Η αγαπημένη μου συναυλία (METALLICA – Rockwave 2007, 3/7/2007)













    Αγαπημένη συναυλία.. Περίεργο θέμα γιατί κακά τα ψέματα, έχω πολλές. Γιατί μια συναυλία γίνεται μία από τις αγαπημένες μας; Η απόδοση του συγκροτήματος ή του καλλιτέχνη που βλέπεις είναι από τους βασικούς λόγους. Σε συνδυασμό με το θέαμα αλλά και τον ήχο που απολαμβάνουμε, αυτοί είναι οι πρωτογενείς λόγοι. Οι δευτερογενείς λόγοι είναι πολλά επιπλέον πράγματα, όπως η παρέα που είχες μαζί σου, η ψυχολογία σου, το απωθημένο να δεις αυτό το συγκρότημα και η αποζημίωση του να το βλέπεις live και να τα σπάει, μέχρι και η παρουσία του κοινού και η ενεργή συμμετοχή του σε ένα live (κάπου εδώ καταλαβαίνετε γιατί πολλές φορές αναφέρομαι επικριτικά στα υψωμένα κινητά, γιατί χαλάνε όλη την ατμόσφαιρα καταραμένε διάολε).

    Έχοντας αυτά κατά νου, σκέφτομαι πόσες φορές έφυγα από μία συναυλία τόσο ενθουσιασμένος, που όσα χρόνια και αν περάσουν δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Πριν ξεκινήσω να αναπολώ εκείνο το βράδυ για το οποίο θα σας μιλήσω, θα αναφέρω μερικές από αυτές που μου έμειναν αξέχαστες, ως άξιες αναφοράς, που κάλλιστα θα μπορούσα να μιλήσω για αυτές αντί για αυτήν που επέλεξα. Ως οπαδός των IRON MAIDEN, και τις τρεις φορές που τους έχω δει, θα είναι πάντα από τις αγαπημένες μου γιατί, όπως και να το κάνουμε, είναι οι Maiden, το αγαπημένο μου συγκρότημα και η μπάντα που το 98% του metal ήθελε να τους φτάσει. Από εκεί και μετά οι AC/DC στο ΟΑΚΑ ήταν κάτι πρωτόγνωρο και φανταστικό και ο Roger Waters στο κλειστό του ΟΑΚΑ που παρουσίασε ολόκληρο το “The wall”, ήταν κάτι για το οποίο θα μπορούσαμε να μιλάμε αιωνίως. Η απόδοση επίσης των ARMORED SAINT στο περυσινό Up the hammers, ήταν από αυτές που αν δεν τις δεις με τα μάτια σου, δεν μπορείς να πιστέψεις στα αυτιά σου αυτά που ακούς. Επιπρόσθετα, η πρώτη φορά που είδα τους HELLOWEEN στο Σπόρτινγκ το 2006, για την περιοδεία του “Legacy”, ήταν κάτι που περίμενα τότε σαν τρελός και φυσικά οι κολοκύθες ήταν εξαιρετικές, σε ένα live πραγματικά βγαλμένο μέσα από τα όνειρα μου.


    Καταλήγω όμως πως η αγαπημένη μου συναυλία ήταν η πρώτη φορά που είδα τους METALLICA, στο Rockwave του 2007 στην Μαλακάσα, στα πλαίσιο της περιοδείας “Escape from the studio”. Ήμουν μόλις δεκαεννέα χρονών και τότε δεν πίστευα ποτέ ότι θα δω τους METALLICA. Μιλάμε για το μεγαλύτερο απλά συγκρότημα όλων των εποχών στο heavy metal και είχαν να πατήσουν το πόδι τους στην Ελλάδα, δεν ξέρω και εγώ πόσα χρόνια. Το 2003 έχουν κυκλοφορήσει την περιβόητη πατάτα “St. Anger” και με εξαίρεση τα υπόλοιπα λιγοστά μεταλλάκια, που ήμασταν στο σχολείο και που γνωρίζαμε όλα τους τα άλμπουμ, αλλά αγαπούσαμε τα πέντε πρώτα σαν ευαγγέλια, όλοι οι υπόλοιποι, μέχρι και η κουτσή Μαρία, ήξεραν τις μπαλάντες του “Black album” και το “Memory remains”. Με αυτά στο υποσυνείδητο μου, δεν ήξερα τι θα ακούσω τέσσερα χρόνια μετά το “St. Anger” και πως θα είναι οι METALLICA live.

    Θυμάμαι ακόμα, όταν ολοκλήρωναν οι MASTODON την εμφάνιση τους, δύο κοπέλες μπροστά μου να συζητούν ότι στους DURAN DURAN δεν είχε τόσο σπρώξιμο. “Θεέ μου τι ακούω”, είπα από μέσα μου. Η ώρα όμως έφτασε, τα φώτα έσβησαν, ο κόσμος ήταν ανατριχιαστικά πάρα πολύς και εγώ ξεκίνησα να χώνομαι, καβατζώνοντας τον εαυτό μου στη δεύτερη σειρά πίσω από το κάγκελο. Το “Ecstasy of gold” έπαιζε και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει, ενώ το δέρμα μου είχε ανατριχιάσει σε τέτοιο βαθμό, που κοιτάζοντας το νόμιζα ότι είχα οστρακιά. Με το κλείσιμο του “Ecstasy of cold”, που ο κόσμος εκείνη την ημέρα τραγουδούσε μέχρι και αυτό, πετάχτηκε ο Ulrich πίσω από τα ντραμς και ξεκίνησαν με το “Creeping death”. O Hetfield ήταν ακριβώς μπροστά μου, παίζοντας το εισαγωγικό riff και τον θυμάμαι να ουρλιάζει πριν πάει καν στο μικρόφωνο. Η εικόνα αυτή, μου έφερε αμέσως εκείνη την στιγμή δάκρυα και η φωνή μου έκλεισε μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα. Οι METALLICA ήταν μπροστά μου, ο θεός Hetfield εκστασιασμένος με αυτό που έβλεπε μπροστά του και ο κόσμος από κάτω είχε κάνει την Μαλακάσα μία χωμάτινη κόλαση και τα ουρλιαχτά μας αντηχούσαν στα γύρω βουνά.


    Θυμάμαι την συνέχεια σαν να ήταν εχθές και όμως, πέρασαν 13 χρόνια από τότε αλλά δεν έχει ξεθωριάσει καμία εικόνα μέσα από το μυαλό μου. Εκείνο το βράδυ οι METALLICA έπαιξαν πέντε από τα οκτώ τραγούδια του “Master of Puppets” (“Battery, “Master of puppets”, “Welcome home (sanitarium)”, “Disposable heroes” και “Orion”), τρία από το “Ride the lightning” (“Creeping death”, “For whom the bell tolls” και “Fade to black”), δύο από το “And justice for all” (το ομώνυμο και το “One”), τέσσερα από το “Black album” (“Sad but true”, “Nothing else matters”, “Wherever I may roam” και “”Enter sandman”), δύο από το “Reload” (“Fuel” και “Memory remains”) και δύο από το “Kill ‘em all” (“Whiplash” και “Seek and destroy”) με τα οποία και έκλεισαν. Σύνολο, δέκα οκτώ τραγούδια σε μία εμφάνιση μυθική, με την απόδοση που μόνο οι METALLICA θα μπορούσαν να έχουν, με ένα κοινό εκστασιασμένο που τραγουδούσε όλους τους στοίχους και ένα συγκρότημα, που ήταν για εμένα ένα όνειρο να τους δω.

    Η πώρωση ήταν τόση, που ποτέ δεν κατάλαβα πως βρέθηκα στο τέλος της συναυλίας, με το t-shirt του “Master of puppets” που φορούσα, να έχει μία τεράστια τρύπα στο ύψος του στήθους. Δεν θα ξεχάσω επίσης πως έπεσαν αρκετές πένες επάνω μου και ευτυχώς, μετά την επίθεση από τα όρνια που δέχτηκα, κατάφερα και κράτησα μία του Hetfield. Θα μπορούσα να γράψω όλη την συναυλία αναλυτικά, αλλά πραγματικά θα σπάσω όλους τους περιορισμούς στο μέγεθος του κειμένου μου και δεν είναι σωστό. Όσοι ήταν εκεί, είμαι σίγουρος πως ούτε και αυτοί θα ξεχάσουν ποτέ εκείνο το βράδυ. Ούτε βέβαια και οι περίπου δύο ώρες αναμονής στο parking μετά το live θα ξεχαστούν, αλλά πραγματικά, μετά από ότι είδαμε, δεν με ένοιαζε καθόλου.
    Δημήτρης Μπούκης

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here