Κάθετι που υπόκειται στους νόμους της αγοράς και της ελεύθερης οικονομίας έχει από πίσω του μερικούς βασικούς πρωταγωνιστές που λίγο ή πολύ καθορίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Όσον αφορά τη μουσική, κουμάντο έκαναν πάντα οι δισκογραφικές εταιρίες, σε πείσμα όλων εκείνων των ρομαντικών ακροατών που εθελοτυφλούσαν ή δεν γνώριζαν πως τα αγαπημένα τους συγκροτήματα δεν λειτουργούσαν και τόσο αυτόνομα όπως ενδεχομένως πίστευαν.
Από κοντά σιγοντάριζαν οι λοιποί promoters και managers που μέσα από ένα δίκτυο δημοσίων σχέσεων αποφάσιζαν ποιο σχήμα θα αποκτήσει τα δικά του 15 λεπτά φήμης και ποια θα χαθούν στην αφάνεια. Ευτυχώς ή δυστυχώς έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι τουλάχιστον πολύ πρόσφατα. Η μουσική βιομηχανία καθόριζε τις μόδες και το αγοραστικό κοινό (στη συντριπτική του πλειοψηφία) ακολουθούσε συνειδητά ή μη. Για παράδειγμα, στη δεκαετία του ‘80 υπήρχε η μόδα των συλλογών σε βινύλιο για όλους εκείνους που δεν είχαν τη δυνατότητα (αυτονόητα) να αποκτήσουν τα πάντα και έτσι έπαιρναν μία ιδέα ακόμη και από το πιο άσημο και ανερχόμενο συγκρότημα. “Metal Massacre”, “Metal for Muthas”, “Speed kills…”, “Death metal” κτλ. Ήταν μία τακτική από μέρους κυρίως των ανεξάρτητων εταιριών αλλά και οι δισκογραφικοί κολοσσοί ακολούθησαν αργότερα αυτή την τακτική. Στα 90’s είχαμε το φαινόμενο των unplugged άλμπουμ και των tributes ενώ δειλά-δειλά είδαν το φως της ημέρας και οι πρώτες ψηφιακά επεξεργασμένες επανεκδόσεις.
Σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο να είναι σχεδόν περισσότερες οι επανεκδόσεις από τις κανονικές κυκλοφορίες! Ίσως οι εταιρίες βλέπουν ότι υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση γ
ια κλασικά άλμπουμ όταν μάλιστα αυτά προσφέρονται σε πολυτελείς εκδόσεις, με extra υλικό και πλούσιο βιβλιαράκι. Δεν είναι μάλιστα σπάνιο το φαινόμενο ένας κλασικός δίσκος (ή ακόμη και ολόκληρη η δισκογραφία ενός συγκροτήματος) να επανεκδίδεται δύο και τρεις φορές σε διάστημα μίας δεκαετίας προκαλώντας πονοκέφαλο στους τελειομανείς συλλέκτες. Τρανό παράδειγμα οι MAIDEN των οποίων τουλάχιστον οι επανακυκλοφορίες αξίζουν τον κόπο αφού πάντα κάτι προσφέρουν. Γιατί, υπάρχουν και οι περιπτώσεις της Universal όπου η πρώτη σειρά επανεκδόσεων π.χ. των RAINBOW, KISS, BON JOVI κτλ. δεν πρόσφεραν απολύτως τίποτα! Συχνά, μάλιστα, ο «επεξεργασμένος» ήχος ήταν ολόιδιος με την αρχική έκδοση. Βέβαια, η συνέχεια ήταν σαφώς βελτιωμένη με διπλά CD κάποια εκ των οποίων ήταν εντυπωσιακά. Έτσι, το “On stage” των RAINBOW κυκλοφόρησε με extra CD μια ολόκληρη συναυλία από την Osaka της Ιαπωνίας που δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ επίσημα (και στην οποία, παρεμπιπτόντως, ο Blackmore βγάζει φωτιές).
Το καλό στην όλη υπόθεση είναι ότι αν δεν έχεις την αρχική κυκλοφορία, αξίζει πραγματικά τον κόπο να πάρεις μία ολοκληρωμένη (από όλες τις πλευρές) επανέκδοση. Πόσο μάλλον όταν η αρχική έκδοση έχει καταργηθεί εδώ και καιρό και για να τη βρεις στο διαδίκτυο πρέπει να έχεις λογαριασμό στη Swiss Bank! Όμως, αν το δούμε και πιο σφαιρικά το θέμα, οι εταιρείες πιέζουν –έστω και έμμεσα- το δυνητικό αγοραστή ο οποίος φτάνει στο σημείο να έχει τον ίδιο δίσκο κάμποσες φορές και σε διαφορετικά formats. Η οικονομική κρίση, ευτυχώς μας απάλλαξε από τέτοιου είδους διλήμματα αφού πλέον οι δυνατότητες είναι περιοριοσμένες και οι επιλογές μετρημένες. Όταν όμως βλέπεις π.χ. την επανακυκλοφορία του “Darkness on the edge of town” του Bruce Springsteen ή το “Rumours” των FLEETWOOD MAC, θυσιάζεις 5-6 εξόδους προκειμένου να αποκτήσεις αυτά τα δισκογραφικά στολίδια.
Πάντως, και εδώ το παιχνίδι ορίζεται από τις εταιρίες,…όσο αυτές συνεχίζουν να υφίστανται. Δεδομένων όλων αυτών, και όντας λάτρης των φυσικών προιόντων και όχι του downloading, ελπίζω κάποιες δισκογραφικές εταιρίες να συνεχίζουν να προσφέρουν νέες κυκλοφορίες για να υπάρχει μία εξασφαλισμένη ποιότητα αναφορικά με το όλο πακέτο.
Είμαι πολύ περίεργος να δω ποια θα είναι η επόμενη μόδα…τα περιορισμένα box-sets και οι limited εκδόσεις βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της προσφοράς…θα φανεί από τη ζήτηση το πόσο θα κρατήσουν.
Σάκης Νίκας














