Οι ALESTORM και το μεθυσμένο πειρατικό του Metal!!!

0
156
Alestorm
Photo by Niek van de Vondervoort




















Alestorm
Photo by Niek van de Vondervoort

Αν υπάρχει ένα συγκρότημα που κατάφερε να αποδείξει πως το heavy metal μπορεί να συνδυάσει το γλέντι, τη θεατρικότητα και την ειλικρινή μουσική δεξιοτεχνία χωρίς να πέσει στην παγίδα της γραφικότητας, αυτοί είναι οι ALESTORM. Πειρατές με κιθάρες, ρούμι στα ποτήρια κι ένα χαμόγελο μόνιμα χαραγμένο στα χείλη – το είδος χαμόγελου που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν πρόκειται για αστείο ή για ιδιοφυΐα. Κι όμως, οι Σκωτσέζοι αυτοί μουσικοί πήραν ένα concept που αρχικά έμοιαζε με χιουμοριστικό πείραμα και το μετέτρεψαν σε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα brand του σύγχρονου metal.

Η ιστορία ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν ο Christopher Bowes – ένας πληκτράς με αγάπη στις folk μελωδίες, την power metal θεματολογία και τη σκανδαλιάρικη ειρωνεία – ενώνει τις δυνάμεις του με τον κιθαρίστα Gavin Harper για να δημιουργήσουν τους BATTLEHEART. Στα πρώτα τους demo, η μπάντα πειραματίζεται με ένα μίγμα folk και power metal, όμως το κοινό δείχνει ασυνήθιστη λατρεία προς τα τραγούδια που μιλούσαν για πειρατεία, ρούμι και άθλους πάνω σε φανταστικές θάλασσες. Έτσι, το 2007, το συγκρότημα κάνει το αποφασιστικό βήμα: μετονομάζεται σε ALESTORM — ένα λογοπαίγνιο που ενώνει την μπύρα (ale) με την καταιγίδα (storm), συνοψίζοντας σε μία λέξη τη φιλοσοφία τους. Η Napalm Records τους υπογράφει σχεδόν αμέσως, αντιλαμβανόμενη πως αυτό που είχε γεννηθεί δεν ήταν απλώς άλλο ένα ευρωπαϊκό power metal σχήμα, αλλά κάτι με ξεκάθαρη ταυτότητα και εύρος.

Το 2008 κυκλοφορεί το πρώτο τους άλμπουμ, “Captain Morgan’s Revenge”, ένα ντεμπούτο που καταφέρνει να συνδυάσει τη μεθυσμένη ανεμελιά με στιβαρή μουσικοσύνθεση. Οι μελωδίες θυμίζουν ταβέρνες εποχής, οι κιθάρες βροντούν σαν κανονιοβολισμοί, τα ρεφρέν σε ωθούν να σηκώσεις το ποτήρι ψηλά. Από τα πρώτα κιόλας κομμάτια, γίνεται σαφές πως πίσω από το χιούμορ υπάρχει μια εκπληκτικά σοβαρή καλλιτεχνική βάση.

Το κοινό τους μεγαλώνει, και το επόμενο άλμπουμ, “Black Sails at Midnight” (2009), σφραγίζει τη φήμη τους. Ο ήχος γίνεται πιο στιβαρός, τα τραγούδια πιο κινηματογραφικά, κι η μπάντα αρχίζει να κατακτά τις σκηνές της Ευρώπης με τη γοητεία μιας μεθυσμένης ναυτικής ορχήστρας.

Photo by Elena Vasilaki

Κάπου εκεί, γεννιέται και το στοιχείο που θα τους ακολουθεί για πάντα: η αίσθηση πως το συγκρότημα δεν «παίζει» απλώς μουσική, αλλά καλεί όλο το κοινό να γίνει πλήρωμα στο ίδιο πλοίο. Ένα πλοίο που θυμίζει — για να το πούμε με όρους ελληνικούς — εκείνο το περίφημο “πειρατικό” που αναφωνούσε ο Γιώργος Χελάκης στις περιγραφές του για την Εθνική Ελλάδος το 2004. Μόνο που εδώ δεν έχουμε γήπεδα και θριάμβους, αλλά συναυλιακές σκηνές γεμάτες μπύρα, χορό και ξέφρενο κέφι. Όπως τότε «σήκωνε τα πανιά» η Εθνική και σάρωνε την Ευρώπη, έτσι και οι ALESTORM ανεβάζουν το κοινό τους στο κατάστρωμα και το οδηγούν σε ένα μεταλλικό ταξίδι όπου όλοι είναι μαζί, όλοι τραγουδούν, όλοι γιορτάζουν.

Κάθε δίσκος από εκεί και πέρα μοιάζει με νέο προορισμό. Το “Back Through Time” (2011) γεμίζει με χρονικά άλματα, μάχες με Βίκινγκς και θεατρικές εξάρσεις. Ο ήχος γίνεται πιο ογκώδης, πιο πολεμικός. Το “Sunset on the Golden Age” (2014) έρχεται σαν απόδειξη ωριμότητας: εδώ κρύβονται μερικά από τα πλέον εμβληματικά κομμάτια της καριέρας τους, όπως το «Drink», ένας ύμνος που παίζεται σε κάθε metal πάρτι ανά τον κόσμο. Οι συνθέσεις του Bowes αποδεικνύουν ότι, όσο γραφική κι αν φαίνεται η θεματολογία, το μουσικό περιεχόμενο είναι εξαιρετικά σοβαρό.

Το 2017, το “No Grave But the Sea” μεγαλώνει τον μύθο· οι ζωντανές εμφανίσεις τους πλέον θυμίζουν πανηγύρι σε πειρατικό κατάστρωμα: φουσκωτά παπάκια που περνούν από χέρι σε χέρι, θεατές που τραγουδούν κάθε στίχο, φωνές που καλύπτουν τον ήχο των ηχείων.

Το “Curse of the Crystal Coconut” (2020) βουτά ακόμη βαθύτερα στη σάτιρα και την υπερβολή, ενώ το “Seventh Rum of a Seventh Rum” (2022) – με τίτλο-καρφί στους IRON MAIDEN – δείχνει πως οι ALESTORM ξέρουν πολύ καλά να γελούν με το ίδιο τους το δημιούργημα χωρίς να χάνουν σε ποιότητα.

Πίσω από την εικόνα της μεθυσμένης τρέλας κρύβεται μια μπάντα σοβαρά δουλεμένη. Τα πλήκτρα του Bowes δίνουν έναν σχεδόν κινηματογραφικό χαρακτήρα στα κομμάτια, οι κιθάρες διατηρούν το power metal βάρος, και οι στίχοι ισορροπούν μοναδικά ανάμεσα στη σάτιρα και την επικότητα. Οι ALESTORM δεν γράφουν απλώς τραγούδια – χτίζουν έναν αυτοτελή σύμπαν, μια μυθολογία που εξελίσσεται με κάθε δίσκο. Και σε αυτόν τον κόσμο, οι φάλαινες, τα παπάκια, οι πίτσες και το ατελείωτο ρούμι συνυπάρχουν αρμονικά με εμπνευσμένο songwriting.

Σήμερα, οι ALESTORM έχουν ξεπεράσει τα όρια της «μπάντας». Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Στα φεστιβάλ όπου εμφανίζονται, το κοινό δεν περιμένει απλώς μια συναυλία – περιμένει μια τελετουργία. Ένα ξεφάντωμα όπου η μουσική γίνεται το πρόσχημα για μια συλλογική γιορτή. Και εδώ βρίσκεται και η ουσία τους: υπενθυμίζουν ότι το metal δεν χρειάζεται πάντα να είναι σκοτεινό ή σοβαροφανές. Mπορεί να είναι δυνατό, θορυβώδες και απολαυστικά… γελοίο, χωρίς να χάσει ούτε ίχνος αυθεντικότητας.

Δύο δεκαετίες μετά, το πλοίο των ALESTORM δεν δείχνει να κουράστηκε. Τα πανιά του είναι ακόμη γεμάτα μπύρα, γέλιο και riffs που σε κολλάνε στον τοίχο. Δεν υπόσχονται φιλοσοφίες ή βαθυστόχαστα νοήματα – υπόσχονται διασκέδαση. Και αυτό το κάνουν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Ο Christopher Bowes και το πλήρωμά του συνεχίζουν να καλούν το κοινό στο κατάστρωμα με μια φράση που συνοψίζει ολόκληρη την πορεία τους:

“Raise your horns, drink your rum, and let the storm begin!”

Πέτρος Καραλής

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here