Εγκαινιάζουμε μία καινούργια στήλη, με τίτλο “Underrated gems”, όπου ο Δημήτρης Τσέλλος θα παρουσιάζει διαμάντια της δισκογραφίας αγαπημένων συγκροτημάτων, που ποτέ όμως δεν είχαν την ευρεία αναγνώριση, παρά μόνο από τους die-hard οπαδούς των σχημάτων και η αρχή γίνεται με τους DEEP PURPLE!!!
1. Shield (“The book of Taliesyn” – 1968)
Ένα λυρικό, progressive rock κομμάτι από τη τριάδα Evans – Blackmore – Lord, με πολύ ωραίες πολυφωνικές γραμμές από τον πρώτο. Πολύ καλή δουλειά εδώ κάνουν επίσης ο Nick Simper, ο πρώτος μπασίστας του συγκροτήματος και ο Ian Paice με ένα διαρκές κρεσέντο κρουστών. Στα έξι και κάτι λεπτά που διαρκεί, σου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, ακόμη και αν εσύ προτιμάς τα γκάζια του “Burn” ή την μεγαλοπρέπεια του “Child in Time”.
2. Anthem (“The book of Taliesyn” – 1968)
Συναισθηματικό, σχεδόν «ταξιδιάρικο», στηρίζεται στη βαθιά, αισθαντική φωνή του Rod Evans, τα πλήκτρα του Lord και στη τρομερή (για το ύφος του κομματιού και την εποχή) απόδοση του Paice στα τύμπανα. Στο ενδιάμεσο, ακούμε και για πρώτη φορά μια εντελώς «απογυμνωμένη» και ευθεία αναφορά στη baroque μουσική, που τόσο αγαπούσε ο τεράστιος οργανίστας και αρχηγός της μπάντας. Η πρώτη περίοδος της μπάντας κρύβει διαμάντια!
3. April (“Deep Purple” – 1969)
Μια εξαίσια δωδεκάλεπτη ελεγεία για τον Απρίλιο, χωρισμένη σε τρία μέρη, όπου εμπλέκονται το rock με τη κλασσική μουσική και τη ψυχεδέλεια. Σύνθεση σήμα – κατατεθέν του Jon Lord, αν και συμμετέχει και ο Blackmore, όπου φαίνεται από νωρίς πόσο τέλεια χημεία είχαν οι δυο τους. Το πρώτο μέρος τους ανήκει, στο δεύτερο μέρος ακούγεται μια 12μελής ορχήστρα δωματίου, ενώ στο τρίτο μέρος ακολουθεί και η υπόλοιπη μπάντα. Από τα καλύτερα τραγούδια της πρώιμης εποχής των Βρετανών, την οποία και κλείνει ως το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, και πρόδρομος των ιδεών του Lord περί συνύπαρξης του rock με τη συμφωνική μουσική, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο “Concerto for Group and Orchestra” λίγους μήνες μετά.
4. Fools (“Fireball” – 1971)
Αργή, μυστηριώδης εισαγωγή από τον Lord, υποβόσκουσα λυρική ατμόσφαιρα και άψογα φωνητικά από τον Gillan (συνοδεία καυστικότατων στίχων περί πολιτικής) δίνουν τη θέση τους σε μια διαρκή κορύφωση, για να επανέλθουμε σε ψυχεδελικούς τόνους και να κλείσει το κομμάτι πάλι με τη συμμετοχή όλων σε καθαρά hard rock ύφος. Αυτό που ακούς στο solo δεν είναι βιολί, αλλά η κιθάρα του Ritchie. Το “Fireball” έχει καλά κρυμμένη μια μεγαλειώδη σύνθεση πραγματικού progressive. Ανακάλυψέ τη, και μη μένεις μόνο στον ομότιτλο δυναμίτη! Παίχτηκε ζωντανά κάποιες φορές μόνο από το 1993 (!) και μετά…
5. Demon’s eye (“Fireball” – 1971)
Το συναντούμε μόνο στην ευρωπαϊκή έκδοση του άλμπουμ. Στηρίζεται στο χαρακτηριστικό παίξιμο του Ritchie στη κιθάρα και στα τραχιά, επιτηδευμένα φωνητικά του Gillan τα οποία «σπάνε» αριστοτεχνικά σε σημεία. Έντονο το funky στοιχείο, ευτυχώς δεν υπερτερεί του hard rock, οπότε και επιτυγχάνεται μια εξαίσια ισορροπία. Mid-tempo rocker για να πιείς τη μπύρα σου, σιγοτραγουδώντας και χτυπώντας το πόδι ρυθμικά στο πάτωμα. Ο Glover έγραψε τα μέρη του μέσα σε μια νύχτα. O Blackmore το θεωρεί από τα καλύτερά κομμάτια, στο καλύτερο άλμπουμ των Βρετανών. Εσύ; Τι λες;
6. Drifter (“Come taste the band” – 1975)
Το “Come taste the band” αλήθεια δεν ξέρω για ποιον ακριβώς λόγο δεν χαίρει της εκτίμησης που του πρέπει. Ή μάλλον ξέρω, αλλά δεν τον καταλαβαίνω. Δεν έχει Blackmore, εντάξει, αλλά έχει έναν απαστράπτοντα Tommy Bolin που αν και με διαφορετικό στυλ παιξίματος, μοιάζει να είναι ιδρυτικό μέλος της μπάντας. Τόσο δεμένος μαζί της. Το κομμάτι από την άλλη, γραμμένο από τον ίδιο και τον Coverdale, θα μπορούσε πανεύκολα να ανήκει σε κάποιον από τους πρώτους δίσκους των WHITESNAKE ή των BAD COMPANY. Γνήσιος rocker o “Drifter”!
7. You keep on moving (“Come taste the band” – 1975)
Κάπου μεταξύ blues και ψυχεδελικού rock, ένα απίστευτο μεγαλούργημα. Το φωνητικό δίδυμο των Coverdale – Hughes είναι «άχαστο» (το έγραψαν οι ίδιοι άλλωστε), η μελωδία σε συνεπαίρνει, τα πλήκτρα του Jon Lord μαγικά και το τελείωμα σε περιμένει με μερικές “σταυροβελονιές” του Bolin που βάζει και αυτός τη δική του «πινελιά». Εντάξει, ύμνος, χωρίς περαιτέρω σχόλια.
8. The Spanish archer (“The house of blue light” – 1987)
Μετά το επιτυχημένο “Perfect strangers”, η ώρα του επόμενου, κρίσιμου δίσκου και η μπάντα αντί να είναι ενωμένη και μονιασμένη, είναι διχασμένη. «Το House of blue light το θεωρώ αηδία». Όχι εγώ. Ο Blackmore το είχε δηλώσει αυτό και φυσικά διαφωνώ. Μακάρι να ήταν έτσι οι αηδίες. Αλλά τον καταλαβαίνω, έχει να κάνει πρώτον με την κόντρα του με τη «φωνή» της μπάντας, συν το ότι ήδη έχει νοσταλγήσει τις μέρες και τον ήχο των RAINBOW και αυτό θα γίνεται αισθητό όλο και περισσότερο. Στη μέση σε αυτή τη διελκυστίνδα, για μια ακόμη φορά, οι Glover – Lord – Paice. Δεν χρειάζεται να είσαι η κουτσομπόλα της γειτονιάς για να το ξέρεις. Ακούγεται, και ιδιαίτερα σε κομματάρες σαν αυτή. Μια τρόπον τινά επιστροφή στο “Difficult to cure”, με έναν (παραδόξως) απαστράπτοντα Gillan να θυμίζει μέρες “Born Again” με τα ουρλιαχτά του!
9. Dead or alive (“The house of blue light” – 1987)
Α ρε Ριχάρδε… με ένα riff έκανες νέα καριέρα εσύ και πόσοι ακόμη. Ναι. Είναι στην ουσία μια (ακόμη) παραλλαγή του αιώνιου, ανυπέρβλητου “Spotlight kid”. Και; Από την ίδια «μήτρα» βγήκε. Ώρες ώρες μου φαίνεται πως ο Man in Black ήθελε απλά να παίζει στο ύφος των RAINBOW, αλλά με τον Lord μαζί του. Βγάλε τον Gillan που ψιλο-ζορίζεται, βγάλε τον Paice που αν και θεμέλιος λίθος του rock drumming δεν είναι τόσο ορμητικός, βάλε στη θέση τους αντίστοιχα Turner και Cozy ή Rondinelli και έτοιμο το super classic. Τώρα, απλά underrated gem. Αλλά μη παίζεις με τις λέξεις. Ακόμη μιλάμε για τρομερό κομμάτι!
10. Wicked ways (“Slaves and masters” – 1990)
Αντίο Ian Gillan, welcome on board Joe Lynn Turner, και ο νέος δίσκος των RAINB… ε, των DEEP PURPLE, είναι γεγονός. Εντελώς Hard/A.O.R κατάσταση, με τη μπάντα να ακούγεται ανανεωμένη, αλλά οι παλαιότεροι οπαδοί να μη μπορούν να δεχτούν την αλλαγή αυτή. “Deep Rainbow” τους έλεγαν τότε, και αν αυτό δεν είναι κλειστόμυαλη αντιμετώπιση, τότε τι είναι; Γεγονός όμως είναι πως ο Turner τραγούδησε σε έναν πολύ καλό δίσκο (από τους αγαπημένους του Blackmore) και στη περιοδεία που ακολούθησε ήταν εξαιρετικός όταν ερμήνευε το παλαιότερο υλικό. To μακρινό «ξαδερφάκι» του “Lost in Hollywood” είναι ένα must σε οποιαδήποτε συλλογή με A.O.R κομμάτια φτιάξεις, και αυτό λέει πολλά, αν όχι τα πάντα.
11. Truth hurts (“Slaves and masters” – 1990)
Σαν το “Perfect strangers” αλλά στο πιο μελωδικό και ραδιοφωνικό του, με μια ακόμη «γεμάτη» ερμηνεία από τον Turner και τρομερή κιθάρα από τον Blackmore. Mid tempo, άκρως συναισθηματικό και μετά από 2-3 ακροάσεις, άκρως καθηλωτικό! Το λες και το “Can’t let you go” των DEEP PURPLE, αλλά αυτό εδώ είναι πιο «σκοτεινό» και πεσιμιστικό…
12. Fortuneteller (“Slaves and masters” – 1990)
Σκόπιμα δεν αναφέρω τα κομμάτια που παίχτηκαν πολύ στο ραδιόφωνο τότε (“King of dreams”, “Love conquers all”, “The cut runs deep”), γιατί αν και ολόκληρος ο δίσκος είναι underrated, οπότε είναι και αυτά, τουλάχιστον ακούστηκαν για μια περίοδο οπότε σίγουρα κάπου θα τα έχετε όλοι πετύχει. Τούτη δω η σύνθεση στηρίζεται στα πλήκτρα του Lord και στη φωνή του Turner και σχεδόν σε υποβάλλει, πράγμα σπάνιο για μια κατά τ’ άλλα A.O.R δημιουργία. Τέλειο…
13. The battle rages on (“The battle rages on” – 1993)
Κάποτε ο Blackmore είχε δηλώσει πως αυτός ο δίσκος θα μπορούσε να ήταν πάρα πολύ καλός, αλλά ο Gillan με τις ερμηνείες του τον κατέστρεψε. O δεύτερος είχε πει πως προτιμούσε να κόψει το λαρύγγι του, παρά να συνεργαστεί ξανά με «αυτούς τους μπάσταρδους». Η αλήθεια είναι πως ο ψηλός δεν ακουγόταν όπως και ο ίδιος ίσως να ήθελε. Αλλά αυτό δεν μειώνει πια τόσο την αξία του δίσκου. Ακόμη και έτσι, υπάρχουν καλά τραγούδια εντός του. Το ομότιτλο λυρικό έπος, έχει ένα από τα καλύτερα riffs, και κατ’ επέκταση μια από τις καλύτερες κιθάρες που έχει παίξει ποτέ ο Ritchie στη καριέρα του με τους PURPLE, refrain για Oscar και εξαιρετικό μπάσο από τον Glover, που αν μη τι άλλο ήξερε να «κρατά τα μπόσικα». Εγκληματικά υποτιμημένο, δεν είναι τυχαίο πως αρέσει ιδιαίτερα στους οπαδούς του Ουράνιου Τόξου.
14. Anya (“The battle rages on” – 1993)
Η πραγματική ταυτότητα του Ritchie Blackmore. Αυτός που μάθαμε, αυτός που θέλουμε να ακούμε. Μια σύνθεση που ενώνει τους δύο αυτούς τόσο μακρινούς, αλλά και τόσο κοντινούς κόσμους, των DEEP PURPLE και των RAINBOW. Εκπληκτική, μαγευτική εισαγωγή με τη κλασσική κιθάρα (που παίζει σε ιβηρικό μοτίβο) να συνοδεύεται από baroque πλήκτρα, για να μπουν και τα υπόλοιπα όργανα σε up tempo στυλ. Ο Blackmore με τον Lord είναι «όλα τα λεφτά». Να βοηθούσε λίγο παραπάνω και ο Gillan ρε γαμώτο… Το “Anya” άνετα θα μπορούσε να βρίσκεται στον δίσκο των RAINBOW που ακολούθησε της εκ νέου φυγής του Blackmore, “Stranger in us all” και να μνημονεύεται ως ένα κλασσικό κομμάτι. Όχι πως δεν είναι όμως, ακόμη και έτσι. Εγκληματικά υποτιμημένο και αυτό. Ακούστε το και νιώστε το!
15. Rapture of the deep (“Rapture of the deep” – 2005)
Να μια έκπληξη! Ε, αυτό δεν τα περίμενα. Ρε συ, τούτοι δω είναι DEEP PURPLE από τα παλιά! Ομολογώ πως οι Βρετανοί από το 1996 και μετά, με αφήνουν παγερά αδιάφορο. Άλλαξαν εντελώς στυλ, έγιναν τελείως rock, το hard υποχώρησε αισθητά… αλλά εδώ, υπάρχει μια νεκρανάσταση άνευ προηγουμένου! Το ομώνυμο τραγούδι από τούτον εδώ το δίσκο, θα μπορούσε εύκολα να είναι μια σύνθεση του Blackmore. Ο Steve Morse «παίζει» με ένα ευφάνταστο oriental riff και «κεντάει», ο εξίσου μεγάλος Don Airey ακολουθεί και ένα μπράβο στον Gillan, που είναι αξιολογότατος σε ένα τραγούδι που είναι πιο απαιτητικό απ’ όσο δείχνει αρχικά. Ναι. Ανήκει πια στα κομμάτια που θα βάλω σε μελλοντική μου συλλογή τους!
Δημήτρης Τσέλλος