ΙΑΝ “LEMMY” KILMISTER – Born to lose, lived to win (1945 – 2015)

0
786












Η είδηση του θανάτου του Lemmy, σημάδεψε τη χρονιά που μόλις φεύγει και οι συντάκτες του ROCK HARD κινητοποιήθηκαν άμεσα, κάνοντας μία αναδρομή στη μεγάλη καριέρα του rock n’ roll ήρωα, του ανθρώπου που προσωποποίησε τον sex, drugs and rock n’ roll τρόπο ζωής, του ανθρώπου που με τη μουσική του κατάφερε να ενώσει τους rockers, τους metallers, τους οπαδούς της punk μουσικής, της blues και τόσων άλλων ιδιωμάτων. Βασικά όμως, όλοι ήθελαν να γράψουν δύο γραμμές για το πώς έβλεπαν τον ίδιο τον Lemmy, να εκφράσουν έναν δικό τους φόρο τιμής σε μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που έβγαλε η μουσική ολόκληρη…

Σάκης Φράγκος


Ήμουν στο αμάξι για την δουλειά, όπως κάθε πρωί βάζω τον Εν Λευκώ, τα παιδιά των Laternative παίζουν εκείνη την ώρα. Μου αρέσουν γιατί ξέρουν από μουσική και έχουν ωραίο χιούμορ. Ώρα 8:30 το πρωί, ξαφνικά ακούω το ”Ace of spades”. Ti παίζει σκέφτομαι, ΜΟΤΟRHEAD στον εν Λευκώ, γενικά ο σταθμός αποφεύγει τον σκληρό ήχο σαν τον διάβολο το λιβάνι.

“Nαι καλά ακούτε, δεν είσαστε σε λάθος σταθμό” λένε τα παιδιά  της εκπομπής , είναι το “Ace of spades “σαν ελάχιστος φόρος τιμής στον Lemmy  που μας αποχαιρέτησε χθες το βράδυ. Μου κόπηκαν τα πόδια…. Ήταν γνωστά τα της υγείας του τον τελευταίο χρόνο αλλά τόσο σύντομα, λίγες ημέρες μετά τα 70-κοστα γενέθλια του, δεν το περίμενα. Τι να πρωτοθυμηθώ  από τον μέγιστο.

Από τα πρώτα ακούσματα μου στις αρχές των 80’s, στις πρώτες μου κιόλας κασέτες οι ΜΟΤΟRHEAD μαζί με τα υπόλοιπα μεγάλα ονόματα της δεκαετίας και πολλά από τα 70’s υπήρχαν σε αυτές. UFO, SCORPIONS, BLACK SABBATH, MOTORHEAD, DIO, AC/DC, VAN HALEN, IRON MAIDEN,JUDAS PRIEST,  SAXON και ήταν τα πρώτα ακούσματα, αυτά που δημιούργησαν τις βάσεις για το μουσικό μου μέλλον. “Βοmber”, “Ace of spades”, “I got mine”, “Another perfect day”, “Iron fist”, “Motorhead” και κάποια αλλά μας μύησαν στην μαγεία του σχήματος.

Ο Lemmy , πάντα εκεί έστεκε σαν  την πιο εμβληματική φιγούρα που μετουσίωσε μέχρι τέλους τα τρίπτυχο  «sex drugs and rock n’ roll». Και ποτέ, παρόλες τις αλλαγές line up και τους δύσκολους καιρούς με τις δισκογραφικές, δεν το έβαλε ποτέ κάτω δεν σταμάτησε το όραμα και στην πορεία των ΜΟΤΟRHEAD, ούτε μια στιγμή στα 40 χρόνια της πορείας των MOTORHEAD.

Θα θυμάμαι πάντα τα μπλουζάκια του σχήματος  που φόραγε ο αδελφός μου στα 80’s κυρίως, την συναυλία τους στο Σπόρτινγκ , την τρίτη ημέρα τοy Μάρτιο του 1988. Support  οι FLAMES, o ήχος ήταν τέτοιας ποιότητας που καταλάβαινες το τραγούδι στην μέση περίπου και μετά το πέρας της συναυλίας ακούσαμε κανονικά την επόμενη ημέρα… Stone deaf forever, κατάσταση.

Κάπου στα μέσα των 00’s, περίοδος Rock On αν θυμάμαι καλά, μας πήρε τηλέφωνο ο Φράγκος να πάμε με τον Αλατά αν μπορούμε σε μια ώρα για face to face συνέντευξη στο ξενοδοχείο Ζαφόλια στην Αλεξάνδρας με τον Lemmy. Χωρίς προετοιμασία, χωρίς ερωτήσεις μπροστά στον Lemmy αγχώθηκα, δεν είχα τα κότσια, αρνήθηκα. Δεν ξέρω αν έκανα καλά αλλά αυτό ήταν το συναίσθημα εκείνης της στιγμής.

Μουσικά τον παρακολουθούσα πάντα, κάθε δίσκος ΜΟΤΟRHEAD αγοραζόταν κάθε φορά που κυκλοφορούσαν δίσκο και αυτό γινόταν πάντα γιατί αυτό που πάντα λάμβανα από έναν δίσκο MOTORHEAD ήταν πάντα τίμιο και αυθεντικό μεταλλικό rock n’ roll. Ήταν τόσο άμεσος ο στίχος του και τόσο αληθινός, γι’ αυτό και άγγιξε εκατομμύρια κόσμο σε όλον τον κόσμο, αλλά είναι και ένας μουσικός που λαμβάνει εκτίμησης και εκτός της metal κοινότητας.

Καθώς μεγαλώνω, αρχίζω και εκτιμώ περισσότερα μουσικά είδη και η πρώτη μορφή του rock n’ roll, η περίοδος 1955-59, αυτήν που γαλούχησε τον Lemmy, έχει ήδη μπει πιο εκτεταμένα στη σφαίρα ενδιαφέροντός μου. “Θυμάμαι όταν βγήκε το rock n roll και το ακούσαμε στο ραδιόφωνο”  είπε στο ντοκιμαντέρ “Lemmy” “ήταν μια επανάσταση”.  Έχει απόλυτο δίκιο ο Lemmy, ήταν 10 ετών τότε και η έλευση του rock n’ roll ήταν κάτι σαν μάννα εξ ουρανού για τη νεολαία της μεταπολεμικής δεκαετίας του ‘50. Ήταν η αρχή του rock, μιας μουσικής  που ο Lemmy αγάπησε και υπηρέτησε παντοτινά. Οι συνθέσεις του δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα από rock n’ roll, έτσι απλά. Ο  ίδιος το έλεγε πάντα, δεν το καταλάβαιναν όλοι όμως.

Τον είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές με τους ΜΟΤΟRHEAD, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σε αυτό ήμασταν τυχεροί όλοι μας που τον είδαμε πάνω στην σκηνή που ένιωθε σαν το σπίτι του.

Ήταν μια τεράστια προσωπικότητα τόσο για τον metal χώρο αλλά και για τον ευρύτερο rock χώρο. Το ότι δεν είχε την κάλυψη που έπρεπε από τα mainstream rock περιοδικά  οφείλεται γιατί σε αυτά σε όλον τον κόσμο υπάρχει ένας σνομπισμός για τον metal ήχο, κάτι που έχει ξεκινήσει από τα 80’ς και συνεχίζεται σε μεγάλο βαθμό μέχρι σήμερα . Αλλά ήταν τέτοια η επιρροή του σε όλους τους μουσικούς του κόσμου όλα αυτά τα χρόνια που έπεσε κυριολεκτικά το Internet την ημέρα της είδησης του θανάτου του. Ο rock τρόπος ζωής του ήταν απαράμιλλος και η rock περσόνα του υπήρξε από τις πιο εμβληματικές που γνώρισε η rock ιστορία.

Πραγματικά βούρκωσα με τα πρώτα post που ανέβαιναν στο facebook, είχα και την κόρη μου μαζί μου στο γραφείο,  καλύφθηκα να μην με δει έτσι. Ζωγράφιζε έναν ουρανό εκείνη την ώρα. Κάπου εκεί ψηλά θα βρίσκεται και ο Lemmy σίγουρα, να τα πίνει με τους υπολοίπους συναδέλφους και όχι μόνο. Εμείς δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ, δεν μπορεί να γίνει, έχει γραφθεί στο μουσικό μας DNA εδώ και χρόνια.

Γιάννης Παπαευθυμίου

HAWKWIND – “Doremi fasol latido” (Liberty United) (1972)

Είχα να ακούσω χρόνια πολλά αυτόν τον δίσκο, πάνω από 20 σίγουρα, Όταν ανακαλύψαμε τους ΜΟΤΟRHEAD, αργότερα αρχίσαμε να ψάχνουμε το παρελθόν του Lemmy και είναι γνωστό ότι πριν τους δημιουργήσει τους MOTORHEAD ήταν μέλος των ΗΑWKWIND που μπήκε στο σχήμα το 1971 σαν αντικαταστατής του Dave Anderson.

Τον Ιούνιο του 1972 το single “Silver machine” θα φτάσει στο 3 της Βρετανίας και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς θα κυκλοφορήσει το παρόν album (No 14 στα Βρετανικά charts), o τρίτος δίσκος της μπάντας και ο πρώτος τους με τον Lemme Kilmister (έτσι γραφόταν τότε) στην σύνθεση της μπάντας σαν μπασίστας/ τραγουδιστής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτόν τον δίσκο το “The watcher”είναι αποκλειστικά δικιά του σύνθεση και τραγουδά κιόλας. Ο space rock ήχος της μπάντας έχει επηρεάσει εξολοκλήρου σχήματα σαν τους  ΜΟΝSTER MAGNET και όχι μόνο ηχητικά θα έλεγα. Κομμάτια σαν τα “Brainstorm”, “Time we left today”, “Space is deep”, μας αποδεικνύουν πως ο όρος space rock δεν εκφράστηκε ποτέ πιο χαρακτηριστικά. Οι science fiction στίχοι, η πειραματική μουσική και η συμβολή του Lemmy στην μπάντα τους έδωσε ενέργεια, κάτι που μπορείτε να διαπιστώσετε πιο αποτελεσματικά ακούγοντας το κορυφαίο live “Space ritual” που κυκλοφόρησε την αμέσως επόμενη χρονιά.

RIP Lemmy…

Γιάννης Παπαευθυμίου

HAWKWIND – “Space Ritual” / “Hall of the Mountain Grill” / “Warrior on the Edge of Time”

Πριν βιαστούμε να αναρωτηθούμε αν υπάρχει ζωή μετά (και πέρα από) τους MOTORHEAD, ύστερα από τον αιφνίδιο θάνατο του θρυλικού Lemmy, ας πάμε μερικές δεκαετίες πίσω κι ας ψάξουμε για το αν υπήρχε μουσική υπόσταση πριν τους MOTORHEAD. Η απάντηση έρχεται αβίαστα στους περισσότερους, ωστόσο όμως υπάρχουν πολλοί που αγνοούν το φαινόμενο της ψυχεδελικής-space rock, που ακούει στο όνομα HAWKWIND και έσκασε σαν βόμβα μεγατόνων στις αρχές των 70’s στην σκηνή του Λονδίνου.

Η σχέση του Lemmy με τους HAWKIWND είναι λίγο περίεργη. Στην συνείδηση των ακροατών η συνεισφορά του Lemmy φαντάζει μεγαλύτερη από ότι είναι στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, ενώ το εκπληκτικό “Silver Machine” έχει συνδεθεί με την φωνή (λόγω των live εκτελέσεων αλλά και του remaster του 1996), όταν αυτό ηχογραφούταν για πρώτη φορά το 1971 εκείνος δεν βρισκόταν καν στο σχήμα. Παρόλα αυτά η επίδραση που άσκησε τόσο το συγκρότημα προς αυτόν, όσο και το αντίστροφο ήταν τόσο ισχυρή που συντάραξε κυριολεκτικά και τους δύο κόσμους. Για τον Lemmy, στο πρώτο live με τους HAWKWIND ήταν η στιγμή όπου για πρώτη φορά έπιασε μπάσο στα χέρια του, ενώ για την μπάντα η συμμετοχή του σήμαινε περισσότερο vibe, εξαιρετικές ερμηνείες στα φωνητικά και μια τριετία όπου έπιασε το peak της πορείας της.

Προσωπικά θεωρώ την τριπλέτα των κυκλοφοριών “Space Ritual” (1973) (live), “Hall of the Mountain Grill” (1974) και “Warrior on the Edge of Time” (1975), ότι καλύτερο έχει βγάλει η μπάντα σε όλη την μακρόχρονη διαδρομή της. Είναι η περίοδος όπου απαγκιστρώνεται από το χίπικο ρεύμα της Αμερικής και επηρεάζεται από την krautrock σκηνή της Γερμανίας. Και σε συνδυασμό με την παρουσία του Lemmy που δεν γούσταρε όλη αυτή την ψυχεδέλεια, ακούμε το πιο στιβαρό και καλοδομημένο space rock της εποχής. Βέβαια ξεχωριστή θέση έχει για μένα το “Warrior on the Edge of Time”. Θες κάτι το δονκιχωτικό εξώφυλλο, θες γιατί οι ισορροπίες στις συνθέσεις αποκαθίστανται, θες γιατί την αποφώνηση του δίσκου την κάνει ο ίδιος ο Lemmy με το προφητικό “Motorhead”; Αυτός ο δίσκος εκπέμπει έναν έντονο αγνό ρομαντισμό, που στο άκουσμά του σήμερα δεν μπορεί παρά να σου προκαλέσει μια έντονη μελαγχολία όπου δεν λαμβάνει χώρα το γνώριμο τριπάρισμα. Μιλάμε για τον δίσκο όπου συναντιούνται πέρα από τους ιδρυτές Dave Brock και Nik Turner (με τα μαγευτικά πνευστά του), ο Lemmy και ο Simon King, ενώ για πρώτη φορά εμφανίζονται οι Simon House (πλήκτρα από άλλο διάστημα) και ο Alan Powell σαν δεύτερος ντράμερ. Κυριολεκτικά τα λόγια γι’ αυτόν τον δίσκο είναι περιττά. Οι μελωδίες αναδιπλώνονται μεταξύ γης και απείρου, ενώ την στιγμή του τέλους αυτού το ταξιδιού φαντάζομαι ότι την όριζε μόνο το ανασήκωμα της βελόνας.

Φυσικά τα “Space Ritual” και “Hall of the Mountain Grill” δεν μπαίνουν επουδενί σε δεύτερη μοίρα. Το πρώτο πρόκειται για ένα από τα πιο δυνατά live album έβγαλε η σκηνή, αποτέλεσμα φυσικά τεράστιων ποσοτήτων ψυχοτρόπων ουσιών αλλά και γνήσιου ακατέργαστου ταλέντου. Μπορεί να μην υπήρχε στο setlist το hit  “Silver Machine”, ωστόσο η παρουσία και μόνο της πληθωρικής χορεύτριας Stacia (το εξώφυλλο δεν είναι τυχαίο) επί σκηνής φαντάζομαι ότι θα έστειλε πολλούς από τους θεατές σε άλλο γαλαξία. Το “Hall of the Mountain Grill”, παρότι εξέπληξε ένα μεγάλο πλήθος των ακροατών. ήταν η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Η μπροστινή μεριά του βινυλίου αποτελεί ωδή στον space ambient ήχο. Φυσικά ο δίσκος μαζί με τα “The Dark Side of the Moon” των PINK FLOYD και “Inside” των ELOY, συμπληρώνει την αξεπέραστη τριάδα των κυκλοφοριών εκείνης της χρονιάς.

Το δημιούργημα των HAWKWIND ήταν μια κολεκτίβα από όπου πέρασαν πάνω από 70 μουσικοί. Ο Lemmy μπορεί να μην υπήρξε η κεντρομόλος δύναμη για το συγκρότημα, ωστόσο η παρουσία του ήταν καταλυτική, συμμετέχοντας στην αναμφίβολα πιο σημαντική στιγμή της μακροχρόνιας πορείας της μπάντας. Το μπάσο του μέσα από αυτούς τους δίσκους θα με στοιχειώνει μέχρι το τέλος των δικών μου ημερών.

Νίκος Ζέρης

Υ.Γ. Όσοι θέλετε να ψάξετε περισσότερο τα γεγονότα της εποχής μη χάσετε το ντοκιμαντέρ του BBC για τους HAWKWIND

MOTORHEAD

“On Parole” (1976/1979)

Η πρώτη δουλειά των MOTORHEAD με τους Fox/Wallis έμεινε στα ράφια, μέχρι να υπάρξει η στοιχειώδης επιτυχία του “Motorhead” άλμπουμ. Αγνό, πρωτόλειο, βρώμικο,  παραμορφωμένο  rock n’ roll, με λίγες απαιτήσεις από τον ακροατή αλλά πολλές υποσχέσεις, όφειλε περισσότερα στην punk σκηνή και λιγότερα στους μακρυμάλληδες hard rock θεούς των 70’s, αλλά έδωσε ξεκάθαρα το μήνυμα. Lemmy has landed, beware.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

“Motörhead” (1977)

Ξεκάθαρα η έναρξη της κόλασης, για τον κάθε διανοούμενο χαρτογιακά, ρομαντικό, γότθο, new wave, pop, progressive τύπο, που ήθελε να ακούει και ροκ. Η κλασική σύνθεση των Kilminster/Clarke/Taylor  σφυρηλατεί τον ήχο της, μέσα από την παραμόρφωση, το εκκωφαντικό μπάσο, τα μανιακά ντραμς, τραγούδια για τις αμφεταμίνες, τις μηχανές και την ροκ ζωή. Το ομώνυμο τραγούδι είναι η ζωντανή απόδειξη τις  rock n’ roll  ψυχής του Lemmy με τον δωδεκάμετρο ρυθμό του να ξεχειλίζει μέσα από τη λάβα της παραμορφωμένης κιθάρας του Clarke. Από τα  άλμπουμ, που ξέρεις ότι θα κάνουν το γρασίδι του γείτονα σου, να ξεραθεί κι αυτόν να μετακομίσει χωρίς πολύ προσπάθεια.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

“Overkill” (1979)

Σιχαίνομαι όσο δεν πάει τους επικήδειους και όλα εκείνα τα αποχαιρετιστήρια λογύδρια, που συνοδεύονται συνήθως από έναν επιτηδευμένο στόμφο, προσαρμοσμένο στα δεδομένα της εκάστοτε θλιβερής περίστασης. Όταν όμως έχεις να κάνεις με bigger-than-life μορφές της heavy μουσικής όπως ο Lemmy και οι MOTORHEAD, που έχουν μια δισκογραφία από πίσω τους γεμάτη από εμβληματικά σημεία αναφοράς, είναι τόσο διαβολεμένα δύσκολο να ξεχωρίσεις με αντικειμενικότητα και ως ελάχιστο φόρο τιμής αυτό που συχνά περιγράφεται ως «καλύτερες στιγμές». Μοιραία λοιπόν τον πρώτο λόγο παίρνουν οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα και όλα όσα μας τραβάνε από και γύρω από τη μουσική του σπουδαίου Lemmy.

Η πρώτη μου ανάμνηση από τους MOTORHEAD ήταν το “Overkill”. Γραμμένο σε κασέτα από δανεισμένο CD και με το booklet φωτοτυπημένο από το βιβλιοχαρτοπωλείο δίπλα στο λύκειο όπου ο εξηντακάτι ιδιοκτήτης του πάντα μου επιφύλασσε ένα βλέμμα ημιαπέχθειας και λύπησης όταν παρουσιαζόμουν ανέμελος για φωτοτυπίες, αποτέλεσε την παρθενική μου επαφή με τον πραγματικό κόσμο του rock n’ roll. Ήμουνα ήδη χωμένος στα γκάζια των METALLICA και SLAYER αλλά ο βρώμικος συνδυασμός punk, metal και rock n’ roll που ξεπηδούσε από το αφηνιασμένο κοπάνημα του Phil Taylor στα “Stay Clean” και “Overkill”, χόρευε δαιμονισμένα πάνω από τα ακόρντα του “Fast” Eddie Clarke στα “Capricorn” και “Limb from limb” και κατέληγε στην παραμόρφωση του Rickenbacker εκείνου του παράξενου τύπου με τα μούσια και τις κρεατοελιές που είχε το παρατσούκλι Lemmy, ήταν τόσο εξωπραγματικός που με έκαναν να φάω τεράστιο κόλλημα. Μετά απ’ αυτό η αλήθεια της μετεφηβικής μου αντιδραστικότητας δεν βρισκόταν στους SEX PISTOLS αλλά συνοψιζόταν πλέον στον τελευταίο στίχο του “Metropolis”: I don’t care, I’m not there.

Πάνος Δρόλιας

“Bomber” (1979)

Πόσοι καλλιτέχνες θα κυκλοφορούσαν δύο άλμπουμ τη χρονιά. Η συνέχεια του “Overkill””  έχει τίτλο “Bomber” την πρώτη επίσημη αναφορά του Lemmy στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο και γενικά τον πόλεμο που του άρεσε ως αντικείμενο ενασχόλησης (διάβασμα βιβλίων, συλλογή αναμνηστικών) και τη ζωντάνια των νεοφώτιστων και ας είναι πια χρόνια στο κουρμπέτι. Η τριάδα έχει δέσει υπερβολικά, από τις περιοδείες και είναι φανερά τα σημάδια του μεγαλείου σε τραγούδια σαν τα “Stone dead forever”, “Dead men tell no tales”  και το ομώνυμο, που τους έδωσε την ευκαιρία να περιοδεύουν με το αντίγραφο του  βομβαρδιστικού Henkel πάνω από τα κεφάλια τους για αρκετά χρόνια.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

“Ace of spades” (1980)

Ανήκοντας σε μια γενιά που το ace of spades ήταν το άλφα στην αλφαβήτα της μουσικής μας, ήδη κλασικό, ήδη καθιερωμένο, αναπόφευκτα ήταν η πρώτη μου επαφή με τους MOTORHEAD. Και γρήγορα ανακαλύπτεις πως δεν είναι άδικα διαμάντι της γενιάς του. Μέσα στην εξαιρετικά σύντομη διάρκεια του, απεικονίζεται στεγνά και μέσα στη μούρη σου όλη η βρωμιά, όλη η αλητεία, όλη η τρέλα που οι MΟTΟRHEAD έχουν διδάξει τις δεκαετίες της καριέρας τους, και όλα αυτά υπέροχα συμπυκνωμένα μέσα σε ένα δίσκο που το κάθε κομμάτι του σήμερα είναι τόσο γνωστό κι αγαπημένο από τον καθένα μας.

Πριν ακούσω το “Ace of spades” και πριν μάθω να εκτιμώ δίσκους στην ολότητα τους, δεν τον πήγαινα το Lemmy, μου φαινόταν τρελός και μισογύνης (ήμουν και 14 άλλωστε), μα ευτυχώς τα μάτια μου άνοιξαν στην ωμή μαγεία τους και τον τρόπο που βλέπουν τη ζωή ο θείος Lemmy και η τρελοπαρέα του.

H εισαγωγή του  ομώνυμου κομματιού στο δίσκο που δεν μπορεί παρά να ανατριχιάσει τους πάντες – εκτός κι αν είναι αναίσθητοι- και αναγνωρίζεται από την πρώτη νότα, δε μπορεί παρά να σε επηρεάσει για μια ζωή, και να γυρνάει πάντα στο μυαλό σου τις στιγμές που κάνεις τις μικρές σου επαναστάσεις στη ζωή. Πόσο μάλλον όταν το πρωτοακούς ως επαναστάτης έφηβος που θέλει να φέρει παντού το χαμό. Και μετά να βρίσκεις το νόημα της ζωής σε ένα κομμάτι τόσο βρώμικο μα με τόσο ποιητικό νόημα όπως το “The chase is better than the catch”. Το σεξουαλικό σου υποσυνείδητο να ξυπνάει μέσα από τα τουλάχιστον ερωτικά riffs του “Love me like a reptile”. Το “Ace of spades” είναι ένας δίσκος που διεγείρει όλες σου τις αισθήσεις με την απλότητα και την αμεσότητά του (και το λέει η καμένη προγκρεσιβού αυτό, πόσα όρια να ξεπεράσει πια;), το αγαπάς από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία.

Δεν υπάρχουν πολλά λόγια να πεις για κάτι τόσο αγαπημένο και κάτι τόσο κλασικό σαν αυτό. Το “Ace of spades” ξεπερνά της γενιές, ξεπερνά τα είδη της μουσικής, ξεπερνά τις έχθρες και στο άκουσμα του όλοι οι παρευρισκόμενοι, μεθυσμένοι και μη, χορεύουν και τραγουδούν στο ρυθμό κάθε κομματιού που αυτό περιλαμβάνει. Είναι ένας δίσκος που δεν παίρνει κριτικές, γιατί αν δεν τον εκτιμάς, κάτι πρέπει να επαναπροσδιορίσεις στη ζωή σου. Ο Lemmy πέθανε; Όχι. O Lemmy είναι εκεί στη δισκοθήκη σου που αράζει το “Ace of spades”, ζει και αναπνέει μέσα του και θα είναι για πάντα μαζί σου. He lived to win, and he won immortality.

Ειρήνη Τάτση

“No sleep ‘till Hammersmith” (1981)

Η ανάμνηση αυτή βέβαια έμελλε να γιγαντωθεί με το επιβλητικό “No Sleep ‘Till Hammersmith”, το οποίο μαζί με το “Unleashed in the East” των JUDAS PRIEST και το “Live after Death” των IRON MAIDEN συνθέτουν κατ’ εμέ την αγία τριάδα των live δίσκων που δεν πρέπει να απουσιάζουν από καμία σοβαρή μεταλλική δισκοθήκη. Δίχως υπερβολή, ετούτος ο δίσκος είναι το τζακ ποτ από την Κόλαση. Ήχος ογκώδης και αλητήρια βρώμικος μέχρι τα μπούνια, η μπάντα στην πιο δαιμονισμένη φόρμα της ιστορίας της να παίζει σαν να μην υπάρχει αύριο και όλα να μοιάζουν τόσο ζωντανά και τόσο στοιχειωτικά σαν να βρίσκεσαι στις πρώτες σειρές του Hammersmith και να λούζεσαι από τον ιδρώτα του Lemmy μέχρι η σειρήνα του “Bomber” να ρίξει θεαματικά την αυλαία. Ειλικρινά όσο και να ψάξεις στα υπόλοιπα live άλμπουμ που ακολούθησαν, δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις πιο οργασμικές εκτελέσεις ασμάτων που έγραψαν ιστορία από εκείνες των “Ace of Spades”, “Overkill”, “(We are) The road crew” και “Metropolis”. Οι MOTORHEAD με καβαλάρη τον Lemmy φανέρωσαν περίτρανα πως αποτελούσαν μια δύναμη που υπερέβαινε τους νόμους της φύσης. Δεν είναι διόλου τυχαίο άλλωστε ότι το “No Sleep ‘Till Hammersmith” κατάφερε να καρφωθεί στην πρώτη θέση των βρετανικών charts όταν κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1981, όπως επίσης και το γεγονός ότι μετά από αυτό η συντριπτική πλειοψηφία των νέων συγκροτημάτων έσπευσε να αντιγράψει εκτός από τις υψηλές ταχύτητες και το συναυλιακό στήσιμο της παρέας του Lemmy.

Πάνος Δρόλιας

“Iron Fist” (1982)

Το πρώτο μου άλμπουμ MOTORHEAD, η πρώτη αγάπη, το πρώτο χτύπημα στο σαγόνι από το εναρκτήριο “Iron fist”  το σκεπτόμενο “(Don’t need no) Religion”, το ταξιδιάρικο “America”, τον απόλυτο καταλύτη σχέσεων και αυτοπεριγραφικό ”Heart of stone”, το είμαι και θα είμαι “Loser”, το βασισμένο στις εμπειρίες του Lemmy ”Speedfreak”. Δύσκολο άλμπουμ γιατί ακολούθησε το τρομερά επιτυχημένο “Ace of spades” και σήμανε τη διάλυση της κλασικής σύνθεσης των MOTORHEAD. Αν και η χμ,χμ παραγωγή του Clarke  ξενίζει αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές τους, γιατί η ποιότητα των συνθέσεων είναι τέτοια, που υπερκαλύπτει τις διαμάχες των μελών του σχήματος και απλά σε ισοπεδώνει με την δυναμική του. Τραχύ, σκοτεινό, βάρβαρο ήταν ο σηματοδότης για την γενιά του Bay Area  και ας μην το παραδέχονται εύκολα. Με καυστικούς στίχους που ακόμα και σήμερα φαντάζουν προκλητικοί.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

“Another perfect day” (1983)

Δεν χρειάζεται καν να σημειώσω ότι δεν γίνεται αναλυτική παρουσίαση του συγκεκριμένου άλμπουμ ούτε καν κάποια εξαντλητική ιστορική αναδρομή. Η αναφορά στο “Another prefect day” αποτελεί ουσιαστικά αφορμή για να καταγράψω –όπως και τα υπόλοιπα παιδιά εδώ στο Rock Hard- μερικές σκέψεις για τον Lemmy. Ομολογώ ότι δεν υπήρξα ποτέ ο πιο φανατικός οπαδός των MOTORHEAD. Για να ακριβολογούμε, μάλιστα, σταμάτησα να παρακολουθώ την πορεία τους κάπου στις αρχές του 2000 και ο τελευταίος δίσκος που άκουσα από την αρχή ως το τέλος ήταν το “Hammered”. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πήγαινα στις συναυλίες τους και δεν θαύμαζα τον απίστευτο ήχο που έβγαζαν ο Lemmy, o Phil και ο Mikkey… Η αλησμόνητη εμφάνιση στο …Μάκεν Open Air κάτω στην παραλία αποτελεί φυσικά εξαίρεση αφού δεν έφταιγαν οι MOTORHEAD γι’ αυτό που παρουσίασαν.

Με τον κίνδυνο να ακουστώ κλισέ, αυτό που θαύμαζα πάντα στον Lemmy ήταν η αυθεντικότητά και ο μοναδικός του χαρακτήρας. Είχε πάντα το θάρρος να κάνει αυτό που ήθελε αδιαφορώντας για το τι λένε οι γύρω του. Γιατί, αν τους είχε ακούσει πίσω στο 1983 μάλλον δεν θα αντικαθιστούσε τον Fast Eddie με τον Brian Robertson καθώς το “Another perfect day” ήταν σίγουρα το πιο μελωδικό άλμπουμ της καριέρας των MOTORHEAD ενώ και η εν γένει παρουσία του Robertson δεν ταίριαζε στυλιστικά διόλου με το προφίλ του Lemmy και του Philthy. Πάντως, το “Another perfect day” δεν είναι κακός δίσκος… Το αντίθετο. Είναι ένας διαφορετικός δίσκος για τους MOTORHEAD που παρουσίασε μία πλευρά του Lemmy που δεν είχαμε δει (και ακούσει) μέχρι εκείνου του σημείου. Το γεγονός, μάλιστα ότι και ο ίδιος ο Lemmy άλλαξε στάση για το δίσκο (αρχικά δεν το γούσταρε αλλά στη συνέχεια το επανεκτίμησε βάζοντας κομμάτια και στα live sets) λέει πολλά.

Το ότι θα λείψει σε όλους μας ο Lemmy είναι κάτι το αυτονόητο και αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι ότι σιγά σιγά οι παιδικοί μας ήρωες την «κάνουν» προς τα πάνω. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι δεν πεθαίνουν ποτέ… Η μουσική και η κληρονομιά τους μένει και υπό αυτή την έννοια παραμένουν για πάντα αθάνατοι. Μπορεί, λοιπόν, η 28η Δεκεμβρίου να μην ήταν …μία ακόμη τέλεια μέρα για το rock n’ roll αλλά ήταν μία μέρα που όλος ο κόσμος θυμήθηκε και τίμησε τον Lemmy. Όπως είχε κάνει και με τον κοντό πριν από 5 ½ χρόνια.

Σάκης Νίκας

“Orgasmatron” (1986)

Στην μουσική που αγαπάμε μεγάλη σημασία έχει πόσο θα σε «αγγίξει» ένα ή περισσότερα album(s). Αν αυτό συμβεί τότε ριζώνονται άμεσα μέσα σου και δεν φεύγουν ποτέ. Έχεις συνδέσει την μουσική που εμπεριέχεται στους δίσκους με την ίδια σου την ζωή. Τα τραγούδια κάθε φορά που τα ακούς, σου φέρνουν στο μυαλό γυναίκες που πέρασαν από την ζωή σου, βραδιές με φίλους που το αλκοόλ έρεε άφθονο, τυχόν παρανομίες που έκανες νέος και ότι άλλο χαρακτηρίζει την εφηβεία σου. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις βιώσει το κάθε album όταν έχει κυκλοφορήσει. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως, όπως στο παρόν κείμενο, ο γράφων λόγω ηλικίας δεν βίωσε τα albums στις χρονιές που βγήκαν αλλά πολύ λίγα χρόνια μετά κάνοντάς τα αμέσως δυο από τα πιο αγαπημένα του στην μεγάλη δισκογραφία των MOTORHEAD.

Το ρολόι της μουσικής ιστορίας είναι στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι MOTORHEAD το 1983 κυκλοφορούν το “Another Perfect Day”, τον πιο ροκ δίσκο τους μέχρι τότε, εξαιρώντας τα “Motorhead” και “On Parole”. Το album ξίνισε πολύ τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του σχήματος αφού δεν μπορούσαν να δεχτούν με τίποτα το attitude της μεταγραφής που είχε απο τους THIN LIZZY, Brian Robertson. Έτσι «αναγκάστηκαν» να αλλάξουν ρότα, και όπως αποδείχτηκε πολύ καλώς έπραξαν. Το 1986 κυκλοφορεί το “Orgasmatron”, ένα album που θα ξαναέφερνε τους MOTORHEAD για τα καλά στο προσκήνιο. Αποτέλεσε την αρχή της δεύτερης τριάδας επιτυχημένων albums έχοντας τραγούδια πιο heavy μεν σχετικά με το παρελθόν αλλά στην φιλοσοφία σκληρού rock n’ roll που είχαν, με ψήγματα punk στοιχείων δε, με αυξημένες τις ταχύτητες των τραγουδιών κάνοντας τα πολύ επιθετικά αλλά και πολύ «ανεβαστικά». Τα μέλη είναι πια 4 από το 1984 όταν κυκλοφόρησε το single “Killed By Death” και η συνύπαρξη δυο κιθάρων στα τραγούδια τα έκανε να ηχούν πιο βαριά. Το album δεν έχει μέτρια σύνθεση και γι’ αυτό όταν ξεκινήσει δεν πατάς επουδενή το stop. Οι MOTORHEAD καταφέρνουν αυτό που ίσως θα φάνταζε αδύνατο: να γράψουν τραγούδια που καθένας μας θέλει να ακούσει για να περάσει ωραίες στιγμές.

Θοδωρής Μηνιάτης

“Rock n’ roll” (1987)

Η επιτυχία έρχεται γρήγορα οπότε το τρένο που έδειχνε το εξώφυλλο του “Orgasmatron” δεν έπρεπε να σταματήσει. Μια χρονιά μετά κυκλοφορεί το “Rock N’ Roll” που θα εδραίωνε μια και καλή το σχήμα στις συνειδήσεις και των οπαδών αλλά και των δημοσιογράφων. Πια δεν είχε κανείς να τους προσάψει κάτι αφού ήταν η ιδανική συνέχεια σε ότι είχαν ήδη δημιουργήσει. Έχουν ρίξει ελαφρώς τις ταχύτητες σχετικά με την προηγούμενη δουλειά και έχουν δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο μουσικό στυλ που τους χαρακτηρίζει: σκληρό «βρώμικο» Rock n’ Roll με κάποια μικρά punk στοιχεία. Ίσως γι’ αυτό πήρε και αυτή την ονομασία. Το album είναι ένα κλικ κάτω σχετικά με τον προκάτοχο του αλλά και πάλι έχει συνθέσεις που έμειναν στην ιστορία. Για πολλά χρόνια μετά τα “Eat The Rich”, “All For You” και φυσικά το ομώνυμο θα παιζόταν κάθε φορά στα metal clubs της Αθήνας. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι είχε υιοθετηθεί -λανθασμένα για εμένα- να χορεύονται από κάποιους λίγους σαν να είναι punk τραγούδια. Αυτό και μόνο φανερώνει αφενός την αίγλη και το ποιοτικό υπόβαθρο που έχουν οι συνθέσεις αυτές, αλλά και την διαφορετικότητα των οπαδών που είχαν προσελκύσει. Αίσθηση είχε προκαλέσει και η ταινία “Eat The Rich”, η οποία ξεχνώντας την cult-ίλα που έχει γιατί δεν διαφέρει από μια b-movie αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του σχήματος.

Οι MOTORHEAD είχαν ήδη ξαναμπεί πολύ ενεργά στο προσκήνιο. Από το 1984 όταν κυκλοφόρησαν την συλλογή “No Remorse” με τα 3 ακυκλοφόρητα τραγούδια έδωσαν υπέροχο δείγμα γραφής. Με τα albums “Orgasmatron” και “Rock ‘N’Roll” ξεκίνησαν μια δεύτερη καριέρα που έδειχνε πρωτύτερα να φθίνει. Η συνέχεια απλά δικαίωσε το ταλέντο και την ευκολία που είχαν να γράφουν τραγούδια που θα έμεναν κλασικά στον χρόνο.

Θοδωρής Μηνιάτης

“1916” (WTG/Epic, 1991)    

Αρχές της δεκαετίας του ’90. Είχα ήδη χωθεί για τα καλά στην φάση των MOTORHEAD, μετά από εκείνη την πρώτη επαφή με το “Another perfect day”. Σχεδόν κάθε μήνα αγόραζα ένα αυθεντικό CD ή κασέτα των αγαπημένων  μου MOTORHEAD. Η βρωμιά και η αμεσότητά τους ήταν στα όρια του εθισμού για έναν νεαρό που ψαχνόταν γενικώς ως προς τη μουσική θα κατασταλάξει να ακούει. Σε κάποια γενέθλιά μου λοιπόν, ένας παλιός φίλος με τον οποίο έχουμε χαθεί (Σπύρο, δεν ξεχνώ την κασέτα του “Vision thing”), ήρθε στο πατρικό μου σπίτι με μια μεγάλη σακούλα. Αυτό ήταν το δώρο μου.

Το πρώτο βινύλιο των MOTORHEAD ήταν πλέον γεγονός για τη δισκοθήκη μου. Μου είπε αν δεν μου άρεσε, μπορώ να το αλλάξω – τον αγριοκοίταξα. Ένα γρήγορο τσεκάρισμα στα τραγούδια (ήξερα το  “No voices in the sky” από το  Headbanger’s Ball και είδα και τραγούδι που είχε τίτλο ένα ακόμη λατρεμένο συγκρότημα), ένα μικρό χάζι στα credits, μια πεταχτή μυρωδιά στο μαύρο κομμάτι πλαστικού και βουρ στο πικάπ. Μπορεί να ήταν γυαλισμένο στην παραγωγή, μπορεί να μην είχε τη μπόχα των πρώτων δίσκων, μπορεί να μην είχε τη μελωδικότητα της πρώτης επαφής, αλλά ήταν MOTORHEAD γαμώτο! Και είχε τραγουδάρες, από την αρχή ως το τέλος. Ακόμα κι εκείνο το διαφορετικό κλείσιμο με το ομώνυμο τραγούδι είχε τη μαγεία του.

Στο τέλος απέκτησα όλα τους τα albums τα επίσημα και κάποια από τα ημιεπίσημα. Κι ένα κάρο μπλουζάκια, βιντεοκασέτες και DVD. Ακόμα και την ταινία “Lemmy” όπως και το βιβλίο “White line fever”. Δε μετάνιωσα ούτε στιγμή για το παραμικρό ευρώ και την τελευταία δραχμή. Δεν υπάρχει μετάνοια για τις μεγάλες αγάπες.

Ο Lemmy μαζί με τον Ozzy ήταν οι ήρωες της παιδικής μου ηλικίας, αυτοί που μου έδειξαν το δρόμο για τη σκληρή μουσική. Ο ένας από αυτούς δεν είναι πλέον κοντά μας. Αλλά δεν πρόκειται να τον ξεχάσω ποτέ. Θα εξακολουθώ ακόμη να ελπίζω για ένα αυτόγραφο και μια φωτογραφία, έναν από τους στόχους που είχα όταν αποφάσισα να γίνω μουσικός συντάκτης.

Γιώργος Κόης

“March or die” (Epic, 1992)

Εντάξει, όλοι γνωρίζουμε ότι αυτός ο δίσκος δεν συγκαταλέγεται στις κορυφαίες στιγμές των MOTORHEAD. Who cares; Έχει τόσες ωραίες ιστορίες από πίσω όμως και σημάδεψε το διάβασμα των πανελληνίων εξετάσεων που έδινα εκείνη τη χρονιά, αφού μαζευόμασταν στο σπίτι του κολλητού μου του Γιάννη και συνηθίζαμε να ακούμε το “I ain’t no nice guy” και το “Hellraiser”.

Κατ’ αρχήν ήταν το τελευταίο άλμπουμ που ηχογράφησε μαζί τους ο ντράμερ “Philthy Animal” Taylor, έστω κι αν έπαιξε μόνο στο “I ain’t no nice guy”. Ο Taylor πέθανε, όπως θυμόμαστε στις 11 Νοεμβρίου, κατά τραγική σύμπτωση… Επίσης, ήταν το πρώτο άλμπουμ τους που είχαν manager τον Todd Singerman, ο οποίος έμεινε μαζί τους μέχρι και σήμερα. Ήταν ο μοναδικός δίσκος που ηχογράφησε μαζί τους ο Tommy Aldridge, που έπαιξε ντραμς σχεδόν σε όλο το δίσκο. Είναι ένας από τους λίγους δίσκους που έχουν guest μουσικούς και τι guest, όταν μιλάμε για τον Ozzy Osbourne και τον Slash. Αν μάλιστα μπείτε στο context της εποχής, ο Ozzy μόλις είχε βγάλει το “No more tears”, όπου είχε ζητηθεί από τον Lemmy  γράψει κάποια τραγούδια, εκ των οποίων χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα. Το “Hellraiser” υπάρχει και στο “No more tears” και στο “March or die”, σε μία μοναδική περίπτωση στα χρονικά της μουσικής. Μάλιστα, ήταν και το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε με τους MOTORHEAD ο Mikkey Dee, ο οποίος μπορεί να θεωρείται ο «νέος» ντράμερ, αλλά ήταν στο συγκρότημα από το 1992 μέχρι τώρα, δηλαδή 23 ολόκληρα χρόνια!!! Μην ξεχνάμε ότι μόλις είχαν βγάλει και οι GUNS N’ ROSES τα δύο “Use your illusions”, οπότε μπορείτε να φανταστείτε τι αίγλη είχαν οι καλεσμένοι των MOTORHEAD!!!

Το περίεργο είναι, ότι ενώ ουσιαστικά ο δίσκος ήταν μία ολοφάνερη εμπορική προσπάθεια των MOTORHEAD, δεν είχε επιτυχία, αφού δεν σπρώχτηκε καθόλου από τη Sony, παρά το γεγονός ότι το γκρουπ πανηγύριζε που υπέγραψε συμβόλαιο εκ νέου μαζί τους. Το “I ain’t no nice guy” δεν προωθήθηκε καθόλου στα ραδιόφωνα και το video clip γυρίστηκε με χρήματα του συγκροτήματος!!! Προσωπικά, διαφωνώ ριζικά και με το γεγονός ότι η διασκευή στο “Cat scratch fever” του μέγιστου ηλίθιου Ted Nugent, είναι δεύτερη στο tracklisting, αλλά λίγη σημασία έχει αυτό…

Μπορεί να μην είναι στο πάνθεον των καλύτερων δίσκων του Lemmy, αλλά ήταν κομβικός δίσκος σε μία δύσκολη περίοδο που ξεκινούσε για τη σκληρή μουσική. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα οι MOTORHEAD δεν είχαν τύχει της αναγνώρισης που τους άρμοζε, αφού σύμφωνα με τον ίδιο τον Lemmy, γράφοντας τέσσερα τραγούδια για τον Ozzy, έβγαλε περισσότερα χρήματα απ’ όσα είχε βγάλει μέχρι τότε παίζοντας με τους MOTORHEAD. Μπορεί κανείς να του δώσει άδικο που έβγαλε αυτόν το δίσκο;

Σάκης Φράγκος


“Bastards” (ZYX Music, 1993)

Η είδηση του θανάτου του Lemmy αρχικά με σόκαρε. Μετά από λίγο όμως συνειδητοποίησα πως όλα έχουν ένα τέλος και όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στο θάνατο. Ακόμα και οι θρύλοι… Η διαφορά όμως με όλους εμάς τους κοινούς θνητούς, είναι πως το όνομα ενός θρύλου θα αντέξει στο χρόνο και εν προκειμένω θα μνημονεύεται από εκατομμύρια ανθρώπους που σχετίζονται με τον  σκληρό rock ήχο. O Lemmy βέβαια ήταν ήδη θρύλος πριν περάσει στην αντίπερα όχθη και το είχε καταφέρει με τα πεπραγμένα του και ιδιαίτερα με τη μουσική κληρονομιά που άφησε πίσω του, η οποία και περιλαμβάνει αρκετά διαμάντια. Ένα τέτοιο διαμάντι, αν και ίσως ο πιο υποτιμημένος τους δίσκος, είναι αυτός που φέρει σαν τίτλο το πρώιμο όνομα των MOTORHEAD… Εδώ και δύο μέρες το “Bastards” παίζει αδιάλειπτα στο στερεοφωνικό μου! Είναι ο πρώτος δίσκος με τον απίστευτο Mikkey Dee σαν full μέλος του group και είναι αυτός στον οποίο το group επιστρέφει με αξιώσεις στον κλασικό του ήχο. Απόδειξη, τα κάμποσα κλασσικά κομμάτια σαν το υπέρτατο “On Your Feet or On Your Knees”, το τσίτα-τα-γκάζια “Death or Glory” ή το “Born to Raise Hell”. Ξεχωριστή θέση στο δίσκο έχει το “Don’t Let Daddy Kiss Me”, μια από τις πιο όμορφες μπαλάντες των MOTORHEAD, στης οποίας τους στίχους ο μακαρίτης καταπιάνεται με το πολύ ευαίσθητο θέμα της παιδικής κακοποίησης. Ο ίδιος ο Lemmy είχε πει πως είχε προσφέρει το τραγούδι στις Joan Jett και Lita Ford, μιας και πίστευε πως μια γυναικεία φωνή θα μπορούσε να το ερμηνεύσει πολύ καλύτερα από αυτόν, αλλά ευτυχώς για εμάς, καμία από τις δύο δεν το δέχτηκε. Τέρμα λοιπόν τα ντεσιμπέλια και… raise hell…

Θανάσης Μπόγρης

“Sacrifice” (1995)

Σκυμμένος πάνω στο πληκτρολόγιο, προσπαθώ να σκεφτώ να γράψω δυο αράδες για έναν μύθο της Rock/punk/metal σκηνής που ακούει στο όνομα Lemmy. Έχω να ακούσω MOTORHEAD πάνω από δεκαετία. Δισκογραφικά δε… εικοσαετία! Αλλά η αλήθεια είναι πως χωρίς αυτούς, χωρίς τον ατόφιο rock n’ roll χαρακτήρα του Lemmy, τον οποίο ποτέ δε ζήλεψα, αλλά θαύμασα, ίσως να μην είχα εξελιχθεί έτσι μουσικά στη ζωή μου. Χρωστάω πολλά στο Lemmy, όσο βαρύγδουπο κι αν ακούγεται. Να ‘ναι καλά οι MOTORHEAD και οι METALLICA… θα το λέω πάντα. Πάνω απ’ το κεφάλι μου, στο εφηβικό δωμάτιο μου, είχα πάντα το προκλητικό εξώφυλλο του “Sacrifice” (1995). Το είχα βγάλει έγχρωμη φωτοτυπία σε μεγέθυνση. Έτσι προκαλούσα όποιον έμπαινε στο δωμάτιο μου. Ένιωθα λίγο από Lemmy. Το “Sacrifice”, ίσως το πιο heavy MOTORHEAD άλμπουμ, το λάτρεψα βλέποντας το video clip του ομώνυμου τραγουδιού στην τηλεόραση, ακούγοντας τη τρελή δίκαση του Mikkey Dee, η οποία ακόμα και σήμερα με πωρώνει, ιδίως στα live videos που ξεκινά και το solo του. Τι και αν έχουν περάσει τα χρόνια, ακόμα ψελλίζω το “Dog-face boy”, κάνω air guitar με το “Sex & death” και το “Over your shoulder”. Όλα αυτά στο μυαλό μου, γιατί εκεί έχουν χαραχτεί. Δεν είναι το αγαπημένο μου άλμπουμ, αλλά η μπάντα θα έχει περίοπτη θέση στη καρδιά μου. Γιατί εκείνη την εποχή, εκεί πήγαιναν όλα. Κλείνοντας… ας μιλήσει ο Lemmy μέσω του

“Don’t waste your time”:

Don’t chase after money, you are gonna lose your soul,
Same for religion, out of control,
Don’t fall for money, or heroine again,
Needles for your enemies, bullshit for your friends,
The way we’re going, same as we came,
Bought the fucking picture and we’re playing for the frame.
Everybody asking you when they gonna die,
I think that they should be askin’ why.
Don’t Waste Your Time!

Γιώργος Δρογγίτης

“Overnight sensation” (1996)

Αρκετά χρόνια αργότερα από το “Ace of spades” για το οποίο είχα γράψει προηγουμένως, και με τους MOTORHEAD να επιστρέφουν στην κλασσική σύνθεση- τρίο, γεννιέται ένας δίσκος το ίδιο βαρύς κι ασήκωτος με τους προηγούμενους, με καθαρή την απόδειξη ότι η λυσσαλέα μανία των MOTORHEAD για τη μουσική είναι ένα στοιχείο που θα μείνει αναλλοίωτο στους αιώνες, και θα ζήσει πολύ παραπάνω από αυτούς.

Είναι τόσα πολλά τα πανέμορφα στοιχεία του “Overnight sensation” και η αγάπη μου γι’ αυτό μεγάλη. Η ωμή απογοήτευση του “I don’t believe a word” που ξεχύνεται από το στόμα του Lemmy χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς κόνξες με περισσή οργή και ειλικρίνεια είναι κάτι που σημάδεψε τη ζωή μου και με έμαθε να μη μασάω τα λόγια μου στα δύσκολα και να γίνομαι σκληρή ακόμη κι όταν δε θέλω.  H καρδιά του rock n’ roll συνεχίζει να χτυπά λαχανιασμένη και ιδρωμένη μέσα σε κομμάτια όπως το ομώνυμο “Overnight sensation”, το “Murder show” και “Love can’t buy you money”. Και θυμάμαι τον εαυτό μου να καταστρέφει το σβέρκο του χωρίς τύψεις και να ταΐζω τα μαλλιά μου στους διπλανούς στο άκουσμα του “Eat the gun” και του “Civil war”. Κι όλα αυτά καταλήγουν σ’ ένα τόσο feelgood κομμάτι, εν ονόματι “Listen to your heart” που μετά το υπέροχο ξέσπασμα του υπόλοιπου “Overnight sensation” έρχεται να σου θυμίσει τις απλές απολαύσεις της ζωής όταν είσαι ο εαυτός σου. Χρειαζόμαστε μόνο γαμ**ένη αγάπη και ειλικρίνεια. Κι αν αυτό δεν είναι σχολείο, τότε δεν ξέρω τι θα έπρεπε να είναι.

To “Overnight sensation” είναι ένας δίσκος που έρχεται να σου υπενθυμίσει ένα πράγμα: “This is rock n’ roll”, και για μένα τα καταφέρνει χωρίς δυσκολία να μου δείξει για ακόμη μια φορά ποιοι είναι οι MOTORHEAD και τι μπορούν να κάνουν.  Και είναι αυτοί που μας μεγάλωσαν και μας ένωσαν σαν μουσικόφιλους. Είναι η σημαία μας και τους αγαπάμε γι’ αυτό. Long live the king.

Ειρήνη Τάτση

“Snake Bite Love” (1998)

Θα ήθελα να γράψω πολλά λόγια για ένα άλμπουμ, που λίγοι θυμούνται. Αξιοπρεπές, πιο  rock n’ roll  από τα συνηθισμένα με μερικές δυνατές στιγμές σαν τα “Dogs of war” και ”Assasin” πέρασε και δεν άγγιξε, δίνοντας απλώς την ευκαιρία στους MOTORHEAD  να συνεχίσουν να περιοδεύσουν παρουσιάζοντας και ένα δύο νέα τραγούδια, από ένα όχι κακό, αλλά αδιάφορο για τις δικές τους δυνατότατες άλμπουμ.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

“We are Motörhead” (2000)

Από την άλλη πλευρά, το “We Are Motörhead” κατέχει μια ξεχωριστή θέση στις προτιμήσεις μου για δυο λόγους. Πρώτον και πιο παράδοξο, από την μέρα που το αγόρασα από το Rock City μέχρι και σήμερα (σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά δηλαδή), το booklet του συνεχίζει να έχει μια διαβολεμένη μυρωδιά που μοιάζει με λάδι καθαρισμού όπλων. Δεν ξέρω αν φταίει το χρώμα του χαρτιού ή κάτι άλλο πιο επιτηδευμένο, όμως διάολε αυτή η μυρωδιά δεν φεύγει με τίποτα! Δεύτερο και κυριότερο, είναι ό,τι ακριβώς δηλώνει απλοϊκά αλλά και τόσο περήφανα ο τίτλος του. Μια εναντίωση σε καθετί που δεν συνάδει με την μουσική φύση του Lemmy και των MOTORHEAD. Ειδικά σε μια εποχή όπου οι μισοί κυκλοφορούσαν με μπλούζες NEVERMORE και ICED EARTH και οι άλλοι μισοί είτε το είχαν ρίξει στο πιο progressive είτε κοπανιόντουσαν με φωσφοριζέ Adidas στα nu-μεταλλάδικα στέκια των Εξαρχείων και των γύρω περιοχών, το συγκεκριμένο άλμπουμ μαζί με το μετέπειτα “Inferno”, ήρθε να υπενθυμίσει σε όλους όσους είχαν ψιλοαπογοητευτεί με τα “Overnight Sensation” και “Snake Bite Love” πως ο Lemmy είχε τα cojones και τον τρόπο να γράφει κομμάτια που να μιλάνε στην ψυχούλα του κάθε αμετανόητου ροκά. Μια ακρόαση και μόνο στα γκαζιάρικα “Stay out of Jail”, “Out to Lunch”, “Stagefright/Crash & Burn” καθώς και στο ομότιτλο κομμάτι του άλμπουμ, είναι αρκετή για να σε στείλει στο κρεβάτι του πόνου με πολλαπλή κρίση αυχενικού ιλίγγου.

Πάνος Δρόλιας

“Hammered” (2002)

Ακόμα μια στιγμή δημιουργικής αδράνειας. Σκληρός ήχος, σε σημεία μοντέρνος όπως στο “Red raw”  αλλά στην πράξη μην κρυβόμαστε, οι συναυλίες και τα παλιά τραγούδια κράτησαν τον κόσμο και λιγότερο  νέες έστω και σχετικά αξιόλογες συνθέσεις σαν τα “Walk a crooked mile” και “Voices from the war”.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

“Inferno” (2004)

Χρονιά που η Ελλάδα κατακτούσε το Euro στο ποδόσφαιρο, διοργάνωνε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και χρονιά που ο Lemmy θα ερχόταν να παίξει συναυλία στην Ελλάδα, για να προωθήσει το “Inferno”, παίζοντας υπό άθλιες συνθήκες, αναπνέοντας άμμο και περιμένοντας να πληρωθεί από τα λεφτά που θα μάζευε ο διοργανωτής από τα σουβλάκια που πουλούσε στο χώρο (μη γελάτε, είναι η πλήρης αλήθεια. Μάζευε κέρματα ευρώ, να τα δώσει στους MOTORHEAD ώστε να παίξουν, για να μη γίνουν φασαρίες. Για τέτοια κατάντια μιλάμε). Για το άλμπουμ καθ’ αυτό, περιείχε μερικές πολύ καλές στιγμές, όπως το “Life’s a bitch”, είχε το “Whorehouse blues”, τραγούδι που φανερώνει τις ρίζες τους και είναι το τραγούδι το οποίο πολλά rock bar χρησιμοποιούν σαν «τραγούδι κλεισίματος», υπάρχει ο Steve Vai που έπαιξε σόλο σε δύο τραγούδια (σας παραπέμπω και στο εξαιρετικό κείμενο που έγραψε ο σπουδαίος αυτός κιθαρίστας στη σελίδα του στο facebook), ο Cameron Webb ανέλαβε την πολύ καλή παραγωγή του δίσκου κι έκτοτε έγινε ο μόνιμος παραγωγός τους. Πραγματικά, ξεχώρισε αυτός ο δίσκος από τα άλμπουμ που βγήκαν στα 00’s. Ανάξιο λόγου θεωρώ ότι οι MOTORHEAD εκείνη τη χρονιά κέρδισαν Grammy, αφού βραβεύτηκαν για τη διασκευή τους στο “Whiplash” των METALLICA, δείχνοντας για μία ακόμη φορά το ανούσιο έργο αυτού του θεσμού… Αυτό που κρατάω όμως γι’ αυτούς τους δίσκους, είναι μία κουβέντα του ιδιοκτήτη της SPV, της τότε εταιρίας τους, μετά από πολλές μπύρες, σχετικά με τα αίτια των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε η εταιρία του. Αν εξαιρέσει κανείς το κεφάλαιο MANOWAR, για το οποίο χρειάζεται ξεχωριστό κείμενο, μου έλεγε: «Το μεγάλο μου πρόβλημα ήταν οι MOTORHEAD κυρίως και μετά οι SAXON. Είναι συγκροτήματα που έχουν τεράστιο budget για τους δίσκους που βγάζουν, βγάζουν σταθερά ποιοτικές δουλειές, αλλά ο κόσμος προτιμά να πηγαίνει να τους βλέπει στα live να παίζουν τα παλιά τους κομμάτια και σχεδόν κανείς δεν ενδιαφέρεται αν βγάζουν καινούργιoυς δίσκους»… Και κάπου εκεί, υπάρχουν τεράστιες δόσεις αλήθειας, που δείχνουν και τη νοοτροπία των οπαδών…

Σάκης Φράγκος

“Kiss of Death” (2006)

Η δεύτερη δουλειά τους με τον νέο παραγωγό Cameron Webb  που ουσιαστικά έδωσε ζωή στον ήχο τους, χωρίς να αλλάξει την ουσία του σχήματος, αλλά τους έκανε πιο προσιτούς στη γενιά του  download. Πιο σκοτεινό, με κλασικά MOTORHEAD τραγούδια σαν τα “God was never on our side”, “Devil I know” έδωσε μια ακόμα ανάσα ζωής και έπεισε ότι ο χρόνος δεν έχει πάρει τις δημιουργικές ορμές από το τρίο. Από τις καλές στιγμές της σύνθεσης των Lemmy/Dee/Campbell.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

“Motörizer” (2008)

Αδυνατώντας να πεθάνουν, να εκμοντερνιστούν ή να ξεπουληθούν, οι MOTORHEAD  παραδίδουν ακόμα ένα καλό άλμπουμ. Εν πολλοίς προβλέψιμο, με λίγα τραγούδια να ξεχωρίζουν στην πάροδο του χρόνου, αλλά απολαυστικό στο άκουσμα του. Ο Lemmy εδώ και καιρό παρουσιάζει τις  rock n’ roll  και blues  επιρροές του, χωρίς να νοιάζεται για στερεότυπα, μαζί με την μηχανή που λέγεται Mikeey Dee και δίνει τη ρυθμική κίνηση και υποβοήθηση πουν είναι αναγκαία για τα πιο σκληρά τραγούδια ενώ ο Campbell είναι πια ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Ακούστε τα “Teach you how to sing the blues”, “Rock out”, ”The thousand names of God”, “When the eagle screams” και απολαύστε ένα σχήμα που δεν περιμένει τίποτα πια παρά την απόλαυση του να παίζει μουσική και έχει ξεκινήσει την επιστροφή του στον δρόμο της σύνθεσης αξιομνημόνευτων τραγουδιών, που αντέχουν τη σύγκριση με την κληρονομιά των τεράστιων 80’s.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

“The world is yours” (2010)

Το ερώτημα  που έθεσε αυτό το άλμπουμ ήταν : Γιατί άλλο ένα άλμπουμ, τι έχουν να πουν, σε ποιους απευθύνονται;

Οι απαντήσεις  απλές και κατανοητές. Το άλμπουμ είναι καλό, ευπρόσωπο πάνω από όλα γνήσιο. Με έντονες τις rock n’ roll και blues αναφορές, δείχνει την βαθύτερη ιστορία του Lemmy αλλά και την κιθαριστική εξέλιξη και δεινότητα του Campbell. Ο ήχος κοντά στα γυαλισμένα άλμπουμ της τελευταίας περιόδου των ΖΖ ΤΟP αλλά και συνάμα τραχύς και πιο Αμερικάνικος, όπως όλες οι τελευταίες  δουλειές τους.

Δεν λείπουν τραγούδια σαν το “Brotherhood of man”. Αργό βαρύ σε στυλ  “Orgasmatron” και άλλα πιο μοντέρνα σαν το “The devil’s in my head”. Επίσης δεν λείπει το χιούμορ, ακούστε απλά το “Bye bye bitch”. Δεν ξέρω αν ο κόσμος είναι δικός τους, αλλά οι οπαδοί τους, δεν θα αφήσουν τα ραφτά με το σήμα τους, να βγουν από τα δερμάτινα τους, εύκολα.

Στέλιος Μπασμπαγιάννης

“Aftershock” (UDR Music, 2013)

Το “Aftershock” είναι ο καλύτερος δίσκος των MOTORHEAD τα τελευταία χρόνια και εκείνος που ξαναέφερε την καρδιά μου στη θέση της, μετά τις τρομάρες που μας κέρασε ο Αρχηγός με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε, με τον τίτλο του δίσκου να έχει και μια προφητική αύρα. Τα προβλήματα δεν φάνηκαν να πτοούν τον Lemmy και την παρέα του και ο μπαγάσας μας έκανε να νομίζουμε πως τίποτα δεν μπορεί να τον καταβάλει εύκολα. Ούτε ο διαβήτης, ούτε οι καρδιακές αρρυθμίες που τον ταλαιπωρούσαν. Και δε γινόταν να νομίζεις αλλιώς όταν ακούς ένα δίσκο που από την αρχή μέχρι το τέλος κυλάει νεράκι, χωρίς filler-άκια και περιέχει κάμποσα από τα καλύτερα riffs που έχει γράψει ο Campbell. Up-tempo κομμάτια (“End of time”), groov-άτα (“Heartbreaker”), blues (“Lost Woman Blues”), αλλά και κάνα δύο που προκαλούν “Ace Of Spades” déjà-vu (“Death Machine”), εδώ θα βρεις όλα εκείνα που σε έκαναν να αγαπήσεις τους MOTORHEAD.  Το απόλυτο respect βέβαια το παίρνει το “Silence When You Speak To Me”, τραγούδι που μόνο ένας Lemmy θα μπορούσε να τραγουδήσει, κλείνοντας το στόμα σε όλα τα απανταχού “γατάκια” που προσπαθούν με διάφορες βαρύγδουπες μεταλλικές δηλώσεις να αποδείξουν κάτι… MOTORHEAD & Lemmy for life!!!

Θανάσης Μπόγρης

MOTORHEAD – “Bad magic” (UDR)

Δεν είναι σωστό να γράψω εγώ παρουσίαση αυτού του άλμπουμ, καθώς είχα την τιμή να επιλεγώ από την εταιρία τους να βοηθήσω στην προώθησή του στην Ελλάδα. Ο Στέλιος Μπασμπαγιάννης, είχε κάνει μία άψογη δουλειά στο κύκνειο –όπως αποδείχτηκε- άσμα των MOTORHEAD, οπότε μπορείτε να διαβάσετε την προακρόαση και την παρουσίαση του δίσκου, που γράφτηκαν άλλωστε πολύ πρόσφατα, πριν τέσσερις μήνες… Το μόνο σημείο που θα ήθελα να επισημάνω, είναι το προσωπείο ορισμένων που τάχα μου στεναχωρήθηκαν για το θάνατο του Lemmy, αλλά σε όλη τους την πορεία στα διάφορα μέσα που εκπροσωπούν, δεν έκαναν ΤΙΠΟΤΑ απολύτως για την προώθηση του rock n’ roll και της μουσικής του Lemmy και των MOTORHEAD. Καγχάζω με δήθεν rock ραδιόφωνα που οδύρονται για τον χαμό του τεράστιου αυτού μουσικού, ενώ επί τόσα χρόνια δεν έχουν βάλει ΟΥΤΕ ένα τραγούδι του. Ουστ από δω ρε λαμόγια… Σας έχει πάρει ο κόσμος χαμπάρι χρόνια.  Είστε όσο rock είναι οι σκυλάδες που φοράνε μπλουζάκια AC/DC!!! Να ξέρετε, ότι ο Lemmy που τα πίνει μαζί με τον Dio, τον Phil Lynott, τον Bon Scott και τόσους μεγάλους, σας έχει γραμμένους στον πάτο του μπουκαλιού του Jack Daniels που μπορεί να πίνει πλέον άφοβα, χωρίς να του το απαγορεύουν οι γιατροί.

Σάκης Φράγκος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here