Οι RUSSIAN CIRCLES προέρχονται από ένα σερί πολύ επιτυχημένων κυκλοφοριών που τους έφεραν δικαίως στις υψηλότερες θέσεις της instrumental post-metal σκηνής. Είναι μια διάκριση που για να επιτευχθεί χρειάστηκε πολύς χρόνος, κόπος και φυσικά μεγάλη ανταπόκριση από ένα ομολογουμένως ευρύ φάσμα ακροατών. Έχοντας αποδείξει την αξία τους, φαίνεται πως θέλησαν να περιοριστούν σε μια μέτρια κυκλοφορία, έχοντάς την σαν αφορμή ίσως να περιοδεύσουν ανά τον κόσμο τιμώντας το ένδοξο παρελθόν τους. Διότι δεν εξηγείται γιατί από τα κομμάτια που ξεχωρίζουν από το “Memorial” είναι μόνο ένα κι αυτό δόθηκε σαν πρώτο δείγμα προς το κοινό από την εταιρία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το “Memoriam” δεν είναι εισαγωγικό κομμάτι για μια μπάντα όπως οι RUSSIAN CIRCLES. Όταν οι CULT OF LUNA προσγειώνουν το Death Star με το “The One” στο “Vertikal”, ενώ οι PELICAN ανοίγουν τις πύλες του “Metro 2023” με το “Terminal” στο πρόσφατο “Forever Becoming”, δεν μπορείς να προλογίζεις έναν τόσο σκοτεινό δίσκο με ένα arpeggio τύπου “Nothing Else Matters”. Όταν μάλιστα το επόμενο κομμάτι είναι το “Deficit” οφείλεις να προειδοποιήσεις τον ακροατή ότι επίκειται η ολοκληρωτική πολτοποίηση του εγκεφάλου του. Τα ξεσπάσματα του συγκροτήματος είναι γνωστά και μη εξαιρετέα στον instrumental κύκλο, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ισοπεδωτικό drum ‘n’ bass σφυροκόπημα και μια ακραία black/industrial ατμόσφαιρα, η οποία μάλιστα από εδώ και στο εξής θα διέπει όλο το album.
Αναμφισβήτητα το “Deficit” είναι το κομμάτι γύρω από το οποίο στρέφεται όλος ο δίσκος, και αυτό είναι κάτι που το συναντάμε για πρώτη φορά στη φιλοσοφία του συγκροτήματος. Μπορεί λοιπόν το συγκεκριμένο κομμάτι να είναι ένα από τα πιο δυνατά που έχει γράψει το τρίο Mike Sullivan, Dave Turncrantz και Brian Cook, είναι όμως ταυτόχρονα και το μόνο που κάνει αυτό τον δίσκο ενδιαφέρον. Ήδη από το δεύτερο μισό του “Empros” (2011) παρατηρήσαμε την στροφή της μπάντας σε πιο ατμοσφαιρικές επιλογές στις συνθέσεις τους. Αυτό δυστυχώς βλέπουμε να συνεχίζεται, όχι μόνο στο πρώτο μισό του “Memorial” –ώστε να ακολουθήσει στο δεύτερο το προοίμιο του επόμενου- αλλά, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, σε ολόκληρο. Είναι μια κίνηση που δυστυχώς βγάζει έξω από τα νερά τους πολλούς ακροατές που έχουν αποθεώσει αυτή τη μπάντα για τις τρομερές εναλλαγές των κιθαριστικών θεμάτων, για την άψογη τεχνική κατάρτιση και τις συναυλίες τους για σεμινάριο.
Δεν ξέρω αν κουράστηκε ο Mike Sullivan να βάζει τις λούπες στα πετάλια, είμαι πλέον σίγουρος όμως ότι πολύ δύσκολα θα ξανακούσω τις μαθηματικά ακριβείς διαστρωματώσεις των παράλληλων riffs του παρελθόντος. Ο μόνος που διατηρεί την πολυπλοκότητα του παιξίματός του είναι ο Dave Turncrantz στα ντραμς, που με τις γνώριμες δυναμικές και την ευφάνταστη συνθετική του ικανότητα σώζει την παρτίδα για το συγκρότημα. Ο Brian Cook από την άλλη φαίνεται πως κρατάει τα μπόσικα με το μπάσο, δίνοντας και με το παραπάνω τον απαραίτητο όγκο. Συνολικά, φαίνεται πως επέλεξαν τον δρόμο της ατμοσφαιρικής προσέγγισης των συνθέσεων, επικαλούμενοι το συναίσθημα του ακροατή, και σε ένα μεγάλο βαθμό κατάφεραν να υλοποιήσουν τις όποιες δαιδαλώδεις εμπνεύσεις είχαν στο μυαλό τους. Το μονοπάτι όμως που οδηγεί έξω από τον λαβύρινθο του “Memorial” μπορεί να είναι σκοτεινό κι απόκοσμο, είναι όμως ταυτόχρονα περπατημένο και γνώριμο.
Τέλος, πολλοί ήταν εκείνοι (στον εγχώριο και ξένο τύπο) που έσπευσαν να αποθεώσουν τον δίσκο χωρίς όμως να καταλάβω τελικά τι ήταν αυτό που τους άρεσε. Πέραν του “Deficit” ο υπόλοιπος δίσκος είναι μια μονότονη επανάληψη τριών –το πολύ τεσσάρων- θεμάτων, κάτι που συναντάμε εξίσου και στα πιο χαλαρά μέρη. Ακόμα έχουμε να κάνουμε με τον πιο σύντομο δίσκο που έχουν γράψει έως τώρα, με την συνολική διάρκεια να ξεπερνάει οριακά την μισή ώρα. Ίσως τελικά να είχαμε βάλει πολύ ψηλά τον πήχη γι’ αυτή την μπάντα που ξεκίνησε με μια γερή instrumental βάση και κατέληξε στα αχανή χωράφια της post.
6,8 / 10
Νίκος Ζέρης














