M.O.D. – “U.S.A. for M.O.D.” (Megaforce)
Όταν τελικά οι S.O.D. (Stormtroopers Of Death) αποφάσισαν ότι τελικά δεν θα βγάλουν δεύτερο δίσκο, που θα είχε τον τίτλο “U.S.A. for S.O.D.), ο Scott Ian με τον Charlie Benante ξαναγύρισαν στους ANTHRAX, ο Danny Lilker στους NUCLEAR ASSAULT και ο τραγουδιστής Billy Milano, ξέμεινε χωρίς συγκρότημα. Σε μία χοντροκομμένη προσπάθεια (όπως όλες οι εκφάνσεις του μουσικά, στιχουργικά κτλ) να εκμεταλλευτεί το όνομα που είχαν δημιουργήσει με την crossover μουσική τους οι S.O.D., αποφάσισε να δημιουργήσει τους M.O.D. (Method Of Destruction), κινούμενος στα ίδια ηχητικά πλαίσια και μάλιστα χρησιμοποίησε και το “Aren’t you hungry?”, που αρχικά ήταν γραμμένο για τους S.O.D. χωρίς τα μέρη του Scott Ian, που τα πήρε στους ANTHRAX κι έγραψε άλλο τραγούδι. Γενικότερα, ο δίσκος είναι αδικημένος, αφού μνημονεύεται μόνο για το χοντροκομμένο και ωμό χιούμορ του Milano, γεμάτο από ρατσιστικούς και ομοφοβικούς χαρακτηρισμούς, που άλλοτε προκαλεί γέλιο, άλλοτε εκνευρίζει (ανάλογα από ποια οπτική γωνία το βλέπετε) κι όχι για τα τραγούδια. Υπάρχουν τα κλασικά πολύ μικρής διάρκειας τραγούδια, όπως το “Ballad of Dio”, το “Short but sweet”, το θεϊκό “Bubble butt” αλλά το ζουμί του δίσκου κρύβεται ως επί το πλείστον στα δίλεπτα thrash/crossover τραγούδια (με εξαίρεση το εναρκτήριο “Aren’t you hungry?” που ανοίγει το δίσκο και είναι 3,5 λεπτά), που προσφέρονται για ανελέητο headbanging. Όσο πιο μεγάλα είναι τα τραγούδια, τόσο μικρότερο το ενδιαφέρον. Συνολικά, σαφώς μικρότερης αξίας από το “Speak English…”, αλλά όχι και ανάξιος λόγου δίσκος. Ένα από τα μεγάλα του μειονεκτήματα, ήταν ότι στο βινύλιο, είχαν στριμωχτεί 22 τραγούδια και δυσκολευόσουν να βρεις το σωστό τραγούδι!!! Προβλήματα που είχαμε τότε…
Σάκης Φράγκος
MAGNUM – “Marauder” (Jet Records)
Οι Βρετανοί pomp–hard rockers MAGNUM κυκλοφόρησαν το live άλμπουμ, με τίτλο “Marauder” το 1980. Ηχογραφημένο στη διάρκεια εμφάνισης τους στο θρυλικό πλέον (αφού κατεδαφίστηκε) Marquee Club στις 15 Δεκεμβρίου του 1979, αποτελεί μια αποτύπωση της εικόνας ενός σχήματος σε μεταβατικό στάδιο. Πολύ πιο σκοτεινοί και progressive οι MAGNUM σύντομα, θα εμφυσούσαν την μελωδία και τον λυρισμό, στις επόμενες δουλειές τους. Ο ερχομός του Marc Stanway στα πλήκτρα, θα οδηγούσε στο επόμενο και πλέον επιτυχημένο στούντιο άλμπουμ τους, το κλασικό πλέον “Chase the dragon”. Το “Marauder” λειτουργεί πιο πολύ σαν εικόνα ενός σχήματος σε εξέλιξη, από το πρωτόλειο prog/hard rock στο μελωδικό me pro πινελιές Heavy rock. Βαριές συνθέσεις, με στοιχεία από DEEP PURPLE, URIAH HEEP, GENESIS που όμως φανερώνουν τα ψήγματα του ταλέντου, που σύντομα θα έδιναν το αριστούργημα με τίτλο “Chase the dragon”. Για τους φίλους του συγκροτήματος και των pre NWOBHM hard rock, μια ενδιαφέρουσα αγορά, αλλά ακόμα καλύτερα στην επανέκδοση, με πολλά περισσότερα τραγούδια.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης
MANOWAR – “Fighting the world” (Atco)
Το “Fighting the world” ήταν το πρώτο άλμπουμ των Manowar που έφερε την υπογραφή του τεράστιου Ken Kelly στο εξώφυλλο του δίσκου. Η μπάντα προερχόταν από τέσσερις κορυφαίους δίσκους σε μια τριετία που ισοπέδωσε τα πάντα, ανεβάζοντας τον πήχη για τα αλλά συγκροτήματα σε δυσθεώρητα ύψη. Αυτό είχε, βέβαια, σαν αποτέλεσμα να ανεβάσουν τον πήχη και για τους εαυτούς τους. Προσωπικά δεν μπορώ να δεχτώ MANOWAR και μετριότητες, πάντα είχα απαιτήσεις από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα, πόσο δε μάλλον από αυτούς. Οι MANOWAR εδώ εμφανώς κάνουν μια προσπάθεια να φτάσουν την μουσική τους σε ευρύτερο κοινό γράφοντας και κάποια “radio friendly” τραγούδια, που δεν τα λες άσχημα, αλλά σίγουρα όχι αντάξια για τα standard που οι ίδιοι έθεσαν. Στο “Fighting the world” στιχουργικά η μπάντα αρχίζει να δείχνει σημάδια κόπωσης ακόμα και στα πιο straight heavy τραγούδια, όπως το “Blow your speakers” η το ομώνυμο. Ενδεικτικό είναι ότι το καλύτερο τραγούδι του άλμπουμ, το ΤΕΡΑΣΤΙΟ “Defender” με την συμμέτοχη του Orson Welles, προέρχεται από τις πρώτες μέρες της μπάντας. Ευτυχώς για το τέλος μας φύλαξαν ένα από τα κορυφαία τραγούδια της ιστορίας τους που δεν είναι άλλο από τον οδοστρωτήρα που ακούει στο όνομα “Black wind fire and steel”. Η δεύτερη πλευρά του άλμπουμ ήταν φανερά καλύτερη από την πρώτη και κοντά στα επίπεδα που μας είχαν «καλομάθει», αλλά ο όλος δίσκος δυστυχώς ήταν ένα βήμα πίσω…
Μανόλης Καραζέρης
MCAULEY SCHENKER GROUP – “Perfect timing” (EMI)
Πρώτο άλμπουμ συνεργασίας, από τα 5 συνολικά, του Michael Schenker με τον Ιρλανδό, πρώην τραγουδιστή των GRAND PRIX, Robin McAuley. Έχοντας δημιουργήσει ένα πολύ καλό συγκρότημα ο Michael Schenker, αφήνει πίσω του τον ήχο του “Built to Destroy” (1983) των MCAULEY SCHENKER GROUP και πατάει στο γρέζι της φωνής του McAuley για να ηχογραφήσει το πρώτο από μια σειρά 5 άλμπουμ (3 studio, 1 unplugged και 1 live) που έγραψαν ιστορία στην κληρονομιά του μεγάλου Γερμανού κιθαρίστα. Εδώ να διευκρινίσω ότι η συμπτωματική ύπαρξη ίδιων συμφώνων στο επίθετο του McAuley ήταν τέτοια που δεν χρειάστηκε να αλλάξει τ’ όνομα του συγκροτήματος. Το πλέον χαρακτηριστικό σημείο του άλμπουμ αλλά και όλων των άλμπουμ που ηχογράφησε με τον Robin McAuley, είναι οι δουλεμένες μελωδίες, σημείο που είχε ξεκινήσει να παρουσιάζεται στα προηγούμενα άλμπουμ του αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Πανέμορφο το “Time”, ξεχωρίζει αμέσως, όπως και το “Gimme your love” που έγινε επιτυχία στη χώρα μας, αν και νομίζω ότι αδικήθηκαν τα “Here today gone tomorrow” και “Don’t stop me now”. Πολύ καλή η επιλογή του έμπειρου παραγωγού Andy Jones και το ίδιο καλή η μπάντα που τους συνοδεύει: Rocky Newton μπάσο, Bodo Schopf ντραμς, Mitch Perry κιθάρες και Steve Mann πλήκτρα. Έτσι για να…στενοχωρηθούμε, το 2012 ο Michael Schenker περιόδευσε στην Αμερική με τον Robin McAuley, αλλά όχι στην Ευρώπη.
Αλέξανδρος Ριχάρδος
MEKONG DELTA – “Mekong delta” (Aaarrg Records)
Ένα πέπλο μυστηρίου κάλυπτε για αρκετά χρόνια την πρώιμη περίοδο των MEKONG DELTA. Η ιστορία ξεκινάει το 1985 όταν ο Ralph Hubert, παραγωγός και μηχανικός ήχος στα πρώτα άλμπουμ των WARLOCK, STEELER, LIVING DEATH και πολλών άλλων γερμανικών σχημάτων γνωρίζει τον Jörg Michael κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Prayers of steel” των AVENGER και ενθουσιάζεται από το παίξιμό του. Σύμφωνα με τον Ralph Hubert, ο Jörg Michael του βάζει να ακούσει μία demo μορφή του “Fight fire with fire” από το επερχόμενο “Ride the lightning” των METALLICA και μία εβδομάδα μετά ο Hubert του παρουσιάζει τα τραγούδια που είχε γράψει όντως εντυπωσιασμένος από την περιπλοκότητα του ρυθμού που χρησιμοποιούσαν οι METALLICA για τα δεδομένα της εποχής. O Jörg Michael του ζητάει να βρεθούν στον χώρο που είχε τα drums και το line-up συμπληρώνεται από τους Peter “Peavy” Wagner και Jochen Schröder, μπασίστα και κιθαρίστα των AVENGER αντίστοιχα και τον Wolfgang Borgmann στα φωνητικά. Έχοντας καταλήξει στο όνομα MEKONG DELTA, ο Jochen Schröder δεν φαίνεται να αντεπεξέρχεται στις τεχνικές απαιτήσεις του σχήματος και αντικαθίσταται από τους Reiner Kelch και Frank Fricke των LIVING DEATH. Ο Ralph Hubert αρχικά δεν ήθελε να συμμετάσχει στο συγκρότημα ως ενεργός μουσικός αλλά αναγκάζεται όταν αποχωρεί και ο Peavy για να σχηματίσει με τα υπόλοιπα μέλη των AVENGER τους RAGE. Μετά την ηχογράφηση κάποιων demo, οι MEKONG DELTA υπογράφουν στην Aaarrg Records, την εταιρεία που είχε ο Ralph Hubert με τον Axel Thubeauville και είχαν κυκλοφορήσει τα “Queen of Siam” των HOLY MOSES και “Back to the weapons” των LIVING DEATH νωρίτερα και το 1987 κυκλοφορούν το ομώνυμο ντεμπούτο τους. Το δαιμόνιο μυαλό του Ralph Hubert όμως γνωρίζοντας ότι το κοινό τότε δεν ήταν ιδιαίτερα δεκτικό στους Γερμανούς μουσικούς και επειδή τα κάποια από τα μέλη της μπάντας είχαν ήδη δισκογραφικό συμβόλαιο με άλλες εταιρίες, οι MEKONG DELTA συστήνονται στον μεταλλικό κόσμο με ψευδώνυμα και χωρίς να προδίδουν την αληθινή τους ταυτότητα και συγκεκριμένα με τα ψευδώνυμα Björn Eklund (aka Ralph Hubert), Gordon Perkins (aka Jörg Michael), Rolf Stein (aka Frank Fricke), Vincent St. John (Reiner Kelch) και Keil (aka Wolfgang Borgmann). Μέχρι και ο Peavy που ήταν υπεύθυνος για τους στίχους στα credits του άλμπουμ αναφέρεται ως Keil. Στο “Mekong delta” ακούμε τους πρώτους σπόρους αυτού που ονομάστηκε αργότερα techno–thrash, με κάποιες επιρροές από παλιούς ANTHRAX και αρκετά διαφορετικό και «καθαρό» από το thrash metal των DESTRUCTION, KREATOR, SODOM. H λατρεία του Ralph Hubert για τον κλασική μουσική και ιδιαίτερα για τον Ρώσο Modest Mussorgsky, φαίνεται περίτρανα στην επιμεταλλωμένη διασκευή στο “The Hut of Baba Yaga” από τη σουίτα για πιάνο “Pictures at an exhibition” του 1874, πτυχή της μπάντας που θα εξελιχθεί ιδιαίτερα στις μετέπειτα δουλειές των MEKONG DELTA μιας και στο ομώνυμο ντεμπούτο τους το speed/thrash στοιχείο κυριαρχεί.
Κώστας Αλατάς
MERCYFUL FATE – “The beginning” (Roadrunner)
Οι MERCYFUL FATE είχαν διαλύσει ήδη δύο χρόνια πριν, μετά από έντονες μουσικές και προσωπικές διαφωνίες μεταξύ των Hank Sherman και King Diamond. Πιστός στο όραμά του ο King Diamond έχοντας τα 3/5 των MERCYFUL FATE βάζει μπρος το προσωπικό του σχήμα και κυκλοφορεί το 1986 το εξαιρετικό “Fatal portrait”. Επωφελούμενη την επιτυχία του ντεμπούτο τους, η Roadrunner επανακυκλοφορεί το δυσεύρετο “Mercyful Fate” EP, γνωστό κι ως “Nuns have no fun”, που είχε κυκλοφορήσει αρχικά το 1982 από την Rave-On Records. Η μετά θάνατον συλλογή με τον τίτλο “The beginning” εκτός των τεσσάρων τραγουδιών (“Doomed by the living dead”, “A corpse without soul”, “Nuns have no fun” και “Devil Eyes”) που προϋπήρχαν, περιέχει το “Black funeral” από τη συλλογή “Metallic storm”, τα “Curse of the Pharaohs”, “Evil” και “Satan’s fall” από το BBC Radio 1 και την εκπομπή “Friday rock show” όπως επίσης το b-side από το single του “Black funeral”, το “Black masses”. Τo “The beginning” αποτέλεσε κι αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για όσους δεν είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν μία από τις καλύτερες metal μπάντες όλων των εποχών στα πρώτα της βήματα. Απίστευτα κιθαριστικά θέματα από τους Hank Shermann και Michael Denner, θεαματικές αλλαγές και περίπλοκες για την εποχή συνθέσεις, με τον King Diamond να δηλώνει συγκεκριμένα για το “Devil eyes” ότι γράφτηκε από τον Hank Shermann εμπνευσμένος από το “I was made for lovin’ you” των KISS και φυσικά τα δαιμονισμένα υψίφωνα φωνητικά του μεγάλου KING DIAMOND μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του ήχου τους όπως και η occult progressive αισθητική που αναδύεται κι έχει επηρεάσει μπάντες μεγαθήρια όπως οι METALLICA, το black metal κίνημα και νέες μπάντες όπως οι IN SOLITUDE. H ανταπόκριση του EP τότε ήταν εντυπωσιακή μιας εκτός της πρόσκλησης που δέχτηκαν από το BBC Radio 1, εμφανίστηκαν στο Aardschok festival όπου και υπέγραψαν δισκογραφικό συμβόλαιο με την Roadrunner Records στα backstage κυκλοφορώντας μαζί τους τα μεγαλειώδη “Melissa” και “Don’t break the oath”.
Κώστας Αλατάς
GARY MOORE – “Wild frontier” (Virgin)
Δεν ξέρω ειλικρινά αν το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι η καλύτερη δισκογραφική στιγμή του τεράστιου Ιρλανδού κιθαρίστα (μικρή σημασία έχει, άλλωστε, αυτό) αλλά σίγουρα είναι το αγαπημένο μου! Είναι αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στα δικά μου ακούσματα και αποτελεί την προτελευταία αμιγώς hard rock δουλειά του Moore προτού εντρυφήσει πλήρως και απολύτως στα blues. Ακούγοντας κάποιος το “Wild frontier”, το πρώτο πράγμα που πιθανότατα διακρίνει είναι οι πάμπολλες κέλτικες αναφορές άριστα συνδυασμένες με το hard rock και φυσικά τα μελωδικότατα κιθαριστικά riffs του Gary. Το δεύτερο πράγμα που παρατηρεί είναι το υψηλότατο επίπεδο συνθέσεων, το οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ μας πρόσφερε 3 κλασικά τραγούδια (το ομώνυμο κομμάτι, το πολυδιασκευασμένο “Over the hills and far away” και το εξαιρετικό instrumental “The loner”). Το τρίτο σημείο, βέβαια, είναι η αλγεινή εντύπωση που αφήνει το drum machine που τόσο ευδιάκριτα βγαίνει προς τα έξω στην παραγωγή. Τέλος, το τέταρτο σημείο είναι η διακριτική αφιέρωση στον αδικοχαμένο φίλο του Gary, Phil Lynott
Όπως και να έχει, μιλάμε για ένα άλμπουμ-διαμάντι που δεν πρέπει να λείπει από καμία δισκοθήκη, ενώ ίσως (υπογραμμισμένο το «ίσως») πρόκειται για το μοναδικό πόνημα του Gary όπου υπάρχει μία άψογη μουσική ισορροπία και ομοιογένεια. Εμείς απλά να προτείνουμε να αφιερώσετε όχι λίγο (“Take a little time”) αλλά πολύ χρόνο και να απολαύσετε αυτή τη σπουδαία δουλειά του μακαρίτη κιθαρίστα.
Σάκης Νίκας
MORTAL SIN – “Mayhemic destruction” (Mega Metal)
Αν θυμάμαι καλά, η πρώτη thrash μπάντα από την Αυστραλία ήταν οι SLAUGHTER LORD, αλλά τούτοι εδώ έσπασαν τα σύνορα για πρώτη φορά. Με κινητήριο μοχλό έναν Έλληνα, τον μπασίστα Andy Eftichiou, οι MORTAL SIN, έπαιζαν thrash στο ύφος όχι μόνο των METALLICA, αλλά και των LAAZ ROCKIT και DARK ANGEL (και γιατί όχι και των KREATOR, όπως άνετα καταλαβαίνει κανείς στο ομώνυμο κομμάτι τους), αλλά στα αυτιά μου, ενώ πραγματικά έχουν ικανότητες, μου ακούγονται κάπως παιδικοί και αφελείς. Ίσως να φταίνε τα μονότονα φωνητικά του Mat Maurer, ίσως η μέτρια παραγωγή, ίσως το γεγονός ότι το άλμπουμ προοριζόταν για ένα απλό demo και τελικά βγήκε στη χώρα τους από δική τους εταιρία ουσιαστικά, αλλά στην Ευρώπη, αν δεν κάνω λάθος, βγήκε από τη Vertigo!!! Μάλλον ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, με κάνει να θεωρώ υπερεκτιμημένο το ντεμπούτο μίας μπάντας, που από το 1987 που ιδρύθηκε, μέχρι σήμερα, έχει διαλυθεί και επανενωθεί τέσσερις φορές, με πιο τελευταία πριν από λίγους μήνες!!!
Σάκης Φράγκος
MOTLEY CRUE – “Girls, girsl, girls” (Elektra)
Τα χρόνια περνάνε και οι εξτρεμιστές του glam φτάνουν με τα δυσκολίας στον τέταρτό τους δίσκο. Ένας δίσκος που αναδύεται μέσα από τις στάχτες των τσιγάρων, τα υπολείμματα κοκαΐνης και ατελείωτες ποσότητες από οινοπνευματώδη ποτά! Στα δυο χρόνια που μεσολάβησαν από το “Theatre of pain”, οι MOTLEY CRUE δεν άφησαν το πόδι από το γκάζι, αφού άλλωστε δεν ήξεραν και τίποτα καλύτερο από το να ζουν τρέχοντας με μεγάλες ταχύτητες. Μέσα σε αυτή την παραζάλη, και μετά από στεγνές περιόδους που η έμπνευση είχε εγκαταλείψει τον Nikki Sixx (αφού αυτός έφερνε το μεγαλύτερο μέρος των συνθέσεων), κατάφεραν να ολοκληρώσουν το άλμπουμ την άνοιξη του 1987. Ένας δίσκος που αναφέρεται σε αυτές τις μεγάλες ταχύτητες (“Wild side”), τιτλοφορείται με την μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης του συγκροτήματος (“Girls, girls, girls”) οπότε μιλά για γυναίκες και καμπαρέ, όσο και για ναρκωτικά (“Dancing on glass”) και συχνά συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω (“Sumthin’ for nuthin’”) ή για το rock n’ roll (“All in the name of…”).
Δεν λείπουν και οι εκπλήξεις, με το “Nona” να έχει μόνο ένα στίχο στο ενάμιση λεπτό που διαρκεί, αλλά και η ζωντανή διασκευή στο “Jailhouse rock” του Presley. Έτσι οι δυο του πλευρές αναφέρουν από πέντε συνθέσεις η κάθε μια, αλλά τελικά μιλάμε για μόλις 8 τραγούδια. Παρόλα αυτά, η εποχή, η εικόνα τους, το κλίμα και το MTV στέλνουν τους MOTLEY CRUE στο νούμερο δύο των charts και το triple G! Πουλά 2 εκατομμύρια μέσα σε 4 μήνες!!! Αριθμοί τόσο μακρινοί σήμερα. Σίγουρα αποτελεί επίτευγμα, αφού το άλμπουμ κατάφερε να βγάλει μόνο δυο κλασικά κομμάτια (“Wild side” και το ομώνυμο, τα riff των οποίων θα μείνουν ανεξίτηλα στην ιστορία) και άλλα δυο σοβαρά (“All in the name of…” και “Dancing on glass”), ενώ μουσικά δεν εκτιμήθηκε η στροφή τους σε πιο blues ιδέες. Μια μπάντα και ένα άλμπουμ που στηρίχτηκαν περισσότερο στο image παρά στις συνθέσεις! Εμείς απλά λατρεύουμε!
Γιώργος Κουκουλάκης
MOTÖRHEAD – “Rock ‘n’ Roll” (GWR)
Με το όγδοο στούντιο άλμπουμ τους, το “Rock ‘N‘ Roll”, ακολούθησαν ένα πολύ επιτυχημένο άλμπουμ το “Orgasmatron” με την κλασική πλέον σύνθεση των Lemmy, Phil “Philthy Animal” Taylor, Wurzel, Phil Campbell. Μουσικά δίχασε γιατί το σχήμα προτίμησε μια πιο ξερή προσέγγιση στις συνθέσεις, που όμως έδωσε άλλο τόνο σε τραγούδια-δυναμίτες σαν τα “Dogs”, “Traitor” αλλά και το εν δυνάμει single “Eat the rich”. Το συγκεκριμένο τραγούδι χρησιμοποιήθηκε και στην ομώνυμη ταινία, του 1987, του Peter Richardson, στην οποία είχε ένα μικρό ρόλο και ο Lemmy.
Τραγούδια σαν τα “Dogs”, “Boogeyman” και “Traitor”, αποτελούν κλασικές MOTORHEAD συνθέσεις που ακόμα και σήμερα υπάρχουν στις ζωντανές εμφανίσεις τους. Ο δηκτικός και με δύναμη στίχος του Lemmy τα αναγάγει σε συνθέσεις, ιδιαίτερα επίκαιρες, για την Ευρώπη του σήμερα και τα καθιστά αυτομάτως κλασικά. Η πολιτική του απλού, με rock n’ roll /metal κιθάρες, που έχουν λιγότερο βάθος, αλλά περισσότερη δυναμική στις ψηλές συχνότητες, ίσως ξενίσει τον παραδοσιακό οπαδό, αλλά όχι όποιον γνωρίζει τις μουσικές προτιμήσεις του Lemmy. Παρόλα αυτά με τις ΗΠΑ να μαγεύονται από την rock n’ roll προσωπικότητα του Lemmy, όλα οδήγησαν στην μετακόμιση τους στο L.A. Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για το τελευταίο κλασικό άλμπουμ των MOTORHEAD, (οκ, ας αφήσω αυτό τον τίτλο για το «1916») που τους οδήγησε και από τα μέρη μας και την κυκλοφορία του “No sleep at all”, λίγο αργότερα.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης
NAPALM DEATH – “Scum” (self released)
Και κάπου εδώ η ακραία μουσική έρχεται σε επαφή με κάτι εντελώς πρωτόγονο και απολίτιστο, βάσει των «προδιαγραφών» μουσικότητας. Είναι το ντεμπούτο, που πρωτοπαρουσίασε σε full length κυκλοφορία το grind. Ετεροχρονισμένα μπορεί κανείς να ανιχνεύσει πάρα πολλά σημεία με groove, τα οποία δικαιολογούν γιατί συνδέθηκε ο όρος grind με το core και κυρίως γιατί εξελίχτηκε ως στοιχείο αναπόσπαστο του death metal μικρόκοσμου των late 80’s. Εδώ τα κομμάτια είναι ελάχιστα σε διάρκεια και έχουν έναν χαρακτήρα ακατέργαστο, που προκλητικά θα σας αναγκάσει να τον ανακαλύψετε με απανωτές ακροάσεις. Στο “Siege of power” είναι η εξαίρεση στον κανόνα του άλμπουμ που θέλει απρόβλεπτες εναλλαγές ρυθμών και ιλιγγιώδη ξεσπάσματα, που προκαλούν φρενίτιδα – να γιατί αγκαλιάστηκε μονομιάς αυτή η ηχητική κατεύθυνση από τους «κάφρους ελευθέρας βοσκής» εκείνης της εποχής.
Η πρώτη πλευρά είναι ουσιαστικά το ομότιτλο demo του 1986 διάρκειας μόλις 19 λεπτών για τα 12 κομμάτια που το αποτελεί. Ήταν να κυκλοφορήσει ως split με τους ATAVIST ON MANIC EARS, γεγονός που αποδεικνύει την προέλευση των αμούστακων τρελαμένων Βρετανών. Και μιλάμε για μια dream team της Αγγλικής σκηνής, αφού όλα τα μέλη που διαμόρφωσαν αυτό το δίσκο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο μέλλον με τις μπάντες που συνέχισαν! Ο Lee Dorian καταστρέφει τις φωνητικές του χορδές στη Β’ πλευρά του δίσκου πριν δημιουργήσει τους CATHEDRAL, ο Bill Steer έδινε τα πρώτα του διαπιστευτήρια πριν κάνει τα ίδια και χειρότερα στις κιθάρες με τους CARCASS ένα χρόνο μετά και ο Justin Broadrick προετοιμάζεται για τον όλεθρο των GODFLESH!
Αλήθεια πως θα ήταν η ακραία μουσική χωρίς το “Scum”; Επειδή ετεροχρονισμένα μπορούμε όλοι να το παίζουμε μετά Χριστόν προφήτες, αφήνω για το τέλος το γεγονός ότι ο John Peel εστίασε το ενδιαφέρον πάνω τους μέσω της εκπομπής του στο BBC! Το γεγονός ότι δεν του άρεσε η κατεύθυνση που πήραν μετά το “Harmony corruption” ήταν η πιο τρανή απόδειξη του γεγονότος ότι αντιλαμβανόταν τη δημιουργία ενός καινούριου ρεύματος. Την ίδια χρονιά το “Peel sessions” EP θα δώσει στους NAPALM DEATH παγκόσμια αναγνώριση μέσω του BBC και το album θα επανακυκλοφορήσει μέσω της Earache, λίγους μήνες μετά την πρώτη του παρουσίαση από τους ίδιους με δικά τους έξοδα! Είδατε τι μπορεί να κάνει μια μπάντα αν έχει προσωπικότητα με μόλις 50 λίρες;
Λευτέρης Τσουρέας
NASTY SAVAGE – “Indulgence” (Metal Blade)
Παλιά, τις εποχές που ακούγαμε φήμες για ένα συγκρότημα, βλέπαμε ένα περίεργο εξώφυλλο ή διαβάζαμε κάποια πράγματα που μας έκαναν εντύπωση για ένα συγκρότημα και πηγαίναμε να αγοράσουμε ένα δίσκο, είχα επιλέξει να πάρω το “Indulgence” των NASTY SAVAGE, που είχα βρει τυχαία σε picture disc… Όλα αυτά που άκουγα για την περίεργη φιγούρα του Nasty Ronnie, τραγουδιστή του σχήματος (μία κοψιά με τον Glen Danzig σε φάτσα και σώμα), ο οποίος ακουγόταν ότι στις συναυλίες των NASTY SAVAGE έσπαγε τηλεοράσεις στο κεφάλι του (!!!), με έκαναν να αγοράσω το δεύτερο άλμπουμ τους πολλά-πολλά χρόνια πίσω. Το θέμα με τους NASTY SAVAGE, ήταν ότι προσπαθούσαν να τα κάνουν όλα υπερβολικά, από φωνητικά μέχρι μουσική κι αυτό τους έκανε μεν αξιοπρόσεχτους, αλλά δύσκολους στην ακρόαση. Η μουσική τους ήταν ένα κράμα παλιών MAIDEN και PRIEST, με ολίγη από MERCYFUL FATE και πρώιμους ANTHRAX, όλα αυτά κάτω από ένα λυσσαλέο thrash πρίσμα και τα over the top φωνητικά του Nasty Ronnie. Το τελικό αποτέλεσμα όμως, θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο, αν άφηναν στην άκρη το θέμα της υπερβολής για εντυπωσιασμό…
Σάκης Φράγκος
NIGHT RANGER – “Big life” (MCA)
Αυτό είναι το 4ο άλμπουμ των Αμερικάνων NIGHT RANGER και ίσως το πιο μέτριο. Το συγκρότημα που μαζί με τους FOREIGNER, STYX και R.E.O. SPEEDWAGON είναι οι πρωτομάστορες του A.O.R., έχει μια σειρά από καλά έως πολύ καλά άλμπουμ αλλά το “Big Life” (No 28 U.S.A.) έχει πολύ …δεκαετία του ’80. Δεν είναι τα φωνητικά, αλλά η ατμόσφαιρα και η παραγωγή που θριάμβευε εκείνη τη δεκαετία και ειδικά τα τελευταία χρόνια της. Η σύνθεσή τους είναι μπομπάτη (Brad Gillis και Jeff Watson κιθάρες, Jack Blades μπάσο/φωνή, Kelly Keagy ντραμς/φωνή και Alan Gerald πλήκτρα) και σ’ ορισμένα τραγούδια οι δύο κιθαρίστες …λαλούν. Το άλμπουμ ανοίγει με το ομώνυμο τραγούδι, που δεν καταλαβαίνω γιατί δεν βγήκε single και προτιμήθηκε το “Hearts away” και ο κύκλος των radio friendly songs κλείνει με τα “Rain Comes crashing down” και το “The secret of my success” (No 64 U.S.A.) με το τελευταίο να ακούγεται και στην ομώνυμη ταινία με πρωταγωνιστή τον Michael J. Fox. Πάντως τα “Hearts away” και “The secret of my success” που κυκλοφόρησαν σε single απέτυχαν. Να σημειώσω ότι στη σύνθεση του τελευταίου συμμετέχει και ο μάστορας του είδους David Foster (παραγωγός και συνθέτης των Whitney Houston, Celine Dion ακόμα και Michael Jackson) και φανερά το τραγούδι δεν ακούγεται σαν NIGHT RANGER. Μα καλά, τόσα καλά άλμπουμ έχει η δισκογραφία των NIGHT RANGER, εσείς αυτό θα πάτε να πάρετε;
Αλέξανδρος Ριχάρδος
NORTHWIND – “Mythology” (EMI)
Το ρολόι του χρόνου δείχνει 1987… Η Θεσσαλονίκη είχε ήδη δείξει τις άγριες προθέσεις της ένα χρόνο πριν με το φοβερό εκείνο ομώνυμο LP των VAVEL… Το νερό έχει ήδη μπει στο αυλάκι… Οι NORTHWIND, όμως, μόνο καινούργιοι δεν ήταν στην πιάτσα… Είχαν ντεμπουτάρει το 1982 με το “Northcomin”, το οποίο και εμφάνιζε μία μπάντα που πατούσε με τα δύο πόδια στις 70’s hard rock καταβολές της. Τίποτα όμως δεν προϊδέαζε του τι θα συνέβαινε στην συνέχεια. Εν αρχή, ην η παραγωγή. Σαφώς ανώτερη του προκατόχου των Βορειοελλαδιτών, πιο μεστή και μεταλλική, αναδείκνυε σε κάθε δυνατή ευκαιρία το γνήσιο metal συναίσθημα που έρεε σε αφθονία στα αυλάκια του βινυλίου. Οι hard rock νόρμες είχαν πλέον μετεξελιχθεί, με το ύφος να χρωστά σεβαστό μέρος της έμπνευσης του στο κλασικό heavy των early 80’s…
Και πάλι όμως, το “Mythology” έβγαζε προς τα έξω προσωπικότητα και χαρακτήρα, σε σημείο που μπορούμε με ασφάλεια να μιλήσουμε για ένα σύνολο μουσικών που έκανε πράξη αυτό που τόσοι και τόσοι επιχείρησαν στην εποχή τους (και όχι μόνο) να υιοθετήσουν. Οι εθιστικές μελωδίες των κομματιών, η συναρπαστική αρμονία στα κιθαριστικά των Παπαδόπουλου/Τσακίρογλου, η μοναδική χροιά της φωνής του μπασίστα Νικολαίδη, το στακάτο rhythm section… Έχει κι άλλα ο μπαξές… Ακουστικά θέματα που σε αφήνουν άναυδο με τον βαθύτατο λυρισμό τους, γυναικεία backing vocals πολύ πριν αυτά καταστούν ένα ακόμα μεταλλικό trend, πλήκτρα που γοητεύουν με την αμεσότητα αλλά και την προσεγμένη διακριτικότητα που οι δημιουργοί τους επέλεξαν να τους “προσάψουν” και στίχους παρμένους από την πλουσιότατη Ελληνική μυθολογία…
Ακούω ξανά και ξανά διαχρονικά έπη όπως τα “Stop sisyphus stop”, “Medea”, “Eagles now they fly”, “Bad orion – Scorpio the punisher”, “Prometheus the man”, “Iole” και είμαι πλέον πεπεισμένος πως δίσκοι όπως το “Mythology” δεν πρόκειται ποτέ να επαναληφθούν, όχι μόνο στην Ελληνική επικράτεια αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο! Ότι πιο κοντά στην τελειότητα, χέρι χέρι με το “First attack” των SPITFIRE, αληθινό διαμάντι μιας άλλης εποχής, θυσαυρός για κάθε μεταλλική δισκοθήκη!
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης
JOHN NORUM – “Total control” (Epic)
Πρώτο προσωπικό άλμπουμ για τον πρώην κιθαρίστα των EUROPE. Και γράφω πρώην, γιατί μετά την κυκλοφορία του υπερεπιτυχημένου “The Final Countdown”, αποχώρησε και αντικαταστάθηκε από τον Kee Marcelo για να επιστρέψει δισκογραφικά το 2004. Το “Total Control” κινείται στο ίδιο ύφος με τα άλμπουμ των EUROPE και περιέχει μια μεγάλη και διαχρονική επιτυχία, το “Love Is Meant to Last Forever”. Την εποχή που είχε κυκλοφορήσει το άλμπουμ εργαζόμουν στο τμήμα promo της CBS και υπήρχε πολύς κόσμος (είτε ραδιοφωνικοί παραγωγοί, είτε ακροατές) που νόμιζαν ότι το “Love Is Meant to Last Forever” που παιζόταν συνέχεια από το ελληνικό ραδιόφωνο (αλλά δεν συνοδεύτηκε από τις αντίστοιχες πωλήσεις, δεν ξεπέρασε τις 2.500 αντίτυπα) ήταν τραγούδι των EUROPE. Εκείνο που πρέπει να σημειώσω στα θετικά του δίσκου είναι η ομοιογένεια του, το καλό παίξιμο του και το κομμάτι “Blind” που ξεχωρίζει. Από εκεί και πέρα τίποτε το ιδιαίτερο. Μια διασκευή του “Wild One” των THIN LIZZY (πόσους κιθαρίστες έχει επηρεάσει ο μπασίστας Phil Lynott με τις συνθέσεις του;), η συμμετοχή του Goran Edman στο “Love Is Meant to Last Forever” αλλά και του μπασίστα Marcel Jacob (από τους TALISMAN) που τότε μας ήταν εντελώς άγνωστος. Για την ιστορία το maxi single του “Love Is Meant to Last Forever” που είχε κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα εκτός από 2 εκτελέσεις του τραγουδιού (extended και single) περιείχε και μια διασκευή του “Don’t believe a word” (τωνTHIN LIZZY).
Αλέξανδρος Ριχάρδος
OSTROGOTH – “Feelings of fury” (Ultraprime Records)
Δεν υπάρχει ποιο δύσκολη δουλειά από το να γραφείς «κριτική» για ένα συγκρότημα που λατρεύεις, έχεις προσωπικές σχέσεις και πρέπει παράλληλα να είσαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται. To “Feelings of fury” έφερε μια σημαντική αλλαγή στο line up τους, ήταν ο πρώτος και μοναδικός, δίσκος με τον Peter de Vint πίσω από το μικρόφωνο. Ο προκάτοχός του, Marc de Brauwer, ήταν, είναι και θα είναι ο καλύτερος τραγουδιστής που είχαν ποτέ οι OSTROGOTH, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι και η «αλά Graham Bonnet» φωνή του Peter δεν ταίριαξε καλά στο δίσκο. Σίγουρα εδώ δεν μιλάμε για το καλύτερο συνθετικά δίσκο τους ενώ και η μίξη του άλμπουμ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως και κακή. Αφήνοντας πίσω όλα αυτά όμως, έχουμε να κάνουμε με ένα παρά πολύ καλό δίσκο ατόφιου heavy metal που τιμάει το παρελθόν τους στο έπακρο. Κορυφαία στιγμή του άλμπουμ- ποτέ δεν θα ξεχάσω τα συναισθήματα όταν το άκουσα για πρώτη φορά ζωντανά στο Βέλγιο το 2002- είναι το “Samurai” ενώ και υπόλοιπες συνθέσεις διατηρούν ένα αρκετά υψηλό επίπεδο. Αν το “Feelings of fury” δεν βρίσκετε ήδη στην συλλογή σας, διορθώστε το άμεσα!
Μανόλης Καραζέρης
OVERKILL – “Taking over” (Megaforce)
Οι OVERKILL πάντα ζούσαν κάτω από τη σκιά των ANTHRAX… Αυτή είναι η αλήθεια. Η Ανατολική Ακτής της Αμερικής μπορεί σίγουρα να υπερηφανεύεται για τα δύο σπουδαία thrash groups αφού (ιδιαίτερα) στη δεκαετία του ‘80 μας έδωσαν μερικά πολύ σημαντικά δισκάκια. Το “Taking over” είναι ένα από αυτά. Και μπορεί το εξώφυλλο να αφήνει πολλά περιθώρια γέλιου (είναι όμως και πολύ cult), το υλικό ωστόσο ανταμείβει και με το παραπάνω τον θαρραλέο ακροατή!
Σε σχέση με το “Feel the fire”, ο εν λόγω δίσκος των OVERKILL διαθέτει σαφέστατα μία μεγαλύτερη ποικιλομορφία και ένα μουσικό βάθος, δύο στοιχεία που αναδεικνύονται από μία πολύ πιο δουλεμένη και καλογυαλισμένη thrash παραγωγή. Η μελωδία του υπερκλασικού “Deny the cross”, το συναυλιακό mid–tempo “In union we stand”, το ξέφρενο “Use your head” και τα πάντα χαρακτηριστικά φωνητικά του Bobby “Blitz” Ellsworth αποτελούν μερικά μόνο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του “Taking over”. Ήταν μία συνολικά καλή περίοδος για τους OVERKILL και το Thrash ιδίωμα γενικότερα.
Σάκης Νίκας
PARADOX – “Product of imagination” (Roadracer)
Λίρα εκατό οι PARADOX. Ένα συγκρότημα-διαμάντι για τον speed/thrash ήχο στα τέλη της δεκαετίας του ’80, με τον χαρακτηριστικό τους ήχο, να προέρχεται από μία αναποδιά του ηγέτη τους (κιθαρίστα και τραγουδιστή) Charlie Steinhauer (περαστικά του κιόλας, μιας και πέρασε και δεύτερο πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας). Όταν ήταν μικρός, άρχισε να γρατσουνάει μία κιθάρα με τις χορδές ανάποδα (δηλαδή, ενώ ήταν δεξιόχειρας, οι χορδές ήταν τοποθετημένες σαν να επρόκειτο για αριστερόχειρα) κι αυτό δημιούργησε μία φοβερή ιδιαιτερότητα στον ήχο τους, ιδιαίτερα στα riffs. Από επιρροές τώρα, ΠΟΛΥ METALLICA, αλλά και πρώιμοι HELLOWEEN και γιατί όχι FLOTSAM AND JETSAM, διανθισμένα όλα αυτά με εκείνη τη γλυκιά γερμανίλα που αποπνέουν τα φωνητικά του Steinhauer. Τρελές τραγουδάρες όπως το “Pray to the Godz of wrath”, το “Death, screaming and pain”, το ομώνυμο του δίσκου, αλλά και το “Paradox”. Ένα συγκρότημα που μας εξέπληξε ευχάριστα και με τον επόμενο δίσκο του, το “Heresy”, που ήταν ακόμα καλύτερο και στη χώρα μας προωθήθηκε σαν τρελό, αφού κάποιοι είχαν αντιληφθεί ότι γουστάρουμε οτιδήποτε καλό ακούγεται σαν METALLICA (βλέπε για παράδειγμα τους ICED EARTH, που έγιναν μεγάλοι στην Ελλάδα νωρίτερα από οπουδήποτε). Να και κάτι που είχε γίνει για καλό μας κι όχι μόνο για την τσέπη λίγων…
Σάκης Φράγκος
PICTURE – “Marathon” (Touchdown)
Εδώ έχουμε τον έκτο και τελευταίο, όπως αποδείχθηκε, δίσκο των Ολλανδών στην δεκαετία του ‘80. Ενώ στις αρχές των 80’s εμφανίσθηκαν επηρεασμένοι από το NWOBHM κίνημα και υπήρξαν από τα πρώτα heavy metal σχήματα της πατρίδας τους, στο “Marathon” έχουν μετατοπίσει τον ήχο τους στον A.O.R ήχο, όχι με καλά αποτελέσματα είναι η αλήθεια.
Τα φωνητικά εδώ έχει αναλάβει ο Bert Heerink των VENGEANCE, γενικότερα το αρχικό line up έχει υποστεί ολική αναδιάρθρωση και οι συνθέσεις με δυσκολία ξεπερνούν την μετριότητα. Από τις δέκα συνθέσεις του δίσκου λίγες είναι οι αξιόλογες και ακόμα θυμάμαι που έκλαψα τα χρήματα μου όταν αγόρασα αυτόν τον δίσκο πριν από δεκαοκτώ χρόνια, μετά από προτροπή ενός υπάλληλου γνωστού δισκάδικου της πρωτεύουσας. Αν ενδιαφέρεστε για τους καλούς PICTURE, καλύτερα να ασχοληθείτε με τα πρώτα άλμπουμ της δισκογραφίας τους και να αποφύγετε αυτόν εδώ!
Γιάννης Παπαευθυμίου
PRETTY MAIDS – “Future world” (Columbia)
Ευλογημένη χώρα η Δανία με τον ηγέτη King Diamond και τους εκπληκτικούς PRETTY MAIDS! Τι πραγματικά να γράψεις για τους δεύτερους; Ένα συγκρότημα που σε όλη τη καριέρα τους έχουν καταφέρει να ισορροπήσουν με μνημειώδη επιτυχία ανάμεσα στο heavy / power metal και στο hard rock, προσφέροντας σπουδαίες δισκογραφικές δουλειές. Το 1984 έχουν κυκλοφορήσει ένα από τα καλύτερα ντεμπούτο στο metal (“Red, hot and heavy”) που προκάλεσε ανατριχίλες στους οπαδούς του metal. Μετά από 5 singles και ένα EP έρχεται η σειρά του δεύτερού τους δίσκου, που μέχρι και σήμερα παραμένει αξεπέραστο. Μετά το «ωμό» ντεμπούτο έχουν καταφέρει να ακούγονται άκρως μελωδικοί χωρίς να χάνουν σε δύναμη και ταχύτητα. Το ομώνυμο τραγούδι είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα ευρωπαϊκού power metal με την εισαγωγή να κολλά στο μυαλό σου. Κάθε DJ που θέλει να πιστεύει ότι κάνει καλή δουλειά δεν το βγάζει ποτέ από το set list του. Η συνέχεια είναι ανάλογη και μέσα στο πνεύμα της εποχής που ήθελε τους Ευρωπαίους να αναλαμβάνουν τα σκήπτρα από τους Αμερικανούς στο χώρο του power metal, μην ξεχνάμε ότι είναι η εποχή που κυκλοφόρησε και το “Keepers of the seven keys” από τους HELLOWEEN. Αγαπημένα τραγούδια περιλαμβάνονται στο δίσκο όπως το αντιπολεμικό τραγούδι “Yellow rain” με τις καταπληκτικές ακουστικές κιθάρες στα πρώτα λεπτά και το καταιγιστικό riff στη συνέχεια με τα πλήκτρα να ακολουθούν το ξέφρενο «χορό» των κιθάρων, το πιο «εμπορικό» “Loud and proud” με ένα ρεφρέν που σε ξεσηκώνει στη κυριολεξία και σε ωθεί να τραγουδήσεις στο ρυθμό και φυσικά το αγαπημένο τραγούδι μου με κιθαριστική εισαγωγή που σε καθηλώνει και ένα ρεφρέν που αγαλλιάζει τη ψυχή σου, “Rodeo”. Τέλος αφήνω την μπαλάντα του δίσκου που είναι μία από τις καλύτερες όλων των εποχών, “Eye of the storm”, στην οποία ο τραγουδιστής Ronnie Atkins σημαδεύει το τραγούδι με την ερμηνεία του. Μιας και αναφερθήκαμε στον Atkins θα ήθελα να συμπληρώσω ότι χωρίς τη μοναδική ικανότητα του να προσαρμόζει τις φωνητικές χορδές αναλόγως της ταχύτητας, της δύναμης και της μελωδίας σε κάθε τραγούδι οι PRETTY MAIDS ίσως να μην είχαν ποτέ μείνει τόσα χρόνια στη μουσική σκηνή. Στη πορεία το συγκρότημα συνέχισε σε πιο μελωδικά μονοπάτια διαθέτοντας πάντα μια ποιότητα και εκτός από κάποια τραγούδια ποτέ ξανά δεν παρουσίασαν την ιδανική μίξη heavy / power με hard rock.
Παναγιώτης Δημητρόπουλος
RAGE – “Execution guaranteed” (Noise)
Σαφώς ένα βήμα πάνω από το ντεμπούτο τους, “Reign of fear”, αλλά σίγουρα μέτριο speed/power metal, γερμανικής σχολής που οφείλει πολλά στον ήχο των πρώιμων HELLOWEEN και μας φέρνει στο μυαλό και τα πρώτα βήματα των BLIND GUARDIAN στο “Battalions of fear”. Ο Peavy Wagner, πασχίζει να γράψει μελωδίες στα ρεφρέν, κάτι που από τον επόμενο δίσκο (“Perfect man”), θα αρχίζει να το κάνει με αξιομνημόνευτη επιτυχία, αλλά το συγκρότημα, δεν είχε ακόμη την εμπειρία και τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο, παρά το γεγονός ότι στα ντραμς ήταν ο Jorg Michael. Το “Down by law”, που ανοίγει το δίσκο, εμφανιζόταν στις ζωντανές εμφανίσεις των RAGE για πολλά χρόνια, το “Before the storm” έχει αρκετά συναυλιακό ρεφρέν, το “Hatred” είναι ΟΚ, το ομώνυμο τραγούδι δείχνει μία προσπάθεια να κάνουν κάτι παραπάνω από τα συνηθισμένα αφού διαρκεί 6 λεπτά και προσπαθούν να βάλουν όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα, το αποτέλεσμα όμως είναι μπερδεμένο. Από εκεί και πέρα, να πούμε για το “Streetwolf” ή το “When you’re dead”; Το μόνο που σου μένει, είναι η ασυγκράτητη γερμανίλα στην προφορά του Peavey. Η ουσιαστική αρχή για τους RAGE, έγινε με το “Perfect man” και αυτός ο δίσκος είναι μόνο για τους πωρωμένους…
Σάκης Φράγκος
RAVEN – “Life’s a bitch” (Atlantic)
Μετά το φιάσκο του “The pack is back” οι βρετανοί αποφάσισαν να συνετιστούν και να επιστρέψουν στο αυθεντικό heavy metal. Κάτι τέτοιο πράττουν και σε αυτόν τον δίσκο και επιτέλους γράφουν συνθέσεις που θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν τους και γίνεται μια προσπάθεια να προσεγγίσουν τους παλιούς τους οπαδούς που εδώ και μερικά χρόνια τους είχαν – και δικαιολογημένα- εγκαταλείψει. Οι συνθέσεις είναι πολύ αξιόλογες και φαίνεται ότι η φλόγα έχει αναζωπυρωθεί. Παρόλο τις καλές όμως προθέσεις της μπάντας, την περιοδεία με τους WASP και SLAYER, ο δίσκος ήταν μια εμπορική αποτυχία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η αποχώρησή τους από την Atlantic και το “Life’s a bitch” να σηματοδοτεί ην αποχώρηση του drummer Wacko από την μπάντα για να γίνει τεχνικός ήχου λίγο μετά. Τα αδέλφια Gallagher θα συνεχίσουν το άρμα των RAVEN, αλλά κάπου εδώ σβήνουν και οι τελευταίες ελπίδες τις όποιας εμπορικής καταξίωσης θα μπορούσαν να αποκτήσουν.
Γιάννης Παπαευθυμίου
RAZOR – “Custom killing” (Fist fight)
Υπάρχει πολύς κόσμος εκεί έξω, που θεωρεί τον δίσκο αυτό ως τον πιο αδύναμο των RAZOR μέσα στη δεκαετία του ’80, συγκρίνοντάς τον με άλμπουμ όπως το “Evil invaders” ή το “Executioner’s song”. Εγώ θα έλεγα ότι σε καμία περίπτωση δεν θα περίμενα τους RAZOR, που έπαιζαν υπερηχητικό thrash με διάρκειες γύρω στα 3-4 λεπτά, να ξεκινήσουν άλμπουμ τους με το 11λεπτο “Survival of the fittest” και να έχουν ένα ακόμη 11λεπτο τραγούδι, το “Last rites”. Ο Dave Carlo και η παρέα του, μας έδειξαν σαφώς ότι δεν μπορούσαν να γράψουν μόνο ταχύτατα κομμάτια, αλλά και πιο τεχνικά, με περισσότερα riff. Τα φωνητικά του Stace McLaren, είναι πιο ψιλά, αλλά η απαράδεκτη παραγωγή ρίχνει κατά πολύ το τελικό αποτέλεσμα. Προσωπικά γουστάρω και τα μικρότερα σε διάρκεια τραγούδια του δίσκου, όπως το “White noise” και το “Going under”, αλλά το “Snake eyes”, με την εισαγωγή που κάποιος κάνει τον Ινδό, μου ακούγεται περισσότερο σαν Bolywood soundtrack, παρά σαν thrash τραγούδι… Δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι αυτός ο δίσκος, οδήγησε και στο υπέρτατο δημιούργημα των Καναδών, το “Violent restitution”, που είναι κατά τη γνώμη μου κι ένας από τους καλύτερους thrash δίσκους όλων των εποχών. Ο καλός μου φίλος, Martin Popoff, είχε γράψει ότι ο συγκεκριμένος δίσκος είναι το “…and justice for all” των RAZOR και νομίζω ότι αυτή η έκφραση περικλείει όλα όσα ήθελα να γράψω εγώ!!!
Σάκης Φράγκος
RUNNING WILD – “Under Jolly Roger” (Noise)
To 1987 ένα σχετικά αδιάφορο συγκρότημα κάνει στροφή 180 μοιρών, αλλάζει profile σε σύγκριση με τους δύο πρώτους δίσκους, υιοθετεί ένα περίεργο πειρατικό style και εν αγνοία του από εκείνη τη χρονιά αλλάζει τα δεδομένα στο χώρο του heavy/power επηρεάζοντας μέσα σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι και το μελωδικού death metal και Viking. Ο Rock ‘N’ Rolf Kasparek έκανε την σωστότερη κίνηση της ζωής του και μία από τις πιο πρωτότυπες στην ιστορία της μουσικής και το συγκρότημά του, RUNNING WILD, απέκτησε φανατικούς οπαδούς σε όλη την υφήλιο.
Το “Under Jolly Roger” γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία στη Γερμανία και στις γύρω χώρες ενώ τα κανόνια στο ομώνυμο, πρώτο, τραγούδι δίνουν το έναυσμα για μια καταιγιστική επίθεση τευτονικού metal με την δίκαση να «λυσσομανά» και να ανταγωνίζεται τα καθηλωτικά riffs και φανταστικά solos που εξαπολύουν χωρίς οίκτο οι κιθάρες. Η ωμή παραγωγή ήταν η ιδανική για τα συγκεκριμένα τραγούδια, ενώ ο καπετάνιος με την μοναδική του ερμηνεία δείχνει να ζει το νόημα των στίχων του.
Μουσικά το συγκρότημα καταφέρνει να παρουσιάσει μία ιδανική μίξη thrash, heavy και power χωρίς το ένα να καλύπτει το άλλο. Τραγούδια που έμειναν στην ιστορία του συγκροτήματος περιέχονται στο δίσκο, πέρα από το ομώνυμο, όπως “Beggar’s night”, “Raw ride”, “Raise fist” και “Merciless game”. ΠΡΟΣΟΧΗ: Συμβουλή μου είναι, καθώς ο δίσκος πλέον είναι αρκετά σπάνιος, να ακούσετε τις αυθεντικές εκτελέσεις των δίσκων και όχι την μετέπειτα έκδοσή τους από τη συλλογή “The first years of piracy”.
Όπως αποδείχθηκε στο μέλλον η απόφαση του Kasparek να αλλάξει ριζικά ύφος και style ήταν 100% πετυχημένη και για αρκετά χρόνια κάθε φορά που το πειρατικό σάλπαρε προκαλούσε τρόμο στους ανταγωνιστές του και πώρωση στους πολυάριθμους οπαδούς του. Τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόμα… Στα επόμενα αφιερώματα του Rock Hard η συνέχεια…
Παναγιώτης Δημητρόπουλος
RUSH – “Hold your fire” (Mercury)
Η μεσαία περίοδος των RUSH έκλεισε με τις εντυπώσεις πιο πλατειασμένες, μετά και την ψυχρολουσία του προκάτοχού του “Power windows”, με το πολύ καλό αυτήν την φορά “Hold your fire”. Έχοντας και πάλι πίσω από την κονσόλα του παραγωγού τον Peter Collins, συνέχισαν πάλι τον πειραματισμό τους στα εμπορικά pop ηχοτόπια, με πιο αποτελεσματικό όμως songwriting. Εκτός από την αυξανόμενη χρήση ηλεκτρονικών ήχων από τον Lee, εδώ υπάρχουν για πρώτη φορά στην καριέρα τους γυναικεία φωνητικά, στα “Time stand still” και “Open secrets”. Στο “Hold your fire” μπορείτε να συναντήσετε μερικά από τα πιο αξιόλογα τραγούδια που έγραψε η θρυλική τριάδα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, σαν τον εναρκτήριο δυναμίτη “Force ten”, τον prog ύμνο “Lock and key” και το εκπληκτικό “Mission”, που καυτηριάζει το lifestyle των σύγχρονων ανθρώπων. Σχεδόν όλο το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό για τον μέσο ακροατή τους, με εξαίρεση φυσικά το “Tai shan”, που μέχρι και η ίδια η μπάντα το έχει αποκηρύξει. Οι πωλήσεις του “Hold your fire” δεν αντάμειψαν την ποιότητα του μουσικού περιεχόμενού του και στις ΗΠΑ έγινε μόλις χρυσό, μετά από απανωτά πλατινένια άλμπουμ. Αυτό το γεγονός βέβαια, δεν αποτέλεσε και κανένα καθοριστικό παράγοντα στην περιοδεία που ήρθε, η οποία αποτυπώθηκε δύο χρόνια μετά με το “A show of hands”. Τέλος, αν αναρωτιέστε ποια είναι η δεσποινίς που συμμετέχει φωνητικά στο πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι του δίσκου αυτού, το “Time stands still”, καθώς και στο αντίστοιχο video clip που το συνόδευε, αυτή είναι η Aimee Mann των Βοστωνέζων one hit wonders ‘TILL TUESDAY (το “Voices carry” είναι παρεμπιπτόντως έπος από τα λίγα).
Γιώργος Κόης
SACRED REICH – “Ignorance” (Metal Blade)
Κακά τα ψέματα… Μπορεί το “The American way” να αποτελεί προσωπική αδυναμία του υπογράφοντος αυτό το μικρό κείμενο αλλά το “Ignorance” είναι σίγουρα το πιο δυναμικό, ακατέργαστο, πρωτότυπο και αντιπροσωπευτικό άλμπουμ που πρόσφεραν ποτέ οι SACRED REICH στη σχετικά μικρή αλλά άκρως σημαντική δισκογραφική τους παρουσία. Ακούγοντας το δίσκο ξανά την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω τη συνθετική ωρίμανση που διαθέτει ένα σχήμα στο ντεμπούτο του! “Death squad”, “Victim of demise”, “Violent solutions”, “Ignorance”… Μα τις χίλιες πάπιες της λίμνης του Οντάριο, ακόμη και το instrumental “Layed to rest” είναι από άλλον πλανήτη! Δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα κομμάτια από το “Ignorance” ακούγονται μέχρι σήμερα στις λιγοστές συναυλίες που δίνουν ανά τον κόσμο οι SACRED REICH.
Το τοπίο στο thrash metal δεν θα ήταν ποτέ ίδιο μετά το “Ignorance” και σίγουρα το Phoenix θα πρέπει να αισθάνεται περήφανο και για κάτι άλλο εκτός από τους Phoenix Suns!
Σάκης Νίκας
SACRIFICE – “Forward to termination” (Roadrunner)
Η μεγάλη τριάδα του Καναδά στο thrash μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αποτελούνταν σαφέστατα από τους RAZOR, τους SLAUGHTER και τους SACRIFICE. Με το ντεμπούτο τους, το “Torment in fire”, δημιούργησαν αίσθηση στους thrash κύκλους, με τις μεστές τους συνθέσεις και τα πολύ ιδιαίτερα φωνητικά του Rob Urbinati και η επόμενη προσπάθειά τους, το “Forward to termination”, αναμένονταν ανυπόμονα. Το οξύμωρο είναι ότι παρά το γεγονός ότι ήταν καλύτερος δίσκος από τον προκάτοχό του, δεν έκανε κάποιο ιδιαίτερο «γκελ» στον κόσμο. Κι όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι η Roadrunner (η ευρωπαϊκή τους εταιρία) είχε αρχίσει να μεγαλώνει αρκετά (στην Αμερική είχαν τη Metal Blade, οπότε ήταν ήδη σούπερ) κι έβγαλαν video clip για το τραγούδι “Re–animation”. Συνθέσεις όπως το “Cyanide”, το “Flames of Armageddon”, το “The entity” ή το “Re–animation”, δεν είχαν να ζηλέψουν πολλά από τους πραγματικά μεγάλους του είδους, παρόλα αυτά η μπάντα δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα πλαίσια του underground και κινούνταν συνεχώς μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας…
Σάκης Φράγκος
SACRILEGE – “Within the prophecy” (Under One Flag)
Μακράν ο χειρότερος δίσκος του αγγλικού σχήματος, που είχε μία σαφή έλλειψη μουσικού προσανατολισμού, αφού το ντεμπούτο τους, “Behind the realms of madness”, ήταν σε πιο punk ύφος με πρώιμα hardcore στοιχεία, αυτός εδώ ο δίσκος ήταν πιο thrash και το “Turn back trilobite” που ακολούθησε ήταν σε doom μονοπάτια. Εννοείται ότι μετά διαλύθηκαν… Είναι βέβαιο ότι άκουγαν αρκετά τους SLAYER στη δημιουργία αυτού του δίσκου, αλλά πρέπει να έχεις μεγάλο ταλέντο για να αντέξουν στο χρόνο thrash συνθέσεις που να διαρκούν κατά μέσο όρο πάνω από 6-7 λεπτά και οι SACRILEGE δεν «το είχαν». Η τραγουδίστριά τους, Lynda Simpson, έχει πολύ αδύναμη φωνή και αρκετά ανέκφραστη, ίσως κι αυτός να είναι ο λόγος που οι συνθέσεις τους έχουν πολύ λίγα σημεία με φωνητικά και μεγάλα instrumental μέρη. Παιχτικά, δεν είναι και ό,τι καλύτερο έχω ακούσει, οπότε μιλάμε για ένα μέτριο συγκρότημα, που στην άνθηση του thrash, έπαιζε με τα κουβαδάκια του… Πάμε γι’ άλλα.
Σάκης Φράγκος
SANCTUARY – “Refuge denied” (Epic)
Προφανώς ανήκω στην συνομοταξία εκείνων που βλέπουν πολύ διαφορετικά ορισμένα ζητήματα-ταμπού για την πλειοψηφία των οπαδών. Οι SANCTUARY είναι υπερεκτιμημένοι για το status που απολαμβάνουν… Όπως άλλωστε και αρκετοί συνάδελφοι τους που έπαιξαν power metal στα 80’s στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Ξεκινάμε με την διαπίστωση πως η παραγωγή του Dave Mustaine φροντίζει επιμελώς να καταστρέφει κάθε καλή προσπάθεια του κουιντέτου, σε σημείο μάλιστα που προξενεί εντύπωση πως ένας μουσικός τέτοιου βεληνεκούς, “κατόρθωσε” να βγάλει τόσο κακό ήχο. Ένα το κρατούμενο. Και συνεχίζουμε. Ο μύθος των SANCTUARY χτίστηκε κατά βάση πάνω στην μαλλούρα του Warrel Dane, στις εκρηκτικές τους εμφανίσεις (οι παλαιότεροι θυμούνται… Απλά οι FATES ήταν πολλές κλάσεις ανώτεροι…) και λιγότερο στο συνθετικό κομμάτι. Εκτελεστικά, το “Refuge denied” παρ’ όλο που κουβαλά την απειρία ενός ντεμπούτου, στέκει αξιοπρεπώς, με πραγματικά καλές ερμηνείες κι έναν Dane να φτύνει τις λέξεις λες και δεν υπήρχε αύριο… Η μουσική κατεύθυνση είναι power/speed, που δεν γειτνιάζει όμως με το thrash που την περίοδο εκείνη ήταν στα φόρτε του, με επιδράσεις από τον Βρετανικό ήχο στην ταχύτερη του έκδοση. Τι θα μπορούσε να κάνει όμως τον συγκεκριμένο δίσκο κλασικό και διαχρονικό; Αν εξαιρέσω τα “Battle angels”, “Die for my sins”, “Soldiers of steel”, που αντικειμενικά βρίσκονται σε άλλο πεδίο έκφρασης και όντως είναι οι στιγμές που η πεντάδα έπιασε το συνθετικό της peak, το άλμπουμ, ως συνολικό άκουσμα, δεν βρίσκεται στο ίδιο υψηλότατο επίπεδο. Έχει τις στιγμές του, άπαντες αναφέρονται στο “White rabbit” (JEFFERSON AIRPLANE) λες και πρόκειται για την κορυφαία διασκευή ever, αλλά ως εκεί… Υπήρχαν εμφανώς ποιοτικότερες κυκλοφορίες το 1987 και το “Refuge denied” θα μνημονεύεται –τουλάχιστον από τον γράφοντα- ως ένα πολύ θετικό και αξιόλογο ξεκίνημα, που γέννησε ελπίδες για κάτι ξεχωριστό στο μέλλον και όχι για την δισκάρα που απαγορεύεται δια ροπάλου να λείπει από την δισκοθήκη σας. Εκτός κι αν είσαστε φανατικοί με το US power, οπότε πάω πάσο…
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης
SARCOFAGO – “I.N.R.I.” (Cogumelo)
Εκτός των πρώιμων BATHORY, VENOM, CELTIC FROST και SODOM μεταξύ άλλων, πολλά εξέχοντα μέλη τους δεύτερου κύματος της black metal σκηνής εκφράζουν περίτρανα τη επιρροή που έχουν ασκήσει πάνω του οι SARCOFAGO με το ντεμπούτο τους “I.N.R.I.”. Με καταγωγή το Belo Horizonte της Βραζιλίας, οι SARCOFAGO ιδρύονται το 1985 από τον Wagner Lamounier μετά την αποχώρησή του από τους SEPULTURA, έχοντας προλάβει να συνεισφέρει στους στίχους του “Antichrist” από το “Bestial devastation” αλλά και να ξεκινήσει μία κόντρα μεταξύ των δύο συγκροτημάτων που κράτησε για αρκετά χρόνια. Αποκτώντας το ψευδώνυμο Antichrist, o Lamounier, έχοντας καταφέρει να διατηρήσει ένα σταθερό line–up με τον Incubus στο μπάσο και τα αδέρφια D.D. Crazy και Butcher σε τύμπανα και κιθάρα αντίστοιχα και τον ίδιο στα φωνητικά και μετά από την κυκλοφορία αρκετών demo, οι SARCOFAGO υπογράφουν με τη θρυλική Cogumelo Records και κυκλοφορούν το “I.N.R.I.”. Η Βραζιλία ήδη με τους SEPULTURA και τους πιο underground ήρωες VULCANO και SEXTRASH είχε δείξει τα δόντια της και οι SARCOFAGO με το εμβρυακό death metal και τις punk εκρήξεις τους φανέρωσαν ένα πιο ακραίο προσωπείο. Οι αφελείς σατανικοί στίχοι, η κακή παραγωγή, το κουλό παίξιμο, οι τσιτωμένες ταχύτητες και το εξώφυλλο που δείχνει τα μέλη με corpsepaint ταμπουρωμένους με σφαίρες και καρφιά από τη κορφή ως τα νύχια, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του “I.N.R.I.”. Ακούγοντάς το ξανά δεν ξέρω αν είναι απόλυτα σωστό να το χαρακτηρίσω ως προπομπό του black metal κινήματος ή αν πρόκειται κυριολεκτικά για ένα από τα πρώτα black metal άλμπουμ που κυκλοφόρησαν. Όπως και να ’χει πρόκειται για ένα άλμπουμ που όποιος δεν το έχει ακούσει θα νιώσει το ίδιο σοκ με τότε έστω κι αν έχουν περάσει 25 χρόνια από την ημερομηνία κυκλοφορίας του.
Κώστας Αλατάς
SATAN – “Suspended sentence” (Steamhammer)
Οι Άγγλοι SATAN, ως γνωστό αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά των SKYCLAD, έχοντας στη σύνθεση τους Steve Ramsey (κιθάρα) και Graeme English (μπάσο). Από τα σημαντικότερα συγκροτήματα του δεύτερου κύματος του NWOBHM κυκλοφόρησαν το εκπληκτικό ντεμπούτο “Court in the act” το 1983 και μετά από 4 χρόνια σειρά είχε η δεύτερη δισκογραφική τους δουλειά “Suspended sentence”.
Συνεχίζουν στο ίδιο υψηλό επίπεδο αλλά υπάρχει μια σημαντική διαφορά με το ντεμπούτο. Ο τιτανοτεράστιος και μία από τις καλύτερες φωνές του heavy metal, Brian Ross, είχε αποχωρήσει από το συγκρότημα και τη θέση του πήρε ο Michael Jackson. Η αλλαγή ήταν αρκετά εμφανής και άφησε το στίγμα της στο τελικό αποτέλεσμα. Όπως και να έχει ο δίσκος διαθέτει για μια ακόμη φορά εξαιρετικές κιθάρες με το γενικότερο ύφος να παραμένει το speed metal, με μια εξαίρεση στην επική μπαλάντα και καλύτερο τραγούδι του δίσκου “Avalanche of a million hearts”, στο οποίο υπάρχουν κάποιες neo – classical επιρροές. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες αδιάφορες στιγμές που θα μπορούσαν να παραλειφθούν. Αλλά όπως έγραψα παραπάνω, έλειπε ο Brian Ross.
Ο συγκεκριμένος δίσκος έκλεισε το κεφάλαιο SATAN και στην ουσία οδήγησε τα δύο προαναφερθέντα μέλη στη δημιουργία των SKYCLAD, με τους οποίους είχαν λαμπρή πορεία στο χώρο του metal.
Παναγιώτης Δημητρόπουλος
JOE SATRIANI – “Surfing with the alien” (Relativity)
Πόσους δίσκους γνωρίζετε που να έχουν βγάλει περισσότερα σήματα εκπομπών από το “Surfing with the alien” του Joe Satriani; Αθλητικές εκπομπές, μουσικές εκπομπές, διαφημιστικά trailer, τα πάντα έχει «ντύσει» μουσικά αυτός ο δίσκος. Και μάλιστα με πολλά διαφορετικά κομμάτια. Μιλάμε για το ομώνυμο, το “Ice 9”, το “Crushing day”, το “Satch boogie” και κάπου μου φαίνεται ότι έχω ακούσει και το “Circles”. Ο Αμερικάνος κιθαρίστας με τις ιταλικές ρίζες, έκανε το θαύμα του, αφού κατάφερε να κάνει “mainstream” έναν κιθαριστικό instrumental δίσκο, πηγαίνοντάς τον στο #29 του Billboard και κάνοντάς τον πλατινένιο στην Αμερική κι όλα αυτά ξεκινώντας να κάνει ένα low budget άλμπουμ… Μεθυστικές, διαχρονικές μελωδίες, εξωφρενική τεχνική, ρυθμός που σε κάνει να χτυπάς πάντα το πόδι σου στο άκουσμα του κάθε κομματιού. Η αλάνθαστη συνταγή για την επιτυχία. Και στο εξώφυλλο ο Silver Surfer από τα Marvel Comics, ένα από τα πρώτα εξώφυλλα στη rock μουσική που είχε τέτοιο θέμα. Επίσης, υπήρχε και το “Always with me, always with you”, με το χαμηλό τέμπο, αλλά μία μελωδία που σου καρφώνεται στο μυαλό με το που την ακούσεις, που έκανε ιδιαίτερη επιτυχία στο ραδιόφωνο εκείνη την εποχή και γυρίστηκε και video clip. Ο δεύτερος δίσκος του Satriani, είχε όλα τα συστατικά για να γίνει πασίγνωστος και να μη μείνει στην ιστορία μόνο σαν δάσκαλος καλλιτεχνών όπως ο Steve Vai, ο Kirk Hammett, ο Alex Skolnick ή ο Rick Hunolt, αλλά ως ο πιο ολοκληρωμένος κιθαρίστας που παρήγαγε και συνεχίζει να παράγει instrumental άλμπουμ τεράστιας αξίας.
Σάκης Φράγκος
SAVATAGE – “Hall of the mountain king” (Atlantic)
Όταν έχεις συμβόλαιο με μια μεγάλη δισκογραφική την δεκαετία του ’80, σημαίνει πως οι περισσότερες από τις σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται στα γραφεία, ίσως με την συνεργασία σου. Κάποιες φορές αυτό αποδεικνύεται ευεργετικό κι άλλες καταστροφικό για σένα. Όταν η Atlantic έστειλε τον Paul O’Neil να παρακολουθήσει μια συναυλία των SAVATAGE, το συγκρότημα είχε κυκλοφορήσει την μεγαλύτερη απογοήτευση στην ιστορία του, ακολουθώντας τις προσταγές της εταιρίας τους. Ο Νεοϋορκέζος παραγωγός όμως, βλέπει την δυναμική των SAVATAGE και δέχεται να αναλάβει την παραγωγή του επόμενου δίσκου τους. Αυτή του η απόφαση, έμελλε να στιγματίσει το μέλλον (προσωπικό και μουσικό) για όλους τους ενδιαφερόμενους. Το “Hall of the mountain king” αποτελεί απαρχή για πολλά. Ο πρώτος δίσκος που φέρει εξώφυλλο του Gary Smith. Η πρώτη φορά που η τετράδα Oliva-Wacholz-Oliva-Middleton εμφανίζονται σε άλμπουμ. Πρώτη φορά που επιτρέπουν σε κάποιον απ’ έξω να συνθέσει μαζί τους, αλλά και πρώτη που φέρνουν μουσικό απ’ έξω (Bob Kinkel – πλήκτρα) κι επιπλέον κιθαρίστα στην περιοδεία που ακολουθεί (τον μετέπειτα μόνιμο Chris Caffery).
Οι παραπάνω καινοτομίες όμως δεν θα ήταν τίποτα, εφόσον το μουσικό αποτέλεσμα δεν ήταν τόσο υπέροχο. Η πρώτη φορά που αναμιγνύουν κλασική μουσική με το heavy metal που ήξεραν τόσο καλά (και που εγκατέλειψαν στην μετριότητα του προηγούμενου “Fight for the rock”). Εδώ η κάμπια γίνεται πεταλούδα και οι SAVATAGE ολοκληρώνουν ένα μνημείο του Αμερικάνικου metal. Ανακατεύουν το θεατρικό στοιχείο που σίγουρα έφερε η συνεργασία O’Neil – Oliva (Jon), με το υπέροχα κιθαριστικά θέματα του ταλαντούχου Criss Oliva. Από το υποτιμημένο “Devastation” που κλείνει τον δίσκο, μέχρι το πολυ-ακουσμένο “24 hours ago” που τον ανοίγει, το κλασικό ομώνυμο κομμάτι, αλλά και το οργανικό “Prelude to madness”, έχουμε να κάνουμε με ένα ευφυές άλμπουμ, γεμάτο καινοτόμες ιδέες και εξαιρετικό ήχο. Υπάρχει μια γενική σκοτεινή ατμόσφαιρα σε στίχους, τις απόκοσμες κιθάρες, τα ογκώδη πλήκτρα αλλά και τις πολύπλευρες φωνές του Jon Oliva. Με τίποτα όμως δεν πρέπει να παραβλέψουμε τον καλοδουλεμένο συνδυασμό των Johnny Lee Middleton στο μπάσο και Steve “Doc” Wacholz στα τύμπανα, αφού έχουμε πολλές και ενδιαφέρουσες αλλαγές στους ρυθμούς. Το “Legions” φέρνει αυτή την γνώριμη ατμόσφαιρα που θα συναντήσουμε συχνά στο μέλλον, αλλά παράλληλα φαίνεται να πηγάζει στο “Power of the night” του 1985. Από την άλλη το “White witch” είναι μάλλον η τελευταία δισκογραφική τους αναφορά στο γρήγορο metal των 80’s. Η μελωδική αποκορύφωση, είναι το “Strange wings” (με την συμμετοχή του Ray Gillen – BADLANDS, BLACK SABBATH) που εκείνη την εποχή θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει ως single, ενώ το καταιγιστικό riff του “That’s the price you pay” θεωρώ πως είναι από τις κορυφαίες στιγμές του αδικοχαμένου Criss Oliva. Αν απουσιάζουν σχόλια για το ομώνυμο κομμάτι και για το “24 hours ago”, είναι απλά γιατί όλοι μας τα έχουμε ακούσει αμέτρητες φορές και είναι πέραν σχολιασμού. Ένας υπέροχος, προσεκτικά σχεδιασμένος, μελωδικός και σκληρός συνάμα, προοδευτικός όσο και κλασικός πλέον δίσκος που θα είναι σημείο αναφοράς για τους φίλους των SAVATAGE.
Γιώργος Κουκουλάκης
SEPULTURA – “Schizophrenia” (Cogumelo)
Σωτήριον έτος 1993 και θυμάμαι ακόμα τον πανικό της εποχής με τους SEPULTURA. H κυκλοφορία του “Chaos A.D.” τους είχε κάνει πλέον must ακόμα και για το MTV και στην καθημερινότητα του σχολείου. Δισκογραφικά είχα φτάσει μέχρι το “Beneath the Remains” και θεωρούσα κάθε δουλειά τους μοναδικής ποιότητας. Τότε τα δημοσιεύματα μιλούσαν για τους νέους SLAYER, η τους νέους βασιλιάδες του thrash. Είχε ξεκινήσει μια ηλίθια διαμάχη μεταξύ SLAYER και SEPUTLURA και θυμάμαι ότι είχα πάρει το πλευρό των SEPS, κυρίως διότι οι αντιδράσεις των οπαδών των SLAYER περίττευαν σε καγκουριά και βωμολοχίες!
Θυμάμαι ακόμα εκείνο τον ξανθό μαλλιά στο σχολείο με την μπλούζα “Schizophrenia” που τον ζήλευα και μόνο που την έβλεπα. Μια μέρα πήρα το θάρρος και του μίλησα, παρέα με μια άδεια 60άρα TDK και του ζήτησα ευγενικά να μου γράψει το συγκεκριμένο άλμπουμ.
Τα 40 λεπτά που τίναξαν τα ηχεία στο σπίτι μου, ακούγοντας το συγκεκριμένο άλμπουμ, έφεραν ένα αποσβολωμένο χαμόγελο μεταλλικής ευχαρίστησης στο πρόσωπο μου. Τι ήταν αυτό; Ένα τείχος από κολασμένα riffs παιγμένα με δαιμονική ενέργεια, λες και η μπάντα ήταν ένα θηρίο που προσπαθούσε να σπάσει τα δεσμά του.
Μετά από 25 χρόνια μπορώ να πω ότι εκτιμώ ακόμα περισσότερο αυτό το άλμπουμ. Κυρίως διότι μετά από τόσα χρόνια έχει μπει στην συνείδηση των οπαδών του μεταλλικού ήχου σαν ένα πραγματικά καλό άλμπουμ παρά μια cult κυκλοφορία από το παρελθόν, τίτλο που ακόμα κρατά το “Morbid Visions” και μάλλον θα κρατά για πάντα!
Το “Schizophrenia” λοιπόν, ήταν το καθοριστικό βήμα της μπάντας για να εξαπλωθεί στην υφήλιο και να κάνει την Roadrunner να τους προσέξει. Η προσθήκη του τεράστιου Andreas Kisser στην κιθάρα, άλλαξε εντελώς την νοοτροπία της μπάντας και τον όλο ήχο της. Επιτέλους είχαν ένα πραγματικά καλό κιθαρίστα! Ο Max Cavalera, αποφάσισε να αποσύρει τα black metal στοιχεία των πρώτων ετών τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, ο Igor Cavalera είχε μάθει πλέον να παίζει drums εκτός από το να παίζει απλά γρήγορα και το αποτέλεσμα ήταν το death/thrash μεγαθήριο που λέγεται “Schizophrenia”.
Τι να πάρεις και τι να αφήσεις από εδώ; “To the Wall”, “Escape to the Void”, “From the Past Comes the Storm”, “Rest in Pain”, “Septic Schizo” όλα μαθήματα παρανοϊκής riffολογίας. Το “Inquisition Symphony” υπήρξε το Intro της πρώτης ραδιοφωνικής μου εκπομπής, ένα κομμάτι που διασκεύασαν ακόμα και οι APOCALYPTICA. To ότι ακόμα η μπάντα παίζει live τραγούδια από το συγκεκριμένο άλμπουμ μαρτυρά την αξία του. Το “Schizophrenia” θα πρέπει να βρίσκεται σε κάθε δισκοθήκη ενός deathster η ενός thrasher που σέβεται τον εαυτό του.
Α, και ένα tip… Ακούστε το intro ανάποδα…
Γιώργος Καραγιάννης
SHOK PARIS – “Steel and starlight” (I.R.S Records)
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το power metal στα πρώτα του χρόνια ύπαρξης ήταν καθαρά έργο των Αμερικανών. Οι δίσκοι που κυκλοφόρησαν από το 1982 – 1987 αποτέλεσαν τη βάση του συγκεκριμένου είδος και έφεραν μουσική επανάσταση στο metal. Οι Γερμανοί και γενικότερα η ευρωπαϊκή σκηνή ανέλαβε τα ηνία από το ’87 και μετά. Μεταξύ των δύο σχολών η ουσιώδης διαφορά είναι ότι τα αμερικάνικα συγκροτήματα, λόγω της αχανούς χώρας και της απόστασης από την Ευρώπη, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα σημαντικό πυρήνα οπαδών για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να έχουν διάρκεια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαλυθούν τα περισσότερα, συνήθως μετά από 2-3 δίσκους.
Οι SHOK PARIS άνετα ανήκουν στην συγκεκριμένη κατηγορία. Κυκλοφόρησαν 3 πολύ καλούς δίσκους με το δεύτερο να ξεχωρίζει με διαφορά, κατά την άποψη μου, λόγω του λυρισμού που «αναβλύζει» σχεδόν από κάθε τραγούδι και της πιο power αισθητικής που διαθέτει. Στο δίσκο υπάρχουν δέκα τραγούδια που αν εξαιρέσεις το “Rocked outta love” (κάθε φορά που το ακούω μου φαίνεται σαν να μην ταιριάζει στον όλο δίσκο ηχητικά) το καθένα έχει κάτι μοναδικό να προσφέρει στον ακροατή και όμορφες μελωδίες που σε συνεπαίρνουν. Βασικό όπλο οι κιθάρες που οργιάζουν τόσο στα heavy σημεία όσο και στα ακουστικά και η εξαιρετική φωνή του Vic Hix που διαθέτει απίστευτο γρέτζο. Ειλικρινά δεν θα μπορούσα να φανταστώ τα συγκεκριμένα τραγούδια χωρίς τον Hix.
Ποιο τραγούδι να ακούσεις και ποιο να αφήσεις για το τέλος, πραγματικά αδύνατο να διαλέξεις. Από το δυναμικό “Go down fighting” στο μελωδικό “Steel and starlight”, στο επικό “Castle walls” με τις υπέροχες ακουστικές μελωδίες ή στον ορισμό του αμερικάνικου power metal “On your feet”. Φυσικά μην ξεχάσω το τραγούδι “Lost queen” που η εισαγωγή του, σε πιο αργή έκδοση, θυμίζει την εισαγωγή του Ρουβά στο «Άντεξα». Βέβαια το τραγούδι ξεχωρίζει και από την εκπληκτική ερμηνεία του Hix.
Ο δίσκος μετά από τόσα χρόνια συνεχίζει να με συγκλονίζει και να μου θυμίζει παράλληλα ότι η Αμερική, λόγω έκτασης και της στενής σχέσης με εκάστοτε μουσική μόδα, μπορεί να είχε άλλα τόσα «διαμάντια» που δεν μπόρεσαν ποτέ να ακουστούν προς τα έξω. Και μετά μου λέτε δεν έφταιγε το grunge…
Παναγιώτης Δημητρόπουλος
SINNER – “Dangerous charm” (Noise)
Λοιπόν αν περιμένετε από τους SINNER σε αυτό το άλμπουμ να παίζουν ένα δυναμικό, ασυμβίβαστο και δαιμονισμένο heavy metal, σκεφτείτε το λίγο καλύτερα… ή μάλλον πολύ καλύτερα! Μια ανάγνωση και μόνο μερικών τίτλων τραγουδιών που συναντάμε στο “Dangerous charm”, πιστεύω ότι είναι ικανή για να σας προϊδεάσει σχετικά με το τι ήθελε να πετύχει εδώ ο Mat Sinner και η παρέα του: “Everybody needs somebody to love”, “Knife in my heart”, “Back in my arms”, “Nobody rocks like you” κτλ. Πρόκειται για την απέλπιδα προσπάθεια των SINNER να μιμηθούν συγκροτήματα όπως οι POISON, MOTLEY CRUE, AUTOGRAPH, STRYPER κ.α. χωρίς φυσικά τα ανάλογα προσόντα.
Τώρα βέβαια αν είστε λάτρης του glam metal των mid-80’s ίσως εντοπίσετε κάτι θετικό σε αυτό το άλμπουμ με την αδύναμη όσο και πλαστική παραγωγή. Μεταξύ μας, όμως, νομίζω ότι ακόμη και πιο die hard fans του glam metal ήχου θα γυρίζουν σίγουρα την πλάτη τους στη δισκογραφική αυτή δουλειά των Γερμανών. Το μέλλον αν και δυσοίωνο για τους SINNER έκρυβε κάποιες δυνατές, metal στιγμές.
Σάκης Νίκας
SODOM – “Persecution mania” (Steamhammer)
Από εδώ ξεκίνησαν όλα για τους SODOM… Μην τρέφετε αυταπάτες! Μπορεί το “In the sign of Evil” και το “Obsessed by cruelty” να έχουν αποκτήσει σήμερα ένα δικαιολογημένο cult status –όχι φυσικά για τη δεινότητα των συνθέσεων αλλά για το πρώιμο φλερτ των Γερμανών με το black metal– αλλά η ουσία παραμένει και είναι μία: οι απαρχές του κλασικού ήχου των SODOM βρίσκονται στο “Persecution mania”. Ο Angelripper βρίσκει έναν άξιο συμπαραστάτη στο πρόσωπο του Blackfire και ο “Motorhead meets Venom” ήχος μπολιάζεται με μία πρωτόγνωρη για το Γερμανικό Thrash μελωδία που θα αγγίξει το τέλειο δύο χρόνια αργότερα με το “Agent orange” (και τρία χρόνια αργότερα με τους KREATOR στο “Coma of souls” όπου και εκεί παρών ήταν ο Blackfire).
Το ομώνυμο κομμάτι, το “Nuclear winter”, το “Christ passion” και φυσικά το “Bombenhagel” είναι τα αδιαμφισβήτητα highlights ενός αψεγάδιαστου συνολικά δίσκου. Ποιος θα περίμενε αλήθεια πριν από το “Persecution mania” ότι οι SODOM θα διέψευδαν όλους εκείνους τους δημοσιογράφους που τους κατηγορούσαν για στυγνούς αντιγραφείς και ανίκανους μουσικούς; Όπως λένε όμως, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο και μάλιστα στην περίπτωση των SODOM σερβιρίστηκε ξανά και ξανά…
Σάκης Νίκας
ST. VITUS – “Born too late” (SST)
Aυτός εδώ πρέπει να είναι ο πιο αγαπημένος δίσκος των οπαδών του σχήματος. Το “Born to late” κυκλοφόρησε στα τέλη του ’86 και είναι ο πρώτος δίσκος του μεγάλου Scott “Wino”
Weinrich πίσω από το μικρόφωνο. Τα χαρακτηριστικά φωνητικά του Wino ήρθαν και ταυτίσθηκαν με τον ήχο της μπάντας, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι ένα πράγμα.
Το ξεχωριστό doom metal της μπάντας αντλεί κατευθείαν τις επιρροές της από την πηγή (βλέπε BLACK SABBATH) σε κομμάτια ύμνους της μπάντας όπως το ομώνυμο, το “Dying inside” και “H.A.A.G” αλλά και επηρεάζεται και από την συνομοταξία της παρέας της SST και πάλι, όπως είναι εμφανές σε κομμάτια σαν τα “Clear windowpane”. Άλλωστε τον Ιούλιο του 1987 θα κυκλοφορήσουν το single “Thirsty and miserable” (το οποίο υπάρχει στην cd επανακυκλοφορία του “Born too late”) στο οποίο και διασκευάζουν BLACK FLAG. Απλά δεν μπορώ να ξεχάσω τον χαμό πριν από χρόνια στο An club, στην πρώτη εμφάνιση των Αμερικάνων στην χώρα μας, όταν ακούσθηκαν οι πρώτες νότες του “Born too late”. Doom or be doomed!
Γιάννης Παπαευθυμίου
SUICIDAL TENDENCIES – “Join the army” (Caroline)
Έπρεπε να περάσουν τέσσερα χρόνια μέχρι οι Αμερικανοί crossover thrashers SUICIDAL TENDENCIES, να ετοιμάσουν την δεύτερη δουλειά τους. Το ομώνυμο ντεμπούτο ταρακούνησε κυρίως το Αμερικανικό κοινό, κάνοντας κάθε teenager να βγάζει τα απωθημένα του τραγουδώντας την μεγαλύτερη επιτυχία του άλμπουμ, ίσως και του γκρουπ μέχρι σήμερα, το “Institutionalized”. Οι καυστικοί στίχοι του Mike Muir, μιλούσαν στην καρδιά του κάθε νέου της εποχής. Μουσικά βέβαια, υπήρχε μια τεράστια απόσταση ακόμα από το καθαρά μεταλλικό κοινό. Το άλμπουμ που άρχιζε να γεφυρώνει το χάσμα αυτό, ήταν σίγουρα το “Join the Army”, το οποίο με σαφή στροφή στο crossover thrash από το skate punk ήχο του ντεμπούτου τους, έκανε περισσότερο κόσμο να τους προσέξει και ήταν ο προπομπός για τους δυο επόμενους thrash metal δίσκους που ακολούθησαν. Οι μουσικές διαφωνίες και οι αλλαγές στο line up, συντέλεσαν στην τετραετή αναμονή αλλά και στην αλλαγή κατεύθυνσης. Ο Mike Muir ακούγεται σκληρότερος και πιο οργισμένος, φτύνοντας τους στίχους του, στο «Αμερικανικό Ραμπο-ειδές όνειρο», κοροϊδεύοντας την εμμονή του κατεστημένου στον «πατριωτισμό» ο οποίος είχε σαν μόνο σκοπό την καλύτερη και ουσιαστικότερη εκμετάλλευση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Φυσικά όλα αυτά με το γνωστό χιουμοριστικό περίβλημα που πάντα είχαν οι SUICIDAL TENDENCIES και αργότερα ήταν και η αιτία για την δημιουργία του side–project τους, τους INFECTIOUS GROOVES. Ο δίσκος κατάφερε τον σκοπό του, μπαίνοντας στο Αμερικανικό Billboard και έκανε την Epic, να τους εντάξει στο δυναμικό της. Λίγο κατώτερο από το ντεμπούτο τους και πολύ κατώτερο αυτού που ακολούθησε του “How Will I Laugh Tomorrow…”, ήταν όμως το κατάλληλο μεταβατικό βήμα που έπρεπε να κάνει η μπάντα για να φτάσει στο μετέπειτα επίπεδο.
Αποτελεί σημείο αναφοράς στο crossover thrash, με κομμάτια δυναμίτες σαν το “Suicidal Maniac”, “Join the Army”. “Possessed to Skate” (που ήταν και το single του δίσκου) και το “War Inside my Head” που μπήκε αργότερα και στην “METALLICA” έκδοση του Guitar Hero.
Γιώργος Καραγιάννης
JOEY TAFOLLA – “Out of the sun” (Shrapnel)
Αν με πίεζε κανείς να αναφέρω τους τρεις καλύτερους κιθαριστικούς instrumental δίσκους για τα δικά μου γούστα, η τριάδα θα ήταν το “Mind’s eye” του Vinnie Moore, το “Perpetual burn” του Jason Becker και το “Out of the sun” του βιρτουόζου Joey Tafolla, ο οποίος είτε το πιστεύετε είτε όχι, ήταν κιθαρίστας τους JAG PANZER στο θρυλικό τους άλμπουμ, “Ample destruction”. Στον δίσκο αυτό, χρέη παραγωγού και πληκτρά, έχει αναλάβει ο σπουδαίος Tony McAlpine, ο οποίος σίγουρα έχει βάλει το χέρι του στο τελικό αποτέλεσμα, που είναι ΓΕΜΑΤΟ ΜΕΛΩΔΙΑ. Δεν υπάρχει ούτε ένα κομμάτι που να υστερεί, δεν υπάρχει ούτε ένα κομμάτι που να μην σιγομουρμουρίζεις τη μελωδία του μόλις τελειώσει. Για τεχνική; Αφήστε το καλύτερα. Το όνομα του Mike Varney στην «ούγια», τα λέει όλα από μόνο του. Συνοδοιπόροι του Taffola (ο οποίος έχει εξαφανιστεί εντελώς τα τελευταία 10 χρόνια τουλάχιστον), είναι ο Wally Voss στο μπάσο, που είχε παίξει με τον Malmsteen στην περιοδεία για το “Trilogy”, αλλά «έφυγε» δυστυχώς σε πολύ νεαρή ηλικία (34 ετών, το 1992), από μία μορφή λευχαιμίας, γνωστή ως λέμφωμα του Hodgkins, ο Reynold Carlson στα ντραμς, που ήταν μαζί με τον Taffola στους JAG PANZER και όπως είπαμε ο Tony McAlpine. Ένας guest υπάρχει, σε τέσσερα τραγούδια, κι αυτός είναι ο Paul Gilbert, ο οποίος ιδιαίτερα στο “Stalingrad”, δίνει επικές κιθαριστικές μάχες με τον Taffola, που έχουν μείνει στην ιστορία. Κάθε κομμάτι είναι ένα διαμάντι και σας συνιστώ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ να αποκτήσετε αυτό το άλμπουμ πάση θυσία…. Στο όνομα της μελωδίας…
Σάκης Φράγκος
TAROT – “Spell of iron” (Flamingo)
Πραγματικά είναι κρίμα, πολύ κρίμα, που γνώρισε ο κόσμος τον Marco Hietala πρώτα από την συμμετοχή του στους NIGHTWISH και όχι από το ιστορικό ντεμπούτο των TAROT πίσω στις αρχές του 1987 όταν κυκλοφόρησαν το “Spell of iron”. Για αρκετά χρόνια ήταν το μόνο γνωστό συγκρότημα από την Φιλανδία πριν ξεπεταχτούν οι AMORPHIS και SENTENCED.
Μαζί με τον αδερφό του Zachary Hietala (κιθάρες) δημιούργησαν τους TAROT, οι οποίοι συνεχίζουν μέχρι σήμερα την πορεία τους. Το “Spell of iron” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προπομπός του άψογου επαγγελματισμού που έγινε το σήμα κατατεθέν της φιλανδικής σκηνής. Καλή παραγωγή (για τα δεδομένα) και εξαιρετικοί μουσικοί σε ένα απολαυστικό μελωδικό heavy metal αποτέλεσμα. Οι επιρροές τους ποικίλουν, από IRON MAIDEN, EUROPE (πρώτες δουλειές) σε αμερικάνικο heavy/power metal. Βασικό συστατικό σε κάθε τραγούδι οι μελωδίες και τα solos που αποδεικνύουν την ικανότητα του Zachary. Ο Marco τραγουδά σε μεγάλο βαθμό πιο μελωδικά από ότι έχουμε συνηθίσει μέσα από τις δουλειές του στους NIGHTWISH και στους πρόσφατους δίσκους από TAROT. Κρίμα που δεν συνέχισε στο ίδιο στυλ, καθώς έδειχνε ότι με δουλειά θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα πολύ καλό τραγουδιστή.
Όλα τα τραγούδια τους έχουν ποιότητα και αξίζουν να ακουστούν. Αγαπημένα μου το ομώνυμο, “Midwinter nights” και “Back in the fire”. Το 2011 ο δίσκος ηχογραφήθηκε ξανά από το συγκρότημα με σαφέστατα καλύτερο και πιο δυναμικό ήχο. Το μόνο που δεν μου αρέσει σε σύγκριση με την αυθεντική έκδοση είναι τα φωνητικά του Marco. Όπως έγραψα παραπάνω παλιά ακουγόταν πιο μελωδικός. Όπως και να έχει μπορείτε να ακούσετε το δίσκο για πρώτη φορά με σύγχρονο ήχο. Καλό θα ήταν να μάθετε ένα συγκρότημα που δεν έτυχε της αναγνώρισης που του άξιζε.
Παναγιώτης Δημητρόπουλος
TESTAMENT – “The legacy” (Atlantic)
Το ντεμπούτο των TESTAMENT, είναι ένας από τους πρώτους thrash metal δίσκους που βγήκε από πολυεθνική εταιρία (Atlantic) και σίγουρα από τα σημαντικότερα ντεμπούτα στο χώρο. Ο –ινδιάνικης καταγωγής- θηριώδης τραγουδιστής τους, Chuck Billy, με την χαρακτηριστική του φωνή και φυσικά το εκπληκτικό κιθαριστικό δίδυμο, του Alex Skolnick (ο οποίος, ως μαθητής του Joe Satriani, έφερε ένα πιο εκλεπτυσμένο ήχο και jazz επιρροές στα σόλο) και του ιδρυτή της μπάντας Eric Peterson, υπήρξαν μέχρι και σήμερα σημεία αναφοράς για ολόκληρο το ιδίωμα, με τον μπασίστα Greg Christian και τον ντράμερ Louie Clemente, να είναι σταθεροί και να αποδεικνύουν την αξία τους στον επόμενο δίσκο ακόμα περισσότερο. Κλασικά τραγούδια, όπως το εναρκτήριο “Over the wall”, το “Burnt offerings”, το “Alone in the dark” με το ρεφρέν που ακόμη και τώρα τραγουδιέται από τους οπαδούς τους στις συναυλίες, το τέρμα-thrash “Raging waters”, το “Apocalyptic city”, το αγαπημένο “Do or die” ή το εντελώς classic “C.O.T.L.O.D.” που είχε την ακροστιχίδα στον τίτλο, όπως κάθε μπάντα που σεβόταν τον εαυτό της εκείνη την εποχή και σήμαινε “Curse of the legions of death”. Ο δίσκος, έχει πολλούς στίχους γραμμένους από τον Steve “Zetro” Souza, που έφυγε στο μεταξύ για να πάει στους EXODUS, πριν αντικατασταθεί από τον Billy. Το μεγάλο θέμα του δίσκου όμως, ήταν ότι ενώ οι TESTAMENT είχαν φτιαχτεί από το 1983, κατάφεραν να βγάλουν τον πρώτο δίσκο τους, τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν τα γειτονάκια και φιλαράκια τους από το Bay Area, με παρόμοιο ήχο, οι METALLICA και οι MEGADETH για παράδειγμα, είχαν ήδη βγάλει ένα “Master of puppets” κι ένα “Peace sells”, ενώ οι SLAYER είχαν ήδη βγάλει ένα “Reign in blood”, ακόμα και οι EXODUS είχαν βγάλει το “Bonded by blood” (για το οποίο λέγαμε ότι τους είχε στοιχίσει στη δημοτικότητα το γεγονός ότι ενώ είχαν το δίσκο αυτό έτοιμο από το 1984, το έβγαλαν ένα χρόνο αργότερα. Φανταστείτε τι έγινε στην περίπτωση των TESTAMENT που ουσιαστικά καθυστέρησαν 3-4 χρόνια). Το αποτέλεσμα ήταν μέχρι να φτάσουν στην περίοδο της μεγάλης ωριμότητας στον ήχο τους, το thrash να έχει ξεφτίσει και ουσιαστικά να ακούγονται παρωχημένοι και μόνο για τους φανατικούς του ήχου, χάνοντας την ευκαιρία για ευρύτερη αναγνώριση. Ευτυχώς για όλους μας, δεν το έβαλαν κάτω και μέχρι σήμερα μας χαρίζουν σπουδαίους δίσκους…
Σάκης Φράγκος
THE CULT – “Electric” (Beggars Banquet)
To “Electric” μαζί με το διάδοχο του “Sonic Temple” είναι οι καλύτερες στιγμές του πραγματικά μεγάλου αγγλικού συγκροτήματος των CULT για τη δεκαετία του’80. Αφήνοντας πίσω το gothic που τους χαρακτήρισε στα πρώτα χρόνια της καριέρας τους και προσηλυτιζόμενοι το hard rock, το “Electric” τους εκτινάσσει. Πόσο τυχαία είναι η παρουσία του Rick Rubin στην παραγωγή; Διαβάστε την παρακάτω ιστορία και θα καταλάβετε. Αμέσως μετά την κυκλοφορία αλλά και εμπορική αποδοχή του δεύτερου άλμπουμ τους “Love”, οι Ian Astbury και Billy Duffy ξεκινούν να δουλεύουν τα τραγούδια του επόμενου άλμπουμ τους που θα ήταν το “Electric”. Οι πρόβες τους γινόντουσαν στο Manor studio του Oxfordshire με τον παραγωγό του “Love”, Steve Brown αλλά το συγκρότημα αν και έχει προχωρήσει στη τελική μορφή πολλών τραγουδιών θέλει να δώσει στον ήχο του μια πιο rock διάσταση. Έτσι διακόπτει την συνεργασία του με τον Steve Brown και προσλαμβάνουν τον Rick Rubin, που μόλις είχε αρχίσει ένα ανατέλλει το άστρο του. Μέτοχος της Def Jam Rec που είχε υπογράψει rap/hip hop καλλιτέχνες αλλά και παραγωγός των άλμπουμ των BEASTIE BOYS – “Licensed to Ill” και “Rock Hard”, των RUN DMC στο “Raising Hell” αλλά και του μνημειώδους “Reign in blood” των SLAYER, ο Rick Rubin είχε την τύχη να συναντήσει τους Astbury/Duff σε υψηλό δημιουργικό επίπεδο και το “Electric” να τον καθιερώσει και στο χώρο του hard rock. Για τους συλλέκτες η Beggars Banquet κυκλοφόρησε το 1988, πέντε τραγούδια που είχαν ηχογραφήσει με τον Steve Brown με τίτλο “The Manor Sessions”, ενώ πολλά από αυτά χρησιμοποιήθηκαν σαν b’ sides σε διάφορα singles. Για τους συλλέκτες απαραίτητα, για τους άλλους, αχρείαστα. Για την ιστορία το άλμπουμ που θα κυκλοφορούσαν με τον Steve Brown θα είχε τίτλο “Peace”. Σίγουρα η δύναμη που βγάζουν τα “Wild Flower”, “Love removal machine”, “Lil’ Devil”, “Outlaw” ακόμα και το αχρείαστο “Born to be wild” δικαίωσε το συγκρότημα. Τα πρώτα τρία από τα προαναφερόμενα ανήκουν στα πρωτοκλασάτα τραγούδια τους, ενώ ο δίσκος έχει και ορισμένα τραγούδια που κάνουν κοιλιά, όπως τα “Peace Dog” και “Bad Fun”. Το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο Storm Thorgerson και νομίζω ότι είναι το μοναδικό στην καριέρα του που συνδυάζει εικαστικό με τη φωτογραφία του συγκροτήματος. Για την ιστορία τα άλλα δύο μέλη των Cult είναι ο μπασίστας Jamie Stewart που έπαιξε και στο επόμενο άλμπουμ τους, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έπαιξε με τον Adrian Smith των IRON MAIDEN στο project THE UNTOUCHABLES. O ντράμερ Les Warner (ή Lez Warner) δεν έκανε τίποτε σημαντικό και ζει στο Las Vegas παίζοντας με συγκροτήματα στα καζίνο.
Αλέξανδρος Ριχάρδος
TNT – “Tell no tales” (PolyGram)
Έχοντας εδραιωθεί με τον μνημειώδες “Knights of the new thunder”, οι ΤΝΤ θα έπρεπε να δώσουν δισκογραφική συνέχεια νωρίτερα, αλλά οι δυσκολίες επέφεραν μια καθυστέρηση 3 ετών μέχρι να βγει το παρόν. Αναμφίβολα, υπήρχε και μουσική διαφοροποίηση με το γρήγορο metal του 1984. Το “Tell no tales” τους βρίσκει πιο μελωδικούς και με πεσμένες ταχύτητες να ακροβατούν ανάμεσα στο μελωδικό metal και το σκληρό hard rock. Το εύρος της φωνής του Αμερικανοφερμένου Tony Harnell επέτρεπε στον LeTekro να ενσαρκώσει όλες του τις μουσικές φαντασιώσεις. Άλλωστε το ζευγάρι τραγουδιστή-κιθαρίστα είχε περάσει μεγάλο από το μεσοδιάστημα συνθέτοντας μαζί. Αν και σε πολυεθνική, αν και γεμάτο δουλεμένες συνθέσεις, ένα πιο ευθύ Malmsteen-ικό αποτέλεσμα (είπατε τίποτα; Για ακούστε το “Sapphire”, ή το “Desperate cry”), δεν είχε την τεράστια επιτυχία που θα έπρεπε, αφού δεν το προώθησαν αρκετά για την εποχή. Παρόλα αυτά, είναι μάλλον το πιο επιτυχημένο εμπορικά των Νορβηγών. Με τα πρώτα δυο τραγούδια να έχουν μείνει στην ιστορία της μπάντας, ίσως να φαίνεται πως το άλμπουμ γέρνει κάπως προς την Α πλευρά (ναι, για το βινύλιο μιλάμε). Τα “10000 lovers” και “Everyone’s a star” παραμένουν κορυφαία. Αυτό που χτυπά μετά από 25 χρόνια είναι τα υψίφωνα του Harnell, που λες και του κρατάνε σφιχτά τ’ αχαμνά του, ακόμα και στις μπαλάντες! Ναι, ίσως να μαρτυρά την ηλικία του το “Tell no tales”, όμως αυτό δεν το μειώνει γιατί μουσικά είναι αυτό που έχτισε το όνομα των ΤΝΤ. Α και να μην ξεχάσω, το ομώνυμο κομμάτι αποτείνει φόρο τιμής στο power παρελθόν και είναι ό,τι πρέπει για κοπάνημα.
Γιώργος Κουκουλάκης
TROUBLE – “Run to the light” (Metal Blade)
Οι δύο πρώτες δουλειές των TROUBLE είναι απαραίτητες για κάθε doomster που σέβεται και τιμά την ιστορία και το παρελθόν του ιδιώματος… Από το “Run to the light” και μετά, οι Αμερικανοί έχασαν τον αρχικό τους προσανατολισμό και μπλέχτηκαν σε πιο ψυχεδελικές ηχητικές αναζητήσεις, που ναι μεν μπορεί να γοήτευσαν ένα νέο κοινό που ποτέ μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε έρθει σε επαφή με την μουσική τους, αλλά οι παλαιότεροι οπαδοί, τους γύρισαν την πλάτη για τα καλά… Ο τρίτος δίσκος του κουιντέτου αν και υστερεί από το να χαρακτηριστεί κλασικός όπως τα “Psalm 9” και “The skull”, εντούτοις περιέχει αξιοσημείωτες στιγμές doomy heavy metal με τις κιθάρες των Franklin/Wartell στο προσκήνιο, βαριές και επιβλητικές και έναν Wagner να θρηνεί με την τόσο ιδιόμορφη φωνή του, δίνοντας έναν αλλόκοτο τόνο στο υλικό του άλμπουμ! Τα “Thinking of the past” και το ομώνυμο, ξεχωρίζουν από την Α’ πλευρά, με τα “Born in a prison”, “The beginning”, να κερδίζουν τις εντυπώσεις στην Β’ πλευρά του βινυλίου. Οι δε στίχοι που ντύνουν τις οκτώ συνθέσεις του “Run to the light”, φωτεινή εξαίρεση στην εκκολαπτόμενη μαυρίλα της εποχής, ήταν ένα ακόμα κυρίαρχο στοιχείο που οι TROUBLE ξεχώρισαν εύκολα και δικαίως φαντάζουν ακόμα και στις ημέρες μας τόσο επίκαιροι… “In these troubled times, you ask me how can we be saved. Tell all the people, every one you meet the answer is love”…
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης
TWISTED SISTER – “Love Is For Suckers” (Atlantic)
Η πιο αδικημένη δουλειά, από τους ίδιους και τους οπαδούς τους, το “Love Is for Suckers” είναι το πέμπτο στούντιο άλμπουμ των TWISTED SISTER. Σηματοδότησε μια στροφή σε έναν πιο «εμπορικό», ραδιοφωνικό ήχο που αποσυντόνισε τους οπαδούς αλλά και το σχήμα, που μετά από αυτή την κυκλοφορία διέλυσε. Σύμφωνα με την εκ των υστέρων ιστορία, το άλμπουμ είναι ουσιαστικά η προσωπική δουλειά του τραγουδιστή Dee Snider που κυκλοφόρησε με το όνομα των TWISTED SISTER, γιατί αλλιώς θα έμενε στο ράφι. Τραγούδια σαν το ομώνυμο και το “Hot love” είναι σαφέστατα hair metal, αλλά με τσαμπουκά και δύναμη. Αντίστοιχα συνθέσεις σαν τα “One bad habit” και “Wake up (the sleeping giant)” κρατάνε κάτι από το αίσθημα του δρόμου που πρέσβευαν οι παλιότεροι TWISTED SISTER αλλά ειδικά το “Wake up” είναι μια σχεδόν progressive μελωδική σύνθεση, τηρουμένων των αναλογιών. Άλμπουμ-σταθμός για το σχήμα, οδήγησε στη διάλυσή του και ακόμα αποτελεί σημείο τριβής γι’ αυτούς. Αποτέλεσε την πρώτη φορά που ηχογράφησαν με τον ντράμερ Joe Franco, που αν και τους έδωσε μια άλλη διάσταση, αφού δεν είχε την μονολιθικότητα του προκατόχου του, δεν μπόρεσε να βοηθήσει στην προσπάθεια να λουστραριστεί ο ήχος, των «άγριων αγοριών». Αν δεν το έχετε αποκτήστε το στην επανέκδοση με τα επιπλέον τραγούδια και να είστε σίγουροι, ότι το εκπληκτικό video του “Love Is for Suckers”, στηρίζει ένα πολύ καλό τραγούδι. Ακόμα ένα χαμένο «καλό» άλμπουμ, που το σκότωσε ο οπαδισμός.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης
U.D.O. – “Animal house” (RCA)
Πριν από 25 χρόνια, ο Στρατηγός (και δεν αναφέρομαι φυσικά στο Δομάζο) ξεκινούσε την προσωπική του καριέρα ύστερα από μία σχεδόν δεκαετία με τους ACCEPT. Και τίποτα δεν προμήνυε το εχθρικό κλίμα που θα επικρατούσε ανάμεσα στις δύο πλευρές στα επόμενα χρόνια, αφού το “Animal house” είναι ουσιαστικά ένα ACCEPT άλμπουμ στο οποίο μάλιστα συμμετέχουν στη σύνθεση και στην ηχογράφηση οι πρώην συνεργάτες του Udo Dirkschneider. Το γερμανικό παραδοσιακό metal, η μελωδία και τα γρυλιστά φωνητικά του Udo ξεχωρίζουν με τη μία και το “Animal house” θεωρείται δικαίως ένας από τους πιο κλασικούς δίσκους που έβγαλε ποτέ το ευρωπαϊκό heavy metal.
Η μελωδία του “They want war”, το πιο ACCEPT και από ACCEPT “Lay down the law”, το δαιμονισμένο ομώνυμο κομμάτι, η εξαιρετική μπαλάντα “In the darkness”… Διάολε, ακόμη και το εξώφυλλο δεν σου αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης του καλύτερου κατά πολλούς δίσκου των U.D.O. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή, αφού θα ακολουθούσαν και άλλες σπουδαίες μουσικές στιγμές για το γερμανικό panzer με πιο σημαντικές, κατά τη γνώμη μου, τα “Faceless world” και “Thunderball”.
Σάκης Νίκας
VENDETTA – “Go and live… stay and die” (Noise)
Κλασική περίπτωση παραγνωρισμένου σχήματος αυτοί εδώ οι Γερμανοί thrashers. Είχαν την «ατυχία», ο ήχος τους να μοιάζει περισσότερο με αυτόν του Bay Area, παρά με τον κλασικό γερμανικό thrash ήχο, όπως τον σφυρηλάτησαν οι τρεις μεγάλοι του είδους, KREATOR, SODOM, DESTRUCTION. Με τραγούδια μεγάλα σε διάρκεια, συνήθως πάνω από 5-6 λεπτά, με πολλές αλλαγές, ξέφευγαν από τα στερεότυπα της χώρας τους και ίσως να ήταν κι ένας λόγος που τελικά αγνοήθηκαν. Χωρίς να θέλω να πω και από την άλλη βέβαια, ότι το “Go and live…” ήταν ένα από τα μεγαλύτερα διαμάντια στο thrash, παρόλα αυτά, υπήρξε ένας αδικημένος δίσκος. Βέβαια οι αναφορές στους METALLICA, ιδιαίτερα του “Kill ‘em all”, είναι ευθείες και αδιαπραγμάτευτες (ακούστε την εισαγωγή του “Traitor’s fate” που είναι «καρφί» το “Metal militia” ή το “Suicidal lunacy” που ανοίγει το δίσκο και μοιάζει πάρα πολύ με το “Whiplash”), αλλά στο σύνολο του, οι VENDETTA δεν μας απογοητεύουν με το ντεμπούτο τους, το οποίο ομολογουμένως έχει πολύ αξιόλογα τραγούδια. Βέβαια, στη χώρα μας πήγε άπατο εκείνη την εποχή, καθώς έπεσε «θύμα» του πολέμου των διανομών και θάφτηκε ανηλεώς… Τότε που οι διανομές είχαν νόημα και πωλούνταν ακόμα δίσκοι…
Σάκης Φράγκος
VENOM – “Calm before the storm” (Filmtrax)
Και κάπου εδώ τα πράγματα αλλάζουν ριζικά για την πιο επιδραστική μπάντα του ακραίου ήχου των early 80’s. Το “Possessed” έδειξε μια τάση για πιο «πολιτισμένο» ήχο και πιο εξευγενισμένες συνθέσεις, αλλά πάντα έχοντας τα κύρια χαρακτηριστικά του ήχου τους: τραχύτητα, τρελαμένα φωνητικά και απόκοσμη ατμόσφαιρα. Κάπου εδώ το rock n’roll στοιχείο υπερκέρασε όλα αυτά, ξενερώνοντας μέχρι και τον πιο ορκισμένο οπαδό τους.
Το “Deadline” άλμπουμ θα είχε μέσα την αρχική τριάδα και ίσως να ήταν ένα πιο δυναμικό comeback της θρυλικής μπάντας, που ίσως και να την έφερνε σε πιο ανταγωνιστικό σημείο απέναντι στα «παιδιά» της. Ο Mantas, όμως, θα αποχωρούσε και το άλμπουμ θα είχε τον τίτλο “Calm before the storm”, έχοντας δύο κιθαρίστες! Ο Mike Hickey έμελλε μετά από αυτόν το δίσκο να γίνει στενός συνεργάτης του Cronos, παίζοντας τόσο στα προσωπικά του άλμπουμ, όσο και στα πιο πρόσφατα άλμπουμ των VENOM. To παρελθόν του Jimmy Lare αιτιολογεί, γιατί πολλοί κατηγορούν τους Βρετανούς θρύλους, ότι σε αυτό το δίσκο έγιναν μια hard rock μπάντα χωρίς προσωπικότητα.
Ο δίσκος αυτός σηματοδοτεί την απομάκρυνση τους από τον ήχο με τον οποίο ταυτίστηκαν και πραγματικά δεν είναι κακός δίσκος, ούτε άνισος. Είναι 11 προσπάθειες «εκπολιτισμού» της συνθετικής (αν)ικανότητας τους, κάτι που μάλλον πραγματοποιήθηκε λόγω της παρουσίας πιο καταρτισμένων μουσικών από τους «κουλούς» Cronos και Abaddon. Θα παρατηρήσετε τα δεύτερα φωνητικά να δημιουργούν κι άλλες φωνητικές γραμμές και τις κιθάρες να φλερτάρουν συνεχώς με το βιρτουόζικο ύφος που είχαν οι κιθαρίστες στις, εκτός VENOM, παρουσίες τους. Είναι πέρα για πέρα εμφανές από το εναρκτήριο “Black Xmas” ότι η μπάντα έχει αλλάξει φυσιογνωμία, χάνοντας την προσωπικότητα των συνθέσεων της.
Η κατρακύλα κάπου εδώ ξεκίνησε και το άλμπουμ κυκλοφόρησε από μια άγνωστη εταιρία, που μόνο αυτό το δίσκο παρουσίασε! Η συνέχεια απέδειξε περίτρανα την αποτυχία του εγχειρήματος, ωθώντας τον Cronos εκτός μπάντας. Ο Mantas θα «αναλάβει» τους VENOM για να «αποκαταστήσει την τάξη» και τα “Prime evil” αποτελέσματά του είχαν ανάλογα χαρακτηριστικά, καταβαραθρώνοντας την υστεροφημία τους και ντροπιάζοντας τους οπαδούς τους.
Λευτέρης Τσουρέας
VICTORY – “Hungry hearts” (Mentronome)
Ένα από τα πολλά γερμανικά συγκροτήματα που κέρδισαν τα «15 λεπτά της δημοσιότητας» στη δεκαετία του ’80. Χωρίς έμπνευση, χωρίς ταυτότητα, χωρίς τίποτε, απλά με ένα καλό τραγουδιστή, τον Charlie Huhn που έγινε γνωστός σαν frontman του Ted Nugent ενώ τα τελευταία χρόνια συμμετέχει στους FOGHAT και παλαιότερα στους HUMBLE PIE και Gary Moore (Dirty Fingers). Στην κιθάρα ο Herman Frank, έπαιξε στους ACCEPT τη διετία 1982/1983 αλλά και στα τελευταία δυο άλμπουμ τους “Blood of the nations” και “Stalingrad”, ενώ πέρασε και από τους SINNER, ενώ ο ντράμερ Fritz Ranboz έχει παίξει στα πρώτα (και πολύ καλά άλμπουμ) των ELOY, όπως και στους SINNER αλλά και SAXON. Ο κιθαρίστας Tommy Newman κάνει καριέρα σαν παραγωγός και μηχανικός ήχου έχοντας δουλέψει με τους FREEDOM CALL, ARK, CONCEPTION, GAMMA RAY, ενώ στα ψηλά στο βιογραφικό του είναι η παραγωγή που έκανε στο “Keeper of the Seven keys I”. Όπως διαβάσατε το ενδιαφέρον για τους VICTORY εξαντλείται στις καριέρες των μελών τους.
Αλέξανδρος Ριχάρδος
VOIVOD – “Killing technology” (Noise)
Έχοντας ολοκληρώσει την ευρωπαϊκή τους περιοδεία Ευρώπη με τους POSSESSED, DEATHROW και ENGLISH DOGS, οι VOIVOD μένουν στο Βερολίνο για την ηχογράφηση του επόμενού τους άλμπουμ στα Musiclab studios με παραγωγό τον Harris Johns, ο οποίος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με μπάντες όπως οι GRAVE DIGGER, HELLOWEEN, TANKARD, CORONER και KREATOR. Οι ηχογραφήσεις ξεκινούν στις 27 Νοέμβρη 1986 και ολοκληρώνονται στις 14 Δεκεμβρίου και παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των τραγουδιών είχε γραφτεί λίγο πριν ξεκινήσει η περιοδεία το υλικό ηχούσε πολύ διαφορετικό από το χαώδες thrash του “Rrroooaaarrr”. Τα τέσσερα μέλη των VOIVOD είχαν αποκτήσει ήδη ένα καλό όνομα στο underground κι έχοντας αποκτήσει περισσότερες ικανότητες ως μουσικοί ήθελαν αυτή τη φορά να γράψουν κάτι πραγματικά πρωτότυπο, τεχνικό, σκοτεινό και καινοτόμο και ακούγοντας το “Killing technology” το κατάφεραν. Περισσότερο φουτουριστικοί, με τα ψυχρά, παράτονα riff και τις χαρακτηριστικές δυσαρμονικές συγχορδίες του Piggy να ακούγονται κυριολεκτικά από άλλη διάσταση και με τα πρώτα ψήγματα από το art/progressive rock των late 60’s-early 70’s να κάνουν την πρώτη δειλή εμφάνιση. Στο ταιριαστό εξώφυλλο που έχει φιλοτεχνήσει ο drummer Michel “Away” Langevin επηρεασμένος από την έκρηξη του αεροσκάφους Challenger, το Chernobyl και το Star Wars, συναντούμε την mascot της μπάντας, τον Korgull The Exterminator ως cyborg στο διάστημα που μόλις έχει επιβιώσει από έναν πυρηνικό πόλεμο να προετοιμάζεται να αναλάβει τα ηνία ως ο απόλυτος τύραννος ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι το artwork το παρέδωσε κυριολεκτικά στο τέλος της προθεσμίας που του είχε δοθεί και το ολοκλήρωσε λίγο πριν φτάσουν στο αεροδρόμιο με αποτέλεσμα να κρατάει τη ζωγραφιά στα γόνατά του για να στεγνώσει μέσα στο αεροπλάνο. Με λίγα λόγια το “Killing technology” είναι ένα techno–thrash αριστούργημα και το άλμπουμ που έδωσε το έναυσμα στους Γαλλοκαναδούς να διευρύνουν πτυχές στη μουσική των VOIVOD που δεν είχαν φανερωθεί στην metal διάσταση μέχρι τότε.
Κώστας Αλατάς
VOW WOW – “V” (Eastworld)
Μπορεί η τεράστια και σημαντικότατη αγορά της Ιαπωνίας να μην «γέννησε» καλά συγκροτήματα ανάλογα με το ποσοστό πωλήσεων που συνέβαλλε ετησίως στο παγκόσμιο χάρτη του hard & heavy metal, αλλά είχε 4-5 που ήταν συγκλονιστικά. Ένα από αυτά οι BOW WOW που αναγκάστηκαν να αλλάξουν το όνομα τους σε VOW WOW για να μην υπάρχει σύγχυση με ένα βρετανικό pop συγκρότημα. Ξεκίνησαν την καριέρα τους το 1976 και άνετα συγκαταλέγονται στα παλαιότερα hard ‘n’ heavy συγκροτήματα. Οι δίσκοι “Signal fire” και “Charge” στα τέλη των 70’s είναι σπουδαίοι που κάνουν περήφανο τον κάθε Ιάπωνα.
Το 1987, μετά την επιτυχία που γνώρισε το “Vow Wow III”, συνεχίζουν στο ίδιο μοτίβο προσθέτοντας στην τότε καλοκαρδισμένη μηχανή ένα πολύτιμο γρανάζι για κάποια τραγούδια, τον σπουδαίο μπασίστα Neil Murray (BLACK SABBATH, Brian May, Cozy Powell, Gary Moore, PHENOMENA, WHITESNAKE) και το “Vow wow V” γίνεται κατευθείαν εμπορική επιτυχία.
Πώς να μην γίνει; Εκπληκτικό δείγμα μελωδικού hard rock με heavy κιθάρες και χαρακτηριστικά φωνητικά από τον Genki Hitomi, ο οποίος μαζί με τον guitar hero, Kyoji Yamamoto αποτελούσαν το σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος. Ειδικά ο δεύτερος ήταν ένας κιθαρίστας που τη χρυσή εποχή των 80’s, της εποχής σπουδαίων συναδέλφων του ξεχώριζε άνετα με το ταλέντο και τις ικανότητές του. Η κιθάρα αποτελούσε το βασικό συστατικό των τραγουδιών με τα πλήκτρα απλά να εμπλουτίζουν μένοντας σε πιο διακριτικό ρόλο.
Ο Hitomi κατηγορήθηκε ότι ακουγόταν σαν γιαπωνέζικη έκδοση του Coverdale, αλλά θεωρώ λάθος κάτι τέτοιο, καθώς είχε μια δική του ξεχωριστή φωνή που τον διαχώριζε από το σαφέστατα πιο blues συνάδελφό του. Μοναδικό του μειονέκτημα ήταν ότι δεν είχε την αγγλική ή αμερικάνικη προφορά.
Ο δίσκος περιέχει 10 τραγούδια με πιο παντελονάτα τα “Somewhere in the night”, “Don’t tell me lies”, “Waited for a lifetime” το αγαπημένο μου “Cry no more” και φυσικά το μελωδικό ύμνο “Don’t leave me now” όπου η ερμηνεία του Hitomi αγγίζει το άριστα με τον ηγέτη Yamamoto να αποκαλύπτει απλόχερα τις ικανότητές του. Ο δίσκος επανακυκλοφόρησε το 2006 από την Toshiba EMI, με αποτέλεσμα να είναι λίγο πιο προσιτός στον κόσμο. Αν δεν μπορείτε να τον βρείτε μην αγχώνεστε, το Youtube να είναι καλά. Η συνέχεια ήταν εξίσου καλή αν και για εμένα το μεγαλύτερος λάθος τους ήταν η προσπάθεια να εγκατασταθούν μόνιμα στην Αγγλία, κάτι που οδήγησε στη διάλυσή τους. Πρόσφατα επανασυνδέθηκαν και οι συμπατριώτες τους απολαμβάνουν στις συναυλίες τους. Εμείς, αν είμαστε τυχεροί, σε κάποιο ευρωπαϊκό festival.
Παναγιώτης Δημητρόπουλος
WARLOCK – “Triumph and agony” (Vertigo)
Μερικές φορές προσπαθώ να καταλάβω πως μερικά συγκροτήματα καταφέρνουν να κερδίσουν τέτοια εκτίμηση από το κοινό αλλά και από τους κριτικούς (που υποτίθεται ότι έχουν αυτό το …κάτι). Βγάζω έξω το “All we are” που είναι καράhit και βάζω τη βελόνα από το αμέσως επόμενο τραγούδι: Τυπικό, δεν λέω φρέσκο metal της εποχής, αλλά τυπικό. Σίγουρα η φωνή της Doro Pesch σου τραβάει το ενδιαφέρον, (όσο και τα σκληρά «γερμανικά αγγλικά» της) αλλά σε γενικές γραμμές δεν υπάρχει αυτό που θα κάνει το δίσκο να τιναχτεί. Οι WARLOCK ανήκουν στην κατηγορία των δεκάδων γερμανικών συγκροτημάτων που ξεπετάχτηκαν από το 1985 και μετά και δικαιούνται ένα (μικρό) μερίδιο από τη δημοσιότητα. Γιατί αν προσπαθούμε να εκθειάσουμε ένα δίσκο που έχει λίγες δυνατότητες γράφοντας στον υπερθετικό για τον κιθαρίστα και κάθε άλλο μέλος τότε τη βάψαμε! Επ’ ευκαιρία γράφοντας για κιθαρίστα, ο Έλληνας Niko Arvanitis ήταν βασικό μέλος του συγκροτήματος. Παραγωγός του δίσκου ο αμερικάνος Joey Balin, που στα τέλη της δεκαετίας του ’80 έκανε παραγωγή και έπαιζε κιθάρα σε μερικά κομμάτια του δίσκου της Άννα Βίσση «Τραύμα» κι έκανε παραγωγή σ’ ένα άλμπουμ του Sakis αλλά δεν θυμάμαι σε ποιο!!! Γενικά τότε είχε παρουσιαστεί σαν κορυφαίος Αμερικάνος παραγωγός από τον Τύπο ότι ήταν τεράστια επιτυχία του Sakis που τον κατάφερε να συνεργαστεί μαζί του. Ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά το “Triumph and Agony” πούλησε σ’ όλο τον κόσμο 1.000.000 αντίτυπα και ήταν το πιο πετυχημένο άλμπουμ των WARLOCK και μαγκιά της Doro που κατάφερε να πάρει κληρονομία στην προσωπική καριέρα της το παρελθόν των WARLOCK. Κλείνοντας νομίζω ότι καλύτερο κομμάτι είναι το γερμανόφωνο “Fur Immer”.
Αλέξανδρος Ριχάρδος
WAYSTED – “Save your prayers” (EMI)
Ακόμα ένα σχήμα του μπασίστα των UFO, Pete Frederick Way. Αυτή τη φορά ίσως το πλέον μακροχρόνιο, αφού οι WAYSTED κατάφεραν να έχουν διάρκεια με καλύτερο άλμπουμ της δισκογραφίας τους αυτό που διαβάζετε τώρα. Πέραν του άλμπουμ, που το θεωρώ ισάξιο των καλών δουλειών των UFO, οι δάφνες πάνε στον άγνωστο τότε τραγουδιστή Danny Vaughan, μετέπειτα τραγουδιστή των TYKETTO αλλά και στον παραγωγό Simon Hanhart που έδωσε διαχρονική μορφή στα καλά τραγούδια του “Save your prayers”. Στην κιθάρα ο πρώην UFO/LONE STAR, Paul Chapman (που κάποτε ήταν υποψήφιος για τη θέση του κιθαρίστα στον Ozzy) και στα ντραμς ο John DiTeodoro. H Parlophone (ετικέτα της EMI) τους υπέγραψε αφού οι άνθρωποί της άκουσαν το “Heaven tonight” που είχε συμπεριληφθεί στο προηγούμενο άλμπουμ τους “The Good, The Bad, The Waysted” (1986) και τους ζήτησαν να το επαναηχογραφήσουν. Όμως το “Save your prayers” έχει κομμάτια σαν τα “Walls fall down” που ανοίγει το άλμπουμ και αφήνει τις καλύτερες υποσχέσεις αλλά και τα “Heaven tonight”, “So long” (πανέμορφο) και “Hero’s die young”. Πραγματικά αξίζει να το αποκτήσετε. Οι WAYSTED διαλύθηκαν μετά την αμερικάνικη περιοδεία τους του 1987 και ο ντράμερ John DiTeodoro πήγε στους BRITNY FOX (με τ’ όνομα Johnny Dee), o Vaughan σχημάτισε τους TYKETTO και ο Way επανήλθε δισκογραφικά το 1992 με το άλμπουμ των UFO “High Stakes & Dangerous Men”, ενώ ο Paul Chapman σχημάτισε τους άγνωστους GHOST (1993). Το “Save your prayers” επανακυκλοφόρησε το 2004 από την Majestic Rock Rec με 8σέλιδο ένθετο και 2 bonus τραγούδια, τη διασκευή τους στο “Fortunate Son” των CREEDENCE CLEARWATER REVIVAL και το “Fire under the wheels”. Για την ιστορία ο Pete Way έχει εκτός από τους UFO έχει παίξει με τους FASTWAY, MOGG/WAY, PLOT αλλά και τον Michael Schenker.
Αλέξανδρος Ριχάρδος
WHIPLASH – “Ticket to mayhem” (Roadrunner)
Μετά από δυο χρόνια και την καθολική επιτυχία του “Power and Pain”, που σήμερα θεωρείται ένας από τους κλασικότερους thrash δίσκους όλων των εποχών, οι WHIPLASH επέστρεψαν με την δεύτερη ολοκληρωμένη δουλειά τους με τον εύστοχο τίτλο “Ticket to Mayhem”. Η μπάντα δεν ακολούθησε την πεπατημένη, να κυκλοφορήσει ένα “Power and Pain II”, προσπαθώντας να προοδεύσει μουσικά και να εμπλουτίσει την μουσική της με διαφορετικά στοιχεία. Η επιρροή σχημάτων όπως οι METALLICA, οι οποίοι εξέλιξαν τον ήχο τους από το καθιερωμένο “in your face” thrash metal, σε πιο heavy μονοπάτια έκαναν και την πλειονότητα των thrash metal σχημάτων να ασπαστούν και αυτά τον ίδιο δρόμο. Το αποτέλεσμα όμως στην περίπτωση των WHIPLASH τους δικαίωσε;
Μέχρι ένα σημείο, μάλλον ναι. Το “Ticket to Mayhem” είναι η χρυσή τομή μεταξύ του “Power and Pain” και του μάλλον αποτυχημένου “Insult to Injury” που ακολούθησε. Τα μισά τραγούδια θα μπορούσαν να βρίσκονται στο πρώτο και τα άλλα μισά στο δεύτερο. Έτσι λοιπόν εδώ έχουμε κλασικά thrash κομμάτια όπως τα “Walk the Plank”, “Snake Pit”, το υπέρτατο “The Burning of Atlanta” και το “Respect the Dead”.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν τα πιο πειραματικά και heavy κομμάτια, όπως το υπερβολικά μελωδικό για thrash συγκρότημα, τουλάχιστον για την εποχή του, “Last Nail to the Coffin”, τα mid–tempo “Drowning in Torment” και “Eternal Eyes”, ενώ το “Spiral of Violence” συνδυάζει όλα τα στοιχεία του συγκεκριμένου άλμπουμ. Ο Tony Portaro προσπαθεί, εκτός από το να ουρλιάζει όπως είχε συνηθίσει, να τραγουδήσει σε κάποια σημεία όπου οι συνθέσεις το απαιτούν και δεν μπορώ να πω ότι το αποτέλεσμα είναι και ιδιαίτερα κολακευτικό για αυτών. Μια εξήγηση λοιπόν, για την μετέπειτα (λανθασμένη) απόφαση του να παραδώσει το μικρόφωνο στον Glen Hansen. Η παραγωγή είναι καλή, δουλευμένη αν και όχι τόσο ωμη όσο κάποιοι λάτρεις του είδους θα ήθελαν. Όχι, φυσικά και το “Ticket to Mayhem” δεν είναι ένας κακός δίσκος. Αντίθετα είναι η δεύτερη καλύτερη κυκλοφορία των WHIPLASH και ένα πολύ καλό δείγμα του thrash metal εκείνης της εποχής. Πάντα όμως θα αγκομαχά πίσω από το μεγαλύτερο αδελφάκι του, το “Power and Pain”.
Γιώργος Καραγιάννης
WHITE LION – “Pride” (Atlantic)
Οι κακοτυχίες, οι κακοδαιμονίες θα έφταναν στο τέλος τους (για την ώρα). Έχοντας περάσει μεγάλες απογοητεύσεις με την σύνθεση του συγκροτήματος, αλλά και την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους, οι Vito Bratta και Mike Tramp είχαν αρχίσει να παίρνουν την ανιούσα, εμφανιζόμενοι σε μια μεγάλη ταινία και αμέσως μετά ευτυχώντας να βρουν δισκογραφικό σπίτι στα (ά)σπλάχνα της Atlantic. To “Pride” είναι τρανή απόδειξη του πόσο σημαντική είναι η προώθηση από μια μεγάλη δισκογραφική εταιρία στην δεκαετία αυτή. Βλέπετε η κυκλοφορία του στις αρχές της χρονιάς δεν έκανε αίσθηση και χρειάστηκε η περιοδεία με μεγάλα ονόματα (OZZY, AEROSMITH, KISS, AC/DC) και η ζεστή ανταπόκριση του MTV στο “Wait”, για να εκτοξευθεί. Έτσι μετά από μεγάλο σπρώξιμο, έγινε πλατινένιο δις και πραγματικά έκανε τους WHITE LION πασίγνωστους. Μάλιστα το τρίτο single, “When the children cry” άγγιξε την κορυφή των charts (μέχρι το νούμερο 3)!!! Ως άλλοι DOKKEN, οι WHITE LION στηριζόταν στις καλές συνθέσεις και λιγότερο στην (περιορισμένης ποιότητας) φωνή του Δανού Mike Tramp. Εν έτη 1987, όμως τα φιλικά-προς-το-ραδιόφωνο τραγούδια και τα φουσκωμένα μαλλιά είχαν μεγαλύτερη σημασία. Αν και υπάρχει ο απαιτούμενος χώρος για να λάμψει ο εξαιρετικός Bratta (ως άλλος George Lynch) σε κομμάτια όπως το “All you need is rock n’ roll”, “Lonely nights”, “Hungry” και “Lady of the valley”, είναι εμφανές πως το βάρος ήταν στο να έχει ο δίσκος τον κατάλληλο ήχο και ο υψηλόμισθος Michael Wagener έκανε άριστα την δουλειά του επί τούτου. Με λίγα λόγια ο δίσκος είναι ιδανικός για πολλαπλές ακροάσεις, με πολλές αξιομνημόνευτες στιγμές. Τραγούδια γραμμένα για να παίζονται σε rock clubs και να τραγουδιούνται μέσα σε στάδια! Κρίμα που η παρέα δεν άντεξε για πολύ.
Γιώργος Κουκουλάκης
WHITESNAKE – “1987” (Geffen)
Ο David Coverdale, ήθελε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να κατακτήσει την Αμερικάνικη αγορά και σίγουρα η χρονική συγκυρία ευνοούσε τέτοια εγχειρήματα. Το heavy metal με την μια ή την άλλη μορφή του ήταν στο απόγειο της δόξας του και τα άλμπουμ του ιδιώματος χτυπούσαν κορυφαίες θέσεις στο Αμερικάνικο Billboard. Οι προηγούμενες απόπειρες με τα εξαιρετικά “Saints & Sinners” και “Slide it in” στην ουσία είχαν αποτύχει, αν και τα άλμπουμ, κατά την προσωπική μου άποψη, ήταν από καλλιτεχνικής απόψεως ότι καλύτερο είχαν προσφέρει οι WHITESNAKE. Στην προσπάθειά του αυτή, ο Coverdale, έκανε κάποια βασικά λάθη χειρισμού στο θέμα διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού που είχε στην διάθεση του να πλαισιώσει το συγκρότημα. Ενώ οι βασικές συνθέσεις είχαν γραφτεί με τον Sykes, ξαφνικά ο Vandeberg μαζί με τον Vivian Campell εμφανίζονται στο προσκήνιο και ο Sykes εξαφανίζεται. Ο Cozy Powell φεύγει, ο Aynsley Dunbar γράφει τα drums, αλλά και αυτός ξαφνικά αγνοείται, το ίδιο συμβαίνει με τον Neil Murrey που από το πουθενά, στην θέση του έρχεται ο Rudy Sarzo! Με άλλα λόγια άλλοι έγραψαν και ηχογράφησαν και κατ’ ουσία άλλοι εμφανίστηκαν στα video clip και στην περιοδεία που ακολούθησε. Από την μουσική άποψη το άλμπουμ αποτέλεσε μια ηχητική έκρηξη hair metal τύπου, που κανείς μας δεν περίμενε να ακούσει από τους WHITESNAKE, ενταγμένο όμως πλήρως στο πνεύμα της εποχής (ακόμα και η ξανθιά αφάνα και οι πολύχρωμες …ρόμπες που φορούσε ο Coverdale, ήταν πρώτης τάξεως εκπλήξεις)! Φασιαρόζικος ήχος, επιτηδευμένο τσαμπουκαλέ ύφος, σεξιστικό στυλάκι, πιασάρικο metal, εκκωφαντικές κιθάρες, παραγωγή ογκώδης, ρυθμικές συνθέσεις στο έπακρο, που στην αρχή ναι μεν όλα αυτά ήταν εντυπωσιακά, αλλά μετά αναρωτιόσουν αν όντως αυτοί ήταν οι WHITESNAKE ή κάτι άλλο. Το “Still of the night” από την μια, ήταν μια προσφορά του Blackmore, ως προς το βασικό ριφ, από τα χρόνια των DEEP PURPLE, αλλά από την άλλη ήταν η ξεπατικοτούρα των LED ZEPPELIN. Το “Is this love”, μια σύνθεση αρχικά γραμμένη για την Tina Turner, θυμίζει ανυπόφορα FOREIGNER και να πω την αλήθεια ποτέ δε μου άρεσε. Το “Here I go again” αν και ξαναπαιγμένο, ήταν μια καλή επιλογή για την Αμερικάνικη αγορά και αποδείχτηκε πως τελικά ήταν αυτό που τους οδήγησε να ξεκλειδώσουν την πόρτα των επιτυχιών! Όπως πάντως και να έχουν τα πράγματα, τα τρία προαναφερθέντα τραγούδια, ήταν και οι μεγαλύτερες επιτυχίες των WHITESNAKE, τραγούδια που ακόμα και σήμερα θεωρούνται καλώς ή κακώς all time classics. Από εκεί και πέρα, έχουμε ακόμα μια διασκευή δικού τους τραγουδιού, την πολύ καλή επίσης επανεκτέλεση του “Crying in the rain”, τα εμφατικά “Children of the night”, “Give me all your love”, “Straight from the heart”, αλλά με τα υπόλοιπα να μην είναι στο ίδιο επίπεδο, ίσως με εξαίρεση το “You gonna break my heart again”. Γενικότερα, το “1987” έκανε τους WHITESNAKE super stars ανά τον κόσμο, όμως αυτή την επιτυχία και την αλλαγή ήχου (συν και άλλα..) τα επόμενα χρόνια θα τα πλήρωνε ακριβά ο κος Coverdale. Οι αιτίες λίγο πολύ είναι γνωστές, αλλά πιστεύω πως οι κύριες ήταν δυο. Πρώτον ο άκρατος, τότε, εγωισμός του και δεύτερον το ότι απευθύνθηκε, με μια απότομη αλλαγή ήχου, σε ένα κοινό που ναι μεν τον υποστήριξε, αλλά αυτή η υποστήριξη ήταν βραχυπρόθεσμη ενώ ταυτοχρόνως έχανε ένα πολύ μεγάλο μερίδιο της φυσικής βάσης οπαδών της η μπάντα. Εάν σήμερα με ρωτήσετε ποιο άλμπουμ των WHIETSNAKE προτιμώ, όσο και ένα με εντυπωσίασε όταν κυκλοφόρησε το “1987”, τόσο δεν το ακούω πια σήμερα και τελικά η ποιότητα του “Slide it in” πιστεύω πως άντεξε πολύ περισσότερο στον χρόνο! Ποιος είπε πως πάντα επιτυχία, φέρνει και την ευτυχία;
Δημήτρης Σειρηνάκης
Y&T – “Contagious” (Geffen)
Έχοντας στη πλάτη τους 13 χρόνια καριέρας και 7 άλμπουμ, οι σπουδαίοι Y&T ψάχνουν να βρουν τη θέση μέσα στον καταιγισμό των hair metal και όχι μόνο συγκροτημάτων, που ξεπετάγονται στην Αμερική εκείνη την εποχή. Έχοντας αλλάξει, εμφανώς, το ύφος τους υιοθετώντας πιο μελωδικές φόρμες το “Contagious” (No 78 U.S.A.) μπορεί να μην ακούγεται σαν τα “Mean Streak”, “Black Tiger” και “Earthshaker” αλλά αν το δεις σαν μια κυκλοφορία ενός συγκροτήματος που ξεπετάχτηκε εκείνη την εποχή, θα το αγαπήσεις. Το ομώνυμο κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ είναι πιασάρικο, όπως και τα “Boys night out”, “Armed and Dangerous” και “Eyes of a Stranger”, ενώ τα “I’ll cry for you” και “Temptation” είναι γραμμένα στις blues φόρμες που λατρεύει (και καλά κάνει) ο Dave Meniketti. Ειδικά το “I’ll cry for you” θα μπορούσα να γράψω ότι ο Gary Moore πάτησε επάνω για να γράψει το άλμπουμ “Still got the blues” και να σας θυμίσω ότι μας κέρδισε όλους όταν το έπαιξε στην εμφάνισή τους το Σεπτέμβριο του 2012 στην Αθήνα. H παραγωγή του Kevin Beamish στα πρότυπα της εποχής που με κανένα τρόπο δεν πειράζει αλλά αναδεικνύει το παίξιμο των Meniketti, Philip Kennemore μπάσο, Joey Alves κιθάρα και Jimmy De Grasso ντραμς (έχει αντικαταστήσει τον Leonard Haze). Πάντως όσο και να προσπαθήσει κάποιος να μειώσει το “Contagious”, είναι … Y&T.
Αλέξανδρος Ριχάρδος
ZODIAC MINDWARP – “Tattooed beat Messiah” (Mercury)
Tο 1987 ήταν η ελπίδα της τότε Phonogram για να αποτελέσει το νέο μεγάλο όνομα γι’ αυτό και η παραγωγή του άλμπουμ κόστισε, αλλά τελικά δεν απέδωσε. Πίσω από τους ZODIAC MINDWARP στην ουσία υπάρχει μόνο ο πρώην γραφίστας και εκδότης underground περιοδικού, Mark Manning. Το 1985 σχημάτισε τους “Love Reaction” και υπέγραψε στο label της Phonogram Records, Food. Πολύ γρήγορα έκανε όνομα χάρις στην αυθεντική αλητεία τους και το bike rock ύφος τους, που γέμιζε τα clubs που έπαιζαν. Η μουσική και η εμφάνισή τους αποτέλεσε παράδειγμα για πολλά αμερικάνικα, κυρίως, συγκροτήματα όπως οι MOTLEY CRUE. Το πρώτο άλμπουμ τους (Νο 20, U.K) είναι από τα καλύτερα εκείνης της χρονιάς, με τους στίχους να είναι από τα βασικά σημεία επιτυχίας τους, αφού είχαν έντονα στοιχεία παρωδίας, με τα “Prime Mover” και “Back Seat Education” να ξεχωρίζουν. Το άλμπουμ απέτυχε να πουλήσει στην Αμερική, αν και το συγκρότημα βρέθηκε στην ίδια παρέα με τους GUNS N’ ROSES και Alice Cooper. O Zodiac Mindwarp έχει συγγράψει το “Feed my Frankenstein” για το δίσκο του Cooper “Hey Stoopid”, ενώ οι Stargazer (κιθάρα), Thunderhide (ντραμς) και Bastard (μπάσο) συνοδεύουν τους Axl Rose και Alice Cooper στην πετυχημένη διασκευή τους στο “Under My Wheels” (του Alice Cooper) στο soundtrack, “The Decline of Western Civilization part II”. Τελευταίο άλμπουμ τους ήταν το “We Are Volsung” (2010), ενώ ο Manning από το 1996 και μετά ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων (“Bad Wisdom” 1996, “Crucify me Again” 2000, “Get Your Cock Out” 2000, “Fucked by Rock” 2001, “Collateral Damage” και “The Wild Highway” 2005), ενώ αρθρογραφεί στο περιοδικό “The Idler”.
Αλέξανδρος Ριχάρδος