Η ξαφνική είδηση γύρω από τη διάγνωση του Glenn Tipton ομολογώ με ταρακούνησε αρκετά γιατί από τη μία η νόσος του Πάρκινσον σημαίνει πως ο σπουδαίος κιθαρίστας θα δυσκολεύεται να παίξει όπως έπαιζε στο “Painkiller” για παράδειγμα, πράγμα απίστευτα θλιβερό για έναν μουσικό. Να, ο τρισμέγιστος Keith Emerson των EMERSON LAKE & PALMER αυτοκτόνησε γιατί έπασχε από μια ανίατη παθογένεια των νεύρων που έκανε το χέρι του να τρέμει και φυσικά τον κατέστησε ανήμπορο να παίξει. Φανταστείτε. Από την άλλη, συνειδητοποιώ πως οι αγαπημένοι μας μουσικοί και αγαπημένες μπάντες που κόσμησαν τους τοίχους των παιδικών μας δωματίων, γερνάνε. Το γήρας στη περίπτωση συγκροτημάτων όπως οι JUDAS PRIEST –κι όχι μόνο- δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Η μόνη περίπτωση μουσικού, τραγουδοποιού και τραγουδιστή που συνάντησα που βελτιώθηκε με τα χρόνια και τα γηρατειά ήταν ο Leonard Cohen πράγμα που ο ίδιος απέδειξε στη ζωντανή του εμφάνιση στη Μαλακάσα το 2008. Το θέμα τώρα πιστεύω είναι τι κάνει ο οπαδός.
Ανακοινώνονται οι JUDAS PRIEST λοιπόν για το Rockwave Festival και σχεδόν αμέσως αρχίζουν τα παρατράγουδα. Έχουμε σκληροπυρηνικούς φυσικά οπαδούς που αρνούνται να δουν και να ακούσουν τη μπάντα ζωντανά χωρίς το δίδυμο K.K. Downing/Glenn Tipton αλλά, και λογικό κιόλας, χωρίς τον Rob Halford. Με την ανακοίνωση για το πρόβλημα υγείας του Tipton, το χάσμα είναι πλέον ολοκληρωτικό. Γίνεται να δει κανείς ζωντανά JUDAS PRIEST χωρίς το κορυφαίο αυτό κιθαριστικό δίδυμο; Προσέξτε, δεν λέω να ακούσει τη μπάντα ζωντανά αλλά να τη δει ζωντανά. Εδώ λοιπόν είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα που αφορά τις συναυλίες ειδικά όσον αφορά δεινοσαύρους όπως οι JUDAS PRIEST, IRON MAIDEN, METALLICA, ACCEPT: Είναι, πέρα από μουσικοί και μπάντα, ένα μουσειακό έκθεμα που χαίρεσαι να το βλέπεις από απόσταση όπως σε μια γκαλερί. Και τώρα πρέπει να ομολογήσω την αμαρτία μου ως κιθαρίστας και οπαδός με προσωπικά γούστα: θα προτιμούσα να δω JUDAS PRIEST με το κλασσικό line-up αλλά χωρίς τον Halford γιατί όσο καλός και να είναι ακόμα στα γεράματα, όταν τον ακούω να ερμηνεύει το “Painkiller” ζωντανά το μόνο που ακούω είναι έναν πάλαι ποτέ τιτάνα των φωνητικών να στριγκλίζει ενοχλητικά. Θα προτιμούσα έναν τραγουδιστή που μπορεί να χτυπήσει τις ψιλές νότες. Έλα όμως που μιλάμε για το είδωλο Rob Halford, μια μορφή που δεν αντικαθίσταται από κανέναν για λόγους αισθητικούς, ιστορικούς, πολιτισμικούς και πάει λέγοντας. JUDAS PRIEST χωρίς Halford είναι απλά μια tribute μπάντα. Και χωρίς το κιθαριστικό δίδυμο, τί είναι;
Δεν είναι δύσκολο βέβαια να φανταστούμε το πρώτο μιας και το ζήσαμε με τον Tim “Ripper” Owens στα φωνητικά και μάλιστα, για τον γράφοντα το Rockwave με headliners τους JUDAS PRIEST ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που τους είδα και ομολογώ πως ήταν μια χαρά. Ένας όμως είναι ο Metal God, πώς να το κάνουμε; Επομένως, όταν πάμε να δούμε PRIEST, κάνουμε επιπλέον μια βόλτα στο μουσείο πράγμα που δεν ισχύει για νεότερες μπάντες όπως οι VOLBEAT. Είναι ένα δύσκολο δίλημμα. Αν έπρεπε να απαντήσω, θα έλεγα πως προτιμώ έναν νέο, ορεξάτο και δυναμικό τραγουδιστή αλλά και το δίδυμο Tipton/Downing γιατί θέλω να τους δω και να τους ακούσω δεν πα να είναι ο Andy Sneap ο γρηγορότερος σολίστας – και πιστέψτε με, είναι εξαιρετικός κιθαρίστας.
Πάμε παρακάτω σε άλλα παραδείγματα: Οι AC/DC λένε θα συνεχίσουν με το υπάρχον line-up και τον Axl Rose στα φωνητικά, τον οποίο έτσι όπως τον έχουν κάνει οι πλαστικές, είναι έκθεμα για το αρχαιολογικό μουσείο. Είναι δυνατόν να πω τώρα, έτσι όπως η φθορά του χρόνου τα έφερε, να δω αυτή τη μπάντα που θέλει να λέγεται AC/DC; Με τον τρισμέγιστο Malcolm Young νεκρό και τον Axel να αντικαθιστά τη μορφάρα Brian Johnson; Έλα όμως που αν παίξουν ζωντανά στην Αθήνα θα γεμίσουν ένα στάδιο ολάκερο και λογικό κιόλας γιατί AC/DC είναι επιπλέον και μια μάρκα, δεν είναι μονάχα η μπάντα, τα τραγούδια και η ζωντανή εμπειρία… Πολλές συνιστώσες παίζουν ρόλο.
Όσον αφορά στους IRON MAIDEN, η πρώτη μου ζωντανή εμπειρία ήταν πριν 20 χρόνια στο Λυκαβηττό με τον Blaze Bayley στα φωνητικά και θυμάμαι ακόμα ως 14 χρονών πιτσιρικάς, μου έλειπε ο Dickinson παρόλο που ο Bayley είναι αξιοπρεπέστατος και βάλε. Φαντάσου όμως να έλειπε ο Steve Harris. Και δε το λέω αυτό γιατί τάχα μου μόνο αυτός μπορεί να παίξει τα μέρη του. Σίγουρα μπορεί να βρεθεί μια αρμάδα μπασιστών που μπορούν να παίξουν τα κομμάτια του όπως εκείνος. Αλλά είναι η φιγούρα είναι ο άνθρωπος αυτός με όλα όσα συμβολίζει και κουβαλάει στις πλάτες του που εκθέτει στη σκηνή. Μουσικάρα λοιπόν, σπουδαία μορφή αλλά και μουσειακό έκθεμα ο Steve Harris με όλα τα θετικά και αρνητικά του όρου.
Τελικά, είναι δυνατόν να απολαύσουμε ζωντανά τη μουσική και μόνο; Η απάντηση φυσικά και είναι αρνητική. Δεν γίνεται. Πάρτε για παράδειγμα μια άλλη μπάντα που συνέχισε χωρίς ιδρυτικό μέλος, μια larger than life φιγούρα και τεράστιο μουσικό: οι DREAM THEATER άνευ Mike Portnoy είναι σαν ένα vegan υποκατάστατο, όχι βέβαια πως ο Mike Mangini δεν είναι εξαιρετικός ντράμερ αλλά, ζωντανά ειδικά, δεν είναι ο ηγέτης και showman που είναι ο Portnoy. Επιπλέον, εδώ μιλάμε για μπάντα όπου η μουσική έχει μεγαλύτερη αξία. Δείτε για παράδειγμα τη περιοδεία του Portnoy ως Mike Portnoy’s Shattered Fortress με μέλη των HAKEN και το alter ego του John Petrucci, Eric Gilette στη lead κιθάρα. Στα φωνητικά ήταν ο Ross Jennings των HAKEN ο οποίος όχι μόνο ερμήνευσε άψογα τα απαιτητικά μέρη του James LaBrie αλλά, όπως μαρτυρούν άπειρα σχόλια στο YouTube, τα είπε και καλύτερα γιατί, όσο και αν αγαπάω τον LaBrie, ομολογώ πως τα γηρατειά δεν έχουν κάνει καλό στη φωνή του. Στη περίπτωση αυτή λοιπόν πρέπει να πω πως προσωπικά δεν θα είχα πρόβλημα να έβλεπα ζωντανά αυτή την μπάντα γιατί για μένα η μουσικότητα των DREAM THEATER, ειδικά μετά τον Kevin Moore, έγκειται στον Mike Portnoy, τον πρώτο ντράμερ που με έκανε να καταλάβω πως τα τύμπανα προσφέρουν πολλά παραπάνω από το ρυθμό. Οτιδήποτε άλλο μοιάζει με ρέπλικα και ομολογουμένως μουσειακό έκθεμα. Επομένως, ο James LaBrie δεν μνημονεύεται ως μια μορφή, μια φιγούρα που χαίρεσαι να βλέπεις στη σκηνή αλλά ως ένας αξιόλογος frontman που δεν μπορεί πλέον να τραγουδήσει (αν και πιστέψτε με, είναι σε πολύ καλή γενικά φόρμα στα 54 του χρόνια).
Συνοψίζοντας λοιπόν, τα τελευταία νέα γύρω από τις αλλαγές στο line-up των JUDAS PRIEST καλό θα ήταν να οδηγήσουν σ’ έναν δημιουργικό διάλογο γύρω από το τι θέλουμε να ακούσουμε και να δούμε ζωντανά, γιατί είναι φανερό πλέον πως άλλο βλέπουμε και άλλο ακούμε. Άλλη αξία θα έχει να δει κανείς τον Rob Halford καβάλα στη Harley Davidson και άλλη να τον ακούσει στο “Victim of changes” για παράδειγμα και άλλη αξία θα έχει να ακούς τον εξαιρετικό Andy Sneap να παίζει lead κιθάρα και άλλη να βλέπεις τον Halford να στέκεται δίπλα στο κύριο που αντικαθιστά τη μορφή που λέγεται Glenn Tipton, επειδή ο τελευταίος έχει καταγραφεί στην ιστορία της Heavy Metal μουσικής όχι μόνο ως συνθέτης και κιθαρίστας αλλά και ως μορφή, ένα μουσειακό έκθεμα που χαίρεσαι να το παρακολουθείς στο φυσικό του περιβάλλον, στη σκηνή μπροστά από Marshall stacks.
Φίλιππος Φίλης