Είναι πια τέτοιο το status και η εδραίωση των 1000MODS στα υψηλά πατώματα του ευρωπαϊκού, και όχι μόνο, heavy rock, που τους επιτρέπει να μην κολλάνε πουθενά και σε τίποτα. Έχουν δε μάθει να ζουν με τα «ρίσκα» και να τα διαχειρίζονται με ωριμότητα και οξυδέρκεια, ειδικά όταν αυτά δεν τους βγαίνουν στον απόλυτο βαθμό. Όπως ακριβώς συνέβη, κατ’ εμέ, με το προ τετραετίας “Youth of dissent”, το οποίο επιχείρησε να ανοίξει την κάνουλα της απήχησης τους προς ένα ευρύ κοινό εκτός του στενού rock φάσματος, χρησιμοποιώντας ως πυξίδα προσανατολισμού τα grunge και πιο radio-friendly ηχοκύματα των ταπεινών αλλά όχι καταφρονεμένων ινδαλμάτων του Seattle.
Με το “Cheat death” το (προς το παρόν;) τριμελές συγκρότημα από το Χιλιομόδι επανέρχεται στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις, κουμπώνοντας ξανά το 90s λογισμικό που το έβγαλε ασπροπρόσωπο σε όλο το διάστημα της καριέρας του. Οι grunge/alternative ρυθμοί περιορίζονται πλέον στο ελάχιστο, δίνοντας την θέση τους σε μια punk/rock ‘n’ roll φούρια που ενίοτε αποκτά και metal προεκτάσεις, την ίδια ώρα που οι ψυχεδελικές νόρμες του ηλιοδαρμένου Αβαείου του Palm Desert, χωρίς να πρωτοστατούν, ξαναμπαίνουν στην εξίσωση για να δώσουν την χαρακτηριστική, εθιστική τους αύρα στα πιο απλωμένα κομμάτια του δίσκου. Η δεύτερη συμπόρευση της μπάντας με τον γνωστό και μη εξαιρετέο από τις συνεργασίες του με τους ISIS και MASTODON, Matt Bayles, στο κομμάτι της παραγωγής, βάζει όλο αυτό το χωνευτήρι ήχων στις σωστές διαστάσεις, με το τελικό αποτέλεσμα να μην υστερεί σε κανένα απολύτως σημείο, από πλευράς καθαρότητας και δύναμης.
Μιλώντας όμως για δύναμη, η πιο χτυπητή διαφορά του δίσκου, σε σχέση με το “Youth of dissent” όσο και με τους προκατόχους του, έγκειται στην πιο heavy διάθεση και κατεύθυνση του. Οι υψηλοί τόνοι είναι, άλλωστε, εμφανείς από την αρχή με το σκάσιμο του “Overthrown”, το οποίο είναι ό,τι πιο SABBATH-ικό έχουν γράψει οι 1000MODS εδώ και αρκετό καιρό, με τα solos που περιλαμβάνονται σε αυτό να δίνουν πιο ανεβαστική διάσταση, ενώ οι κιθάρες και οι μπασογραμμές στα πιο punk “The one who keeps me down” και “Götzen hammer” (με guest φωνητικά από την Api των FRENZEE) βουτάνε ακόμα πιο βαθιά το πόδι το γκάζι. Στο μερακλήδικο “Astral odor”, ωστόσο, σου βγαίνει εντελώς αυθόρμητα, ένα μεγαλοπρεπές και μειλίχιο «εδώ είμαστε», καθώς νιώθεις πως ο χρόνος γυρίζει πίσω στο μοσχομυριστό desert μεγαλείο του “Super van vacation”, με το ίδιο ακριβώς συναίσθημα να επεκτείνεται και στο “Misery”.
Ανάμεσα βέβαια στις γκαραζιάρικες σφήνες του ομότιτλου κομματιού και του πλούσιου σε MOTORHEAD-ικά vibes, “Speedhead”, που στο επαναληπτικό άκουσμα του μου έβγαλε και κάτι από το “Shake your blood” των PROBOT του Dave Grohl, η δεύτερη και ουσιαστική διαφορά, εστιάζεται στο ότι αυτή τη φορά έχουν σμιλέψει πολύ πιο μεθοδικά την μελωδία, περνώντας την από διαφορετικά φίλτρα ανά την περίσταση, όπως καταμαρτυρούν τα “Love” και “Bluebird”, με την υπέροχη συνοδεία cello. Την απογυμνώνουν δε εντελώς από space, fuzz φιοριτούρες και την αφήνουν να περπατήσει ξυπόλητη σε αμμώδη, φεγγαρόφωτα και καθαρόαιμα blues μονοπάτια στο 10λεπτο έπος του “Green, grey blues”, που βάζει φαρδιά πλατιά την σφραγίδα του στο τέλος του άλμπουμ.
Εν κατακλείδι, το “Cheat death” μοιάζει να συνεχίζει από εκεί όπου σταμάτησε το “Repeated exposure to..”, επισφραγίζοντας ένα ακόμη στιβαρό και συνάμα απολαυστικό δισκογραφικό βήμα στην πορεία της μπάντας. Η ποιότητα των κομματιών του είναι δεδομένη, όπως επίσης δεδομένο είναι ότι θα κάνει, από την πρώτη κιόλας ακρόαση, γκελ σε εκείνους που (παρ)ακολουθούν τους 1000MODS από τα γεννοφάσκια τους και τις πρώτες εμφανίσεις τους σε ιδρωμένα, στριμόκωλα καταγώγια, όσο και στο νεότερο οπαδικό τους κοινό. Αμιγής και εξόχως win-win κατάσταση για μια μπάντα που χαϊδεύει ξεκάθαρα το ταβάνι της, έχοντας πλέον βρει τον τρόπο να κοντρολάρει και να διοχετεύει μαεστρικά το rock ‘n’ roll ένστικτο της σε κάθε νότα, σε κάθε σκηνή, σε κάθε ανυπόμονο αυτί.
8 / 10
Πάνος Δρόλιας