταφέρει ως δίδυμο από το ’93 και μετά.
Οι δρόμοι τους χώρισαν και έκαστος έδωσε τελείως διαφορετικά solo albums, επιβεβαιώνοντας και τα βαθύτερα αίτια που ήταν μόνο καλλιτεχνικής φύσεως. Άλλωστε η Lisa Gerrard είχε ήδη κυκλοφορήσει ένα solo album από το 1995, μέσω του οποίου ήταν εμφανές ότι έψαχνε με τη φωνή της και ηχοχρώματα πέρα από εκείνα που περιέβαλαν την επιβλητική της ερμηνεία. Θα έκανε σημαντική πορεία στα soundtracks, χαρίζοντας τη φωνή της σε ταινίες όπως το “Insider” και το “Gladiator”. Αντίθετα ο Brendan Perry παρουσίασε στα 2 solo albums του περισσότερες από τις συνθετικές του ανησυχίες, αφήνοντας πίσω τις εκτελεστικές του ικανότητες στα όργανα που χρησιμοποιούσε στους DEAD CAN DANCE.
Ήταν, όμως, κοινό μυστικό ότι οι δρόμοι τους θα έσμιγαν ξανά αργά ή γρήγορα. Στο μέσο της προηγούμενης δεκαετίας, έκαναν εμφανίσεις σε Ευρώπη και Αμερική, από τις οποίες προέκυψε το “Selections from Europe 2005”. Θα ήταν η πρώτη κυκλοφορία τους μακριά από την εταιρία, που είχε κυκλοφορήσει όλα τα albums τους μέχρι τότε. Η φετινή χρονιά θα φέρει και το πρώτο studio album τους μακριά από την 4AD και γι’άλλη μια φορά θα χρησιμοποιούσαν πολλές ελληνικές λέξεις και πέρα από τον τίτλο του album.
Το “Anastasis” έχει τα πιο ορχηστρικά μέρη από όλα τα albums του, γεγονός που οφείλεται στις επιδράσεις που είχαν αμφότεροι σε αυτό το συνθετικό διάλλειμα των 14 χρόνων! Με αυτό στις αποσκευές τους θα εμφανιστούν την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου στο θέατρο Γης της Θεσσαλονίκης και δύο μέρες μετά, την Κυριακή 23/9 στο θέατρο του Λυκαβηττού! Όσοι τους γνωρίζουν ξέρουν πως με κανένα τρόπο δε θα πρέπει να λείπουν από αυτό το ραντεβού, του οποίου η ενέργεια θα τους συνοδεύει για πάντα! Οι υπόλοιποι που δεν έχετε εισαχθεί στον κόσμο τους, δεν έχετε παρά να δείτε ξανά τη δισκοθήκη σας. Αν έχετε δίσκους με έντονα ατμοσφαιρικά στοιχεία, τότε οι μπάντες που τα έγραψαν χρωστάνε έστω και λίγο στους DEAD CAN DANCE! Τα ετερόκλητα σχήματα που συμμετέχουν στο φοβερό tribute album τους απλά το αποδεικνύουν με τον πλέον πειστικό τρόπο!
Μην τους χάσετε!
Λευτέρης Τσουρέας