ΟΝΟΜΑ: John Douglas Lord [Jon Lord]HM/NIA ΘΑΝΑΤΟΥ: 16 Ιουλίου 2012 [71]ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ: Καρκίνος στο πάγκρεας
ΗΜ/ΝΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: 9 Ιουνίου 1941
ΠΟΛΗ / ΧΩΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Leicester, Αγγλία
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Άφησε πίσω του, μία κόρη από τον πρώτο του γάμο και άλλη μία από το δεύτερο.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΠΑΙΞΕΙ: DEEP PURPLE, WHITESNAKE, THE HOOCHIE MEN
HIGHLIGHTS: Ο ήχος των πλήκτρων του, καθόρισε σημαντικά μία από τις σπουδαιότερες μπάντες του πλανήτη, τους DEEP PUPLE και άσκησε τεράστια επίδραση σε δεκάδες άλλες, μουσικούς και συγκροτήματα. Γενικώς, πρόκειται για μια μεγάλη φυσιογνωμία, που έχαιρε τον θαυμασμό και την εκτίμηση όλων.
ΕΙΧΕ ΠΕΙ: «Αγαπώ την κλασσική μουσική. Λατρεύω τον τρόπο που λειτουργούν όλες αυτές οι ακολουθίες συγχορδιών, γι’ αυτό και τις χρησιμοποιώ στα σόλο μου.»
ΕΧΟΥΝ ΠΕΙ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΝ:
– «Δεν ήταν απλά ένας σπουδαίος μουσικός, ήταν και η αγαπημένη μου παρέα στα γεύματα… Χωρίς αυτόν δε θα υπήρχαν οι DEEP PURPLE. Ζει στις καρδιές και τις μνήμες μας» σχολιάζει ο Ritchie Blackmore.
– «…Ήταν απλά ένας μοναδικός οραματιστής, μουσικός, συνθέτης και πρόσφατα, διευθυντής ορχήστρας. Ελπίζω ότι οι επευφημίες δε θα παραλείψουν ν’ αναφέρουν ότι ήταν επίσης ένας άνθρωπος του πνεύματος και της ουσίας, με μια τεράστια και γενναιόδωρη καρδιά… Η κληρονομιά του θα ζει με πολλούς τρόπους, αλλά εγωιστικά μιλώντας, θα προτιμούσα να τον είχα πίσω…» τονίζει ο Bruce Dickinson.
– «Ήταν ο πιο απίστευτος χαρακτήρας και θεωρώ ο πνευματικός πατέρας των DEEP PURPLE. Όλοι τον κοιτάζαμε με τεράστιο θαυμασμό. Αν υπήρχε αυτό που λέμε ο τυπικός Βρετανός gentleman στη ροκ μουσική, αυτός ήταν ο Jon Lord» δηλώνει ο Ian Gillan.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Τρεις φορές ευτυχίσαμε να τον απολαύσουμε, τις χρονιές 1991, 2000 και 2001, πάντα με τους DEEP PURPLE
Η κλασσική παιδεία ήταν έκδηλη στον Jon Lord από την πολύ νεαρή ηλικία των πέντε ετών, όταν όντας μυημένος σε συνθέτες όπως ο Bach και ο Sir Edward Elgar, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα πιάνου. Σοβαρός και προσηλωμένος πάντα στους στόχους του, αποφοίτησε με άριστα απ’ το μουσικό σχολείο του Leicester και έπιασε δουλειά ως υπάλληλος δικηγορικού γραφείου. Με τις καλλιτεχνικές του όμως ανησυχίες πάντα παρούσες, έδειξε κλίση προς το θέατρο και για το λόγο αυτό, μετακόμισε το 1960 στο Λονδίνο, προκειμένου να διδαχθεί την υποκριτική στην Κεντρική Σχολή Λόγου και Δράματος, κερδίζοντας μάλιστα και υποτροφία. Οι σπουδές του διαρκούν τρία χρόνια και τελικά ο ίδιος μαζί με μια ομάδα εκπαιδευτικών και άλλων μαθητών, προχωρούν στο σχηματισμό του πρωτοποριακού London Drama Centre. Σε όλο αυτό το διάστημα δεν έχει εγκαταλείψει ποτέ τη μουσική. Αυτή πλέον γίνεται προτεραιότητα του.
Πρώτη του διάκριση, η συμμετοχή του στις ηχογραφήσεις του πασίγνωστου “You really got me”. Σταδιακά αρχίζει και δημιουργεί ένα όνομα στους κύκλους του underground χώρου, κάτι στο οποίο συντελεί αφενός η ένταξη του στους ARTWOODS, που βγαίνουν συχνά – πυκνά σε τηλεόραση και ραδιόφωνο και κάνουν και αρκετές συναυλίες, και η μετέπειτα συνεργασία του με τους SANTA BARBARA MACHINE HEAD, του Ronnie Wood. Την εποχή που θα συναντηθεί με τον Ritchie Blackmore, θεωρείται πλέον ένα από τα πιο περιζήτητα ονόματα μεταξύ των session μουσικών. Παρ’ όλα αυτά δέχεται την πρόταση του κιθαρίστα να ιδρύσουν τους DEEP PURPLE. Μαζί τους ο Lord θα μεγαλουργήσει και θα κατορθώσει να ορίσει μια νέα τεχνοτροπία παιξίματος των πλήκτρων στο χώρο του σκληρού ήχου. Βασισμένος στις ολοκληρωμένες γνώσεις του πάνω στην κλασσική μουσική, δε θα διστάσει να πειραματιστεί πάνω σε νέους ήχους, μετατρέποντας το ήπιων τόνων, ως «ξενέρωτο» για πολλούς, συνθεσάιζερ σε ένα άγριο όργανο που έμοιαζε με κιθάρα φλογοβόλο. Ήταν αυτός που πέραν του γεγονότος ότι είχε συνδράμει στη σύνθεση ορισμένων διαχρονικών ύμνων, κατάφερνε με τα πλήκτρα του να χαρίζει στα κομμάτια άλλες φορές ατμόσφαιρα, άλλες φορές να τα γεμίζει απλώς και άλλες να ηγείται, παίρνοντας τα ηνία μια ολόκληρης σύνθεσης. Φυσικά, πολύ σημαντικές ήταν και οι συνεργασίες του με τους PAICE ASHTON LORD και ιδιαίτερα με τους WHITESNAKE, στους οποίους παρέμεινε για επτά χρόνια. Ο Lord, στην μακρόχρονη καριέρα του, ηχογράφησε σόλο δουλειές, σε ξεχωριστά στυλ, ασχολήθηκε με διάφορα προσωπικά του project, δούλεψε πάνω σε αρκετά soundtrack, ενώ έπαιξε και σε άλμπουμ φίλων του, όπως οι: George Harrison, David Gilmour, Cozy Powell και Alvin Lee. Από τις αρχές της νέας χιλιετίας, ηχογραφούσε επίσης, ανεξάρτητα κλασσικά έργα, ασχολήθηκε τη jazz και blues, μέσω των THE HOOCHIE COOCHIE MEN, με τους οποίους κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ και στα λίγα χρόνια που ακολούθησαν, αφοσιώθηκε ως επί το πλείστον με ορχηστρικές συνθέσεις και κονσέρτα. Δυστυχώς όμως, μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο του παγκρέατος για σχεδόν έναν χρόνο, ο Βρετανός, πέθανε από πνευμονική εμβολή στο Λονδίνο, στις 16 Ιουλίου του 2012 και σε ηλικία 71 ετών, σκορπίζοντας τη θλίψη στον μουσικό κόσμο με αμέτρητους καλλιτέχνες να δηλώνουν συντετριμμένοι απ’ την είδηση του θανάτου αυτού του τόσου σπουδαίου και επιδραστικού μουσικού, του μεγάλου Jon Lord.
Χαρά Νέτη & Παναγιώτης “The Unkown Force” Γιώτας















