Δε θα μπορούσα να φανταστώ διαφορετικό το κύκνειο άσμα των GRIDLINΚ, της πιο ενδιαφέρουσας ίσως περίπτωση grindcore μπάντας τα τελευταία χρόνια. Για να είμαστε ακριβείς βέβαια, είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό. Πέρα του ότι αποτελούν την κατά κάποιο τρόπο συνέχεια των υπέρθεων DISCORDANCE AXIS που έβγαλαν το καλύτερο άλμπουμ όλων των εποχών και πέρα του ότι απέχουν μίλια από το τυπικό σου grind, είναι από τις μπάντες που ξεπερνάνε τα όρια του είδους και του ανοίγουν άθελά τους νέες οδούς.
Όταν περιμένεις το άλμπουμ με τόση ανυπομονησία όση εγώ, οι ανατριχίλες από το πρώτο δευτερόλεπτο είναι δικαιολογημένες και φυσικές. Όταν όμως συνεχίζονται σε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ, ξέρεις ότι η αναμονή άξιζε τον κόπο και με το παραπάνω. Και μιλάμε για διάρκεια άνω του 20λέπτου, φτάνοντας αυτή των “Amber Gray” και “Orphan” αθροιστικά. Και λόγω αυτού του γεγονότος και πολλών ακόμα, το “Longhena” δίνει την εντύπωση ενός πιο ολοκληρωμένου και ώριμου άλμπουμ, αν τα 2 προηγούμενα πιάνονται περισσότερο ως ενέσεις αδρεναλίνης. Μη φανταστεί κανείς βέβαια ότι η μπάντα ηρέμησε ο δίσκος δεν υστερεί σε τσίτες, απλά προσθέτει στοιχεία τα οποία δεν υπήρχαν ή, τουλάχιστον, όχι σε τέτοιο βαθμό στις μέχρι τώρα δουλειές τους.
Θα μπορούσε κάλλιστα να πει κανείς ότι με τον τρίτο τους δίσκο οι GRIDLINK ανεβαίνουν επίπεδο και ξεφεύγουν ακόμα περισσότερο. Ποιός θα περίμενε για παράδειγμα πριν ολοκληρωθεί το πρώτο πεντάλεπτο του δίσκου να συναντήσει ορχηστρικό κομμάτι. Το βιολί εμφανίζεται διακριτικά και σε άλλα σημεία μέσα στο άλμπουμ, αλλά απρόσμενα ταιριαστά, δίνοντας το κάτι παραπάνω. Η μπάντα πλέον έχει πάει αλλού, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη βάση στις μελωδίες (σε βαθμό συγκίνησης) και το αποτέλεσμα είναι χωρίς αμφιβολία το πιο συναισθηματικά έντονο που μας έχουν παραδώσει. Τα υπέρ-γρήγορα, τεχνικά riff του Matsubara (των εξαιρετικών MORTALIZED, που επίσης μόλις διαλύθηκαν) που χαρακτηρίζουν τη μπάντα από την αρχή της είναι σαφώς εδώ, αλλά πλέον οι μελωδικές heavy/speed/thrash metal επιρροές τους βγαίνουν στην επιφάνεια πιο ξεκάθαρα από ποτέ (Οκ εκτός από το side-project τους HAYAINO DAISUKI), επιρροές προερχόμενες ιδιαίτερα από τον γιαπωνέζικο μουσικό χώρο, όπου υπάρχει και μια έτσι κι αλλιώς αδυναμία. Τσεκάρετε για του λόγου το αληθές τη διασκευή στους MEPHISTOPHELES και δείτε πόσο φυσιολογικά GRIDLINK ακούγεται (κλικ εδώ).
Άλλο ένα από τα στοιχεία που έκανε ξεχωριστές τις μπάντες όπου συμμετείχε ο John Chang είναι, εκτός από τα ιδιαίτερα υψίσυχνα, τσιριχτά και σκισμένα φωνητικά του, και οι στίχοι του. Για άλλη μία φορά καλογραμμένοι και παραστατικότατοι, αποδίδουν συναισθήματα πικρίας, μίσους, οργής και μοναξιάς σε τέτοιο βαθμό που σε πιάνει ένα μάγκωμα στην καρδιά. Στα φωνητικά επίσης θα βρούμε τη συμμετοχή του Paul Pavlovich, τραγουδιστή των θρυλικών ASSÜCK στο κομμάτι “Chalk maple”. Τέλος, το παίξιμο του έτερου θεούλη Brian Fajardo στα τύμπανα συμπληρώνει το πάζλ με τον καταλληλότερο τρόπο.
Συμπέρασμα: Το “Longhena” είναι ένα αριστούργημα του σύγχρονου ακραίου ήχου και σε βάθος χρόνου θα συγκρίνεται μόνο με τις κορυφές, μόλις κάτω από το “The inalienable dreamless”. Σίγουρα το grindcore (αν και ο χαρακτηρισμός όχι μόνο τους περιορίζει, αλλά δεν ξέρω και κατά πόσο τους εκφράζει πλέον) θα είναι πιο φτωχό μετά τη διάλυση των GRIDLINK, αλλά από την άλλη, η νοοτροπία πίσω από αυτή είναι υγιής και ειλικρινής και αυτό μετράει. Από τη στιγμή δηλαδή που το βασικό δίπολο Matsubara-Chang ένιωσε πως δύσκολα θα μπορούσε να δημιουργήσει κάτι που να ξεπερνά το “Longhena”, ή κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πολύ χρόνο και καταπόνηση που δεν είναι σε θέση να διαθέσουν, προτιμότερη η διάλυση πάνω στο peak της πορείας τους, από τη θυσία της ποιότητας και δουλειές που περισσότερο θα χαλούσαν το όνομα της μπάντας.
9 / 10
Νίκος Χασούρας













