ROYAL HUNT – “A Life to Die for” (Frontiers)





















    Όταν επιστρέφει ένας παλιόφιλος, το χαμόγελο στο πρόσωπό σου είναι γλυκό, λίγο πονηρό, όταν θυμάσαι αυτά που κάνατε μαζί. Το χαμόγελο που σπάει λίγο στην μια πλευρά. Κάπως έτσι βλέπω και τον εαυτό μου με την επιστροφή των ROYAL HUNT. Οι μουσικές αναμνήσεις μαζί με την ποιοτική τους επιστροφή τα τελευταία χρόνια, έχουν ζωγραφίσει ένα ανεξίτηλο χαμόγελο στο πρόσωπό μου.

    Δεν συγχέω την επιστροφή του D.C. Cooper (θα χαίρεται για την απόφασή του, όταν ακούει την πτώση των SILENT FORCE) με την ποιότητα που γράφω παραπάνω. Κι αυτό διότι ήμουν απόλυτα ευχαριστημένος και με τους 4 χαρισματικούς τραγουδιστές της μπάντας, ασχέτως προσωπικότητας. Η μόνη μου ένσταση ήταν στην συνθετική υποτονικότητα που τους διέκρινε μετά το “Fear” και για μερικά χρόνια. Ο Andre Andersen, δεν χρειάζεται πλέον συστάσεις και ευτυχώς για εμάς έχει ξαναβρεί την μούσα του.

    Μετά το εξαιρετικό “Show me how to live” (μα πέρασαν κιόλας 2 χρόνια;), συνεχίζει σε εξαίσια φόρμα και γράφει ένα από τα καλύτερα άλμπουμ στην ιστορία της μπάντας. Ανέκαθεν είχα μια ξεκάθαρη προτίμηση στους ROYAL HUNT σε σχέση με τους συναγωνιστές τους (βλέπε ARTENSION, SILENT FORCE, ELEGY, κλπ) και όπως και με τους VANDEN PLAS, με κέρδιζε η ιδιαίτερη σχέση τους με την μελωδία. Με λίγα λόγια ήταν πάντα άριστα προσηλωμένοι στο τραγούδι και το ρεφρέν. Ο αποστειρωμένος ήχος και η πριμάτη παραγωγή που είχαν στα τελευταία άλμπουμ με τον John West, με είχε ξενίσει, αλλά ευτυχώς η ζεστασιά έχει επιστρέψει για τα καλά.

    Το μεγαλύτερο βήμα στο “A life to die for” (ακόμα και ο τίτλος φέρνει ως συνέχεια του “Show me how to live”), είναι η προσθήκη ορχήστρας και χορωδίας, αλλά ακόμα και τον Cooper βάζει κάτι από την οπερατική του τεχνική (βλέπε το σχεδόν a capella μέρος του στο “Sign of yesterday” ή ξανά προς το τέλος του ομώνυμου κομματιού). Μέρη που συνήθως θα έβγαινε μπροστά ο Andersen, έχουν αποδοθεί από ορχήστρα και δίνουν έναν περισσότερο συμφωνικό τόνο στο άλμπουμ, που ταιριάζει απόλυτα με τον χαρακτήρα των ROYAL HUNT. Ευτυχώς είναι προσεκτικά πλεγμένη η ορχήστρα με τον ήδη υπάρχοντα όγκο της μπάντας. Το “Won’t trust, won’t fear, won’t beg” αν και δεν είναι το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, είναι από τα πιο χτυπητά παραδείγματα του πειραματισμού αυτού. Είναι πιο αργό, με αρκετό χώρο για ορχήστρα και χορωδία να δώσουν ατμόσφαιρα και όγκο.

    Τα αριστουργήματα του άλμπουμ πάντως είναι το πιο μακροσκελή τραγούδια (ΝΑΙ) στην παράδοση των “Time will tell”, “Fear” και “Show me how to live”. Δεν το επαναλαμβάνουν συνεχώς, πόσο μάλιστα να έχουν δύο στο ίδιο άλμπουμ, με το ομώνυμο (στο τέλος) και το “Hell comes down to Heaven” (στην αρχή) να ξεπερνούν τα 8 και 9 λεπτά αντίστοιχα. Τραγούδια με όλα τα χαρακτηριστικά της μουσικής τους ταυτότητας.

    Για ισορροπία υπάρχουν και τα πιο πιασάρικα, 5-άλεπτα, που πλαισιώνουν άριστα  την αξιοπρέπεια της μπάντας. Ιδιαίτερα το “Running out of tears” θα ταίριαζε απόλυτα σε άλμπουμ όπως το “Paradox” ή το “Moving target”. Από τις καλύτερες ευκολομνημόνευτες συνθέσεις τους και τον Jacob Kjaer (κιθαρίστα τους από το “Clown in the mirror” ως το “Eyewitness”) να συμβάλλει με ένα μελωδικότατο σόλο. Επίσης έξοχα το “One minute left to live” (που είναι και λίγο πιο γρήγορο) και το “A ballet’s tale”.

    Όπως καταλάβατε είμαι ενθουσιασμένος με το “A life to die for”. Είναι ήδη κλασικό για τους φίλους των Δανών και ιδανικό για προσηλυτισμό νέων!
    INSTANT CLASSIC – an album to die for

    9 / 10

    Γιώργος Κουκουλάκης

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here