A day to remember… 23/5 [BRUCE DICKINSON]

0
566
Dickinson




















Dickinson

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ – “Tyranny of souls” – Bruce Dickinson
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ – 2005
ΕΤΑΙΡΙΑ – Mayan Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ – Roy Z
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Bruce Dickinson – Φωνητικά
Roy Z – Κιθάρες, μπάσο (κομμάτια 7, 9)
Guest/Session
Ray Burke – Μπάσο (κομμάτια 1, 4, 5, 6, 8, 10)
Juan Perez – Μπάσο (κομμάτια 2, 3)
Dave Moreno – Τύμπανα
Maestro Mistheria – Πλήκτρα

Μετά από μια επταετία σιωπής ως solo καλλιτέχνης, ο Bruce Dickinson επέστρεψε το 2005 με το “Tyranny of souls”, ένα άλμπουμ που δεν στέκεται απλώς ως η φυσική συνέχεια της προσωπικής του δισκογραφίας, αλλά και ως η ωρίμανση μιας καλλιτεχνικής πορείας γεμάτης πάθος, λογοτεχνικές αναφορές και μεταλλική εκφραστικότητα. Πρόκειται για έναν δίσκο που φέρει ξεκάθαρα τη σφραγίδα του ίδιου του Dickinson και του μακροχρόνιου συνεργάτη του Roy Z, και λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στην παλιά σχολή heavy metal και τη μοντέρνα παραγωγική ευκρίνεια του 21ου αιώνα. Σε αντίθεση με τις πιο πομπώδεις στιγμές του παρελθόντος, εδώ ο Dickinson φαίνεται πιο συνειδητός, πιο εσωστρεφής και πιο συνθετικά ώριμος.

Ο δίσκος αποτελείται από δέκα κομμάτια, όλα με παραγωγή και κιθάρα του Roy Z και σύνθεση από κοινού με τον Bruce — και είναι αξιοσημείωτο ότι σχεδόν όλη η δημιουργία του έγινε εξ αποστάσεως, καθώς ο Dickinson έστελνε τις ιδέες του στον Roy Z μέσω email και τηλεφωνικών συζητήσεων, ενώ οι ηχογραφήσεις έγιναν σε διαφορετικά στούντιο. Παρά αυτή την ασυνήθιστη διαδικασία, ο δίσκος ακούγεται απολύτως συνεκτικός. Ο ήχος παραμένει πιστός στο βαρύ, μελωδικό και επικό ύφος που ανέκαθεν χαρακτήριζε τη solo καριέρα του Dickinson, αλλά με μια πιο στοχαστική και λιγότερο επιδεικτική προσέγγιση.

Το άνοιγμα με το “Mars within” είναι σκοτεινό, ατμοσφαιρικό. Ένα σύντομο ορχηστρικό πέρασμα που δημιουργεί ένταση πριν εκραγεί το “Abduction”, ένα τραγούδι με ξεκάθαρες επιρροές από την περίοδο του “Chemical wedding”, με επιθετικά ριφ, στακάτη φωνή και δυναμική ανάπτυξη. Το “Soul intruders” συνεχίζει με έναν πιο mid-tempo ρυθμό και στιχουργικό περιεχόμενο που αγγίζει την έννοια της πνευματικής κατοχής, της εσωτερικής πάλης με το άγνωστο, κάτι που επανέρχεται σε όλο το άλμπουμ. Τα “Kill Devil hill” και “Navigate the seas of the sun” λειτουργούν ως αντίθετοι πόλοι: το πρώτο είναι αφιερωμένο στους πρώτους αεροπόρους της Ιστορίας αδελφούς Wright (μια αγαπημένη θεματική του Dickinson ως πιλότος), ενώ το δεύτερο αποτελεί μια μπαλάντα με ακουστική βάση και ένα μελαγχολικό, σχεδόν Pink Floyd-ικό άγγιγμα που αποκαλύπτει τη μελωδική ευαισθησία του καλλιτέχνη.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο “River of no return”, ένα έπος με progressive δομή, βαριές κιθάρες και ανατρεπτικές αλλαγές ρυθμού, που επιτρέπει στον Dickinson να αναδείξει το εύρος της φωνής του σε όλες τις εκφραστικές του διαστάσεις. Το “Believil” είναι ίσως το πιο “μεταλλικό” τραγούδι του δίσκου, με θυελλώδη riffing και στιχουργική αναφορά στη διαστρέβλωση της πίστης από την εξουσία. Όμως, το αποκορύφωμα του άλμπουμ έρχεται στο ομώνυμο “Tyranny of souls”, ένα τραγούδι που παντρεύει την ατμόσφαιρα, την τραγικότητα και την ποιητική αφήγηση με το δραματικό ύφος του μεγάλου θεάτρου. Πρόκειται για έναν επίλογο με συγκινησιακό βάθος, που σχεδόν θυμίζει επική πρόζα ντυμένη με κιθάρες.

Αν κάτι χαρακτηρίζει αυτόν τον δίσκο, είναι η αίσθηση ότι ο Bruce Dickinson δεν προσπαθεί να αποδείξει τίποτα. Δεν χρειάζεται να φωνάξει πως είναι ο frontman των IRON MAIDEN, η ερμηνεία του μιλάει από μόνη της. Το “Tyranny of souls” δεν είναι μια επίδειξη δεξιοτεχνίας αλλά ένα έργο εσωτερικής έκφρασης. Τα θέματα που εξερευνά — υπαρξιακή αγωνία, πνευματική αλλοτρίωση, ιστορική μνήμη και απόκοσμα όνειρα — παρουσιάζονται μέσα από έναν λογοτεχνικό φακό, κάτι που ο Dickinson κάνει καλύτερα από κάθε άλλον στο metal. Η παραγωγή του Roy Z είναι καθαρή, στιβαρή και ευκρινής, επιτρέποντας στο κάθε στοιχείο να αναδειχθεί χωρίς να χάνεται στο μείγμα.

Εν κατακλείδι, το “Tyranny of souls” αποτελεί ένα από τα πιο ώριμα, καλοδομημένα και συναισθηματικά πλούσια έργα της solo δισκογραφίας του Bruce Dickinson. Δεν έχει την πυρακτωμένη φλόγα του “Accident of birth” ή την απόκοσμη μαγεία του “The chemical wedding”, αλλά έχει μια ήρεμη δύναμη που υποδηλώνει έναν καλλιτέχνη σε πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων. Είναι ένα άλμπουμ που ακούγεται καλύτερα με προσοχή και διάθεση για ενδοσκόπηση — όχι για να ταρακουνήσει, αλλά για να σε παρασύρει σε ένα ταξίδι στην πιο ανθρώπινη και φιλοσοφική πλευρά του heavy metal.

Φανούρης Εξηνταβελόνης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here