80’s heavy metal – 1989 Part 3

0
601












Κι όμως. Φτάσαμε στο τέλος του αφιερώματος στα «τιμημένα» 80’s, όπως συνηθίζουμε να τα αποκαλούμε. Μία προσπάθεια καταγραφής των σημαντικότερων (αν όχι όλων) των δίσκων που βγήκαν εκείνη τη δεκαετία, που ξεκίνησε από το έντυπο Rock Hard και συνεχίστηκε στο rockhard.gr
10 χρόνια με κορυφαίους δίσκους και χρονιές που κοιτάς πίσω και σε πιάνει μελαγχολία. Πάντα με αλφαβητική σειρά και αναλογιζόμενοι τη σημασία που είχαν στη μουσική μας με το πέρασμα των χρόνων. Όπως είναι φυσικό, τώρα που τελειώσαμε με τα 80’s, θα ξεκινήσουμε και το αφιέρωμα στα 90’s. Πιο δύσκολο εγχείρημα, πιο πολλοί οι δίσκοι, είμαι πεπεισμένος όμως ότι θα τα καταφέρουμε και πάλι. Όπως και να έχει, ακολουθεί το τρίτο και τελευταίο μέρος του 1989, με τεράστιους δίσκους που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία. Enjoy!!!
Σάκης Φράγκος


RAGE – “Secrets in a weird world” (Noise)
Τέταρτος δίσκος για τους RAGE, ως τριάδα (όπως εμφανίζονται στις μέρες με το όνομα REFUGE) και είχαν το δύσκολο έργο να διαδεχτούν το “Perfect man”, έναν μόλις χρόνο μετά την κυκλοφορία του. Ο Peavy Wagner, επέλεξε να ελαττώσει λίγο τις ταχύτητες και να βάλει μία πιο progressive αισθητική, χωρίς να χάνονται όμως τα βασικά στοιχεία των RAGE. Είναι αξιοθαύμαστη η ικανότητά του να γράφει τόσο κολλητικά ρεφρέν με τα υπερβολικά ψιλά του φωνητικά και στο “Secrets…” μας βομβαρδίζει με μπόλικα από δαύτα, όπως το “Invisible horizons”, το φανταστικό “Light into darkness”, το υπερλατρεμένο “Distant voices” ή το “Time waits for no one”, που ανοίγει το δίσκο. Όλα στο γνώριμο power/thrash ύφος, αλλά μ’ ένα λίγο πιο σκοτεινό ύφος και μία σύνθεση που άνοιγε τον δρόμο για τα κλασικά έπη που έχουμε ακούσει σε αρκετούς δίσκους των RAGE έκτοτε. Ο λόγος για το εννιάλεπτο “Without a trace”, που ήταν ο προπομπός τραγουδιών όπως το “Lost in the ice” ή το “In a nameless time”. Βέβαια, υπήρχαν και μέτριες στιγμές, όπως το βαρετό thrashy “Talk to grandpa”, το CD bonus “Lost side of the world” ή το σχετικά ανούσιο “She”. Φυσικά και δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο το εξώφυλλο, που απεικονίζει τα τρία μέλη του γκρουπ να φοράνε μπαντάνα, διαβάζοντας όμως το κλασικό βιβλίο για τη Noise, την εταιρία τους (“Damn the machine”), διαπιστώνουμε ότι το γκρουπ είχε παραδώσει ένα εντελώς διαφορετικό εξώφυλλο με τη μασκότ τους μάλιστα, από τον Joacim Luetke, που είχε φτιάξει το εξώφυλλο για το “Perfect man”, όμως το αφεντικό της εταιρίας τους, Karl Walterbach, χωρίς να τους πει απολύτως τίποτα, έβαλε αυτή τη φωτογραφία και το έβγαλε στα δισκοπωλεία!!! Προφανώς θεωρούσε πολύ cool να είναι τα μέλη των συγκροτημάτων στα εξώφυλλα των δίσκων, κάτι που είχε κάνει εκείνη την περίοδο και με τους KREATOR (“Extreme aggression”), GAMMA RAY (“Heading for tomorrow”) και CELTIC FROST (“Vanity/Nemesis”). Όπως και να έχει, δεν θεωρείται από τους κλασικούς δίσκους των RAGE, έχει όμως κάποια εξαιρετικά τραγούδια και μπόρεσε να διαδεχτεί επάξια το “Perfect man”. Thumbs up!!!
Σάκης Φράγκος

 

RAGING SLAB – “Raging slab” (RCA)
Ακούγοντας ξανά αυτό το άλμπουμ, μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Κάθε γνήσιος Νότιος, ακούγοντας το όνομα των RAGING SLAB, ξέρει ότι το τιμιότερο υβρίδιο Νότιου ροκ, με metal στοιχεία απέτυχε, γιατί το κοινό δεν ήταν έτοιμο, ειδικά το ροκ, για κάτι διαφορετικό, κάτι πέρα από τα στερεότυπα. Γιατί μην ξεχνιόμαστε, δεν υπάρχει πιο περιχαρακωμένο και οπισθοδρομικό κοινό από αυτό του heavy metal.
Το Guitar World τους χαρακτήρισε ως οι «SKYNYRD συναντούν τους METALLICA», αλλά αυτό αδικεί τους RAGING SLAB. Στην ουσία έπαιξαν σκληρό Νότιο ροκ, με μεταλλικά στοιχεία, πρόγονοι των BLS, COC, DOWN, BLACK STONE CHERRY, με μεταλλικό ήχο στις κιθάρες αλλά και τη slide κιθάρα και τα σηκώματα που χαρακτηρίζουν το νότο, κληρονομιά από τα μαύρα μπλουζ.
Το “Raging slab” το τρίτο στούντιο άλμπουμ τους και πρώτο σε πολυεθνική δεν βάζει νερό στο κρασί του. Boogie rock, με μεταλλικές επιρροές και ντραμς από τον Tony Scaglione (!) των WHIPLASH (ο οποίος είχε περάσει και για ένα χρόνο από τους SLAYER!!!). Το σχήμα από την Νέα Υόρκη, επιμεταλλώνει την μουσική των SKYNYRD και βάζει πινελιές SABBATH, METALLICA όπως ακούει κανείς στο “Get off my jollies”, αλλά και ανέμελο νότιο boogie rock στα “Don’t dog me”, “Joy ride”, “Waiting for the potion”. Προσθέτει το επικό με στοιχεία από CSNY στο “Geronimo”, ροκάρει με το ρυθμικό “Dig a hole”, συνδυάζει το heavy με στοιχεία από το Μεξικό, Τέξας στο “San loco”. Μας δίνει το hard rock Boogie / δυναμίτη του “Bent for gold”, την μπαλάντα “Love comes loose”, τραγούδια που ακόμη και σήμερα ακούγονται φρέσκα.
Οι RAGING SLAB είχαν στις τάξεις τους την εκπληκτική, ειδικά στη slide κιθάρα, Elyse Steinman, που δυστυχώς έχασε την μάχη με τον καρκίνο πριν μερικά χρόνια. Το κιθαριστικό δίδυμο με τον αρχηγό, τραγουδιστή και κιθαρίστα Greg Strzempka θα κάνει τους Van Zant, Rossington αλλά και τον Zakk Wylde περήφανους, για όσα δίδαξαν και διδάχτηκαν. Δυστυχώς το άλμπουμ αν και γνώρισε επιτυχία, όπως και το βίντεο του, τους οδήγησε σε μια σειρά συμβολαίων που τους σταύρωσαν στην κυριολεξία, μαζί με το ;oτι εμφανίστηκαν πιο σκληροί για τους Νότιους και πιο Νότιοι για τους heavy metal οπαδούς.
Αν το Νότιο ροκ, σας μιλά, γιατί δεν χρειάζεται να ζείτε στην Λουιζιάνα και οι RAGING SLAB από τη Νέα Υόρκη ήταν, αλλά θέλετε και το μεταλλικό στοιχείο στον ήχο σας, χωρίς να χάνεται η βασισμένη στα μπλουζ μελωδία ακούστε αυτό το άλμπουμ που μαζί με το “Dynamite monster boogie concert” είναι από τις καλύτερες δουλειές τους. Ένα σχήμα που είναι σαν τον τυφώνα Κατρίνα, δεν αφήνει τίποτα στο πέρασμα του που να θυμίζει το παρελθόν, αλλά το αγαπάνε μόνοι όσοι δεν φοβούνται να συνεχίσουν, δίχως κολλήματα σε true παραδόσεις. Από τα κρυφά διαμάντια, μίας μουσικής γεμάτη μίσος για το διαφορετικό, που όμως δεν κατάφερε να φιμώσει την αλητεία, τον τσαμπουκά και τις μουσικές ικανότητες, των μεταλλάδων με τη Νότια καρδιά ή και το αντίθετο. Ακούτε και αποφασίζετε.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

 


REVEREND – “Reverend” (Caroline)
Ήταν 1988 όταν ο David Wayne, τραγουδιστής στους πρώτους δυο δίσκους των METAL CHURCH “Metal Church” το 1984 και “The Dark” το 1986, αποχώρησε λόγω προβλημάτων που είχε με τα ναρκωτικά. Η δίψα του όμως να μην σταματήσει να τραγουδάει τον οδήγησε να ψάχνει ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα του. Μετά από κάποιες άκαρπες συζητήσεις με το πρώην μέλος των W.A.S.P. Randy Piper να ενώσουν δισκογραφικά τις δυνάμεις τους, αποφασίζει να δημιουργήσει τους REVEREND (Αιδεσιμότατος), δίνοντας στο σχήμα το παρατσούκλι που είχε από την θητεία του στους METAL CHURCH. Έτσι λοιπόν το 1989 το ομώνυμο ep 4 τραγουδιών κάνει την εμφάνιση του στα metal δισκοπωλεία. Όσοι τον είχαν ακούσει στο group που είχε αποχωρήσει, ίσως ήταν και προετοιμασμένοι για το ηχητικό ποιον των συνθέσεων. Έχοντας ήδη ένα συγκεκριμένο στυλ ερμηνείας που τον είχε καθιερώσει στις συνειδήσεις των οπαδών, το ακολούθησε κατά γράμμα και φυσικά δεν άλλαξε ούτε το μουσικό στυλ έκφρασης αλλά ούτε το ηχητικό σχετικά με το πώς τον είχαν βιώσει οι οπαδοί. Και τα 4 τραγούδια θα μπορούσαν άνετα να εμπεριέχονταν στην όποια μελλοντική τότε δουλειά των METAL CHURCH με πρώτο απ’ όλα το “Ritual” που θύμιζε πιο πολύ από τα άλλα 3 το παρελθόν του Wayne. Αν και αντιμετώπιζε προβλήματα με τις ουσίες, εντούτοις δεν το άφησε να φανεί σε κανέναν σημείο του ep και έτσι ο ακροατής απολάμβανε 4 ωραία τραγούδια Αμερικανικού power metal. Η τραχιά άκρως χαρακτηριστική φωνή του είχε και πάλι την τιμητική της και για 2 ακόμα χρόνια θα κυκλοφορούσε άλλα δυο album με τους REVEREND, το φυσικό ηχητικό αδελφάκι των METAL CHURCH. Οι REVEREND είναι ένα group που μας χάρισε τραγούδια που τιμούν το Αμερικανικό power στο έπακρο, full στην μελωδία και τον ηχητικό τσαμπουκά, ότι αρέσει δηλαδή στους οπαδούς του είδους.
Θοδωρής Μηνιάτης

 

RUNNING WILD – “Death or glory” (Noise Records)
Ας όψεται που το κείμενο αφορά το αφιέρωμα στο ’89 και δεν μπορώ να γράψω έναν ολόκληρο τόμο για τους αγαπημένους RUNNING WILD και το πιο, εμπορικά, επιτυχημένο άλμπουμ της καριέρας τους, το “Death or glory”. Ήταν βλέπετε η δεκαετία των 80’s μία μαγική περίοδος, που μία κοσμική δύναμη έβρεχε έμπνευση στα συγκροτήματα και σχεδόν κάθε χρόνο έβγαιναν δίσκοι που θα μνημονεύονται εις των αιώνα των αιώνων. Έτσι λοιπόν και η αρμάδα του Kasparek, μετά το επιτυχημένο και πολύ αγαπημένο “Port royal” του 1988, έρχεται έναν χρόνο μετά με το “Death or glory” και ανεβάζει τον πήχη στα ουράνια για το συγκρότημα. Και σε αυτό δεν ευθύνεται αποκλειστικά η ποιότητα των τραγουδιών. Άλλωστε όποιον οπαδό των RUNNING WILD και αν ρωτήσετε, θα πάρετε τελείως διαφορετική απάντηση για το ποιο είναι το καλύτερο άλμπουμ της μπάντας και ποιο από αυτά έχει τα καλύτερα τραγούδια, κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό αν αναλογιστεί κανείς το αξιοσημείωτο σερί δίσκων που κυκλοφόρησαν οι Γερμανοί πειρατές, που αγγίζει το τέλειο! Το “Death or glory” όμως εκεί που έκανε την διαφορά με τον προκάτοχο του, είναι ξεκάθαρα στην παραγωγή. Με το “Port royal” η μπάντα βρήκε τον ήχο της, καταστάλαξε με την θεματολογία της, που είχε βρει στο “Under jolly roger”, και στο “Death or glory” εκτόξευσε και τον ήχο αλλά και την θεματολογία, με έναν εξαίρετα ποιοτικό δίσκο, που η παραγωγή του ανέδειξε όλες τις αρετές που έκρυβε ο καπετάνιος στο μανίκι του. Τα riffs, οι μελωδίες, η αλητεία, ο ρυθμός, η φωνάρα του Kasparek, ήταν κάποια από τα βασικά συστατικά για να γραφτούν κομματάρες όπως τα “Evilution”, “Running blood”, “Marooned” και “Battle of Waterloo”. Σε συνδυασμό με τους all time classic ύμνους “Riding the storm” και “Bad to the bone”, το “Death or glory” θεωρείται ένας από τους καλύτερους και σημαντικότερους δίσκους για το συγκρότημα. Δίσκοι σαν το “Death or glory” μας έκαναν να αγαπήσουμε το heavy metal.
Δημήτρης Μπούκης

 


RUSH – “Presto” (Atlantic)
Πολύ συχνά, όταν μιλάμε για τους RUSH, ο κόσμος τείνει να νομίζει πως η μπάντα σταμάτησε στο “Moving pictures” του 1981 ενώ οι πιο σκληροπυρηνικοί οπαδοί έχουν μείνει στο “Hemispheres” και στο 1978. Η μπάντα έχει ιστορικά δημιουργήσει τέτοια πόλωση διότι από το 1974 που βγήκε το ομότιτλο ντεμπούτο τους μέχρι και το τελικό τους κεφάλαιο με το εξαιρετικό “Clockwork angels” του 2012, οι RUSH δε σταματούσαν να επαναπροσδιορίζουν τον ήχο και το ύφος τους καθώς και τους νόμους του progressive rock όπως οι ίδιοι τους έθεσαν. Το “Presto”, ο πρώτος τους δίσκος με την Atlantic records, είναι ένας τέτοιος κομβικός δίσκος. Το άλλο που πρέπει να ξέρετε είναι πως μέχρι το “Permanent waves” του 1980, η μπάντα έπαιζε ένα πομπώδες και επικό progressive rock που άγγιζε το heavy metal με δυνατές lead κιθάρες και επικά concept. Με το “Moving pictures” οι RUSH έφτασαν στο ζενίθ των ικανοτήτων τους ως τραγουδοποιοί. Από κει και έπειτα βούτηξαν με τα μούτρα στον ήχο της δεκαετίας του ‘80 με αμφιλεγόμενους δίσκους που πολλοί προτιμούν να μη μνημονεύουν όπως το “Power windows” και “Hold your fire”. Προσωπικά τους γουστάρω όλους, ακόμα και το χρυσό σε πωλήσεις “Presto” που σήμανε τη στροφή σ’ έναν πιο σκοτεινό και μονολιθικό ροκ ήχο και εξίσου βαριές και ροκ συνθέσεις μακριά από τα synths και τη ποπ αισθητική των προκατόχων. Χαρακτηριστικό αυτού το εναρκτήριο κομμάτι-δυναμίτης “Show don’t tell” που δεν ηχεί καθόλου σαν τα κλασικά “Tom Sawyer”, “2112”, “Farewell to kings” που οι σκληροπυρηνικοί αγαπάνε. Έλα όμως που παρ’ όλες τις μεταβάσεις και ριζικές αλλαγές, η μπάντα, που ποτέ δεν χρειάστηκε μετά το ντεμπούτο τουλάχιστον, να αλλάξει το line-up, ηχεί σαν τους RUSH που έμαθα να ακούω απλά πιο μεστοί, μετριασμένοι χωρίς τον ενθουσιασμό των 70’s. Τα φωνητικά του Geddy Lee δεν είναι πλέον στα ύψη, οι κορώνες μετριασμένες και τα instrumental περάσματα πιο σύντομα αλλά και πάλι το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει την πιο διανοητική μπάντα στην ιστορία της ροκ μουσικής. Το “The pass” μπορεί να ηχεί ακόμα σαν τη ποπ εκδοχή της μπάντας αλλά είναι ανέλπιστα όμορφο κομμάτι με συναίσθημα που σου θυμίζει ότι progressive δε σημαίνει μόνο 600 νότες το λεπτό. Εν ολίγοις, οι RUSH του “Presto” μπορεί να μην είναι εκείνοι του “2112” αλλά είναι άρτιοι τραγουδοποιοί που εν έτει 1989, 20 χρόνια μετά το ξεκίνημα τους, έβαζαν τα γυαλιά σε όλη τη ροκ σκηνή.
Φίλιππος Φίλης

 


RUST – “Shoot Them Higher” (Seagull)
Θυμάμαι πάρα πολύ έντονα λες και έγινε εχτές εκείνο το ξέγνοιαστο καλοκαίρι που άκουσα πρώτη φορά το “Time” από τους RUST. Ήταν πραγματικό σοκ. Βλέπετε οι μελωδικές γραμμές που έχει ο κάθε τραγουδιστής και το στυλ του πάντα με επηρέαζε είτε θετικά είτε αρνητικά. Κόλλησα τόσο πολύ που δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να βάζω το τραγούδι στο repeat. Όταν κάποιες μέρες αργότερα αναζήτησα και όλο το album απλά επιβεβαιώθηκαν οι πρώτες μου καλές εντυπώσεις. Οι RUST ήταν άλλο ένα από τα ομολογουμένως λίγα αμιγώς heavy metal σχήματα της δεκαετίας του ‘80. Το “Shoot Them Higher” άφησε το δικό του στίγμα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας αφού ήταν άλλο ένα δείγμα γραφής που πως «έβλεπαν» τα Ελληνικά συγκροτήματα το heavy metal. Στην δεκαετία του 1980, οι IRON MAIDEN, SAXON, ACCEPT, JUDAS PRIEST είχαν χτισθεί πολύ γερά θεμέλια στο παγκόσμιο κλασσικού ύφους και ήχου heavy metal. Οι RUST δεν θα μπορούσαν να «μην πέσουν στην παγίδα» και να γράψουν άλλου είδους τραγούδια. Σαφώς επηρεασμένοι και όλα τα προαναφερθέντα groups δανείστηκαν όλα εκείνα τα στοιχεία που είχαν και μας χάρισαν ένα μικρό δισκογραφικό διαμάντι. Παρόλο που το album έχει μόνο 8 τραγούδια, εντούτοις όλα σφύζουν από δυναμισμό, τσαμπουκά και ηχητικό τσαγανό, ωραία ρεφρέν, στακάτα ριφ με άπλετες μελωδίες που ξεσηκώνουν και τραγούδια που ει το πλείστον «κινούνται» σε up tempo ταχύτητες. Στο album ο ακροατής δεν θα «συναντήσει» τραγούδι που θα μπορούσε να λείπει, κάνοντας το ένα μικρό μουσικό στολίδι σε κάθε ενημερωμένη δισκοθήκη Ελληνικού heavy metal. Είναι κρίμα που μετά από το παρθενικό δίσκο τους δεν ξανακυκλοφόρησαν κάτι, αν και υπήρχαν φήμες για δεύτερη δισκογραφική δουλειά.
Θοδωρής Μηνιάτης

 

SABBAT – “Dreamweaver” (Noise Records)
Έχοντας κάνει κάτι παραπάνω από αίσθηση με το ντεμπούτο τους “History of a time to come”, οι SABBAT δεν αφήνουν το χρόνο να περάσει άσκοπα και μετά την εμφάνισή τους στο Dynamo Open Air Festival της Ολλανδίας στις 23 Μαΐου 1988 παίζοντας μαζί με συγκροτήματα όπως οι EXODUS, LAAZ ROCKIT, TOXIK, CANDLEMASS και PARADOX και την ευρωπαϊκή τους περιοδεία με RAGE και RISK ταξιδεύουν ξανά μέχρι τη Γερμανία για την ηχογράφηση του νέου τους άλμπουμ και συγκριμένα στο Βερολίνο και στo Sky Trak Studio. Αρκετά από τα συγκροτήματα που άνηκαν στο roster της Noise εκείνη την εποχή όπως οι RUNNING WILD, CORONER, RAGE και WATCHTOWER ηχογραφούσαν στο εν λόγω studio και ήταν η σειρά των SABBAT ως πενταμελής μπάντα πλέον μετά την προσθήκη του Simon Jones από τους HOLOSADE να δουλέψουν εκεί. Το “Dreamweaver (Reflections of our yesterdays)” κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1989 και πρόκειται για ένα από τα καλύτερα -αν όχι το καλύτερο- thrash metal metal άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει από την Γηραιά Αλβιώνα. Πιο τεχνικό και δυσκολοχώνευτο από τον προκάτοχό του, μην ξεχνάτε πως έχουμε περάσει στη μετά “…And justice for all” εποχή και με ένα βαθύ στιχουργικό concept από τον λογοπλάστη Martin Walkyier, επηρεασμένο από το βιβλίο του ψυχολόγου Brian Bates “The way of Wyrd: Tales of an Anglo-Saxon sorcerer”, ο οποίος αφηγείται την ιστορία του Wat Brand, ενός χριστιανού ιεραπόστολου από τα Βόρεια της Αγγλίας που ταξιδεύει προς το Νότο ώστε να έρθει σε επαφή με τους παγανιστές/ειδωλολάτρες της περιοχής και μέσω του Σαμάνου οδηγού του, Wulf, διεισδύει όλο και πιο βαθιά στον πνευματικό κόσμο των Αγγλοσαξόνων και καταλήγει να βρίσκεται αντιμέτωπος με τα ίδια του τα πιστεύω. Ένα αρκετά φιλόδοξο εγχείρημα που στα χέρια οποιοδήποτε άλλου εκτός του Walkiyer θα μπορούσε να καταλήξει σε τραγωδία αλλά όπως απέδειξε λίγα χρόνια μετά και με τους SKYCLAD βρισκόταν απλά στην αρχή. Το πλούσιο booklet στην έκδοση του βινυλίου και το ατελείωτο ξεδίπλωμα από το πολυσέλιδο βιβλιαράκι της κασέτας με τους πυκνογραμμένους στίχους σε συνδυασμό με το πως κατάφερνε να τους ερμηνεύσει φτύνοντάς τους κυριολεκτικά ενώ εσύ δεν προλάβαινες καν να τους διαβάσεις παραμένει μέχρι και σήμερα εντυπωσιακό. H αλλαγή της στάσης του ιεραπόστολου από το “Greet them with a velvet glove / Then crush them ‘neath an iron hand” στο “The clerical conspiracy” στην εσωτερική αναζήτηση του “For years I have waded through bland mediocrity / watched my hopes sink in a mire of negation” του “Mythistory”, ο Martin Walkyier σε αιφνιδιάζει με ανάσες από το πουθενά στο “Do dark horses dream of nightmares?”, απαγγέλει στο “Advent of insanity” και επιλέγει να τραγουδήσει ψιθυριστά στο κλείσιμο του “The best of enemies” ενώ την ίδια στιγμή μουσικά βομβαρδίζεσαι από τα σφιχτοδεμένα κιθαριστικά riff των Andy Sneap και Simon Jones και τις συνεχόμενες αλλαγές στα τραγούδια που σε συνδυασμό με το έντονο παγανιστικό υπόβαθρο μέσω των εκλεπτυσμένων στίχων του Walkyier και τη λυσσασμένη απόδοση όλων των μελών δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα μέχρι να μπει το outro “Happy never after”. Με τις κριτικές να είναι στο σύνολό τους θετικές και το συγκρότημα να περιοδεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο με τους συμπατριώτες τους TORANAGA και αργότερα με τους XENTRIX, ακολούθησε ευρωπαϊκή περιοδεία ως support στους MANOWAR οι οποίοι είχαν μόλις κυκλοφορήσει το “Kings of metal”, αλλά παρά το γεγονός πως οι SABBAT παρέμεναν ενεργοί και συνεχώς στο δρόμο, η οικονομική κατάσταση των μελών ήταν τραγική μιας και τα έσοδα από το merch πχ τα επένδυαν ξανά στη μπάντα ώστε να μπορούν να περιοδεύουν και ζούσαν ακόμα με τους γονείς τους και με κρατικά επιδόματα μιας και τα έσοδα από τους SABBAT δεν ξεπερνούσαν τις 30 λίρες εβδομαδιαίως ενώ είχαν παράπονα και από το management τους. Φυσικό επακόλουθό ήταν να υπάρξουν τριβές ανάμεσα στα μέλη με αποτέλεσμα μετά την εμφάνισή τους στις 4 Μαρτίου 1990 στο Ανατολικό Βερολίνο με συγκροτήματα όπως οι CORONER, TANKARD και KREATOR και κατά τη διάρκεια της επιστροφής τους στο tour bus, o Andy Sneap αφού έχει βάλει στους υπόλοιπους να ακούσουν τις demo εκτελέσεις κάποιων νέων τραγουδιών που είχε δουλέψει για το επερχόμενο άλμπουμ, ο Martin Walkyier διαφωνεί με τον ακόμη πιο τεχνικό προσανατολισμό και της μακροσκελείς περίπλοκες συνθέσεις και αποχωρεί από το συγκρότημα με τον μπασίστα Fraser Craske να ακολουθεί. Ο Walkyier στη συνέχεια φόρμαρε τους SKYCLAD μαζί με τους Steve Ramsey και Graeme English από τους SATAN/PARIAH μεγαλουργώντας σε πιο pagan/folk metal φόρμες, οι SABBAT τον αντικατέστησαν με τον Ritchie Desmond ενώ πρόλαβε να κυκλοφορήσει και η VHS “The end of the beginning” με υλικό από την προαναφερθείσα τελευταία συναυλία τους με τον Walkyier. To “Dreamweaver” δεν πτοείται όμως από την εξέλιξη της ιστορίας μιας και παραμένει άφθαρτο και ελκυστικό ως άκουσμα για τους απανταχού thrashers, αλλά και οπαδών συγκροτημάτων όπως οι αρχαίοι BLIND GUARDIAN και CRADLE OF FILTH.
Κώστας Αλατάς

 


SACRILEGE – “Turn Back Trilobite” (Under One Flag)
Γίνεται μια μπάντα στα δυο πρώτα της άλμπουμ να παίζει κολασμένο thrash και στο τρίτο της να παίζει επιβλητικό doom με τη ίδια άνεση και επιτυχία; Αν η μπάντα ονομάζεται SACRILEGE, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Οι SACRILEGE βέβαια ήταν πάντα από τις μπάντες που τολμούσαν το διαφορετικό. Σύμφωνα με τη βιογραφία τους, ήταν μια από τις πρώτες female fronted metal μπάντες, αν όχι η πρώτη (για την ιστορία οι άλλες δύο που διεκδικούν τα πρωτεία είναι οι Βέλγοι ACID και οι Γερμανοί WARLOCK) ενώ ήταν επίσης η πρώτη Βρετανική thrash μπάντα μαζί με τους ONSLAUGHT. Και πάλι όμως, η μετάβαση από το thrash στο doom, δεν είναι κάτι που το λες και απόλυτα φυσιολογικό. Το “Turn Back Trilobite” κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1989 και η αλήθεια είναι ότι αρχικά ξένισε τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς. Και πώς να μην τους ξενίσει δηλαδή αφού τα δύο πρώτα άλμπουμ, τα “Behind the Realms of Madness” (1985) και “ Within The Prophecy” (1987) πατούσαν γερά στις thrash ρίζες της μπάντας ενώ εδώ η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. «Επιβλητικό doom» έγραψα στην αρχή του κειμένου, και το “Turn Back Trilobite” είναι ακριβώς αυτό. Βαρύ σαν οδοστρωτήρας συνθλίβει τα πάντα στο πέρασμα του. Ογκώδη, τιτάνια, riffs ορθώνονται σαν κυκλώπεια τείχη γύρω από τον ακροατή, προκαλώντας τον να εξερευνήσει τις πιο σκοτεινές πτυχές του μυαλού του. Και πάνω από όλους και από όλα η Lynda “Tam” Simpson πίσω από το μικρόφωνο, να ακούγεται σαν μια αληθινή ιέρεια του σκότους, με τη φωνή της πότε να απαγγέλλει, πότε να ουρλιάζει, πότε να θρηνεί. Όλα τα κομμάτια είναι εκπληκτικά, με τα “Silent Dark” (που θυμίζει έντονα CANDLEMASS εποχής “Nightfall”) , το, κοντά στα 12 λεπτά έπος, “Sea Of Tranquility” και “Equinox” να ξεχωρίζουν. Ένας φανταστικός δίσκος, απαραίτητος για κάθε δισκοθήκη, όπως άλλωστε και όλα τα άλμπουμ των SACRILEGE.
Θοδωρής Κλώνης

 

SAINT VITUS – “V” (Hellhound Records)
Οι SAINT VITUS είναι ένα από τα πιο δυνατά, σημαντικά και επιδραστικά συγκροτήματα των 80’s. Από τη μνημειώδη πρώτη τους εποχή με τους Scott Reagers στα φωνητικά (1979-1986) και μετέπειτα στην τριλογία των άλμπουμ με τον Scott “Wino” Weinrich (1986-1991), κυκλοφόρησαν πέντε αδιαμφισβήτητα κλασικά άλμπουμ. Ο δίσκος “V” κυκλοφόρησε από την Hellhound Records και ήταν ο πρώτος που δεν κυκλοφόρησε από την SST Records όπως μας είχαν συνηθίσει. Επίσης ήταν το τελευταίο άλμπουμ τους με τον “Wino” στα φωνητικά (μέχρι το 2012 που επέστρεψε και τον “Lillie: F-65”), και ο επίλογος μιας τριλογίας που επηρέασε άπειρες μπάντες τα επόμενα χρόνια. Η επιλογή της νέας εταιρίας Hellhound Records να κυκλοφορήσει παλιότερα τραγούδια των THE OBSESSED που είχαν γραφτεί για να κυκλοφορήσουν μέσω της Metal Blade το 1985 αλλά ξέμειναν, “άνοιξε την όρεξη” στον Wino και με την ευκαιρία που είδε με το συμβόλαιο που του προτάθηκε για να κυκλοφορήσει νέο υλικό ως THE OBSESSED, έφυγε από την μπάντα κάποιους μήνες μετά την κυκλοφορία του “V”.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των άλμπουμ τους, το “V” περιέχει κατά κανόνα πιο σύντομα, πιο ευθεία και “προσιτά” riffs. H κιθάρα του David Chandler είναι πραγματικά η κινητήρια δύναμη της μουσικής των SAINT VITUS ενώ η φωνή του Wino είναι από μόνη της σταθερή αξία. Μουσικά συνεχίζουν στους ίδιους ρυθμούς και σκοτεινά τέμπο που μας συνήθισαν και πηγαίνουν την Sabbathική αύρα ένα βήμα πιο κάτω… πιο doom, ενισχύοντας τον σκληρό και μικρό πυρήνα οπαδών που απέκτησαν στα 80’s. Εάν έπρεπε να διαλέξω ένα μόνο άλμπουμ των SAINT VITUS για να προτείνω σε ανθρώπους που δεν είναι οπαδοί του doom metal, αυτό θα ήταν το “V”. Ο λόγος είναι ότι είναι το πιο “προσιτό” αλλά και πιο απλό άλμπουμ σε σχέση με τους προκατόχους του. Γεγονός είναι ότι σε σύγκριση με τα προηγούμενα δύο άλμπουμ με το Wino πίσω από το μικρόφωνο, είναι πιο αδύναμο συνολικά. Όμως όταν το συγκρίνουμε με δίσκους από μπάντες που κυκλοφορούν σήμερα, που ανήκουν στο doom-stoner metal ιδίωμα, το “V” ξεχωρίζει άνετα ως ένα “διαμάντι” ανεκτίμητο και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία χαρακτηρίζεται κλασικός δίσκος.
Θάνος “Thanoz” Κολοκυθάς

 


SARAYA – “Saraya” (Polygram) 
Από το New Jersey μας ήρθε αυτή η μπάντα του μελωδικού hard rock. Mπροστάρα του σχήματος ήταν η πανέμορφη και ταλαντούχα τραγουδίστρια Sandi Saraya. Ξεκίνησαν την πορεία τους το 1987 με το όνομα ALSACE LORRAINE και μετά από την δημιουργία του τελικού line up θα το αλλάξουν σε SARAYA.
Mε δισκογραφική την πολυεθνική Polygram στο πλευρό τους, σε μια εποχή που το μελωδικό hard rock ήταν στα πάνω του, επιστρατεύουν τον διάσημο παραγωγό Jeff Glixman (KANSAS, GARY MOORE, MAGNUM, GEORGIA SATTELITES, BLACK SABBATH, MALMSTEEN) αλλά έχοντας και σαν εφόδιο τόσο την σπουδαία φωνή της Sandi που ακούγεται σαν μια διασταύρωση της Pat Benatar και της Ann Wilson και τις πολύ αξιόλογες συνθέσεις τους, οδεύουν για την κατάκτηση των charts.
Το πρώτο single “Love has taken its toll” θα φτάσει στο #64 των chart singles και το επόμενο που θα επιλεχθεί, το “Back to the bullet” θα έχει την ίδια τύχη, αφού θα φτάσει μέχρι το #63. Ο δίσκος θα καταφέρει να φτάσει μέχρι το #79 και παρά την αξία του, τόσο τα singles όσο και ο δίσκος δεν κατάφεραν τα αναμενόμενα.
Παρόλη την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία που δεν ήρθε, ο δίσκος αυτός είναι ένα πολύ αξιόλογο ντεμπούτο που διαθέτει μέσα του πολύ όμορφες συνθέσεις όπως προαναφερθέντα singles μαζί με τα “Healing Touch”, “Gypsy child”, “Runnin’ out of time” και “One night away” .
Η μπάντα θα περιοδεύσει με τους BAD ENGLISH στην Αμερική και θα κυκλοφορήσει άλλο έναν δίσκο το 1991 κάτω από την ασπίδα της Q prime management, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που θα εξετασθεί στο εγγύς μέλλον.
Όσοι αρέσκονται στο μελωδικό hard rock και ακούσουν αυτό το ντεμπούτο θα ικανοποιηθούν στο έπακρο, και είναι αλήθεια ότι αυτή η μπάντα άξιζε σίγουρα περισσότερα απ’ όσα τελικά κέρδισε. Αναζητήστε το άμεσα.
Γιάννης Παπαευθυμίου

 

SARCOFAGO – “Rotting” (Cogumelo Records)
Όταν ο Fenriz κι άλλα εξέχοντα μέλη του ακραίου ήχου μιλούν για την επιρροή που έχουν ασκήσει οι Βραζιλιάνοι SARCOFAGO στο δεύτερο κύμα του black metal, αναφέρονται εμφανώς στο ντεμπούτο τους άλμπουμ του 1987, “I.N.R.I.”. Με καταγωγή το Belo Horizonte της Βραζιλίας και τον Wagner Lamounier να έχει περάσει για ένα φεγγάρι από τους SEPULTURA, έχοντας προλάβει να συνεισφέρει στους στίχους του “Antichrist” από το “Bestial devastation” οι SARCOFAGO ήταν μία ιδιάζουσα περίπτωση. Το “Rotting” κυκλοφόρησε το 1989 και ηχούσε αρκετά διαφορετικό στους περισσότερους τομείς. Το “I.N.R.I.” ήταν ένα αρκετά ακραίο άλμπουμ για την εποχή που παρά την επιρροή του κανείς δεν μπορεί να μη διακρίνει ότι το χαρακτηρίζουν οι αφελείς σατανικοί στίχοι, η κακή παραγωγή, το κουλό παίξιμο, οι τσιτωμένες ταχύτητες και τα μέλη της μπάντας με corpsepaint ταμπουρωμένα με σφαίρες και καρφιά από τη κορφή ως τα νύχια. Στο “Rotting” τους γίνεται πιο ξεκάθαρο το ύφος που θέλουν να ακολουθήσουν. Τα τσιτωμένα riff και γεμάτα λύσσα φωνητικά του Wagner Antichrist στο “Alcoholic coma” τα έχουμε ακούσει σχεδόν αυτούσια από Νορβηγούς neo-thrashers, με τους Vladimir Korg και Pussy Ripper από τους underground ήρωες CHAKAL και SEXTRASH αντίστοιχα να σιγοντάρουν ρίχνοντας από ένα guest ουρλιαχτό, ενώ όταν αποσπασματικά αποφασίζουν να ρίξουν τις ταχύτητες σε τραγούδια όπως τα “Tracy” και “Nightmare” διακρίνεις την επιρροή που άσκησαν και σε μπάντες όπως οι αρχαίοι ROTTING CHRIST και VARATHRON και σε άλλες θα σας θυμίσουν πιο γρήγορους CELTIC FROST. Οι στίχοι παραμένουν αφελέστατοι, με το “Sex, drinks & metal” να αποτελεί motto της μπάντας, διακρίνοντας όμως αισθητή βελτίωση στο παίξιμο παραμένοντας πάντα ωμό, με τα αδέρφια Butcher και D.D. Crazy έκτος σχήματος και τον Μ. Joker να βρίσκεται πίσω από τα τύμπανα. Το “Rotting” EP κυκλοφόρησε από τη θρυλική και πιο-cult-πεθαίνεις Cogumelo Records, από την οποία είχαν κυκλοφορήσει και οι πρώτες δουλειές των SEPULTURA, με το εξώφυλλο του Kelson Frost να προκαλεί αντιδράσεις και να λογοκρίνεται στις Η.Π.Α. και από μερικούς διανομείς στην Ευρώπη, παρά το γεγονός πως ο ίδιος ο σχεδιαστής είχε αρνηθεί να ζωγραφίσει το ακάνθινο στεφάνι πάνω στο κεφάλι του άνδρα υπονοώντας πως είναι ο Χριστός. Από τις κυκλοφορίες που εκτιμώνται περισσότερο τώρα απ’ ότι στο παρελθόν.
Κώστας Αλατάς

 


SAVATAGE – “Gutter ballet” (Atlantic)
Οι βάσεις για το “Gutter ballet” διαφαίνονται στο “Devastation”, το τραγούδι που κλείνει τον προηγούμενο δίσκο τους, αλλά δεν νομίζω πως ακόμα και οι ίδιοι ήταν προετοιμασμένοι το 1987, για το μουσικό αποτέλεσμα που θα κυκλoφορούσαν το 1989. Αν μιλήσουμε για τις απαρχές των TRANS-SIBERIAN ORCHESTRA, αλλά και της τελευταίας εκδοχής των SAVATAGE, τότε θα πρέπει να φιλοσοφήσουμε το “Gutter ballet”. Αν πρέπει να εξάρουμε τον ρόλο του παραγωγού, τότε θα πρέπει να αναλύσουμε την επιρροή του Paul O’Neill στα δύο χρόνια που ακολούθησαν του “Hall of the mountain King”. Αν πρέπει να ψάξουμε για σημάδια των BEATLES στα τραγούδια του Jon Oliva, τότε εδώ είναι και πάλι που θα καταλήξουμε (“Mentally yours” κανείς;). Τo άλμπουμ αυτό είναι απόλυτα ένας μεταβατικός δίσκος για την μπάντα, πειραματικός και προοδευτικός, αφού η μετάλλαξη ολοκληρώθηκε αργότερα. Αν και το “Of rage and war” είναι το τέλειο συνοδευτικό του προαναφερθέντος “Devastation”, εντούτοις το άλμπουμ θέτει νέα στάνταρ με τα δυο πιο χαρακτηριστικά του τραγούδια, δηλαδή το “When the crowds are gone” και το “Gutter ballet”. Με την εξέλιξη, κατάφεραν να ακολουθήσουν το μνημειώδες “Hall of the mountain King” με ακόμα ένα διαμάντι. Εδώ θα βρείτε και τα “She’s in love”, “The unholy ” που ακολουθούν τον πιο κλασικό 80’s ήχο τους. Στα κορυφαία κατατάσσω το ξεχασμένο “The unholy” με την απίστευτη κιθαριστική δουλειά του Criss Oliva. Κάτι τέτοια άκουγαν εκεί στην Florida και γεννήθηκαν όλοι με καλό ρυθμικό χέρι. Η τετράδα Middleton-Wacholz με τα αδέρφια Oliva, κλείνει αυτή την πολύπαθη δεκαετία (ανήμποροι να κάνουν εμπορική επιτυχία, προβλήματα με ναρκωτικά και αλκοόλ και απογοητευτικές εμφανίσεις) με ένα αριστούργημα που τους εκτόξευσε καλλιτεχνικά. Το πιάνο του Jon Oliva πλέον θα γίνει αναπόσπαστο μέρος του χαρακτήρα της μπάντας και όλα ξεκίνησαν εδώ! Τα τραγούδια αυτά γράφτηκαν υπό δύσκολες συνθήκες που μάλλον έδρασαν ευεργετικά στην έμπνευση των Oliva-O’Neill. Σημειολογικά, να υπογραμμίσουμε ότι το “Summer’s rain” είναι η απαρχή της λατρεμένης συνήθειας για τις power ballads των SAVATAGE που έκλειναν τα άλμπουμ τους (“Believe”, “Sleep”, “Alone you breathe”, “Not what you see”, “Somewhere in time”, “Back to a reason”) και μας ανατρίχιαζαν.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 

SCANNER – “Terminal Earth” (Noise Records)
Οι SCANNER είναι από τα σχήματα αυτά που δεν τα λες «πρώτης γραμμής», έχουν όμως κάποιους δίσκους που θα μπορούσαν να σε «κολλήσουν στο τοίχο» με περισσή ευκολία. Ένας από αυτούς τους δίσκους είναι και το “Terminal Earth”. Με τον S.L. Coe πια στα φωνητικά στη θέση του «Ταγματάρχη» Michael Knoblich (εμείς έχουμε τον στρατηγό Σάκη Νίκα, η διαφορά είναι εμφανής), ο οποίος απέδωσε τα μέγιστα στο εξίσου καταπληκτικό “Hypertrace”, η παρέα του αρχηγού Axel Julius (κιθάρα) παράγει για μια ακόμη φορά εκλεκτό power metal, το οποίο μπορεί μεν να θεωρείται από τα must της γερμανικής σκηνής, εν τούτοις είναι ηλίου φαεινότερες οι έντονες JUDAS PRIEST επιρροές που εμπλουτίζουν τον HELLOWEEN ήχο. Θα μπορούσες να τους χαρακτηρίσεις ως το λιγότερο επικό και περισσότερο «τσαμπουκαλίδικο» αδερφάκι των HEAVEN’S GATE (τεράστιοι) και δεν θα είχες άδικο. Με ένα concept (ως γενικότερη ιδέα) που αρέσκεται σε θεωρίες συνομωσίας, εξωγήινους κλπ και με τρομερές συνθέσεις σαν το “Not Alone” (ενδεικτικό κομμάτι – οδοστρωτήρας), αν είσαι οπαδός γενικά του power metal και ειδικότερα του Κεντροευρωπαϊκού «σχολαρχείου», ΟΦΕΙΛΕΙΣ τουλάχιστον να έχεις ακούσει παραπάνω από μια φορές τούτο το ακουστικό ντοκουμέντο έμπνευσης και μεταλλικής υπερδιέγερσης. Τέλος.
Δημήτρης Τσέλλος

 

SEPULTURA – “Beneath the remains” (Roadrunner)
Πίσω στο μακρινό 1988 ήταν το πρώτο ταξίδι του Max Cavalera στην Νέα Υόρκη, που το πραγματοποίησε με την ελπίδα να κλείσει ένα συμβόλαιο με διεθνή δισκογραφική εταιρεία. Ο Max βέβαια επέστρεψε στο Rio με άδεια χέρια, έχοντας όμως καταφέρει να τραβήξει τα βλέμματα των δισκογραφικών εταιρειών και ιδιαίτερα αυτά της Roadrunner. Τα προβλήματα που έπρεπε να ξεπεραστούν για να κλείσουν οι SEPULTURA το πολυπόθητο συμβόλαιο, που θα τους ανέβαζε επίπεδο, ήταν πολλά. Από την μία το γεγονός πως μία μεγάλη δισκογραφική έπρεπε να συνεργαστεί με μία μπάντα που ούτε καν καλά Αγγλικά δεν μιλούσε, και από την άλλη να καλύψει τα έξοδα ενός νέου δίσκου που έπρεπε να ανταποκρίνεται στα πρότυπα και στους στόχους της εταιρείας, αλλά και τα έξοδα των μετακινήσεων και των επερχόμενων περιοδειών, καθιστούσαν ως αποτρεπτική μία τέτοια συνεργασία. Παρόλα αυτά η Roadrunner πήρε το ρίσκο, οι SEPS έλαβαν το συμβόλαιο που επιθυμούσαν και όλα είχαν πάρει τον δρόμο τους ώστε το συγκρότημα να κάνει το μεγάλο του βήμα. Ο Scott Burns ήταν αυτός που ανέλαβε τον δύσκολο ρόλο της παραγωγής, αντιμετωπίζοντας πρωτόγνωρες καταστάσεις κατά την παραμονή του στην Βραζιλία. Όλα τα προβλήματα όμως ξεπεράστηκαν και το αριστούργημα που ακούει στο όνομα “Beneath the remains” κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1989, συγκλονίζοντας ολόκληρη την metal κοινότητα. Οι SEPULTURA έχοντας εξελίξει την συνθετική τους ικανότητα, έγραψαν έναν δίσκο-ορόσημο για το thrash metal, με τραγούδια που ξεχειλίζουν από οργή αλλά και ποιότητα. Τα riffs έγιναν πιο τεχνικά, απέκτησαν ελαφρώς μία μελωδικότητα και οι συνθέσεις δημιουργήθηκαν σε πιο στιβαρές δομές από τα τραγούδια του “Schizophrenia”. Εν ολίγοις οι SEPULTURA στο “Beneath the remains” βρήκαν τον ήχο τους, τον οποίο τελειοποίησαν δύο χρόνια αργότερα με το “Arise”. Το “Beneath the remains” όμως ήταν το άλμπουμ που έκανε το συγκρότημα γνωστό σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, κοντράροντας στα ίσα το “Reign in blood” των SLAYER, που είχε θέσει τον πήχη στην κορυφή λίγα χρόνια πιο πριν. Ακούγοντας το “Beneath the remains” 29 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, καταλαβαίνεις εύκολα γιατί η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται ως χρυσή για τους SEPULTURA. To thrash metal πραγματικά στα καλύτερα του.
Δημήτρης Μπούκης

 

SHARK ISLAND – “Law of the order” (Epic)
Οι SHARK ISLAND ήταν ένα συγκρότημα που άρχισε την δισκογραφική του καριέρα το σωτήριο έτος 1980 με το όνομα AS SHARKS κυκλοφορώντας έναν δίσκο και τρία single για να διαλυθούν το 1983 καθώς δε γνώρισαν σημαντική επιτυχία. Αλλάζουν το όνομά τους σε SHARK ISLAND το 1986 κυκλοφορώντας 2 δίσκους και ένα ΕΡ για να διαλυθούν εκ νέου το 1989 έχοντας στην κατοχή τους ετούτο εδώ το διαμάντι.
Το “Law of the order” είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ που μουσικά κινείται στο hard rock έτσι όπως ορίσθηκε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Δεν είναι «κραγμένο» άλμπουμ από την άποψη ότι δεν είναι κοντά στο sleaze καθώς έχει και τα heavy στοιχεία του μέσα στα τραγούδια. Ο δίσκος ξεκινάει με το “Paris is calling” όπου μαζί με τα δύο επόμενα τραγούδια, τα “Shake for me” και “Something’s calling” αποτελούν άρτια δείγματα μελωδικού hard rock και αν υπήρχε Θεός θα έπρεπε να έχουν συνεχόμενο air play σε κάθε ραδιοφωνικό σταθμό! Το “Bad for each other” κινείται σε πιο ήρεμες μορφές διεκδικώντας τον τίτλο της μπαλάντας χωρίς να είναι τέτοια σε κάθε περίπτωση. Τα “Passion to ashes” και το “Spellbound” που ακολουθούν σου ανεβάζουν και πάλι τη διάθεση με το groove που δημιουργούν για να φτάσουμε στο ίσως καλύτερο τραγούδι του δίσκου μαζί με το “Paris is calling” που δεν είναι άλλο από το “Get some strange”. Καθαρόαιμη αλητεία, πιασάρικο όσο δεν πάει, με ρεφραίν που σκοτώνει, άκρως μελωδικό, ότι πρέπει για τους οπαδούς του ιδιώματος. Ορισμένα άλμπουμ τείνουν να χάσουν την ορμή τους μετά από συγκεκριμένα τραγούδια αλλά αυτό δε συμβαίνει με το “Law of the order”. Το “Why Should I Beleive” είναι μια τρυφερή μπαλάντα που είναι ακόμα σε θέση να σε συγκινήσει ενώ το “Ready or not” σε επαναφέρει σε rock ‘n’ roll καταστάσεις. Ο δίσκος κλείνει με διασκευή στο “The chain” των FLEETWOOD MAC, όπου οι SHARK ISLAND το έχουν κάνει στην κυριολεξία δικό τους!
Όπως ανέφερα και στην αρχή, οι SHARK ISLAND διαλύθηκαν μετά από αυτό εδώ το αριστούργημα. Κρίμα, διότι μιλάμε για έναν εξαιρετικό δίσκο που είχε όλα τα στοιχεία να πετύχει αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Αν είστε οπαδοί του hard rock θεωρώ πως επιβάλλεται να ακούσετε το δίσκο. Μπορεί να γίνει και ένα από τα αγαπημένα σας άλμπουμ. Ποτέ δεν ξέρεις…
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

SHOK PARIS – “Concrete killers” (I.R.S. Metal)
Έχοντας κυκλοφορήσει έναν καταπληκτικό δίσκο το 1987 που δεν είναι άλλος από το “Steel and starlight”, οι SHOK PARIS είχαν πολύ δύσκολο έργο για να γράψουν τον διάδοχό του που δεν είναι άλλος από το “Concrete killers” του 1989.
Μπορεί να μην φτάνει στα standard του προκατόχου του αλλά έχουμε να κάνουμε με ένα πάρα πολύ καλό δείγμα αμερικάνικου power/heavy metal. Πως όχι άλλωστε όταν ο δίσκος ξεκινάει με ένα τραγούδι σαν το “American dream” που σε πιάνει από το λαιμό χωρίς να έχεις προλάβει να πάρεις καν ανάσα. Φωτιά και λαύρα στη συνέχεια με το “The heat and the fire” που το χαρακτηρίζουν οι πάρα πολύ καλές μελωδικές στη φωνή σε όλη του τη διάρκεια! Τα πράγματα ηρεμούν με το “Away to long” που είναι μπαλάντα για να επανέλθουν σε heavy metal καταστάσεις με το “Hold out” το οποίο φλερτάρει με το hard ‘n’ heavy που καταλήγει να είναι ένα εξαιρετικό τραγούδι. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως μιλάμε για το 1989 και πολλές μπάντες του heavy metal είχαν κάνει στροφή προς σε αυτή την ηχητική κατεύθυνση που ήταν στο απόγειό της εκείνη την εποχή. Και το ακούς ξεκάθαρα στα “In the dark” και “Get it right”. Ο δίσκος επανέρχεται σε κλασικές U.S. Heavy metal μορφές με τα “Find a way out” καθώς και στο “One war with the world” για να επανέλθει σε hard ‘n’ heavy ρυθμούς στο “Windows”. Ο δίσκος θα κλείσει με το ομότιτλο τραγούδι που είναι δυναμίτης και σε ξεσηκώνει με την σπιρτάδα του και τον τσαμπουκά του.
Ο δίσκος είναι μια χαρά, διαμαντάκι. Είναι ανάμικτος καθώς ακροβατεί ανάμεσα στο κλασικό heavy και τον ήχο της εποχής και το πιο σημαντικό από όλα δεν κουράζει σε καμία των περιπτώσεων. Σε αυτό βοηθάει αυτή η ποικιλία ανάμεσα στα τραγούδια που καθιστά ευχάριστη την ακρόαση του δίσκου. Τα έχουμε πει άλλωστε… Αμερική = Εγγύηση!
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 


SIREN – “Financial Suicide” (Aaarrg Records)
Γράφοντας αυτό το μικρό κείμενο προσπαθώ ακόμα να θυμηθώ πότε και που αγόρασα τον συγκεκριμένο δίσκο των SIREN. Εσείς που είστε νεότεροι, καλό είναι να γνωρίζετε ότι οι πιο μεγάλοι ηλικιακά (όχι όλοι φυσικά), αφού τότε δεν υπήρχε το internet για να ψάχνεις και να μαθαίνεις επί τόπου το ποιον κάθε δίσκου, αγοράζαμε βινύλια στα τυφλά λόγω εξωφύλλου ή τιμής. Νομίζω λοιπόν ότι το “Financial Suicide” ήταν άλλη μια τέτοια αγορά. Αυτό που πάντως σίγουρα θυμάμαι είναι το πόσο ωραίο περιεχόμενο είχε η εν λόγω κυκλοφορία και πόσο ακόμα με σήμερα με συνεπαίρνει ακούγοντας την. Οι SIREN ίσως και εξαιτίας της καταγωγής τους, καταπιάνονται μουσικά με τον Αμερικανικό power metal ήχο με αρκετά progressive στοιχεία του τότε. Αν είστε οπαδοί των QUEENSRYCHE και FATES WARNING της πρώτης περιόδου, HELSTAR, CITIES, VICIOUS RUMORS, JAG PANZER, LIEGE LORD, MALICE, SAVAGE GRACE, HEIR APPARENT, FIFTH ANGEL κλπ και δεν έχετε ακούσει τους SIREN θα βρείτε άλλο ένα σχήμα που μόνο με δυο δίσκους κατάφερε να βάλει το όνομα του στο metal χάρτη έστω και για λίγο αλλά αφήνοντας καλή κληρονομιά (έχοντας ήδη κυκλοφορήσει το “No Place Like Home” το 1986) ωδή στον Αμερικανικό power ήχο της δεκαετίας του 1980. Απλά βάλτε σε μια συσκευασία όλα τα βασικά μουσικά στοιχεία των προαναφερθέντων σχημάτων και θα έχετε μια σαφή άποψη του ήχου και των τραγουδιών των SIREN. Ίσως δεν είναι και τυχαίο ότι ο τραγουδιστής τους Doug Lee θα αναλάμβανε τα μετέπειτα χρόνια για μεγάλο διάστημα τα φωνητικά στους MEKONG DELTA, ένα από τα ωραιότερα power/prog σχήματα. Οι SIREN είναι άλλο ένα από συγκροτήματα που οι μυημένοι ή όσοι ψάχνονταν/νται τους γνωρίζουν. Η στήλη όμως γι’ αυτό υπάρχει. Όσοι δεν τους έχετε ακούσει και σας αρέσει το Αμερικανικό prog/power άπλα σπεύσατε γρήγορα. Αξίζουν της προσοχής σας.
Θοδωρής Μηνιάτης

 

SKID ROW – “Skid row” (Atlantic)
Μάλιστα… Τι έχουμε εδώ; Θα σου πω τι έχουμε. Ένα από τα κορυφαία ντεμπούτα της αγαπημένης μας μουσικής και ένα από τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών. Γιατί τέτοιο είναι το πρώτο άλμπουμ των SKID ROW. Ασύλληπτο!
Ο δίσκος έσκασε σαν βόμβα το σωτήριο έτος 1989! Λίγο η ομορφάδα του Sebastian Bach, λίγο ότι κινήθηκε μεταξύ βρωμιάς και αλητείας αλλά με μία παραγωγή κρύσταλλο, λίγο το “18 and life”, το “Youth gone wild” και το “I remember you”, όπως αντιλαμβάνεστε δεν ήταν και κάτι το δύσκολο για να πετύχει ο δίσκος. Για όσους δεν μπορείτε να καταλάβετε το μέγεθος του συγκεκριμένου δίσκου, αναφέρω ενδεικτικά ότι πούλησε κάτι παραπάνω από 6.000.000 κόπιες, και μάλιστα σε μια εποχή που ναι μεν το ιδίωμα ήταν στα ύψη αλλά υπήρχαν μπάντες όπως οι BON JOVI, GUNS ‘N’ ROSES, KISS, MOTLEY CRUE, που είχαν τη μερίδα του λέοντος όσον αφορά τις πωλήσεις και μέσα σε όλα αυτά χωρίς να βάλω μέσα τους DEF LEPPARD του “Hysteria” για να μην ξεχνιόμαστε. Ο δίσκος ξεκινάει με κομμάτια δυναμίτες γιατί τέτοια είναι τα “Big guns” και “Sweet little sister” για να ακολουθήσει το “Can’t stand in the heartache” προκειμένου να μας δείξουν την πιο light πλευρά του σκληρού εαυτού τους. Το “Piece of me” κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με το προηγούμενο για να φτάσει ο ακροατής στο “18 and life” και να παγώσει το αίμα του από το μεγαλείο του τραγουδιού! Δε νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν το έχει ακούσει, ειλικρινά δηλαδή. Το “Rattlesnake shake” είναι ένα χορευτικό σφηνάκι για να ακολουθήσει ο απόλυτος ύμνος των απανταχού έφηβων τούτου του πλανήτη, το “Youth gone wild”. Τραγούδι-ύμνος, ξεχειλίζει από σπιρτάδα και νεανικότητα, στίχοι που σε κάνουν να πιστεύεις ότι το συγκεκριμένο τραγούδι γράφτηκε για σένα και ένας Bach να αλωνίζει και να είναι ο απόλυτος άρχοντας του παιχνιδιού. “Here I am” και “Making a mess” μας θυμίζουν τι συμβαίνει στην Αμερική του 1989 για να λιώσει η καρδιά του κάθε επίδοξου wannabe αρσενικού με το “I remember you”. Μιλάμε για μία από τις κορυφαίες μπαλάντες που έχουν γραφτεί στην αγαπημένη μας μουσική με τον Bach να μας χαρίζει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του. Η δισκάρα ετούτη κλείνει με το “Midnight/Tornado”, μία φανταστική σύνθεση όπου από το μεσαίο σημείο και μετά η μπάντα πραγματικά δίνει ρεσιτάλ παιξίματος και ενορχήστρωσης καθιστώντας το κομμάτι σε ένα από τα καλύτερα της πορείας τους έως σήμερα.
Τα πολλά λόγια είναι φτώχια φίλοι μου. Το 1989 έχει πολλούς λόγους να είναι περήφανο και ένας από αυτούς είναι και αυτός ο δίσκος. Ένα βήμα πριν την αλλαγή της δεκαετίας βγήκε αυτό το διαμάντι το οποίο θα παραμείνει άφθαρτο εις τους αιώνες των αιώνων!
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

SODOM – “Agent Orange” (Steamhammer)
Αν “βαρέσει” κάποιος στο Google τις λέξεις Agent Orange, θα δει ότι πρόκειται για την κωδική ονομασία ενός από τα φυτοκτόνα που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τον Αμερικάνικο στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, για την απογύμνωση των δασών, όπου οι αντάρτες έβρισκαν κάλυψη και τροφή. Η ίδια χημική και τοξική ουσία εκτιμάται ότι ευθύνεται για το θάνατο ή τον ακρωτηριασμό 400.000 ανθρώπων, καθώς και για το γεγονός ότι 500.000 παιδιά γεννήθηκαν με δυσμορφίες. Φρίκη! Αν περάσουμε όμως στα μουσικά χωράφια, το “Agent Orange” είναι ο τίτλος του τρίτου δίσκου των SODOM, ο καλύτερος και ο πιο αναγνωρίσιμος που έχουν κυκλοφορήσει οι Γερμανοί, καθώς κι ένας από πιο ποιοτικούς του ιδιώματος.
Στο “Agent Orange” οι SODOM αφήνουν μια και καλή πίσω το black παρελθόν τους, με τα tremolo riffs να έχουν σχεδόν εξαλειφτεί. Ήδη είχε “φανεί η δουλειά” από το “Persecution Mania”, αλλά εδώ η μπάντα αποδίδει πλέον καθαρόαιμο thrash. Ο δίσκος ανοίγει ρυθμικά με το υπερκλασικό “Agent Orange”, το οποίο μετά από λίγο παίρνει φωτιά. Και τι φωτιά! Αυτή που δεν καίει, όπως λένε και οι στίχοι, οι οποίοι δίνουν εξαρχής το βαθιά αντιπολεμικό τους στίγμα. Άλλωστε και στο εσωτερικό του δίσκου η μπάντα γράφει το εξής: “This album is dedicated to all people – soldiers and civilians – who died by senseless aggressions of wars all over the world”. Πιο λιανά δε γίνεται να μας το κάνει…
Τα “Tired and Red” και “Incest” που ακολουθούν, σπέρνουν το thrash όλεθρο με τα γκάζια τους και την βιαιότητά τους. Βέβαια το βάθος των κομματιών δεν εξαντλείται μόνο σε αυτά τα χαρακτηριστικά, μιας και γενικά το “Agent Orange” αποπνέει ποικιλομορφία, γεγονός που φέρει την υπογραφή του Frank Blackfire. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το break του “Tired and Red” στο μέσο του, όπου ακούγεται αρχικά ένα ακουστικό πέρασμα. Στη συνέχεια το κομμάτι αρχίζει να γίνεται ρυθμικό και να σου δίνει την εντύπωση πως ο Kirk Hammett έπιασε την κιθάρα και παίζει riffs και solo, πριν να επιστρέψει στο αρχικό του βίαιο μοτίβο. Το “Remember The Fallen” διαδέχεται την γρήγορη και γεμάτη ένταση πρώτη τριπλέτα του δίσκου. Αργό, groovy και ρυθμικό, ακούμε τον Angelripper να τραγουδάει τους στίχους αντί να τους φτύνει, σε ένα κομμάτι που δε νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει ξεβιδώσει το σβέρκο του στο άκουσμά του.
Το thrash ντελίριο συνεχίζεται και στα “Magic Dragon” και “Exhibition Bout”, με τα απαραίτητα πιο αργά και ρυθμικά περάσματα, πριν να φτάσουμε στο MOTORHEAD-ικό “Ausgebombt”, όπου οι Γερμανοί παρά τον έντονο punk πνεύμα που αποπνέει το κομμάτι, δείχνουν την αγάπη τους στο Lemmy και την παρέα του. Το “Baptism of Fire” μας επαναφέρει στη thrash πραγματικότητα και εν τέλει ο δίσκος κλείνει με το “Don’t Walk Away” των TANK, μια διασκευή σε τέρμα πάρτι διάθεση και ύφος, η οποία ακούγεται καλύτερα κι από το αυθεντικό κομμάτι των Βρετανών.
Με το “Agent Orange” οι SODOM έφυγαν κι επίσημα από τα όρια του cult και κατετάγησαν στους μεγάλους του παγκόσμιου thrash metal. Ο δίσκος πλησίασε την τελειότητα και δεν σημείωσε καθόλου άδικα την επιτυχία που σημείωσε, μιας και δεν του έλειπε τίποτα. Ούτε η δύναμη, ούτε η ωμότητα, ούτε η ταχύτητα, ούτε η ποικιλομορφία, ούτε η έμπνευση, ούτε η ισορροπία. Το πανέμορφο to-the-point artwork του Andreas Marschall, που δείχνει τον Knarrenheinz μέσα σε ένα αεροπλάνο πάνω από τα δάση του Βιετνάμ, ήταν απλά το κερασάκι στην τούρτα του όλου πακέτου.
Θανάσης Μπόγρης

 

SOUNDGARDEN – “Louder Than Love” (A&M Records)
Το 1989 βρίσκει την μπάντα να κυκλοφορεί τον δεύτερο δίσκο της μέσω μεγάλης δισκογραφικής και να μπαίνει για πρώτη φορά στα Charts του Billboard200 και συγκεκριμένα στην θέση 108. Βρισκόμαστε 5 χρόνια πριν κατακτήσουν οι SOUNDGARDEN μουσικά τον κόσμο και ο δίσκος αυτός είναι το άπλωμα χεριού της μπάντας στην μεταλλική κοινότητα και οι επιρροές τους από τους SABBATH είναι περισσότερο από εμφανείς. Οι ίδιοι δεν ήθελαν επ’ ουδενί να “ταμπελιαστούν” ως Heavy Metal συγκρότημα, όμως στο δίσκο αυτό οι Metal επιρροές τους, κερδίζουν κατά κράτος τις οποιαδήποτε άλλες. Με τον δίσκο αυτό μπαίνουν στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη ως πολλά υποσχόμενη μπάντα και η αλήθεια είναι ότι αυτό που έπαιξαν στο “Louder Than Love” έβγαζε μία περίεργη “αντίθεση”, που δεν είχε ξαναπαιχτεί κάτι αντίστοιχο στο παρελθόν. Ήταν μια παραγωγή ωμή αλλά και προσιτή την ίδια στιγμή, ένας δίσκος heavy με πολλά metal στοιχεία …αλλά δεν τον λες και Metal ακριβώς, με έναν τραγουδιστή που είχε όλα τα χαρακτηριστικά του Rock Star αλλά ήταν και το τελευταίο χαρακτηριστικό που παρατηρούσες από όλη την παρουσία του εκείνη την εποχή.
Τα τραγούδια στο “Louder Than Love” είναι άμεσα, νευρικά και heavy. Κορυφαία του δίσκου είναι το “Hands all Over” που έχει εξαιρετικούς στίχους, το “Gun” που ξεκινάει με βαριά και αργά riffs και στην συνέχεια οι ταχύτητες αυξάνουν με τον Chris Cornell να δείχνει δείγματα εξαιρετικής γραφής, το “Loud Love” που είναι το αγαπημένο μου και το “Big Dumb Sex” που ήταν κοροϊδευτικό για τις Hair Metal μπάντες και την θεματολογία των στίχων τους. Ο Kim Thayil έχει γράψει εξαιρετικά riffs ενώ και η συνδρομή του Chris Cornell -7 στα 10 τραγούδια- είναι κάτι παραπάνω από αξιοσημείωτη. Ο δίσκος αυτός κρίνοντας την πορεία τους συνολικά, υστερεί στιχουργικά καθώς έδειξε τα επόμενα χρόνια ότι ο Chris Cornell είναι ποιητής και μπορεί να γράψει εξαιρετικούς στίχους, ενώ και μουσικά κυκλοφόρησαν πολύ καλύτερες δουλειές. Το “Louder Than Love” κρίνοντάς τον αποκλειστικά και ανεξάρτητα από την υπόλοιπη δισκογραφία τους, είναι μία πολύ καλή κυκλοφορία με την οποία κατάφεραν να ταρακουνήσουν τον κόσμο. Όμως κρίνοντας συνολικά και με τις δισκάρες “Badmotorfinger” και “Superunknown” που κυκλοφόρησαν στην συνέχεια, αντιλαμβανόμαστε ότι το βασικότερο που έκανε το άλμπουμ αυτό, ήταν να θέσει τις βάσεις για να εξελιχθούν οι SOUNDGARDEN στην κορυφαία μπάντα που αγαπήσαμε τα επόμενα χρόνια.
Θάνος “Thanoz” Κολοκυθάς

 

STORMWITCH – “Eye of the Storm” (Hot Blood Records)
Όταν έχεις να παρουσιάσεις ένα εντυπωσιακό σερί δίσκων (άπαντες οι δίσκοι της περιόδου 1983-1989), έχεις δημιουργήσει αυτόματα το δικό σου κοινό, που σε αγαπά και σε ακολουθεί για αυτό που είσαι. Τι είσαι; Μια μπάντα που παίζει αγνό και «καυτό» heavy metal, στο ύφος των λατρεμένων RUNNING WILD, αλλά με ελαφρώς διαφορετικό concept (αντί για πειρατεία εδώ έχουμε μυστικισμό και κοινό πεδίο αναφοράς τα ιστορικά θέματα). Τη στιγμή λοιπόν που αποφασίζεις να αλλάξεις ύφος και να βάλεις πολλές A.O.R επιρροές στη μουσική σου, αυτόματα ρισκάρεις να χάσεις τα πάντα. Οι Γερμανοί δεν έπαθαν αυτό, αλλά η αλήθεια είναι πως κλονίστηκαν. Υπό καθαρά μουσικά πλαίσια, ο δίσκος είναι αρκετά καλός. Είναι μια αντίστοιχη περίπτωση με το “Turbo” των JUDAS PRIEST, ή το “Destiny” των SAXON. Όπως όμως δεν ήταν το ζητούμενο για τους SAXON να παίξουν A.O.R όσο καλά και να το έκαναν, έτσι δεν ήταν και για τους STORMWITCH. Ό,τι και να λέμε βέβαια εμείς, τραγούδια όπως το “Paradise”, το “Heart of Ice” και το “Steel in the Red Light” αξίζουν πολλών και απανωτών ακροάσεων!
Δημήτρης Τσέλλος

 


STRATOVARIUS – “Fright night” (Columbia)
Ο πρώτος δίσκος των STRATOVARIUS δεν ενδείκνυται καθόλου θα έλεγα για τους οπαδούς του σημερινού ήχου ή ακόμα και για όσους μυήθηκαν στη μπάντα από το εμπορικά πετυχημένο “Destiny” που ακόμα και σήμερα ηχεί υπερβολικά (χαζό)χαρούμενο και καλο-γυαλισμένο. Εδώ μιλάμε για τη περίοδο της μπάντας πριν την έλευση του Timo Kotipelto και της κυριαρχίας των synths. Αντιθέτως μιλάμε για ένα ξερό, τευτονικό και σκοτεινό power metal εμπνευσμένο από τους πατέρες τους είδους, τους HELLOWEEN του “Keeper of the seven keys pt. I” που έθεσε τα θεμέλια του είδους. Όταν ακούς το εναρκτήριο “Future shock” πραγματικά είναι σαν να ακούς το “I’m alive” ενώ το ομώνυμο κομμάτι είναι φτυστό το “Halloween”. Απ’ την άλλη, τα “False messiah” και “Fire dance” φέρνουν στο νου την άλλη αγάπη του Timo Tolkki, τον Yngwie Malmsteen και το νεοκλασικό power metal όπως το κατέστησε δημοφιλές ο Σουηδός. Ναι φίλοι μου, το ντεμπούτο των STRATOVARIUS, το παιδί του ταλαντούχου και power metal κιθαρίστα των νεανικών μου χρόνων Timo Tolkki, ενδείκνυται για οπαδούς του ξερού 80’s στιβαρού ωστόσο μελωδικού heavy metal. Ο ήχος, η παραγωγή, το ύφος βασικά όλα φέρνουν στο νου μια άλλη μπάντα από τη σημερινή με συνθέσεις κομμένες και ραμμένες για τη φωνή του Tolkki ο οποίος αν και δεν είχε τη δύναμη του Kotipelto, είχε ιδανική για το είδος φωνή. Αν και είναι φανερό πως μιλάμε για ένα σχετικά άνισο ντεμπούτο χωρίς ποικιλία και μια μπάντα που δεν είχε άψογη αρμονία μεταξύ όλων των μελών, μπορώ να πω άνετα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, πως το “Fright night” είναι ένας πολύ αξιόλογος δίσκος και ένα διαμάντι για κάθε πρωτοδισκάκια μεταλλά!
Φίλιππος Φίλης

 


SUICIDAL TENDENCIES – “Controlled by hatred/Feel like shit…déjà vu” (Epic)
Περίεργη περίπτωση αυτό το άλμπουμ των SUICIDAL. Η ίδια η μπάντα το συγκαταλέγει στην επίσημη δισκογραφία της με τα full length άλμπουμ της. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για 2 EP με αρκετές διασκευές, δύο διαφορετικές εκδοχές του “How will I laugh…” και μόλις δύο ολοκαίνουργια τραγούδια, τα “Just another love song” και “Feel like shit…déjà vu”. Ακόμη και τότε υπήρχε μεγάλο μπέρδεμα στον μουσικό τύπο για το πως να αναφερθούν στο συγκεκριμένο πόνημα των Αμερικανών και έτσι δεν ήταν λίγοι εκείνοι που στη συνέχεια το θεωρούσαν περισσότερο σαν μία «συλλογή» που έμπαινε σφήνα ανάμεσα στις δύο αντικειμενικά καλύτερες δουλειές των SUICIDAL: τα “How will I laugh tomorrow when I can’t even smile today” & “Lights…Camera…Revolution”.
Πάμε πρώτα στις διασκευές… Οι NO MERCY ήταν μία thrash/crossover μπάντα που έβγαλε μόλις ένα ολοκληρωμένο δίσκο (“Widespread bloodshed love runs red”, 1987) και στην οποία έπαιζε ο κιθαρίστας Mike Clark και τραγουδούσε ο Mike Muir. Τέσσερα κομμάτια από αυτό το άλμπουμ επαναηχογραφήθηκαν από τους SUICIDAL όταν ο Clark ήλθε στη μπάντα και τα οποία είναι πάνω-κάτω στο ίδιο ύφος με την αρχική μορφή τους (αν και με καλύτερη παραγωγή). Οι δύο εκδόσεις του “How will I laugh…” είναι μάλλον αχρείαστες ενώ τα δύο νέα κομμάτια πραγματικά δείχνουν τον συνθετικό οίστρο των Αμερικανών την περίοδο 1987-1990!
Αξίζει να αναφέρουμε ότι και τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου των NO MERCY επαναηχογραφήθηκαν σε κατοπινές κυκλοφορίες από τους SUICIDAL. Παρόλα αυτά, το “Controlled by hatred…” παραμένει ένας μάλλον obscure δίσκος και το αγοραστικό κοινό εκείνη την εποχή δεν του επιφύλαξε και την καλύτερη δυνατή υποδοχή.
Σάκης Νίκας

 


TERRORIZER- “World Downfall” (Earache Records)
To “World Downfall” αποτελεί ένα από τα πλέον κλασικά grindcore/deathgrind άλμπουμ, τηρώντας πλήρως τις «προϋποθέσεις» του είδους, ενώ διατηρεί την «μπογιά» του έως και σήμερα με επίκαιρους (!) στίχους. Μάλλον δεν άλλαξαν και πολλά… Πίσω στο 1989, λοιπόν, και στους TERRORIZER που άνοιξαν τον δρόμο με το ντεμπούτο τους “World Downfall”, αμέσως μετά την κυκλοφορία του οποίου διαλύθηκαν. Ο Jesse Pintado βρέθηκε στους NAPALM DEATH και ο Pete Sandoval στους MORBID ANGEL. Η επανένωση θα πραγματοποιηθεί 16 χρόνια αργότερα και θα διαρκέσει για έναν μόνο χρόνο, ως την επόμενη, το 2009. Το ντεμπούτο των TERRORIZER είναι αυτό ακριβώς που θα περίμενε κανείς σήμερα: ταχύτατα και απολαυστικά blast beats που με δυσκολία ακολουθεί κανείς, σκληρά grindcore φωνητικά και καυστικοί στίχοι σε ένα σχεδόν 35λεπτο άλμπουμ 16 δίλεπτων κομματιών που μοσχομυρίζει oldschoolιά και επανάσταση. Βλέποντάς το από την σκοπιά της εποχής που κυκλοφόρησε, το “World Downfall” ήταν σίγουρα ρηξικέλευθο εφόσον έθεσε βάσεις στο σχηματισμό του μουσικού είδους. Στη σημερινή εποχή δε, εξακολουθεί να προσφέρει επιρροή ενώ αδυνατεί να απογοητεύσει. Αχ, τί εποχές έχω χάσει!
Σοφία Γεωργούση

 

TESLA – “The great radio controversy” (Geffen)
Βάζεις την πρώτη πλευρά αυτού του δίσκου να παίζει και καταλαβαίνεις τι σημαίνει ποιοτικό Αμερικάνικο hard rock. Συναίσθημα, πάθος, στίχοι, τραγουδάρες. Με μπάσο καλομιξαρισμένο, έναν drummer που κρύβει εκπλήξεις στα γεμίσματά του (έτσι που μόνο ένας Torpey ξέρει), κιθάρες που ζωγραφίζουν και μια φωνή τόσο αισθαντική που τρελαίνει. Οι TESLA δεν είναι και ποτέ τους δεν ήταν η τυπική μας μπάντα. Δεν ήταν προβλέψιμοι, δεν ήταν συμβατικοί. Είναι μια κατηγορία από μόνοι τους. Διότι κατάφεραν να πάρουν ένα επιτυχημένο ντεμπούτο και να πατήσουν πάνω του, ώστε να εξελίξουν τον ήχο τους, να μην χάσουν τον ενθουσιασμό τους και να αποδείξουν πως η έμπνευσή τους δεν ήταν περιστασιακή. Το “The great radio controversy” κάνει αυτό ακριβώς, αλλά και τόσα ακόμα. Με ψαγμένους στίχους και κάποιες θεματολογίες να δανείζονται από την βιογραφία του Nikola Tesla προσέθεταν στις μελωδίες τους και τα εξαιρετικά τους ριφ επιπλέον ενδιαφέρον. Ακόμα όμως κι όταν γράφουν για πάρτι και γυναίκες (“Lazy days, crazy nights”) παραμένουν διασκεδαστικοί. Η φωνή του Jeff Keith είχε βραχνάδα και μια μοναδικότητα, που έκανε τον 20άχρονο να ακούγεται ως έμπειρος ναυτικός που το έριξε στο τραγούδι στα γερατιά του. Οι blues αλλά κι οι country επιρροές του Frank Hannon προσέθεταν στην διαφορετικότητα της μπάντας. Ύμνοι όπως το “Hang tough” ή το “Heaven’s trail” δεν γράφονται εύκολα! Το άλμπουμ χτυπά κόκκινο όμως στην δεύτερή του πλευρά. Εκεί με το “The way it is” και το “Love song”. Δυο τραγούδια που εσωκλείουν όλη την ύπαρξη των TESLA. Παρότι επιτυχημένο το άλμπουμ αυτό δεν εκτίναξε εμπορικά την μπάντα εκτός Ευρώπης, όπως ήλπιζε η εταιρία τους, μάλλον λόγο του πιο σοφιστικέ Αμερικάνικου ήχου τους. Βέβαια στις ΗΠΑ το “The great radio controversy” μπήκε στο Top-20 και μέσα σε μια δεκαετία ξεπέρασε τα 2 εκατομμύρια αντίτυπα (σε εποχές που αυτό μετρούσε).
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 

TESTAMENT – “Practice what you preach” (Atlantic)
Το 1989 ήταν και η τελευταία χρυσή χρονιά του Αμερικάνικου Thrash. Οι TESTAMENT κατάφεραν να γράψουν τον πιο ποικίλο τους δίσκο και να εδραιωθούν στην τρίτη τους αυτή απόπειρα (αγγίζοντας και το Top 40), παρότι απέσπασαν αντιφατικές κριτικές και στο πέρασμα του χρόνου δεν έμεινε το άλμπουμ ως ένα από τα καλύτερά τους. Η ομάδα παρέμεινε η ίδια, ακόμα και o Alex Perialas που είχε καπαρώσει την θέση του παραγωγού ως 6ο μόνιμο μέλος, έχοντας ήδη στο βιογραφικό του συνεργασίες με METALLICA, EXCITER, ANTHRAX και OVERKILL ήταν ο ιδανικός συνοδοιπόρος κι από τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν τον ήχο της σκηνής. Ήταν η εποχή που οι παραγωγές γινόταν πιο στεγνές, καθαρές και γυαλισμένες και το “Practice what you preach” δεν μπορούσε να διαφέρει. Η μπάντα έφερε φαρδιά την ετικέτα των followers και υπάρχουν αρκετοί λόγοι στο άλμπουμ που οφείλονται στους METALLICA, όμως η κιθαριστική δουλειά δεν πρέπει να υποτιμηθεί έτσι. Μπορεί το “The ballad” να μειονεκτεί ενός “Fade to black”, αλλά δεν κρίνεται ένα άλμπουμ από αυτό. Υπάρχουν αρκετές ριφάρες εδώ. Και το στιχουργικό υπόβαθρο είναι πιο ευρή από τους προκατόχους του, με τους TESTAMENT να ασχολούνται με κοινονικοπολιτικά, αλλά και οικολογικά θέματα. Εύκολα ξεχωρίζει το “Sins of omission” που είναι τραγούδι που πρέπει να διδάσκεται στην μεγάλη του Thrash σχολή, ενώ στα αγαπημένα μου συγκαταλέγεται και το “Greenhouse effect”. Επίσης πετυχημένη είναι και η πιο εύπεπτη στοφή που διαφαίνεται σε τραγούδια όπως το ομώνυμο, αλλά και το “Envy life” (με το death γρύλισμα του Chuck Billy ως προπομπός αυτού που ακούσαμε αργότερα). Η μπάντα τα είχε δώσει όλα και εδώ άρχισαν να φαίνονται οι ρωγμές, κάτι που στο μέλλον έγινε εντονότερο.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 

 

 

TITAN FORCE – “Titan Force” (U.S Metal Records)
Οικογενειακή υπόθεση. Τα αδέρφια Stefan (τύμπανα), Mario (κιθάρα) και John Flores (μπάσο), παρέα με τον Bill Richardson (κιθάρα), προσλαμβάνουν τον Harry “The Tyrant” Conklin των JAG PANZER στη φωνή και κυκλοφορούν …θα σας πω στο τέλος τι κυκλοφορούν. Η «μάνα» Αμερική έχει κάνει και πάλι το θαύμα της. Τα «χωράφια» των πρώιμων QUEENSRYCHE και FATES WARNING τα ήξεραν καλά τα αδέρφια Flores. Τα είχαν κάνει «δικά τους» προ πολλού. Αυτό που έλειπε, ήταν να προσθέσουν τη δική τους «σφραγίδα», «ποτίζοντάς» τα με αρκετές επιπλέον δόσεις λυρισμού και επικού συναισθήματος. Τούτο το διατυμπανίζουν περίτρανα τα εννέα τρομερά και φοβερά τραγούδια που απαρτίζουν το εν λόγω ηχητικό μεγαλείο που ονομάζεται “Titan Force”. Υπάρχει ξέρετε ένα ρητό, που περισσότερο προς αδιαμφισβήτητο δόγμα μοιάζει πια, και το οποίο θέλει έναν δίσκο να κρίνεται από τα πρώτα 1-2 τραγούδια του. Αν αυτά σε κερδίσουν αμέσως, τότε είναι ελάχιστες πραγματικά οι φορές που η συνέχεια θα είναι απογοητευτική. Ε, εδώ ακούς το δίδυμο των “Chase your dreams” και “Master of Disguise”. Τι να σου πω περισσότερο; Μπορείς να αντισταθείς στον καλπασμό του πρώτου και στην αρχοντική λυρικότητα του δευτέρου; Ή μήπως θα μείνεις όρθιος στο άκουσμα του επιβλητικού “Toll of Pain” και του καταιγιστικού “Blaze of Glory” νομίζεις; Εξαιρετική τεχνική κατάρτιση από όλα τα μέλη της μπάντας, η έμπνευση να ξεχειλίζει και ένας Τύραννος που εδώ κάνει τις καλύτερες ίσως ερμηνείες της εκθαμβωτικής του καριέρας και μπαίνει και τυπικά στην ελίτ των μεγαλύτερων φωνών που έβγαλε ποτέ ο «σκληρός ήχος» στην ολότητά του, όσο μεγάλη κουβέντα και αν είναι αυτή.
Επειδή τέτοιοι δίσκοι δεν χρειάζονται μεγάλα κείμενα για να τους περιγράψεις, θα σας πω στο σημείο αυτό, τι κυκλοφόρησαν οι TITAN FORCE. Χωρίς κανένα ίχνος οπαδισμού, η μπάντα από το Colorado Springs μας έδωσε το 1989 έναν δίσκο που ανήκει στη πρώτη δεκάδα των άλμπουμ του λατρεμένου είδους που ονομάζεται τεχνικό, λυρικό power metal. Ισάξιο ενός “Rage for Order”, ενός “Transcendence” και ενός “One Small Voice” για να καταλάβετε καλύτερα το μέγεθός του και την καλλιτεχνική του αξία. Όποιος το έχει, το έχει κάνει εικόνισμα και το ακούει καθημερινά από mp3, για να μη χαλάσει το ιερό αυτό κειμήλιο. Όποιος δεν το έχει, να το αποκτήσει αύριο κιόλας. Ορθά, κοφτά και «δημοκρατικά». Ρίγη, δάκρυα στα μάτια και ανασήκωμα του τριχωτού της κεφαλής με μία και μόνο νότα, λίγοι δίσκοι καταφέρνουν να προκαλούν. Και το “Titan Force” είναι ένας τέτοιος δίσκος.
Δημήτρης Τσέλλος

 

TNT – “Intuition” (Polygram)
Αυτό που θυμάμαι περισσότερο από το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι ότι μου βγήκε η Παναγία να το βρω σε κάποιο δισκάδικο όταν κυκλοφόρησε το 1989. Ήδη ο βαθμός δυσκολίας εύρεσης του “Tell no tales” ήταν υψηλός αλλά το “Intuition” ήταν σχεδόν αδύνατο να το βρεις τότε σε κάποια μορφή (βινύλιο ή κασέτα). Όταν, λοιπόν, ο Γιαννάκης ο Μαραθάς από το Happening μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι είχε έρθει το βινύλιο, έτρεξα αμέσως για να το «τσιμπήσω» χωρίς να ρωτήσω καν πόσο κάνει (ίσως θα έπρεπε… αφού ήταν δίσκος εισαγωγής)! Από εκείνη την ημέρα μέχρι και σήμερα, παραμένει ένας από τους πιο αγαπημένους μου δίσκους των TNT αλλά και γενικότερα στο hard rock.
Για να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά, οι TNT πραγματοποιούσαν σταδιακά βήματα εξέλιξης και συνθετικής προόδου. Από το ομώνυμο άλμπουμ και αργότερα το “Knights of the new thunder” μέχρι το “Tell no tales” και το “Intuition” είχαν περάσει 7 σχεδόν χρόνια και το πρωτόλειο heavy metal είχε δώσει τη θέση του σε ένα μελωδικό hard rock (με ψήγματα glam metal ήχου). Η φανταστική κιθάρα του Le Tekro με την απίστευτη, ψιλή φωνή του Harnell ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του ήχου των TNT και το “Intuition” αποτύπωνε μία μπάντα στο απόγειό της. Το “Tonight I’m Falling” ήταν το απόλυτο hit, το ομώνυμο κομμάτι σου «κόλλαγε» με τη μία στον εγκέφαλο και το “Forever shine on” αποτέλεσαν τα highlights ενός αψεγάδιαστου δίσκου ο οποίος ακούγεται το ίδιο φρέσκος με τότε. Για τους λάτρεις των trivia, o Joe Lynn Turner κάνει δεύτερα φωνητικά στο δίσκο.
Η αλήθεια είναι ότι οι TNT δεν κατάφεραν να πιάσουν ποτέ ξανά το υψηλό επίπεδο συνθέσεων του “Intuition” (όσο και αν πλησίασε το “Realized fantasies”) και το εν λόγω πόνημα του 1989 παραμένει το ζενίθ της καριέρας των Νορβηγών με τον Αμερικανό τραγουδιστή.
Σάκης Νίκας

 

TOXIΚ – “Think This” (Roadracer)
Alarm! Alarm! Δεν ξέρω πόσοι από σας ξέρετε τους TOXIΚ, αλλά αν θεωρείτε εαυτούς μέλη της σέκτας των θεοπάλαβων που έχουν την απολύτως λογική εντύπωση πως οι WATCHTOWER είναι η πιο ακραία μπάντα του πλανήτη, κάντε μια μεγάλη χάρη στην αφεντιά σας και ακούστε αυτήν εδώ τη ΜΠΑΝΤΑΡΑ. Τεχνικό και απολύτως γραμμωμένο thrash, με ωραία πρίμα φωνητικά (τα οποία και φυσικά κοιτούν συνεχώς προς τα πάνω) και με τους Τεξανούς βασιλιάδες της παράνοιας να κυριαρχούν στις επιρροές, έχοντας δίπλα τους επίσης θεούς σαν τους HEATHEN, τους FORBIDDEN και τους TESTAMENT να ακουμπούν και αυτοί με το μαγικό τους ραβδάκι τις δώδεκα συνθέσεις του “Think This”. Περισσότερο μελωδικό και κοντρολαρισμένο από το ντεμπούτο αδερφάκι του, το απίθανο “World Circus”, συνεχίζει να διδάσκει τη μέθοδο του να επηρεάζεσαι έντονα από κάτι, αλλά να έχεις δική σου ταυτότητα. Δεν χρειάζονται περισσότερα λόγια. Αγαπητοί thrashers, ΔΑΓΚΩΣΤΕ! Καλά για τη διασκευή στο “Out On The Tiles” των LED ZEPPELIN δεν βγάζω ούτε λέξη…
Δημήτρης Τσέλλος

 

URIAH HEEP – “Raging silence” (Polygram) 
H αλήθεια είναι ότι το 1987 η πορεία των URIAH HEEP θα γνωρίσει μια μεγάλη στροφή προς την δόξα ξανά και αυτό οφείλεται τόσο στο νέο line up όσο και στην απόφαση τους να περιοδεύσουν στο Ανατολικό μπλοκ. Η επιτυχία τους στην Ρωσία όπου έπαιξαν στο Ολυμπιακό στάδιο της Μόσχας σε 180.000 θεατές σε 10 συνεχόμενες συναυλίες τους καθιέρωσε σαν το πρώτο δυτικό rock σχήμα που έπαιξε εκεί (είχαν παίξει πριν από αυτούς οι Cliff Richard, Elton John και Βilly Joel) μια επιτυχία που αποτυπώθηκε στο live album “Live in Moscow” (1988) και άνοιξε επίσης τον δρόμο στους SCOPRIONS, BON JOVI, STATUS QUO και MOTLEY CRUE.
Μετά την επιτυχία αυτή στην Ρωσία, θα ακολουθήσουν τρείς sold out συναυλίες στην Τσεχοσλοβακία (η πρώτη δυτική rock μπάντα που θα παίξει εκεί), τέσσερις sold out επίσης συναυλίες στη Ανατολικό Βερολίνο και θα ήταν και η πρώτη δυτική μπάντα που θα περιόδευε και στην Βουλγαρία μπροστά σε 80.000 κόσμο.
Αποτέλεσμα όλης αυτής της ευτυχίας, σε μια περίοδο που όλοι τους θεωρούσαν νεκρούς, εκτός του να αναγεννηθούν σαν μπάντα ήταν να αποκτήσουν μια νέα δυναμική που είχε σαν αποτέλεσμα την συμμετοχή τους στο Reading Festival του 1988 όπου απέσπασαν εξαιρετικά σχόλια αλλά και να μπουν στο studio με άλλο αέρα και να ηχογραφήσουν τον πρώτο δίσκο του φρέσκου line up.
Ενός line up που εκτός των παλαίμαχων Mick Box και Lee Kerslake είχαν προστεθεί οι Τrevor Bolder (που είχε συμμετάσχει και στα 70’s στην μπάντα), Phil Lanzon (keyboards, πρώην GRAND PRIX) και Βεrnie Shaw (πρώην GRAND PRIX και αυτός). Ένα line up που θα έμενε σταθερό για τα επόμενα είκοσι χρόνια, το μακροβιότερο στην ιστορία της μπάντας.
Ο δε Bernie Shaw, έμελε να αποδειχθεί το λαχείο της μπάντας, μιας και εκτός από πολύ καλή φωνή ήταν εξαιρετικός στην σκηνική παρουσία και μπορούσε να τραγουδήσει και τους κλασικούς ύμνους της μπάντας με άριστα αποτελέσματα.
Το “Raging silence” κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1989 και το πιο σημαντικό του στοιχείο είναι η φρεσκάδα που αποπνέουν οι συνθέσεις του. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των συναυλιακών εμπειριών, αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα αυλάκια του βινυλίου. Ο δίσκος έχει μια μελωδική ΑΟR ταυτότητα που συνάδει με την εποχή που κυκλοφόρησε και πραγματικά είναι ένα πολύ αξιόλογο album που ξεκινά θετικά την νέα φάση του σχήματος.
Aπο τις δικές τους συνθέσεις συνθέσεις ξεχωρίζουν τα “Bad bad man”, “Voice in my T.V”, “Cry Freedom”, “More Fool you (more fool me)” και “Rick Kid”. Υπάρχουν και οι εξαιρετικές διασκευές όπως το εναρκτήριο “Hold your head up”, μια παλιά επιτυχία των ΑRGENT και το “When the war is over” μια μπαλάντα των Αυστραλών COLD CHISEL. Ο κυκλοφορία του δίσκου τους ξαναπήγε στην Ρωσία για συναυλίες, στην Πολωνία, στην Βραζιλία, στο Βερολίνο ξανά, Εσθονία, Ισπανία, Φιλανδία, Βρετανία και …Ελλάδα! Στις 14 Οκτωβρίου του 1989 θα βρεθούν στο Ρόδον club, την δεύτερη φορά τους στην Ελλάδα μετά εκείνη την επεισοδιακή συναυλία το 1983 και αυτήν που προσωπικά θα είχα την χαρά να τους παρακολουθήσω για πρώτη φορά μαζί με την παρέα μου στις μπροστινές σειρές του club.
Ήταν μια συναυλία που μου έχει μείνει στην μνήμη για πολλούς λόγους αλλά κυρίως λόγω του ότι ήταν η πρώτη φορά που θα έβλεπα μια πολυαγαπημένη μου μπάντα και θα άκουγα ζωντανά τους ύμνους του παρελθόντος. Επίσης το λευκό t- shirt της περιοδείας ήταν ένα απόκτημα με ιδιαίτερη σημασία επίσης με την απόδοση της μπάντας να είναι εξαιρετική, οι ιαχές «ΗΕEP, HEEP» δονούσαν το club και ήταν επίσης το ξεκίνημα για να τους έχουμε τακτικούς επισκέπτες στα επόμενα χρόνια στην χώρα μας.
Γιάννης Παπαευθυμίου

 


VAIN – “No respect” (Island Records)
Κλασική περίπτωση υποτιμημένου δίσκου. Από τις περιπτώσεις, μάλιστα, που σε κάνουν να απορείς για το πώς και ένα τέτοιο άλμπουμ δεν βρέθηκε ποτέ όχι μόνο στην κορυφή του κόσμου αλλά έστω σε ένα Top – 10 ρε αδερφέ! Μιλάμε για ασύλληπτα πράγματα! Γιατί το “No respect” δεν είναι δίσκος που μπορεί να γραφτεί από την οποιαδήποτε μπάντα, ούτε καν και από τους ίδιους τους VAIN.
Οι VAIN αν και είχαν σχηματιστεί από το 1985 κατάφεραν να κυκλοφορήσουν το εν λόγω ντεμπούτο μετά από τέσσερα χρόνια. Και τι ντεμπούτο ρε γαμώτο. Έχει μέσα τραγούδια όπως το “Secrets”, το “Beat the bullet”, το “Who’s watching you” και το “Ready” που σε κάνουν να κουνάς το κεφάλι και τα πόδια σου στο ρυθμό της μουσικής. Είναι τραγούδια – ύμνοι του hard rock, πραγματικά μνημεία όλα τους. Καθηλωτικά, χορευτικά, συναισθηματικά και ότι άλλο μπορεί να χωρέσει ανθρώπινος νους. Τι και αν ο δίσκος ξεκινάει με μια επιθετικότητα που δεν την περιμένεις και ξαφνιάζεσαι, το “Beat the bullet” είναι για πλάκα το καλύτερο τραγούδι για ραδιόφωνο που έχει ο δίσκος! Και πες εντάξει, όλα καλά μέχρι εδώ. Παρακάτω υπάρχουν τα “Aces” και “Laws against love” που έχουν και τα δύο καταπληκτικά ρεφραίν που σε καθηλώνουν με την πρώτη ακρόαση. Δεν μπορώ να κάνω track by track ανάλυση, δε γίνεται γιατί θα γίνω κουραστικός γράφοντας τη λέξη «Έπος» κάθε λίγο και λιγάκι.
Θεωρώ πως είναι σχεδόν εγκληματικό αυτό το άλμπουμ να θεωρείται τόσο υποτιμημένο από τον κόσμο εκεί έξω. Σίγουρα υπάρχουν αρκετοί οι οποίοι το προσκυνούν σαν και του λόγου μου, δε χωράει αμφιβολία αυτό. Ακούστε τον δίσκο όλοι. Μιλάμε για ένα από τα κορυφαία άλμπουμ στην κατηγορία hard rock/poser/sleaze ή όπως αλλιώς λέγεται. Για μένα είναι στην πεντάδα. Υπερβολικός; Δε νομίζω!
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

VENGEANCE – “Arabia” (CBS)
Για όσους δε γνωρίζετε ή δε θυμάστε αυτή εδώ η μπάντα από την Ολλανδία ήταν κάποτε το “σπίτι” των Ian Parry και Arjen Anthony Lucassen. Το άλμπουμ τους “Arabia”, κυκλοφόρησε το 1989 και είναι η φυσική συνέχεια του “Take it or leave it”, από το 1987. Σε αυτά τα δυο άλμπουμ οι Ολλανδοί φίλοι μας, προσπάθησαν να πιάσουν το νόημα της εποχής, να γίνουν πιο εμπορικοί και “μοντέρνοι” για τα δεδομένα της εποχής, αλλά δε τα κατάφεραν. Όχι γιατί δεν είναι καλά άλμπουμ, αλλά γιατί δεν ταίριαζε στο στυλ τους να γίνουν “Αμερικανάκια”, ούτε ο φυσικός τους μουσικός προσανατολισμός, παρά την προσπάθεια τους μπορούσε να γλυκοκοιτάξει σταθερά προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το “Arabia” είναι ένα αρκετά καλό εμπορικό (σχεδόν) metal άλμπουμ, το οποίο είναι φτιαγμένο από Ευρωπαίους για Αμερικάνους αλλά αρέσει μόνο σε Ευρωπαίους τελικά. Οι VENGEANCE έφτιαξαν έναν ήχο κάτι ανάμεσα σε DIO, RAINBOW με κάποιες λίγες Hollywood metal πινελιές, αλλά οι κλασικές Blackmore-ικές κιθαριστικές καταβολές δεν τους επέτρεψαν ευτυχώς να καταστραφεί η συνθετική τους ικανότητα προς χάρη της Αμερικανοποίησης. Νομίζω πως η δεύτερη έκδοση του άλμπουμ, η οποία περιέχει και τις rough mix, αποδεικνύει περίτρανα ότι ο κλασικός metal ήχος, τους ταίριαζε πιο καλά. Εν πάση περίπτωσή, το άλμπουμ παρά τις αποθεωτικές κριτικές που είχε λάβει εκείνα τα χρόνια, δεν κατάφερε να κάνει από εμπορικής απόψεως κάτι συγκλονιστικό. Σήμερα, ακούγεται πραγματικά ευχάριστα, έχει ωραίες κιθαριές, καλές συνθέσεις και καθαρό ήχο. Τίποτα το πρωτότυπο ή που δεν έχετε ξανακούσει και από άλλους, αλλά είναι μια αξιόλογη δουλειά που ξεχάστηκε με τα χρόνια μεν, αλλά έχει μια γοητεία δε. Επίσης έχει πολύ πλάκα να βλέπεις τι έκανε ο Lucassen παιδάκι και που έφτασε μετά με τους AYREON, τους STAR ONE κλπ.
Δημήτρης Σειρηνάκης

 

VENOM – “Prime Evil” (Under One Flag)
Αξίωμα. Το “Prime Evil” είναι ο καλύτερος δίσκος που κυκλοφόρησαν οι VENOM με τον Tony Dolan στα φωνητικά και ένας από τους καλύτερος δίσκους στη δισκογραφία τους συνολικά. Δύο χρόνια πριν όμως, η θρυλική μπάντα από το ζοφερό Νιούκαστλ βρισκόταν στα πρόθυρα της διάλυσης. Αιτία, το “Calm Before The Storm” που κυκλοφόρησε το 1987 και το οποίο, πέραν της εμπορικής αποτυχίας τους, έφερε στην επιφάνεια τα προβλήματα που πάντα υπήρχαν ανάμεσα στον Cronos και τον Abaddon, σε σημείο που ο Cronos αποχωρεί από τη μπάντα, παίρνοντας μάλιστα μαζί του τους δύο κιθαρίστες Mike Hickey και Jim Claire. Από την άλλη ο Abaddon δεν μένει με σταυρωμένα τα χέρια και αφού εξασφαλίζει συμβόλαιο με την Under One Flag παρουσιάζοντας τους το διαβόητο demo του “Deadline”. Το “Deadline” προοριζόταν για το νέο άλμπουμ των VENOM μετά το “Possessed” αλλά η αποχώρηση του Mantas το 1985 ματαίωσε την κυκλοφορία αυτή. Ο Mantas επιστρέφει στη μπάντα και φέρνει μαζί του και άλλον έναν κιθαρίστα, τον Al Barnes, με τον οποίο είχε συνεργαστεί στο solo του άλμπουμ με τίτλο “Winds of Change”. Φυσικά το μεγάλο στοίχημα είναι ένα: Η αντικατάσταση του Cronos. Ύστερα και από πρόταση του manager τους, Eric Cook, καταλήγουν στον Tony Dolan, τραγουδιστή και μπασίστα των ATOMKRAFT. Σαν κουαρτέτο πια, δίνουν κάποια secret gigs και τον Οκτώβρη του 1989 κυκλοφορούν το “Prime Evil”. Δίσκος τεχνικός, ρυθμικός αλλά και απίστευτα κολασμένος, το “Prime Evil” περιέχει απίστευτες κομματάρες, από το κλασικό ομώνυμο και το “Blackened Are The Priests” μέχρι τα ταχύτατα “Skeletal Dance” και “Into The Fire”. Όλα, μα όλα τα μέλη της μπάντας βρίσκονται σε εκπληκτική φόρμα, με τον Dolan, χωρίς να προσπαθεί να μιμηθεί τον προκάτοχο του, να κλέβει την παράσταση. Ακόμα και η περιττή διασκευή στο “Megalomania” των BLACK SABBATH δεν είναι ικανή να κρύψει τη δυναμική αυτού του δίσκου. Ένας δίσκος που ο Abaddon, ακόμα και τώρα, θεωρεί το αγαπημένο του VENOM άλμπουμ. Πάνω από όλα όμως το “Prime Evil” είναι ο δίσκος που έβγαλε τους VENOM από το τέλμα και τους τοποθέτησε για τα καλά ξανά στον μουσικό χάρτη. Δίσκος κλειδί για τις 7 Πύλες της Κολάσεως, απλά απαραίτητος.
Θοδωρής Κλώνης

 


VIPER – “Theatre of fate” (Eldorado)
Στα αυτιά μου δεν έφτασε το 1989, αλλά λίγα χρόνια μετά, όμως δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο εντυπωσιάστηκα με τους VIPER. Άλλωστε η πρώτη κυκλοφορία, από την Βραζιλιάνικη Eldorado πώς να φτάσει σε εμάς; Ήταν το 1992 που κυκλοφόρησε αυτό το διαμάντι από την Γερμανική Massacre στην δική μας ήπειρο. Παρότι το δεύτερό τους άλμπουμ, αυτό ήταν με το οποίο μας συστήθηκαν ουσιαστικά. Τα αδέρφια Pit και Yves Passarell εκτός από καλοί μουσικοί (μπάσο και κιθάρα αντίστοιχα) είχαν έμπνευση αλλά και όραμα. Έχοντας λιώσει κυκλοφορίες των HELLOWEEN, IRON MAIDEN και QUEENSRYCHE ήξεραν ακριβώς τι ήθελαν να παίξουν και κατάφεραν να γράψουν υπέροχα τραγούδια και πριν κλείσουν τα 20, είχαν ήδη βγάλει το “Soldiers of sunrise”, ενώ δούλευαν στο παρόν άλμπουμ σχεδόν 2 χρόνια. Στην πορεία η παρουσία του Andre Matos έμελλε να αλλάξει το όραμα των αδερφών Passarell, αφού από το ντεμπούτο μέχρι εδώ είχε μπολιάσει τις δικές του επιρροές, πιο μελωδικές, οπερατικές (βλέπε QUEEN) και με μια αισθητική που τους ξεχώριζε. Δεν υπάρχει άσχημη στιγμή εδώ, αλλά ιδιαίτερα τα “At least a chance” με τις αλλαγές του και το μαγευτικό ρεφραίν, ή το “To live again” που φανερώνει πολλές από τις Γερμανικές τους καταβολές, όπως και το γρήγορο “Prelude to oblivion” ή το απίστευτο “Living for the night” που θέτει τα θεμέλια για αυτό που ακούσαμε αργότερα από τους ANGRA. Γενικά οι VIPER ήταν οι πρώτοι που άνοιξαν την πόρτα για την Βραζιλιάνικη σκηνή και το συγκεκριμένο άλμπουμ τους κατατάσσει στο πάνθεον των καλύτερων power metal κυκλοφοριών. H μπάντα ηχογράφησε σε ένα παλιό στούντιο, που τους έδωσε την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν όργανα ορχήστρας, προσθέτοντας στην θεατρική τους αισθητική. Η μπαλάντα που κλείνει το δίσκο, το υπέροχο “Moonlight” είναι αυτό που κερδίζει τα περισσότερα από αυτή την εμπειρία τους. Μια μπαλάντα με κινηματογραφικό συναίσθημα και τον Matos να δίνει ρεσιτάλ. Από τα καλύτερα άλμπουμ, μιας καθ’ όλα υπέροχης χρονιάς.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 


VOIVOD – “Nothingface” (MCA)
Το 1988 οι VOIVOD όχι μόνο κυκλοφόρησαν τον καλύτερο δίσκο της καριέρας τους, αλλά ταυτόχρονα κι ένα δίσκο που έδωσε άλλη ουσία και νόημα στον όρο progressive thrash metal. Ένα χρόνο μετά οι Καναδοί επέστρεψαν στα δισκογραφικά δρώμενα με καινούργια δουλειά, η οποία για ακόμα μια φορά ήταν μοναδική και διαφορετική με τα πρότερα μουσικά τους πεπραγμένα.
Στο “Nothingface” η μπάντα αφήνει πίσω της τα thrash στοιχεία και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην prog πλευρά του χαρακτήρα της. Μπορεί το εναρκτήριο “The Unknown Knows” να συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το “Dimension Hatröss”, αλλά δεν αργεί να αποκαλύψει ένα άλλο πρόσωπο στον ακροατή, όταν μετά τη μέση αρχίζει να κινείται σε πιο jazz και πειραματικά μονοπάτια, λειτουργώντας ιδανικά σαν γέφυρα με το παρελθόν της μπάντας και με το τι θα επακολουθήσει από το επόμενο κιόλας τραγούδι. Το γνώριμο punk ύφος των φωνητικών, οι industrial και δυσαρμονικές κιθάρες, το τεχνικό παίξιμο του group, αλλά και η αλλοπρόσαλλη δόμηση των συνθέσεων είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της ταυτότητας των VOIVOD που δεν λείπουν ούτε από το “Nothingface”. Από εκεί και πέρα όμως το συγκρότημα πειραματίζεται, καταργώντας τα όρια στη μουσική του, με τις ’70s progressive rock επιρροές και τα ψυχεδελικά στοιχεία να βγαίνουν πιο μπροστά στο προσκήνιο. Δεν είναι τυχαία άλλωστε ούτε η επιλογή της μαγευτικής διασκευής στο “Astronomy Domine” των PINK FLOYD, η οποία ξεφεύγει εντελώς από τα όρια της επανεκτέλεσης, ούτε η τοποθέτησή της στην 3η θέση της tracklist του δίσκου. Η μπάντα κάνει πραγματικά δικό της το κομμάτι, το οποίο ακούγεται πλήρως εναρμονισμένο με το υπόλοιπο υλικό του δίσκου.
Η συνηθισμένη sci-fi θεματολογία των κομματιών, αλλά και του όλου concept διατηρείται, με το δυστοπικό και σουρεαλιστικό artwork του Away (Michel Langevin) ως συνήθως να ταιριάζει γάντι και να λειτουργεί ιδανικά προς χάρη της ολοκλήρωσης της αισθητικής εικόνας του album. Η απόδοση των μελών της μπάντας είναι υπεράνω σχολιασμού. Ο Snake (Denis Bélanger) μπορεί να μην ο καλύτερος τραγουδιστής αυτού του σύμπαντος, αλλά είναι η πιο ταιριαστή φωνή που θα μπορούσαν να έχουν οι VOIVOD. Αυτή τη φορά το αλατοπίπερο είναι η λίγο παραπάνω μελωδία που προσθέτει στις όπως πάντα ιδιαίτερες ερμηνείες του. Το παίξιμο του Piggy (Denis D’Amour) είναι κλασικά από άλλο πλανήτη. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο μπάσο του Blacky (Jean-Yves Thériault), τόσο ηχητικά, όσο και ενορχηστρωτικά, ενώ ο Away (Michel Langevin) μαγεύει ξανά με το μοναδικό του στυλ.
Το “Nothingface” έμελε να γίνει το πιο επιτυχημένο album των VOIVOD από πλευράς πωλήσεων, παρά τον δυσπρόσιτο και αντισυμβατικό του χαρακτήρα. Οι Καναδοί δε φοβήθηκαν να πειραματιστούν και να ακολουθήσουν πιο progressive διαδρομή, με την επιλογή τους να τους δικαιώνει. Αξιοσημείωτο είναι πως μετά την κυκλοφορία του “Nothingface” τους δόθηκε η ευκαιρία να περιοδεύσουν ως headliners μαζί με τους SOUNDGARDEN, έχοντας μαζί τους FAITH NO MORE σαν special guests.
Θανάσης Μπόγρης

 


W.A.S.P. – “The headless children” (Capitol)
Να ξεκινήσουμε από τα βασικά; Ας πούμε, λοιπόν, πως οι W.A.S.P. ήταν μία από τις κορυφαίες μπάντες των 80’s. Ας δευτερολογήσουμε λέγοντας πως το συγκεκριμένο συγκρότημα την συγκεκριμένη δεκαετία κυκλοφόρησε μόνο δισκάρες και μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Να πούμε, επίσης, πως το “The headless children” ήταν ο τέλειος συνδυασμός του παρελθόντος της μπάντας με το μέλλον που ερχόταν υπέρλαμπρο. Σωστά μέχρι εδώ; Σωστά.
Και πάμε στον δίσκο. Για εμένα προσωπικά ήταν, είναι και θα είναι το αγαπημένο άλμπουμ από τους W.A.S.P. Και αυτό το αναφέρω βάσει της παραπάνω φράσης, δηλαδή της τέλειας αναλογίας. Είναι ένας δίσκος που είναι σαν να το σχεδίαζε για χρόνια ο «Ινδιάνος», λες και είχε την μαντική ικανότητα να βλέπει το μέλλον και στο που θα πήγαινε το metal την δεκαετία που ερχόταν. Ο Blackie με τούτο το αριστούργημα κατάφερε πρώτον, να ικανοποιήσει τους πιστούς οπαδούς της μπάντας του με τραγούδια όπως τα “Thunderhead”, “Mean man” (αφιερωμένο και γραμμένο για τον κιθαρίστα της μπάντας Chris Holmes), “The neutron bomber”, “Mephisto child” και “Rebel in the F.D.G.” αλλά και να κερδίσει νέους οπαδούς με πιο «σοβαρές» συνθέσεις όπως το “The heretic (The lost child)” και φυσικά το ομώνυμο τραγούδι! Επίσης, το άλμπουμ είχε την καθιερωμένη μπαλάντα, το “Forever free”, που είναι από αυτές που ο Blackie μπορεί να γράψει Δευτέρα πρωί με την τσίμπλα στο μάτι και μία καταπληκτική διασκευή στο “Real me” των THE WHO!
Και πάμε στον επίλογο τώρα. Οι W.A.S.P. με αυτόν το δίσκο έκλεισαν πολύ επιτυχημένα την πρώτη δεκαετία της ζωής τους σαν συγκρότημα. Κατάφεραν μέσα από διαφορετικές συνθέσεις, έστω και λίγες, να δείξουν που θα κινηθούν τα επόμενα χρόνια. Έγιναν όνομα πρώτου μεγέθους, έπαιξαν μεγάλες συναυλίες και πήραν μαζί τους κοινό το οποίο τους προσπερνούσε τα προηγούμενα χρόνια, κυρίως λόγο bad attitude. Για όλα αυτά τα παραπάνω ο δίσκος θα μνημονεύεται εσαεί!
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

WARRANT – “Dirty rotten filthy stinking rich” (CBS)
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Ο τίτλος του δίσκου είναι από τους καλύτερους που έχουν δοθεί σε άλμπουμ! Με τέτοιο τίτλο στις αποσκευές σου είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα κυκλοφορήσεις ένα εξαιρετικό δίσκο. 1989 και το glam/sleaze όχι απλά κορυφώνεται αλλά είναι μέσα σε κάθε σπίτι θέλοντας και μη. Δεν γινόταν αλλιώς. Μαζί του ξεπήδησαν χιλιάδες συγκροτήματα, άλλα με επιτυχία άλλα όχι. Ένα από αυτά ήταν και οι WARRANT.
Σε αυτόν τον δίσκο τους οι WARRANT παίζουν sleaze. Ούτε hard rock, ούτε hard ‘n’ heavy, ούτε τίποτα άλλο. Sleaze μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Πήραν τις επιρροές που είχαν από τους KISS, τους VAN HALEN, τις «χώνεψαν», έβαλαν το προσωπικό τους στίγμα και να σου ο δίσκος. Έχοντας έναν χαρισματικότατο τραγουδιστή στο πρόσωπο του Jani Lane ο οποίος μπορούσε να τραγουδήσει με διάφορους τρόπους,, κατάφεραν να γράψουν δέκα συνθέσεις που άφησαν εποχή. Η γυαλιστερή παραγωγή του ήταν από τα θετικά του δίσκου καθώς απογειώνει το κάθε τραγούδι, δίνοντας την ευκαιρία στον ακροατή να νιώθει στο μέγιστο την κάθε μελωδία, το κάθε riff, το κάθε όργανο σε τελική ανάλυση. Και όταν ένας δίσκος ξεκινάει με τρία κομμάτια πραγματικά δυναμίτες όπως είναι τα “32 pennies”, “Down boys” και “Big talk” δε γίνεται να αποτύχει. Το άλμπουμ ηρεμεί με το “Sometimes she cries” που είναι μία power ballad της εποχής για να ακολουθήσει μία πραγματική αλητεία που ακούει στον τίτλο “So damn pretty” που έχει γραφτεί για να σου διαλύσει τον σβέρκο. Το “D.R.F.S.R” που είναι το πρώτο γράμμα από κάθε λέξη του δίσκου, είναι ένα καταπληκτικό τραγούδι που όχι απλά «βρωμάει» sleaze αλλά είναι από τα τραγούδια – ορισμός του συγκεκριμένου ιδιώματος, ακολουθεί το “In the sticks” που είναι στο ίδιο μήκος κύματος για να ηρεμήσει και πάλι ο δίσκος με μία από τις πιο διάσημες μπαλάντες των 80’s, που δεν είναι άλλη από το “Heaven”. Εξαιρετική σύνθεση η οποία κατάφερα να βάλει σε κάθε σπίτι στην Αμερική τους WARRANT. Τα δύο τελευταία τραγούδια του δίσκου είναι τα “Ridin’ high” και “Cold sweat”, όπου στο πρώτο ακούμε το πώς θα ακουγόντουσαν οι KISS πιο νέοι και στο άλλο τι μουσική πρέπει να ακούς για να κάνεις το απόλυτο party! Καταπληκτικό κλείσιμο του δίσκου που σε αφήνει με ένα χαμόγελο χαράς γι’ αυτό που μόλις άκουσες.
Το “Dirty rotten filthy stinking rich” ήταν ένα ντεμπούτο που έδειχνε ότι οι WARRANT θα κατακτούσαν τα πάντα στο διάβα τους. Ο χρόνος όμως δεν ήταν σύμμαχός τους, το grunge ήρθε και διέλυσε τα πάντα στο πέρασμά του αλλά τουλάχιστον οι WARRANT κατάφεραν να μας χαρίσουν δύο καταπληκτικά άλμπουμ. Το ένα είναι αυτό. Με το άλλο θα ασχοληθούμε κάποια άλλη στιγμή.
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

WATCHTOWER – “Control and Resistance” (Noise Records)
Η αρχή έγινε το 1985 με το “Energetic Disassembly”. Παρά τη φτωχή παραγωγή, γινόταν ξεκάθαρο πως αυτή η μπάντα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για τα μεταλλικά δεδομένα. Οι RUSH αποφάσισαν ξαφνικά να παίξουν thrash/speed metal, και μάλιστα κατάλαβαν πως δεν είναι αρκούντως τεχνικοί. Έπρεπε ο κόσμος να ακούσει ακόμη πιο ακραίες αλλαγές, ακόμη πιο πολύπλοκα θέματα, να μάθει πως το fusion μπορεί να γίνει «ένα» με το metal. Να ακούσει ακόμη πιο ψηλά φωνητικά. Ο τότε τραγουδιστής τους, Jason McMaster, τραβά τις χορδές του όσο δε πάει και τρυπάει αυτιά. Ο Billy White στη κιθάρα, σου έδινε την εντύπωση πως με το ένα χέρι μπορούσε να παίζει και με το άλλο να λύνει μαθηματικές εξισώσεις. Ο Doug Keyser δένει το άτυχο το μπάσο του κόμπο, ενώ ταυτόχρονα δίνει διάλεξη με θέμα “Ο τρόπος ζωής των Δεινοσαύρων – Η καθημερινότητα του Παχυκεφαλόσαυρου”. Ο Rick Colaluca κάθεται πίσω από τα drums, και ξαφνικά παρατηρείς πως τα χέρια και τα πόδια του πολλαπλασιάζονται. “Δεν είναι λογικά πράγματα αυτά”, λες με το «μέσα» σου, “κάτι δεν πάει καλά εδώ”.
Ναι φίλε μου, κάτι δεν πάει, όντως. Και αυτό το καταλαβαίνεις πια απόλυτα στο δεύτερο άλμπουμ, του 1989. “Control and Resistance” ο τίτλος αυτού, αλλά έλεγχος δεν υπάρχει, και εσύ δεν μπορείς, βασικά κανείς δε μπορεί, να αντισταθεί σε αυτό που ακούγεται από τα ηχεία. Ο White την έχει κάνει με «ελαφρά», το ίδιο και ο McMaster. Έρχονται οι Ron Jarzombek και Mike Soliz αντίστοιχα, με τον δεύτερο να κάθεται ένα χρόνο, να μην κρίνεται ίσως αρκετά “κούκου” και να δίνει τη θέση του στον Alan Tecchio. Αυτή η σύνθεση λοιπόν κυκλοφορεί το “Control…”. Ο νέος τραγουδιστής τραγουδά ακόμη ψηλότερα (!) και ακόμη πιο ακραία (!), ο νέος κιθαρίστας παίζει κιθάρα με το ένα χέρι, και με το άλλο βγάζει ένα – ένα τα τουβλάκια του Jenga. Οι άλλοι δύο; Ο Keyser ασχολείται με τη σχεδίαση διαστημοπλοίων την ώρα που παίζει μπάσο και ο Colaluca έχει πλέον 7 χέρια και 5 πόδια. Η παραγωγή ανώτερη, και οι συνθέσεις «τραβηγμένες», μελετημένες μέχρις εσχάτων. Το ομότιτλο, το τρομερό “Instruments of Random Murder”, το «αιχμηρότατο» “Dangerous Toy”, όλα παίρνουν δέκα με τόνο. Για το τέλος, θα πω κάτι που αν δεν το πω, θα σκάσω. Όπως έγραψα στην αρχή, μην έρθει κανείς και σας πει πως οι WATCHTOWER παίζουν “progressive metal”. Αυτό που ακούγεται από τα ηχεία όταν παίζει το εν λόγω θεούργημα (όπως και το προηγούμενό τους αλλά και το πρόσφατο “Concepts of Math – Book One”), είναι thrash. Πες το τεχνικό, τεχνοκρατικό, σπαστικό, σπασμωδικό, πες το όπως θες, αλλά είναι THRASH που να πάρει. Αρκετά με την υπέρτατη μπούρδα που αναμασούν οι ιντελεκτουέλ ινστρούχτορες και ονομάζεται “thinking man’s metal”, λες και οι άλλοι είναι τίποτα ζαβά… Έλα, τέλος, πήγαινε και άκου τον δίσκο εσύ και άσε με εμένα να λέω τα δικά μου!
Δημήτρης Τσέλλος

 


WEHRMACHT – “Biermacht” (New Renaissance Records)
Τρελαίνομαι πραγματικά, όταν διαβάζω αποθεώσεις για συγκροτήματα που πέρασαν και δεν ακούμπησαν, αφού ανήκαν πραγματικά στη δεύτερη κατηγορία. Κατ’ αρχήν, το να ονομάζεσαι WEHRMACHT, από μόνο του, είναι λόγος να σε κοιτάζω με μισό μάτι. Μιλάμε για αμερικάνικη μπάντα, που δεν είχε καμία σχέση με ναζισμό, αλλά σίγουρα το έκανε για να προκαλέσει. Τραγικό χιούμορ και στις μέρες μας, πολύ επικίνδυνο. Κατά δεύτερο λόγο, το crossover thrash τους, είναι κυριολεκτικά β’ κατηγορίας, αφού αν θέλω να ακούσω κάτι παρόμοιο μουσικά, θα ακούσω τους S.O.D. κι M.O.D., αλλά κι αν θέλω να ακούσω στίχους για μπύρα, θα προτιμήσω τους TANKARD και τους GANG GREEN. Χιουμοριστικά τραγούδια όπως το “Suck my dick”, “Drink Jack” ή “Everb / E…! / Micro-E!”, είναι κυριολεκτικά άνευ ουσίας, αφού ακόμα και τότε είχαν γραφτεί άπειρα τέτοια. Το να δώσεις λεφτά να αγοράσεις ένα δίσκο διάρκειας λίγο πάνω από 20’, γεμάτο από μονόλεπτα ή δίλεπτα τραγούδια με ελάχιστο νόημα, δεν ωφελεί σε τίποτα. Κάποια στιγμή, επανακυκλοφόρησε μαζί με το ντεμπούτο των WEHRMACHT, “Shark attack”, αλλά αλήθεια, γιατί να δώσουμε παραπάνω σημασία; Ούτε για χαβαλέ…
Σάκης Φράγκος

 


WHITE LION – “Big game” (Atlantic)
Είσαι οι WHITE LION και μόλις πριν από λίγους μήνες έχεις κυκλοφορήσει μία δισκάρα που λέγεται “Pride” και έχει πουλήσει μερικά εκατομμύρια αντίτυπα. Η εταιρεία σου έχει δει ότι μπορείς να πουλήσεις στο ίδιο μήκος κύματος και σε πιέζει να μπεις και πάλι στο στούντιο για να γράψεις νέο δίσκο ποντάροντας στο momentum που υπάρχει γύρω από το όνομά σου. Και εσύ τι κάνεις; Λυγίζεις από το βάρος; Αμ δε! Μπαίνεις στο στούντιο και κυκλοφορείς μια ακόμα δισκάρα που ακούει στο όνομα “Big game”.
Είναι ο δίσκος που έχει μέσα το “Cry for freedom”. Υπάρχει λόγος να γράψω κάτι παραπάνω; Προσωπικά δε νομίζω ότι υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να συνεχίσω τη γραφή μου. Τι να γράψω, άλλωστε, όταν ένας δίσκος ξεκινάει με τραγούδια όπως τα “Goin’ home tonight” και “Dirty women”. Τίποτα απολύτως. Το “Little fighter” είναι ένα απόλυτα ταξιδιάρικο τραγούδι, από τα πλέον αγαπημένα μου από τον δίσκος αλλά και από τη μπάντα καθώς είναι αρκετά μελωδικό, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «βαρύ A.O.R.» και στην κυριολεξία σε μαγεύει. Όπως συνηθιζόταν σχεδόν σε κάθε δίσκος της εποχής τότε, το τέταρτο τραγούδι ήταν μπαλάντα. Οι WHITE LION δεν αποτέλεσαν εξαίρεση και μας χάρισαν έναν ύμνο στην κυριολεξία με το “Broken home”. Καταπληκτική σύνθεση, μπολιασμένη με συναίσθημα και σκέψεις, μελωδίες, ωραίες φωνητικές γραμμές, με τις καλογυαλισμένες ακουστικές κιθάρες απλά να μαγεύουν. Το “Baby be mine” που ακολουθεί είναι μία κλασσική αμερικανιά από αυτές που λατρεύω και θεωρώ ότι έτσι πρέπει να ακούγονται. Δηλαδή, φοίνικες αριστερά – δεξιά, καμπριολέ και Άγιος ο Θεός! Μαγεία! Η «συναισθηματική αλητεία» που ακολουθεί ακούει στο όνομα “Living on the edge” για να συνεχίσει ο δίσκος με το “Let’s get crazy”, όπου η λέξη «συναισθηματική» έχει αφαιρεθεί από την προηγούμενη πρόταση και έχει μείνει μόνο η λέξη «αλητεία». Μαγικές καταστάσεις και αν ακούς τον συγκεκριμένο ήχο πιάνεις τον εαυτό σου να ζηλεύει που δεν ήσουν στην Αμερική εκείνο το διάστημα. To “Don’t say it’s over” είναι ένας ύμνος του hard ‘n’ heavy με τις εναλλαγές από ήρεμα σε πιο βαριά σημεία να μη σε κάνει να βαριέσαι το άκουσμα του τραγουδιού αλλά να ταξιδεύεις μαζί του! Το “If my mind is evil” είναι με διαφορά το πιο σκοτεινό και heavy metal τραγούδι του δίσκου, είναι εντελώς διαφορετικό από το υπόλοιπο άλμπουμ, μας δείχνει μια διαφορετική πτυχή του συγκροτήματος και στην κυριολεξία σε κάνεις να απορείς που μπορεί να φτάσει η μπάντα μέσα από τόση έμπνευση! Το “Radar love” το ξέρουν και οι πέτρες και δε χωρούν συστάσεις. Rock ‘n’ roll στα καλύτερά του με τους WHITE LION να οργιάζουν στην κυριολεξία για να κλείσει ο δίσκος με τον απόλυτο ύμνο και ένα από τα καλύτερα τραγούδια της μπάντας, που δεν είναι άλλο από το “Cry for freedom”. Έχουν γραφτεί αράδες και αράδες για ετούτο εδώ το τραγούδι. Εγώ τι να γράψω… Το μόνο που θα σου πω είναι πως κάθε φορά που το ακούω μου σηκώνονται οι τρίχες κάγκελο και είναι από τα αγαπημένα μου τραγούδια όλων των εποχών!
Εν κατακλείδι, ο τρίτος δίσκος των WHITE LION γράφτηκε για να μείνει στην ιστορία με χρυσά γράμματα και να γιγαντώσει το όνομα της μπάντας στο πέρασμα του χρόνου. Και το έκανε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χωρίς να μπορέσει κανείς να το αμφισβητήσει σε καμία περίπτωση. Και ξέρεις γιατί; Διότι δεν γίνεται, δε σε αφήνει. Και αν, αν λέμε, πας να πεις κάτι σου τραβάει έναν φούσκο ολκής μόλις τον ακούσεις που σε αφήνει κάγκελο. Δισκάρα μα τον Τουτατή!
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 


WHITESNAKE – “Slip of the tongue” (EMI)
Αυτό εδώ είναι το τέλος της “χρυσής” εποχής των WHITESNAKE, μιας περιόδου που προσπάθησαν απεγνωσμένα να κατακτήσουν την Αμερική και τα charts. Τα κατάφεραν, αλλά το κόστος ήταν μάλλον δυσανάλογο της επιτυχίας τους. Το “Slip of the tongue” έπρεπε να διαδεχτεί την μεγάλη εμπορική επιτυχία του “1987”, αλλά ως γίνεται σχεδόν πάντα, το επόμενο άλμπουμ είναι ίσως καλύτερο, αλλά δε τα καταφέρνει εμπορικά τόσο καλά. Αυτό συνέβηκε σε πολλά σχήματα εκείνα τα χρόνια, βλέπε REO SPEEDWAGON, TOTO, QUIET RIOT κ.α. Άλλοι πάλι όπως οι DEF LEPPARD ή οι BON JOVI πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο. Άρα για την μπάντα του Coverdale το στοίχημα έμοιαζε ως κάτι μεταξύ επιβίωσης ή λήθης. Το θέμα με το άλμπουμ αυτό είναι πάλι μπερδεύτηκαν πολύ τα πράματα προκειμένου ξανά η μπάντα να γνωρίσει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Το ύφος και οι συνθέσεις πάτησαν στο δοκιμασμένο στυλ των προηγούμενων δυο χρόνων, η παραγωγή ξανά υπερβολική, διάφοροι μουσικοί πήγαιναν κι έρχονταν στο στούντιο, ξαναζεσταμένα τραγούδια για μία ακόμη φορά (“Fool for your loving”), το image της μπάντας παράμεινε υπερβολικό και ο ξανθός Coverdale παρά τα προβλήματα στην φωνή του επέμενε να ουρλιάζει λες και έπρεπε να πείσει για κάτι τον κόσμο. Με άλλα λόγια, η πίεση ήταν στις πλάτες της μπάντας σε όλα τα επίπεδα κάτι που είναι φανερό σε κάθε νότα που αποτυπώθηκε στο άλμπουμ. Πάντα βέβαια το ερώτημα που απασχολεί τον οπαδό παραμένει το ίδιο. Είναι μια καλή δουλειά, τα τραγούδια αρέσουν; Να πούμε την αλήθεια το “Slip of the tongue” έχει δύο από τις καλύτερες κατά την γνώμη μου στιγμές των WHITESNAKE, τα “Now you’re gone” και “The deeper the love”, το “Wings of the storm” επιπλέει, και τα υπόλοιπα δεν είναι τίποτα άλλο από μια στείρα αντιγραφή του εαυτού τους από το “1987”, ίδια ακριβώς συνταγή. Βέβαια μόνο και μόνο για τις εξαίρετες μελωδίες των δύο προαναφερόμενων συνθέσεων αξίζει κανείς να έχει αυτό το άλμπουμ στην δισκοθήκη του, αλλά γενικά τόσα χρόνια μετά, πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι μια πικρή ιστορία για όλους, κάτι που μεταγενέστερα και ο ίδιος ο Coverdale παραδέχτηκε. Ήταν όμως το τέλος μια τιτάνιας προσπάθειας να φτάσουν όσο πιο ψηλά μπορούσαν. Τα κατάφεραν, αλλά η πτώση ήταν γρήγορη και δραματική όπως και οι συνέπειές της. Το παρόν άλμπουμ, που γνώρισε επιτυχία, δε λέω, το βλέπουμε με συμπάθεια ακριβώς γιατί ήταν το τέρμα των WHITESNAKE στην Αμερική και όχι μόνο. ΟΙ εξελίξεις ήταν τόσο ραγδαίες ώστε μετά από αυτό ακόμα και όταν ακολούθησαν το project Coverdale/Page και αργότερα το “Restless heart”, το μεν πρώτο δεν έκανε καμία σχεδόν live εμφάνιση στις ΗΠΑ, το δε δεύτερο όχι συμβόλαιο δεν βρήκε για την Αμερική, ούτε καν διανομή δεν έγινε. Αυτό ήταν το τίμημα για τους WHITESNAKE, που θα χρειάζονταν περίπου μια δεκαετία για να σταθούν ξανά στα πόδια τους αξιοπρεπώς. Μερικές φορές δεν είναι τα τραγούδια και οι δίσκοι, πιο σημαντικό είναι το τι σημαίνουν για την μπάντα, τι αντιπροσωπεύουν και που οδηγούν.
Δημήτρης Σειρηνάκης

 


WRATHCHILD AMERICA – “Climbin’ the Walls” (Atlantic)
H ιστορία των WRATCHILD AMERICA ξεκινάει σχεδόν καμιά δεκαριά χρόνια πριν την κυκλοφορία του ντεμπούτου άλμπουμ τους μιας και μέλη τους έπαιζαν μαζί από το σχολείο στη Βαλτιμόρη αρχικά με το όνομα ATLANTIS και αργότερα ως TYRANT όπου μετά από διάφορες αλλαγές στο line-up κατέληξαν στο όνομα WRATΗCHLD και κυκλοφόρησαν το “Danger-Us” demo το 1983. Παίζοντας στο κλασικό heavy metal ύφος της εποχής, με επιρροές από AC/DC, IRON MAIDEN και 70’s hard rock και με τον πρώην κιθαρίστα των glam metallers ΚΙΧ, Brad Divens, να αναλαμβάνει το μπάσο και τα φωνητικά, οι WRATHCHILD δεν σταματούν να δίνουν συναυλίες κι εκτός της πολιτείας του Maryland, παίζουν επίσης σε μέρη όπως το Ohio, Texas, Arizona και Louisiana κι ανοίγοντας για συγκροτήματα σαν τους ACCEPT, SAXON, THE RAMONES, ANVIL και TWISTED SISTER, με το set-list τους να πλαισιώνεται κι από διασκευές σε τραγούδια των SEX PISTOLS, METALLICA, BAD BRAINS και IRON MAIDEN αποκτώντας πολύ καλή φήμη για την απόδοσή τους επί σκηνής και ειδικά o drummer Shannon Larkin o οποίος είχε περάσει και από audition από τους SLAYER για να αντικαταστήσει τον Dave Lombardo το 1986. Το 1987 κυκλοφορούν το “Days of thunder” demo και τους τσιμπάει η Atlantic Records και με καθυστέρηση δύο χρόνων κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους “Climbin’ the Walls” με το όνομά τους να αλλάζει κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή σε WRATHCHILD AMERICA μιας και υπήρχε ένα βρετανικό glam συγκρότημα με το ίδιο όνομα. Με όχι και τις καλύτερες προοπτικές το άλμπουμ κυκλοφορεί σε παραγωγή του Mark Dearnley σε μία περίοδο που οι τάσεις στον metal ήχο ήταν ας το πούμε πολωμένες, με τους WRATHCHILD AMERICA να ακροβατούν κάπου μεταξύ του ώριμου thrash metal της εποχής και σκόρπιων blues επιρροών από τη μία και των πιο εναλλακτικών ήχων που βρίσκονταν προ των πυλών από την άλλη και όπως έχει αποδείξει η ιστορία για τις μη κατατάξιμες metal μπάντες, μία πολυεθνική εταιρεία όπως η Atlantic δεν καταφέρνει να τους διαχειριστεί σωστά με αποτέλεσμα να υπάρχουν παράπονα από το συγκρότημα για την ελλιπή υποστήριξη. Παρόλα αυτά καταφέρνουν και περιοδεύουν με τους TESTAMENT και ANNIHILATOR στις Η.Π.Α με τελευταίο σταθμό το Civic Auditorium στη Santa Monica με την προσθήκη των NUCLEAR ASSAULT και VOIVOD και μπαίνουν στη θέση #190 στα Billboard με πωλήσεις γύρω στις 65.000 και το ομότιτλο τραγούδι να γυρίζεται σε video-clip. Στιχουργικά το άλμπουμ χωρίζεται μεταξύ ανώριμων party στίχων και horror ιστοριών και φαντασίας ενώ υπάρχει και μία πολύ καλή διασκευή στο “Time” των PINK FLOYD κι εδώ αξίζει να αναφέρουμε πως ο Shannon Larkin την ξαναηχογράφησε 23 χρόνια μετά ως μέλος των GODSMACK πλέον, στο “Live & Inspired” άλμπουμ του 2012. Ωραίο και καλοπαιγμένο heavy/thrash metal που δυστυχώς μνημονεύεται μονάχα από τους γνωστούς «σκαπανείς» των πιο «αιρετικών» metal κυκλοφοριών.
Κώστας Αλατάς

 

XENTRIX – “Shattered existence” (Roadracer)
Είμαι από εκείνους που θεωρούν ότι η αγγλική thrash σχολή στα τέλη της δεκαετίας του ’80, δεν είχε να μας προσφέρει και πάρα πολλές συγκινήσεις με γκρουπ όπως οι SLAMMER, TORANAGA, ACID REIGN, όπως προσπαθούσε να μας πλασάρει ο Τύπος της εποχής. Με τους ONSLAUGHT, μάλιστα να ακολουθούν πιστά το μονοπάτι των METALLICA στο “In search of sanity”, ουσιαστικά έμειναν μόνο οι SABBAT και οι XENTRIX να σηκώσουν όλο το βάρος της σκηνής. Οι XENTRIX λοιπόν (όπως πάντα, κάθε αναφορά στο όνομά τους, συνοδεύεται από τον τρόπο προφορά τους, δηλαδή «Ζέντριξ») κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους το 1989, με τίτλο “Shattered experience”, αλλά ο ήχος τους, έδειχνε περισσότερο μια μπάντα από το Bay Area κι όχι από το Preston της Μ. Βρετανίας, που είχε ξεσηκώσει τους –τότε- πρόσφατους δίσκους των METALLICA και των TESTAMENT, παρά κάτι σχετικά αυτόφωτο. Σίγουρα, ουδεμία σχέση με την Ευρώπη, πέρα των προφανών επιρροών από τους IRON MAIDEN. Ιδιαίτερα τα φωνητικά του Chris Astley, μοιάζουν τρομερά με αυτά του James Hetfield και του Chuck Billy, χωρίς όμως να τα προσεγγίζουν σε καμία περίπτωση. Αν έψαχνα ένα σχήμα που να μοιάζει πολύ με τους XENTRIX, αυτοί θα ήταν οι DEFIANCE που συνδυάζουν ακριβώς τις ίδιες επιρροές. Το “Shattered experience”, είναι αρκετά πάνω από τον μέσο όρο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο εξαιρετικό όσο κάποιοι το παρουσιάζουν. Όλες οι καλές στιγμές, είναι μαζεμένες στην πρώτη πλευρά του βινυλίου και η δεύτερη ουσιαστικά έχει αρκετά fillers και σίγουρα μετριότερες στιγμές. Τα τρία πρώτα τραγούδια είναι αυτά που ξεχωρίζουν, τα “No compromise”, “Balance of power” και “Crimes”. Οι XENTRIX έβγαλαν τέσσερις δίσκους κι επανασυνδέθηκαν πριν πέντε χρόνια, με το ενδιαφέρον γύρω από αυτούς όμως να είναι πολύ χλιαρό…
Σάκης Φράγκος

 

XYZ – “XYZ” (Enigma) 
Το L.A. ήταν γεμάτο από συγκροτήματα στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 που το μόνο που αναζητούσαν ήταν να τους υπογράψει κάποια πολυεθνική, να κυκλοφορήσουν δίσκους και να κατακτήσουν τον κόσμο όπως είχαν κάνει εκείνη την εποχή οι MOTLEY CRUE, οι POISON, οι RATT και τόσοι άλλοι! Ευσεβείς πόθοι που κάποιοι κατάφεραν να μετουσιώσουν και κάποιοι άλλοι πολύ απλά δεν τα κατάφεραν για διάφορους λόγους. Οι XYZ είναι μία πραγματικά ενδιαφέρουσα περίπτωση καθώς το ομώνυμο άλμπουμ του 1989 είχε πραγματικά κάτι να πει και το γεγονός ότι βρέθηκαν από το να παίζουν στο “Whisky A Go Go” στο μπουν στο Top 100 του Billboard (έστω και οριακά), σίγουρα κάτι δείχνει.
Ναι, κάποιοι τους κατηγόρησαν ότι ήταν μίας δεύτερης κατηγορίας μπάντα στο ύφος των DOKKEN. Αυτό είναι από τη μία λογικό αφού η φωνή του Terry Illous έμοιαζε με αυτή του Don Dokken αλλά και η παραγωγή ανήκε στον τραγουδιστή των DOKKEN ο οποίος φρόντισε να βγάλει έναν ήχο κάπου ανάμεσα στο “Under lock and key” και στο κατοπινό προσωπικό του πόνημα “Up from the ashes”. Από την άλλη είναι εξαιρετικά μονοδιάστατο να δούμε το ντεμπούτο των XYZ με αυτό τον τρόπο καθώς όλα τα μέλη του συγκροτήματος ήταν ταλαντούχοι μουσικοί και κομμάτια σαν τα “What keeps me loving you”, “Inside out” και “Tied up” δεν γράφονται κάθε μέρα.
Το MTV πρόβαλε αρκετές φορές το “What keeps me loving you” (και λιγότερες το “Inside out”) αλλά δυστυχώς η συνέχεια δεν εξίσου πετυχημένη με το “Hungry” (1991).
Σάκης Νίκας

 

ZED YAGO – “Pilgrimage” (RCA Records)
Πολύ πριν γίνει μόδα το “Female fronted metal” και γεμίσει ο τόπος με ωραίες υπάρξεις που έβγαζαν και το κατιτίς τους στη φόρα, υπήρχαν κάποιες πραγματικές “metal queens” που κοιτούσαν στα μάτια τους άρρενες συναδέλφους τους. Η Doro, η Ann Boleyn, η Leather Leone και φυσικά η Jutta Weinhold, η οποία προερχόταν από τη rhythm ‘n’ blues και από τη prog rock σκηνή παρακαλώ. Η φωνή των ZED YAGO. Μια τραγουδίστρια που σήμερα, στα 70 της, δένει κόμπο κόσμο και κοσμάκη με τη προσωπική της μπάντα, τους VELVET VIPER. Εδώ, την ακούμε να τραγουδά με ένα στυλ που φέρνει πολύ σε θηλυκό “Ronnie James Dio” τρομερούς ύμνους σαν το “Pilgrimage”, το “Fear of Death, το “Pioneer of the Storm” (ασύλληπτο), το «πειρατικό» “Black Bone Song” ή το, διανθισμένο με μια μελωδία που θυμίζει πολύ αυτή του αιώνιου “Rock ‘N’ Roll Children”, “Achilles Heel”. Πραγματικά ένδοξη εποχή αυτή για τη γερμανική μπάντα, που πρόλαβε να δώσει έναν δίσκο – παρακαταθήκη στο χώρο του κλασσικού heavy metal για τις επόμενες γενιές, και μια ηχηρή σφαλιάρα σε όσους θεωρούν πως για να σταθείς σε ένα metal group, πρέπει να έχεις την εικόνα ξεπεσμένης wannabe ντίβας της όπερας. Από τα άλμπουμ εκείνα που ακούς απνευστί, χωρίς διακοπή, και στο τέλος πατάς το play ξανά. Τσεκάρετε και το φετινό VELVET VIPER, η Jutta είναι εδώ και μάλιστα is kickin’ serious ass!
Δημήτρης Τσέλλος