“The sound of Muzak”
Η πρώτη μου προσωπική επαφή με τον Steven Wilson, ήταν στα γραφεία της ΕΜΙ, πριν από 13 ολόκληρα χρόνια, στην περιοδεία που έκανε για συνεντεύξεις για το “Lightbulb sun”. Μιλώντας έστω και για 20’ μαζί του, εντυπωσιάστηκα γύρω από την άποψή του για τη μουσική και άρχισα να παρακολουθώ στενά όλες του τις κινήσεις. Έκτοτε, άλλες φορές με γοήτευε, άλλες με άφηνε λίγο πιο αδιάφορο, πάντα όμως επιδίωκα να ακούω τη μουσική του, διότι πρόκειται από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς στη σύγχρονη rock σκηνή. Ο πρόσφατος σόλο δίσκος του, με τίτλο “The raven that refused to sing (and other stories)”, βλέπω ότι είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί ακόμα και από τον ίδιο και τον θεωρώ ίσως τον καλύτερο της καριέρας του. Τον καλέσαμε λοιπόν στο σπίτι του και τελειώνοντας το μεσημεριανό του φαγητό, μιλήσαμε για το καθιερωμένο μισάωρο που μας αναλογεί… Και είπαμε πολλά. Για το μέλλον των PORCUPINE TREE, για ποιον λόγο δεν έρχεται στην Ελλάδα, για τη συνεργασία του με τον Alan Parsons και πάρα πολλά άλλα…
Χρησιμοποίησες την touring band που είχες στην περιοδεία για το “Grace for drowning” για να ηχογραφήσεις το νέο σου σόλο άλμπουμ. Περάσατε τόσο καλά μαζί, που αποφάσισες να προσλάβεις όλους αυτούς τους all–star μουσικούς να ηχογραφήσουν το “The raven that refused to sing”;
Το να συγκεντρώσεις τόσο σημαντικούς μουσικούς από διαφορετικά backgroundμουσικής και να έχουν αυτό το δέσιμο που είχαν επί σκηνής, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου. Όταν μαζευτήκαμε για τις πρόβες της περιοδείας του “Grace for drowning”, παίξαμε μαζί για μία εβδομάδα, αλλά δεν ήξερα τι να περιμένω. Από τη στιγμή που βγήκαμε στη σκηνή για την πρώτη συναυλία, η ατμόσφαιρα ήταν εκπληκτική και τα τραγούδια έβγαιναν άψογα. Ήταν τόσο συναρπαστικό αυτό το συναίσθημα και μου έδινε τόση έμπνευση, που αποφάσισα σχεδόν αμέσως ότι θα ηχογραφούσα τον νέο μου σόλο δίσκο με τα ίδια άτομα. Μάλιστα, για να δοκιμάσουμε τη χημεία μεταξύ μας πάνω σ’ αυτό, παίζαμε ένα καινούργιο τραγούδι, το “Luminol”, με το οποίο ξεκινά και ο καινούργιος δίσκος, στην περιοδεία.
Ο δίσκος είναι μία συλλογή από ιστορίες φαντασμάτων. Σου αρέσουν συγγραφείς όπως ο Edgar Allan Poe ή ο Charles Dickens κι εμπνεύστηκες από αυτούς για να γράψεις το δίσκο;
Για την ακρίβεια θα έλεγα ότι δεν εμπνεύστηκα καθόλου από τους συγκεκριμένους συγγραφείς, παρότι τους θεωρώ πολύ σπουδαίους. Πηγή έμπνευσής μου ήταν μεγάλοι συγγραφείς των αρχών του 19ου αιώνα. Θεωρώ ότι εκείνη την περίοδο, βγήκαν οι πραγματικά κλασικές ιστορίες φαντασμάτων, που βασίζονται περισσότερο στον άνθρωπο κι όχι στο μεταφυσικό. Καλώς ή κακώς με τις ταινίες του Hollywood που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια κατά κόρον, το μεταφυσικό παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο, αλλά σε εκείνες τις ιστορίες όπως και στον δίσκο, υπάρχει μπόλικο συναίσθημα και το μεταφυσικό έρχεται να δώσει μία πιο δραματική τροπή και να ενισχύσει την προσωπική ιστορία.
Πως και ονόμασες τον δίσκο “The raven that refused to sing (and other stories)”; Υπάρχει κάποιο γενικό concept;
Όχι, είναι έξι ιστορίες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Όπως όλα τα βιβλία που έχουν τέτοιου είδους ιστορίες, έτσι και στον δίσκο, κοίταξα τους τίτλους των τραγουδιών κι ένας από αυτούς θα έδινε τον τίτλο και στο άλμπουμ. Ο πιο ταιριαστός, θεώρησα ότι ήταν η ιστορία/τραγούδι “The raven that refused to sing” και πρόσθεσα και το “and other stories”, όπως ακριβώς γίνεται και στα βιβλία.
Στο “Grace for drowning”, είχες παίξει σχεδόν όλα τα όργανα και είχες κάνει την παραγωγή μόνος σου, δηλαδή ήταν ένα σχεδόν εξ ολοκλήρου προσωπικό project. Για ποιον λόγο αποφάσισες να λειτουργήσεις εντελώς διαφορετικά τώρα, να προσλάβεις μουσικούς αλλά και τον περίφημο Alan Parsons σαν μηχανικό ήχου;
Είχα αποφασίσει σ’ αυτόν το δίσκο να σπρώξω τη μουσική μου στα όριά της, κάτι το οποίο σήμαινε ότι εκτελεστικά θα ήταν πολύ δύσκολα τα τραγούδια και θα χρειαζόμουν μουσικούς για να τα παίξουν…
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείς να παίξεις τα τραγούδια που έγραψες σ’ αυτόν το δίσκο;
Αυτό ακριβώς ήμουν έτοιμος να σου πω. Χρειαζόμουν πολύ καλύτερους εκτελεστές από εμένα κι εγώ έγραφα τα τραγούδια στη μισή ταχύτητα, ούτως ώστε να έχουν τις ακριβείς νότες για τα τις παίξουν. Εγώ όμως ήμουν απελευθερωμένος από το να πρέπει να παίζω τα κομμάτια και στο στούντιο αλλά και στις συναυλίες. Μην φανταστείς κιόλας ότι τους έλεγα ποια ακριβώς νότα να παίξουν, αφού υπήρχε αρκετός χώρος για αυτοσχεδιασμό. Εννοείται ότι παίζω στο δίσκο κιθάρα κτλ, αλλά προσπάθησα να λειτουργήσω περισσότερο σαν διευθυντής ορχήστρας κι όχι σαν μουσικός. Παλιότερα, αν δεν μπορούσα να παίξω ένα σημείο στην κιθάρα ή τα πλήκτρα, δεν το έγραφα. Τώρα όμως, με τόσο ικανούς μουσικούς, είχα την ευκαιρία να σπρώξω τον εαυτό μου στα όριά του και να δημιουργήσω μουσική σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο.
Στη σόλο σου καριέρα δηλαδή θεωρείς τον εαυτό σου διευθυντή ορχήστρας και στους PORCUPINE TREE μουσικό/οργανοπαίχτη;
Κάπως έτσι. Για να σου δώσω να καταλάβεις, μου αρέσει να λέω ότι το πρότυπό μου είναι ο Frank Zappa, ο οποίος πάντα στο γκρουπ του ήταν ο άνθρωπος που έγραφε τη μουσική και είχε τις ιδέες, αλλά οι μουσικοί που ήταν στο σχήμα του, ήταν καλύτεροι απ’ αυτόν. Έγραψα λοιπόν μερικά τραγούδια που δεν μπορούσα να τα παίξω στον απόλυτο βαθμό, αλλά οι εξαιρετικοί μουσικοί που έχω στο σόλο σχήμα μου, ένιωσα ότι μπορούν να τους δώσουν ζωή. Ξέρεις, ποτέ στη ζωή μου δεν ήθελα να είμαι κιθαρίστας ή πληκτράς, αλλά ο άνθρωπος που γράφει τη μουσική και κάνει την παραγωγή στους δίσκους. Φυσικά και ακόμα παίζω κιθάρα, παίζω πλήκτρα και τραγουδάω, αλλά στη σόλο καριέρα μου δεν ασχολούμαι τόσο πολύ με το να παίζω κάποιο όργανο, όπως συμβαίνει με τους PORCUPINE TREE.
Δεν είπαμε όμως για τον Alan Parsons που είχα ρωτήσει προηγουμένως, αφού μας πήρε η κουβέντα σε άλλα θέματα. Πως ήταν η εμπειρία να δουλεύεις μαζί του;
Ο Alan Parsons, να πω, ότι δεν ήταν ο παραγωγός του δίσκου, αλλά ο μηχανικός. Η λογική με την οποία τον προσέλαβα για να δουλέψει στο δίσκο, ήταν αρχικά όταν δούλευα πάνω στις επανακυκλοφορίες των KING CRIMSON και των JETHRO TULL, όπου συνειδητοποίησα τη μαγεία του να παίζει ένα γκρουπ σ’ ένα στούντιο και να βγαίνει ένας ζεστός, vintage ήχος. Ένας ήχος ο οποίος πολύ δύσκολα μπορεί να βγει τώρα και χρειαζόμουν κάποιον άνθρωπο από εκείνη την εποχή. Ο Alan Parsons έχει κάνει παραγωγή στο “Dark side of the moon” των PINK FLOYD, το “Abbey Road” των BEATLES και διάφορα άλλα ΤΕΡΑΣΤΙΑ σχήματα τη δεκαετία του ’70, έχοντας φυσικά κάνει εξαιρετική δουλειά. Ήμουν πολύ τυχερός που γνώριζε τη δουλειά μου και δέχτηκε να συνεργαστούμε. Παρότι ήμασταν σε διαφορετικά δωμάτια στο στούντιο, αφού εγώ ήμουν με το συγκρότημα κι εκείνος πίσω από το τζάμι, στο control room, η συνεργασία μας ήταν άψογη. Κατάλαβε ακριβώς τι είχα στο μυαλό μου και δεν έκανε απλά έναν ήχο που να είναι νοσταλγικός, αλλά να έχει τη ζεστασιά των 70’s.
Ηχογραφήσατε το δίσκο στα EastWest Studios στο Los Angeles, όπου έχουν ηχογραφήσει δίσκους τους θρυλικοί καλλιτέχνες. Μήπως κάποια στιγμή ένιωσες τα «φαντάσματα» αυτών των καλλιτεχνών κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων;
(γέλια) Μου αρέσει αυτή η προσέγγιση, αλλά είναι πολύ ρομαντική. Είναι φοβερό να βρίσκεσαι σ’ έναν χώρο που έχουν ηχογραφήσει από τον Elvis Presley και τον Frank Sinatra, μέχρι τον Eric Clapton και τους ROLLING STONES, αλλά όταν έχεις εφτά ημέρες για να ηχογραφήσεις το δίσκο σου και είσαι όλη τη μέρα μέσα στο στούντιο, δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς κάτι τέτοιο, παρά μόνο όταν περπατάς στους διαδρόμους του στούντιο… Άλλωστε, τον δίσκο ουσιαστικά τον είχα γράψει πριν μπούμε για τις ηχογραφήσεις.
Στο άλμπουμ αυτό, μου δίνεις την εντύπωση ότι προσπαθείς να ενώσεις τη jazz με το progressive rock της δεκαετίας του ’70. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Θα έλεγα ότι κάτι τέτοιο έκανα και στο “Grace for drowning”, που ήταν και διπλός δίσκος, με πολλά ετερόκλητα στοιχεία, ηλεκτρονική μουσική, jazz, prog rock και πάρα πολλά διαφορετικά πράγματα. Απλά στο “The raven…”, είχα την ευτυχία να έχω μαζί μου και πάρα πολύ καλούς μουσικούς, ορισμένοι εκ των οποίων με καθαρά jazz υπόβαθρο, κάτι που προφανώς σε κάνει να το βλέπεις πιο έντονα.
Έχοντας τόσα πολλά γκρουπ που καταπιάνεσαι, όταν γράφεις ένα τραγούδι πώς ξέρεις ότι είναι για τη σόλο καριέρα σου και όχι για τους PORCUPINE TREE για παράδειγμα;
Η απάντηση είναι εύκολη κι έρχεται να δέσει με αυτά που λέγαμε αμέσως πριν για τη jazz μουσική. Οι PORCUPINE TREE, είναι ένα σχήμα που παίζει ένα σχετικά συγκεκριμένο είδος μουσικής. Για παράδειγμα, ποτέ δεν θα μπορούσαν να μπουν σε δίσκο των PORCUPINE TREE jazz στοιχεία, αφού τουλάχιστον ένα άτομο εκεί μέσα δεν θέλει ούτε να ακούει για τη jazz μουσική. Από την άλλη, στους σόλο δίσκους μου, μπορώ να βάζω ότι στοιχεία θέλω και δεν έχω κάποια ιδιαίτερη «φόρμα» να γράφω μουσική, πολύ απλά επειδή στο γκρουπ μου παίρνω μόνος τις αποφάσεις, ενώ στους PORCUPINE TREE υπάρχουν πιο δημοκρατικές διαδικασίες!!!
Εγώ προτιμώ την πρώτη διαδικασία σε τέτοια θέματα…
Ναι, αλλά και η «δημοκρατική» διαδικασία έχει πλεονεκτήματα. Εξαρτάται από την οπτική γωνία που το βλέπει κανείς.
Άρα λοιπόν, ποιο είναι το μέλλον των PORCUPINE TREE; Να σου πω την αλήθεια, μετά τον σόλο δίσκο σου, περίμενα άλμπουμ με τους POORCUPINE TREE, αντ’ αυτού όμως είχαμε ένα ακόμα σόλο CD. Μήπως πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε;
Όχι, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Έχω πάρα πολλές υποχρεώσεις με τη σόλο καριέρα μου τώρα, που δεν υπάρχει κάτι στο άμεσο μέλλον που να αφορά τους PORCUPINE TREE. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να υπάρχει ανησυχία για το μέλλον τους, συνεχίζουν να υπάρχουν κανονικά, μόνο που θα χρειαστεί να περάσει λίγος καιρός ακόμα για να ξαναενεργοποιηθούν. Τα νέα λοιπόν δεν είναι ούτε καλά, ούτε άσχημα.
Όταν έλαβα το άλμπουμ σου να το ακούσω streaming, έβλεπα τις κυματογραμμές να πηγαίνουν συνεχώς πάνω-κάτω, που δηλώνει ότι έχουν συνεχείς αλλαγές ρυθμού κι ενώ παίζετε μανιωδώς γρήγορα, ξαφνικά κόβει εντελώς ο ρυθμός και αντίστροφα.
Νομίζω ότι το κάνουμε αρκετές φορές αυτό που λες και το έκανα και στο παρελθόν. Ίσως τώρα να συμβαίνει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Θεωρώ απαραίτητο να υπάρχουν τέτοιες εναλλαγές στα κομμάτια, αλλιώς είναι βαρετό να ακούς κάτι σταθερό, όπως συμβαίνει με πολλές σύγχρονες παραγωγές. Εκτός των άλλων, όμως, όταν γράφεις τέτοια μουσική που είναι σε κάποια σημεία «κινηματογραφική» και αφορά τέτοιου είδους ιστορίες, είναι απαραίτητο να αλλάζουν οι ρυθμοί και τα συναισθήματα, ώστε να υποστηρίζουν ανάλογα και τους στίχους.
Το video clip που κυκλοφόρησε για το ομώνυμο κομμάτι, μοιάζει αρκετά με το video clip που κάνατε με τους STORM CORROSION για το “Drag ropes”. Μήπως το έκανε ο ίδιος άνθρωπος;
Νομίζω ότι έχει κάποιες διαφορές, αφού το “Drag ropes”, είχε shadow puppets, αλλά ναι, τα έχει κάνει και τα δύο το ίδιο άτομο, η Jess Cope από τη Νότια Αφρική, που χρησιμοποιεί μία εξαιρετική τεχνική, χωρίς να χρησιμοποιεί ΚΑΘΟΛΟΥ 3D animation, κάνοντας τα σχήματα ένα-ένα με το χέρι!!! Να σκεφτείς ότι η δημιουργία του video clip του “The raven that refused to sing”, της πήρε πάνω από τρεις μήνες, αλλά το αποτέλεσμα νομίζω ότι μας δικαιώνει όλους…
Μα πας κι εσύ και διαλέγεις τεράστια σε διάρκεια κομμάτια για τόσο δύσκολα video clip!!!
Δεν υπάρχουν και πολλά μικρότερα! (γέλια)
Κάνεις remix στον κατάλογο των δίσκων των KING CRIMSON και των JETHRO TULL. Πως αισθάνεσαι που δουλεύεις πάνω σε άλμπουμ με τα οποία μεγάλωσες και σε επηρέασαν;
Μου άρεσαν πάντα οι δουλειές αυτών των συγκροτημάτων και το γεγονός ότι επιλέχθηκα να κάνω το remix, με τιμά ιδιαίτερα. Ακούγοντας αυτές τις δουλειές βέβαια πολύ προσεχτικά, είναι λογικό να έχουν ακόμα μεγαλύτερο αντίκτυπο στη μουσική που γράφω, από την άλλη έχω την ευκαιρία να ακούσω προσεχτικά πράγματα που δεν είναι δυνατό να τα καταλάβεις με μία απλή ακρόαση, όπως το γεγονός ότι ηχογραφώντας όλους αυτούς τους δίσκους στο στούντιο live, χωρίς overdubs και διάφορα τέτοια, είναι απολύτως λογικό σε κάποια σημεία τα ντραμς να πάνω λίγο πιο γρήγορα, η κιθάρα λίγο πιο αργά κ.ο.κ. Έχει κι αυτό όμως τη μαγεία του!
Το πείραμα του διπλού CD, στο “Grave for drowning” πως πήγε; Δεν σου είπαν από την εταιρία σου να το κυκλοφορήσεις πρώτα το ένα CD και έξι μήνες αργότερα το επόμενο μέρος;
Δεν τέθηκε ποτέ τέτοιο ζήτημα να σου πω την αλήθεια και δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω κάτι τέτοιο, μιλώντας καθαρά από καλλιτεχνικής άποψης. Από την άλλη όμως είναι το CD που έχω κάνει με τις μεγαλύτερες πωλήσεις και τις καλύτερες κριτικές, οπότε νομίζω ότι όλα πήγαν καλά και δεν είχε καμία πλευρά πρόβλημα!!!
Τι γίνεται με τους BLACKFIELD, τώρα που δήλωσες ότι δεν μπορείς να συμμετέχεις εκεί full time;
Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να δημιουργώ πρόβλημα στον φίλο μου τον Aviv, αλλά εκείνος ήθελε τη μπάντα να βγάζει δίσκο κάθε δύο χρόνια και να περιοδεύει κι εγώ δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να ακολουθήσω αυτούς τους ρυθμούς αφού έχω και την σόλο καριέρα μου και τα υπόλοιπα σχήματα που παίζω. Αισθανόμουν άσχημα αυτά τα χρόνια που δεν μπορούσα να ακολουθήσω του ρυθμούς κι ένιωθα ότι τον τραβούσα πίσω. Το θέμα είναι να βρει κάποιον άξιο αντικαταστάτη.
Ετοιμάζει όμως νέο δίσκο και συμμετέχεις…
Βέβαια. Ο δίσκος είναι έτοιμος και θα κυκλοφορήσει τον Μάιο. Εγώ παίζω κιθάρα, έχω κάνει τη μίξη και τραγουδάω σε δύο τραγούδια. Εκτός από εμένα τραγουδάει ο Vincent Cavanagh των ANATHEMA, ο τραγουδιστής των MERCURY REV και αρκετοί άλλοι και το τελικό αποτέλεσμα νομίζω ότι είναι πολύ καλό.
Έχεις συμμετάσχει σε πολλούς δίσκους των OPETH και δημιούργησες και τους STORM CORROSION με τον Mikael Akerfeldt. Να περιμένουμε κι άλλα πράγματα από εσάς τους δύο στο μέλλον;
Το περίεργο θα ήταν να μην έκανα άλλη συνεργασία με τον Mikael, αφού έχουμε πολύ καλή χημεία κι έχουμε μείνει απόλυτα ικανοποιημένοι από τις δουλειές που έχουμε κάνει μαζί. Μπορεί να είναι ένα ακόμη άλμπουμ με τους STORM CORROSION, μπορεί να είναι κάποιο άλλο σχήμα. Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα θα κάνουμε κι άλλα πράγματα μαζί.
Είχες συμμετάσχει στο “Systematic chaos” των DREAM THEATER, στο τραγούδι “Repentance”, όπου όσοι συμμετείχαν ζητούσαν συγγνώμη σε κάποιους σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή τους για πράγματα που είχαν κάνει λάθος. Ποιο ήταν το δικό σου μέρος; Για ποιο πράγμα ζητούσες συγγνώμη;
Αυτό δεν ήταν πολύ παλιά; Πριν από 10 χρόνια;
Όχι και τόσο παλιά. Το 2007 ήταν…
Α… Αν θυμάμαι καλά ζητούσα συγγνώμη από τους DREAM THEATER που δεν μου αρέσει η μουσική τους!!! (γέλια)
Σοβαρά;
Ναι, ναι! Είχα κάνει δηλώσεις σε κάποιο περιοδικό που με ρώτησαν για τους DREAM THEATER και τους είχα πει ότι δεν μου αρέσουν. Αυτό βέβαια, βγήκε πολύ ακραία προς τα έξω και δημιουργήθηκε μία μικρή παρεξήγηση, αφού έφτασε στα όρια της υπερβολής. Όταν ο Mike Portnoy με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να κάνω αυτήν την απαγγελία, δέχτηκα φυσικά και σκέφτηκα ότι θα ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να λυθεί αυτή η «ψιλοπαρεξήγηση» που είχε γίνει. Ξέρεις, εκτιμώ και σέβομαι απεριόριστα όλα αυτά που έχουν κάνει οι DREAM THEATER, απλά όμως δεν είναι του γούστου μου.
Σεβαστό… Περιοδεύεις στην Αμερική με τους OPETH και τους ΚΑΤΑΤΟΝΙΑ (σε μία πόλη μόνο).
Ακριβώς.
Επειδή πρέπει να φύγω για να πάω στη συναυλία των ΚΑΤΑΤΟΝΙΑ στην Ελλάδα όμως, θα ήθελα να μου πεις για ποιο λόγο δεν βλέπω τη χώρα μας στην περιοδεία σου…
Δεν θυμάμαι καν αν έγινε κάποια πρόταση, αλλά να σου πω την αλήθεια, το πακέτο περιοδείας μας, με τη σόλο μπάντα μου, δεν είναι και ιδιαίτερα φθηνό. Για την ακρίβεια είναι αρκετά ακριβό και ίσως να μη βγαίνει οικονομικά μία συναυλία στην Ελλάδα. Κουβαλάω πολύ και ακριβό εξοπλισμό μαζί μου κι επιπλέον οι μουσικοί που με συνοδεύουν δεν παίζουν τζάμπα. Είναι εξαιρετικοί μουσικοί και τα χρήματα που παίρνουν δεν είναι καθόλου αμελητέα. Μη νομίζεις ότι όλα τα χρήματα από μία περιοδεία, καταλήγουν σε μένα…
Ευχαριστώ πολύ. It’s been a pleasure.
Ελπίζω να τα ξαναπούμε από κοντά.
Σάκης Φράγκος
Δισκογραφία (solo)
“Insurgentes” (2008)
“Grace for drowning” (2011)
“The raven that refused to sing (and other stories)” (2013)
Line-up:
Steven Wilson – φωνητικά, κιθάρες, πλήκτρα
Guthrie Govan – lead κιθάρα
Nick Beggs – μπάσο
Adam Holzman – πλήκτρα
Marco Minnemann – ντραμς
Theo Travis – φλάουτο, σαξόφωνο, κλαρινέτο















