Το “Overkill” είναι το δεύτερο άλμπουμ των MOTÖRHEAD, που σηματοδοτεί την ανάβασή τους από το αβέβαιο ξεκίνημα τους στην (σχεδόν) καθολική αποδοχή. Συχνά επισκιάζεται από την μεγάλη επιτυχία του “Ace of Spades”, όμως πολλοί fans αναγνωρίζουν το “Overkill” ως την καθοριστική κυκλοφορία του συγκροτήματος. Τα τραγούδια του ώθησαν το συγκρότημα ψηλά στα βρετανικά charts, αψηφώντας όλα τα προγνωστικά μετά από την παραλίγο διάλυσή τους. Το άλμπουμ, απορροφώντας την επιρροή του punk, διαμόρφωσε αρκετά υποείδη του metal στα χρόνια που θα ακολουθούσαν και πλέον αποτελεί την επιτομή της διαρκούς κληρονομιάς και της μουσικής καινοτομίας των MOTÖRHEAD.
1. Οι MOTORHEAD γεννήθηκαν το 1975, από τον Ian Fraser “Lemmy” Kilmister (ή σκέτο “Lemmy” στο μπάσο και τα φωνητικά), πρώην μέλος των space rockers HAWKWIND. Η πρώτη ιδέα για το όνομα της μπάντας ήταν “BASTARDS”, κάτι που τελικά απορρίφθηκε (καθώς δεν θα υπήρχε περίπτωση να τους παίξουν σε ραδιόφωνο ή τηλεόραση και έτσι ο manager τους εκείνη την εποχή το πήρε πάνω του να τους βαφτίσει MOTÖRHEAD) και με τους πρώην PINK FAIRIES Larry Wallis (κιθάρα) και Lucas Fox (ντραμς), ο Lemmy κατάφερε να κλείσει μία συμφωνία με την δισκογραφική εταιρεία United Artists, στην οποία άνηκε και το πρώην συγκρότημα του, για να ηχογραφήσει ένα άλμπουμ στα Rockfield Studios, όπου είχαν ηχογραφηθεί τα “Doremi Fasol Latido” των HAWKWIND, sessions για το “Paranoid” των BLACK SABBATH και τα “Sheer heart attack” και “A night at the opera” των QUEEN. Η United Artists μάλλον περίμενε να ακούσει κάτι στο στυλ των HAWKWIND, όταν όμως οι υπεύθυνοι άκουσαν το τελικό προϊόν, απογοητεύτηκαν τόσο πολύ που έβαλαν το άλμπουμ στην κατάψυξη. Βέβαια, αυτό δεν θα εμπόδιζε την εταιρεία να το κυκλοφορήσει λίγα χρόνια αργότερα, ως “On parole”, σε μία κίνηση που ποτέ δεν εγκρίθηκε από το ίδιο το συγκρότημα, όταν οι MOTORHEAD ήταν στην άνοδο, όντας υπό την στέγη της Bronze Records και αφού είχαν κυκλοφορήσει το ντεμπούτο τους στην ανεξάρτητη Chiswick Records.
2. Μέχρι το ομώνυμο ντεμπούτο τους, ο Lucas Fox είχε αντικατασταθεί από τον Phil “Philthy Animal” Taylor, έναν ιδιαίτερο τύπο και παλιό γνωστό του Lemmy από την εποχή των HAWKWIND, που απλά μία μέρα έσκασε στο στούντιο για να προμηθευτεί κάποια «διεγερτική ουσία» (speed, ένας είδος αμφεταμίνης) και μιας και ήταν ντράμερ και διέθετε και όχημα, φάνηκε σαν μία πολύ ελκυστική επιλογή για τον Lemmy, αφού και ο Fox δεν «τραβούσε» γενικότερα. O Philthy ήταν και αυτός που έφερε στην μπάντα τον “Fast” Eddie Clarke, κιθαρίστα που είχε προϋπηρεσία στην μπάντα του R&B καλλιτέχνη Curtis Knight. Προς τιμήν του το έκανε αφού ο Clarke τον έδιωξε από μία παλιότερη μπάντα που έπαιζαν μαζί. Οι δύο τους γνωρίζονταν τόσο από την εν λόγω μπάντα όσο και από μία δουλειά που έκαναν μαζί… βάφοντας και περνώντας ταπετσαρίες και κουφώματα σε ένα πλωτό σπίτι, δουλειά την οποία ο Clarke δεν παράτησε αμέσως! Ο Lemmy είχε στο μυαλό του δύο κιθαρίστες στο συγκρότημα, όμως ο Wallis δεν ήταν πολύ άνετος με αυτή την συνθήκη γενικότερα και έφυγε. Οπότε, οι MOTORHEAD έγιναν ξανά … τρίο.
3. Αυτή η προσθήκη οριστικοποίησε αυτό που σήμερα αποκαλούμε την «κλασική» σύνθεση των MOTORHEAD και μαζί ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν το παρθενικό τους single (Δεκέμβριος 1976) “Leaving here” (μία διασκευή στο ομώνυμο τραγούδι του συνθέτη της Motown, Eddie Holland) κι έπειτα το δεύτερο τους “Motörhead” τον Ιούνιο του 1977. Σύντομα ακολούθησε το πρώτο άλμπουμ τους, επίσης με τίτλο “Motörhead” (1977) στην Chiswick Records. Σημειώνεται ότι σε εκείνο το σημείο η μπάντα παραλίγο να διαλυθεί, μιας και η United Artists δημιουργούσε κωλύματα στην μπάντα, καθότι αφενός δεν κυκλοφορούσε το άλμπουμ τους αλλά από την άλλη δεν τους αποδέσμευε κιόλας. Μία συμφωνία με την ιστορική ανεξάρτητη punk εταιρεία Stiff Records, η οποία δούλευε με συγκροτήματα όπως οι DAMNED, έπεσε στο κενό για αυτό τον λόγο. Οι τρεις τους έμεναν παρέα στην ζούλα, σε εγκαταλελειμμένους χώρους ή φιλοξενούνταν από διάφορες τύπισσες, χωρίς να έχουν πάψει να επεξεργάζονται σχέδια για εναλλακτικές …. καριέρες!
4. Ενώ οι περισσότερες δισκογραφικές εταιρείες δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με την «χειρότερη μπάντα του κόσμου» όπως τους αποκάλεσε ο δημοσιογράφος Nick Kent του δημοφιλούς μουσικού εντύπου της εποχής, New Musical Express (NME), η μπάντα βρήκε τον τρόπο να ακουστεί, μιας και, παρά την αποτυχία του “Leaving here” να μπει οπουδήποτε στα charts, τόσο το single “Motörhead”, όσο και το ομώνυμο άλμπουμ κατάφεραν να κάνουν αίσθηση στο βρετανικό κοινό, με το ντεμπούτο τους να φτάνει στο νο. 43 των charts.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ετερόκλιτο και αυξανόμενο ακροατήριο που συνέρρεε στις συναυλίες τους – ένα κράμα από μηχανόβιους, παλιούς fans των HAWKWIND, λάτρεις του acid και αρκετούς punks – τράβηξε την προσοχή της εταιρείας διοργάνωσης συναυλιών που άνηκε στην Bronze Records, ιστορικής δισκογραφικής εταιρείας που είχε ιδρυθεί το 1971 από τον μουσικό παραγωγό Gerry Bron και με γνωστούς καλλιτέχνες στο δυναμικό της, προφανώς τους μεγάλους URIAH HEEP αλλά και άλλους όπως τους JUICY LUCY και MANFRED MANN’S EARTH BAND. Σε αυτό συνεισέφερε και ο νέος τους manager Douglas Smith, παλιός συνεργάτης των HAWKWIND.
5. Η εταιρεία που διοργάνωνε τις συναυλίες είχε κλείσει τους MOTORHEAD για μία περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Λίγο πριν κλείσει, ο συνεργαζόμενος promoter είπε πως σκέφτεται να ακυρώσει την περιοδεία, μιας και δεν έχει κάτι στα χέρια του για να προωθήσει, όπως π.χ. ένα επιτυχημένο single. Η Chiswick – που ρεαλιστικά δεν είχε την δύναμη να τους πάει κάπου σημαντικά – τους είχε παρατήσει λόγω χαμηλών πωλήσεων του πρώτου άλμπουμ τους και ο Bron, ερχόμενος ο ίδιος σε επαφή με τον promoter του είπε πως ενδιαφερόταν να κυκλοφορήσει η Bronze ένα single, προκειμένου να διευκολύνει την κατάσταση για όλους. Για να σιγουρευτεί ωστόσο, έστειλε μπροστά τον υπεύθυνο ρεπερτορίου της εταιρείας, Howard Thompson, ο οποίος είχε απορρίψει την μπάντα λίγο καιρό πριν!
Ο Douglas Smith πούλησε τους MOTORHEAD πολύ καλά, ζητώντας από τον Thompson απλά να του κάνει το χατίρι για χάρη της γνωριμίας τους και να έρθει να δει μία τελείως διαφορετική μπάντα από αυτή που είχε απορρίψει παλιότερα (όντως γιατί όταν τους είδε πρώτη φορά έπαιζαν ακόμα οι Fox και Wallis), στο Dingwalls του Camden. Ουσιαστικά, του εξήγησε πως ήταν η τελευταία τους ελπίδα. Αν του άρεσαν, θα κυκλοφορούσαν ένα single μέσω της Bronze και μετά θα το έβλεπαν. Αν όχι, τότε, κατά πάσα πιθανότητα, η μπάντα θα σταματούσε. Με μηδενικές προσδοκίες και εφόσον δεν είχε τίποτα να χάσει, ο Thompson πήγε στο Dingwalls και έκπληκτος βρέθηκε σε ένα sold-out live, με ένα κοινό που φορούσε t-shirt MOTORHEAD και ζώνες με σφαίρες και ένα τρίο επί σκηνής που έσπερνε τον πανικό. Ο Thompson δεν το σκέφτηκε πολύ μετά από εκείνη την βραδιά και έδωσε το “ΟΚ” για το single.
6. Το single ήταν το “Louie, Louie” (με b-side το “Tear ya down”, που άρεσε ιδιαίτερα στον Thompson) και ήταν το πρώτο τους που θα έμπαινε στα επίσημα singles charts, στο νο. 68. Ο Gerry Bron το βρήκε κακό («το χειρότερο δισκάκι που είχα ακούσει», όπως θα δήλωνε αργότερα) αλλά η μικρή του επιτυχία τον έπεισε να πάει να τους δει live στο Hammersmith Odeon του Λονδίνου, στο πλαίσιο της περιοδείας “White line fever/Louie Louie tour”, που συνολικά έδωσαν 18 συναυλίες σε διάρκεια περίπου δύο μηνών. O Bron έμεινε άναυδος με τον τρόπο που οι ακροατές ανταποκρίνονταν στην μπάντα. Έτσι, αποφάσισε να τους υπογράψει άμεσα για κανονικό άλμπουμ.
Οι MOTORHEAD εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή του BBC, “Top of the pops”, περίπου στα μέσα της περιοδείας, ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο τη δημοτικότητα τους. Το ότι κατάφεραν να βγουν στο “Top of the pops” δεν ήταν θαύμα. Η εκπομπή είχε ως κανόνα να εμφανίζει καλλιτέχνες που ήταν στο top-30, αλλά ο Roger Bolton, γενικός promoter της Bronze, δούλευε και στο BBC, οπότε έκανε την διαδικασία λίγο πιο ευέλικτη για το συγκρότημα. Τα, δε, τραγούδια που θα ηχογραφούνταν από το BBC για ένα άλλο σόου του John Peele εκείνο τον Σεπτέμβριο θα κυκλοφορούσαν στο άλμπουμ του 2005 “BBC Live & In-Session”. Κάπου εκεί, έχοντας αναπτύξει μία καλή σχέση με τους DAMNED (οι οποίοι, κατά τον Lemmy ήταν το πραγματικό punk και όχι οι SEX PISTOLS), πήραν μέρος στις ηχογραφήσεις ενός single τους και συγκεκριμένα στην διασκευή του “Ballroom blitz” που κατέληξε b-side στο “I just can’t be happy today”.
7. Με το “Motörhead”, το συγκρότημα είχε ανοίξει διάπλατα τις πόρτες με ένα νέο είδους θορυβώδους rock n’ roll, με αρκετά blues στοιχεία, που απευθυνόταν σε μηχανόβιους και περιθωριακούς τύπους. Ολόκληρο το 1978 δούλεψαν στο να διασφαλίσουν ένα σοβαρό δισκογραφικό συμβόλαιο και να κυκλοφορήσουν singles, προκειμένου να φτάσουν σε ένα ευρύτερο κοινό. Μάλιστα, η πρώην εταιρεία τους Chiswick Records προσπάθησε να επωφεληθεί των περιστάσεων, επανακυκλοφορώντας το “Motörhead” σε λευκό βινύλιο, μέσω της EMI αυτή την φορά. Τώρα ήταν η ώρα που έπρεπε να δώσουν τα κατάλληλα δείγματα γραφής, προκειμένου να δικαιολογήσουν την εμπιστοσύνη του κοινού τους και της νέας τους εταιρείας. Και κάπως έτσι μπήκαν στο στούντιο, στα τέλη του 1978, που θα ήταν, μάλιστα, η πρώτη φορά που το συγκρότημα είχε την ευκαιρία να ηχογραφήσει σωστά ένα δίσκο στο στούντιο.
«Ρεαλιστικά, το πρώτο μας άλμπουμ δεν ήταν παρά μια ζωντανή ηχογράφηση. Αντιπροσώπευε αυτό που κάναμε στη σκηνή εκείνη την εποχή. όμως τώρα μπορούσαμε πραγματικά να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μετά από όλο αυτό», δήλωσε ο Lemmy σε σχετική ερώτηση εκείνες τις μέρες. Όντως, το πρώτο άλμπουμ τους ηχογραφήθηκε μέσα σε τρεις μόλις μέρες. Αυτή την φορά θα είχαν έξι ολόκληρες εβδομάδες στην διάθεση τους, με την συνδρομή του παραγωγού Jimmy Miller, γνωστού από την συνεργασία του με τους ROLLING STONES στο παρελθόν. Αυτός, άλλωστε, αυτός ήταν ο λόγος που τον επέλεξαν μεταξύ τεσσάρων υποψήφιων παραγωγών από μία λίστα που τους δόθηκε. Για να καταλάβετε για τι βαρύ βιογραφικό μιλάμε, μερικές από τις δουλειές στις οποίες έκανε παραγωγή είναι τα τρία πρώτα άλμπουμ των TRAFFIC, τα δύο πρώτα των SPOOKY TOOTH, το ομώνυμο των BLIND FAITH και φυσικά τα μεγάλα άλμπουμ των ROLLING STONES από το 1968 έως το 1973 (“Beggars banquet”, “Let it bleed”, “Sticky fingers”, “Exile on Main St.” και “Goats head soup”).
O Miller, θεωρητικά, βρισκόταν σε φάση αποτοξίνωσης από την ηρωίνη, αλλά ο Lemmy πίστευε ότι ξανακύλησε κατά τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ, αφού ένα βράδυ τον περίμεναν πέντε ώρες να έρθει στο στούντιο και όταν ήρθε τους αράδιασε μία απίστευτη ιστορία, μόνο που ο Lemmy τον είχε δει από το παράθυρο να κυλιέται στο λασπωμένο χιόνι για λίγα λεπτά πριν μπει στο στούντιο προκειμένου να κάνει πιο πειστική την δικαιολογία του! Εκείνη την περίοδο πάντως, με εξαίρεση μερικά τέτοια περίεργα ενσταντανέ, ο Miller, ήταν συγκεντρωμένος στο στούντιο και με μπόλικη θετική ενέργεια. Καθοδήγησε αποτελεσματικά την μπάντα στα σχετικά άγνωστα για αυτούς νερά της στουντιακής ηχογράφησης και κόλλησε τόσο καλά μαζί τους, που τον έχρισαν άτυπα ως το τέταρτο μέλος τους για όσο δούλεψαν μαζί.
8. O χρόνος των MOTÖRHEAD, για τους σκοπούς ηχογράφησης αυτού του δεύτερου εξαιρετικά σημαντικού άλμπουμ μοιράστηκε ανάμεσα στα Roundhouse Studios (όπου έγινε και το μεγαλύτερο μέρος της ηχογράφησης) και το Sound Development. Το πρώτο ήταν ένας χώρος που είχε δημιουργήσει λίγα χρόνια πριν ο Gerry Bron και πήραν το όνομα τους από την γνωστή λονδρέζικη μουσική σκηνή (“The Roundhouse”) που βρισκόταν ακριβώς δίπλα. Tα Roundhouse Studios είχαν χρησιμοποιηθεί από τους QUEEN κατά τις ηχογραφήσεις του “A night at the opera”, και από την Bonnie Tyler στο ντεμπούτο της “The world starts tonight”, ενώ στα ίδια στούντιο οι URIAH HEEP είχαν ηχογραφήσει τα άλμπουμ τους “High and mighty”, “Firefly”, Innocent victim” και “Fallen angel”. O Lemmy, που βρισκόταν σε μία σταθερή δίαιτα από speed (αμφεταμίνες), Jack Daniels με Coca-Cola και noodles, είχε επηρεαστεί αρκετά από το punk για να ανεβάσει ταχύτητες, αλλά η βάση του παρέμενε το κλασικό rock n’ roll (π.χ. Buddy Holly, Carl Perkins και Eddie Cochcran) και η αγάπη του για τους BEATLES και τους MC5.
9. Πλέον η μπάντα ήταν έτοιμη να αδράξει την ευκαιρία, αφού είχε διαμορφώσει πάνω-κάτω τον ήχο της. Δέκα τραγούδια κατέληξαν στο νέο άλμπουμ, με συνολική διάρκεια λίγο παραπάνω από ένα μισάωρο (34μιση λεπτά για την ακρίβεια). Από τα πρώτα δευτερόλεπτα ήταν σαφές τι θα επακολουθούσε. Το ανελέητο σφυροκόπημα του Taylor στα ντραμς ξεκίνησε μία νέα εποχή για όλο τον σκληρό ήχο. Πρώτα οι διπλομποτιές του Philthy, μετά οι μανούβρες του Lemmy στο μπάσο (προσπαθούσε να μιμηθεί ένα «βομβαρδιστικό που προσγειώνεται») και τα συνοδευτικά ακόρντα του Clarke στην συνέχεια ξεκινούν το speed metal (ή, τουλάχιστον, το πρώτο τραγούδι που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αμιγώς έτσι), με τίτλο “Overkill”. Το τραγούδι, ξεκίνησε ως ένας πειραματισμός του Taylor στα ντραμς του, έχοντας αποκτήσει μία δεύτερη κάσα (ή μπότα: bass drum) την οποία ήθελε διακαώς από τότε που είδε τον Ginger Baker των CREAM να παίζει με δύο τέτοια τύμπανα. Αρχικά το είχε δικαιολογήσει ως ρεζέρβα στην ήδη υπάρχουσα αλλά σύντομα την ενσωμάτωσε στο drum set του.
Ένα πρωί, λοιπόν, ο Lemmy με τον Eddie μπαίνουν στο στούντιο ακούγοντας τον Phil να παίζει μανιωδώς και έκπληκτοι του λένε να μην σταματήσει αλλά να συνεχίσει να παίζει σταθερά, μέχρι να μπουν κι αυτοί. Στο επόμενο δίμηνο, και μετά από αρκετές πρόβες, το ολοκλήρωσαν και κυκλοφόρησε ως single την 16η Φεβρουαρίου 1979 (άλλοι αναφέρουν την 23 Φεβρουαρίου ή την 10η Μαρτίου), με b-side το “Too late, too late” (που θα έμπαινε κανονικά στο επόμενο άλμπουμ τους), και έφτασε μέχρι το νο. 39 των βρετανικών charts. Μία μέρα πριν την κυκλοφορία του single, οι Motörhead, το έπαιξαν στο “Top of the pops” στην δεύτερη τους εμφάνιση εκεί. Το “Overkill” θα έκλεινε τις συναυλίες τους στο μέλλον και θα ήταν και το τελευταίο τραγούδι που θα τραγουδούσε επί σκηνής ο Lemmy, την 11η Δεκεμβρίου 2015.
10. Το τραγούδι θα το διασκεύαζαν οι METALLICA, ως μέρος ενός δώρου-φόρου τιμής στον Lemmy για τα 50στα του γενέθλια, μαζί με άλλα τρία (“Damage case”, “Too Late Too Late” και “Stone Dead Forever”) στο single “Hero of the day” (1996), κυκλοφορώντας τα παράλληλα και στο άλμπουμ διασκευών του 1998, “Garage, Inc.”. Το “Overkill” διασκευάστηκε και από τους GRAVE DIGGER το 2008 (στο EP “Pray”), ενώ μία προφανής επιρροή είναι στο αμερικάνικο thrash συγκρότημα των OVERKILL, που σαφώς πήραν το όνομα τους από το τραγούδι.
11. Το δεύτερο single του άλμπουμ, “No class” (με b-side το “Like a nightmare” που επανεμφανίστηκε στην φοβερή συλλογή τους “No remorse”, το 1984) κυκλοφόρησε την 15η Ιουνίου 1979 και έφτασε μέχρι το νο. 61 των singles charts. To single κυκλοφόρησε με τρία διαφορετικά εξώφυλλα και με φωτογραφίες του Lemmy με μία κοπέλα στο πλευρό του, τoυ Clarke και του Taylor. Χαρακτηριστική είναι η ομοιότητα του riff του με το “Tush” των ZZ TOP, από το άλμπουμ τους “Tres hombres” (1973), διόλου τυχαίο το δάνειο από τους μεγάλους Τεξανούς παιχταράδες, μιας και ανάμεσα στα ακούσματα του “Fast” Eddie Clarke τότε ήταν αυτοί, οι πρώιμοι AC/DC, οι DAMNED και οι SEX PISTOLS. Ο Philthy άκουγε THIN LIZZY, ενώ ο Lemmy, που επίσης αγαπούσε τους ZZ TOP, ήταν και πιο κλασικός, με blues ακούσματα και τους … ISLEY BROTHERS! Στο live άλμπουμ του 1999 “Everything Louder than Everyone Else”, o Lemmy προλογίζει το τραγούδι αφιερώνοντας το στην παλιά του φίλη Wendy O. Williams, τραγουδίστρια των PLASMATICS (που είχαν διασκευάσει το “Damage case” το 1982), η οποία είχε αυτοκτονήσει μόλις ένα μήνα πριν.
12. Από τα υπόλοιπα τραγούδια κάποια ήταν ήδη έτοιμα, καθώς τα έπαιζαν ήδη ζωντανά στις συναυλίες τους, όπως τα “(I won’t) Pay your price”, το “Tear ya down” (b-side του “Louie, Louie”) και το “Damage case”, το οποίο χρόνια αργότερα θα έκαναν επίσης διασκευή οι METALLICA. Η τετράδα τραγουδιών που διασκεύασαν οι METALLICA, και που εμφανίστηκε πρώτα στο single του “Hero of the day” και έπειτα στο “Garage, Inc.”, είναι γνωστή ως “MotörheadACHE”. Το “Damage case” ήταν και το μόνο τραγούδι στο οποίο συμμετείχε κάποιος έξω από την τριάδα των Kilmister-Clarke-Taylor, o Mick Farren, παλιός φίλος του Lemmy, τραγουδιστής στο proto-punk συγκρότημα των DEVIANTS και δημοσιογράφος.
13. Άλλα γράφτηκαν επί τόπου στο στούντιο. Όπως το μαγευτικό “Capricorn” (ο Lemmy είναι Αιγόκερως, καθότι γεννημένος την Παραμονή Χριστουγέννων του 1945) που γράφτηκε κυριολεκτικά μέσα σε μία νύχτα. Εκείνο το βράδυ, το σόλο του Clarke στην κιθάρα προέκυψε πάνω στο … κούρδισμα, όπου έτρεχε η ταινία αλλά o ίδιος δεν το είχε αντιληφθεί και έπαιζε τα δικά του. Ο παραγωγός Jimmy Miller έβαλε ένα εφέ echo πάνω στην ηχογράφηση και όταν ο “Fast” Eddie του ανακοίνωσε πως ήταν έτοιμος να παίξει το σόλο του, ο Miller του είπε ευχαριστούμε όλα καλώς!
14. Εξίσου γρήγορα βγήκε και το “Metropolis”, το οποίο, χρόνια αργότερα, ο Lemmy, όταν οι MOTORHEAD έπαιξαν στην Αθήνα την 12η Μαρτίου 1988 στο κλειστό του Σπόρτινγκ, το τραγούδησε ως “Acropolis” (ως δωράκι στο ελληνικό κοινό). Ένα βράδυ, ο Lemmy παρακολούθησε την ομώνυμη, κλασική ταινία επιστημονικής φαντασίας και όταν επέστρεψε σπίτι έγραψε τους στίχους μέσα σε λίγα λεπτά. Όχι ότι σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο, απλά τα κατέγραψε αυθόρμητα. Το “Metropolis” γράφτηκε στο πόδι επειδή το συγκρότημα χρειαζόταν ένα ακόμα τραγούδι για να κλείσουν το άλμπουμ, κοινώς προοριζόταν για “filler”!
15. Τα υπόλοιπα τραγούδια του νέου άλμπουμ ήταν το δημοφιλές στα live τους “Stay clean”, το “I’ll be your sister” – που έγραψε έχοντας στο μυαλό την μεγάλη «καψούρα» του, Tina Turner – και το “Limb to limb” που κλείνει το άλμπουμ. Η τελική απόφαση για τον τίτλο του άλμπουμ πάρθηκε από τον ίδιο τον Gerry Bron, ο οποίος είδε κάτι πολύ δυνατό και αντιπροσωπευτικό για την μπάντα σε αυτή την λέξη και του έμεινε. Άλλοι υποψήφιοι τίτλοι ήταν το “Over the top” και “Motörhead: The Golden Years”.
16. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του “Overkill” είναι το εντυπωσιακό του εξώφυλλο, δημιουργία του Αμερικάνου γραφίστα Joe Petagno. Ο Petagno, που είχε δημιουργήσει αυτή την «μασκότ» για την μπάντα (από τις πρώτες του είδους, αν όχι η πρώτη) από το ντεμπούτο τους το 1977, επέλεξε να κάνει μία εκρηγνυόμενη κεφαλή του “Snaggletooth” (όπως ονομάζεται αυτή η μασκότ), την οποία όμως δεν έχει και πολύ σε εκτίμηση. Σύμφωνα με τον ίδιο, είχε περίπου μιάμιση εβδομάδα στην διάθεση του, χρονοδιάγραμμα που ήταν πολύ περιοριστικό για αυτόν, αφού ήθελε να δουλέψει με περισσότερες λεπτομέρειες. Ο Snaggletooth (ή “War Pig”, όπως αναφέρεται αλλού), που βρισκόταν στα εξώφυλλα των MOTORHEAD μέχρι και το 2007, ήταν ένα πλάσμα που συνδύαζε τα κρανία ενός γορίλλα, ενός σκύλου και ενός λύκου, με χαυλιόδοντες αγριόχοιρου, στο οποίο ο Lemmy πρόσθεσε το μεταλλικό κράνος, τα καρφιά και τις αλυσίδες.
17. Όταν κυκλοφόρησε πριν 45 χρόνια, τον Μάρτιο του 1979, το “Overkill” έγινε μία αναπάντεχη επιτυχία, φτάνοντας στο νο. 24 των charts στο Ηνωμένο Βασίλειο, με αποτέλεσμα το άλμπουμ να γίνει ασημένιο, πουλώντας πάνω από 60.000 αντίτυπα. Ένας υποδειγματικός, στα πάντα του, heavy metal δίσκος, που ξαναέγραψε τους κανόνες αναφορικά με την δύναμη, την ένταση και την ταχύτητα στο είδος, προετοιμάζοντας το έδαφος και για το New Wave of British Heavy Metal που θα αναδυόταν λίγους μήνες αργότερα. Τρεις εβδομάδες μετά την αρχική κυκλοφορία του “Overkill”, η Bronze κυκλοφόρησε ξανά το άλμπουμ σε μία νέα έκδοση πράσινων βινυλίων, κίνηση που ώθησε αρκετούς να αγοράσουν ξανά το άλμπουμ. Εκτός Ηνωμένου Βασίλειου, πάντως, ο κόσμος έμενε σχετικά ασυγκίνητος. Εκτός από κάτι πιτσιρικάδες στις Βόρεια Αμερική και στην ηπειρωτική Ευρώπη που μία πενταετία αργότερα θα ξεκινούσαν την δική τους μουσική σκηνή και θα έπαιζαν speed και thrash metal.
18. Ακολούθησε βρετανική περιοδεία που ξεκίνησε την 23η Μαρτίου και στην οποία οι MOTORHEAD συνάντησαν για πρώτη φορά το γυναικείο συγκρότημα των GIRLSCHOOL (τις «θηλυκές MOTÖRHEAD», όπως τις αποκαλούσαν έκτοτε), τις οποίες πήραν μαζί τους στην περιοδεία, έπειτα από την σύμφωνη γνώμη του Lemmy, ο οποίος τις είδε live και έπαθε πλάκα, όχι μόνο λόγω των εξαιρετικών μουσικών τους δυνατοτήτων αλλά και λόγω του τσαμπουκά τους. Μάλιστα, εκείνη την εποχή αναπτύχθηκαν και ερωτικές σχέσεις μεταξύ τους (όχι που δεν θα το έκαναν!), με τον Lemmy να τα φτιάχνει με την κιθαρίστρια Kelly Johnson και ο Clarke με την τραγουδίστρια Kim McAuliffe.
19. Τον Ιούνιο του 1979, οι MOTORHEAD θα εμφανίζονταν στο ετήσιο φεστιβάλ Punkahaarju (που σημαίνει «ο ήλιος του μεσονυχτίου»), όπου σχεδόν τα πάντα πήγαν ανάποδα. Το κοινό ήταν δύστροπο, ο ήχος κακός, είχε χάλια καιρό και ο Philthy την έπεφτε σε διάφορες συνοδευόμενες κοπέλες φορώντας έναν…κουβά στο κεφάλι του και, αναπόφευκτα, μπλέκοντας σε φασαρίες. Ήδη κάποιοι πρόλαβαν να κάνουν τις πρώτες σκανδαλιές, κολλώντας διάφορα έπιπλα στο ταβάνι ενώ ο Taylor κατάφερε να καρφώσει μία βάρκα πάνω σε ένα δέντρο, από την λίμνη πάνω από την οποία έμεναν. Σε κάποια φάση, την επόμενη μέρα, ο δημοσιογράφος Kris Needs που είχε ταξιδέψει εκεί για να καλύψει την εμφάνιση του συγκροτήματος, εμβόλισε το τροχόσπιτο της μπάντας (το άτυπο καμαρίνι τους) με ένα μικρό δέντρο, οδηγώντας όλους στην πολύ λογική απόφαση να … σύρουν το τροχόσπιτο στην παρακείμενη λίμνη για να το βυθίσουν εκεί βάζοντας του φωτιά! Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι τελετές συνεχίστηκαν στο ξενοδοχείο έξι η ώρα το πρωί, όπου φύτεψαν ευλαβικά όλα τα έπιπλα από τα δωμάτια τους έξω στο γρασίδι!
Αφού τα έσπασαν και στο λεωφορείο προς το αεροδρόμιο, τους πήρε στο κατόπι ο οδηγός στο check-in αφού είχαν … ξεχάσει τον χαρτοφύλακα με την αμοιβή τους από το φεστιβάλ, λίγο πριν τους συλλάβουν για λίγες μέρες, πριν πληρώσουν για τις ζημιές που έκαναν στο φεστιβάλ και αράξουν για λίγες μέρες στα φινλανδικά κρατητήρια! Στην πατρίδα τους, δύο μήνες αργότερα, οι MOTÖRHEAD, θα έπαιζαν στην πρώτη μέρα του διάσημου μουσικού φεστιβάλ του Reading, ως special guests, τρίτοι κάτω από τους headliners POLICE και κάποιους TOURISTS, δύο μέλη των οποίων ήταν η τραγουδίστρια Annie Lenox και ο κιθαρίστας Dave Stewart, που μελλοντικά θα γίνονταν γνωστοί ως EURYTHMICS.
Κώστας Τσιρανίδης