
Φαντάζομαι πως όλοι μας γνωρίζουμε κι αναγνωρίζουμε τους AVANTASIA, που τα τελευταία χρόνια έχουν γιγαντωθεί τόσο για τις μουσικές τους παραγωγές, όσο και για τις φιλόδοξες περιοδείες τους με πολλούς μουσικούς και περισσότερους τραγουδιστές παίζοντας μεγάλο εύρος Heavy metal. Πιο λίγοι γνωρίζουν το παρελθόν του ιδρυτή τους, του Tobias Sammet με τους EDGUY, και ακόμα λιγότεροι την πορεία του συμπαραστάτη του Sascha Paeth τόσο για την τεράστια καριέρα του πίσω από την κονσόλα του παραγωγού, όσο και κρατώντας την κιθάρα στους HEAVENS GATE.
Το συγκρότημα από το Wolfsburg την Βόρειας Γερμανίας, μεγαλούργησε από το 1989 ως το 1999. Μπορεί σήμερα να μην έχουν την ίδια αναγνωρισιμότητα με άλλους καλλιτέχνες από εκείνη την περίοδο, όμως το όνομά τους ήταν πασίγνωστο σε όσους άκουγαν power metal σε μια περίοδο που η πρόσβαση σε νέα συγκροτήματα ήταν περιορισμένη. Στην Ελλάδα ιδιαίτερα, με ελάχιστη ενημέρωση από το ραδιόφωνο και τον σχετικό-άσχετο τύπο, το όνομά τους άρχισε να ψυθιρίζεται από στόμα σε στόμα, από τους ελάχιστους που τόλμησαν να αγοράσουν το “Livin’ in hysteria” και σύντομα όλοι μας ψάχναμε μάταια, μια κόπια του, είτε σε βινύλιο, είτε σε CD. Γιατί όμως, ένα συγκρότημα που ανέβηκε πολύ εμπορικά σε Ευρώπη και Ιαπωνία, την πενταετία 1991-1995, δεν έκανε την μεγάλη επιτυχία; Ορίστε μερικοί λόγοι, που οδήγησαν τους HEAVENS GATE στο να μην γίνουν περισσότερο γνωστοί και να μείνουν το μεγάλο απωθημένο σε όλους που τους αγαπήσαμε. Βέβαια, εμείς θα είμαστε οι τυχεροί που θα τους δούμε για μια μοναδική εμφάνιση στο Rock Hard Festival, στην Τεχνόπολη, σε λίγες μέρες, έστω και με 4 από τα 5 τους μέλη, σε μια ξεχωριστή συναυλιακή εμπειρία.
- Η πρώτη εταιρία που ενδιαφέρθηκε πραγματικά με τους HEAVENS GATE πίσω στο 1988, ήταν η ανερχόμενη No Remorse. Μια δισκογραφική που επεδίωκε να γίνει η νέα Noise records, επενδύοντας σε νέα, εγχώρια συγκροτήματα. Έτσι κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο των GRINDER (πρώτη μπάντα του Stefan Arnold των GRAVE DIGGER), τα πρώτα άλμπουμ των BLIND GUARDIAN και το ντεμπούτο των αγαπητών HEAVENS GATE ήταν το τρίτο μόλις άλμπουμ της No Remorse. Για καθαρά μουσικούς λόγους, οι νεαροί από το Wolfsburg, κέρδισαν τον Frank Bornemann (ELOY), ο οποίος προσπάθησε να τους βοηθήσει τόσο στα συμβόλαια που έκαναν, όσο και στον ήχο τους. Τελικά, η τύχη δεν τους ευνοήσε, αφού η εταιρία από το Gelsenkirchen δεν ειχε την κατάλληλη υποδομή για να τους υποστηρίξει αρκετά. Σε μια εποχή (1988-89) που στην Ευρώπη υπήρχε αρκετή κινητικότητα, η καταξίωση εξαρτόταν σε μεγάλο βαθμό στο οικονομικό εύρος της δισκογραφικής και το ντεμπούτο των HEAVENS GATE ήταν δεν είχε την προώθηση που χρειαζόταν. Ακόμα και το βίντεο που έγινε για το ομότιτλο τραγούδι του “In control” δεν μεταδόθηκε πουθενά σχεδόν. Με την εταιρία να χρεωκοπεί λίγο αργότερα, το συγκρότημα απέμεινε στην τύχη του.

- Η ποιότητα του τόσο σημαντικού τρίτου άλμπουμ ήταν σημαντική, αλλά κάποιες φορές έχει σημασία και το… timing. Βλέπετε, η μεγάλη τους στιγμή ήταν αδιαμφισβήτητα το “Livin’ in hysteria” και μια… υστερία είναι αλήθεια ότι ακολούθησε. Γρήγορα μεγάλωσε το όνομά τους και απέσπασαν την προσοχή τύπου και κοινού. Δυστυχώς όμως, η ποιότητα του “Hell for sale” που ακολούθησε σχετικά γρήγορα, δεν ήταν η αναμενόμενη. Οι HEAVENS GATE δεν κατάφεραν να εξελιχθούν αρκετά ώστε να εντυπωσιάσουν. Συνθετικά, ελάχιστες ήταν οι μεγάλες στιγμές ενός άλμπουμ που έπρεπε να τους απογειώσει. Η αλήθεια είναι ότι τα πήγαν καλά στην Ιαπωνία τότε, ενώ στην Ευρώπη περιόδευσαν με τους DREAM THEATER, όμως η πραγματική εξέλιξη, συνθετική βελτίωση και ανέλιξη, ήρθε καθυστερημένα στο “Planet E.” Μέχρι τότε όμως οι συνθήκες είχαν αλλάξει και ο πιο ώριμός τους δίσκος δεν τους δικαίωσε.
- Μετά την εμπορική αποτυχία του “In control”, ενός δίσκου που απέσπασε καλές κριτικές αλλά δεν κατάφερε να τους κάνει γνωστούς λόγω τόσο της χρεωκοπίας της No Remorse, όσο και της έλλειψης προώθησης, οι HEAVENS GATE έδωσαν έμφαση στο να βρουν ένα σοβαρό manager. Το όνομα του Limb Schnoor, ιδιαίτερα στην πατρίδα τους, έχαιρε τεράστιας εκτίμησης αφού ο μικροκαμωμένος Γερμανός είχε συνδέσει το όνομά του με την επιτυχία των “Keeper of the seven keys” των HELLOWEEN. Δυστυχώς όμως, ο ίδιος αποδείχτηκε λίγος για τον σκοπό αυτό. Παράλληλα τους έδεσε με ένα συμβόλαιο που του επιτρέπει ακόμα και σήμερα να έχει τα δικαιώματα για τις δυο σημαντικότερες κυκλοφορίες τους, το “Hell for sale “ και το “Livin’ in hysteria “. Η έλλειψη ενός σωστού σχεδίου επανακυλοφορίας και επαναπροώθησης των δίσκων τους, τους έχει αδικήσει αρκετά. Ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, είδαμε πολλές πετυχημένες κινήσεις, που με την άνοδο του βινυλίου και την υποστήριξη από μεγάλα φεστιβάλ, επανέφεραν στο προσκήνιο ακόμα και λιγότερο επιτυχημένες μπάντες από τους HEAVENS GATE.

- Ο χώρος της μουσικής είναι δύσκολος. Μπορεί το ταλέντο να υπάρχει, όμως για να έρθει η επιτυχία και η φήμη, απαιτούνται κι άλλοι παράγοντες. Τόσο η επιχειρηματική οξειδερκεια όσο και η συνέπεια είναι απαραίτητα συστατικά για να υπάρξει διάρκεια. Οι Γερμανοί έκαναν λάθη σε όλα αυτά τα επίπεδα. Από τα στοιχεία που μας έδωσαν και δεν τους αναγνωρίστηκαν είναι οι κορυφαίες παραγωγές. Μπορεί το “Livin’ in hysteria” να ήταν εξαιρετικό για το 1991, όμως οι HEAVENS GATE έπιασαν κορυφή στο “Planet E.”. Ακούστε αυτό το άλμπουμ με ακουστικά και θα καταλάβετε το ηχητικό του μεγαλείο. Μέχρι τότε, ο Sascha Paeth είχε ήδη δουλέψει αρκετές παραγωγές στα Gate studios, ώστε να έχει ωριμάσει σε αυτόν τον τομέα. Έτσι, δίνοντας για πρώτη φορά τόση μεγάλη προσοχή σε αυτό τον τομέα, μας έδωσε μια ηχητική τελειότητα. Δυστυχώς όμως, δεν του αναγνωρίστηκε, μέχρι πολύ αργότερα.
- Πέραν από τις ευθύνες τρίτων, πρέπει να αναλογιστούμε και το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στο ίδιο το συγκρότημα. Τόσο το “In control” του 1989, όσο και το EP “Open the gate and watch” του 1990, έδειχναν ένα συγκρότημα που είχε τεράστιες προοπτικές, αλλά πατούσε υπερβολικά ανάμεσα στους HELLOWEEN που είχαν μεγαλουργήσει και στους GAMMA RAY που είχαν ήδη ξεκινήσει. Με τις τρεις επόμενες κυκλοφορίες τους,το “Livin’ in hysteria” και το “Hell for sale” όπως και το ΕΡ “More hysteria” που βγήκε ενδιάμεσα, βγήκαν στο προσκήνιο και έδειχναν έτοιμοι να πρωταγωνιστήσουν όταν οι προαναφερθέντες κυκλοφορούσαν μετριότητες. Όμως για δυο σημαντικούς λόγους, οι ίδιοι απέτυχαν. Τόσο στο να ξεφύγουν από την σκιά των παραπάνω ονομάτων, όσο και στο να ακολουθήσουν με την κυκλοφορία του τέταρτου άλμπουμ τους σε σύντομο χρονικό διάστημα από το εμπορικά επιτυχημένο τρίτο τους. Τα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν, ήταν η αρχή του εμπορικού τέλους τους και πραγματικά αδίκησαν τους εαυτούς τους.
- Ο Thomas Rettke, ήταν σίγουρα ένας τραγουδιστής με ξεχωριστή χροιά και καταπληκτικό εύρος. Η φωνή του είναι εντονα αναγνωρίσιμη ακόμα και στους AINA αλλά ακόμα και όταν εκανε δεύτερα φωνητικά στους AVANTASIA. Το περίεργο είναι πως ήταν αυτοδίδακτος! Αδιανόητο να έχει κάποιος τέτοιο λαρύγγι, τέτοιο δυνατό ηχείο και να το έχει δουλέψει μόνος του. Άξιο θαυμασμού παραμένει το πώς χτυπούσε τόσο ψηλές νότες όπως στο “Under fire”. Ταυτόχρονα όμως, η έλλειψη εκπαίδευσης, τον εμπόδισε στο να διατηρήσει την ποιότητα στις περιοδείες των HEAVENS GATE. Αυτό είχε αντίκτυπο τόσο στο κοινό, όσο και στις τάξεις του συγκροτήματος. Δίχως να υποστηρίξω ότι αυτός ήταν ο σημαντικότερος λόγος, μπορώ να πω πως έπαιξε μεγάλο ρόλο. Μάλιστα η περιοδεία του “Planet E.” έληξε άδοξα όταν έκλεισε η φωνή του “Fredl” μετά την εμφάνιση στο Bochum. Μετέπειτα τα πράγμα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν βρέθηκε ένοχος για φορολογική απάτη και αναγκάστηκε να εξαφανιστεί από το συγκρότημα.
- Ο Thorsten, από δίσκο σε δίσκο, έκανε σημαντικά βήματα βελτίωσης και δυστυχώς ποτέ δεν αναγνωρίστηκε γι’ αυτό. Από το ευθύ παίξιμο στο “In control”, στα φοβερά γυρίσματα στο “… hysteria” και το πολύ τεχνικό παίξιμο (a la Scott Rockenfield) στο “Planet E.”. Ίσως η φωνή του Rettke, ίσως οι κιθάρες του Bilski και του Paeth, να μην τον έκαναν να ξεχωρίζει, αλλά όποιος δεν αναγνωρίζει την αξία του, σίγουρα τον αδικεί. Ο σγουρομάλλης – χημικός στο επάγγελμα – πειραματίστηκε αρκετά. Η αλήθεια είναι ότι πιέστηκε και από τους υπόλοιπους, αλλά η δουλειά του αξίζει μεγαλύτερης αναγνώρισης.
- Το “Best days of my life” είναι από τα πιο αδικημένα τραγούδια τους και μια από τις αγαπημένες μου μπαλάντες. Κάθε φορά που το ακούω, ανατριχιάζω από την συναισθηματική ερμηνεία του Fredl, αλλά και τους στίχους που θα είναι πάντα επίκαιροι. Ένα τραγούδι, τόσο καλογραμμένο που έπρεπε να είχε γίνει διαγαλαξιακή επιτυχία, αλλά ποτέ δεν έφτασε ούτε κοντά στην αναγνώριση που είχαν μπαλάντες από άλλα συγκροτήματα. Σίγουρα συγκρίνεται με το επίπεδο του “A tale that wasn’t right” και δεν το ακουμπούν οι περισσότερες από τις υπόλοιπες μπαλάντες των Κολοκύθων.

- Οι ίδιοι οι HEAVENS GATE αδίκησαν τους εαυτούς τους, θέλοντας να αποβάλλουν την ταμπέλα του power metal, και κάνοντας την μεγαλύτερη στροφή τους στο “Menergy”, που έμελλε να είναι και το τελευταίο τους δισκογραφικό πόνημα. Σίγουρα ο λιγότερο ποιοτικός τους δίσκος, με ασυνέπειες που δεν ωφέλησαν την υστεροφημία τους. Δυστυχώς, εκτός του “Mastermind” και ίσως του “Evolution” δεν μας άφησε πολλά για να θυμόμαστε από το κύκνειο άσμα τους.
- Τέλος, πρέπει να αναφερθώ στο πόσο αδικημένο είναι το δίδυμο των Bonny Bilski και Sascha Paeth. Δυο κιθαρίστες τόσο διαφορετικοί σε ακούσματα και τεχνική, που όμως κατάφεραν να σηματοδοτήσουν τον ήχο των HEAVENS GATE, παρόλο που ήταν εξ αρχής το συγκρότημα του Rettke. Το παίξιμό τους και οι ερωταποκρίσεις τους, είναι συχνά παιχνιδιάρικες – με το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα στο ήρεμο μέρος του “Livin’ in hysteria”, εκεί κάπου στα δυόμισι λεπτά – ενώ όταν παίρνουν μπρος σκίζουν στα γρήγορα σόλο και τις δισολίες τους. Σε μια εποχή που οι HELLOWEEN έψαχναν να παραδώσουν τα σκήπτρα, με τον Kai Hansen να χαίρει αποδοχής, αλλά να έχει παραδρομίσει κιόλας (“Sigh no more”), οι HEAVENS GATE, με μπροστάρηδες τους δυο κιθαρίστες, ήταν έτοιμοι να αδράξουν την ευκαιρία. Ακόμα κι όταν οι προοδευτικές τους τάσεις αργότερα, ήταν εντονότερες, λίγοι τους εξήραν για τις ιδέες τους. Τόσο ο ξανθός Bilski – που συνήθως έπαιζε τα πιο γρήγορα μέρη – όσο και ο μαυρομάλλης Paeth – με τα πιο αρτιστικά σόλο – μπόλιασαν τις συνθέσεις τους με πολλά πειράματα. Ακούστε από το “Black religion”, το “Back from the dawn”, το έπος της ιστορίας του “Path of glory”/ “The neverending fire”, ή τις μπαλάντες τους και θα ανακαλύψετε διαμάντια.
Οι Γερμανοί για πρώτη φορά κάνουν εντατικές πρόβες μετά από 25αετία, προκειμένου να παίξουν ένα μικρό σετ στο ROCK HARD FESTIVAL GREECE. Υπάρχουν κι άλλοι σημαντικοί μουσικοί λόγοι για να δώσετε το παρόν, όμως για μένα το να δούμε τα 4/5 αυτής της τόσο αδικημένης μπάντας – μάλλον στην τελευταία φορά που θα παίξουν μαζί, θα είναι άκρως συγκινητικό και θα αδικήσετε τον εαυτό σας αν το χάσετε.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης
















