Επανεκτίμηση δίσκων από κλασικά metal σχήματα: «Αριστουργήματα» ή «σκουπίδια»;

0
124

Τον τελευταίο καιρό, βλέπουμε ότι υπάρχει πολύ έντονο το φαινόμενο στις επετείους κυκλοφορίας δίσκων από αγαπημένα μας συγκροτήματα, να θεοποιούνται δίσκοι οι οποίοι όταν είχαν κυκλοφορήσει, χλευάστηκαν από τους οπαδούς και θάφτηκαν σωρηδόν από τον Τύπο. Τα παραδείγματα πάρα πολλά. Είπαμε λοιπόν, να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε αυτό το γεγονός: Για ποιους λόγους μπορεί κάποιος που έθαβε το “Load” όταν βγήκε, σήμερα να το θεωρεί εξαιρετικό άλμπουμ ή κάποιος που είχε κάνει σουβέρ το “Jugulator” για τις PANTERA επιρροές του, τώρα το θεωρεί τουλάχιστον αξιόλογο δίσκο. Διαβάστε τις απόψεις πέντε συντακτών του Rock Hard και κάπου μέσα σ’ αυτές, θα βρείτε τις απαντήσεις στα ερωτήματα.

 


Στο οπαδιλίκι, συγχωρώ ή μάλλον θεωρώ δεδομένα και περιμένω, σχεδόν τα πάντα. Στη μουσική που ακούμε, το οπαδιλίκι –καλώς ή κακώς εννοούμενο- είναι στην ημερήσια διάταξη. Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ φυσιολογικό να μας αρέσουν όλοι οι δίσκοι των αγαπημένων μας συγκροτημάτων και να μην βρίσκουμε κανένα ψεγάδι σε ολόκληρη τη δισκογραφία, παρά μόνο κάποιους δίσκους που να μας αρέσουν λιγότερο, αλλά κι αυτούς να πιστεύουμε ότι είναι θεουργήματα. Τι γίνεται όμως για δίσκους που όταν είχαν κυκλοφορήσει, είχε πέσει τρελό κράξιμο και τα τελευταία χρόνια, με τα social media σε τρομερή άνθηση και τις γνώμες πολλών να είναι δημόσια γνωστές, βρίσκουμε μία σχεδόν πλήρη αναστροφή του κλίματος για σχεδόν όλους τους δίσκους που κάποτε θεωρούνταν από την κοινή γνώμη ως μέτριοι ή και κακοί.

Η πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών, είχε να κάνει με τα 90’s, μία περίοδο όπου το heavy metal μετά την τρομερή εμπορική επιτυχία που είχε προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 με το hair metal, αλλά και την τεράστια απήχηση του “Black album”, γνώριζε μία κάμψη (όχι για όσους ψάχνονταν σε πιο underground καταστάσεις όπου βγήκαν εκπληκτικοί δίσκοι) σε ότι αφορά τα πιο μεγάλα σχήματα του χώρου, που προσπαθούσαν να πειραματιστούν με διαφορετικούς ήχους ώστε να ανακτήσουν μέρος της χαμένης δημοτικότητάς τους ή ακόμα και να επιβιώσουν απλά. Υπήρχε και ποσοστό που έκανε κάτι παρόμοιο, για λόγους καλλιτεχνικών ανησυχιών, δηλαδή μπορεί να ήθελαν να εξερευνήσουν κάποιες άλλες πτυχές της μουσικής, θα μου επιτρέψετε όμως να πιστεύω ότι οι περιπτώσεις αυτές ήταν ελάχιστες.

Στο άρθρο αυτό, θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, για ποιους λόγους ενώ όταν έβγαιναν κάποιοι δίσκοι real time, ήμασταν απογοητευμένοι, αλλά καμιά εικοσαριά χρόνια αργότερα, βλέπουμε τα πράγματα πιο θετικά κι έχουμε συνολικά πολύ καλύτερη άποψη για τους ίδιους δίσκους. Η πιο εύκολη εξήγηση, είναι ότι «ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα». Πέρασαν τα χρόνια και συγχωρούμε πολύ πιο εύκολα κάποια «παραστρατήματα». Απλό έτσι; Αλλά και αληθινό. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν όμως πολλοί άλλοι λόγοι… Στα 90’s οι σημερινοί ενεργοί μεταλλάδες, είχαν μια ηλικία από 15-30 χρονών, κάτι το οποίο σημαίνει ότι τα ακούσματά τους, πιθανώς δεν ήταν τόσο ευρεία, δεν είχαν πολύ μεγάλη γκάμα και ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστούν στις αλλαγές του ήχου του αγαπημένου τους γκρουπ. Γενικότερα, ήμασταν, όλοι μας, λιγότερο δεκτικοί στις αλλαγές, είτε σ’ αυτές που αποδείχτηκαν ότι έγιναν για καλό (χαρακτηριστική περίπτωση το “Into the pandemonium” που πέρα από το 0/100 του Metal Forces, είχε αντιμετωπιστεί με πολύ μεγάλη επιφυλακτικότητα από τους οπαδούς, οι οποίοι το κατανόησαν αρκετά αργότερα), είτε σ’ αυτές που ήταν πιο αποτυχημένες. Τη δεκαετία του ’90, δεν υπήρχαν μόνο το κλασικό metal, το thrash και το hard rock. Εμφανίστηκαν και άνθησαν οι πιο ακραίες μορφές μουσικής (black metal, death metal), πιο μοντέρνες μουσικές με προεξάρχουσα περίπτωση αυτή των PANTERA που ο ήχος τους επηρέασε κόσμο και κοσμάκη μέχρι και σήμερα, το nu metal, το grunge –φυσικά- που πολύς κόσμος θεωρεί ακόμα και σήμερα ότι «σκότωσε» το metal, μία άποψη που φυσικά δεν ενστερνίζομαι αλλά δεν είναι της παρούσης, αλλά και το progressive metal, το ατμοσφαιρικό metal κ.ο.κ. Ο μέσος μεταλλάς, εννοείται ότι δεν μπορούσε να χωνέψει όλα τα είδη, τα οποία όμως σε επηρέαζαν τους μουσικούς είτε επειδή τα γούσταραν, είτε επειδή έβλεπαν ότι παίζοντας με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαν να έχουν τη δημοτικότητα που έδειχναν να χάνουν.

Ας κοιτάξουμε λίγο την περίπτωση των METALLICA. Πιστεύετε ότι είχαμε τότε όλοι την εμπειρία και την ωριμότητα να κρίνουμε αν αυτό που ακούγαμε ήταν καλό ή κακό, που σε τελική ανάλυση πρέπει να μας ενδιαφέρει σε κάθε δίσκο που αγοράζουμε; Θα σας μιλήσω ευθαρσώς. Όχι. Βγήκε το “Load” και ο κόσμος ασχολήθηκε περισσότερο με το ότι κουρεύτηκαν οι METALLICA και με το ότι δεν έπαιζαν thrash metal, παρά με τον δίσκο καθ’ αυτόν. Λες και στο “Black album”, ακούγονταν όπως στο “Kill ‘em all”… Οι 15χρονοι και 20χρονοι της εποχής εκείνης, έγιναν 35ρηδες και 40ρηδες σήμερα, έχουν ακούσει 10-20 δίσκους παραπάνω και μπορεί να έχουν εκτιμήσει το “Load” διαφορετικά απ’ ότι τότε. Και ίσως σταμάτησαν να τους λένε και LEFTALLICA. Λέω εγώ τώρα!

Να δούμε λίγο και τους JUDAS PRIEST; Μετά τη φυγή του Halford, πήραν τον “Ripper” Owens κι έβγαλαν το “Jugulator”, με τίγκα επιρροές από PANTERA. Το αν αρέσει ένας δίσκος ή όχι, είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό, αλλά οι αντιδράσεις του κόσμου, που αντικατοπτρίστηκαν και στις πενιχρές πωλήσεις, ήταν αρνητικές απέναντι στο σχήμα, επειδή έπαιζαν με πιο μοντέρνο ήχο. Να σας θυμίσω ότι μερικά χρόνια νωρίτερα, ο Halford είχε κυκλοφορήσει το “War of words” με τους FIGHT, ένα δίσκο που μπορεί να ήταν ποιοτικά πολύ ανώτερος, αλλά κανείς δεν μίλησε για ξεπατίκωμα των PANTERA, επειδή ήταν ο Metal God ίσως; Επειδή ήταν ένας καλός δίσκος; Ναι, αλλά το θέμα είναι ότι οι οπαδοί των JUDAS PRIEST, δεν μπορούσαν να δεχτούν το αγαπημένο τους σχήμα να μην παίζει αυτό που είχαν συνηθίσει. Είχαν βγει από το safe mode, είχαν βγει από το επονομαζόμενο comfort zone. Και μην ξεχνάμε, ότι παρότι θέλουμε να περνιόμαστε για προοδευτικοί και ανοιχτόμυαλοι, όταν έχει να κάνει με το αγαπημένο μας σχήμα, θα προτιμούσαμε σαφώς να ακούσουμε μία από τα ίδια, με ασφάλεια, χωρίς να πειραματιστεί και να κάνει κάτι που θα μας ξενίσει…

Οι SEPULTURA λατρεύτηκαν όσο λίγα σχήματα στη χώρα μας για δίσκους όπως το “Beneath the remains” ή το “Arise”. Όταν βγήκε το “Roots”, ο κόσμος τους αποκήρυξε σχεδόν, επειδή έπαιζαν το βδελυρό nu metal, που είχε περάσει πως ήταν κάτι σαν γάγγραινα, σαν ανίατη ασθένεια. 20 χρόνια αργότερα, ξέρετε ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Να έρθουν τα αδέρφια Cavalera να παρουσιάσουν καθ’ ολοκληρία αυτόν το δίσκο και να μαζέψουν πολύ περισσότερο κόσμο απ’ όσον μαζεύουν τα τελευταία χρόνια οι ίδιοι οι SEPULTURA, οι SOULFLY και οι CAVALERA CONSPIRACY. Προφανώς και υπήρξε κάποια μεταστροφή της άποψης. Πιθανώς, γιατί ο κόσμος είδε, ότι το nu metal ήρθε και παρήλθε και το heavy metal εξακολουθεί να υπάρχει. Στο μεταξύ, άκουσαν και κάποια συγκροτήματα που μπορεί να έγιναν και guilty pleasure κι ο ήχος αυτός, τους έγινε πιο προσιτός. Χρειάζεται να αναφέρουμε για μία ακόμη φορά τη γιούχα που έφαγαν οι SYSTEM OF A DOWN όταν έπαιξαν support στους SLAYER για την περιοδεία του “Diabolus in musica”; Μην μου πείτε ότι οι μετέπειτα οπαδοί των Αμερικανο-Αρμενίων metallers, ήταν όλοι διαφορετικοί από εκείνο το βράδυ στο Περιστέρι;

Υπάρχει μία ολόκληρη γενιά, που πιθανώς να μην έχει δώσει ούτε ευρώ για να αγοράσει μουσική. Αν έχετε ματώσει οικονομικά για να πάρετε έστω κι ένα CD ή ένα βινύλιο, θα έχετε νιώσει το συναίσθημα να μην σας αρέσει ένας δίσκος και να τον ακούτε συνέχεια για να τον κάνετε να σας αρέσει. Μόνο και μόνο επειδή ξοδέψατε όλο το βδομαδιάτικο χαρτζιλίκι σας για μία «φλόμπα». Και τελικά, μετά από καιρό, κοιτάτε αυτό το άλμπουμ με συμπάθεια, έχοντας καταφέρει τον στόχο σας!!! Αν όμως απλά έχεις κατεβάσει ένα άλμπουμ, εύκολα το στέλνεις άκλαυτο. Ακούς τα 3-4 πρώτα τραγούδια, δεν σου αρέσουν, από εδώ πάνε και οι άλλοι.

Εκτός των άλλων όμως, υπάρχει και μία ολόκληρη γενιά που ξεκίνησε να ακούει heavy metal με τους δίσκους που βγήκαν στα μέσα των 90’s. Που το “X Factor” ή το “Load” ήταν οι πρώτοι heavy metal δίσκοι που αγόρασε ή τουλάχιστον οι πρώτοι “real time” δίσκοι των IRON MAIDEN και των METALLICA που κυκλοφόρησαν όταν έμπαινε στον μαγικό κόσμο αυτής της μουσικής. Και όπως είναι φυσικό, οι πρώτες αγάπες δεν ξεχνιούνται. Είναι αναμνήσεις μίας πιο αθώας εποχής, που πάντα λειτουργούν στο θυμικό μας με θετικά συναισθήματα…

Είναι δεδομένο, ότι στα social media, ανθούν και οι εξυπνάκηδες και τα troll. Οι τύποι που από αντίδραση και μόνο ή για να δείξουν ότι είναι παλιοί, ελιτιστές και ψαγμένοι, θα κράζουν όσους θεωρούν κακό δίσκο το “The X Factor”, για παράδειγμα, επειδή δεν μπορούν να κατανοήσουν τον στόχο του αρχηγού Steve Harris και τη σκοτεινή ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει, υπερασπιζόμενοι την επιλογή του Bayley, με την αιτιολογία ότι είχαν ακούσει τους WOLFSBANE όταν βγήκαν κι εκεί ήταν φοβερός τραγουδιστής. Πιο συχνή όμως, είναι η περίπτωση των «πρωτοδισκάκηδων», που θεοποιούν τις πρώιμες περιόδους των σχημάτων, ως επί το πλείστον για λόγους εντυπωσιασμού. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι οι υπερασπιστές του “Morbid visions” το είχαν αγοράσει και το εκτίμησαν όταν βγήκε και δεν το κατέβασαν από κάποιο torrent, μαζί με την υπόλοιπη δισκογραφία του γκρουπ και προκειμένου να δείξουν αντισυμβατικοί, λένε ότι το ντεμπούτο ήταν καλύτερο, ενώ η «πλέμπα» γουστάρει τα κλασικά “Arise” και “Beneath the remains”. Σεβαστές όλες οι απόψεις, αλλά μόνο όταν έχουν να κάνουν με μουσικά γούστα κι όχι για το «σταριλίκι» και το «φαίνεσθαι» μόνο. Και να μην ξεχνάμε, ότι περισσότερη εντύπωση κάνεις όταν λες κάτι που είναι διαφορετικό από την επικρατούσα τάση κι όχι όταν συμπλέεις με αυτήν.

Τα 90’s υπήρξαν δύσκολη περίοδος για ιδιώματα όπως το thrash metal και όχι μόνο. Όταν οι KREATOR έβγαλαν το “Endorama”, οι αμετανόητοι thrashers, έπεσαν να τους φάνε. Οι TESTAMENT το έριξαν στο death metal, οι SLAYER ήταν περισσότερο punk και hardcore από ποτέ, ενώ πολλοί δεν δισκογραφούσαν καν και βρίσκονταν σε κατάσταση διάλυσης ή χειμερίας νάρκης. Όσο περνούσαν να χρόνια, κατανοούσαμε την ανάγκη των μουσικών να φύγουν από ένα παρακλάδι που δεν είχε καμία σημασία για την μουσική βιομηχανία και να ακουστούν πιο “up to date”. Κάποιες προσπάθειες ήταν πιο πετυχημένες, κάποιες στέφθηκαν με αποτυχία. Πολλές είναι οι φορές όμως, που ο σκεπτόμενος φίλος των σχημάτων αυτών, μετά από τόσα χρόνια, δίνει «συγχωροχάρτι» αναλογιζόμενος τις δυσκολίες των συνθηκών.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο οι αγαπημένοι μας μουσικοί μεγαλώνουν, τόσο μας πιάνει μια καλώς εννοούμενη νοσταλγία, μια ανησυχία ότι κάποιοι μπορεί να πεθάνουν ή να μην ξαναβγάλουν δίσκο και να περιοδεύσουν. Όσο συμβαίνει αυτό, τείνουμε να είμαστε πιο ελαστικοί στην κριτική μας απέναντί τους. Εξ ου και το γεγονός ότι οι IRON MAIDEN, στην πρόσφατη συναυλία τους, μάζεψαν δύο φορές περισσότερο κόσμο από την αμέσως μεγαλύτερη προσέλευση που είχαν σε άλλα τους live στην Ελλάδα. Ας κοιταχτούμε μεταξύ μας στα μάτια: Μήπως πήγαμε ΚΑΙ επειδή φοβόμαστε μήπως ήταν η τελευταία φορά που θα τους βλέπαμε ζωντανά;

Πάντως κι εγώ έχω αλλάξει σε αρκετές περιπτώσεις την άποψή μου, όμως, για κάποιον δίσκο από τη στιγμή που τον πρωτοάκουσα μέχρι σήμερα. Συνήθως βέβαια, είναι για το χειρότερο, αφού εντόπισα ότι ο οπαδός μέσα μου χαιρόταν για τη νέα κυκλοφορία κάποιου αγαπημένου μου σχήματος, ο καιρός όμως έδειξε ότι τελικά ο δίσκος δεν ήταν τόσο καλός όσο αρχικά πίστευα. Εννοείται, ότι έχει συμβεί και το αντίθετο. Όλα είναι μέσα στο παιχνίδι. Για την ιστορία, εξακολουθεί να μην μου αρέσει το “Virtual XI”, το “Slang”, το “Reload”, το “Demolition”, το “Dehumanizer” και τόσοι και τόσοι δίσκοι που εμπίπτουν στην κατηγορία που μόλις ανέλυσα. Σε κάθε περίπτωση, κάθομαι και αναλογίζομαι, σε ποια κατηγορία από τις παραπάνω, ανήκω. Και πάνω απ’ όλα, δεν μου καίγεται καρφί τι θεωρεί ο κόσμος για κάποιον δίσκο. Έχω το δικαίωμα της άποψής μου κι αυτό δεν το αλλάζει κανείς και τίποτα. Προσπαθώ όμως να μην σκέφτομαι με ιδιοτέλεια και με σκοπό να φανώ/ακουστώ διαφορετικός ή αιρετικός, μόνο και μόνο για την αντίδραση. Γιατί τότε, είμαι απλά ένας γελοίος που τρέφεται από τα likes και τα clicks, κάτι που μου προκαλεί αηδία και μόνο ως σκέψη…
Σάκης Φράγκος

 

 


Κατά καιρούς έχω αναπτύξει μέσα από διάφορα κείμενα και παρουσιάσεις την άποψη μου σχετικά με το φαινόμενο της επανεκτίμησης ή αν προτιμάτε του επαναπροσδιορισμού ορισμένων δίσκων, τραγουδιών, τάσεων κτλ. Είναι σύνηθες το φαινόμενο, ειδικά τα τελευταία χρόνια, πολύς κόσμος να εκφράζει θετικές (ή ακόμη και διθυραμβικές) απόψεις για ένα άλμπουμ το οποίο είχε όχι μόνο «θαφτεί» όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει αλλά είχε θεωρηθεί και μαύρη σελίδα στη δισκογραφία ενός συγκροτήματος. Τα παραδείγματα είναι λίγο πολύ γνωστά και αρκεί να ρίξετε μία ματιά στο facebook και σε συγκροτήματα όπως οι MAIDEN, PRIEST, METALLICA, MEGADETH κτλ. Αν παραμερίσουμε τους παράγοντες «ποζεριλίκι» και «έχω διαφορετική άποψη μόνο και μόνο για να έχω διαφορετική άποψη» που συναντάμε κατά κόρον στο facebook, oι λόγοι επανεκτίμησης ενός καλλιτεχνικού προϊόντος είναι, κατά τη γνώμη μου, τρεις:

Α) Πιστεύω ακράδαντα ότι η μουσική, έτσι όπως εκφράζεται μέσω της κυκλοφορίας ενός δίσκου ή μεμονωμένου κομματιού, είναι ένα δυναμικός «οργανισμός» και όχι ένα στάσιμο προιόν το οποίο κυκλοφορεί, αφήνει εντυπώσεις και σβήνει με το πέρασμα του χρόνου. Υπάρχουν δύο πυλώνες: ο πομπός (καλλιτέχνης/συγκρότημα) και ο δέκτης (ακροατής). Ο «εκτιμητής» του προϊόντος, δηλαδή ο μέσος fan, όσο μεγαλώνει αλλάζει παραστάσεις, εμπλουτίζει τις εμπειρίες και τις γνώσεις του, διαμορφώνει άλλες (ενδεχομένως) πεποιθήσεις και σε τελική ανάλυση ωριμάζει σαν ακροατής. Το αποτέλεσμα είναι ότι ένας δίσκος που δεν του «μίλαγε» όταν τον πρωτάκουσε σε εφηβική ηλικία, τώρα να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δισκοθήκης του. Για παράδειγμα, όταν άκουσα για πρώτη φορά σε ηλικία 16 χρονών το “Badmotorfinger” (SOUNDGARDEN) δεν μου έκανε κλικ διότι εκείνη την εποχή αντιμετώπιζα όλο το grunge κίνημα σαν τους εχθρούς της αγαπημένης μου μουσικής. Κάτι τέτοιο όχι μόνο ήταν κοντόφθαλμο αλλά και εν πολλοίς λανθασμένο.

Β) Ο άνθρωπος έχει την τάση να κοιτάζει νοσταλγικά το παρελθόν και να του θυμίζει καταστάσεις από άλλες πιο αγνές εποχές (νεανική ηλικία, σχολείο, πανεπιστήμιο κτλ.) όταν οι ευθύνες της καθημερινότητας ήταν λιγότερες ή και ανύπαρκτες. Έτσι, η σκοτεινή πλευρά του “The X-Factor” δεν ήταν δυνατόν να αγγίξει τότε τις μάζες (πόσο μάλλον με ότι αυτή έφερνε μαζί της… αλλαγή τραγουδιστή, ήχου κτλ.) αλλά σήμερα όπως και να το κάνουμε συνδέεται με άλλες καταστάσεις (π.χ. τα live shows στο Περιστέρι, το MTV, την πιο αργή μετάδοση της πληροφορίας κτλ.). Σήμερα όλοι είναι μπροστά σε ένα υπολογιστή, τάμπλετ, κινητό και ακούνε τη μουσική τους από εκεί χωρίς να αφήνουν τη δυνατότητα στο προϊόν να αφομοιωθεί και να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω από ένα… προϊόν. 

Γ) Τέλος δεν θεωρώ ότι η αρχική κριτική ανέμπνευστων δίσκων ήταν λανθασμένη. Δεν ήταν άθλιοι δίσκοι απλώς είχαν την ατυχία να κυκλοφορήσουν –ως επί το πλείστον- μετά από αριστουργηματικές ή έστω πολύ καλές δισκογραφικές στιγμές ενός συγκροτήματος. “Load”, “Jugulator”, “Risk”, “The X Factor”, “Slang”, “Get what you deserve”, “Motley Crue (ομώνυμο)”, “Love is for suckers”, “Outcast” κτλ. Τα παραδείγματα είναι πολλά. 

Συνοψίζοντας, η αντιστροφή του κλίματος έγκειται κατά τη γνώμη μου σε πρώτο λόγο στην προσωπική ωρίμανση του ακροατή που επαναπροσδιορίζει ένα άλμπουμ δίνοντας του μία δεύτερη (ή και τρίτη) ευκαιρία και κατά δεύτερο λόγο στο καταιγιστικό ρυθμό της πληροφορίας και των κυκλοφοριών που αναδεικνύει στα μάτια μας δίσκους άλλων εποχών που σίγουρα δεν είναι τόσο καλοί αλλά αποτυπώνουν διαφορετικές (μτφρ: καλύτερες) καταστάσεις. Βέβαια και το προαναφερθέν ποζεριλίκι στην εποχή μας είναι κραταιά τάση ειδικά μέσα από το «κραταιό» μέσο του facebook…
Σάκης Νίκας

 

 


Υπάρχουν ορισμένοι δίσκοι εκεί έξω που τους ακούμε και μας αρέσουν πάρα πολύ. Με το πέρασμα των χρόνων και ανάλογα τα ερεθίσματα τα οποία έχουμε, αυτοί οι δίσκοι μας μιλάνε ακόμα περισσότερο. Η αναφορά γίνεται με βάση κάποια άλμπουμ τα οποία έλαβαν κακές κριτικές το διάστημα που κυκλοφόρησαν αλλά με τα χρόνια υπάρχει η έφεση να αποθέωνονται. Το ζητούμενο σε όλο αυτό είναι, για ποιον λόγο γίνεται κάτι τέτοιο. 

Μιλώντας από προσωπική εμπειρία, θεωρώ ότι όλα μα όλα είναι θέμα τύχης και συγκυριών. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιου δίσκου είναι το “Destiny” των SAXON (Για τα δικά μου μουσικά γούστα είναι εξαιρετικό). Με μία γρήγορη περιήγηση στο διαδίκτυο, έκατσα και έψαξα κριτικές για το εν λόγω άλμπουμ με τις περισσότερες να είναι αρνητικές. Σε αυτή την αναζήτηση βοήθησε και το γεγονός ότι έχω κάποια έντυπα εκείνης της εποχής όπου και μιλούν απαξιωτικά για τον συγκεκριμένο δίσκο. Θα πει κάποιος ότι οι συγκεκριμένες κριτικές είναι εύστοχες με βάση τι είχαν κυκλοφορήσει οι SAXON μέχρι εκείνο το σημείο. Το θέμα όμως είναι η στροφή 180 μοιρών που έχει γίνει, όχι μόνο με αυτή την κυκλοφορία αλλά και με αντίστοιχες άλλες (Βλ. “No prayer for the dying”, “Endorama” κτλ.). 

Στο δικό μου κεφάλι και δε νομίζω πως είναι ιδέα μου, αυτό συμβαίνει γιατί επικρατεί η αίσθηση της ρετρολαγνείας στη μουσική. Το παλιό, πάντα ή σχεδόν πάντα, θα επικρατεί του νέου. Ο κόσμος έχει την τάση να ευνουχίζει οτιδήποτε καινούργιο βγαίνει ακόμα και από την αγαπημένη του μπάντα. Δηλαδή, υπάρχει κόσμος εκεί έξω στον οποίο δεν αρέσει το “Thunderbolt” και προτιμάει να ακούσει το “Destiny”. Μάλιστα πολλοί από αυτούς λειτουργούν και με βάση το έτος της εκάστοτε κυκλοφορίας. Δεκαετία 1980; Έπος! Δεκαετία 1990; Αριστούργημα. Όσο ανεβαίνει η δεκαετία αλλάζουν και τα σχόλια. 

Θυμάμαι πως όταν είχαμε ακούσει κακές δουλειές από συγκροτήματα, λέγαμε αυτόματα το πόσο μέτριες ή κακές ήταν. Με τα χρόνια αυτό το πράγμα άλλαξε, γιατί τα ακούσματα ποικίλουν και αυτοί που είναι χωμένοι σε βαθύτερες κλίμακες αντιμετωπίζουν τη μουσική εντελώς διαφορετικά από το υπόλοιπο κοινό. Το “No prayer for the dying”, σε διάφορες συζητήσεις, έχει φτάσει να είναι σημείο αναφοράς στην δισκογραφία της μπάντας σαν τρομερός δίσκος. Και εγώ με τη σειρά μου έχω γράψει κάτι ανάλογο όταν επιζητώ το οπαδιλίκι, αλλά μέχρις εκεί. Ο συγκεκριμένος δίσκος έχει φτάσει να είναι καλύτερος από το “Book of souls” ή και το “Brave new world” για τους εραστές της αθωότητας. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί δεν τους αρέσει η τελευταία δουλειά της μπάντας ή γιατί πολύ απλά γουστάρουν το cult της υπόθεσης λέγοντας διθυράμβους σε κάτι που είναι δυσανάλογο της αξίας του. 

Σε αυτό το σημείο είναι που μπαίνει λίγο το υποκειμενικό κριτήριο το οποίο είναι τόσο ισχυρό και στην ουσία δεν αφήνει το αντικειμενικό να αναπτυχθεί. Γιατί το πρώτο MAIDEN που αγόρασα ήταν το “X-Factor”. Στα παιδικά μου αυτιά μου φαινόταν τεράστιος δίσκος. Θέλετε άλλο παράδειγμα; “Jugulator”. “Load”, “Risk” και η λίστα όλο και μεγαλώνει. Θεωρούμε, πλέον, αυτά τα άλμπουμ ώριμα, μεστά. Και όσο φτάνει μια μπάντα προς το τέλος της, είναι σα να συγχωρούμε την κάθε αμαρτία της. Το “The final frontier” από σουβέρ για φλιτζάνι έφτασε να έχει και τέσσερις κομματάρες μέσα. Και μιλάμε για δίσκο που δεν έχει κλείσει καν δέκα χρόνια κυκλοφορίας! Το “Nostradamus” το ίδιο. Αυτόματα έχει γίνει ένα από τα πιο σκοτεινά και δύσκολα άλμπουμ των PRIEST με το πέρασμα του χρόνου. Έχω άδικο σε αυτό; Ένας δίσκος με μέτριες συνθέσεις υπολογίζεται σαν ένα από τα καλύτερα άλμπουμ το συγκροτήματος. 
Οι συνθήκες είναι αυτές που μας κάνουν να συμπεριφερόμαστε έτσι. Γιατί για κάθε μέτριο τραγούδι που έχει μέσα το “Thunderbolt”, θα υπάρχει ένα καλύτερο στο “Crusader”. Για κάθε κομματάρα που έχει το “Book of souls” θα υπάρχει ένα ακόμα καλύτερο στο “X-Factor”. Για κάθε νέο δίσκο των METALLICA θα υπάρχει πάντα κάποιος που θα πει ότι δεν είναι καλύτερο ακόμα και από το “Load”, το οποίο θυμάστε πότε άρχισε να γίνεται μεγάλος δίσκος; Ακριβώς! Μετά την κυκλοφορία του “St. Anger”! 

Φτάνοντας προς το τέλος σκέφτομαι πως θα ήταν η μουσική αν όλοι μας κρίναμε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αντικειμενικότητα μπορούμε. Δε λέω απόλυτη γιατί η τέχνη είναι υποκειμενική στο αυτί του καθενός. Αλλά δε γίνεται να εκθειάζουμε το “Endorama” για παράδειγμα, 20 χρόνια μετά όταν τότε το είχαμε θάψει μέχρι να φτάσει τον πυρήνα της Γης. 
Όλο αυτό το κατεβατό μπορεί να βρει αρκετές διαφωνίες, σίγουρα ναι. Όμως έχει και αρκετές αλήθειες μέσα που καλό είναι να κάτσει ο καθένας να αναλογιστεί τον τρόπο που προσεγγίζει ορισμένα πράγματα. 
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

 


Αλήθεια, γιατί υπάρχουν δίσκοι που όταν κυκλοφόρησαν είχαν γίνει αντικίμενα χλευασμού και έφτασαν μετά από κάποια χρόνια να αποθεώνονται; Προσωπικά το θέμα με έχει απασχολήσει αρκετά και έχει γίνει πολλές φορές αντικείμενο συζήτησης μεταξύ φίλων. Να γίνω λίγο πιο σαφής, αναφέροντας μερικά παραδείγματα. Θυμάστε τη κατακραυγή που έπεσε στο “Somewhere In Time” των IRON MAIDEN; Ξεπουλημένους τους χαρακτήριζαν, επειδή τόλμησαν να πειραματιστούν με τη μουσική τους. Τα ίδια με το “Fighting The World” των MANOWAR, το “Load” των METALLICA, το “Jugulator” των JUDAS PRIEST… Η λίστα πραγματικά θα μπορούσε να είναι ατελείωτη.

Αν δούμε το θέμα εντελώς αντικειμενικά, ένας καλός δίσκος είναι διαχρονικά καλός και αντίστοιχα ένας κακός δίσκος είναι κακός όσες φορές και να τον ακούσεις και προσπαθείς να τον ξεχειλώσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, για παράδειγμα πάντα θα ακούω το “Hell Awaits” των SLAYER με την ίδια ευχαρίστηση που ένιωθα όταν το πρωτοάκουσα, ενώ από την άλλη, αν θελήσω να ακούσω CELTIC FROST, το  “Cold Lake” δεν θα είναι η πρώτη επιλογή μου. Τι γίνεται, με τις περιπτώσεις όμως όπως της προηγούμενης παραγράφου; Με εξαίρεση τους MAIDEN, αρχικά είχα θάψει τα υπόλοιπα άλμπουμ που προανέφερα και έπρεπε να περάσει αρκετός καιρός για να αποδεχτώ ότι είναι καλοί δίσκοι. Θέλετε να σας πω ακόμα χειρότερα προσωπικά παραδείγματα; Στην ηλικία των 16-19, οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου και δεν ήταν τουλάχιστον Speed Metal κρινόταν απορριπτέο ως απαράδεκτο. Με αυτόν τον τρόπο,  θεωρούσα το “Nightfall” των CANDLEMASS σκέτη υπνηλία, ενώ και το πιο εμπορικό metal ήταν πολύ “φλώρικο” για τα γούστα μου.  Αν τώρα βέβαια με ρωτήσει κάποιος για τα ακούσματα μου, δεν υπάρχει περίπτωση να μην του αναφέρω εκτός από το thrash, τόσο το doom όσο και μπάντες που μπορεί να τις απέρριπτα μετά βδελυγμίας μικρός όπως οι EUROPE για παράδειγμα. Γιατί όμως συνέβη όλο αυτό; “Φλώρεψα” ξαφνικά; Όχι βέβαια.

Η απάντηση είναι πολύ απλή και κρύβεται μέσα στην έννοια του χρόνου. Ας μην ξεχνάμε ότι οι δίσκοι δεν αλλάζουν, είναι πάντα ίδιοι από την ημέρα της κυκλοφορίας τους. Εμείς, οι άνθρωποι, είμαστε εμείς που αλλάζουμε. Που εξελισσόμαστε. Που ωριμάζουμε και ανοίγουμε τους μουσικούς μας ορίζοντες βγάζοντας τις όποιες παρωπίδες φοράμε. Η μουσική εν τέλει, είναι τέχνη. Και ο μουσικός, ως καλλιτέχνης, οπωσδήποτε κάποια στιγμή θα πειραματιστεί με το έργο του. Και ενδεχόμενα εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή να γίνει αντικείμενο αποδοκιμασίας, το πέρασμα του χρόνου όμως θα δείξει αν η δουλειά του θα μνημονεύεται ως ένας δίσκος που δεν αναγνωρίστηκε όταν κυκλοφόρησε παρά μόνο πολύ αργότερα ή θα αποτελέσει μια άσχημη στιγμή στην καριέρα του.

Συμπέρασμα όλων των παραπάνω. Προσπαθήστε να ακούσετε τη μουσική σας χωρίς προκαταλήψεις και με ανοιχτά αυτιά. Πού ξέρετε; Μπορεί να ανακαλύψετε τα δικά σας προσωπικά διαμαντάκια εκεί που δεν το περιμένετε. Εξάλλου είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι ένας καλός δίσκος θα βρει αργά ή γρήγορα την αναγνώριση που του αξίζει, ενώ ο κακός δίσκος θα παραμείνει κακός και εν τέλει θα βυθιστεί στον πάτο της… Κρύας Λίμνης.
Θοδωρής Κλώνης

 

 


Κάθε δίσκος, αντικατοπτρίζει την εποχή του αλλά και την κατάσταση του συγκροτήματος – καλλιτέχνη που τον κυκλοφορεί. Τις ανησυχίες του, το γούστο του, τη θέλησή του, τον εαυτό του στην ουσία. Όλα αυτά τα «συστατικά», διαμορφώνουν ένα album που ή θα το νιώσει ο κόσμος και θα το «αγκαλιάσει», ή δεν θα μπορέσει/δεχτεί και μοιραία θα το διαγράψει. Επειδή όμως οι εποχές αλλάζουν και ο δίσκος μένει, πάντα θα έχει μια ή και περισσότερες ευκαιρίες να ξαναβγεί στο προσκήνιο και να προσπαθήσει ξανά να διεκδικήσει «το κομμάτι της πίτας» που του αναλογεί. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά. Θα μιλήσω λοιπόν επί προσωπικού, με βάση γεγονότα τα οποία και έζησα στην εποχή τους, και θα σας αναφέρω τρεις χαρακτηριστικότατες περιπτώσεις: “X Factor” – “Load” – “Jugulator”. IRON MAIDEN – METALLICA – JUDAS PRIEST. Όταν κυκλοφόρησαν, δέχτηκαν μέτριες ή κακές κριτικές, ως και χλευάστηκαν. Για το πρώτο οι δημιουργοί του άκουσαν τα εξ αμάξης, για τον ήχο του, την απουσία ρυθμικής κιθάρας και τη φωνή του Blaze που τόσο μπορούσε ο χριστιανός, τόσο τραγουδούσε. Για τα άλλα δύο, διαβάσαμε περί ξεπουλήματος στο alternative – grunge και nu metal αντίστοιχα. Λες και είχαν αμφότερες οι μπάντες την ανάγκη αυτών των δίσκων για να πλουτίσουν.

Πέρασαν τα χρόνια. Οι «βροντόσαυροι» (ή οι περισσότεροι εξ αυτών) έχουν αποσυρθεί και βγάλει το σκασμό επιτέλους, εμείς μεγαλώσαμε, είδαμε τα πράγματα πολύ καλύτερα και από σωστή οπτική, νέα παιδιά μας ακολουθούν και μας βάζουν σε ένα πανέμορφο τριπάκι αλληλεπίδρασης. Πλέον για τους δίσκους αυτούς έχουν αλλάξει τα πράγματα. Το “X Factor” είναι ένας δίσκος που του αναγνωρίζεται πως έχει ποιότητα, καλά τραγούδια, ο Gers πλέον είναι καλός κιθαρίστας και συνθέτης, μέχρι και ο Blaze έχει γίνει σε κάποιο ποσοστό αποδεκτός σε τούτη τη δουλειά. Το “Load” φανερώνει πια μια μπάντα με καλλιτεχνικές ανησυχίες, όχι το ξεπούλημα στο βωμό του χρήματος. Και έχει και 3-4 κομμάτια που άφησαν εποχή. Το “Jugulator” είναι ένας εξαιρετικός δίσκος μοντέρνου μετάλλου, με έναν Ripper όνειρο και με μια πλειάδα τρομερών κομματιών. Γιατί; Γιατί οι PANTERA δεν είναι πια το μίασμα που ήταν κάποτε. Διότι τώρα μπορείς να ακούσεις το dna των PRIEST στο δίσκο, και να αναγνωρίσεις επιτέλους τη ξέφρενη απόδοση του Ripper Owens.

Ηθικό δίδαγμα: Ακούστε έναν δίσκο και κρίνετέ τον λαμβάνοντας υπόψη την αξία των κομματιών του, όχι το είδος ή το στυλ του. Γιατί μπορεί το “No Prayer for the Dying” να μην είναι “Seventh Son of a Seventh Son” αλλά έχει πολύ καλά τραγούδια. Γιατί μπορεί το “Destiny” της SAXON-άρας να είναι σχεδόν A.O.R, αλλά είναι κορυφαίος δίσκος. Γιατί στο κάτω κάτω της γραφής, κάποια πράγματα μόνο ηλίθιοι ή κουφοί δεν τα δέχονται!
Δημήτρης Τσέλλος

 

 


Να ξεκαθαρίσω ότι δεν ανήκω σε αυτούς που είναι αιρετικοί. Στην εποχή των social media υπάρχουν πάρα πολλοί που είναι αυτής της συνομοταξίας ακροατές ή συντάκτες σε περιοδικά που κομπάζουν για το πόσο φοβερά είναι μερικά albums που θεωρούνται σκουπίδια στη δισκογραφία ενός συγκροτήματος. Από το “Virtual XI”  των IRON MAIDEN μέχρι και το “Morbid visions” των SEPULTURA, η απόσταση που έχω από τέτοιου είδους εκτιμήσεις ήταν και παραμένει η ίδια: Κατώτεροι δίσκοι συγκριτικά με τις κορυφές της δισκογραφίας τους! Και όταν λέω κατώτερα εννοώ ότι μπαίνουν στη σφαίρα του φανατισμού όσοι τα έχουν ως εικονίσματα! Πραγματικά γελάω όταν σκέφτομαι να αξιολογείται ως ισάξιο οποιοδήποτε album των SLAYER από το 1994 και ύστερα, με τα albums τους μέχρι και το “Seasons in the abyss”. Κλαίω γοερά όταν αντίστοιχα υποτιμάται το “Monotheist” από τους «παλιούς» οπαδούς των CELTIC FROST. Αυτοί οι κολλημένοι έχουν για εικόνισμα έναν δίσκο που το ίδιο το group προσπάθησε να ξαναηχογραφήσει γιατί δεν του άρεσε καθόλου το συνολικό του αποτέλεσμα – ναι, για το “To megatherion” μιλάω! Και μιλάμε για την μπάντα που έβγαλε τον πιο σημαντικό δίσκο στην ιστορία της σκληρής μουσικής (“Into the pandemonium”) και έχει ως παράσημο το 0/100 του αρχισυντάκτη του Metal Forces. Σε αυτό το κείμενο συμπυκνώνεται ολόκληρη η αντίληψη των fans της σκληρής μουσικής: Ό,τι δεν είναι ευθυγραμμισμένο με τα γούστα μας είναι κατακριτέο και πάει κατευθείαν στην πυρά. Αυτό όσο κι αν έγιναν άλματα στα 90’s δεν άλλαξε! Και αν θέλετε να με πείσετε για το αντίθετο δείτε τι έπαθαν οι THE GATHERING στο “Nighttime birds”: Η Century Media τους ΕΠΕΒΑΛΛΕ τον ήχο που έχει ο δίσκος, ενώ εκείνοι στα demos ήθελαν κάτι εντελώς διαφορετικό! Όμως ο δίσκος αυτός είναι ο μεγάλος έρωτας των οπαδών τους που είναι χεβιμεταλλάδες! Πώς να τους πείσεις ότι είναι αδύναμος γιατί έχει ολιγόλεπτα ανολοκλήρωτα κομμάτια και το κυριότερο: ΔΕΝ αντιπροσωπεύει το συγκρότημα! Δίνουμε σημασία σε αυτό; Μάλλον όχι! Γιατί βάζουμε το κριτήριο από το προσωπικό μας γούστο! Γράφουμε και βαρύγδουπα posts στα social media και δώστου τα like από κάτω και συζητήσεις επί συζητήσεων που αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει ελπίδα με τους τυμβωρύχους! Δεν είναι δυνατόν να συζητάμε μετά από τόσους καίριους δίσκους αν οι KREATOR είναι δισκογραφικά άξια ή νο1 thrash metal μπάντα και να εκθειάζουμε το “Endorama”. Μια χαρά δίσκος, αλλά όχι και αριστούργημα! Γιατί αν ήταν έτσι τότε ο Mille θα συνέχιζε να πειραματίζεται και να προχωρά σε άγνωστα μονοπάτια όπως έκανε με αυτό το δίσκο! Το ίδιο και οι MEGADETH με το “Risk”, που δεν είναι σκουπίδι! Αλλά φτάσανε μερικοί να τον ανάγουν σε υποτιμημένη δισκάρα λες και είμαστε όλοι κουφοί! Από την πρώτη μέρα που βγήκε το “Load” έλεγα ότι συνθετικά έχει καλά σημεία, αλλά το alternative στοιχείο ηχητικά τους άλλαξε πλήρως σαν συγκρότημα! Και έπρεπε να περάσουν 20 χρόνια για να το καταλάβουν, ακούγοντας το μεταλλαγμένο τελευταίο τους album που είναι METALLICA! Ε, λοιπόν όσοι μας παραμυθιάζετε ότι το “Load” είναι τέλειος δίσκος θα ήθελα να μου πείτε γιατί δεν γιορτάζεται και τα 10χρονα ή 20χρονα γενέθλια του με την ίδια ζέση που κάνετε για όλα μέχρι το “Black album”; Μήπως γιατί αν έκαναν το λάθος οι METALLICA να το παρουσιάσουν ολόκληρο, θα είχαν εκτεθεί ανεπανόρθωτα; Εδώ το “Black album” που αν τολμήσεις να πεις κακή κουβέντα γι’ αυτό θα πέσουν αν σε φάνε, ευφυώς το παρουσίασαν από το τέλος προς την αρχή γιατί τα «βαριά» χαρτιά του είναι στην αρχή του tracklisting! 

Πέρα από την προσωπική εκτίμηση, υπάρχουν βέβαια και αντικειμενικά κριτήρια που παίζουν ρόλο: Πόσα κομμάτια από τον εν λόγω δίσκο παίζει το group στις συναυλίες του; Διαχρονικά πως πάει σε πωλήσεις; Πόσες φορές έχει επανεκδοθεί; Ποια είναι η αίσθηση που έχεις από τους οπαδούς του; Γιατί οι περισσότεροι λατρεύουν το “Burnt offerings” κι ας λέει ό,τι θέλει ο Schaffer γι’ αυτό! Πιο σημαντικό όλων όμως είναι το τι αντίκτυπο είχε η κυκλοφορία του! Πόσο επηρέασε και πόσο τα επόμενα χρόνια αντιμετωπίστηκε από τα νέα group ως επιρροή; Ε βάλτε όλα αυτά μαζί και καταλήγετε γιατί το “Prime evil” όσο καλό κι αν είναι, δε θα σταθεί ΠΟΤΕ μπροστά στα δύο κεφαλαιώδη albums των VENOM! 

Καταληκτικά πιστεύω ακράδαντα πως albums που έχουν χαθεί στο χρόνο και παραμεριστεί από τα ίδια τα group, μάλλον είχαν κάτι που δεν αξίζει κάποιος να το εκτιμήσει πέρα από κάποιο βαθμό. ΜΟΝΟ αν είσαι κολλημένος blackster θα εκτιμήσεις την αξία του “Natterns Madrigal” των ULVER, που οι ίδιοι το έχουν αφορίσει και παρόλα αυτά φιγουράρει ψηλά στις λίστες των καλύτερων μαυρομεταλλικών δίσκων! Ε ναι λοιπόν! Όσοι εκτιμάτε δίσκους σαν κι αυτόν δε θα εκτιμήσετε ποτέ τα Έβερεστ των αγαπημένων σας μουσικών πραγματικά! Κι αυτό γιατί θα σας είναι το ίδιο εύκολο να ανεβείτε ένα μικρό λόγο με το να ανεβείτε στην κορυφή του κόσμου! Όσο κι αν θέλετε να πείσετε τους γύρω σας για το αντίθετο, μέσα σας θα ξέρετε την αλήθεια: Από το Έβερεστ του “Grin” και του “Individual thought patterns” δεν βλέπεις λόφους από την δισκογραφία των CORONER και των DEATH αντίστοιχα. Βλέπεις μόνο και άλλες κορυφές που αξίζει να τις πατήσεις! Το ίδιο δεν μπορείς να πεις για τους BLACK SABBATH, ούτε για τους MOTORHEAD, ούτε για τους JUDAS PRIEST! Γιατί; Γιατί οι πρώτοι είχαν καριέρα πολύ μικρότερη και είναι λογικό να έχουν και λιγότερο καλούς δίσκους! Ε ναι ρε γαμώτο! Όχι δισκάρα και το “Turbo”! ΕΛΕΟΣ ΠΙΑ! ΕΛΕΟΣ!
Λευτέρης Τσουρέας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here