80’s fuckin’ metal – 1988 (Part 1)

0
572

Πέρασε πολύς καιρός από τότε που είχαμε αφήσει το αφιέρωμα στα 80’s… Πάρα πολύς καιρός… Και τα τηλέφωνα, τα μέηλ και τα μηνύματά σας ήταν συνεχή… Σε σημείο που μας επέβαλλαν να το συνεχίσουμε και να το τελειώσουμε, μιας και είχαμε φτάσει δύο μόλις χρόνια πριν το τέλος του. Τα ένδοξα 80’s είναι και πάλι εδώ, αυτή τη φορά εξετάζουμε το 1988, όπου οι κυκλοφορίες είναι ασυγκρίτως περισσότερες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, κάνοντάς μας να το χωρίσουμε σε ακόμα περισσότερα μέρη (με αλφαβητική –πάντα- σειρά). Απλά ελπίζουμε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος σ’ αυτή τη χρονιά, να μη μας πάρει χρόνια να το ολοκληρώσουμε!!!

AC/DC – “Blow up your video” (Epic)
Το ενδέκατο στούντιο άλμπουμ των θρυλικών Αυστραλών, σήμανε και την επιστροφή στις επιτυχίες. Με το “Blow Up Your Video” που ακολούθησε το soundtrack του “Who made who” το 1988 ξεκίνησε δυναμικά. Ηχογραφημένο στο Miraval Studio στο Le Val,της Γαλλίας, αποτέλεσε μια ακόμα προσπάθεια για επιστροφή στο hard rocking boogie, που τους καθιέρωσε. Τα ηνία της παραγωγής επέστρεψαν στο δίδυμο των Harry Vanda και George Young, που είχαν στο ενεργητικό τους και τα πρώιμα άλμπουμ του σχήματος. Με λιτό ροκ ήχο και έντονη την αίσθηση του κιθαριστικού riff, όλα έδειχναν ότι κάτι άλλαζε στο στρατόπεδο των AC/DC, αναφορικά με την μουσική. Δυστυχώς ήταν το τελευταίο άλμπουμ του ντράμερ τους Simon Wright (σήμερα με τον Tate στους ανανεωμένους OPERATION MINDCRIME).
Αυτό που ξεχώρισε και βοήθησε τη νέα τους δουλειά, ήταν το εκπληκτικό βίντεο για το τραγούδι “Heatseeker”. Ένα τραγούδι που έφτασε το #2 στον πίνακα επιτυχιών της Βρετανίας και το #12 στις ΗΠΑ. Γεμάτο με μανιακές κιθαριστικές στιγμές και τραγούδια που ως σήμερα έχουν γίνει μουσική υπόκρουση σε τίτλους εισόδου για άπειρες ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, τα “Heatseeker”, “That’s the Way I Wanna Rock ‘n’ Roll”, αλλά και πιο ροκ, όχι όμως τόσο ευκολομνημόνευτες στιγμές σαν τα “Nick of Time” and “Go Zone” το άλμπουμ ξεχώρισε αμέσως. Η συνθετική φόρμα των Αυστραλών έφτασε στο απόγειο της με τον μοντέρνο παιάνα του “That’s the Way I Wanna Rock ‘n’ Roll”. Το σχήμα επιδίδεται σε ένα rock n’ roll πάρτι, ανάλογο του “For those about to rock”, με στεγνό ήχο και προσέγγιση του τύπου “αν δεν σου αρέσει φύγε, εμείς απλά παίζουμε rock n’ roll”. Μια προσέγγιση που επιτυγχάνει, να ισοπεδώσει ακόμη και τον πιο διορατικό ακροατή και φίλο του σχήματος, που τους είχε σε δημιουργικοί κάμψη, διαρκείας. Η επερχόμενη περιοδεία στις ΗΠΑ, βρήκε τον Malcolm Young να οδηγείται στην αποτοξίνωση για τον εθισμό του στο αλκοόλ, λόγο που τον έκανε και ιδιαίτερα ευέξαπτο και δυσλειτουργικό. Τη θέση του πήρε ο ανιψιός τους, Stevie Young. Πρακτικά μιλάμε για το άλμπουμ που τους αναγέννησε και τους βοήθησε να συνεχίσουν, σε μια δεκαετία, που το κλασικό hard rock boogie τους, άρχισε να είναι εκτός μόδας. Οι Αυστραλοί rockers ήταν πολύ σκληροί, για να τους λυγίσουν οι μόδες και το απέδειξαν στην πορεία, με την δυναμική τους επιστροφή, να ολοκληρώνεται με την έλευση του 21 αιώνα.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

ACROPHET – “Corrupt minds” (Triple X)
Τα παλαιά τα χρόνια, που ο κόσμος δεν είχε youtube, spotify και torrents, ένας πολύ σημαντικός τρόπος να γνωρίζεις καινούργια σχήματα, ήταν οι δίσκοι-συλλογές. Μέσα από μία από τις ιστορικότερες για το thrash ιδίωμα, το “Stars on thrash”, γνώρισα και τους ACROPHET. Εκείνη η συλλογή, είχε μέσα τραγούδια από SLAYER, FLOTSAM AND JETSAM, PARADOX, TOXIK, PESTILENCE, SACRED REICH, S.O.D., THE GREAT KAT, D.R.I., MUCKY PUP και πολλούς άλλους και με έφερε σε επαφή με σχήματα που τότε ξεκινούσαν και φρόντισα να ακολουθήσω (όπως οι TOXIK και οι PESTILENCE), αλλά και με άλλα που μου ήταν παντελώς αδιάφορα, όπως οι MUCKY PUP, αλλά και οι ACROPHET. Το συγκρότημα αυτό, ακούγονταν σαν ένα μίγμα από πρώιμους SLAYER παιγμένους μία ταχύτητα γρηγορότερα, με SACRED REICH από το ντεμπούτο τους και μπόλικο crossover των πρώτων δίσκων των SUICIDAL TENDENCIES και των D.R.I., το αποτέλεσμα όμως δεν τους δικαίωνε. Απλά μέτριοι, δεν είναι τυχαίο ότι έβγαλαν έναν ακόμα δίσκο και διαλύθηκαν. Ένα trivia, είναι ότι την παραγωγή, τους την έκανε ο Eric Greif, manager των DEATH, χωρίς ιδιαίτερο σουξέ είναι η αλήθεια…
Σάκης Φράγκος

ADRAMELCH – “Irae melanox” (Metal Master Records)
Η Ιταλία παρόλο που δεν έχει μεγάλη, σε αριθμό συγκροτημάτων, σκηνή είναι μια από τις κοιτίδες στο heavy metal. Όσα groups έχουν εμφανιστεί, έχουν αφήσει ανεξίτηλο το όνομα τους στην ιστορία, κερδίζοντας άμεσα τους οπαδούς αφού το συνθετικό επίπεδο είναι υψηλό. Οι ADRAMELCH στο ντεμπούτο τους ήταν τόσο «περίεργοι» όσο και το όνομά τους. Αν κάποιος τους άκουγε, θα δυσκολευόταν να «κατανοήσει» άμεσα τις συνθέσεις αφού τα τραγούδια δεν ήταν σε καμία περίπτωση απλοϊκά και εύπεπτα. Σε αντίθεση με την μεγάλη άνθηση και αποδοχή του πιο κλασσικού ήχου που υπήρχε την δεκαετία των 80’s στην Ευρώπη, εκείνοι αποφάσισαν να κοιτάξουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι ηχητικές ομοιότητες που υπήρχαν σε σχήματα όπως οι FATES WARNING των 3 πρώτων δουλειών, SLAUTER XSTROYES, WARLORD, MYSTIC FORCE κλπ ήταν εμφανείς από το πρώτο δευτερόλεπτο σε κάθε σύνθεση. Με μόνο 7 συνθέσεις και ένα μονόλεπτο instrumental συνολικής διάρκειας σχεδόν 48 λεπτών, κατάφεραν να μπουν στο πάνθεον της metal ιστορίας ως ένα από τα καλύτερα ντεμπούτο αφού κατάφεραν να δημιουργήσουν μια δική τους ηχητική ταυτότητα. Όλες οι συνθέσεις στο δίσκο έδεναν αρμονικά το progressive metal με το επικό/λυρικό στοιχείο δίνοντας την ευκαιρία στον οπαδό να ακούει τραγούδια με τρομερή Μεσαιωνική ατμόσφαιρα. Αν δεν ήσουν πολύ μυημένος στα προαναφερθέντα σχήματα και το μουσικό στυλ έκφρασης τους, ίσως και να σε ενοχλούσαν ηχητικά οι συνθέσεις λόγω της κακής παράγωγης που είχε όλη η δουλειά. Ανά στιγμές η drums ακουγόταν σαν να κτύπαγαν τενεκεδάκια ή τα κιθαριστικά ριφ ήταν τόσο flat και πριμαριστά που ηχούσαν στα αυτιά σαν διαπεραστική σειρήνα. Δυστυχώς την ποιότητα των συνθέσεων χαντάκωσε η παράγωγη. Παρόλα αυτά το album θα μπορούσε να ήταν το soundtrack μιας τότε επικής ταινίας αφού ότι ακούς μπορείς άνετα να το κάνεις εικόνα με ανθρώπους να καβαλάνε άλογα, να σφαγιάζουν αντιπάλους σε πολλές μάχες κλπ.
Θοδωρής Μηνιάτης

ANTHRAX – “State of euphoria” (Megaforce)

Το “State of euphoria” είναι ίσως το τελευταίο κλασικό άλμπουμ των ANTHRAX. Άντε τραβηγμένα να μπει και το “Persistence of time” αλλά εγώ προσωπικά θεωρώ πως εδώ κλείνει η κλασική περίοδος των Νεουρκέζων. To “State…” ήταν και το πρώτο άλμπουμ που άκουσα των ANTHRAX και έτσι αναπόφευκτα έχει μία ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για μένα. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως είναι κατώτερο του “Among the living” (καλά, δεν γινόταν και αλλιώς…) αλλά και του “Spreading the disease”.
Παρόλα αυτά, ο δίσκος είναι και πολύ ψαγμένος στιχουργικά (με επιρροές από Stephen King (κλασικά), David Lynch, τηλεόραση, τους γελοίους ευαγγελιστές των καναλιών κτλ.) αλλά και μουσικά κινείται στο ίδιο ύφος με τον προκάτοχό του αν και οι συνθέσεις είναι ένα κλικ κατώτερες. Βέβαια, τα “Be all, end all”, “Out of sight, out of mind”, “Who cares wins” και φυσικά το “Antisocial” είναι υπερκλασικά. Πάντως θα γούσταρα πολύ περισσότερο αν το “Antisocial” είχε γραφτεί από τους ANTHRAX και όχι από τους Γάλλους TRUST. Είναι ίδια φάση με το “Die, die my darling”…
Το φανταστικό πακετάκι συμπληρώνεται με ένα εξαιρετικό artwork που θα στιγματίσει στυλιστικά και τις ζωντανές εμφανίσεις των ANTHRAX, οι οποίοι βέβαια είχαν ξεκινήσει το crossover παίξιμο και ντύσιμο, ένα χρόνο πριν.
Σάκης Νίκας

ANVIL – “Pound for pound” (Metal Blade)
OK… Έχεις κάνει τον σχετικό σαματά με τα “Hard ‘n’ heavy”, “Metal on metal”, “Forged in fire” στο διεθνές στερέωμα και μας έχεις δώσει το δικαίωμα να σε βάλουμε σε περίοπτη θέση στην καρδιά μας περιμένοντας με ανυπομονησία κάθε σου νέα δουλειά. Κάπου μας το χαλάς με το “Strength of steel” αλλά εσύ περίμενες υπομονετικά στην γωνία αγαπητέ Lips. Και αποδεικνύεις πως διαθέτεις ακόμα το χάρισμα να γράφεις κομμάτια που προκαλούν μεγάλες συγκινήσεις ακόμα και σήμερα σε όσους ζουν και αναπνέουν για το κλασικό metal. OK… Παραδέχομαι πως πιθανότατα καμία σύνθεση που βρίσκεται στο “Pound for pound” δεν μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τους ύμνους του όχι και τόσου μακρινού παρελθόντος και σίγουρα το ξεκίνημα με το “Blood on ice” δεν μπορεί να θεωρηθεί το ιδανικότερο αλλά από εκεί έπειτα η βελόνα παραληρεί… “Corporate preacher”, “Safe sex”; “Where does all the money go?”, “Brain burn”, “Fire in the night”, με τον Lips να τα βάζει στους στίχους του με την οργανωμένη θρησκεία, τα οικονομικά συμφέροντα αλλά να μην παραλείπει να μας προσφέρει μαθήματα αποφυγής δυσάρεστων καταστάσεων κατά την διάρκεια της …χμμμμ σεξουαλικής πράξης. Πάντα καυστικός και χαβαλές αλλά ποτέ μικροπρεπής και λαϊκιστής, έντυνε την μουσική του όπως εκείνος επιθυμούσε και όχι με βάση του τι θα επέφερε μεγαλύτερη αναγνώριση. Ορμητικό, χειμαρρώδες h.m. που έφτανε άνετα στα όρια του speed metal όποτε έκρινε σκόπιμο, αρκούντως εντυπωσιακό ακόμα κι όταν επέλεγε να ρίξει λίγο τις ταχύτητες, το πέμπτο άλμπουμ της Καναδέζικης τετράδας, κλείνει με πειστικό τρόπο τα ένδοξα 80’s…
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

ARMORED SAINT – “Saints will conquer” (Metal Blade)
Τα 4 προηγούμενα χρόνια, από το 1984 μέχρι το 1987 οι ARMORED SAINT είχαν ήδη κυκλοφορήσει ένα EP τριών τραγουδιών (“Armored Saint” – 1983) και τρεις full length δουλειές (“March Of The Saint” – 1984, “Delirious Nomad” – 1985, “Raising fear” – 1987) βάζοντας για τα καλά το όνομά τους στις καρδιές των απανταχού μεταλλάδων που αρέσκονταν στο λεγόμενο US Power metal. Τραχύς, επιθετικές συνθέσεις που ηχούσαν σαν μανιασμένα άλογα που έτρεχαν, χαρακτήριζαν την ταυτότητα του σχήματος. Το 1988 αποφασίζουν να κυκλοφορήσουν ένα live album, όπερ και εγένετο. Το “Saints Will Conquer”, με τον αυτοπροδιοριστικό τίτλο, είδε το φως της δημοσιότητας στις 19 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, επιβεβαιώνοντας ότι το group αποτελούσε ένα από τα πιο «δυνατά χαρτιά» στην τότε δισκογραφία. Επέλεξαν να κυκλοφορήσουν μόνο 7 συνθέσεις από την εμφάνισή τους στο Agora Ballroom Cleveland στις 9 Οκτώβριου του 1987, που είχε γίνει για την προώθηση του album “Raising Fear”, αφήνοντας εκτός δίσκου αγαπημένα τραγούδια όπως το “March Of The Saint” ή το “Isolation”. Παρόλα αυτά ο ακροατής, αποκτούσε μια μικρή γεύση αν δεν τους ήξερε για το ποιόν της μπάντας. Ζωντανά δεν είχαν ιδιαίτερη διαφορά από τους δίσκους τους, με μπόλικο τσαμπουκά, σαν ωστικό κύμα που σε παρασύρει στο διάβα του. Για να δώσουν ίσως και ένα μεγαλύτερο κίνητρο αγοράς του album συμπεριέλαβαν μια studio έκδοση του “No Reason To Live”, από τις ηχογραφήσεις του πρώτου demo τους πριν το EP του 1983. Η εν λόγω κυκλοφορία έλαβε ποικίλες κριτικές από τον τότε τύπο με ευτυχώς θετικά υπερισχύοντα σχόλια. Όσο και αν η έκδοση ήταν «λειψή» δεν μπορούσε να κρύψει το αυτονόητο, ότι οι ARMORED SAINT αποτελούν από τότε ένα θεμελιώδες κεφάλαιο στο heavy metal.
Θοδωρής Μηνιάτης

ASSASIN – “Interstellar experience” (SPV)
Οι ASSASSIN δεν υπήρξαν ποτέ άξιοι συμπαραστάτες της σπουδαίας Γερμανικής thrash σκηνής των 80ς. Μπορεί να απέκτησαν έναν cult χαρακτήρα με κάποιο μικρό fan base αλλά ποτέ δεν άξιζαν κάτι παραπάνω από μία μικρή αναφορά στις απανταχού εγκυκλοπαίδειες του thrash ήχου. Και αν φαντάζουμε κάπως αυστηροί στους χαρακτηρισμούς μας, τότε αρκεί να ακούσετε μία και μόνη φορά το “Interstellar experience” για να αποκτήσετε μία όχι και τόσο… διαστρική μουσική εμπειρία! Φανταστείτε μία μίξη από τις πιο ανέμπνευστες στιγμές των DESTRUCTION με μία μεγάλη δόση από την στιχουργική σάτιρα των TANKARD και είστε μέσα. Προσθέστε σε αυτά και την εκνευριστική φωνή του Robert Gonella που θυμίζει τα τσιριχτά του Schmier στο “Infernal overkill” μαζί με τους παιδικούς στίχους (βλ. “Junk food”) και αποκτάτε μία πληρέστερη εικόνα.
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι υπάρχουν και ορισμένες ποιοτικές στιγμές όπως π.χ. το “A message to survive” ή το ομώνυμο κομμάτι αλλά και πάλι δεν σώνεται η παρτίδα. Δυστυχώς, οι ASSASSIN με το “Interstellar experience” δεν μπορούν να ανέβουν κατηγορία και λίγους μήνες μετά διαλύονται ύστερα από το ατυχές συμβάν της κλοπής όλου του εξοπλισμού τους.
Σάκης Νίκας

ATROPHY – “Socialized hate” (Roadrunner)
Από την Arizona κατάγονται αυτοί εδώ οι thrashers, οι οποίοι δημιούργησαν «θόρυβο» γύρω από το όνομά τους με το demo τους, ‘Chemical dependency”, που τους οδήγησε στην υπογραφή συμβολαίου με τη Roadrunner και τον σπουδαίο Bill Metoyer, να τους κάνει την παραγωγή και τη μίξη στο δίσκο, συν τη συμμετοχή τους στη θρυλική συλλογή “Stars on thrash”. Είχαν όλα τα εχέγγυα να κάνουν κάτι αρκετά σημαντικό δηλαδή, αλλά ουσιαστικά απέτυχαν, γιατί όλο το αποτέλεσμα θύμιζε METALLICA δεύτερης κατηγορίας, με ολίγη από EXODUS (της ίδιας κατηγορίας όμως). Ακόμα θυμάμαι πάντως, όταν τους είχα ακούσει στη ραδιοφωνική εκπομπή του καλού φίλου, Αλέξανδρου Ριχάρδου, ψάρωσα με το ομώνυμο κομμάτι και αγόρασα το δίσκο, αλλά πέραν αυτού του κομματιού, του “Chemical dependency” και του “Product of the past”, δεν είχε να επιδείξει κάτι το ιδιαίτερο. Τίγκα στα κλισέ της εποχής, με κοινωνικο-πολιτικούς στίχους και ιδιαίτερες ευαισθησίες για το περιβάλλον, το μόνο που συγκράτησα μετά από κάποια χρόνια, ήταν το επικό ρέψιμο στο τέλος του “Beer bong”!!!
Σάκης Φράγκος

ATTACKER – “The second coming” (Mercenary Records)
Albums όπως αυτό των ATTACKER, θα μου φέρνει πάντα στο νου ωραίες αναμνήσεις από την εφηβεία μου. Κυριακή πρωί Μοναστηράκι, ψάξιμο κάθε τετραγωνικού που υπήρχαν βινύλια, εντός και εκτός κτηρίων, και μετά καφές με τους φίλους και ατέλειωτες ώρες ανάλυσης τι αγόρασε ο καθένας, τι παίζουν τα συγκροτήματα κλπ. Σε μια από αυτές τις βόλτες αποκτήθηκε και το εν λόγω μουσικό διαμάντι, δεύτερη κυκλοφορία του σχήματος, βεβαίως πολλά χρόνια μετά την επίσημη κυκλοφορία του. Το γεγονός ότι είχα ακούσει και αποκτήσει την πρώτη καταπληκτική δουλειά τους λίγο καιρό πριν, έδρασε άκρως θετικά για την αγορά και του “The Second Coming”. Το group στο album έχει αλλάξει τραγουδιστή αλλά όχι μουσική κατεύθυνση σχετικά με την παρθενική δουλειά του 1985. Ακολουθώντας πιστά το κλίμα και το μουσικό ύφος του US Power metal της δεκαετίας του 1980, σχημάτων όπως οι CULPRIT, SHOK PARIS, OMEN, RUTHLESS, METAL CHURCH κλπ, πρόσφερε άλλο ένα album που χαροποίησε στο έπακρο τους οπαδούς. Κοφτά επιθετικά σαν ξυράφι ριφ εναλλασσόμενα από αργά σε πιο up tempo σημεία, «καλπάζοντες» συνθέσεις όπως άτυπα όριζε το είδος, αποτέλεσε τον σκελετό του δίσκου. Μια δουλειά, που αν και διαρκούσε μόλις 28 λεπτά και 28 δευτερόλεπτα, συνθετικά είχε μεγάλη ομοιογένεια και ροη «απαγορεύοντας» σου την θέληση διακοπής της ακρόασης. Κυρίως τα τραγούδια “Lords Of Thunder”, “Zero Hour”, “The Madness”, “Desecration” και “Emanon”, τιμούν στο έπακρο ένα ηχητικό στυλ που τότε ήταν «στα πάνω του» και θα μνημονεύονται πάντα από κάθε ακροατή που αγαπήσει το US Power.
Θοδωρής Μηνιάτης

BATHORY – “Blood fire death” (Under One Flag)
Το τέταρτο album του Quorthon έχει μείνει στην ιστορία για τη δραστική αλλαγή από τη σατανική θεματολογία στη Viking. Και πραγματικά η αλλαγή αυτή έμεινε χαραγμένη στη μνήμη των extreme metallers, μόνο που δεν ήταν δραστική όπως έχει επικρατήσει σαν άποψη! Ο λόγος; Μα το γεγονός ότι στο σύνολο του ηχητικά το album συγγενεύει με τον προκάτοχό του, “Under the sign of black mark”. Tα “A fine day to die” και “Blood fire death” είναι οι οιωνοί γι’ αυτό που θα ερχόταν μετά από δύο χρόνια με το “Hammerheart”. Εκεί που θα παρουσιαστεί ολοκληρωμένα η δραστική αλλαγή στο songwriting του Σουηδού με τα άτεχνα φωνητικά του και τα 10λεπτα επικά κομμάτια. Εδώ τα κομμάτια είναι όλα – πλην των δυο άνωθεν αναφερόμενων – τρίλεπτα και τετράλεπτα, με τις χαρακτηριστικές lead κιθάρες και τα χαρακτηριστικά ακραία φωνητικά του ψηλόσωμου frontman. Το “Blood, fire, death” εγκαινίασε θεματολογικά μια νέα εποχή για το ακραίο metal, εισάγοντας τη Viking στιχουργική κατεύθυνση και απομυθοποιώντας πλήρως την αντίληψη που είχαν όλοι ότι ο Quorthon είναι σατανιστής. Πέρα, όμως, από την θεματολογική επίδραση που είχε αυτό το album, υπήρχαν και νέες μπάντες στα early 90’s που ξεπατίκωσαν δομές των κομματιών τους όπως οι φωνητικές γραμμές στο “Holocaust” – οι BEHERIT της πρώτης εποχής το αντέγραψαν επακριβώς! Πέρα, όμως, από αυτά το “Blood fire death” υπήρξε επιδραστικό ακόμα και σε μπάντες που περιμένει κανείς να υμνούν μόνο τα πρώτα τρία τους album. Έτσι οι MARDUK στα late 90s έκαναν μια τριλογία δίσκων, αποτίνοντας φόρο τιμής στους BATHORY, «κυκλοφορώντας ένα album για κάθε μια από τις δυνατές αυτές λέξεις» σύμφωνα με το Morgan Hakansson σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Κατερίνα Φαλέκα για το περιοδικό μας (#50, Μάρτιος 2010). Συγκεκριμένα είπε: «To “Nightwing” προφανώς είναι το “Blood”, το “Panzer division marduk” με τον στρατιωτικό χαρακτήρα του ήταν το “Fire” και ακολούθησε το “La grande danse macabre”, που έχει θεματικό άξονα το θάνατο». Η σημασία του “Blood fire death” στην θεματολογική μετατόπιση του ακραίου ήχου στιγμάτισε τα late 80s, σε μια εποχή που όροι όπως το black metal σχετίζονταν μόνο θεματολογικά. Και γι’ αυτό τον λόγο το “Blood fire death” θεωρείται η απαρχή μιας ολόκληρης σκηνής που συνδέεται στιχουργικά, χωρίς κατ’ ανάγκη να έχουν οι μπάντες κοινό ήχο μεταξύ τους. Οι ENSLAVED των 90’s το ξέρουν καλύτερα απ’ όλους και είναι σίγουρα το πιο τρανό παράδειγμα group που τα πήγε περίφημα σε μια σκηνή που όλοι σχετίζονταν με την occult θεματολογία, ενώ εκείνοι ασχολήθηκαν με ό,τι ξεκίνησε κάπου εδώ.
Λευτέρης Τσουρέας

BLIND GUARDIAN – “Battalions of fear” (No Remorse Records)
Λίγο μετά τις αρχές του 1988 ο φύλακας ξύπνησε για να δώσει την πρώτη του παράσταση. Τέσσερις ταλαντούχοι νεαροί απ’ το Krefeld υπό το όνομα BLIND GUARDIAN έρχονται να ταράξουν τα νερά και να συστηθούν για πρώτη φορά στο metal κοινό. Το κάνουν πολύ δυναμικά με το “Battalions Of Fear” που κουβαλάει μέσα του όλες τις επιρροές τους, μέσα από ένα ντεμπούτο ώριμο, δυναμικό και σίγουρα πολύ ξεχωριστό το οποίο έρχεται να αποδείξει πως αυτή η μπάντα φτιάχτηκε για να πρωταγωνιστήσει. Με ορισμένες ιδέες και κομμάτια που προέρχονται απ’ την εποχή που ακόμα ήταν γνωστοί ως LUCIFER’S HERITAGE, είχαν κυκλοφορήσει και ένα EP με αυτό το όνομα, αλλά και με δίψα να παίξουν αυτό που γουστάρουν, αξιοποιώντας τα ακούσματα τους, από HELLOWEEN, IRON MAIDEN, JUDAS PRIEST, EXCITER, TESTAMENT και HOLY TERROR, οι Γερμανοί μας χαρίζουν ένα δυνατό speed metal πόνημα, με πολλές thrash πινελιές που κλείνει μέσα του κορυφαίες στιγμές. Η αγάπη τους δε για τους πρώιμους HELLOWEEN, του πολύ καλού τους φίλου και στην πορεία περιστασιακού τους συνεργάτη, Kai Hansen, καθώς και γενικότερα για το speed της γερμανικής σχολής, είναι ξεκάθαρα εμφανής. Το συνθετικό δίδυμο των André Olbrich και Hansi Kürsch έχει τον πρώτο λόγο, με τις κιθάρες του πρώτου να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή με τα πολλά τους εκρηκτικά θέματα και τα πωρωτικά σόλο που εξαπολύουν. Ο έτερος, βάρδος Hansi Kürsch, αν και είναι αρκετά άγουρος ακόμη στα φωνητικά, έχει μια άκρως γκαζωμένη διάθεση και φοβερή επιθετικότητα στη φωνή του, που δένει εκπληκτικά με τα κομμάτια. Παράλληλα, φέρνει εις πέρας και τα χρέη του μπασίστα, εκτελώντας τα καθήκοντά του πολύ ικανοποιητικά, παρά το γεγονός ότι η παραγωγή δε βοηθά όσο θα ’πρεπε κυρίως λόγω του χαμηλού budget που υπήρχε. Φυσικά, ιδιαίτερη μνεία αξίζει τόσο ο Marcus Siepen, με τους πολύ καλούς ρυθμούς και το γρέζι που δίνει μέσα απ’ τα rhythm της κιθάρας του, όσο και ο τρομερός Thomen Stauch, για τα εξαιρετικά επιθετικά και δυναμικά του τύμπανα. Η αγάπη τους για το φανταστικό γίνεται ορατή ευθύς εξ’ αρχής, με στίχους πραγματικά εξαιρετικούς, που προέρχονται πέρα απ’ τη φαντασία, απ’ τη μυθολογία και τη θρησκεία. Στο καταιγιστικό Battalions Of Fear, βρίσκει κανείς κομμάτια που αγαπήθηκαν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα ν’ αποτελούν ύμνους για το ιδίωμα αλλά και τους οπαδούς της μπάντας, όπως ο σταθερός στα live ύμνος τους ”Majesty”, το φρενιασμένο ”Run For The Night”, το υπέροχο ομώνυμο ”Battalions Of Fear” και το δυναμικό και speedατο ”Wizard’s Crown”. Διαθέτοντας ένα μεγάλο μουσικό όραμα, κάτι που φάνηκε στο μέλλον, μέσα από ξεχωριστές, εξαιρετικές δουλειές, οι BLIND GUARDIAN, μας δείχνουν τις προθέσεις τους και χωρίς να κάνουν την υπέρβαση με την πρώτη, τελικά θέτουν τις βάσεις για τα όσα θ’ ακολουθήσουν και βάζουν πλώρη για τη κορυφή την οποία θα πατήσουν δύο χρόνια μετά, με το εκπληκτικό ”Tales From The Twilight World”.
Παναγιώτης ”The Unknown Force” Γιώτας

BLIND ILLUSION – “The sane asylum” (Combat)
Τους BLIND ILLUSION, λίγοι τους «έπιασαν» την εποχή τους… Περισσότερο έγιναν γνωστοί εξαιτίας των PRIMUS και του γεγονότος ότι ο βιρτουόζος μπασίστας τους, Les Claypool και ο κιθαρίστας τους, Larry LaLonde, έπαιζαν εκεί κι αυτό έκανε τους φίλους του σχήματος να ψάξουν να δουν τι έκαναν πριν από εκεί. Η αλήθεια είναι όμως, ότι τα συγκεκριμένα μέλη, είχαν προϋπηρεσία, αφού ο LaLonde (μαθητής του Joe Satriani), έπαιζε στους POSSESSED στο “Seven churches” σε ηλικία, μάλιστα, 17 μόλις ετών και ο Claypool υπήρξε ένας από τους υποψήφιους για τη θέση του μπασίστα στους METALLICA, μετά το θάνατο του Cliff Burton. Στους BLIND ILLUSION όμως, δεν έκαναν κουμάντο αυτοί οι δύο, αλλά ο κιθαρίστας/τραγουδιστής Marc Biedermann, ο οποίος μαζί με τον Kirk Hammett έκαναν την παραγωγή (σ.σ. ο Hammett ήταν εκείνος που παρακίνησε τον Claypool να κάνει audition για τη θέση του μπασίστα στους METALLICA). Όλες οι συνθέσεις ήταν γραμμένες αποκλειστικά από τον Biedermann, ο οποίος όσο ταλαντούχος κιθαρίστας υπήρξε, ήταν πολύ μέτριος συνθέτης και σε συνδυασμό με τα κακά φωνητικά του και την επίσης πολύ μέτρια παραγωγή, το τελικό αποτέλεσμα του “The sane asylum” ήταν κάτω από τον μέσο όρο. Όσο και το jazzy/funk μπάσο κλέβει την παράσταση, το συγκρότημα διαλύθηκε μετά απ’ αυτόν το δίσκο, για να επανασυνδεθεί πολλά χρόνια μετά και να βγάλει το “Demon master” με εντελώς διαφορετική σύνθεση κι εντελώς διαφορετικό ύφος. Ένα σχήμα που απέκτησε cult status, χωρίς όμως ουσιαστικά να το αξίζει, μόνο και μόνο λόγω των ονομάτων και του γεγονότος ότι προέρχονταν από το Bay Area.
Σάκης Φράγκος


BLUE OYSTER CULT – “Imaginos” (CBS)
Tο ενδέκατο στούντιο άλμπουμ των αμερικανών σκεπτόμενων metalers BLUE OYSTER CULT, κυκλοφόρησε το 1988. Στην πραγματικότητα δεν ήταν πόνημα του σχήματος, που μετά μια έντονη και παραγωγική περίοδο στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, αναζητούσε τον μουσικό προσανατολισμό του . Η καταγωγή του άλμπουμ θα βρεθεί σε ένα φιλόδοξο προσωπικό project του ντράμερ τους Albert Bouchard. Η απόλυση του το 1981, και η απόρριψη του άλμπουμ από την CBS το 1984, βοήθησαν στην κυκλοφορία του από το συγκρότημα, σε μια νέα, έκδοση, σχετικά ξαναδουλεμένη.
Όντας ένα concept άλμπουμ, που συνδύαζε την αγάπη των BOC για τον μυστικισμό, το υπερφυσικό και τις θεωρίες συνομωσίας, αξιοποίησε κείμενα και ποιήματα του μάνατζερ και παραγωγού τους Sandy Perlman. Παράλληλα ο σκληρός ήχος του άλμπουμ, που ενθουσίασε μερίδα των οπαδών τους, όπως και εμένα, γιατί έδειχνε ένα σχήμα αποφασισμένο, να προχωρήσει και να μην μείνει γνωστό, για τραγούδια επιτυχίες τύπου “Don’t fear the reaper”. Τραγούδια σαν τα “Del Rio’s Song”,”I Am the One You Warned Me Of”, δείχνουν ένα σχήμα, με διάθεση, να προσφέρει και να μην επαναπαυτεί στις παλιές δόξες, με μια «προοδευτική» μουσική αισθητική αλλά και μελωδικές ευαισθησίες. Επίσης στο συγκεκριμένο άλμπουμ έχουμε και την εμφάνιση του τραγουδιού “Blue Öyster Cult”, μετά από δέκα δισκογραφικές παρουσίες, επιτέλους παρουσιάζεται και το τραγούδι, που φέρει το όνομα του σχήματος.
Με τη συμμετοχή αρκετών καλεσμένων βεληνεκούς, όπως οι Joe Satriani και ο Robbie Krieger (DOORS) κατάφεραν αν δημιουργήσουν ένα μελωδικό αλλά και σκληρό συνάμα άλμπουμ. Η επανεκτέλεση του “Astronomy” δίχασε τους οπαδούς τους και δεν κατάφερε να αναζωογονήσει το ενδιαφέρον για το σχήμα, όσο καλή και αν ήταν και η νέα έκδοση του “Imaginos”. Με το τέλος της περιοδείας, η εταιρία τους, τους έδιωξε και χρειάστηκε μια δεκαετία, για να ξαναηχογραφήσουν.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

BOLT THROWER – “In battle there is no law” (Vinyl Solution)
Οι BOLT THROWER δημιουργήθηκαν στα τέλη του 1986 στο Coventry της Αγγλίας, όταν κατά τη διάρκεια μιας punk-hardcore συναυλίας στην οποία παρευρίσκονταν οι Barry “Baz” Thomson (κιθάρα), Gavin Ward (κιθάρα) και Alan West (φωνή), ο Ward ζήτησε από τον Baz να διώξουν τον μπασίστα που είχαν τότε και να πάρουν αυτόν. Ένα μήνα μετά βρίσκουν το όνομα BOLT THROWER από ένα όπλο που υπήρχε στο παιχνίδι στρατηγικής Warhammer Fantasy Battles και λίγο μετά ο Andy Whale κάθεται πίσω από τα τύμπανα. Με το συγκεκριμένο line-up ηχογραφούν το “In battle there is no law” demo και κυκλοφορεί τον Απρίλιο του 1987 ενώ η Jo Bench, κοπέλα του Gavin Ward εκείνη την εποχή, αναλαμβάνει το μπάσο. Ακολούθησαν διάφορα demo, με το “Concession of pain” να πέφτει στα χέρια του διάσημου ραδιοφωνικού παραγωγού του BBC Radio 1, John Peel και στις 3 Ιανουαρίου ηχογραφούν το πρώτο τους Peel session, κάτι που είχε κάνει και για άλλες ακραίες underground μπάντες στο παρελθόν όπως οι NAPALM DEATH και EXTREME NOISE TERROR με τους CARCASS, GODFLESH, UNSEEN TERROR, HERESY κ.α. να ακολουθούν , το οποίο τους έφερε σε επαφή με την Vinyl Solution για την κυκλοφορία του ντεμπούτο τους. Λίγο πριν μπουν στα Loco studio, o Karl Willets αναλαμβάνει τα φωνητικά και τα το “In battle there is no law” κυκλοφορεί τον Ιούνιο του 1988. Αρκετά ωμό και σε πιο grindcore ύφος απ’ ότι είναι πλέον γνωστοί, μιας και τα μέλη τους δεν ήταν ακόμη απολύτως εξοικειωμένοι με τα όργανά τους, ειδικά ο Karl Willets που δεν είχε ξανατραγούδησει ποτέ στο παρελθόν ή ο Andy Whale που δεν είχε μεγάλη εμπειρία στη δίκαση, μιας και είχε κυρίως punk υπόβαθρο. Οι επιρροές των BOLT THROWER προέρχονταν από metal μπάντες που γούσταραν τότε όπως οι SLAYER, CANDLEMASS, TROUBLE, VOIVOD και SACRILEGE (UK) και φυσικά από τον πιο crust/anarcho-punk χώρο σαν τους CRASS, DISCHARGE, AMEBIX, ANTISECT κτλ. Αρκετά θορυβώδεις και κάφροι, οι BOLT THROWER ξεχώριζαν από τις υπόλοιπες death metal μπάντες λόγω των στίχων τους οι οποίοι βασίζονταν στον πόλεμο, την ανδρεία και την ανθρωποθυσία κατά τη διάρκεια του καθήκοντος, όπου μπορεί εικαστικά να μην είχε αναπτυχθεί όπως συναντούμε στις επόμενες κυκλοφορίες τους αλλά το πρώτο βήμα είχε γίνει. Με ελάχιστο budget και διάρκεια μόλις πέντε ημερών οι BOLT THROWER δημιούργησαν ένα άλμπουμ που ίσως σήμερα να μη μνημονεύεται όπως τα μεταγενέστερα αλλά αυτή η θορυβώδης ηχητική επίθεση δύσκολα μπορούσε να επαναληφθεί, ιδιαίτερα για τα δεδομένα της εποχής.
Κώστας Αλατάς

BON JOVI – “New Jersey” (Vertigo)
Η μπάντα έφτασε στα πρόθυρα της διάλυσης πριν το “Slippery when wet” λόγω χαμηλών πωλήσεων και μετά το “New Jersey” λόγω… ξεζουμίσματος! Νομίζω πως σε αυτή την πρόταση συνοψίζουμε την πορεία τους μεταξύ 1986-1990.
Δίχως διάλειμμα και όλα τα συστατικά της επιτυχημένης συνταγής του SWW, οι Αμερικάνοι που είχαν ήδη κερδίσει τεράστια απήχηση σε όλη την υφήλιο, έκαναν το βήμα παραπάνω και έθεσαν νέα σημασία στην έννοια του rockstar! Με 6 singles-videos που έπαιζαν για 2 χρόνια στο MTV, ώστε να τους κρατούν στην επικαιρότητα, και με 5 από αυτά να μπαίνουν στο Τορ-10, με το άλμπουμ να σκαρφαλώνει στην κορυφή και με περιοδεία σε 22 χώρες, το άλμπουμ αυτό έφτασε σε ύψη που σήμερα φαντάζουν δυσθεώρητα.
Μέσα σε όλα αυτά, αξίζει να αναφέρουμε πως το βίντεο του “Livin’ in sin” απαγορεύθηκε στο MTV (ω,ναι οι BON JOVI με απαγορευμένο βίντεο), που όχι μόνο δεν τους κόστισε, αλλά τους βοήθησε εμπορικά. Εκτός από αυτό το τραγούδι, όλες οι συνθέσεις ανήκουν στο δίδυμο JBJ-Sambora, αλλά με κάποιες να έχουν το μαγικό άγγιγμα του Desmond Child.
Μουσικά το άλμπουμ, έχει μεγαλύτερη ποικιλία από τα προηγούμενα, φανερώνει μεγαλύτερη συνθετική ωριμότητα και κρατά το ενδιαφέρον, παρά την σχετικά μεγάλη διάρκεια (για την εποχή). Έχει κάποια πιο σκληρά κομμάτια όπως το εναρκτήριο “Lay your hands”, το “Homebound train” αλλά και το βιογραφικό “Blood on blood”, τα μελιστάλακτα “Born to be my baby”, “Livin’ in sin” και το αξεπέραστο “I’ll be there for you”, αλλά και τις καουμπόικες συνήθειες (σε συνέχεια του “Wanted…”) στο “Stick to your guns”.
Τότε είχαν δηλώσει πως μια ομάδα από οπαδούς της μπάντας, επέλεξαν τα κομμάτια που κυκλοφόρησαν, μέσα από τα 17 που είχαν ετοιμάσει (τα υπόλοιπα κυκλοφόρησαν στην τελευταία επανέκδοση για όποιον ενδιαφέρεται) σε μια πρωτότυπη κίνηση. Το “New Jersey” πραγματικά γιγάντωσε την ήδη μεγάλη φήμη που είχαν αποκτήσει και στα τέλη της δεκαετίας, οι BON JOVI ήταν απλά το μεγαλύτερο rock συγκρότημα της υφηλίου και τα όνειρα της παρέας από το New Jersey είχαν γίνει πραγματικότητα. Η μεγαλομανία του αρχηγού όμως… μόλις ξεκινούσε.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

BRITNY FOX – “Britny Fox” (CBS)
Υπήρχε μια εποχή όπου οι glam metal μπάντες ξεφύτρωναν σε κάθε πολιτεία της Αμερικής σαν τα μανιτάρια. Εννοείται πως στην πλειοψηφία τους είχαν ως πρότυπο συγκροτήματα όπως οι SKID ROW, MÖTLEY CRÜE και RATT αισιοδοξώντας ότι θα έχουν και ένα μέρος της επιτυχίας αυτών. Οι BRITNY FOX είναι ένα από αυτά τα συγκροτήματα τα οποία μπορείς να βάλεις και στην κατηγορία “one hit wonders” καθώς μετά το πολύ πετυχημένο δισκογραφικό ντεμπούτο τους με το “Britny Fox” το 1988, πήραν την κάτω βόλτα. Μουσικά, το “Britny Fox” δεν διαφέρει σε τίποτε από την μάζα των glam metal και hard rock albums που κυκλοφορούσαν σωρηδόν στην Αμερική στα 80’s έχοντας αρκετά solos από τις κιθάρες, κάποιες πιασάρικες μπαλάντες και χιλιοειπωμένη θεματολογία με επίκεντρο των έρωτα. Το μεγάλο σοκ έρχεται από τα φωνητικά του Dean Davidson ο οποίος προσπαθεί να μετατραπεί σε Brian Johnson (AC/DC)! Ατυχής επιλογή δεδομένου και του ήχου καθώς φαίνεται ότι ζορίζεται αρκετά ενώ όταν τραγουδάει με την καθαρή του φωνή τα πάει πολύ καλύτερα. Αν συγκρίνει κανείς για παράδειγμα το “Girlschool” και το “Long way to love” θα νομίσει ότι ακούει άλλο συγκρότημα με το δεύτερο τραγούδι να είναι εμφανώς καλύτερο του πρώτου. Κάπως έτσι κινείται όλο το album με συνθέσεις που παραπέμπουν πότε σε SKID ROW και RATT, και πότε σε πιο blues ήχο που θυμίζει έστω κι ελάχιστα AC/DC. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι κιθάρες θυμίζουν DEF LEPPARD, ένδειξη ότι πολλά συγκροτήματα δανείζονταν πετυχημένα στοιχεία από γνωστές μπάντες με μοναδικό σκοπό να πουλήσουν. Οι BRITNY FOX το κατάφεραν αυτό για μια φορά με ομότιτλο τους δίσκο κι έκτοτε έμειναν στην αφάνεια. Ομολογώ πάντως ότι ακούγοντας το “Britny Fox” μετά από αρκετά χρόνια είχε τον χαβαλέ του!
Νίκος Ανδρέου

BROCAS HELM – “Black death” (Gargoyle)
Με δίσκους όπως ο δεύτερος των Αμερικανών από τον San Fransisco γαλουχείται ο λάτρης των obscure metal ακουσμάτων. Χέρι-χέρι με την παρανοϊκή ιδιοφυία των συμπατριωτών τους CIRITH UNCOL (άλλη cultίλα…), ένα κλικ πιο extreme από τους MANILLA ROAD του Mark Shelton, οι BROCAS HELM είναι για λίγους. Και αυτό το γράφω δίχως την παραμικρή διάθεση να τους αγιοποιήσω (ή ακόμα περισσότερο) να απενοχοποιήσω το γεγονός πως τα γούστα των συνοδοιπόρων τους χρήζουν ψυχιατρικής παρακολούθησης… ΟΚ, αρκετά με την πλάκα… Oι Β.Η. στα μάτια μου είναι μια κατηγορία μόνοι τους. Παίζουν χωρίς αντίπαλο. Μελοποίησαν την καφρίλα, το απρόβλεπτο. Άφησαν τις αισθήσεις τους να τους οδηγήσουν σε διαστάσεις που λίγοι τόλμησαν ν’ αγγίξουν. Επαναλαμβάνω για να προλάβω παρεξηγήσεις. Δεν πρόκειται για US metal κλασικής κοπής. Δεν θα βρεις μελωδιούλες που θα σιγοτραγουδάς ανέμελος και θα χαμογελάς. Το “Black death” είναι ένα σύνολο σκοτεινών συνθέσεων, με ανατριχιαστικές ατμόσφαιρες και διαθέσεις, με λογική παραλόγου και έναν άτυπο διαγωνισμό αντισυμβατικότητας, ετσιθελικής obscurίλας και στεντόρειας άρνησης των πεπατημένων οδών. Δύσκολο, πολύ δύσκολο άκουσμα, απαιτεί εξειδίκευση και “παίδεμα”. Για ένα “Fly high” που αποτελεί σαφώς το πιο αναγνωρίσιμο τους κομμάτι, υπάρχει ένα “Hell’s whip” και για κάθε “The chemist”, καλό θα είναι να μην ξεχνάμε την ύπαρξη των “Black death” και “Fall of the curtain”. Παραγωγή ασορτί με το όλο εφιαλτικό κλίμα, εξωφυλλάρα και για να μην πολυλογώ, ένας δίσκος που ιντριγκάρει τα γούστα των μυστών αλλά μπορεί να αφήσει παγερά αδιάφορη την υπόλοιπη μάζα… Eίναι από τις περιπτώσεις που η επιστήμη σηκώνει ψηλά τα χέρια…
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

BULLDOZER – “Neurodeliri” (Metal Master)
Έχοντας δεχτεί αρκετές αρνητικές κριτικές για το “IX”, οι Ιταλοί BULLDOZER δεν δείχνουν να πτοούνται και ο διάδοχός του ακολουθεί μόλις έναν χρόνο μετά. O τίτλος του είναι “Neurodeliri” και προέρχεται από το όνομα της μπάντας που είχε φορμάρει ο πρώην μπασίστας και ιδρυτικό μέλος των BULLDOZER, Daria Carria μετά την αποχώρησή του από το συγκρότημα και είναι αφιερωμένος στη μνήμη του μιας και είχε αυτοκτονήσει εκείνη τη χρονιά. Οι BULLDOZER πειραματίζονται με πλήκτρα και sample-αρισμένα τύμπανα, οι πρώιμες αναφορές τους στο πρώιμο black metal των BATHORY και VENOM έχουν τιθασευτεί, δείχνοντας ένα πιο ώριμο μουσικό προφίλ σε πιο thrash/speed metal ύφος αν και στιχουργικά παρέμεναν το ίδιο αφελείς. Τσεκάρετε τους στίχους του “We are…Italian” και φυσικά τη συνέχεια του τραγουδιού “Ilona the very best” από το “IX”, το “Ilona had been elected” που είναι βασισμένο στη θρυλική Ουγγαρέζα pornstar Ilona Staller ή πιο γνωστή στο ευρύ κοινό ως Cicciolina. Ενώ στα credits αναφέρεται ως παραγωγός το όνομά του John K. Birdsells, αυτός δεν είναι άλλος από τον τραγουδιστή/μπασίστα της μπάντας A.C. Wild και με τη χρήση του ψευδωνύμου ήθελε να αποδείξει ότι η metal σκηνή ήταν γεμάτη προκαταλήψεις και ότι το “Neurodeliri” θα είχε θερμότερη ανταπόκριση από τον κόσμο και τον μουσικό τύπο επειδή ο παραγωγός του άλμπουμ δεν ήταν Ιταλός. Αν και οι κριτικές ήταν πιο ελπιδοφόρες απ’ότι στο παρελθόν, το τέλος των BULLDOZER είχε φτάσει και μετά τη κυκλοφορία του “Alive…in Poland” το 1990 καταφέρνουν και αποκαρδιώνουν τους οπαδούς τους με το “Trilogy: Dance got sick!” EP (1992), στο οποίο συνεργάζονται με τον Dr. D.O.P.E. σε dance/rap ύφος και ο A.C. Wild ακολουθεί καριέρα κυρίως στην Ιαπωνία με μεγαλύτερη επιτυχία ως DJ Sick.
Κώστας Αλατάς

BULLETBOYS – “BulletBoys” (Warner)
Μετά από αποτυχημένα περάσματα από RATT και KING KOBRA, ο Marq Torien, ηγήθηκε των BULLETBOYS με τους οποίους κατάφερε να κάνει μια αξιόλογη καριέρα. Το ντεμπούτο τους, εκτοξεύτηκε το 1988 κι έμελλε να είναι και η καλύτερή τους στιγμή. Ο ήχος τους, ταίριαζε με το glam rock της εποχής, με αρκετά ψήγματα από AEROSMITH και VAN HALEN. Διόλου τυχαία δεν αναφέρομαι στα δυο αυτά μεγαθήρια, αφού εδώ θα βρείτε και την ωδή (= ode = “Owed to Joe”) στον Joe Perry, την ομοιότητα της φωνής του Torien με τον Diamond Dave αλλά και τον Ted Templeman πίσω από την παραγωγή.
Ο δίσκος συγκρίνεται με οτιδήποτε άλλο έκανε εντύπωση αυτή την εποχή, αν και πιστεύω πως η μπάντα καθυστέρησε 2-3 χρόνια, κάτι που της στέρησε περισσότερη επιτυχία. Εκτός από την διασκευή στο “For the love of money” (περίεργη επιλογή για πρώτο single), στις καλύτερες στιγμές του δίσκου ανήκουν οι γρηγορότερες και πιο γλυκανάλατες συνθέσεις. Με τίτλους όπως “Kissin’ Kitty”, “Hard as a rock”, “Hell on my heels”, “Shoot up in ya” πρέπει να καταλαβαίνετε περί τίνος πρόκειται, αλλά σίγουρα αυτό δεν πρέπει να σας αποτρέψει.
Είναι καλογραμμένος και προσεγμένος δίσκος, που έδωσε στην μπάντα την ευκαιρία να ακουστεί στο ραδιόφωνο, αλλά και να παιχτεί στο MTV (πράγμα απαραίτητο για την επιτυχία τους), αλλά δεν είχαν την αναμενόμενη συνέχεια. Έτσι κατέληξαν να χαθούν στην πολυ-πλυθησμιακή περίοδο του hair-metal.
Σίγουρα το “BulletBoys” κρατάει καλά στο πέρασμα του χρόνου και (παρά τους εξαιρετικά παιδικούς στίχους του) αξίζει θέση σε κάθε ανάλογη δισκοθήκη.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

CACOPHONY – “Go off!” (Shrapnel)
Ένα βασικό πράγμα που έχω μάθει ακούγοντας heavy metal μουσική τόσα χρόνια, είναι να μην ψαρώνω με τις συμμετοχές, ούτε όμως και με τους πρώιμους δίσκους αγαπημένων καλλιτεχνών. Έχοντας λατρέψει το “Perpetual burn” του Jason Becker και το “Dragon’s kiss” του Marty Friedman, έσπευσα να αγοράσω και τους δύο δίσκους των CACOPHONY… Για το ντεμπούτο τους, “Speed metal symphony”, τα είπε καλά ο Σάκης Νίκας στο προηγούμενο μέρος του αφιερώματος. Το “Go off!” συνεχίζει ακριβώς από εκεί, μόνο που υποφέρει σε πολλούς τομείς. Πρώτος απ’ όλους, είναι τα φωνητικά του Peter Marrino… Το παλικάρι δεν μπορεί (που λέει και ο coach Αναστασιάδης). Όταν έχεις στις κιθάρες τους Becker – Friedman και στα ντραμς τον Deen Castronovo, δεν μπορείς να βάλεις αυτόν τον τύπο να τραγουδά… Πιο μέτριος και από τον freddo espresso που πίνω την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές… Δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, είναι οι συνθέσεις καθ’ αυτές. Δεν αρκεί να είναι εκτελεστικά άρτια τα κομμάτια, αφού απ’ όλον τον δίσκο μένουν ελάχιστες στιγμές (πέραν της μαγείας της συνύπαρξης των Becker – Friedman και των δύο instrumental), με αποκορύφωμα το “Sword of the warrior”, που φέρνει στο μυαλό METAL CHURCH. Οι CACOPHONY φαίνονται μπλεγμένοι και όχι τόσο κατασταλαγμένοι σε σχέση με το που θα κινηθούν μουσικά, ακροβατώντας στο neoclassical shredding και τη sleaze σκηνή του L.A. Ευτυχώς το διέλυσαν νωρίς και ο Friedman έβγαλε μυθικές instrumental δουλειές και πήγε στους MEGADETH, ενώ ο μεγάλος άτυχος Jason Becker πρόλαβε κι έβγαλε το απόλυτο διαμάντι “Perpetual burn”, προτού το ALS του χτυπήσει την πόρτα την περίοδο που ήταν έτοιμος να κάνει το μεγάλο breakthrough με τον David Lee Roth… Ακούω την κιθάρα του και ακόμα ανατριχιάζω…
Σάκης Φράγκος

CANDLEMASS – “Ancient dreams” (Active/ FM records)
O τρίτος δίσκος των Σουηδών είναι αυτός που θα τους καθιερώσει στο μεταλλικό στερέωμα για πάντα, ακόμα και αν σταματούσαν για κάποιο λόγο την δραστηριότητα τους μετά από αυτό.
Η συνέχεια του “Nightfall” -που την προηγούμενη χρονιά έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία – βάδιζε στα σταθερά υψηλά επίπεδα που μας είχαν συνηθίσει. Συνθετικά ο Leif Edling βρίσκεται στο ζενίθ της έμπνευσης με μερικά από τα κομμάτια που υπάρχουν εδώ να αποτελούν top συνθέσεις στην δισκογραφία τους.
“Μirror mirror” (το single του δίσκου), “A cry from the crypt”, “Bearer of pain”, “Ancient dreams” και “The bells of Acheron” είναι μερικά από τα ανυπέρβλητα έπη του “Ancient dreams” χωρίς τα υπόλοιπα να υπολείπονται σε ποιότητα. Το εξώφυλλο του δίσκου κοσμεί και πάλι -όπως και στο “Nightfall” –πίνακας του Αμερικάνου Thomas Cole , το “Τhe voyage of life: Youth” πιο συγκεκριμένα, οι ηχογραφήσεις αυτήν την φορά έγιναν στο Nacka Recording house τον Αύγουστο του ’88, το “Incarnation of evil” είναι το “Black messiah” που είχε γράψει ο Leif με τους NEMESIS που προϋπήρχαν των CANDLEMASS, ενώ οι στίχοι του κομματιού που κλείνει τον δίσκο, το “Epistle No. 81”, έχουν γραφτεί από τον Σουηδό ποιητή/ μουσικό Carl Michael Bellman τον 18ο αιώνα.
Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο του 1988 και θα αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές παντού , οι CANDLEMASS πλέον είναι οι πρωτεργάτες του Ευρωπαϊκού doom metal και η τεράστια επιρροή που θα ασκήσουν στο είδος θα φανεί τα αμέσως επόμενα χρόνια, επιρροή που συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας.
Γιάννης Παπαευθυμίου

CARCASS – “Reek of putrefaction” (Earache)
Στο ντεμπούτο τους οι Άγγλοι έδωσαν ένα γερό μάθημα grind/death, φτάνοντας στο σημείο τον John Peel του BBC να το θεωρήσει ως δίσκο της χρονιάς. Κύριο χαρακτηριστικό του δίσκου είναι η ηχητική του πλευρά, που προέκυψε μετά από προβλήματα που είχε το group με τον ηχολήπτη τους, Mike Ivory. Εκείνος κατέστρεψε κυρίως τα μέρη των drums και οι CARCASS είχαν πολύ λίγο χρόνο για να επαναηχογραφήσουν και να μιξάρουν το υλικό τους. Το μπουκωμένο, όμως, αποτέλεσμα που έφτασε στα αυτιά μας είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα grind/death χωρισμένο σε 22 μέρη, εκ των οποίων μόνο τα έξι ξεπερνούν τα δύο λεπτά σε διάρκεια. Το 3λεπτο “Oxidized Razor Masticator” είναι ό,τι πιο κοντινό στον ήχο που θα έχουν στο επόμενο album τους, “Symphonies of sickness”, έχοντας πιο death metal προσανατολισμό. Ο δίσκος, όμως, έχει μείνει περισσότερο στην ιστορία για το εξώφυλλο του, που είναι ένα κολάζ από αυτοψίες από δημοσιεύσεις σε ιατρικά περιοδικά. Επί χρόνια ήταν απαγορευμένο και επανακυκλοφόρησε το 1994 με ένα παρεμφερές πράσινο εξώφυλλο.
Λευτέρης Τσουρέας

CELTIC FROST – “Cold lake” (Noise)
Είναι σίγουρα το πιο αποτυχημένο album των Ελβετών, γεγονός που επιβεβαιώθηκε το 1999 όταν αποφάσισαν να επανακυκλοφορήσουν τα album τους, το “Cold lake” δεν επιλέχτηκε να επανακυκλοφορήσει, γεγονός που δεν προκάλεσε απορία σε κανέναν. Οι λόγοι πάρα πολλοί που χαρακτηρίστηκαν τότε οι FROST ως «ένα ζόμπι στην ντουλάπα των MOTLEY CRUE». Στην πραγματικότητα αυτός ο χαρακτηρισμός οφείλεται στην εμφάνισή τους περισσότερο, παρά στην ηχητική κατεύθυνση που είχαν πάρει. Οι CELTIC FROST βρέθηκαν στην αφάνεια μετά την “On in their pride tour” και διαλύθηκαν για πρώτη φορά. Στα μέσα του 1988 ο Warrior θα επαναδραστηριοποιήσει τους FROST με τη βοήθεια του κιθαρίστα Oliver Amberg και του παραγωγού Tony Platt και παίρνοντας τον drummer των HELLHAMMER, Stephen Priestly. Ο Amberg ανέλαβε τη σύνθεση των περισσότερων κομματιών, κάτι που ευχαρίστησε τον Warrior. Με τον τρόπο, όμως, αυτό χάθηκε ο έλεγχος από τα χέρια του και το αποτέλεσμα αποτυπώθηκε στο δίσκο αυτό με οδυνηρό τρόπο. Έλαβε πολύ κακές κριτικές και μετά την κυκλοφορία του ο Warrior κατάλαβε το λάθος του, χαρακτηρίζοντας το ως «το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσα να κάνω στη ζωή μου», ενώ για το δίσκο έλεγε μετά ότι είναι «ο χειρότερος δίσκος στην ιστορία της σκληρής μουσικής». Είναι όμως, έτσι; Αν αφαιρέσετε κατά την ακρόαση του το γεγονός ότι μιλάμε για τους CELTIC FROST, ο δίσκος είναι αξιοπρεπής, έχοντας καλές στιγμές όπως το “Little velvet” και “Juices Like Wine”. Ουσιαστικά απέτυχε γιατί η φωτογράφιση για το δίσκο ήταν τουλάχιστον ελεεινή και στιγμάτισε την κυκλοφορία του. Από την περιοδεία για το “Cold lake” προέκυψε και ένα live video από το Hammersmith odeon, στο οποίο φαίνεται περίτρανα η αδυναμία της μπάντας να αποδώσει τα παλιότερα κομμάτια με αξιοπρεπή τρόπο. Μετά από εκείνη τη δύσκολη περίοδο, ο Warrior θα έδιωχνε όλους εκτός του drummer με τον οποίο θα ξεκινούσε την επανασύνδεση των CELTIC FROST την επόμενη χρονιά.
Λευτέρης Τσουρέας

CHASTAIN – “The voice of the cult” (Leviathan Records)
Νομίζω ότι ο τίτλος τα λέει όλα ή τουλάχιστον αντανακλά αυτό που πάντα πίστευα για τον David Chastain και το συγκρότημά του. Ακόμη και στα ντουζένια τους (που θα έλεγε και ο Γεωργίου), ποτέ δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν ένα cult επίπεδο και έτσι αναγκαστικά παρέμειναν υπόθεση λίγων και εκλεκτών φίλων του παραδοσιακού heavy/power ήχου. Η αλήθεια είναι πως το “The voice of cult” υπολείπεται σε σχέση με το “The 7th of never” αλλά παρουσιάζει εντούτοις τα δύο γνώριμα βασικά χαρακτηριστικά των CHASTAIN: την πάντα μελωδική και τεχνικά άριστη κιθάρα του Chastain καθώς και τη φανταστική φωνή της Leather Leone.
Μακάρι να έλεγα τα ίδια και για τις συνθέσεις αυτές καθαυτές αφού δεν ξεπερνούν ένα μέτριο επίπεδο και μάλλον θα τις χαρακτήριζα τυπικές. Αμιγώς μουσικά δεν παρουσιάζουν φυσικά διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις τρεις προηγούμενες δουλειές των CHASTAIN. Πάντως, να πω και τη μαύρη την αλήθεια όταν έλαβα τη λίστα από το Φράγκο για να γράψω τα δικά μου κείμενα, ξαναέβαλα το δίσκο και τον ευχαριστήθηκα. Τώρα μη με ρωτήσετε γιατί… Ίσως έχει να κάνει με νοσταλγία για την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής.
Σάκης Νίκας

CINDERELLA – “Long cold winter” (Vertigo)
Πραγματικά, θαυμάζω αυτό που έκαναν οι CINDERELLA στο δεύτερο άλμπουμ τους, με τίτλο “Long cold winter”. Μιλάμε για ένα συγκρότημα που είχε προσπαθήσει να τους βρει συμβόλαιο ο Gene Simmons και τελικά ο Jon Bon Jovi ήταν εκείνος που έπεισε τους υπεύθυνους της εταιρίας του να τους υπογράψουν. Το “Night songs” ήταν ένα καταπληκτικό hard rock άλμπουμ, ακριβώς μέσα στο πνεύμα της εποχής του όταν κυκλοφόρησε, πουλώντας 3.000.000 αντίτυπα στην Αμερική, με τη βοήθεια φυσικά και του ίδιου του Bon Jovi (δείτε το video του “Somebody save me” και θα καταλάβετε). Μάλιστα είχε φτάσει σε σημείο να πουλά 50.000 αντίτυπα την εβδομάδα για κάποια φάση.
Για ποιον λόγο αναφέρω όλα αυτά; Διότι θέλω να δείξω την πίεση που υπήρχε για εμπορική επιτυχία, το 1988 που πλέον με το MTV να λύνει και να δένει, οι CINDERELLA έγραψαν τους πάντες στα παλαιότερα των υποδημάτων τους κι έβαλαν όλες τις blues rock επιρροές τους, σ’ έναν δίσκο τίγκα στα 70’s και μάλιστα μ’ ένα εξώφυλλο εντελώς λευκό, σε πλήρη αντίθεση με τα εξώφυλλα των περισσότερων γκρουπ του ιδιώματός τους, που πουλούσαν είτε την ομορφάδα τους είτε όμορφες γυναίκες. Το ξεκίνημα το δίσκο, “Bad seamstress blues/Fallin’ apart at the seams”, έδειχνε ένα ώριμο πλέον σχήμα, που δεν φοβάται να δείξει τις επιρροές του και η συνέχεια με το υπερ-hit “Gypsy road”, φανερώνει ότι μπορούν να συνδυαστούν με πολύ εύσχημο τρόπο όλες οι επιρροές του γκρουπ και παράλληλα να μπορέσει να είναι και εμπορικό αλλά και ποιοτικό. Η μπαλάντα “Don’t know what you got (till it’s gone)”, απλά είναι ίσως η καλύτερη hard rock μπαλάντα όλων των εποχών. Γενικότερα ο δίσκος ήταν εξαιρετικός, με χαρακτήρα και κατάφερε να πουλήσει όλο και ο προκάτοχός τους, κάτι αρχικά αδιανόητο. Από τα πολύ αξιόλογα hard rock σχήματα της εποχής, που αν δεν τους είχε φάει η μόδα που επικράτησε στα μέσα των 90’s, θα μπορούσαν στις μέρες μας να είναι superstar…
Σάκης Φράγκος

CLOVEN HOOF – “Dominator” (Heavy Metal)
Αν θελήσει κάποιος ν’ αναζητήσει το επικό στοιχείο στο κίνημα του θρυλικού NWOBHM, το “Dominator” των σπουδαίων CLOVEN HOOF αποτελεί ίσως την καλύτερη δυνατή επιλογή! Το 1988 οι Russ North – φωνητικά, Andy Wood – κιθάρα, Lee Payne – μπάσο και Jon Brown – τύμπανα κυκλοφορούν το κατά πολλούς σημαντικότερο δισκογραφικό τους επίτευγμα της καριέρας τους με τον αντίκτυπο του να είναι ιδιαίτερα σημαντικός σε όσους αδυνατούσαν ν’ ακολουθήσουν τα μουσικά ρεύματα της εποχής… Με τα εναπομείναντα Βρετανικά σχήματα (όσα δηλαδή δεν είχαν περάσει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας) να ψάχνουν εναγωνίως τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς τους, οι CLOVEN HOOF άνηκαν στις αιχμές του δόρατος για την πάλαι κραταιά Αγγλική metal αυτοκρατορία! Ο ήχος των early 80’s αναζωογονείται διαμέσου μίας επικολυρικής προσέγγισης που δεν είχε όμοιο της και η μία απολαυστική στιγμή διαδέχεται την άλλη… Υλικό που όσο κι αν ψάξεις δύσκολα θα βρεις ψεγάδια, κιθαριστικά που αποθέωσαν το αδάμαστο profile των δημιουργών του, ύμνοι που στέκονται ανέγγιχτοι στο πέρασμα του χρόνου και αρνήθηκαν σθεναρά την απαξίωση που απλόχερα τους παρείχαν οι λάτρεις της ισοπέδωσης της μεταλλικής ιστορίας… Τα “Reach for the sky”, “Warrior of the wasteland”, “Dominator”, “Road of eagles” στοιχειοθετούν την “elite” αυτού του σπουδαίου δίσκου, ο οποίος έμελλε να καταξιωθεί παντοτινά στις συνειδήσεις των μυημένων, με την συνέχεια δε, να είναι εξίσου συναρπαστική (“The sultan’s ransom”)! All hail!!!
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

CORONER – “Punishment for decadence” (Noise)
Στο δεύτερο album τους, οι Ελβετοί παρουσιάζουν την πλουσιότερη ηχογράφηση της καριέρας τους. Μετά από αυτό το δίσκο ο Tommy Vetterli θα επιλέξει να ηχογραφεί μόνο μια κιθάρα στα album τους, ώστε να ακούγονται στουντιακά κοντά σε αυτό που αποδίδουν και live. Εδώ ακούγεται τόσο πλούσια η ηχογράφηση με τις πολλές κιθάρες, που κάλλιστα ο δίσκος αυτός μπορεί να θεωρηθεί το καλύτερο τεχνικό thrash metal album όλων των εποχών. Το ταλέντο του κιθαρίστα τους ξεδιπλώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο instrumental “Arc-Lite”, στο οποίο φλερτάρει ακόμα και με το neoclassical, χαρίζοντάς μας μια μοναδική εμπειρία σύγκλισης του ακραίου ήχου με έναν ήχο που καθιερωνόταν εκείνη την περίοδο. Το “Masked jackal” είναι το πιο γνωστό κομμάτι του δίσκου κυρίως λόγω του video clip που γυρίστηκε γι’ αυτό το κομμάτι, ενώ το πιο πολύπλευρο κομμάτι του δίσκου είναι το “Voyage to eternity”, το οποίο λειτουργεί σαν προάγγελος της ηχητικής ταυτότητας που θα έχουν τα επόμενα χρόνια.
Λευτέρης Τσουρέας

CRIMSON GLORY – “Transcendence” (Roadracer)
Έχει χυθεί πολύ μελάνι για τούτη την κυκλοφορία. Δεν υπάρχει όμως σοβαρός ακροατής που να μην έχει εκτιμήσει αυτό το αριστούργημα. Ένα άλμπουμ που εκτόξευσε την υστεροφημία των Αμερικάνων (όσο κι αν αυτοί λες και προσπάθησαν να την καταστρέψουν), το “Transcendence” παραμένει διαμάντι σε κάθε δισκοθήκη.
Μετά το εξαιρετικό ντεμπούτο τους, οι CRIMSON GLORY βάλθηκαν να μας τρελάνουν με συνθέσεις που είχαν ταχύτητα (το καταιγιστικό “Red sharks” δεν παίζεται), είχαν συναίσθημα (τι να πω για το “Painted skies”;), ήταν βουτηγμένες στην μελωδία (το ρεφραίν του “Lonely” με στοιχειώνει), αν και συχνά συνδύαζαν όλες τις παραπάνω αρετές με απλοϊκούς στίχους. Αν το πρώτο ήταν φοβερό, τότε το “Transcendence” ήταν η κορυφή του παγόβουνου.
Ο μύθος του Midnight, έμελλε να μείνει στην αιωνιότητα, με τις ερμηνείες του στο “Transcendence”. Το άλμπουμ, κινείται μουσικά σε QUEENSRYCHE φόρμες, με δισολίες που παραπέμπουν σε MAIDEN και μελωδίες που θυμίζουν HELLOWEEN, ενώ οι κιθάρες πάντα μου έφερναν κάτι από παλιούς VICIOUS RUMORS. Η κρυστάλλινη παραγωγή, ήταν από τις καλύτερες της εποχής, αν και εξαφανίζει το μπάσο του Jeff Lords, αλλά κάνει μια καθ’ όλα heavy metal δουλειά, να ακούγεται εμπορική.
Το πείραμα ήταν τόσο πετυχημένο, που η μπάντα περιόδευσε με τεράστια ονόματα της εποχής παίζοντας ακόμα και με τον Ozzy. Η επιδραστικότητα του “Transcendence” ήταν μεγάλη, με την χροιά του τραγουδιστή να αποτελεί σήμα κατατεθέν, όσο και η μουσική ταυτότητα του νεαρού (τότε) Jon Drenning. Η παραγωγή του Jim Morris (μετέπειτα έγινε γνωστότερος με το ρόλο του στους ICED EARTH, SAVATAGE, TSO, DEATH κλπ) έβαλε τα δικά του Morrisound studios στο χάρτη.
Δεν υπάρχουν μέτριες στιγμές εδώ. Μουσικά, τα 10 τραγούδια έχουν αρκετή ποικιλία για να κρατήσουν το ενδιαφέρον, αλλά και υπέρμετρη έμπνευση για να προσφέρουν καινοτομίες. Μια άρτια δουλειά που έδωσε αρκετή επιτυχία στο συγκρότημα, ώστε να τους δηλητηριάσει, κάτι που φάνηκε στις σχέσεις των μελών, αλλά και στις μελλοντικές τους κυκλοφορίες. Έτσι το παγόβουνο… είχε ήδη αρχίσει να λιώνει.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

CRYPTIC SLAUGHTER – “Stream of consciousness” (Metal Blade)
To “Stream of consciousness” αποτελεί το τελευταίο άλμπουμ των CRYPTIC SLAUGHTER με το αυθεντικό line-up. Έχοντας προκαλέσει θόρυβο γύρω από το όνομά τους με τις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες τους, “Convicted” και “Money talks”, οι CRYPTIC SLAUGHTER αν και μεταγενέστεροι συγκροτημάτων όπως οι D.R.I. και C.O.C. θεωρούνταν ήδη από τους σημαντικότερους πρεσβευτές του crossover/thrash ήχου, διατηρώντας αναλλοίωτες τις punk επιρροές τους, στοιχείο που συντέλεσε στο να εμφανίζονται σε συναυλίες μαζί με punk/hardcore μπάντες όπως οι ATTITUDE ADJUSTMENT, DR KNOW και DISCHARGE από τη μία και κλασικές thrash metal από την άλλη όπως οι EVIL DEAD, POSSESSED και DARK ANGEL. Για αρκετούς το “Stream of consciousness” δεν ήταν ισάξιο των προκατόχων του και η παραγωγή υστερούσε αρκετά μιας και ήταν εντελώς χύμα αν και τα τραγούδια φανέρωναν ένα σχετικά πιο ώριμο προσωπείο της μπάντας, με τραγούδια που κινούνταν σε πιο αργές ταχύτητες κάτι που δυσανασχέτησε τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς τους. Τα εσωτερικά προβλήματα όμως μεταξύ των μελών της μπάντας βγήκαν στην επιφάνεια αμέσως μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων του δίσκου και κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας όταν άρχισαν να ακυρώνονται κάποιες εμφανίσεις τους και οι Scott Peterson και Bill Crooks, τύμπανα και φωνή αντίστοιχα έδειχνα να δυσανασχετούν μιας και δεν πέρναγαν καλά στον δρόμο και ήθελαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, με αποτέλεσμα η τελευταία τους συναυλία να πραγματοποιηθεί στις 14 Ιουλίου του 1988 στο Detroit πριν καν κυκλοφορήσει το “Stream of consciousness” και οι CRYPTIC SLAUGHTER να διαλύσουν προσωρινά. Τον μπασίστα Rob “Blasko” Nicholson, τον πετύχαμε αργότερα στο προσωπικό σχήμα του Rob Zombie ενώ από τον 2003 τον βρίσκουμε στο πλευρό του Ozzy Osbourne.
Κώστας Αλατάς

D.R.I. – “4 of a kind” (Metal Blade)
To “Crossover” της προηγούμενης χρονιάς, είναι για εμένα η επιτομή της μουσικής αυτής, της crossover δηλαδή, που αναμιγνύει το thrash με το hardcore, μαζί με το “Speak English or die” και το “How will I laugh tomorrow…” των SUICIDAL TENDENCIES. Οι D.R.I. στο “4 of a kind” τολμούν και βάζουν πολύ περισσότερα thrash στοιχεία, εξαλείφοντας σχεδόν εντελώς τα hardcore (κάτι που συνέβη με πιο «απροκάλυπτο» τρόπο στο “Thrash zone”), αλλά επειδή είμαστε «γερόντια» και θυμόμαστε καλά τι συνέβαινε εκείνα τα χρόνια, οι οπαδοί τους έκραξαν επειδή τόλμησαν να γίνουν πιο thrash, αλλά κυρίως επειδή οι διάρκειες των κομματιών τους ήταν πιο μεγάλες φτάνοντας τα τρία και σε κάποιες περιπτώσεις τα τέσσερα λεπτά!!! Φοβερό μιλάμε… Παραβλέποντας αυτές τις λεπτομέρειες, πρόκειται για τον καλύτερό τους δίσκο μέχρι τότε, με κορυφαία μεταξύ ίσων τα “Manifest destiny”, “All or nothing”, “Gone too long”, “Man unkind” και φυσικά το μνημειώδες “Suit and tie guy” που το video clip του παιζόταν αρκετά στο Headbanger’s Ball…
Σάκης Φράγκος

DANZIG – “Danzig” (Def American)
Στις 14 Ιουλίου του 1986 στο The Ritz της Νέας Υόρκης, οι SAMHAIN του Glenn Danzig πραγματοποιούν την τελευταία τους συναυλία παίζοντας μαζί με τους NUCLEAR ASSAULT, ROGUE MALE, M.D.C., D.O.A. και CELTIC FROST, στα πλαίσια του ετήσιου New Music Seminar. Μερικοί από τους παρευρισκόμενους ήταν ο Jello Biafra (DEAD KENNEDYS), ο Scott Ian (ANTHRAX), o Billy Milano (S.O.D.) και μέλη των RAMONES αλλά αυτός που θα αποτελέσει σημαντική μορφή για την ιστορία μας και τη μετέπειτα πορεία του Glenn Danzig, είναι ο Rick Rubin. Ο θρύλος θέλει τον διάσημο παραγωγό να βρίσκεται εκεί ύστερα από προτροπή των James Hetfield και Cliff Burton των METALLICA, ψάχνοντας νέες μπάντες για την εταιρεία του τη Def Jam. O Rick Rubin θεωρούσε τον Danzig ταλαντούχο συνθέτη και καλό τραγουδιστή, αν και δεν ήταν ποτέ οπαδός των MISFITS και πίστευε ότι οι πραγματικές ικανότητές του δεν είχαν φανερωθεί πλήρως.
Αρχικά ο Rubin ήθελε να υπογράψει μονάχα τον Danzig για τη θέση του τραγουδιστή ενός hard rock supergroup που είχε οραματιστεί αλλά ο Danzig έβαλε ως όρο ότι θα υπέγραφε μονάχα εάν έπαιρνε μαζί του και τον μπασίστα των SAMHAIN και παλιό φωτογράφο των MISFITS, Eerie Von. Στη συνέχεια ο Danzig εξέφρασε την επιθυμία να πάρουν για drummer τον Chuck Biscuits (BLACK FLAG, D.O.A., CIRCLE JERKS), προτείνοντας επίσης των “Philthy Animal” Taylor (MOTORHEAD) ενώ από audition για τη θέση του κιθαρίστα πέρασε μονάχα ο άγνωστός τότε John Christ. Με αυτή τη μπάντα ο Danzig πίστευε ότι μπορούσε να εκφράσει αυτό που ήθελε τη συγκεκριμένη περίοδο και βρίσκοντας στο πρόσωπο του Rick Rubin έναν παραγωγό και μία εταιρεία που συμβάδιζε με το όραμα του, αποφασίζει μετά από προτροπή του Rubin να ονομάσει τη μπάντα DANZIG δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο στους απέξω ότι πρόκειται για μια νέα μπάντα με μια νέα μουσική κατεύθυνση και όχι απλά μια συνέχεια των SAMHAIN.
Εκείνη τη περίοδο ο Rubin θα κυκλοφορούσε από την Def Jam ένα soundtrack για τη ταινία “Less than zero” και σε συνδυασμό με το come back που ετοίμαζε τότε ένας από τους σημαντικότερους rock τραγουδιστές των 60’s-70’s, ο Roy Orbison, καταφέρνει να τον συμπεριλάβει στο soundtrack και ζητάει από τον Danzig που ήταν μεγάλος οπαδός του The Big O, να γράψει ένα τραγούδι γι’ αυτόν. Ο Danzig δέχεται γράφοντάς τους το “Life fades away” ενώ στο ίδιο soundtrack συμμετέχει και o ίδιος ο Danzig με το “You and me (Less than zero)”, ένα τραγούδι επηρεασμένο από τους επίσης αγαπημένους του RIGHTEOUS BROTHERS των οποίων ο Bill Medley ήταν η πρώτη επιλογή του Danzig για να το τραγουδήσει.
Την ίδια χρονιά το 1987 οι DANZIG ηχογραφούν ένα demo επτά τραγουδιών, συμπεριλαμβανομένης και μιας διασκευής στο “Trouble” του Elvis Presley ενώ ο Rick Rubin τα σπάει με τον συνεργάτη του στη Def Jam, Russell Simons και ιδρύει την Def American κυκλοφορώντας από αυτήν στις 30 Αυγούστου 1988 το “Danzig”. Ένα εξαιρετικό, σκοτεινό, heavy άλμπουμ, με έντονη hard rock χροιά και το χαρακτηριστικό skull-logo να δεσπόζει στο εξώφυλλο. Το “Twist of Cain” που ανοίγει το δίσκο είναι βασισμένο στην ιστορία του Κάιν και Άβελ από τη Παλαιά Διαθήκη και σε αυτό ακούμε τον James Hetfield των METALLICA -οι οποίοι τότε ολοκλήρωναν τις ηχογραφήσεις του “…And justice for all” κι ετοιμάζονταν να βγουν σε περιοδεία στα πλαίσια του Monsters Of Rock- να αναλαμβάνει τα δεύτερα φωνητικά. Το ίδιο έκανε και για το “Possession” και ο λόγος που δεν αναγράφεται στα credits οφείλεται σε όρους του συμβολαίου που είχε τότε με την Electra. Το blues feeling δεν περιορίζεται μονάχα στη διασκευή του “The hunter”, σύνθεση του Booker T. και γνωστό από την εκτέλεση του Albert King στο άλμπουμ “Born under a bad sign” του 1967 και από τους BLUE CHEER αλλά είναι διάχυτο σε όλο το άλμπουμ, ιδιαιτέρως σε τραγούδια όπως το “She rides”.
Η φωνή του Glenn Danzig είναι πιο βαθιά και μακριά από το punk παρελθόν του, με αρκετούς να την παρομοιάζουν με αυτή του Jim Morrison και Elvis Presley αποκτώντας τότε το προσωνύμιο Evil Elvis. To “Danzig” ως άλμπουμ ξεχειλίζει από μαγκιά, bad-ass και don’t give a fuck attitude και ψάρωνες και μόνο που έβλεπες τους τέσσερίς τους στις φωτογραφίες και στα video της μπάντας τα οποία ήταν τα “Twist of Cain”, “Am I demon”, “Mother” και “She rides”. Ειδικά το video του “Mother” λογοκρίθηκε από το MTV επειδή έδειχνε τon Danzig να θυσιάζει μία κότα πάνω σε μια ημίγυμνη κοπέλα αλλά γνώρισε τεράστια επιτυχία πέντε χρόνια μετά με το γνωστό live video “Mother ’93”. Μετά τη κυκλοφορία του “Danzig” η μπάντα πραγματοποίησε μερικές ζωντανές εμφανίσεις ως support στους SLAYER, αργότερα άνοιξαν για τους METALLICA στην αγγλική τους περιοδεία και ακολούθησε η headline περιοδεία όπου η μπάντα βρίσκονταν στον δρόμο για ένα έναν χρόνο περίπου με τους Kirk Hammett και James Hetfield να ανεβαίνουν στη σκηνή όταν οι DANZIG εμφανίστηκαν στο San Francisco παίζοντας μαζί τη διασκευή του “Halloween II” των SAMHAIN.
Κώστας Αλατάς

DARK QUARTERER – “The etruscan prophecy” (Cobra)
Ορμώμενοι από την θετική ανταπόκριση που έλαβε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο το όνομα τους, οι DARK QUARTERER ένα χρόνο μετά επιστρέφουν με το “The etruscan prophecy”. Βλακείες. Ποια θετική ανταπόκριση; Αγύριστα κεφάλια οι Ιταλοί, απλά έκαναν το αυτονόητο. Ελάχιστοι τους έδωσαν την πρέπουσα σημασία μιας και το heavy metal άλλαζε προσωπείο με ταχύτατους ρυθμούς. Το λυρικό, επικό -και δεν θα είναι υπερβολή να πούμε- με έντονη progressive διάθεση, metal του κιθαρίστα Fulberto Serena (τώρα στους ETRUSGRAVE) ακόμα και σήμερα ηχεί απίστευτα φρέσκο και ζωντανό! Διαχρονική αξία που δεν του έχει αποδοθεί ακόμα και σήμερα ότι του αναλογεί! Μαγικές εικόνες βγαλμένες από τα υπέροχα κιθαριστικά που σε ταξιδεύουν σε κόσμους αλλόκοτους, φανταστικούς. Μεγαλόπνοες, μακρόσυρτες συνθέσεις που απλώνουν με χαρακτηριστική άνεση όλα τα συνθετικά ατού αυτού του συγκροτήματος που συνέχισε την παράδοση των συμπατριωτών τους ADRAMELCH. Δίχως να αποτελώ τον πιο ένθερμο ακολουθητή τους (οφείλω να προσπαθήσω περισσότερο να κατανοήσω πλήρως το ηχητικό τους υπόβαθρο), δεν μπορώ να μην τους αποδώσω τα εύσημα για συνθέσεις όπως τα “The etruscan prophecy”; “Devil stroke”, “Angels of Mire”, που θα ικανοποιήσουν απόλυτα τις ορέξεις των θιασωτών του ύφους αλλά και του Ιταλικού heavy metal εν γένει…
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

DEATH – “Leprosy” (Combat)
To δεύτερο album της μπάντας του Chuck Schuldiner είναι ένα κλασικό death metal album και κυκλοφόρησε σε μια περίοδο που το είδος ήταν ακόμα στη διαμόρφωση του. Αντίθετα από το ντεμπούτο του, “Scream bloody gore”, το “Leprosy” είναι ένα ατόφιο death metal album χωρίς καθόλου thrash στοιχεία στις συνθέσεις του, έχοντας και gore θεματολογία στους στίχους. Αυτό το γεγονός είναι και η κυριότερη αιτία που ακόμα και σήμερα θεωρείται ο πρώτος αμιγώς death metal δίσκος που κυκλοφόρησε. Ο Scott Burns έδωσε σε αυτό το album την ηχητική ταυτότητα ενός ολόκληρου ιδιώματος, καθιστώντας τα Morrisound studios στα κορυφαία στουντιο ηχογράφησης. Ο ήχος του είναι πομπώδης και ακατέργαστος ταυτόχρονα, δημιουργώντας την αίσθηση ότι είναι βαλτώδης. Αυτός ο ήχος έγινε το σήμα κατατεθέν του αμερικανικού death metal και θα εμπνεύσει στρατιές νέων μουσικών για να ξεκινήσουν μια death metal μπάντα. Στην ευρωπαϊκή περιοδεία για το album αυτό, ο κιθαρίστας Rick Rozz εκδιώχθηκε από την μπάντα και τότε ο Chuck ζήτησε από τον Paul Masvidal να μπει στην μπάντα. Εκείνη την περίοδο ο Chuck έψαχνε για μόνιμα μέλη για τους DEATH και πρότεινε στον Masvidal και στον Sean Reinert των CYNIC να μπουν στους DEATH. Εκείνοι αρνήθηκαν την πρόταση, δηλώνοντας αφοσίωση στο σχήμα που είχαν ήδη από κοινού. Ο Masvidal θα τους βοηθούσε μόνο στην μεξικάνικη περιοδεία και τη θέση του θα έπαιρνε ο James Murphy για την ηχογράφηση του επόμενου album τους. Το καταληκτικό κομμάτι, “Choke on it”, είναι προάγγελος της τεχνικής κατεύθυνσης που θα έχουν από το “Spiritual healing” και μετά. Το εναρκτήριο riff-εισαγωγή του ομότιτλου κομματιού έχει «κλαπεί» από τους SEPULTURA στο “Slave new world” του “Chaos A.D.” album 5 χρόνια μετά.
Λευτέρης Τσουρέας

DEATHROW – “Deception ignored” (Noise)
Οι Γερμανοί thrashers, στον τρίτο δίσκο τους που κυκλοφόρησε το 1988, προσπάθησαν και πέτυχαν να ξεφύγουν από τον κλασικό γερμανικό thrash ήχο που είχαν στα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους, τα “Riders of doom” (1986) και “Raging steel” (1987), αλλάζοντας τον ένα κιθαρίστα και φέρνοντας τον Uwe Osterlehner, ο οποίος προφανώς και είχε πολύ μεγάλο μερίδιο στη ριζική αλλαγή του ήχου τους. Από τον DESTRUCTION και KREATOR ήχο, οι DEATHROW μεγάλωσαν κατά πολύ τη χρονική διάρκεια των κομματιών τους (με μέσο όρο τα έξι λεπτά), έβαλαν μέχρι και πιάνο, δεν δίστασαν να βάλουν ένα οχτάλεπτο instrumental (το “Triocton”), να πλησιάσουν πιο πολύ το ύφος MEKONG DELTA κατά κύριο λόγο, των CORONER και των PARADOX και λιγότερο των WATCHTOWER ή ακόμα και των «στριφνών» συμπατριωτών τους DARKNESS και φυσικά να υπογράψουν συμβόλαιο με την εμπορική αποτυχία και την αναγνώρισή τους μετά από καμιά εικοσαριά χρόνια.
Κι εγώ ο ίδιος, εκείνη την περίοδο που το thrash ήταν στην ακμή του, είχα δυσκολευτεί πολύ να καταλάβω το άλμπουμ και δεν του έδωσα καμία απολύτως σημασία. 4-5 χρόνια αργότερα, αρχές δεκαετίας του ’90, το βρήκα σε δισκάδικο στη Γερμανία να σαπίζει με τιμή 1 μάρκο (τότε). Το πήρα μην έχοντας τίποτα να χάσω και κατάλαβα για ποιον λόγο το συγκρότημα αυτό ήταν καταδικασμένο να το ακούν ελάχιστοι, αφού το τόσο τεχνικό thrash (ιδιαίτερα σε ότι έχει να κάνει με τις κιθάρες), πολύ λίγοι αγάπησαν κι έμεινε καταδικασμένο να είναι ένα από τα πιο cult υπο-ιδιώματα του metal. Προσοχή, αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για κάποια υπερδισκάρα, συνιστώ όμως σε όλους τους οπαδούς από γκρουπ όπως οι MEKONG DELTA και οι CORONER να δώσουν μία ευκαιρία σ’ αυτόν το δίσκο, αφού είναι βέβαιο ότι θα βρουν ενδιαφέροντα στοιχεία.
Στα «αξιοπερίεργα» της εν λόγω κυκλοφορίας, είναι το cassette bonus track, με τίτλο “Bureaucrazy” και το “N.L.Y.H.” που είναι τα αρχικά των λέξεων “Never lose your humor” (αν μη τι άλλο, περίεργο για εκείνα τα «σκεπτόμενα» συγκροτήματα της εποχής)!!!
Σάκης Φράγκος

DEATH ANGEL – “Frolic through the park” (Enigma)
Το “The ultra-violence” ήταν ένα εκρηκτικό ντεμπούτο και η προσμονή για το πως θα διαδέχονται οι DEATH ANGEL ήταν μεγάλη. Χωρίς να αφήνουν τον χρόνο να κυλάει άσκοπα και μετά από περιοδείες σε Η.Π.Α., Καναδά και Ευρώπη, οι πέντε –κυριολεκτικά- νεαροί thrashers μπαίνουν στα Fantasy Studios, στο Berkeley της California τον Μάρτιο του 1988, με συμπαραγωγό για άλλη μία φορά τον Davy Vain (VAIN) έχοντας αρκετό νέο υλικό στη διάθεσή τους. Μέρος αυτού διαφοροποιούνταν από τις παραδοσιακές thrash metal φόρμες του παρελθόντος μιας και οι DEATH ANGEL θέλοντας να δείξουν το πόσο έχουν προοδεύσει. Έτσι για πρώτη φορά κάνουν την εμφάνισή τους τα funk στοιχεία που εξέλιξαν αρκετά πετυχημένα στις μετέπειτα κυκλοφορίες τους σε τραγούδια όπως το “Bored” και “Open up” και εν συνεχεία ακολούθησαν κι άλλες thrash μπάντες με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους MORDRED, αν και γενικότερα οι πρώιμοι RED HOT CHILI PEPPERS και FAITH NO MORE ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί στη thrash metal κοινότητα τόσο των μουσικών όσο και των οπαδών.
Στο “Bored” μάλιστα δεν δίστασαν να δείξουν την αγάπη τους για τους U2 και ιδιαίτερα στον χαρακτηριστικό τρόπο παιξίματος του κιθαρίστα τους Edge. O κιθαρίστας Rob Cavestany και ο τραγουδιστής Mark Osegueda δεν είχαν στο μυαλό τους να το προορίσουν για τους DEATH ANGEL αλλά η ανταπόκριση του κόσμου στις συναυλίες και από μια demo εκτέλεση του τραγουδιού που είχαν παίξει κάποιοι τοπικοί σταθμοί, οι Enigma τους έπεισε να το συμπεριλάβουν στο “Frolic through the park” και μάλιστα γυρίστηκε και video-clip και συμπεριλήφθηκε στο soundtrack της ταινίας “Leatherface: The Texas chainsaw massacre III”. Στο “Confused” ρίχνουν αισθητά τις ταχύτητες χωρίς να υστερεί σε βαρύτητα ενώ υπάρχει και μία διασκευή στο “Cold gin” των KISS που μπορεί να έχει αποδοθεί ικανοποιητικά αλλά είναι εκτός κλίματος του υπόλοιπου δίσκου. Ο Mark Osegueda ακούγεται πιο μελωδικός και γενικότερα οι DEATH ANGEL έδειχναν να ωριμάζουν, γι’ αυτό και κάποια τραγούδια που είχαν παρουσιάσει σε παλαιότερες ζωντανές εμφανίσεις τους και demo ηχογραφήσεις όπως τo “Dehumanization” δεν μπήκαν στον δίσκο εκτός από το “Devil’s metal” που υπάρχει ως bonus track στην έκδοση του CD μονάχα και μάλιστα χωρίς να είναι τυπωμένοι οι στίχοι του στο booklet.
Ο τίτλος του άλμπουμ προέρχεται από ένα παλαιότερο τραγούδι και το concept βασίζεται στις διάφορες φάσεις που περνάει ο άνθρωπος στη ζωή του αν και το αρχικό τραγούδι αναφέρεται απλά σε έναν τύπο που κάνει μια βόλτα στο πάρκο και καταλήγει να σκοτώνεται από έναν μανιακό. To “Frolic through the park” κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1988 ενώ η μπάντα βρισκόταν στα τέλη της ευρωπαϊκής της περιοδείας με τη διανομή στην Ευρώπη να αναλαμβάνει η Virgin εκτός της Αγγλίας που ήταν υπεύθυνη η Music For Nations και εμφανίστηκαν σε μεγάλα festival όπως το Roskilde Festival της Δανίας όπου εμφανίστηκαν μπροστά σε 65.000 κόσμο παίζοντας με μπάντες και καλλιτέχνες όπως οι INXS και Sting και στο Kuusrock στη Φιλανδία μαζί με τους U.D.O. και TAROΤ ενώ μια μέρα πριν είχε εμφανιστεί ο θρύλος των blues Stevie Ray Vaughan. Στην Αμερική περιόδευσαν με τους RIGOR MORTIS και η πετυχημένη χρονιά κλείνει παίζοντας support στους MOTORHEAD στο Λονδίνο.
Κώστας Αλατάς


DEATH SS – “…In death of Steve Sylvester” (Metal Master Records)
Η αλήθεια είναι ότι τούτοι εδώ οι Ιταλοί τριγυρνούσαν στο underground από το 1977 και είχαν καταφέρει με διάφορα singles, demos και διάφορα καλούδια της εποχής να πρωτοστατήσουν όσον αφορά το horror/ satanic image πολύ πριν τους VENOM, MERCYFUL FATE. Μάλιστα ο ίδιος ο Thomas Gabriel Fischer από την εποχή των HELLHAMMER ακόμα τους θεωρούσε μεγάλη του επιρροή.
Το 1988 από την original μπάντα των αρχών των 80’s έχει μείνει μόνο ο τραγουδιστής Steve Sylvester αφού o έτερος mastermind της μπάντα κιθαρίστας Paul Chain έχει αποχωρήσει για να κάνει τα δικά του πράγματα. Ο Sylvester μετακομίζει στην Φλωρεντία, κρατά τα δικαιώματα του ονόματος και ανασυντάσσει το σχήμα προσλαμβάνοντας καινούργιο line up.
Πέντε από τα παλιά τραγούδια ηχογραφούνται ξανά (“Black mummy”, “Zombie”, “Terror”, “Murder angels, και “The hanged ballad”) η διασκευή στο μέντορα Alice Cooper δεν μπορεί να λείπει (“I love the dead”) και τα υπόλοιπα καινούργια δεν υπολείπονται σε ποιότητα. Η απόκοσμη ατμόσφαιρα και το occult στοιχείο είναι παντού, τα χαρακτηριστικά φωνητικά του Sylvester δίνουν μια διαφορετική προσέγγιση στο κατά βάση κλασσικό heavy metal τους που είτε θα σου αρέσει είτε όχι, δεν υπάρχει ενδιάμεση λύση.
Οι DEATH SS δεν απέκτησαν τυχαία το cult status τους, τόσα χρόνια παρουσιάζουν άξια αυτό που πρεσβεύουν και πριν από μερικά χρόνια είχαμε την τύχη να το διαπιστώσουμε και εμείς στις εμφανίσεις τους επί ελληνικού εδάφους.
Γιάννης Παπαευθυμίου

DESTRUCTION – “Release from agony” (Steamhammer)
Υπάρχουν δύο τρόποι να αποτιμήσεις το τρίτο κατά σειρά ολοκληρωμένο LP των DESTRUCTION ή αν προτιμάτε υπάρχουν δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα οπαδών. Από τη μία πλευρά, έχουμε όλους εκείνους που παραμένουν πιστά προσηλωμένοι και αφοισωμένοι στον πρώιμο, ακατέργαστο ήχο των Γερμανών thrashers και υπάρχουν εκείνοι που υποδέχονται θετικά την εξέλιξη της μπάντας η οποία σε τελική ανάλυση δεν αποπέμπει τον σκληρό πυρήνα του ήχου της. Βλέπετε, τα ίδια προβλήματα αντιμετώπισαν στα late 80’s και οι συνοδοιπόροι SODOM και KREATOR με το πέρασμα του χρόνου να δικαιώνει τις επιλογές τους.
Το “Release from agony” κυκλοφόρησε λίγους μόλις μήνες μετά το πολύ καλό EP “Mad butcher” το οποίο είχε σηματοδοτήσει –μεταξύ άλλων πραγμάτων- την είσοδο του κιθαρίστα Harry Wilkens στο συγκρότημα μετατρέποντας τους DESTRUCTION από…τρίο σε κουαρτέτο. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο Wilkens έδωσε έναν μοναδικό όγκο στον ήχο των DESTRUCTION με τα φανταστικά solos του αφού δεν ήταν δα και κανένα κρατικό μυστικό ότι ο συμπαίκτης του Mike Sifringer μπορεί να ήταν συμπαθέστατος και κολώνα (μαζί με τον Schmier) των DESTRUCTION αλλά απείχε παρασάγγας σε τεχνικό επίπεδο από τον Wilkens. Επιπλέον, η παραγωγή ήταν σαφώς βελτιωμένη ενώ και τα κομμάτια αυτά καθαυτά παρουσίαζαν μία νέα δυναμική (βλ. “Dissatisfied existence”, “Our oppression”) συνδυασμένη με έναν μουσικά πιο σύνθετο χαρακτήρα. Και όλα αυτά χωρίς, επαναλαμβάνουμε, να έχει απωλεσθεί η ταυτότητα των DESTRUCTION. Αν έλειπε μάλιστα και αυτό το τραγικό (ή cult…;) εξώφυλλο τότε θα ήμασταν περισσότερο ικανοποιημένοι.
Σάκης Νίκας

DOKKEN – “Beast from the east” (Elektra)
Αν θα έπρεπε να προτείνω ένα live album που κυκλοφόρησε στα 80’s και αποτελεί άριστο δείγμα του μουσικού μεγαλείου της εποχής, αναμφίβολά αυτό θα ήταν το “Beast from the east” των DOKKEN. Το συγκρότημα που ήδη ζούσε στιγμές τεράστιας επιτυχίας, ηχογράφησε κάποιες από τις εμφανίσεις του στην Ιαπωνία στη διάρκεια της περιοδείας για το υπερ-επιτυχημένο “Back for the attack”. Ο δίσκος περιλαμβάνει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του συγκροτήματος ενώ υπάρχει κι ένα “φρέσκο” τραγούδι ως bonus, το “Walk away”. Ο κύριος λόγος που ο δίσκος ξεχωρίζει είναι αυτή η τρομερή on-stage παρουσία των DOKKEN υπό την μαεστρική καθοδήγηση του George Lynch ο οποίος δίνει μια άλλη δυναμική στον ήχο με την κιθάρα του. Το συγκρότημα αποδίδει τα μέγιστα και οι live εκτελέσεις των κομματιών που αγάπησε ο κόσμος γίνεται με τον πλέον εμφατικό τρόπο. Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του ο δίσκος ήταν υποψήφιος για βραβείο Grammy στην κατηγορία “Best metal performance” αλλά έχασε από το “One” των METALLICA. Εξαιρετικό live album που εσωκλείει το κλίμα της εποχής στον μέγιστο δυνατό βαθμό.
Νίκος Ανδρέου

EUROPE – “Out of this world” (Epic)
Αν και το “Out of this world έχει φανατικούς υποστηρικτές στους κύκλους των φίλων του συγκροτήματος, εντούτοις αποτελεί και την αρχή της πτώσης των EUROPE κατά την πρώτη φάση της ζωής του (πτώση που ολοκληρώθηκε με το “Prisoners in paradise”). Με τον Kee Marcello στη θέση του John Norum και τον Joey Tempest να προσπαθεί με νύχια και με δόντια να ακολουθήσει την τάση της εποχής, ο ήχος των EUROPE εμπλουτίζεται με υπερβολικά πολλά keyboards και πιασάρικες ποπ-ροκ συνθέσεις. Ναι μεν υπήρχαν δείγματα γραφής και στο “The final countdown” αλλά η κατάσταση εδώ έχει ξεφύγει. Ως fan των EUROPE δεν κρύβω ότι είχα ξενερώσει αρκετά καθώς ο δίσκος δεν προσέθετε απολύτως τίποτε στον μέχρι τότε ήχο των Σουηδών ενώ είχε αντιστρόφως ανάλογο αποτέλεσμα από αυτό που επιθυμούσε το συγκρότημα.
Θα έλεγα ότι οι EUROPE φαίνονταν να θέλουν να αποβάλουν την όποια “σκληρή” εικόνα είχαν αλλάζοντας ολοκληρωτικά κατεύθυνση υιοθετώντας ταυτόχρονα το image συγκροτήματος αποτελούμενο από ομορφόπαιδα με ωραία περμανάντ που απευθύνεται κυρίως στο γυναικείο κοινό. Δείγμα αυτού ήταν και ο βιασμός του “Open your heart”, μιας εξαιρετικής μπαλάντας από το “Wings of tomorrow” που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί βρέθηκε σακατεμένο στο “Out of this world”. Σίγουρα υπάρχουν κάποια αξιόλογα τραγούδια όπως το “Superstitious” με ένα από τα καλύτερα solos σε κιθάρα που έχω ακούσει ποτέ μου, το “Let the good times rock” και το “Ready or not” αλλά υπάρχουν και αρκετά fillers με τον δίσκο να περιορίζεται σε συνολικά 7-8 τραγούδια που δικαιολογούν την παρουσία τους σε ένα LP. Γενικώς μέτρια δουλειά με ελάχιστα καλά στοιχεία που απευθύνεται κυρίως στους σκληροπυρηνικούς φίλους των EUROPE.
Νίκος Ανδρέου

EXCITER – “Exciter” (Maze Music)
Η δεκαετία του ’80 οδεύει προς το τέλος της και οι Καναδοί θορυβοποιοί προσπαθούν να εναρμονιστούν με τις νέες συνθήκες που θέλουν το heavy metal λιγότερο επικίνδυνο, κινούμενο σε πιο ασφαλείς φόρμες, έχοντας πάντα κατά νου την επιθυμητή εμπορικότητα… Νέα αλλαγή στην εταιρεία για τους EXCITER, το σημαντικότερο στοιχείο όμως που τους διαφοροποιεί σε σχέση με τα προηγούμενα τους άλμπουμ είναι πως ο Dan Beehler που έσκιζε τα δέρματα των τυμπάνων αλλά παράλληλα ήταν υπεύθυνος και για τη φωνητική καφρίλα που μας έκανε να τους αγαπήσουμε παράφορα, έχει περιοριστεί πλέον… Η μπάντα γίνεται πλέον κουαρτέτο με την προσθήκη του Rob Malnati πίσω από το μικρόφωνο ως βασικού τραγουδιστή, το αποτέλεσμα όμως, δίχως σε καμία περίπτωση να φαντάζει απογοητευτικό, απέχει αισθητά από το να χαρακτηριστεί μία από τις πλέον προτεινόμενες και ποιοτικές κυκλοφορίες τους. Ο ήχος έχει μαλακώσει αισθητά, απόρροια και της διαφορετικής προσέγγισης στην παραγωγή και είναι ολοφάνερο πως οι πρώιμες, ηρωικές εποχές των “Heavy metal maniac”, “Violence & force” έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Τα κιθαριστικά του Brian McPhee εξακολουθούν και εντυπωσιάζουν ειδικότερα στα solos που ανεβάζουν το επίπεδο ακόμα και των συνθέσεων που κινούνται σε ρηχά νερά. Το πέμπτο άλμπουμ των EXCITER, σαφώς και δεν μνημονεύεται από τους οπαδούς το ως κάτι το αξιοσημείωτο, υπάρχουν όμως οι στιγμές που η κατάσταση δείχνει βελτιωμένη σε σχέση πάντα με τον γενικότερο μέσο όρο (“Scream bloody murder”, “Back in the light”, “I wanna be king”, “Enemy lines”) αλλά εξακολουθώ να μην αντιλαμβάνομαι σε ποιους απευθύνονταν όταν επέλεγαν να γράψουν κομμάτι με τίτλο “Ready to rock”…
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης