Η αγαπημένη μου συναυλία: (DEATH, 26/9/1998, Αποθήκη Μύλου, Θεσσαλονίκη)

0
305












Η καλύτερη συναυλία που είδα ποτέ στη ζωή μου (και πιστεύω το ίδιο ισχύει για όποιον ήταν εκεί) ήταν αυτή των METALLICA στη Νέα Σμύρνη στις 27/6/1993. Ωστόσο επειδή υποθέτω θα γράψει κάποια στιγμή ο Αλατάς γι’ αυτήν πολύ καλύτερα απ’ ότι εγώ και με βάση το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, η επιλογή για το ποια συναυλία (θα) έπρεπε να γράψω ήταν μονόδρομος και δεν είναι άλλη από τη μοναδική φορά που οι DEATH του ήρωά μου Chuck Schuldiner, επισκέφθηκαν τη χώρα μας. Ας πάρουμε το πράγμα από την αρχή, καθώς μετά το “Symbolic” το 1995, ο Chuck αηδιασμένος εν πολλοίς από τη μουσική βιομηχανία και έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του να κάνει κάτι κλασικομεταλλικό, είχε βάλει μπροστά τη δημιουργία των CONTROL DENIED. Η τύχη τα έφερε έτσι όμως που για να μπορέσει να κυκλοφορήσει κάτι μαζί τους, θα έπρεπε σύμφωνα με την απαίτηση της Nuclear Blast να κυκλοφορήσει κάτι πρώτα με το λογότυπο των DEATH. O Chuck ξέροντας καλά τι είχε στο μυαλό του, έκανε αυτό που δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή του ως τότε. Συμβιβάστηκε, κι αυτό για να μπορέσει να κορυφώσει το όραμα που είχε στο μυαλό του επί χρόνια.

Έτσι λοιπόν αφού πρώτα ανακοινώνεται η «ανάσταση» των DEATH (πόσο οξύμωρο μπορεί να ακούγεται αυτό άραγε, έτσι;), και το τελικό σχήμα θα περιλάμβανε τους Shannon Hamm (κιθάρες), Scott Clendenin (μπάσο, τελευταία στιγμή αντί του Steve DiGiorgio) και τον αέρινο Richard Christy (τύμπανα), ανακοινώνονται αρκετά κοντά η κυκλοφορία του νέου έβδομου δίσκου τους με τίτλο “The sound of perseverance” για τις 31 Αυγούστου του 1998 και λίγο μετά… υπογλώσσια! OI DEATH ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΙΣ 26 ΚΑΙ 27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1998 ΣΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ! Δεν μπορώ να θυμηθώ λόγω κενού αυτή τη στιγμή, αν μαζί με το ουρλιαχτό μου μέσα στο λεωφορείο (γύρισαν όλοι και με κοίταξαν) έκλαψα κιόλας, θυμάμαι σίγουρα μια κυρία να λέει «το παιδί κάτι έπαθε, δείτε ένας τι συμβαίνει». Θυμάμαι όμως σίγουρα ότι αυτό ανακοινώθηκε Μάρτιο προς Απρίλιο και ότι μετρούσα τις μέρες σαν τρελός. Η περίοδος λοιπόν από την ανακοίνωση της συναυλίας μέχρι και την τέλεσή της έχει ένα απίστευτο κενό όλων, με την εξαίρεση της ανακοίνωσης της συναυλίας των SLAYER ένα μήνα από αυτή των DEATH. Το εισιτήριο αγοράζεται με οικονομίες που κρατήθηκαν για να αγοραστούν άλμπουμ (ΠΟΙΑ ΑΛΜΠΟΥΜ; ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ DEATH ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ) και οι μέρες όχι απλά δεν περνούν αλλά γίνονται εφιαλτικές.

Ο δίσκος βγαίνει, παθαίνουν όλοι την πλάκα τους, κλάματα ξανά, συγκίνηση, η αγωνία να κορυφώνεται για τη συναυλία κι εμείς να φανταζόμαστε πως θα παίξουν τα νέα τραγούδια μαζί με τα παλιά. Δίσκος μόνο με κομματάρες και με την μπάντα να δείχνει σε τρομερή φόρμα. Οι ανταποκρίσεις από φεστιβάλ του εξωτερικού μιλάνε για τρομερά δεμένο σύνολο και όλοι εστιάζουν στο παίξιμο του Richard Christy, στον οποίο όλοι δίνουν τον χαρακτηρισμό που του είχε προσάψει πρώτος ο ίδιος ο Chuck, «μικρός Gene Hoglan». Με τα πολλά φτάνουμε στην παραμονή της πολυπόθητης μέρας. Παρασκευή απόγευμα, έχει ευθυγραμμιστεί το ίδιο το σύμπαν να είμαι πρωινός στο σχολείο (τελευταία χρονιά Λυκείου) κι έχω φύγει από το σπίτι καπάκι μετά το φαγητό να πάω να περιμένω τη μπάντα στο γνώριμο τότε σημείο που έρχονταν τα συγκροτήματα, το ξενοδοχείο Park ακριβώς δίπλα στο υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης. Καλαμαριά-κέντρο με τα πόδια, γιατί κανένα λεωφορείο δεν μπορούσε να με πάει πιο γρήγορα (ή έτσι νόμιζα) και γιατί η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο. Με απόλυτη σιγουριά, βγάζω τα 7 βιβλιαράκια των δίσκων τους μια τελευταία φωτογραφία πριν υπογραφούν από το χέρι Του. Υπάρχει ακόμα αυτή η φωτογραφία κάπου αλλά δυστυχώς δε μπορώ να τη βρω για να την βάλουμε στο κείμενο.


Φτάνω στο Park γύρω στις 5μιση-6. Η αγωνία τεράστια, αρχίζουν και μαζεύονται κι άλλα άτομα, όχι απαγορευτικά σε αριθμό αν χρειαστεί καμία φωτογραφία ή καμία υπογραφή κι έρχεται η ώρα που παθαίνουμε το αμόκ, καθώς από το μεγάλο λεωφορείο που στρίβει, ξεπροβάλλει η μορφή του Chuck. Δε βλέπουμε τους υπόλοιπους αρχικά αλλά δε μας νοιάζει κιόλας. Πρώτος κατεβαίνει ο αδερφικός φίλος Ηλίας Αραβίδης, ο οποίος είχε πάει στο αεροδρόμιο να συνοδεύσει τη μπάντα. Ο Ηλίας που φοράει μπλούζα SAVATAGE με το εξώφυλλο του “Handful of rain” και το πρώτο που του λέει ένας είναι «καλά πήγες με μπλούζα SAVATAGE να τους πάρεις»;

Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, κατεβαίνουν σιγά-σιγά όλοι και τελευταίος ο Chuck που πνίγεται στην κυριολεξία στις αγκαλιές όλων, ένας λεπτοκαμωμένος τύπος του φωνάζει «ΑΪΝΤΑ “LEPROSY” ΡΕ Π..ΣΤΗ», ένα από τα παιδιά δακρύζει με το που του δίνει το χέρι και μια ξανθιά κοπέλα τον φιλά στο στόμα με τρόπο που ξάφνιασε τον Chuck όσο δεν πάει. Στη συνέχεια αφήνουν τα πράγματα και μας πετάει το νέο: «Μου είπαν ότι υπάρχει ένα κλαμπ που λέγεται Wizard και μας περιμένουν, θα έρθουμε εκεί για να περάσουμε το βράδυ μαζί σας, θα μείνουμε μέχρι το πρωί για χάρη σας». Με χαιρετάει ενώ προσπαθώ να κρατηθώ και του λέω «θα τα πούμε μετά, θα σας πάω εγώ», μου λέει «μπορεί να αργήσουμε, είναι κρίμα να περιμένεις», και του απάντησα «σε περιμένω τόσα χρόνια, μερικά λεπτά ακόμα δε θα κάνουν διαφορά». Χαμογελάει, φεύγει με τους υπόλοιπους και επιστρέφει μετά από 15’ περίπου, ενώ οι άλλοι έχουν ήδη φύγει.


Βρίσκομαι συνεπώς στους δρόμους της Θεσσαλονίκης δίπλα στον ήρωά μου ο οποίος όταν κατέβηκε είπε «τελικά το είπες και το έκανες, θα με πας», «αφού σου το υποσχέθηκα» του είπα και ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε προς το Wizard. Μέσα στο χαμόγελο, ο Chuck κοιτούσε τα φώτα της πόλης και ζητούσε να μάθει αν και πόσο γνωστή είναι η μπάντα. Αφού τον έχω «φτιάξει» κατάλληλα (έλαμπαν τα μάτια του όταν του έλεγα τι παίζει και τι θα συναντήσει μέσα στο κλαμπ, έπρεπε να μπορούσατε να δείτε το πάθος του και πόσο αγαπούσε αυτό που έκανε αλλά και την αποδοχή των οπαδών), ξαφνικά σταματάει κοιτώντας τριγύρω. «Τι υπέροχη μυρωδιά είναι αυτή; Από πού έρχεται;» αναρωτήθηκε, είχε ένα γυράδικο στη συμβολή του δρόμου με την Εγνατία (νυν Κωνσταντίνου Καραμανλή) και του λέω «α περίμενε να δεις, έλα μαζί μου). Μπαίνουμε μέσα και λέω στον ψήστη «σε παρακαλώ, φτιάξτου ένα μεγάλο, μόλις ήρθε από Αμερική και έπαθε πλάκα με τη μυρωδιά». Πάει να βγάλει λεφτά και μαζί με τον ψήστη του λέμε «ΩΠΑ» συγχρονισμένο, λες και ήμασταν συνεννοημένοι, «άστον να σου δείξει πόσο φιλόξενοι είμαστε του λέει» σε άπταιστα Αγγλικά. Πληρώνω, φεύγουμε.

Καθόμαστε σε ένα παγκάκι και μου λέει «δεν έχω φάει ξανά κάτι τέτοιο, παντού έτσι είναι;» και του απαντώ ότι υπάρχουν πολύ καλύτερα. Γουρλώνει τα μάτια και μου λέει «δεν είναι σωστό να τρώω κι εσύ να μην τρως, νιώθω άσχημα», του είπα ότι «το να μπορώ να κάνω κάτι και να χαρείς είναι ότι καλύτερο, δε χρειάζεται να νιώθεις άσχημα, φάε καλά, γιατί εκεί που θα πάμε δεν θα πάρεις ανάσα». Αφού τρώει με ρωτάει με πείσμα, «δηλαδή τι θα γίνει εκεί μέσα, θα πέσει ξύλο;» και του απαντώ «ο κόσμος εδώ σε λατρεύει όπως και τους DEATH, ακόμα και άτομα που δεν είχαν καμία σχέση με τη μουσική σου, παραδέχονται αυτό που έχεις κάνει και θα είναι εκεί για να σε τιμήσουν». Αυτό ήταν, κάπου εκεί με πιάνει από το χέρι σαν το μικρό παιδί και μου λέει «ε, πάμε γρήγορα, μην τους αφήσουμε να περιμένουν». Περνάμε μέσα από τα μαγαζιά της Πλατείας Άθωνος για να πάμε στο Wizard, το οποίο ήταν στην Καστριτσίου. Πλησιάζοντας του λέω «σε παρακαλώ, ότι κι αν δεις, ότι κι αν γίνει, μην τρομάξεις, είναι για καλό». Φτάνουμε απ’ έξω, πέφτει σύρμα, ανοίγει η πόρτα, «δηλαδή τι θα γίνει για να τρο…»


Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση του, ξαφνικά βλέπω ένα χέρι να τον αρπάζει μέσα σαν σακί με πατάτες, ο κόσμος γρήγορα φτιάχνει «πηγαδάκι» γύρω του εν μέσω απίστευτων χειροκροτημάτων, ένας πέφτει κάτω και τον προσκυνάει κρατώντας τον από τα γόνατα, ένας άλλος τον φιλάει στο μάγουλο λες και δε θα τον ξαναδεί κι ένας τρίτος πάει και φωνάζει γκαρίζοντας στο αυτί του «PULL THE PLUUUUUUUUUG PEEEEEEEEEEEEEE». Ο Chuck χάνει την οπτική επαφή με τον οποιονδήποτε, ενώ σε μια άκρη είναι ο Richard Christy ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΧΑΡΑ και σε μια άλλη άκρη σαν αυτοκόλλητοι οι Shannon Hamm και Scott Clendenin. Έχω προλάβει να ενημερώσω τον Chuck ότι στο μαγαζί έχουν ζωγραφιστεί προσωπογραφίες και η δικιά του είναι σε περίοπτη θέση, ενώ το λογότυπο του Wizard στον ειδικό χώρο που μαζευόμασταν οι σκληροπυρηνικοί για το ανελέητο headbanging είχε ζωγραφιστεί με γραμματοσειρά α λά DEATH. O Chuck δεν πίστευε στα μάτια του, πήγε και υπέγραψε και την προσωπογραφία του και το λογότυπο μέσα σε χειροκροτήματα ξανά και με τον κόσμο να ουρλιάζει ακατάληπτα. Σε κάποια φάση συναντιούνται ξανά οι δρόμοι μας και με παίρνει αγκαλιά και με σφίγγει λέγοντας μου «δεν το πιστεύω αυτό, σου ζητώ συγνώμη, έπρεπε να έρθουμε πολλά χρόνια πριν».

Του απαντώ μεταξύ σοβαρού κι αστείου «αν βγεις ζωντανός σήμερα από εδώ, θα έρχεσαι κάθε χρόνο από μόνος σου» και κούνησε το κεφάλι καταφατικά λέγοντας «θα μπορούσα να μείνω εδώ για πάντα, είστε τόσο υπέροχοι και ευγενικοί, είστε οι φίλοι μου, όλοι σας». Ενδιάμεσα ο Σήφης παίζει τα κέρατά του από κομματάρες, ο Christy ζητάει RAGE από το “Perfect Man” (!) λέγοντας πόσο θαυμάζει τον Χρήστο Ευθυμιάδη, ο Hamm ζητάει SEPULTURA, o Clendenin παλιούς METALLICA και MEGADETH, ο Chuck ζητάει σε κάποια φάση MERCYFUL FATE και όταν μπαίνει κομμάτι του, ενστικτωδώς σηκώνει τη μπύρα που έπινε τσουγκρίζοντας την με τον  κόσμο φωνάζοντας ένα μεγάλο “YES” που ακούστηκε σε όλο το μαγαζί παρά την ένταση από τον όχλο του κόσμου και τη δύναμη της μουσικής. Όλο το βράδυ πάει σε ρυθμούς τρένου, κανείς δε φεύγει και το κλαμπ είναι ασφυκτικά γεμάτο μέχρι πρωΐας, σε κάποια φάση που τον ξεμοναχιάζω ενώ κουνάει το κεφάλι του μονολογώντας «απίστευτο, πραγματικά απίστευτο», του λέω «μπορείς να μου κάνεις τη χάρη να μου υπογράψεις αυτά;» δίνοντας του τα βιβλιαράκια. Όλοι τα είχαν όλα. ΟΛΟΙ/ΟΛΑ! Είχε πάθει πλάκα με αυτό, «είστε τόσο πιστοί όλοι και δεν είχα ιδέα, νιώθω πλήρης αυτή τη στιγμή, είμαι ευτυχισμένος φίλε μου, θα σας κάνουμε κι εσάς ευτυχισμένους αύριο, θα δεις».

Πρέπει να πήγε 5-6 η ώρα για να φύγουμε, αν όχι πιο μετά, η ίδια διαδρομή με αντίθετη φορά, βλέποντας τη Θεσσαλονίκη με φώτα, ο Chuck ρώτησε αν μπορούμε να πάμε βόλτα να δει τα αξιοθέατα αφού ξυπνήσουν, ελάτε στη θέση μου λίγο, τι θα κάνατε; Ξημερώνει η μέρα της συναυλίας λοιπόν, έχουμε πει να βρεθούμε 1 η ώρα, πάω και τον παίρνω ξανά και κατεβαίνουμε την Αριστοτέλους. Ο Chuck αναφέρει ότι η πόλη είναι όμορφη τη νύχτα, αλλά τη μέρα με το φως ανοίγει η καρδιά του. Και τότε συμβαίνει κάτι συγκλονιστικό που δε μπορώ να το ξεχάσω και καταδεικνύει το μεγαλείο του (ακούστηκαν διάφορα κατά καιρούς και δεν ήταν ο πιο εύκολος άνθρωπος, αλλά αυτό έγινε μπροστά μου και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης). Περπατώντας την Αριστοτέλους από το άγαλμα του Βενιζέλου προς τα κάτω, ένα παιδάκι λίγο πιο κάτω από το ύψος της Ερμού μας βλέπει και σηκώνει το χέρι του. Το παιδάκι μικροκαμωμένο και κοντό, 14-15, κάπου εκεί (λες κι εγώ ο κωλόγερας στα 17 ήμουν μεγάλος ας πούμε). Περνάει απέναντι και χωρίς να πει κάτι, τον παίρνει μια μεγάλη αγκαλιά και αρχίζει να κλαίει, λέγοντας του απλά «σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ». Έχω μείνει κάγκελο κι ο Chuck ακόμα περισσότερο!

Του μιλάει γεμάτος προσοχή για περίπου 10-15’ σαν να μην υπάρχει τίποτα γύρω του, του κάνει πλάκα, τον ρωτάει για τα αγαπημένα του τραγούδια και του λέει «ωραία, θα σε δω το βράδυ, έτσι;», όπου εκεί το παιδάκι του απαντάει «δε μπορώ να έρθω, δεν έχω λεφτά, συγνώμη». Βλέπω τον κόμπο στο λαιμό του Chuck ακόμα, λες και έγινε χθες, προσπαθεί κάτι να πει, είναι φανερό ότι πειράχτηκε και ξαφνικά τρώει τη φλασιά. Βγάζει ένα σημειωματάριο που είχε στο τζιν μπουφάν του, γράφει κάτι για αρκετή ώρα, βάζει και την υπογραφή του και του λέει «θα πάρεις αυτό, και θα το δώσεις μπροστά σε αυτόν που θα φοράει το μαύρο καπέλο, με αυτό θα μπεις μέσα, αν έχεις κάποιο πρόβλημα θα τους πεις να με φωνάξουν». Το παιδάκι έλαμψε μέσα στη χαρά, τον αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά και έφυγε σχεδόν χοροπηδώντας από τη χαρά. O Chuck με κοιτάει αφού έγινε αυτό και του λέω «στο είπα, ο κόσμος σε λατρεύει, δεν σου έκανα πλάκα», μου λέει «το βλέπω από χθες, πως θα μπορούσα να αφήσω αυτό το παιδί να μην έρθει, πες μου»… Δεν αναφέρουμε ξανά το σκηνικό και φτάνουμε στην παραλία και πάμε προς το Λευκό Πύργο.


Με τα πολλά έρχεται η ώρα να γυρίσουμε πίσω, πάω κι εγώ στο Μύλο και απλά στέκομαι μπροστά μπροστά, βρίσκω το παιδάκι από νωρίς να κρατάει το χαρτί που του έδωσε ο Chuck, βλέπω πλέον τι του έγραψε: “THIS GUY IS MY FRIEND. YOU WILL LET MY FRIEND IN NO MATTER WHAT, NO CHARGE” κι από κάτω είχε την υπογραφή του. Βρίσκουμε μια και δεν έχει πολύ κόσμο τον τύπο με το μαύρο καπέλο, είναι ευκαιρία και του λέμε τι ακριβώς συμβαίνει. Ο τύπος ονόματι Josh ρίχνει ένα thumbs up στο παιδάκι και του δίνει και μια αφίσα της συναυλίας δώρο. Το παιδάκι μου συστήνεται, τον λένε Αντώνη και μου λέει ευχαριστώ. Ευχαριστώ γιατί, δεν έχω κάνει τίποτα. Θεωρούσε στο κεφάλι του ότι αν δεν ήμουν εγώ εκεί να πάω τον Chuck από το δρόμο του, δεν θα τον έβλεπε και δε θα ήταν εκεί. Οι ώρες περνάνε βασανιστικά ακούμε στο soundcheck κομμάτια όπως το “Crystal mountain”, το “Spirit crusher”, το “Zombie ritual”, ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ σκέφτομαι, αν ακουστούν έτσι θα πεθάνουμε. Ο κόσμος πληθαίνει, sold out ασάλιωτο, πως θα τη βγάλουμε καθαρή, τι στάση πρέπει να πάρω για να μη στριμωχτώ, κάτι τέτοια κάθομαι και σκέφτομαι εκείνη την ώρα.

Η συναυλία αρχίζει στην ώρα της, βγαίνουν σιγά-σιγά και πριν αρχίσουν, ο Chuck με βλέπει και μου κάνει thumbs up, ενστικτωδώς κοιτάει πιο δίπλα και βλέπει και τον Αντώνη στην πρώτη σειρά, μεγάλο θάρρος ο μικροκαμωμένος φίλος του, έκατσε μπροστά παρότι θα μπορούσε να γίνει χαλκομανία, ο Chuck μέσα στη χαρά που τον βλέπει και του σχηματίζει τα devil horns, ενστικτωδώς γυρνάει ξανά προς εμένα, σφίγγει τη γροθιά του χαμογελώντας σαν να μου λέει «ναι, τα καταφέραμε, τον βάλαμε μέσα». ΑΥΤΟΣ ήταν ο Chuck! Πάνω απ’ όλα οι οπαδοί του μια κι ο ίδιος ήταν οπαδός πάνω από όλους. Τα φώτα σβήνουν, ουρλιαχτά παντού, ένα γνώριμο tapping στην κιθάρα, ένα πιο γνώριμο riff και αντί να ακουστεί ο Chuck, ακούγεται ΜΟΝΟ ο κόσμος ουρλιάζοντας… “DO YOU FEEL WHAT I FEEL, SEE WHAT I SEE, HEAR WHAT I HEAR”… την ώρα που το γράφω αυτή τη στιγμή δακρύζω γιατί σαν συνολική ανάμνηση είναι πάνω από μένα, τώρα όμως είμαι 39 και τότε ήμουν 17, το αίμα έβραζε, δεν κλαίνε τα παλικάρια κι έτσι. Ουρλιάζω και δεν αφήνω στίχο ατραγούδιστο για τα επόμενα 80-85’ που θα κρατήσει η συναυλία. Πανζουρλισμός όπως και πάρα πολλή ζέστη, αλλά δε μασάει κανείς. Η μάλλον μασάνε όλοΙ. ΣΙΔΕΡΑ!

Καπάκι το νέο “Spirit crusher”. Ο κόσμος το υποδέχεται με χαρά, ΤΙ ΠΑΙΖΕΙ Ο CHRISTY, αυτό ακούγεται από όλο τον κόσμο, με τον Chuck να του έχει δώσει χώρο να εκφραστεί και πολλές φορές να τραβιέται πιο άκρη στη σκηνή για να βλέπει ο κόσμος τον μικρό παιχταρά σε πλήρη δράση. Hamm/Clendenin πραγματικά αλάνθαστοι, νέα έκπληξη με το “Trapped in a corner”, 2/3 κομμάτια από το “Individual thought patterns”, το αγαπημένο άλμπουμ του όπως πολλές φορές μου ανέφερε το προηγούμενο βράδυ. 2 ακόμα νέα κομμάτια με τον Christy να δίνει ρεσιτάλ, τα “Bite the pain” και το εναρκτήριο του δίσκου “Scavenger of human sorrow”. Ο Chuck χωρίς να κάνει πολλά όταν δεν παίζει ή τραγουδάει, είχε τη δυνατότητα να παίρνει την ενέργεια του κόσμου και να την πετάει πίσω, τρεφόταν με την πώρωση μέσα στο Μύλο σαν να έπαιζε πρώτη φορά συναυλία στη ζωή του. Και κάπου εκεί το πράγμα σοβαρεύει. 2 κομμάτια κολλητά από το “Symbolic”, τα “1.000 eyes” (καρφί η εισαγωγή του Hoglan από τον Christy) και το υπεραγαπημένο “Zero tolerance”. Δεν υπάρχει ψυχή να μην τραγουδάει, βλέπω κόσμο τρίκαφρο να κλαίει στο άκουσμα του συγκεκριμένου και στο σημείο με το περίφημο lead που σπάει καρδιές.

Δεν πιστεύω κι εγώ και πολλοί πολλά από όσα βλέπουμε, ίσως γιατί η συγκίνηση υπερκάλυπτε τα πάντα. Κι όμως το ζούσαμε ρε φίλε. DEATH ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Ο Chuck στη μια αναπνοή δρόμο μπροστά μου και όλο το βράδυ πριν και το πρωί μετά κολλητά, λες και ήμασταν πάντα φίλοι. «Θα παίξουμε 2 κομμάτια που ξέρουμε ότι αγαπάτε πολύ και δε θέλουμε να τα σπάμε» μας λέει, “Suicide machine”/”Together as one”. Αν με ρωτούσαν ποτέ «τι είναι death metal;» αυτό το δίδυμο θα απαντούσα. Ο κόσμος που κρατιόταν αρχίζει και το χάνει, οι πιο κάφροι επιδίδονται σε ελικόπτερα, το pit παίρνει φωτιά, η κατάσταση είναι έκρυθμη, κι αν ο Chuck προσπαθεί να το παίξει επαγγελματίας και να μην παρασυρθεί, ο Christy παίζει και για τον οπαδό και οι Hamm/Clendenin δε μπορούν πλέον να κρύψουν τη χαρά αλλά και το πάθος, σε φάση «θέλετε κι άλλο; Ε, θα πάρετε κι άλλο»! Να και το “Crystal mountain” να κάνει την εμφάνιση του. Θαυμασμός, βουητό ουρλιαχτών και πώρωση, κάθε στίχος τραγουδιέται, μέχρι και οι κιθάρες και το σόλο, κάφροι, θρασάδες, προγκρεσιβάδες (πάρα πολλοί εκείνο το βράδυ), κλασικομέταλλοι, έχουν γίνει ένα, δεν υπάρχουν DEATH πάνω στη σκηνή, υπάρχει το καυτό μέταλλο που μας όρισε να κυλάει όπως πάντα ήθελε ο Chuck.

Το “Flesh and the power it holds” μας δείχνει τι δυνατότητες είχε το συγκεκριμένο line-up σε ένα κομμάτι σχεδόν 9’ και ελάχιστα μετά το τέλος του, μια γνώριμη αρχή, ένα κλάμα που δεν έμεινε μέσα στα βλέφαρα και ένα συνεχές ουρλιαχτό που σίγουρα αντηχεί στο κεφάλι του καθενός κάνουν όλα μαζί την εμφάνιση τους. “Symbolic” κι αν αυτό δεν ήταν ότι πιο κοντινό στο να κατέβει ξανά ο Χριστός στη γη που έχουμε ζήσει σε συναυλία, ειλικρινά δεν ξέρω τι μπορεί να ήταν. Λυγίζουν και τα ντουβάρια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, βλέπω κάτι δίμετρους με μαλλούρα μέχρι τη μέση, καρφιά, γκέτες και δεν ξέρω εγώ τι άλλο επικίνδυνο να τραγουδάνε ουρλιάζοντας και κλαίγοντας μαζί, μέχρι κι ο Chuck εκεί βλέποντας τον κόσμο θα δείξει την καρδιά του ενώ παίζουν οι άλλοι και με αποφασιστικότητα συνεχίζει. Δεν ήξερε, δε ρώταγε; «Κάτι από το πρώτο μας άλμπουμ για τους old school οπαδούς μας», λες και περίμεναν τη στιγμή για να το πει, ανάβουν πυρσοί μέσα στο Μύλο (ΠΥΡΣΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΥΛΟ ΡΕ), ο Chuck μη προετοιμασμένος παίρνει τη βάση του μικροφώνου προς τα πίσω μην τον πάρει καμία ξανάστροφη και τραγουδάει με πρωτοφανές πάθος αλλά και ξεκάθαρο φόβο.


Φόβο φάση «εδώ που ήρθα δε θα φύγω αρτιμελής», κραυγές Πυγμαίων, Μπαντού και Μαμελούκων πάσης φύσεως, Σκόϊλ Ελικίκου και Μέτζι του Νεούχτη πριν υπάρξουν σαν σκέψη, όλα μαζί στην ύψιστη υπερβολή που μπορούν να εκφραστούν, «Παναγία μου σ’ ευχαριστώ» σκέφτομαι, είμαι ακόμα ζωντανός, το “A moment of clarity” στη συνέχεια πραγματικά πέρασε και δεν ακούμπησε γιατί ο καθένας προσπαθούσε να συνέλθει, μέχρι να έρθει η χαριστική βολή, το καρφί στο φέρετρο, η έκλειψη του ήλιου σε ένα κόσμο φωτεινό που δεν ήταν προετοιμασμένος. «Σας ευχαριστούμε όλους και θα έρθουμε ξανά σύντομα, είστε οι καλύτεροι οπαδοί που είχαμε ποτέ. Σας αγαπάμε πολύ όλους». ΓΚΑ-ΓΚΑ-ΓΚΑ-ΓΚΑ-ΓΚΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΝ-ΓΚΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΝ-ΓΚΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΝ-ΓΚΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΝ-ΓΚΑΓΚΑ-ΓΚΑ-ΓΚΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΝ…”MEMORIES ARE ALL THAT’S LEFT BEHIND, AS I LAY AND WAIT TO DIE, LITTLE DO THEY KNOW, THAT I HEAR THEIR CHOICE OF LIFE”… Σκοτοδίνη, θάνατος και ζωή μαζί, «TO PULL THE PLUG ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ» ουρλιάζει ένας δίπλα μου, ένας έχει πέσει κάτω κι απλά βαράει με δύναμη το πάτωμα χτυπώντας το κεφάλι κάθετα, ένας πάει να τον σηκώσει και κλαίνε μαζί αγκαλιά λες και ήταν εραστές που είδαν ο ένας τον άλλο μετά από δεκαετίες, κόσμος στους ώμους άλλων, πυρσοί, κι άλλοι πυρσοί, ΑΜΕΤΡΗΤΟΙ ΠΥΡΣΟΙ! Η νύχτα γίνεται μέρα κι ο θάνατος επί σκηνής προσφέρει ζωή σε όλους!

O Chuck παίρνει το μικρόφωνο τέρμα πίσω κι έχει σχεδόν κολλήσει στις κάσες του Christy για να τραγουδήσει το κομμάτι, αν πριν φοβόταν, εδώ χέστηκε πάνω του. Χαμογελώντας μεν, χεσμένος δε, «σίγουρα δεν θα ζήσω, ήρθε το τέλος μου» ύφος, οι άλλοι κάνουν πλάκα παίζοντας το κομμάτι πιο βαριά (αν αυτό γίνεται) και τελικά η συναυλία τελειώνει μέσα σε χάος, γυρνάω πίσω και βλέπω τους μισούς οκλαδόν, χυμένους στο πάτωμα, άλλοι να έχουν ματώσει, άλλοι με σκισμένες μπλούζες, τζιν, πεσμένα πορτοφόλια με λεφτά που κανείς δεν έχει κουράγιο να σκύψει να τα πάρει και να τα κλέψει, οι πιο δυνατοί που στάθηκαν όρθιοι βγάζουν υποβασταζόμενους τους πιο αδύναμους και ενστικτωδώς σκέφτομαι «ο Αντώνης, που είναι» για να γυρίσω και να τον δω ανάμεσα σε δυο θηρία να βγαίνει έξω ατσαλάκωτος. Ήρθε με αγκάλιασε κλαίγοντας και λέγοντας μου ευχαριστώ. Εμένα γιατί; ΑΥΤΟΣ σε έβαλε μέσα, όχι εγώ. Φίλοι και γνωστοί με την κούραση ζωγραφισμένη στο μέτωπο και τα μάτια αλλά και τη χαρά ζωγραφισμένη στα χείλη, «Αγγελάρα τη βγάλαμε και σήμερα, δε θα πάθουμε ποτέ τίποτα» μου λέει ένας, ενώ προσπαθώ να κοιτάξω αν το γκρίζο “Symbolic” μπλουζάκι μου είναι εντάξει ή έχει τρύπες, όλα καλά, όλα ανθηρά.

Κάνω να φύγω και σκέφτομαι «και που να πάω εγώ τώρα μετά από αυτό, δεν του είπα αντίο και γιατί να πάω σπίτι, και τι να βιώσω εγώ άλλο μετά από αυτό να μου δώσει χαρά» και άλλα τέτοια ρητορικά που περνάνε από το μυαλό, ενώ παράλληλα μπροστά από τα μάτια μου περνάνε εκατοντάδες ταλαιπωρημένα πρόσωπα, φίλοι, γνωστοί, άγνωστοι, ο Μύλος αδειάζει κι εγώ έχω κάτσει σε ένα παγκάκι και κλαίω, κλαίω γι’ αυτό που έζησα και που αναρωτιέμαι αν θα ξαναζήσω τέτοια αγάπη και πληρότητα για οτιδήποτε. Ποιο λεωφορείο, ποιο ταξί και χαζομάρες, σπίτι με τα πόδια πήγα για να ξελαμπικάρω. Να μη μπορώ να σηκώσω νύχι, όχι πόδι για να περπατήσω, να έχω όλη την ψυχολογική ένταση του διημέρου και να σέρνω ένα κουφάρι που από πάνω του έχει περάσει όλη του η ζωή θαρρείς. Τρώω τη φλασιά όμως και θυμάμαι ότι μου έχει πει ο Chuck την ώρα που θα φύγουν για Αθήνα την επόμενη. Νυχτερινό λεωφορείο λοιπόν , ποιο σπίτι, μόνο αεροδρόμιο, βαράω ολονυχτία άϋπνος, ένας τύπος 1.88 που τότε ήταν 60-65 κιλά με το ζόρι, με το σκισμένο τζιν, το χακί flight και τις καουμπόϊκες μπότες.

Σκάω στο αεροδρόμιο, περιμένω στις πτήσεις εσωτερικού, περνάνε οι ώρες, προσπαθώ να μην κοιμηθώ και περάσουν από μπροστά μου και τους χάσω. ΕΡΧΟΝΤΑΙ κάποια στιγμή, πέφτω πάνω του και τον αγκαλιάζω. «Σε έψαχνα χθες, που ήσουν;» μου λέει, «ήρθα να σου πω αντίο» του είπα, προσφέρθηκε να μου πληρώσει εισιτήριο λέγοντας μου «έλα μαζί μας στην Αθήνα, θα το χαρώ πολύ, θα το πληρώσω εγώ για σένα». Έκλαψα όταν τους χαιρέτησα αλλά προσπάθησα να μην τον αφήσω να φύγει. Η ανάμνηση των τελευταίων λέξεων του με ρημάζουν μέχρι σήμερα. «Θα τα ξαναπούμε σύντομα, στο υπόσχομαι, μη με ξεχάσεις γιατί εγώ θα σε θυμάμαι για πάντα»… Ξέρω ότι το εννοούσε και ότι ήθελε να κρατήσει την υπόσχεσή του. Μου έγνεψαν όλοι με το χέρι, ο Christy μου έδωσε 2 μπαγκέτες του δώρο που τις έβγαλε από τη βαλίτσα που είχε μαζί του. Το αεροπλάνο εξαφανίστηκε σιγά-σιγά κι εγώ έμεινα εκεί να κοιτάω το κενό περιμένοντας μάταια τη στιγμή να τον ξαναδώ. Αν μπορούσα να ζήσω άλλη μια μέρα της ζωής μου ξανά, θα ήταν αυτή που τον συνάντησα, πριν τη συναυλία. Ακόμα κι ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου αυτό θα μου έλεγε, «αυτόν θα δεις, όχι εμένα»…

ΖΕΙΣ!

Άγγελος Κατσούρας