Με το φετινό Hellfest να ξεκινάει στις 10.30 το πρωί συμπεριλαμβάνοντας 6 (ναι, έξι!) σκηνές με συγκροτήματα από όλο το φάσμα του ακραίου ήχου, ξέραμε από την αρχή πως θα υπάρχει πρόβλημα. Το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση είναι το μέγεθος αυτού που συμβαίνει, το μέγεθος του χώρου, το πλήθος των πραγμάτων και των ανθρώπων. Ο χώρος έχει αίσθηση πολυγωνική. Μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο στα δεξιά υπάρχει η σχετικά μικρή Valley me το κατ’ εξοχήν post/ stoner/ doom line up. Σχεδόν απέναντί της και δεξιά, κάτω από μία εντυπωσιακά μεγάλη τέντα βρίσκονται οι Temple και Altar, σε γωνία 90 μοιρών η μία από την άλλη, με death, black και grind συγκροτήματα να εναλλάσσονται ασταμάτητα. Ένα γύρισμα του κεφαλιού αρκεί για να αλλάξεις σκηνή. 5 λεπτά περπάτημα σε ανοιχτό χώρο με stands για φαγητά και ποτά, διακρίνονται στο βάθος οι εντυπωσιακές Main Stages 01 και 02, ενώ κρυμμένη στο βάθος αριστερά, πίσω από μία συστάδα δέντρων (και ουρητηρίων) βρίσκεται η Warzone, η ονείρωξη κάθε punk/crust/ hardore οπαδού. Κάθε σκηνή θα μπορούσε άνετα να είναι ένα ξεχωριστό φεστιβάλ. Από τη μία άκρη στην άλλη (από τη Valley στη Warzone, χοντρικά) είναι κάπου 5 λεπτά περπάτημα σε στεγνό έδαφος (!). Με τρία συγκροτήματα να παίζουν ταυτόχρονα ανά πάσα στιγμή, ξέρεις ότι κάτι θα χάσεις: μέρος από τα συγκροτήματα, το ηθικό σου, τα πόδια σου ή και όλα μαζί.
Ακολουθούν δύο αναφορές, δύο συντάκτες, με όσο τον δυνατόν λιγότερη επικάλυψη. Ο στόχος είναι να καλυφθούν όσο το δυνατόν περισσότερα συγκροτήματα και να μεταδοθεί όσο το δυνατόν καλύτερα η εμπειρία του να είσαι μέρος ενός φεστιβάλ τέτοιας κλίμακας. Enjoy the ride!
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012
Να λοιπόν που είναι μόλις 12.30, έχουμε να διανύσουμε ένα αδιευκρίνιστο κομμάτι χωροχρόνου για να φτάσουμε στο χώρο του φεστιβάλ από το αμπέλι στο οποίο μας έχουν παρκάρει, και έχουμε ήδη χάσει DOOMRIDERS και EXTINCTION OF MANKIND. Μπαίνοντας στο χώρο της συναυλίας ο άνεμος φέρνει τις τελευταίες νότες BENEDICTION, από το βάθος. Όση ώρα παίζουν οι LIZZY BORDEN στη Main Stage 02 προσπαθούμε να προσανατολιστούμε.
Πρώτη ολοκληρωμένη γεύση έχουμε από τους ENDSTILLE στην Temple. Το ίδιο το επιθετικό, “κιθαριστικό” black των Γερμανών είναι ό,τι πρέπει για live. Βγάζουν έναν γερό, ογκώδη ήχο, με τα leads να κόβουν ξεκάθαρα και να βγαίνουν αρκετά μπροστά, τα drums να σκάνε ασταμάτητα, ξερά αλλά φοβερά δυνατά και επιθετικά και τον Zingultus να ακούγεται πεντακάθαρα, αιματοβαμμένος και επικοινωνιακός (κιθάρες μπροστά, ξερά και πολύ δυνατά drums, αυτός θα είναι ο ήχος της Temple -η κατ’ εξοχήν black σκηνή- για όλο το τριήμερο). Με το που τελειώνουν, μία στροφή 90 μοιρών αρκεί για να αντικρύσουμε την Altar και τους Γάλλους GOROD. Αν και προσθήκη τελευταίας στιγμής (πρακτικά αντικαθιστούν τους ORIGIN), παίζουν εντός έδρας και είναι απρόσμενα καταιγιστικοί. Ξεκινούν με “Birds of sulphur”, ανησυχώ ακαριαία για τον ήχο γιατί δεν ακούω κιθάρες, μέχρι να τελειώσει το κομμάτι όμως έχουν βρει πλήρως τη φόρμα και το ρυθμό τους. Δίνουν μία από τις πιο στρωτές, άρτιες και ισορροπημένες ακραίες εμφανίσεις του φεστιβάλ με τον κόσμο να είναι σε τρελά κέφια, δυστυχώς όμως φεύγουμε στη μέση για να πάμε στη Valley.
Έχει αρχίσει να βρέχει, το Γαλλικό πορώδες χώμα έχει ήδη αρχίσει να μετατρέπεται σε βάλτο, βρίσκουμε καταφύγιο στριμωγμένα για να ακούσουμε το τέλος του set των ΤΗΕ ATOMIC BITCHWAX. Προσωπικό απωθημένο χρόνων, ακριβώς το τριπαριστό stoner που περίμενα, δάκρυα συγκίνησης που πρόλαβα να ακούσω “Gettin’ old” και “Hope you die”. Χαιρέτισαν με το “Pigs” και με μία γεύση ταξιδιού στο στόμα έτρεξα να βρω καταφύγιο στους DARKSPACE, συγκρότημα με φανατικούς φίλους τα τελευταία χρόνια. Ομολογώ πως ήμουν εξαιρετικά επιφυλακτική ως προς το πώς θα καταφέρουν να μεταδώσουν το space/black χαρακτήρα τους live. Πάνω από την Temple δέσποζε ένας τεράστιος ανάποδος σταυρός από φώτα. Υποβλητικοί και φουτουριστικοί σαν παρουσίες, ξεκίνησαν εξαιρετικά δυναμικά μεν, με συγκεχυμένο όμως ήχο. Η εξωγήινη ψυχεδέλειά τους δεν με κρατάει, αν και διακρίνω κόσμο γύρω μου να πέφτει σιγά-σιγά σε έκσταση, οπότε ξεκινάω το μακρύ ταξίδι για τη Warzone, η οποία είναι ήδη σχεδόν αδιάβατη από τη λάσπη, και τους DISCHARGE. Αρχετυπικό crust punk, χωρίς περιττά λόγια. Ταχείς και τραχείς και κοφτοί και δυνατοί, αλλά με λίγο μικρότερο σετ από το αναμενόμενο πράγμα που σημαίνει ότι με το ζόρι προλαβαίνουμε τρία κομμάτια προσπαθώντας να ισορροπήσουμε στη λάσπη.
Όχι ότι έχει σημασία, γιατί ακολουθεί ένας από τους λόγους για τους οποίους ήρθα εξ αρχής στο φεστιβάλ. Πίσω στην Altar, με κομμένη την ανάσα, περιμένουμε τους BRUJERIA. Επιτέλους μπροστά μας αυτό το ασαφές συγκρότημα-θρύλος, με Embury, Walker και Erlandsson στο line up, ξεκινούν ένα δυνατό, ασταμάτητο κοφτό grindcore παρουσιάζοντας ένα κατ’ ουσίαν best off set list. Αν και σε σημεία χάνονται τα leads, το βάρος πέφτει έτσι κι αλλιώς στο ασυγκράτητο, ογκώδες rhythm section. Η φωνή του Juan Brujo ξεσκίζει, είναι υπερκινητικός και μιλάει ασταμάτητα ισπανικά (ως επί το πλείστον ανάμεσα στα κομμάτια). Ξεκινούν με “Pito Wilson”, ο κόσμος από κάτω να ωρύεται στίχους και να επιδίδεται σε απίστευτο moshing, χαλαρά μία από τις καλύτερες παρουσίες του φεστιβάλ για μένα. Στην αρχή παραξενεύτηκα από τον κοφτό χαρακτήρα του ήχου τους, αλλά αυτό τους προσέδιδε μία τραχύτητα που τελικά δούλεψε καλά. “Cruza le frontera”, “Vaya sin miedo”, “Brujerismo”, “Hechando Chingazos”, “Matando Guerros”, “Consejos Narcos”, κλείσιμο με “Marijuana” – παρωδία “Macarena” και τη σκυτάλη παίρνουν οι TAAKE στη διπλανή σκηνή. Αν και η Μεξικανο-Αμερικάνικη (?) συμμαχία με έχει κάπως διαλύσει, ξέρω ότι οι Νορβηγοί TAAKE θα σταθούν στο ίδιο σταθερά καλό επίπεδο. Εντυπωσιακή η διαφορά του ζεστού, ογκώδους black metal τους με τα μελωδικά leads σε σχέση με το πρωτόγονο, ακατέργαστο, τραχύ grindcore των BRUJERIA. Εξαιρετική απόδοση, με πολύ καλή ισορροπία ανάμεσα στην ατμοσφαιρικότητα και την επιθετικότητα που έτσι κι αλλιώς χειρίζονται και μεταλλάσουν από άλμπουμ σε άλμπουμ.
Ακολουθούν οι TURBONEGRO, οι οποίοι παίζουν ταυτόχρονα με NASUM, πράγμα που προκαλεί πολλά ηθικά διλήμματα στην υπογράφουσα, διλήμματα τα οποία ξεπερνώνται με τις πρώτες νότες του “All my friends are dead”. O Tony Sylvester στα φωνητικά ως αντικαταστάτης του Hank καταφέρνει να κάνει κάτι αξιοθαύμαστο: να μην θυμίζει τον προκάτοχό του. Εκπέμπει ένα ολοδικό του επιθετικό, βρωμερό, χιουμοριστικό rock’n’roll attitude (αντί της χαρακτηριστικής θεατρικότητας του Hank) και με χαρά ανακαλύπτω πως εδώ δεν λείπει τίποτα.
Προσκύνημα σε ό,τι προλαβαίνω από NASUM και με ανυπομονησία τρέχουμε στη Warzone για INTEGRITY. Είχα νωπή την ανάμνησή τους από το Κύτταρο, αλλά με το Black Heksen Rise να έχει εγγραφεί ακόμη βαθύτερα στο dna μου ήθελα να τους ξαναδώ. Και προς μεγάλη μου έκπληξη ανακαλύπτω ένα συγκρότημα διαφορετικό: πιο έντονο, πιο μεστό, με πιο καθαρό ήχο, με πιο έντονες και διακριτές διακυμάνσεις ανάμεσα στο punk και το crust και το metal και το hardcore. Με πιο στρωτές κιθάρες. Με πιο συναισθηματικό παίξιμο. Με πιο δεμένο, δυνατό παίξιμο κι ένα σετ λιστ όχι τόσο διαφορετικό απ’ ότι θυμόμουν, γυρνώντας πίσω σε κλασικά INTEGRITY κομμάτια. Με λίγα λόγια, έσβησαν όμορφα στο κεφάλι μου περίπου ό,τι άλλο επρόκειτο να ακολουθήσει, αλλά με βαριά καρδιά και τη μύτη ψηλά, ανηφόρισα προς την Altar για SATYRICON. Ανεξαρτήτως του τι ιδέα έχει κανείς για το black’n’roll που παίζουν αυτή τη στιγμή, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι επαγγελματίες superstars που ξέρουν τι κάνουν και πώς. Ούτε ότι έχουν υπάρξει βασικοί παίκτες στην black metal ιστορία. Έχασα λοιπόν οποιαδήποτε μαγκιά είχα όταν συνειδητοποίησα ότι αυτό που έρχεται από μακριά είναι το “Hvite Krists Dod”. Με το υπόλοιπο setlist να προέρχεται κυρίως από την 00s περίοδό τους, απέδωσαν τα κομμάτια με έναν ήχο ογκώδη και βαρύ σαν οδοστρωτήρα. Ακρίβώς το είδος του σετ και της απόδοσης που θα περίμενε κανείς από ένα συγκρότημα επαγγελματιών, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τον κάθε οπαδό ξεχωριστά και τη σχέση του με τους SATYRICON. Εκτίμησα την άνετη επικοινωνιακή διάθεση του Satyr, ο οποίος συνομιλούσε αβίαστα με το κοινό ανάμεσα στα κομμάτια. Έκλεισαν παραδοσιακά με ένα επιθετικά παγωμένο “Mother North”, κι εγώ μάζεψα τα εναπομείναντα κομμάτια μου για να δω τι άλλο επιφυλάσσει η βραδιά.
Μαριλένα Σμυρνιώτη
Με το που μπαίνουμε στον χώρο του festival, κατευθυνόμαστε κατευθείαν προς την The Valley stage μπας και προλάβουμε τουλάχιστον ένα τραγούδι από το set των DOOMRIDERS και στη κυριολεξία καταφέραμε να ακούσουμε το τραγούδι που έκλεισαν την εμφάνισή τους. Κρίμα… Μεταφερόμαστε στην διπλανή σκηνή The Temple, η οποία κατά κύριο λόγο είχε μπάντες που προέρχονταν από τον ευρύτερο black metal χώρο και εκεί παρακολουθούμε τους Ισλανδούς SOLSTAFIR, οι οποίοι πέρυσι κυκλοφόρησαν το αρκετά ενδιαφέρον διπλό άλμπουμ “Svartir Sandar”. Ο ψυχεδελικός post-black metal ήχος τους και οι σκόρπιες epic/Viking αναφορές τους είναι κάποια από τα βασικά τους στοιχεία και σε live περιβάλλον δείχνουν ικανοί να αποδώσουν τo ίδιο πειστικά τραγούδια όπως τα “Fjara” “Ljós í Stormi” και “Þín Orð”. Την ίδια ώρα οι LIZZY BORDEN παίζουν στην Main Stage 02 και προλαβαίνουμε τα “Me against the world” και “American metal”, με τον Lizzy Borden αγκαλιά με την αμερικάνικη σημαία και τις πρώτες σειρές αιματοβαμμένες.
Οι street-punk rockers από τη Βοστόνη, STREET DOGS, με τον τραγουδιστή του “Do or die” των DROPKICK MURPHYS, Mike McColgan στο μικρόφωνο ήταν ευχάριστοι με τα χαρακτηριστικά sing-alongs και τις κέλτικες αναφορές τους ενώ για τη συνέχεια οι southern hard rockers MOLLY HATCHET σε διαφορετικό ύφος αλλά με την ίδια διάθεση μπήκαν με βουτιά στο παρελθόν και με το “Whiskey man” από το “Flirtin’ with disaster” του 1979 και το “Bounty hunter” από το ομώνυμο ντεμπούτο τους να ακολουθεί αλλά εμείς μεταφερόμαστε στην The Warzone stage για να δούμε μία από τις καλύτερες σουηδικές crust μπάντες, τους VICTIMS. Αρκετή ενέργεια, d-beat ρυθμοί και τον Nate Newton (CONVERGE, DOOMRIDERS, OLD MAN GLOOM) να τους παρακολουθεί από τα πλαϊνά της σκηνής και να κάνει backing vocals στο “We’re fucked”. Στη Main Stage 02 οι THE BRONX από το Los Angeles, γνωστοί για τις δυναμικές συναυλίες επιβεβαίωσαν κι εδώ τη φήμη τους. O συνδυασμός του εκρηκτικού hard rock meets punk/hardcore ύφους τους και του frontman Matt Caughthran που tα τελευταία τραγούδια “Heart attack American” και “History’s stranglers” τα τραγούδησε μέσα στο κοινό, δεν μπορούσαν παρά να ξεσηκώσει όλους όσους τους παρακολουθούσαν. Ο μοναδικός λόγος που επέλεξα να δω έστω και για λίγο τους UNISONIC στη διπλανή σκηνή είναι η συνεύρεση των Kai Hansen και Michael Kiske μιας και ως μπάντα μου είναι παντελώς αδιάφοροι. Δεν ήταν κακοί, ο Kiske καταφέρνει και κρατάει την φωνή του σε ψηλά επίπεδα και στο άκουσμα των “March of time” και “I want out” δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα κάποιο δέος παρά την αδυναμία που τρέφω στους παλιούς HELLOWEEN.
Όταν σε ένα festival όπως το Hellfest υπάρχουν έξι σκηνές, από τις οποίες οι τρεις παίζουν ταυτόχρονα, δεν ήταν λίγες οι φορές που βρεθήκαμε σε δίλημμα σχετικά με το ποια μπάντα έπρεπε να παρακολουθήσουμε αν και τις περισσότερες φορές αναγκαζόμασταν να σπάμε κάθε set στα δύο. Έτσι όταν στο πρόγραμμα είδαμε ότι οι Νορβηγοί TURBONEGRO έπαιζαν την ίδια ώρα με τους Σουηδούς NASUM, έπρεπε να δράσουμε γρήγορα και στρατηγικά. Μιας και προσωπικά είχα δει τους TURBONEGRO στο παρελθόν αποφάσισα το μεγαλύτερο μέρος να το αφιερώσω στους θρυλικούς grinders. Όπως και να’χει οι TURBONEGRO ξεκίνησαν με το “All my friends are dead”, ξεσηκώνοντας τους πολυπληθείς φίλους της μπάντας από το Turbojugend fan club τους, με τον νέο τραγουδιστή Tony Sylvester από τους DUKES OF NOTHING να διατηρεί το image του προκάτοχού του Hank von Helvete αλλά όχι και τη χαρακτηριστική φωνή, μιας και ο ίδιος ακούγεται πιο γρεζαριστός.
Οι συναυλίες τους παραμένουν όμως το ίδιο απολαυστικές και αφού ακούσαμε και τα “The nihilist army” και “You give me worms” μεταφερόμαστε στη The Altar stage για τους NASUM. Δεν χρειάζονται να αναλωνόμαστε εδώ με τις όποιες ενστάσεις έχουμε για αυτό το reunion χωρίς τον Mieszko Talarczyk. “No cheesy reunion, no new albums, no epitaph for Mieszko” ήταν κάποιες από τις δηλώσεις για τις εν λόγω εμφανίσεις. Το line-up με νεότερα και παλιότερα μέλη των NASUM όπως οι Anders Jakobson (COLDWORKER), Jesper Liveröd (BURST), Jon Lindqvist (SAYYADINA, VICTIMS) και Urban Skytt (REGURGITATE) συμπλήρωνε ο τραγουδιστής Keijo Niinimaa των ROTTEN SOUND ο οποίος όταν πλησίασα τη σκηνή αφιέρωνε τα τέσσερα τραγούδια που θα ακολουθούσαν στη μνήμη του Mieszko και ακολούθησαν σερί τα “Shadows”, “Corrosion”, “Multinational murderer’s network” και “Parting is such sweet sorrow” όπως ακριβώς ακούγονται στο “Human 2.0”. Είχαν ήδη προηγηθεί τα “Mass hypnosis”, “This is…”, “The masked face” και “Scoop” με Mr and Mrs Gasmask να ανεβαίνουν στη σκηνή κατά τη διάρκεια του intro, με τον ήχο να μην είναι και ο καλύτερος αρχικά αλλά να βελτιώνεται αισθητά στη συνέχεια. Σε πιο ρυθμικά τραγούδια όπως το “The smallest man” ο κόσμος κουνήθηκε αρκετά και το “Inhale/Exhale” σήμανε το οριστικό (;) τέλος μιας από τις καλύτερες και εγκεφαλικότερες grind μπάντες όλων των εποχών.
Επιστροφή στη Main Stage 01 για να δούμε τη μεγαλύτερη μπάντα του southern rock, τους θρυλικούς LYNYRD SKYNYRD. Από το λίγο που τους είδα δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα, ίσως φταίει ότι δεν κόλλαγαν τόσο με τις υπόλοιπες μπάντες, λίγο ο ήχος που τους έκανε να ακούγονται κάπως υποτονικοί και λιγότερο hard rock απ’ ότι τους έχουμε συνηθίσει, δεν κατάφεραν να με κερδίσουν και μετά τα “Workin’ for MCA”, “I ain’t the one” και “Skynyrd nation” πήγα να δω τους INTEGRITY. Όχι πολύ διαφορετικοί από την τελευταία τους εμφάνιση στη χώρα μας, με τη διαφορά ότι ο Dwid φλυαρούσε λιγάκι ανάμεσα στα τραγούδια και με τα νέα μέλη που τον απαρτίζουν να απολαμβάνουν τη στιγμή παίζοντας τραγούδια ύμνους του σκοτεινού old-school hardcore που πρεσβεύουν όπως τα “Vocal test”, “Hollow”, “Incarnate 365”, “Micha: Those who fear tomorrow” και “Jagged visions of true destiny” εκτός των άλλων. Όταν επέστρεψα στους LYNYRD SKYNYRD, έπαιζαν τη διασκευή τους στο “Call me the breeze” του J.J. Cale και ακολούθησαν δύο από τα πιο χαρακτηριστικά του τραγούδια, τα “Sweet home Alabama” και “Freebird”.
Έχοντας δει αρκετές φορές τους CANNIBAL CORPSE δεν ένιωθα κάποια μεγάλη προσμονή για την εμφάνισή τους αλλά φαίνεται ότι είχαν όλοι οι υπόλοιποι αλλιώς δεν δικαιολογείται ο τόσος κόσμος που είχε γεμίσει ασφυκτικά την The Altar stage. Υπό τους ήχους του “I cum blood” και με πολύ καλό ήχο έβλεπα από μακριά τα πέντε μέλη της μπάντας να κοπανιούνται και να παίζουν το βάρβαρο death metal τους χωρίς οίκτο ενώ στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν και στα “Priests of Sodom”, “Unleashing the bloodthirsty”, “Make them suffer”, “Hammer smashed face” και “Stripped, raped and strangled”. Άψογοι! Στην Main Stage 02 οι DROPKICK MURPHYS για μία ώρα μας έκαναν να αισθανθούμε σαν να γιορτάζαμε την Saint Patrick’s Day μιας και με το κέλτικο punk τους και τις έντονες ιρλανδικές μελωδίες ήταν αρκετά ξεσηκωτικοί. Έπαιξαν και το “Rose tattoo” από το επερχόμενο άλμπουμ τους, διασκεύασαν το “T.N.T.” των AC/DC και έκλεισαν με ένα από το πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια τους, το “I’m shipping up to Boston”. Ένα μικρό διάλειμμα από το set το κάναμε για να πεταχτούμε λιγάκι από τη The Valley Stage για να δούμε ένα απόσπασμα από την δίωρη εμφάνιση του ΗΑΝΚ 3. Κάποιοι θα τον θυμούνται από την συμμετοχή του στους SUPERJOINT RITUAL και ARSON ANTHEM του Phil Anselmo αλλά ο ίδιος χαίρει μεγαλύτερης αναγνώρισης όντας εγγονός και γιος αντίστοιχα των honky-tonk, outlaw/country θρύλων, Hank Williams και Hank Williams Jr. Ο Hank III ελισσόταν από τις country ρίζες του σε punk ξεσπάσματα ενώ τον συνόδευαν όργανα όπως μπάντζο, βιολί κοντραμπάσο κ.α.
Δύο από τις μπάντες που ήθελα πολύ να δω θα εμφανιζόντουσαν η μία μετά την άλλη στη The Warzone stage. Πρόκειται για τους FROM ASHES RISE και TRAGEDY, αμφότεροι από το Tennessee και δύο από τις επιδραστικότερες μπάντες punk/crust ιδιώματος. Οι πρόσφατα επανασυνδεμένοι FROM ASHES RISE με δυνατό ήχο και με ένα νέο 7″ στα σκαριά του οποίου τα “Rejoice the end” και “Rage of sanity” παρουσίασαν ζωντανά ήταν καθηλωτικοί και ειδικά σε τραγούδια από το “Nightmares” όπως τα “The final goodbye” και “Reaction”. Σε ακόμη μεγαλύτερα επίπεδα κινήθηκαν και οι TRAGEDY οι οποίοι είχαν μόλις κυκλοφορήσει το πολυαναμενόμενο “Darker days ahead”. Το μοναδικό crust τους με τις χαρακτηριστικές εμβόλιμες σπαρακτικές μελωδίες έσκιζαν τα ηχεία και ύμνοι όπως τα “The day after” και “Eyes of madness” σκότωναν σε live εκτέλεση και μακάρι να μας δοθεί η ευκαιρία να τους δούμε ξανά από τα μέρη μας..
Την Main Stage 01 έκλειναν οι MEGADETH οι οποίοι δυστυχώς ήταν απογοητευτικοί, κυρίως λόγω ήχου αλλά και απόδοσης. Εκτός τους καθιερωμένου set που περιλαμβάνει τα “Hangar 18”, “In my darkest hour”, “Sweating bullets”, “Symphony of destruction”, “Peace sells” κ.α., έκπληξη αποτέλεσαν επιλογές του MegaDave όπως τα “Foreclosure of a dream”, “Poison was the cure” και “Angry again” ενώ στο μεσαίο μέρος του “Holy wars… The punishment due” έχωσαν το “Mechanix” από το “Killing is my business… and business is good!”. Η αναμονή τελείωσε…
Η πρώτη μέρα είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος της και ένας από τους μεγαλύτερους heavy metal θρύλους θα εμφανιζόταν μετά από χρόνια στη σκηνή κι ένα τριπλό bypass. Με το όνομά του να είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε ο KING DIAMOND ήταν καθηλωτικός. Με εντυπωσιακά σκηνικά και την υπόλοιπη μπάντα σε μεγάλη φόρμα, το πρώτο τραγούδι που ακούστηκε προήλθε από το ντεμπούτο του “Fatal portrait” και συγκεκριμένα το “The candle”. Με πολύ καλό ήχο και τη φωνή του σε πολύ καλή κατάσταση χωρίς να είναι φορτωμένη από στρώματα effect κατάφερε να μας στοιχειώσει καθόλη τη διάρκεια της εμφάνισής του. Σειρά είχε το “Welcome home” από το εκπληκτικό “Them”, με την Grandma να εμφανίζεται στη σκηνή πάνω στο καροτσάκι της, το “Voodoo” και το έπος κι ευχάριστη έκπληξη για μένα “At the graves”. H καγκελόπορτα μπροστά από τη σκηνή ήταν ψαρωτική, όπως και οι σκάλες στα πλαϊνά και το στοιχειωμένο σπίτι που δέσποζε στο πίσω μέρος. Γνωρίζοντας την κατάσταση της υγείας του παραβλέπω τα drum/guitar solo και
τραγούδια όπως το “Up from the graves” και συνεχίζω με το “Dreams” από το “Spider’s lullaby”. Οι κιθαρίστες Mike Wead (MEMENTO MORI, MERCYFUL FATE, HEXENHAUS) και Andy LaRocque δεν άφησαν νότα που δεν ακούστηκε πεντακάθαρη και πιστή με αυτή του δίσκου ενώ αξιοσημείωτη είναι η απόδοση του drummer Matt Thompson, με το prog παίξιμό του. Για τη συνέχεια “Sleepless nights” και “Shapes of black” από την τελευταία του δισκογραφική δουλειά “Give me your…please” και φτάνει η ώρα να ακούσουμε ένα τραγούδια από τους τεράστιους MERCYFUL FATE κι αυτό δεν είναι άλλο από το “Come to the Sabbath”. Άλλη μία ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε η επιλογή του “Eye of the witch” το οποίο κι έκλεισε το βασικό μέρος του set. Στην επιστροφή για το encore ακούσαμε τα “The Family ghost” και “Halloween” και όταν στήθηκαν οι ακουστικές κιθάρες για την εισαγωγή του “Black horsemen” ήταν και η τελευταία φορά που ανατριχιάσαμε σε όλο το τριήμερο με την ώρα να έχει πάει δύο τα ξημερώματα. Εξαιρετική εμφάνιση και παρότι θα ήθελα να ακούσω κι άλλους ύμνους του παρελθόντος προσωπικά χόρτασα και μόνο που τον έβλεπα ξανά πάνω στη σκηνή.
Κώστας Αλατάς
Φωτογραφίες: Eric OZIRITH.com / HELLFEST Prod















