Αφιέρωμα στο 90’s metal – 1991 part 3

0
757












Προχωράμε τάχιστα να κλείσουμε και τις κυκλοφορίες του 1991, στα πλαίσια αφιερώματος στα 90’s, εδώ στο Rock Hard.  Διαβάστε το πρώτο μέρος και το δεύτερο, αφού χαλαρώσετε, πάρετε τον χρόνο σας και διαβάσετε τα κείμενα των συντακτών μας, στο τρίτο και τελευταίο μέρος για το 1991, με αλφαβητική σειρά πάντα, που περιλαμβάνει για μία ακόμη φορά, πολλές και σπουδαίες κυκλοφορίες. Φυσικά, στο τέλος του κειμένου, υπάρχει και η σχετική Spotify playlist.


PARADISE LOST – “Gothic” (Peaceville)

Η σχέση του ελληνικού metal κοινού με τους PARADISE LOST, είναι μία σχέση αγάπης. Και κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια που λέμε (εκτός αν είναι «Μυρτώ» λεμόνι). Περνάει τις κρίσεις της, τα τελευταία πολλά χρόνια δεν μας τα λένε και πολύ καλά ειδικά στα live (ΟΚ, με κάποιες λίγες εξαιρέσεις που μοιάζουν με αναλαμπές), όμως είναι από τις μπάντες που αγαπήσαμε για τα καλά σαν μεταλλικό κοινό και ειδικά η γενιά των 90’s. Άλλωστε έχει σημαδέψει τη δεκαετία και απολύτως δικαιολογημένα.
Το “Gothic”, το δεύτερο άλμπουμ των Βρετανών, το οποίο κυκλοφόρησε το 1991, δεν είναι από εκείνα τα άλμπουμ τους που λες ότι μπήκαν στο πάνθεον της δεκαετίας. Δεν είναι “Icon”, δεν είναι “Draconian times” (τίποτα δεν είναι “Draconian times” βασικά), δεν είναι ούτε “Shades of God” για τους ίδιους. Είναι όμως κομβικό άλμπουμ. Είναι άλμπουμ που έχει τραγούδια που ακόμα και σήμερα θεωρούνται από τα κορυφαία τους και λατρεμένα ανάμεσα στους οπαδούς τους. Θέλετε το “Shattered”; Το “Eternal”; To “Rapture”; Ο καθένας το δικό του, αλλά σίγουρα υπάρχουν τουλάχιστον 3, με τις όποιες διαφοροποιήσεις στο γούστο μας, που και πάντα να έμπαιναν στο setlist τους, θα τα γουστάραμε με χίλια.
Είναι άλμπουμ που αρκετός κόσμος το έχει σαν αγαπημένο του από το σχήμα. Αδίκως; Για κανένα λόγο! Καταλαβαίνω απόλυτα το γιατί θα μπορούσε να το βλέπει έτσι κάποιος. Προσωπικά δεν είναι, αλλά αυτό είναι και γούστο. Είναι όμως από τα άλμπουμ που επηρέασαν πάρα πολύ ένα ολόκληρο καθαρά 90’s ιδίωμα, που τότε έκανε τα πρώτα του βήματα πριν την εκτόξευσή του που ήρθε πολύ λίγα χρόνια μετά. Στο πως θα το πούμε, θα «τσακωθούμε», όπως πάντα με τις ταμπέλες. Ονομάστηκε κάποτε gothic metal, ονομάστηκε doom/death, ανάλογα το δίσκο, την οπτική, την προσέγγιση και την απόδοση σε κάθε άλμπουμ κάθε σχήματος αυτού του ιδιώματος. Γιατί η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα (βασικά τα σημαντικότερα) σχήματα αυτού του είδους, άλλαζαν συνεχώς και εμπλούτιζαν ασταμάτητα τον ήχο τους, ειδικά στα 90s.
Μετά από ένα ντεμπούτο σε καθαρά doom/death μονοπάτια, στο “Gothic” οι PARADISE LOST βάζουν πλήκτρα. 1-0. Βάζουν και γυναικεία φωνητικά. 2-0. Και χωρίς VAR, γιατί ήταν και λίγο «προκλητικό» το να βάζεις γυναικεία φωνητικά δίπλα σε brutal και δεν είχε αρχίσει ακόμα να διαδίδεται αυτός ο ήχος. Δίνουν περισσότερο χώρο στη μελωδία και την ατμόσφαιρα με αυτόν τον τρόπο και στρώνουν ταυτόχρονα και το χαλάκι για τη συνέχεια τους σαν συγκρότημα. Οι Nick Holmes και Gregor Mackintosh, οι συνθέτες του σχήματος, στήνουν ένα μαύρο ηχοτοπίο, τόσο μουσικά, όσο και στιχουργικά, το οποίο όμως προσαρμόζουν ώστε να είναι ταυτόχρονα και σαγηνευτικό και όχι επιθετικό όπως ήταν το σύνηθες τότε. Η ποιότητα του άλμπουμ είναι δεδομένη και η πρώτη μεταγραφή στην ιστορία τους, μεταπηδώντας από την Peaceville στην Music For Nations και ταυτόχρονα ανοίγοντας διάπλατα τους ορίζοντες της επιτυχίας τους, είναι γεγονός.
Δε νομίζω ότι έχει πολύ ζουμάκι το “Gothic”. Ούτε χρειάζεται τρομερή ανάλυση. Από τους δίσκους που αποτελούν το εφαλτήριο για την εξέλιξη και επιτυχία ενός συγκροτήματος και από τους δίσκους που συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία ενός νέου (τότε προφανώς) ιδιώματος. Άλλωστε τα 90’s είναι η εποχή της εμφάνισης πολλών νέων ιδιωμάτων στο metal. Και για αυτό τα λατρεύουμε!
Φραγκίσκος Σαμοΐλης


PEARL JAM – “Ten” (Epic)
Πολλές φορές έχουμε μιλήσει για σπουδαία ντεμπούτα, όμως το “Ten” συνήθως δεν συγκαταλέγεται στις λίστες που έχουν οι περισσότεροι. Για μένα όμως, ήταν μια αποκάλυψη, παρότι το άκουσα κάποια χρόνια αργότερα. Μπορεί η σκηνή του Seattle να έβραζε και την ίδια χρονιά να σκάνε τα “Nevermind” και “Badmotorfinger”, αλλά για μένα οι PEARL JAM ήταν η πιο ευχάριστη έκπληξη. Το άλμπουμ είναι γεμάτο άβολες θεματολογίες, σκοτεινούς στίχους που καταπιάνονται με την αυτοκτονία, την κατάθλιψη, τους θετούς γονείς, κλπ. Όσο αργά και ύπουλα ανοίγει ο δίσκος με την εισαγωγή του “Once”, έτσι σε κερδίζει η καινοτομία τους. Το ύφος του Eddie Vedder είναι τόσο μοναδικό όταν τραγουδάει hard rock, ώστε όταν έρχεται η στιγμή για πιο εναλλακτικές στιγμές, έχεις ήδη πιαστεί στον ιστό τους. Με τραγούδια όπως το “Alive”, “Evenflow”, “Black” δεν μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος, ενώ ο τρόπος που γράφουν στίχους, επιτρέπει στην μπάντα να ακουμπήσει όλους τους σκεπτόμενους ροκάδες. Η αμερικανιά που είναι κρυμμένη στις κιθάρες του Mike McCready και του Stονe Gossard, προδίδουν την καταγωγή τους, αλλά ο καλογυαλισμένος ήχος, τους καθιστά εμπορικούς παγκοσμίως. Το μπάσο του Jeff Ament, είναι τόσο μπροστά ώστε να προσδίδει την εναλλακτική προσέγγιση, κάτι για το οποίο τότε κατηγορήθηκαν, αλλά τελικά τόσο ο Ament όσο και οι PEARL JAM απέδειξαν πως δεν ήταν κάτι το περιστασιακό. Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο ανατριχιαστικό “Jeremy”, με τους διαπεραστικούς, τόσο συναισθηματικούς του στίχους και την απίστευτη ερμηνεία του Vedder. Κατάφεραν στο ντεμπούτο τους να δείξουν τις κλασικές επιρροές τους, να βγάλουν πρωτοτυπία, να ακουστούν ώριμοι, κοινονικοποιημένοι, με φοβερή έμπνευση, με συναισθηματική φόρτιση, να δείξουν εναλλακτική προσέγγιση και όλα αυτά με τους ίδιους να επιβλέπουν την παραγωγή του πρώτους τους μόλις δίσκου, παρότι κυκλοφορούσε από μια τεράστια, πολυεθνική εταιρία. Μέσα σε όλα αυτά, κατάφεραν να διατηρήσουν έναν ήχο που απέδιδε πώς ακούγονται ζωντανά. Οι τεράστιες περιοδείες που ακολούθησαν τους εκτίναξαν εμπορικά, τους έδεσαν σαν μπάντα, με αποτέλεσμα να γίνουν μετέπειτα μια από τα κορυφαία ονόματα στο ευρύτερο χώρο του rock, με τα 4/5 του σχήματος να παραμένουν μαζί ακόμα και 3 δεκαετίες αργότερα. Το ταξίδι τους προς τον εναλλακτικό χώρο έγινε πιο έντονο με τις μελλοντικές τους κυκλοφορίες, ώστε το “Ten” να παραμένει το άλμπουμ τους με τις πιο έντονες hard rock στιγμές.
Γιώργος “Oooooh I’m still alive” Κουκουλάκης


AXEL RUDI PELL – “Nasty reputation” (Steamhammer)
Τι ωραίες εποχές! Τότε που ξεχώριζες τα εξώφυλλα και τα τραγούδια του σπουδαίου γερμανού κιθαρίστα. Τότε που κυριαρχούσαν και άλλα χρώματα στα εξώφυλλα πέρα από το μωβοκόκκινο και το tracklisting μπορούσε να κρύβει εκπλήξεις. Θυμάστε; Αυτό δε σημαίνει ότι οι ύστερες δουλειές του Axel Rudi Pell είναι κακές ή αδιάφορες…το αντίθετο! Είμαι φανατικός οπαδός του και ας βγάζει ουσιαστικά το…ίδιο τραγούδι με άλλον τίτλο τα τελευταία 20 περίπου χρόνια! Πέρα από την πλάκα και την όποια υπερβολή όμως, το “Nasty reputation” είναι σπουδαίος δίσκος. Στρογγυλοκάθεται στη μέση της πρώτης περιόδου του Pell, τότε που ο Γερμανός αρέσκονταν σε ένα τευτονικό hard n’ heavy στυλ χωρίς πολλές κλασικότροπες προεκτάσεις.
Άσος στο μανίκι του Pell, δεν είναι άλλος από τον τεράστιο Rob Rock ο οποίος προσωπικά δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ είτε σαν solo καλλιτέχνης είτε σαν μέλος μιας μπάντας ή κάποιου project. Και εδώ ερμηνεύει τις αψεγάδιαστες μελωδικές συνθέσεις του Pell με μοναδικό τρόπο και ειλικρινά είναι κρίμα που δεν υπήρξε συνέχεια στην όλη συνεργασία των δύο μουσικών. Ο Jorg Michael πίσω από τα τύμπανα είναι οδοστρωτήρας και ειλικρινά είναι από τις φορές εκείνες που ακούς ένα δίσκο του Pell και καταλαβαίνεις αμέσως την αδιαμφισβήτητη ποιότητα του.
Ξεχωριστές αναφορές δεν χρειάζονται αφού όλα τα κομμάτια βγάζουν μία πολύ θετική ενέργεια και φυσικά ο Pell είναι ακόμη περισσότερο στο στοιχείο του διασκευάζοντας το “When a blind man cries” από τους αγαπημένους του PURPLE. Κλείνοντας, δεν σας κρύβω ότι έχω αναρωτηθεί αρκετές φορές πως θα ήταν το “Eternal prisoner” αν δεν είχε φύγει ο Rock. Μοναδικός τραγουδιστής ο Jeff Scott Soto που τον διαδέχτηκε αλλά χρειαζόμασταν ένα ακόμη δίσκο με τον Rob Rock πίσω από το μικρόφωνο. Και το “Eternal prisoner” θεωρώ ότι του ταίριαζε γάντι…
Σάκης Νίκας

 


PINK CREAM 69 – “One size fits all” (Epic)
“Don’t keep me waiting” τραγουδάει ο άσημος Andi Deris στον πρώτο στίχο λες και ήξερε όταν το ηχογραφούσε τον Αύγουστο του ’90, πως έπρεπε να περιμένει μέχρι τον Φεβρουάριο του ’91 για να φτάσει το “One size fits all” στα δισκάδικα. Παρόλα αυτά, το μελωδικό, glam-άτο rock ήταν ακόμα στην μόδα όταν έσκασε το δεύτερο άλμπουμ των PC69 και το μεστό τους hard rock ακουγόταν σύγχρονο, πιασάρικο, δεν ήταν περιορισμένο στην Γερμανία, αλλά (κυρίως του Dennis Ward) είχε έντονες αναφορές στην Αμερική. Το “Livin’ my life for you” μαζί με το “Talk to the moon” ορίζουν τον χαρακτήρα του κουαρτέτου και φανερώνουν την έμπνευσή τους. Το “Hell’s gone crazy” είναι μια έκρηξη που φτάνει στον πλανήτη HELLOWEEN ως μια ειρωνική μουσική προφητεία για την μετέπειτα μεταπήδηση του Deris. Μπορεί να μην αντιπροσωπεύει το άλμπουμ, αλλά είναι μια ένδειξη της ευελιξίας των PINK CREAM 69, αφού στην ροή του δίσκου δεν ακούγεται παράταιρο. Γενικά το άλμπουμ έχει μια απίστευτη πρώτη πλευρά, που συμπληρώνεται με το πιο ατμοσφαιρκό “Do you like it like that” και το μελιστάλαχτο “Ballerina” που ανέβασε τις μετοχές τους στο γυναικείο κοινό, σχεδόν αντιφατικό με την έτερη μπαλάντα του άλμπουμ, το εσωστρεφές αλλά συνάμα υπέροχο “Where the eagle learns to fly” της δεύτερης πλευράς. Σχεδόν κανένα από τα παραπάνω τραγούδια δεν θυμίζει συν-/αντ-αγωνιστές τους και συνάμα παρουσιάζει σωστά απορροφημένα τα ακούσματα τους (αν και το “Stray kid” ήταν κάτι σε AEROSMITH με λίγο από Alice Cooper). Κι αν το riff του “Scream of danger” θυμίζει κάτι από John Norum, δείχνει το πώς κατάφερναν οι ίδιοι να το αφομοιώσουν. Ο Deris δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει το καλούπι από αυτή την κομματάρα, για να γράψει τραγούδια αργότερα με τις “κολοκύθες”. Η τεράστια προσωπικότητά του είναι διάχυτη σε όλο το άλμπουμ. Έχει τιθασεύσει την φωνή του (σε σχέση με το ντεμπούτο τους) κι έχει παράλληλα εξελιχθεί σε έναν άρτιο συνθέτη και στιχουργό. Το “One size fits all” είναι καταπληκτικό και σχεδόν τέλειο στα 38 από τα 41 του λεπτά (αφού η απόπειρά τους να παίξουν σαν τους EXTREME στο “Piggy back bitch” είναι η χειρότερη στιγμή του άλμπουμ). Εξαιρετική μνεία και για τον ήχο του έμπειρου Dirk Steffens (ACCEPT, RUNNING WILD) που έδωσε τρομερό βάθος στα τομ του Κώστα Ζαφειρίου, αλλα και στις κιθάρες του Alfred Koffler.
Γιώργος Κουκουλάκης

 


PITCHSHIFTER – “Industrial” (Deaf / Peaceville)
Το industrial είχε αρχίσει να γίνεται το next-big-thing με το έμπα των 90’s και η κυκλοφορία του “Streetcleaner” των GODFLESH το 1989 καθώς και του ομώνυμου ντεμπούτο τους ένα χρόνο πριν είχαν προλάβει μαζί με τις αντίστοιχες κυκλοφορίες συγκροτημάτων όπως οι MINISTRY και NIN να σπείρουν τους καρπούς του νέου αυτού ιδιώματος σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Λίγα χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Birmingham, τρεις τύποι από το Nottingham κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους βαθειά επηρεασμένοι από το πνευματικό παιδί του Justin Broadrick και με περίσσιο θράσος του δίνουν το όνομα “Industrial”. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1990 με £500 budget σε διάστημα μιας εβδομάδας και κυκλοφόρησε από την Deaf Records, sub-label της Peaceville, η οποία ήθελε να κι αυτή να έχει στο roster της ένα συγκρότημα στο ύφος των GODFLESH. Παρά το θόρυβο που κατάφεραν οι PITCHSHIFTER με το ντεμπούτο τους εκείνη την εποχή δεν ήταν λίγοι αυτοί που τους χαρακτήριζαν ως «GODFLESH του φτωχού» και ομολογουμένως ο ήχος τους δεν παρεκκλίνει σχεδόν καθόλου από τη βασική τους επιρροή αν και οι ίδιοι απέφευγαν σχετικές δηλώσεις και δήλωναν περισσότερο επηρεασμένοι από μπάντες σαν τους SLAB!, BIG BLACK, SWANS, WALKINGSEEDS και PRONG. Για να μην αδικούμε το “Industrial” αν το πάρουμε ως μεμονωμένη κυκλοφορία πρόκειται για ένα άλμπουμ χαρακτηριστικού industrial metal της εποχής, με τις χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες και τα πνιχτά σχεδόν death metal growls και το ψυχρό drum machine. Αρκετά σκοτεινό και με πηγαίο μίσος να αναβλύζει από τους στίχους και εξώφυλλο παρμένο από τη σκηνή του θανάτου του Frank Booth στην ταινία “Blue velvet” του David Lynch, οι PITCHSHIFTER παρά το γεγονός πως δεν είχαν παρελθόν σε punk/grindcore σχήματα όπως οι περισσότεροι ομοϊδεάτες τους στη Μεγάλη Βρετανία και καταπιάστηκαν κατευθείαν με το industrial ενώ είχε ήδη μορφοποιηθεί ως ιδίωμα έχουν καταφέρει να μνημονεύεται το ντεμπούτο τους στις περισσότερες σχετικές συζητήσεις και με τους FEAR FACTORY να διασκευάζουν το “Landfill” στο άλμπουμ τους “The industrialist” το 2012.
Κώστας Αλατάς


PRIMUS – “Sailing the seas of cheese” (Interscope)
Συγκροτήματα σαν τους PRIMUS πρεσβεύουν επακριβώς το πνεύμα της πρώτης πενταετίας των 90’s και των ριζοσπαστικών τάσεων που είχαν αρχίσει ήδη να κυριαρχούν και την αναγνώριση ασυμβίβαστων μέχρι τότε συγκροτημάτων από ένα κοινό που έδειχνε να έχει μπουχτίσει από την εξτραβαγκάντζα των 80’s και έψαχνε για κάτι πιο ρεαλιστικό και άμεσο. Έχοντας δημιουργήσει ένα ισχυρό fan-base μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους “Frizzle fry”, οι PRIMUS υπογράφουν με την νεοϊδρυθείσα Interscope Records μετά από προτροπή του Tom Whalley, υπεύθυνου του εκεί A&R τμήματος και παλιότερα στην Capitol και αργότερα γνωστός ως CEO της Warner Bros και πλέον ιδρυτής της Loma Vista Recordings, η οποία είχε γνωρίσει τεράστια επιτυχία με το single “Rico Suave” του rapper Gerardo και περεταίρω γνωστή για την πλήρη δημιουργική ελευθερία που έχουν τα περισσότερα συγκροτήματα που ανήκαν στο roster της. Μέχρι και ο ιδιοκτήτης της Interscope, Jimmy Iovine στην πρώτη του συνάντηση με τους PRIMUS τους είχε πει πως δεν «έπιανε» τη μουσική τους και δεν μπορούσε καν να ξεχωρίσει πότε άρχιζε και πότε τελείωνε το κάθε τραγούδι αλλά είχε τεράστια εμπιστοσύνη στο ένστικτο του Tom Whalley. Οι ηχογραφήσεις έλαβαν χώρα στα Fantasy Studios στο Berkeley της California όπου εκεί είχαν ηχογραφηθεί τα “Escape” και “Frontiers” των JOURNEY, “Done with mirrors” (AEROSMITH), “Souls of black” (TESTAMENT) κ.α. την ίδια ακριβώς περίοδο που είχε ξεσπάσει ο Πόλεμος του Κόλπου με μία τηλεόραση μονίμως ανοιχτή στο control room για να μένουν ενήμεροι. Το άλμπουμ ονομάστηκε “Sailing the seas of cheese” και οι PRIMUS με το συγκεκριμένο τίτλο περιγράφουν γλαφυρά και εντελώς αυτοσαρκαστικά πως από τη μία στιγμή στην άλλη βρέθηκαν να προωθούνται και να διαφημίζονται δίπλα στους BON JOVI, τους POISON και τους GUNS N’ ROSES και όλα αυτά τα συγκροτήματα που τους φαίνονταν cheesy και εντελώς εκτός της φάσης τους και πως για να επιβιώσουν θα έπρεπε να κολυμπήσουν σε αυτή τη θάλασσα από «τυρί». Το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου ήταν έτοιμο πριν μπουν στο studio μιας και έπαιζαν αρκετά από τα τραγούδια στις συναυλίες τους με το “Tommy The Cat” να έχει συμπεριληφθεί στο παρελθόν στην πρώτη τους επίσημη ηχογράφηση, το live άλμπουμ “Suck on this” του 1989.
Στιχουργικά ο Les Claypool επηρεάζεται από είτε από ιστορίες άλλων που τον είχαν ιντριγκάρει είτε από προσωπικές του εμπειρίες δημιουργώντας ιδιαίτερους χαρακτήρες στα περισσότερα τραγούδια και παρά τον χιουμοριστικό τόνο καταφέρνει να γίνει αρκετά καυστικός βγάζοντας στην επιφάνεια αρκετά από αυτά που η Αμερική προσπαθεί να κρύψει κάτω από το χαλί αλλά δεν παύουν να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της. Το “Sailing the seas of cheese” είναι ένα πολυδιάστατο άλμπουμ, με ευφάνταστο και εντυπωσιακό παίξιμο και από τους τρεις μουσικούς, με το καταιγιστικό μπάσο και τον ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας του Les Claypool να κλέβει τις εντυπώσεις καταλήγοντας σε ένα μουσικά αντικομφορμιστικό ύφος με ετερόκλητες επιρροές και όχι τόσο εύκολο στο άκουσμα το οποίο καταφέρνει δύο χρόνια μετά να γίνει χρυσό και μάλιστα σε μία περίοδο που το grunge και ο alternative ήχος είχε αλώσει τα πάντα στο πέρασμά του και πλατινένιο το 2001. H συμμετοχή του Tom Waits στο “Tommy The Cat” επιτεύχθηκε όταν ο Les Claypool έγραψε ένα γράμμα στον ίδιο στέλνοντας του και μια κασέτα με το τραγούδι το οποίο γυρίστηκε και σε video-clip και αποτελεί ίσως την μεγαλύτερή τους επιτυχία μέχρι σήμερα όπως συνέβη και με το εξίσου φανταστικό “Jerry Was a Race Car Driver”. H δημοτικότητα των PRIMUS μετά την κυκλοφορία του “Sailing the seas of cheese” ήταν τόσο μεγάλη που εμφανίζονται στην ταινία “Bill & Ted’s bogus journey” παίζοντας το “Tommy the Cat” ενώ τους γίνεται πρόταση να βγουν σε κοινή περιοδεία με τους NIRVANA την οποία αρνούνται έχοντας δηλώσει μετά από χρόνια πως έχουν μετανιώσει γι’ αυτή τους την απόφαση. Το 1991 βγαίνουν σε περιοδεία με τους TAD καθώς και με τους FISHBONE και συμμετέχουν στο φοβερό πακέτο με τους PUBLIC ENEMY, ANTHRAX και YOUNG BLACK TEENAGERS ενώ το 1992 τους επιλέγουν οι RUSH ως support στα πλαίσια της περιοδείας για το “Roll the bones” και το ίδιο κάνουν και οι U2 στη Ζοο TV tour για το “ Achtung baby” μαζί με τους DISPOSABLE HEROES OF HIPHOPRISY. Είναι εκπληκτικό πως ένα άλμπουμ, στρυφνό στο μεγαλύτερο μέρος τους με επιρροές του ξεκινούν από τους Frank Ζappa, Captain Beefheart και KING CRIMSON και φτάνουν μέχρι τους XTC, POLICE και THE RESIDENTS και το γνωστό metal background των PRIMUS γνώρισε τέτοια επιτυχία και έλαχε μεγάλης προβολής από το Mtv δίνοντας σε ένα μεγάλο ακροατήριο το έναυσμα να ψαχτεί και να διαμορφώσει μία ολόκληρη γενιά σε μία δεκαετία που τα μουσικά ρεύματα μεταλλάσσονταν και εναλλάσσονταν με αρκετά πιο γοργούς ρυθμούς απ’ ότι στα 80’s.
Κώστας Αλατάς

PRONG – “Prove you wrong” (Epic)
Εν έτει 1991, οι PRONG του μάστορα Tommy Victor βρισκόντουσαν σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο της καριέρας τους. Έχοντας μόλις ένα χρόνο πριν κυκλοφορήσει το πρώτο τους άλμπουμ σε πολυεθνική (“Beg to differ”) το οποίο έλαβε φοβερές κριτικές και τους άνοιξε πολλές πόρτες, είχαν δύσκολο έργο στο να το διαδεχτούν. Το εν λόγω άλμπουμ άλλαζε τον ήχο τους κι αυτό το άναρχο hardcore punk που παίζανε και συναντούσε το crossover thrash και αποκτούσε πλέον ο ήχος τους λίγο περισσότερη μουσικότητα και ξεκάθαρες δομές. Επίσης για πρώτη φορά, δίσκος τους δε θα είχε τη σύνθεση που τους απάρτιζε από την αρχή, καθώς ο μπασίστας Mike Kirkland (πορτιέρης του θρυλικού κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη όπου ο Victor ήταν μηχανικός ήχου) αποτέλεσε παρελθόν. Έτσι στο πλάι του Victor και του (πρώην ντράμερ των SWANS) Ted Parsons (μετέπειτα GODFLESH), προστέθηκε ο Troy Gregory o οποίος μόλις την είχε κάνει από τους FLOTSAM AND JETSAM ενώ συμπτωματικά την επόμενη χρονιά πήγε στους SWANS και συμμετείχε στο “Love of life” (1992). Η προώθηση που είχε η μπάντα από την CBS/Epic ήταν φοβερή, ενώ αποτελούσαν και αγαπημένη μπάντα του MTV που έπαιζε πολύ συχνά κομμάτια τους και έτσι οι ενδείξεις για το δίσκο έδειχναν αρχικά θετικές.
Στο τρίτο ολοκληρωμένο τους άλμπουμ (και τέταρτη συνολικά κυκλοφορία μετά το σκληροπυρηνικό ΕΡ “Primitive origins” το 1988 και με κυκλοφορία κάθε χρόνο μεταξύ ’88-’91), οι PRONG αλλάζουν στυλ τελείως και δεν είναι πλέον η μπάντα που βασίζεται αποκλειστικά στις πανγρήγορες ταχύτητες και το άναρχο στυλ. Σημασία έχουν τα κομμάτια περισσότερο, ο πειραματισμός είναι παραπάνω από ευδιάκριτος, ενώ η φωνή του Tommy Victor λάμπει στο υλικό τους όσο ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Φυσικά μιλάμε για PRONG, μία από τις βαρύτερες μπάντες στην ιστορία της μουσικής και δε θα μπορούσε ο δίσκος παρά να είναι βαρύτατος και να λαμβάνει μεγάλη επιτυχία και ειδικά το MTV σπάμαρε συνέχεια τα βίντεο τόσο για το ομότιτλο “Prove you wrong”, όσο και για το “Unconditional”. Η προσθήκη του Troy Gregory τους έχει κάνει συμπαγέστερους, με τις μπασογραμμές του ευδιάκριτες και να λειτουργούν ως συμπληρωματική ρυθμική κιθάρα (ειδικά στα σημεία που σολάρει ο Victor), ενώ ο Ted Parsons δε χρειάζεται καν να αναφερθεί ότι είναι ένας από τους κορυφαίους ντράμερ που πέρασαν ποτέ από τον πλανήτη, μέγιστος δημιουργός groove, ακριβέστατος παίχτης, πρωτοπόρος σε χαζεμένους και σχεδόν προοδευτικούς για την εποχή ρυθμούς –και ειδικά όσον αφορά τον ήχο που είχαν οι PRONG-, είναι το κρυφό χαρτί του δίσκου.
Εντύπωση θετικότατη έκανε το ορχηστρικό “Territorial rites” ενώ κερασάκι στην τούρτα του φοβερού συνόλου είναι το “(Get a) Grip (On yourself) των THE STRANGLERS σε μία μαγκιόρικη εκτέλεση με τους PRONG να κάνουν το κομμάτι δικό τους. Η φάση με τους PRONG ήταν πάντα κάπου στο μέσο όλων, με τους πάντες να δυσκολεύονται να τους κολλήσουν μία ταμπέλα κι αυτό δεν τους βοήθησε απαραίτητα πολύ στην καριέρα τους. Από την άλλη, συνέχισαν να δημιουργούν μία πολύ σταθερή βάση οπαδών που πλήθαινε, παρότι δεδομένα οι σκληροπυρηνικοί των πρώτων κυκλοφοριών τους άρχισαν να τους εγκαταλείπουν, άλλοι να τους αποκαλούν φλώρους, ξεπουλημένους και τα γνωστά που ακούμε κατά καιρούς και αφού δεν έχουμε πλέον μαλλί να πέσει, απλά χαμογελάμε χωρίς να λέμε τίποτα γιατί έχουμε βαρεθεί παρόμοιου ύφους κολλήματα. Το “Prove you wrong” για πολλούς έχει την ατυχία να έρχεται μετά το “Beg to differ”και πριν το “Cleansing” όπου εκεί τους έμαθε όλος ο πλανήτης με το μέγιστο χιτάκι τους “Snap your fingers, snap your neck”. Το άλμπουμ όμως παραμένει εξαίσιο δείγμα του PRONG ήχου και με το τρίο να αποδεικνύει ότι ήταν σκληροτράχηλο, ότι δεν πολυκαταλάβαινε από μόδες και επιβολές παιξίματος και 28 χρόνια μετά, παραμένει ένα ουσιώδες απέριττο σύγχρονο αριστούργημα.
Άγγελος Κατσούρας

 


QUEEN – “Innuendo” (Parlophone)

To 1990 οι QUEEN τερμάτισαν το συμβόλαιο τους με την Capitol και υπέγραψαν με την Hollywood Records, ενώ παράλληλα η Disney απέκτησε όλα τα δικαιώματα διανομής τους στην Βόρεια Αμερική για 10 εκατομμύρια δολάρια και παραμένει μέχρι σήμερα ο διανομέας του υλικού τους στην Αμερική και τον Καναδά. Ήταν μία εποχή που τα μέσα ενημέρωσης στην Αγγλία επέμεναν ότι ο Freddie Mercury ήταν σοβαρά άρρωστος με τον μέγιστο frontman να το αρνείται κι απλά να δηλώνει εξουθενωμένος από τις περιοδείες και να μη δίνει συνεντεύξεις. Ο Mercury ο οποίος από το 1987 έμαθε ότι είχε AIDS, άρχισε να δείχνει και στην όψη άρρωστος, ωστόσο προστάτευσε το πώς ένιωθε μέχρι την παραμονή του θανάτου του. Είχε έρθει ο καιρός να κυκλοφορήσουν το 14ο άλμπουμ τους με τίτλο “Innuendo”, το οποίο κυκλοφόρησε στις 5 Φεβρουαρίου του 1991 και ήταν μία επιστροφή στο κλασσικό hard rock στυλ της μπάντας μετά την αλλαγή ήχου στα “A kind of magic”και “The miracle”, όπου και η μπάντα είχε κάνει ένα άνοιγμα σε πιο pop ήχους. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε από τον Μάρτιο του 1989 μέχρι το Νοέμβριο του 1990. Το ομότιτλο κομμάτι ήταν και το πρώτο single για τον δίσκο, ενώ στην Αμερική αντίστοιχα πρώτο single ήταν το “Headlong”.
Aκολούθησαν διαδοχικά τα “I’m going slightly mad” (4 Μαρτίου), “Headlong” (13 Μαΐου), “I can’t live with you” (μόνο για ραδιοφωνικούς σταθμούς), “Ride the wild wind” (μόνο στην Πολωνία), “These are the days of our lives” (στα γενέθλια του Mercury αρχικά στις 5 Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια μετά το θάνατο του το Δεκέμβρη στην Αγγλία). Τέλος, το “The show must go on” κυκλοφόρησε στις 14 Οκτωβρίου αλλά ως προώθηση της συλλογής “Greatest hits II”. Μάλιστα κατά την ηχογράφηση του κομματιού, ο Mercury ήταν σε κακή κατάσταση και ο Brian May ανησυχούσε αν μπορούσε να τραγουδήσει, αλλά σύμφωνα με δηλώσεις του, «μπήκε και σκότωσε, ήταν συγκλονιστικός». Το βίντεο του κομματιού με συναυλίες του γκρουπ μεταξύ 1981 και 1989 καθώς και το στιχουργικό του περιεχόμενο, πυροδότησαν φήμες ότι ο Mercury αργοπέθαινε. Η υπόλοιπη μπάντα ήταν έτοιμη για ηχογράφηση όταν ο Freddie θα δήλωνε ικανός να μπει στο στούντιο για μία με δύο ώρες τη φορά. Σύμφωνα με τον Brian May, o Mercury τους προέτρεπε «Γράψτε κι άλλο υλικό, απλά θέλω να τραγουδήσω και να τα καταφέρω κι όταν πεθάνω μπορείτε να τελειώσετε το άλμπουμ» με τον May να προσθέτει «δεν είχε καθόλου φόβο μέσα του μέχρι το τέλος, πραγματικά μας εξέπληξε».
Το άλμπουμ φυσικά και έγινε νούμερο 1 στην Αγγλία, με τους κριτικούς να το περιγράφουν ως ένα άλμπουμ που ακούγεται αβίαστα από την αρχή ως το τέλος, ενώ έγινε ταυτόχρονα νούμερο 1 σε Ιταλία, Ολλανδία, Γερμανία και Ελβετία και για κάθε χώρα έμεινε εκεί για δύο, τρείς, τέσσερις, έξι και οχτώ εβδομάδες αντίστοιχα. Οι υπόλοιποι QUEEN κράτησαν το μυστικό (όχι τόσο κοινό βάσει της εμφάνισης του και της τρομακτικής απώλειας βάρους του μέσα στα χρόνια) για την ασθένεια του Mercury και δήλωναν ότι είναι υγιής και δουλεύει στο στούντιο για το νέο άλμπουμ, η τελευταία του εμφάνιση όμως στα BRIT awards το 1990 θα ήταν η τελευταία του και θα αύξανε την πεποίθηση ότι πέθαινε λόγω AIDS. Ο Mercury που δεν ήθελε να πουλήσει τη μουσική του πάνω στο έλεος των οπαδών, έλεγε στους υπόλοιπους «θα συνεχίσω να δουλεύω μέχρι να πέσω κάτω» (συγκλονιστικό)… Για να αποφύγουν τους δημοσιογράφους, οι QUEEN ηχογράφησαν στα Mountain Studios στο Montreaux της Ελβετίας και για πρώτη φορά δόθηκε συνολικό credit στη μπάντα και όχι στο κάθε μέλος ξεχωριστά για την σύνθεση των κομματιών, πράγμα που ενίσχυσε το φιλικό κλίμα και την αποφυγή εντάσεων. Ήταν η τελευταία εν ζωή ηχογράφηση του σπουδαιότερου τραγουδιστή στον κόσμο.
Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το “Innuendo” είναι συνολικά ένα μάθημα για την ίδια τη ζωή και πως μπορείς να περάσεις στην αθανασία. O Freddie Mercury όχι απλά δεν φοβήθηκε το βέβαιο πεπρωμένο του, όχι απλά δεν έκανε οποιαδήποτε έκπτωση στην συγκλονιστική του ερμηνεία, αλλά τα έδωσε όλα και ακούγεται πιο μεστός και ολοκληρωμένος από ποτέ, ενώ συνολικά το “Innuendo” θεωρείται και το πιο ώριμο άλμπουμ της Βρετανικής υπερδύναμης. Για πολλούς το άλμπουμ ήταν το τέλειο κλείσιμο κεφαλαίου μίας τεράστιας καριέρας και το ιδανικό αντίο για ένα τεράστιο συγκρότημα και φυσικά ο τέλειος τρόπος να αποχαιρετήσει την καλλιτεχνική του υπόσταση ο κορυφαίος όλων των εποχών σε οποιοδήποτε μουσικό είδος υπήρξε ποτέ (θέλω να πιστεύω ότι σε αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία και δεν φαντάζει ως υπερβολή). Το “Innuendo” είναι το αιώνιο αστέρι της δισκογραφίας τους για προφανείς λόγους, που λάμπει ψηλά στον ουρανό και όποτε κοιτάμε εκεί ψηλά, δεν μπορούμε παρά να τυφλωθούμε από την έντονη λάμψη μίας προσωπικότητας larger than life στην κυριολεξία και να αισθανόμαστε λίγο πιο τυχεροί όσοι το προλάβαμε όταν βγήκε και όσοι το έζησαν μετά την απώλεια του χαρισματικού κι ασύγκριτου Freddie. Με τη γραφή του κειμένου αυτού, η ζωή μου απέκτησε λίγο παραπάνω νόημα και ομορφιά.
Ποιος είμαι εγώ στην τελική που θα γράψω και θα εκφράσω οτιδήποτε για όσα έκανες ΕΣΥ;
The show must go on, but it can’t go on without you!
Άγγελος Κατσούρας

 


RAZOR – “Open hostility” (Fringe Product)
Μετά τη τιμή που είχα να γράψω για το δεύτερο αγαπημένο μου RAZOR άλμπουμ “Shotgun justice” (και φωνητικό ντεμπούτο του Bob Reid), πάμε να γράψουμε και για το διάδοχο του. Χωρίς κανονικά τύμπανα αυτή τη φορά (λόγω ατυχήματος του Rob Mills, o οποίος εν τέλει αποχώρησε από το συγκρότημα), αλλά με drum machine. Αυτό ίσως κόβει από τον ανθρώπινο παράγοντα από αυτό το σκέλος του δίσκου. Προσωπικά, ποσώς με ενδιαφέρει. Με κομματάρες σαν το “In protest”, το “Sucker for punishment”, το “Mental torture”, το “I disagree” αλλά και το παρεΐστικο “Cheers”, αρχίζω circle pit σε κάθε δυνατή περίσταση που παίζονται. Έχοντας έναν χαρακτηριστικό τόνο και όγκο στις κιθάρες (σημείο των καιρών), και μια ιδιαίτερη αντίληψη της γκρούβας, οι RAZOR ποιοτικά, περνάνε αλώβητοι τη δύσκολη για το thrash δεκαετία του ‘90, παρόλο που μπήκαν για 5 χρόνια στο πάγο, χωρίς drummer.
Οι RAZOR ανήκουν σε αυτές τις μπάντες, που κέρδισαν με το μόχθο και τη τιμιότητα τους, τη καρδιά κάθε thrasher που έχει ιδρώσει το κορμί του σε κύκλους κι έχει κάνει salto mortale από σκηνής. Το πιο υπέροχο με τους RAZOR, είναι πως νιώθεις μια ενιαία οντότητα το κάθε άλμπουμ. Μικρά, δολοφονικά κομμάτια που σκάνε καπάκια το ένα μετά το άλλο, σαν ένα τζαμάρισμα 37 λεπτών, που απλά βγήκε σαν δίσκος. Αστικό μανιφέστο έτι μια φορά από τους λατρεμένους Καναδούς, από τις μπάντες που κάθε νότα ζέχνει δρόμο, ξύδια και ξύλο. Και τα στιχουργικά θέματα, αντανακλούν αυτό ακριβώς. Κατάχρηση εξουσίας, αναλώσιμοι εργαζόμενοι, δολοφονίες, διαφθορά, πόλεμος, νεύρα, διαμαρτυρίες, και σε πιο προσωπικά, οι φιλίες (προδοσίες και ενότητα). Ξεχωριστή μνεία και κλείσιμο του κειμένου, με τη δήλωση μέσω του “I disagree” από τον Bob Reid προς άπαντες τους γραφιάδες που το παίζουν ξερόλες και ιστορία. “You know what my problem is, ’cause you know everything! You say that we play too fast, you say that I can’t sing! Tell the world your expert lies, the speedfreaks know you’re blind! I don’t play for critics, I don’t care what’s on your mind!”.
Υ.Γ.: Το άλμπουμ, αφιερώθηκε από τους RAZOR, στην μνήμη του Ray “Black Metal” Wallace, γνωστής “μούρης” της Καναδικής σκηνής, μιας και ήταν manager των SACRIFICE. Και από μεριάς μου, με εκτίμηση στους ήρωες του underground, το κείμενο αφιερώνεται ταπεινά στη μνήμη του. ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Γιάννης Σαββίδης

 


DAVID LEE ROTH – “A little ain’t enough” (Warner)
Στην τρίτη ολοκληρωμένη στούντιο κυκλοφορία του, ο David Lee Roth αναζητά με επιτυχία τον hard rock εαυτό του. Το κοινό του γύρισε την πλάτη, γιατί ο ήχος είναι πιο στεγνός, λιγότερο μοντέρνος από τα δύο προηγούμενα άλμπουμ. Όμως ακόμη και αυτή η συμπεριφορά δεν μπορεί να παραβλέψει, ότι το “A little ain’t enough” είναι η τελευταία επίσημη και πλήρης ηχογράφηση του υγιούς Jason Becker. Γι’ αυτό και μόνο τον λόγο, ακόμη και αν το άλμπουμ περιείχε τζαζ του Καζακστάν, θα άξιζε. Όμως εδώ ισχύει το αντίθετο. Λίγο καιρό πριν το κλίμα βάλει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας διασκεδαστές σαν τον Roth, αυτός επικεντρώνεται στο να μας δώσει ξανά καλό ποιοτικό hard rock, δίχως πολλά φτιασίδια, με τα πόδια στυλωμένα στη γη. Η κιθαριστική δουλειά του “Lady luck” δείχνει πόσο του έχει λείψει ο φωνακλάς Eddie (VH), αλλά ο Jason Becker δίνει τον προσωπικό του τόνο, αλλάζοντας το κλίμα υπέρ του Roth. Τα blues συναντούν το swing, τα 40’s, 50’s και το rock n’ roll και όλα μαζί περνάνε από το λαρύγγι του διασκεδαστή και δευτερευόντως τραγουδιστή Roth. Στο “Hammerhead shark” μας παίρνει μια βόλτα στις παραλίες του LA , ενώ όταν η θερμοκρασία ανάβει προτιμά να δουλέψει σε αργούς blues ρυθμούς , με ολίγη από τα μαγαζιά που σύχναζε αυτός και οι MOTLEY CRUE, παρακολουθώντας κυρίες στο άθλημα της περιστροφής περί τον στύλο. Έτσι έχουμε τραγούδια σαν το οι LED ZEPPELIN συναντούν τους LIVING COLOUR “Baby’s on fire”, τα πιο rock “40 below” αλλά και το single με το πολυσυζητημένο βίντεο που απέσυρε το ΜΤV, το , αργό και ογκώδες σαν καλοκαίρι στη Νέα Ορλεάνη με τον κλιματισμό χαλασμένο “Sensible shoes”, το υπνωτικό “The dogtown shuffle” , το βγαλμένο από το “Permanent vacation” των AEROMSΙTH, “Last call” . Το “Tell the truth” είναι μια ωδή στα 30’s, γεμάτη καπνό, ουίσκι και αισθαντικούς μπλουζ ρυθμούς περασμένους από την big band αισθητική του Roth.
Αν κάτι λείπει από αυτό το άλμπουμ είναι ο ίδιος ο Roth που έχει εξαντληθεί από τον κόσμο του θεάματος. Όμως συνολικά είναι μια ευπρόσωπη δουλειά, πιο «σκοτεινή» , πιο μπλουζ, πιο βρώμικη από τις προηγούμενες και με εκπληκτική δουλειά από τον Jason Becker. Αν σας αρέσει το καλό blues rock, με μια δόση 40’s, ακούστε αυτό το άλμπουμ και απολαύστε τον Roth με τον Becker σε μια συνεργασία που κυκλοφόρησε, σε έναν κουρασμένο για Hard rock κόσμο.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

RUNNING WILD – “Blazon stone” (Noise Records)
Ο έκτος δίσκος των Γερμανών τους βρίσκει να εξακολουθούν να δρέπουν και να απολαμβάνουν τους καρπούς της επιτυχίας που φύτρωσαν στο δέντρο της μέχρι τότε ακόμη υποδειγματικής δισκογραφίας τους. Είτε με το σατανικό image των δύο πρώτων speed metal κολάφων, είτε με το πειρατικό τους στυλ, οι RUNNING WILD είχαν κυκλοφορήσει πολύ μεγάλες δουλειές και έδειχναν να κλέβουν σημαντικό μερίδιο από την δόξα και αυτών των ACCEPT ακόμη στον χώρο του παραδοσιακού ήχου. Το 1991 όμως, μια έτσι κι αλλιώς κομβική χρονιά για την μπάντα, επιφύλαξε αλλαγές στο «πλήρωμα». Με διαφορετικό το μισό της σύνθεσης (μεγάλο θέμα αυτό με τις τόσες αλλαγές μελών) και τους Axel “Morgan” Kohlmorgen και Rüdiger “AC” Dreffein (πρώην roadie και τεχνικός του group) να έχουν αναλάβει κιθάρες και τύμπανα αντίστοιχα, κυκλοφορεί το “Blazon Stone”. Ένας δίσκος που δεν έχει εκτιμηθεί όπως (ίσως) του αρμόζει. Μοιάζει παραγκωνισμένος, όχι από τους φανατικούς οπαδούς που το λατρεύουν έτσι κι αλλιώς, αλλά από τον πιο «διαλλακτικό» και «ανοικτό» φίλο του group. Εντάξει, ας μιλήσουμε ευθέως, τον μη «κλειστόμυαλο» εννοώ. Αυτόν που ξέρει πως οι Γερμανοί «τελείωσαν» δισκογραφικά το 1998. Ναι, το “Blazon Stone” δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο με τα έπη που προηγήθηκαν, αλλά ταυτοποιείται ως μια άκρως δυναμική δουλειά η οποία πρώτον έχει δώσει μερικούς κα-τα-πλη-κτι-κούς ύμνους – must για οποιαδήποτε best of συλλογή σέβεται την υπόστασή της (ο ομώνυμος παιάνας με την κλασσική επική εισαγωγή πριν το «ξέσπασμα», το “Little Big Horn”, το “White Masque” και το “Fire and ice” οδηγούν το άλμπουμ σε ρόλο «μπροστάρη») και δεύτερον δεν περιέχει fillers, καθώς όλα τα υπόλοιπα κομμάτια πλην των «κορυφών» είναι μεν μια σκάλα πιο κάτω, αλλά κυμαίνονται σε αντικειμενικά καλό επίπεδο. Προσωπικά κάθε φορά που ακούω το άλμπουμ, οδηγούμαι στο αβίαστο συμπέρασμα πως τα κομμάτια (ή έστω κάποια από αυτά), είναι “leftovers” του “Death or glory”. Η ομοιότητα της… «αύρας» τους με αυτής των προκατόχων τους είναι πασιφανής, εκτός αυτής του “Straight to Hell” το οποίο αν το «μαυρίσεις» και το πετάξεις στο “Branded and exiled” θα ταιριάξει…ταμάμ. Για την ιστορία τώρα, αξίζει να σημειώσουμε κάποια ακόμη πράγματα: Το “Blazon Stone” είναι ο δίσκος με τις περισσότερες πωλήσεις απ’ όσους κυκλοφόρησε το συγκρότημα τη περίοδο 1990-2000, πράγμα λογικό αν θέλετε την γνώμη μου αφού τα (πολύ) early 90’s είναι στην ουσία 80’s και ερχόταν με την φόρα του “Death or glory” και μιας και είμαστε στο 1991 και μιλάμε για RUNNING WILD, να πούμε πως την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και η συλλογή “The First Years of Piracy”, η οποία είχε την ιδιαιτερότητα να περιέχει εξ ολοκλήρου επανεκτελέσεις παλαιοτέρων κομματιών με τη νέα σύνθεση. Αυτά… Καλή ακρόαση για 451.974.542η φορά και χαιρετίσματα σε όσους ακόμη και τώρα κοιμούνται ύπνο βαθύ και αγνοούν την 90’s περίοδο τούτων των κουρσάρων, θάβοντας άλμπουμ όπως αυτό ή ακόμη χειρότερα, σαν τα τέσσερα απανωτά ΕΠΗ που το διαδέχτηκαν.
Δημήτρης Τσέλλος

 


RUSH – “Roll the bones” (Atlantic)
Είσαι ήδη ένα συγκρότημα μοναδικό, ένα τρίο με απίστευτους μουσικούς, συνδυάζεις prog με mainstream rock, είσαι καταξιωμένο, εμπορικά πετυχημένο, μια μηχανή παραγωγής χρυσών και πλατινένιων δίσκων. Με μια σειρά πριμάτων, δίσκων οι RUSH έκλεισαν την προηγούμενη δεκαετία με τα “Signals”, “Grace under pressure”, “Power windows”, “Hold your fire” και “Presto”, με την κυριαρχία των πλήκτρων του Geddy Lee και τον ηλεκτρονικό ήχο τους. Το “Roll the bones” σηματοδοτεί μια στροφή στον ήχο τους, σε πιο κιθαριστικούς δίσκους, στην νέα δεκαετία. Η φόρμουλα, αφού έχει αποδειχτεί πετυχημένη δεν αλλάζει, με τους Lifeson και Lee να γράφουν την μουσική και τον Peart όλους τους στίχους, τον Rupert Hine στην παραγωγή, στα ίδια στούντιο και με τον Hugh Syme σε ένα ρεαλιστικό εξώφυλλο, όσο ευφυές και ειρωνικό, όσο οι στίχοι του drummer. Τα τραγούδια του “Roll the bones” έχουν μια διαφορετική προσέγγιση, με κάπως λιγότερες τεχνικές αλλαγές, λιγότερο χαρούμενα και εν μέρη πιο σκοτεινά, προϊδεάζοντας για την πορεία τους στα 90’s. Παράδειγμα το “Heresy” αλλά και το ομώνυμο τραγούδι (με το αμφιλεγόμενο rap του Lee στην μέση). Αν και δεν συγκαταλέγεται στις καλύτερες δισκογραφικές τους κυκλοφορίες, το “Roll the bones” έχει διαμάντια όπως το “Dreamline”, το “Ghost of a chance” και το “Bravado” όπως και το λιγότερο δημοφιλές “The big wheel”.
Γιώργος “We’re only at home when we are on the run” Κουκουλάκης

 


SABBAT – “Mourning has broken” (Noise Records)
Λατρεύω αυτές τις περιπτώσεις δίσκων. Από το “Destiny” των SAXON ως το “Strange and beautiful” των CRIMSON GLORY, όλοι αυτοί οι «διαφορετικοί» δίσκοι που ήταν προϊόντα μιας ξαφνικής όσο και ριζικής αλλαγής στον ήχο των δημιουργών τους, ανέκαθεν μου κέντριζαν το ενδιαφέρον και μπορώ να πω πως ήμουν και είμαι με το μέρος τους, εφόσον έχουν την απαιτούμενη ποιότητα. Μια τέτοια αναφορά θα γίνει και εδώ, για έναν δίσκο ο οποίος έφτασε μέχρι και να διαγραφεί από τους καταλόγους της μπάντας, από τους ίδιους τους συνθέτες του! Οι Βρετανοί SABBAT λογίζονται δικαίως ως μια από τις καλύτερες thrash metal attractions της Ευρωπαϊκής σκηνής. “History of a time to come” και “Dreamweaver” (ένα από τα καλύτερα concept albums όλων των εποχών) κυκλοφόρησαν οι τύποι, είχαν στις τάξεις τους των Martin Walkyier και τον Andy Sneap, φτάνουν αυτά και περισσεύουν. Δίσκοι που «έσταζαν τοξικότητα», που είχαν «χαρακτήρα», που στο κάτω – κάτω έθεσαν τις βάσεις για να δημιουργηθεί ένα τεράστιο σε αξία group, για του οποίου το ντεμπούτο θα διαβάσετε πάλι από μένα παρακάτω. Κάποια στιγμή όμως, λόγω προσωπικών διαφορών, ο Walkyier και ο μπασίστας Fraser Craske αποχωρούν. Οι εναπομείναντες τρεις, ενώνουν δυνάμεις με τους Ritchie Desmond και Wayne Banks αντίστοιχα και κυκλοφορούν τούτο το εξαιρετικό άλμπουμ, που έμελλε να τους ρίξει στα Τάρταρα. Γιατί το “Mourning has broken” δεν έχει καμία μα καμία σχέση με thrash. Γιατί το “Mourning has broken” είναι ένα άλμπουμ που αν είχε κυκλοφορήσει κάπου στο Oregon των Η.Π.Α για παράδειγμα, τώρα θα μιλούσαμε για ένα «χαμένο έπος του USPM». Γιατί η «βιτριολική» φωνή του Martin Walkyier έδωσε την θέση της σε μια βέρα power metal φωνάρα, φανερά επηρεασμένη από τον RJ Dio. Γιατί εδώ κάνουν κουμάντο οι METAL CHURCH της Howe εποχής, οι VICIOUS RUMORS, οι STEEL PROPHET και οι FATES WARNING επί Arch. Μιλάμε για έναν απόλυτα ισορροπημένο και συμπαγή δίσκο, που αδικείται μόνο από την παραγωγή (δυστυχώς τα τύμπανα δεν ακούγονται όπως πρέπει και ο ήχος είναι σχετικά «μουντός») και περιέχει καταπληκτικά κομμάτια. Οι SABBAT όμως με αυτήν την κίνηση την «πάτησαν». Οι ταγμένοι στο thrash οπαδοί που είχαν αποθεώσει τους δύο πρώτους δίσκους εννοείται τις εποχές εκείνες δεν θα άκουγαν λυρικό power metal, οι δε power-άδες δεν ήξεραν και δεν είχαν δώσει σημασία σε αυτούς τους πρώην πλέον thrashers. Μοιραία λοιπόν η μπάντα έμεινε μετέωρη και έπεσε στο βάραθρο της αποτυχίας… Ας είναι. Εμείς οφείλουμε να «αγκαλιάσουμε» έστω και τώρα τούτο το βρετανικό power metal διαμάντι και να το κατατάξουμε εκεί που του αξίζει. Στις κορυφές του είδους.
Δημήτρης Τσέλλος


SAVATAGE – “Streets (A rock opera)” (Atlantic)
Ένα άλμπουμ που λάτρεψα από το πρώτο άκουσμα και που με συντρόφευε σε όλες μου τις διαδρομές. Μια κλισέ ιστορία που με βοηθά να μην ξεχνώ, πως τα χρήματα και η δόξα δεν σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο. Μια όπερα, που εδραίωσε το θεατρικό στοιχείο στην ταυτότητα των SAVATAGE κι έθεσε τις βάσεις για τους TSO, με την ευγενική χορηγία του Paul O’Neill. Ναι, το “Streets: a rock opera” είναι υπερπλήρες από μουσική, πάθος, ερμηνείες και καλές συνθέσεις, όσο κι αν είναι γεμάτο από κλισέ, πεζούς στίχους και μελόδραμα. Παρά την αρνητική κριτική, το “Streets” στέκεται καλά στο πέρασμα του χρόνου και φανερώνει την εξέλιξη μιας heavy metal μπάντας προς το Broadway. Το “Gutter ballet” είχε τα πρώτα σημάδια από το μιούζικαλ που είχε γράψει ο Paul O’Neill, αλλά η ιστορία ουσιαστικά κυκλοφόρησε εδώ, με τα αδέρφια Oliva να γράφουν πολλά τραγούδια και τελικά να περιορίζονται σε 16 και 68 λεπτά μουσικής! Οι ερμηνείες του Jon Oliva είναι πολύ θεατρικές. Η μπάντα είναι πιο δεμένη και η παραγωγή, σίγουρα η καλύτερή τους, κάτι που πραγματικά αναδεικνύεται σε τραγούδια όπως το “Tonight he grins again”, “New York city don’t mean nothing”, “Agony and ecstasy” αλλά και το εισαγωγικό ομώνυμο τραγούδι. Τα τρία πιο κλασικά όμως, που ανέδειξε το “Streets” είναι το βαρύ “Jesus saves” που θυμίζει περισσότερο το μουσικό παρελθόν τους, το “Ghost in the ruins” που δεν έμελλε να δώσει τον τίτλο του άλμπουμ, αλλά και η ανατριχιαστική power ballad “Believe”. Η τριάδα Oliva-O’Neill, με τον δίσκο αυτό έδειξε το εύρος της δημιουργικότητά της, ενώ απέδειξε πως μπορεί να επεκτείνει τους ορίζοντές της και να προσθέσει τους QUEEN, BEATLES με το κλασικό metal πρόσωπο που είχαν. Όσο κι αν δεν άρεσε ο συμπληρωματικός τίτλος “A rock opera” στον αρχηγό Jon Oliva, έμελλε να είναι προφητικός, με μια δόση ειρωνίας. Το καλλιτεχνικό τους δημιούργημα που μεταλλάχτηκε (σε TSO) και τελικά τους καταβρόχθισε.
Γιώργος “The dark inside the night” Κουκουλάκης

 


SAXON – “Solid ball of rock” (Virgin)
Οι SAXON από την κυκλοφορία του “Crusader” το 1984, και μετά, αλλάζουν ελαφρώς τον ήχο στις συνθέσεις τους, «μαλακώνοντας» τον λίγο, θέλοντας μάλλον να εισχωρήσουν σε πιο ευρύ κοινό και αγορά, κάτι φυσιολογικό σαν σκεπτικό ενός συγκροτήματος. Έτσι για τα επόμενα 4 χρόνια τα albums “Innocence is no excuse” το 1985, “Rock the nations” το 1986, και “Destiny” το 1988, είναι ναι μεν πολύ ωραίοι δίσκοι με πολλά all time classics, δεν έχουν όμως καμία σχέση ηχητικά με το πρότερο υλικό του σχήματος σε σύνολο συνθέσεων. Ενώ είχαν συνηθίσει τον οπαδό σε πιο straight heavy metal «αλήτικα» τραγούδια Βρετανικού New Wave Of British Heavy Metal, ότι εμπεριέχεται στις 4 αυτές δουλειές είχε πολλά μελωδικά στοιχεία και εμπορικά μέρη που μάλλον ξίνισαν τους πιο σκληροπυρηνικούς οπαδούς. Δεν ξέρω αν έλαβαν υπόψη τους την όποια δυσαρέσκεια του κοινού, αλλά το 1991 κυκλοφορούν «το δέκα το καλό». Το “Solid ball of rock”, που είναι η δέκατη δισκογραφική τους κίνηση, έσκασε σαν βόμβα στο μεταλλικό κοινό, αφού το group μέσω των συνθέσεων του δήλωσε ένα βροντερό «παρόν». Σαφώς ποτέ δεν είχε απουσιάσει από τα metal δρώμενα έχοντας δισκογραφική συνέπεια, αλλά με την εν λόγω κυκλοφορία ξαναμπήκε σίγουρα στις καρδιές των οπαδών που είχε χάσει.
Με ναυαρχίδα το ομώνυμο τραγούδι, ένα από τα καλύτερα για μένα σε όλη την ιστορία του heavy metal, κατάφερε να έχει μετά από χρόνια σε σύνολο συνθέσεων, ένα 100% heavy metal album αξιομνημόνευτων τραγουδιών. Στο “Solid ball of rock”, «κόπιαραν» τον εαυτό τους, βάζοντας στις νέες τότε συνθέσεις, όλα τα στοιχεία των προηγούμενων δίσκων, και έτσι υπήρχε ένας ιδανικός συνδυασμός των άτυπα δυο προηγούμενων περιόδων του συγκροτήματος. Όλη η δουλειά έχει ότι είχε συναντήσει ο οπαδός στο παρελθόν: Πληθώρα εκστατικών στακάτων, πορωτικών κιθαριστικών ριφ και solo που σε «κολλάνε» στον τοίχο, ρεφραίν που σου «μένουν» άμεσα και τα τραγουδάς συνεχώς. Τραγούδια που σε ξεσηκώνουν σε δευτερόλεπτα και σου δημιουργούν το καλύτερο soundtrack για άπλετη κατανάλωση ζύθου. Όλες οι συνθέσεις, που κινούνται σε mid tempo ρυθμούς με λιγότερα υπαρκτές γρήγορες ταχύτητες, σφύζουν από έναν απίστευτο δυναμισμό και ηχητικό τσαμπουκά καθηλώνοντας σε, έτσι που δεν μπορείς επ’ ουδενί να βαρεθείς. Στο album «απέβαλαν» τα όποια κάργα μελωδικά εμπορικά στοιχεία του παρελθόντος και έδωσαν μεγαλύτερη βαρύτητα στο να έχει η σύνθεση την μελωδία που «θα σε στείλει» και θα σε διασκεδάσει άμεσα χωρίς ενδοιασμούς. Tο “Solid ball of rock”, νομίζω ότι ήταν η δουλειά που τους ξανασύστησε στον κόσμο όντας η αρχή μιας υπέροχης συνέχειας μέχρι και το σήμερα.
Θοδωρής Μηνιάτης

 


SECRECY – “Raging romance” (Noise Records)
Υπέροχο σχήμα από την Βρέμη της Γερμανίας, υπέροχη μικρή δισκογραφία, εδώ παρουσιάζεται το δεύτερο και τελευταίο μέρος της. Μετά το εξαίσιο “Art in motion”, το οποίο και είδαμε εννοείται όταν φτάσαμε στο γράμμα “S” το 1990, σειρά έχει το “Raging romance” το οποίο και συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο προκάτοχός του. Υπερ-τεχνικό power metal; Βατό, στρωτό και κατανοητό progressive; Ή μήπως ο απόλυτος συγκερασμός των δύο, με tech-thrash μπόλιασμα; Όποιον χαρακτηρισμό και να του αποδώσεις, σωστός θα είσαι. Προσωπικά όταν με ρωτούν, απαντώ το τρίτο αν και η μπάντα κατατάσσεται τυπικά πια στον progressive χώρο. Τεχνικότατα riffs, εναλλαγές στους ρυθμούς, εντυπωσιακό rhythm section, όλα «δένουν» μεταξύ τους αρμονικά και δημιουργούν ένα σχεδόν αψεγάδιαστο τελικό αποτέλεσμα. Και λέω σχεδόν, γιατί ναι, θα ήθελα άλλη φωνή σε αυτή την μουσική. Καλός, χρυσός και άγιος ο Peter Dartin (ο οποίος παίζει και κιθάρα – άλλο ένα metal σχήμα οι SECRECY μαζί με τους LEATHERWOLF που είχε τρεις κιθάρες πολύ πριν τους IRON MAIDEN), αλλά στις «κορυφώσεις» υστερεί. Σκεφτείτε να είχαν οι Γερμανοί έναν Tecchio στο μικρόφωνο για παράδειγμα… άλλα κόλπα! Τέλος πάντων, ψιλά γράμματα είναι αυτά σε τελική ανάγνωση. Τόσο το “Art in motion” όσο και το “Raging romance” είναι “must” για όποιον αγαπά το progressive και το προτιμά δυναμικό, riff-άτο και «σπαστικό»! Αποκτήστε τα και δώστε τους την εκτίμηση που τους αρμόζει!
Δημήτρης Τσέλλος


SEPULTURA – “Arise” (Roadrunner)
Mε το μπάσιμο του 1991 και συγκεκριμένα το Γενάρη, οι SEPULTURA παίξανε στο Rock In Rio II Festival για ένα κοινό που υπολογίζεται ότι ήταν πάνω από 100.000 άνθρωποι (το νούμερο αφορά όλο το φεστιβάλ, ενώ είναι σίγουρο ότι την ώρα που βγήκαν οι SEPULTURA είχαν από κάτω τουλάχιστον 70.000 κόσμο). Η μπάντα είχε ήδη από το 1990 θέσει τη βάση της στο Phoenix της Arizona, αφήνοντας την πατρίδα τους τη Βραζιλία και την εποχή εκείνη, όλοι ήθελαν να είναι στη θέση τους καθώς ο αντίκτυπος του τελευταίου ως τότε δίσκου τους “Beneath the remains” ήταν παγκόσμιος και πολλοί μιλούσαν για τη μπάντα που κόντραρε στα ίσα τους SLAYER, ενώ πολλοί τους θεωρούσαν και ανώτερους τους. Το “Arise” θα ηχογραφούνταν πλέον στον ναό του death metal Morrisound Studios στην Tampa της Florida και έμελλε να γίνει το κορυφαίο άλμπουμ που παράχθηκε ποτέ σ’ αυτό το ιερό για κάθε χεβιμεταλλά μέρος. Ας τα πάρουμε από την αρχή λίγο. Οι SEPULTURA βρίσκονταν σε απίστευτη κατάσταση εκείνη την εποχή. Βλέποντας το όνειρο τους να παίρνει σάρκα και οστά με το “Beneath the remains”, δούλευαν πολύ σκληρά σε όλα τα επίπεδα για να γίνουν ακόμα μεγαλύτεροι, έτσι το κίνητρο για το επόμενο άλμπουμ ήταν μεγαλύτερο.
Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει κι έτσι ο Scott Burns που τους βοήθησε στην παραγωγή του “Beneath the remains” ταξιδεύοντας στη Βραζιλία (δεύτερη παραγωγή του με πρώτη αυτή του “Slowly we rot” των OBITUARY), ανέλαβε κι αυτή του “Arise” με εξωπραγματικά τέλειο αποτέλεσμα. Παίζοντας τους μπαλίτσα στο δικό του στούντιο πλέον και ξέροντας τη δυναμική τους, κατάφερε να βγάλει από μέσα τους την κορυφαία τους απόδοση όλων των εποχών και να οδηγήσουν συνολικά το “Arise” να γίνει ένα από τα 5 κορυφαία μεταλλικά άλμπουμ που έχουν υπάρξει ποτέ. Επίσης, οι SEPULTURA αυτή τη φορά είχαν ένα γενναίο «κεφάλαιο» στα χέρια τους από τη Roadrunner της τάξης των 40.000 δολαρίων. Εδώ να γίνει μία παρένθεση για να γίνει γνωστό γιατί πέρα από την αξία τους, η Roadrunner τους μπούσταρε με τέτοιο τρόπο. Πριν την κυκλοφορία του “Beneath the remains”, οι SEPULTURA ήθελαν για εξώφυλλο αυτό που τελικά κατέληξε στο “Cause of death” των OBITUARY. Τόσο πολύ που ο Igor Cavalera ήθελε να το κάνει τατουάζ σε όλη του την πλάτη. Ο Monte Conner της Roadrunner όμως τους είπε να διαλέξουν άλλο εξώφυλλο και ένα χρόνο μετά το έδωσε στους OBITUARY. Οι SEPULTURA σε έξαλλη κατάσταση τότε, απείλησαν να φύγουν από τη Roadrunner.
Φυσικά δε μπορούσαν γιατί ήταν δεμένοι με συμβόλαιο αλλά το γυαλί είχε ραγίσει αρκετά. Έτσι η Roadrunner μέσω του Conner προέβη στη γενναία αύξηση του μπάτζετ για να τους έχει ευχαριστημένους με τις σχέσεις συγκροτήματος-εταιρείας από τότε να βελτιώνονται και γενικά η Roadrunner από τότε τους είχε στα ώπα-ώπα. Το μπάτζετ ήταν τόσο γενναίο που για μία εβδομάδα πριν αρχίσουν οι ηχογραφήσεις, για μία ολόκληρη εβδομάδα ο Igor Cavalera με τον Scott Burns δοκίμαζαν τον ήχο των τυμπάνων με πρόβες μικροφώνων. Αυτό στο τέλος όπως έχετε καταλάβει όλοι και όλες πλέον 28 χρόνια μετά, οδήγησε στον πελώριο ήχο των τυμπάνων που όμοιος του ίσως και να μην έχει υπάρξει ποτέ στον ακραίο ήχο γενικότερα. Το “Arise” αν και συγγενικό σε δομές με τον προκάτοχο του, έπαιρνε τον ήχο τους και τον πήγαινε ένα βήμα (και πολλά επίπεδα) παραπέρα. Το παίξιμό τους είχε βελτιωθεί σε απίστευτο βαθμό, η φωτιά στα σωθικά τους στο να γίνουν οι καλύτεροι που υπήρχαν έκαιγε με πάθος και έτσι στις 25 Μαρτίου του 1991 (εθνική γιορτή για μας τους Έλληνες και παγκόσμια για τους μεταλλάδες), το μεταλλικό κοινό ήρθε αντιμέτωπο με ένα από τα πιο άρτια δημιουργήματα που κόσμησαν τη μουσική μας και άλλαξε την ιστορία.
Το “Arise” ήταν συντριπτικό στο πρώτο του άκουσμα. Το ομότιτλο κομμάτι έκαμπτε κάθε εμπόδιο και κάθε αμφιβολία στο αν μπορούσαν να κοιτάξουν το “Beneath the remains” στα μάτια. Το κοίταξαν, το πήραν αγκαλιά, του δώσανε ένα φιλί και το άφησαν χιλιόμετρα πίσω στο πρώτο σκάσιμο των τυμπάνων του γίγαντα Igor. Αυτό ήταν. Επίσημα πλέον οι SEPULTURA πλέον ήταν η κορυφαία ακραία μπάντα του κόσμου κι εκείνη την εποχή, οι μόνοι μαζί με τους ανερχόμενους PANTERA που έμπαιναν στην ίδια συζήτηση με τους METALLICA και θεωρούνταν αυτοί που θα πάρουν τα παγκόσμια σκήπτρα της μεταλλικής βασιλείας. Στο ίδιο μοτίβο όπως το “Beneath the remains”, έτσι και το “Arise” ξεκινάει με το δίδυμο «φρενήρες ομότιτλο κομμάτι/στακάτο δεύτερο κομμάτι». Όπως λοιπόν το “Arise” κατάφερε να είναι ανώτερο από το ομότιτλο “Beneath the remains”, το “Dead embryonic cells” κατάφερε να είναι ανώτερο από κοτζάμ “Inner self”. Το μπούκωμα που έβγαινε από τα ηχεία που αγκομαχούσαν να αντέξουν ΤΕΤΟΙΟ ήχο και ΤΕΤΟΙΑ απόδοση δεν μπορεί να ξεχαστεί με τίποτα. Ένας Max Cavalera να φτύνει κάθε στίχο με αποστροφή αλλά και με πειθώ ανώτερη από αυτή που επιτρέπεται σε έναν πρώην Βραζιλιάνο κατσαπλιά που λίγο πριν έχει τραγουδήσει “I see the world…old, I see the world…dead…”.
Με αέρα υπεροχής ξεστομίζει αυτό το ηγεμονικό “Laboratory sickness infects humanity, no hope for cure, die by technology” και στο 3:25 του κομματιού και για τα υπόλοιπα 45” προσφέρει το κορυφαίο break που έχει υπάρξει ποτέ σε μεταλλικό κομμάτι και που όλη η μπάντα στην κυριολεξία κεντάει. Είμαι βέβαιος ότι εκείνη τη στιγμή ο κόσμος ήξερε, ένιωσε, κατάλαβε με τι έχει να κάνει, με το πώς άλλαξε η ζωή του προς το καλύτερο συνολικά, με το τι σημασία θα είχε αυτό το άλμπουμ μέσα στα χρόνια γενικότερα. Μετά τον ορυμαγδό των δύο πρώτων κομματιών, το “Arise” απλώνει τον ήχο του σε βάθος στα υπόλοιπα κομμάτια και αποδεικνύει γιατί είναι το συνολικά ανώτερο άλμπουμ που κάνανε. Όπως έλεγε κι ο ίδιος ο Max, «Το “Beneath the remains” ήταν ένα ασταμάτητο χτύπημα ταχύτητας από την αρχή ως το τέλος, αυτό θέλαμε να πετύχουμε και το καταφέραμε». Κι όπως λέει κι ο ίδιος ο Κατσούρας από την πρώτη στιγμή που το άκουσε, «Το “Arise” είναι ένα συνολικά υπέροχο άλμπουμ την ώρα που το “Beneath the remains” είναι ένα συνολικά υπέροχο thrash άλμπουμ». Αυτό αποδεικνύεται κυρίως από την Αγία Τριάδα των “Desperate cry”/”Altered state”/”Under siege (Regnum irae)”, όπου και τους θαυμάζεις για τις δομές τους.
Δεν περίμενε κανείς από τους SEPULTURA να είναι σε θέση να γράψουν τόσο μεστά κομμάτια και μάλιστα σε ηλικίες που κυμαίνοντας μεταξύ 21 (ο μικρότερος Igor) και 23 (ο μεγαλύτερος Andreas Kisser). O Kisser μάλιστα, όπως στο “Schizophrenia” και στο “Beneath the remains”, έτσι και στο “Arise” ηχογράφησε και το μπάσο, καθώς δεν υπήρχε χώρος για κουλαμάρες από τον ανέκαθεν διακοσμητικό Paulo Jr., ενώ δεν είναι κρυφό ότι ο Max Cavalera ποτέ δεν τον θεωρούσε καλό μπασίστα (ιστορική δήλωση μετά την αποχώρησή του από τη μπάντα «πάντα μπορούσαμε να έχουμε πάρει καλύτερο μπασίστα», καρφί πίσω από τα τρία μέτρα και…πόντος)! Το thrash υπόβαθρο τους παρέμενε πρωταγωνιστικό, κι ας είχαν πέσει ένα κλικ οι ταχύτητες σε σχέση με το αδυσώπητο “Beneath the remains”. Αυτό που χάσανε εν ολίγοις σε ταχύτητα εκείνη την εποχή, το κέρδισαν σε όγκο και ειδικά δύναμη, με κύριο ηθικό αυτουργό φυσικά τον Igor Cavalera, ο οποίος και με την προτροπή του Scott Burns να τον οδηγεί στα όρια της απόδοσής του, πετάει στα τύμπανα του και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κανείς ποτέ δεν βάρεσε ΤΟΣΟ πολύ δυνατά όπως αυτός. Τα ακούσματα τους ποίκιλαν τότε, επηρεασμένοι από MINISTRY, NINE INCH NAILS, GODFLESH, EINSTURZENDE NEUBAUTEN και με έντονη την industrial λογική.
Το στακάτο παίξιμο που ακολουθεί όλο το δίσκο με τις ρυθμικές του Max να κατεβαίνουν ασταμάτητα, τα σχεδόν αλογίσια σόλο του Kisser ο οποίος είναι σε έξαρση και με τον Igor έτοιμο να κατεδαφίσει τα πάντα και να αρχίζει παράλληλα να παίζει σε ρυθμούς που δε μας είχε συνηθίσει, φέρνουν τη μπάντα σε ένα σημείο που η αποδοχή τους γίνεται συνολική, όχι απλά για την τ(ρ)αχύτητα τους αλλά και για το ώριμο πρόσωπο που έβγαλαν κατά την ηχογράφηση. Ο ρυθμός και η έννοια του κυριαρχεί στο δίσκο, όπου πρωταρχικός στόχος ήταν τα κομμάτια να έχουν αρχή, μέση και τέλος και το μόνο που έμενε ήταν το πώς θα ακούγονταν αυτά τα κομμάτια ζωντανά και τι αντίκτυπο θα είχαν στον κόσμο. Από πλευράς πωλήσεων πάντως, το “Arise” τους έδωσε την πρώτη τους είσοδο στο Billboard στη θέση 119 και με είσοδο στα charts σε Αγγλία, Γερμανία, Ελβετία και Σουηδία. Το πρώτο «αίμα» (στην κυριολεξία) σε συναυλιακό μέτωπο έλαβε χώρο στη συναυλία που έδωσαν στη Βραζιλία και συγκεκριμένα στο Sao Paulo στην Praça Charles Miller μπροστά από το Estadio do Pacaembu. Εκεί αφού αρχικά έγινε λανθασμένη εκτίμηση κοινού, είχαμε σκηνικά που δυστυχώς συνέβησαν και στιγμάτισαν την ημέρα.
Στις 11 Μαΐου του 1991, ενώ η τοπική αστυνομία περίμενε 10.000 κόσμο το πολύ να δώσει το παρόν, οι SEPULTURA έπαιξαν για πάνω από 30.000 κόσμο (μόνοι τους, έτσι;) και η διαχείριση του κοινού ήταν προφανώς αδύνατη. 6 άνθρωποι τραυματίστηκαν, 18 συνελήφθησαν και ένας δολοφονήθηκε… με τσεκούρι! Σε συνδυασμό με το ότι ένας νεαρός μία βδομάδα πριν είχε μαχαιρωθεί σε συναυλία των RAMONES στο Sao Paulo σε ξύλο μεταξύ μεταλλάδων και πάνκηδων, είχε ως αντίκτυπο η Βραζιλία να θεωρηθεί επικίνδυνη συνολικά για τη ροκ μουσική. Η περιοδεία πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος (μία μέρα αφού ηχογραφήθηκε για την ακρίβεια) περιείχε ως συνοδούς τους OBITUARY και SADUS (ίσως το συγκλονιστικότερο πακέτο έβερ;) και μετά τα γεγονότα αφού κυκλοφόρησε ο δίσκος, η μπάντα βγήκε σε περιοδεία με τους SACRED REICH και HEATHEN η οποία στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και τους έφερε να γίνονται για πρώτη φορά εξώφυλλο στο Kerrang! Στη Βόρεια Αμερική περιόδευσαν με τους NAPALM DEATH, SICK OF IT ALL και ξανά SACRED REICH (…) ενώ ο ίδιος ο Cavalera δήλωνε ότι πριν βγούν σ’αυτή την περιοδεία (με τίτλο New Titans On The Block Tour), τους είχε προταθεί να ανοίγουν την Clash Of The Titans Tour δίπλα στους SLAYER, MEGADETH και ANTHRAX.
Παρότι έχασαν τη θέση τους από τους… ALICE IN CHAINS, δεν πτοήθηκαν και κάνανε άλλη μία Γερμανική περιοδεία με τους MOTORHEAD και MORBID ANGEL (…). Τη χρονιά που ακολούθησε (1992), μπόρεσαν να λάβουν μέρος σε δύο ακόμα ιστορικές περιοδείες, αρχικά ως support του Ozzy Osbourne (απίστευτα μεγαλεία για τύπους που σύχναζαν σε φαβέλες) στην περιοδεία του double O για το “No more tears”, ενώ στη δεύτερη περιοδεία (Παναγία μου!) βγήκαν μαζί με τους MINISTRY και HELMET, με τις τρείς μπάντες να έχουν κυκλοφορήσει τα καλύτερα άλμπουμ της καριέρας τους (“Arise”, “Psalm 69” και “Meantime” αντίστοιχα). Το “Arise” τους έδωσε συνολικά και την πρώτη τους βράβευση το 1992, καθώς έγινε χρυσό στην… Ινδονησία (αυτοί βαράνε καρύδες στο κεφάλι τους για να ανοίξουν, το “Arise” δε θα προσκυνούσαν;) με πωλήσεις πάνω από 25.000 αντίτυπα, ενώ πάνω από 60.000 πωλήσεις είχε στο Ηνωμένο Βασίλειο κι έγινε ασημένιο. Συνολικά μέχρι και το 1993 πριν κυκλοφορήσει το επόμενο άλμπουμ “Chaos A.D.”, το “Arise” είχε πάνω από ένα εκατομμύριο πωλήσεις και πολλοί ήταν αυτοί που θεωρούσαν τους SEPULTURA την καλύτερη μπάντα στον κόσμο εκείνη τη στιγμή. Το άλμπουμ βγήκε σε μία φοβερή remastered έκδοση το 1997 από τη Roadrunner σε χρυσό δισκάκι με τα καλύτερα bonus tracks της σειράς.
Στην εν λόγω επανέκδοση εμπεριέχεται η διασκευή στο “Orgasmatron” των MOTORHEAD, κατ’ εμέ η δεύτερη καλύτερη όλων των εποχών, ήταν τόσο καλή που οι ντιτζέηδες το σπαμάρουν συνέχεια και που ο Max Cavalera είχε κατεβάσει ένα μπουκάλι ρούμι πριν το ηχογραφήσουν και δεν θυμάται ποτέ ότι ηχογραφήθηκε (one take παρακαλώ). Επίσης περιείχε το “Intro” το οποίο ήταν ένα πρελούδιο 92” με το οποίο άνοιγαν τότε τις συναυλίες τους πριν μπει το “Arise” και ακολουθείται από το συγκλονιστικό C.I.U. (Criminals in uniform) το οποίο δυστυχώς δε μπήκε στο δίσκο αλλά ευτυχώς το αποκτήσαμε όλοι τελικά. Τέλος, υπάρχει μία εναλλακτική εκτέλεση του “Desperate cry” σε μίξη του Scott Burns. To “Arise” κυκλοφόρησε σε κάποιες πειραματικές πρώτες κόπιες αποκλειστικά στη Βραζιλία με την πρώτη αρχική του μίξη, η οποία θεωρείται από όλους όσους την έχουν ακούσει ακόμα ανώτερη από την κανονική και μάλιστα υπάρχει η πεποίθηση ότι είναι πολύ τραχύτερο το αποτέλεσμα και φτάνει περισσότερο τη λογική του “Beneath the remains” αποτυπώνοντας την ωμή τους ενέργεια πριν την τελική μίξη. Έχοντας την τύχη να το ακούσω θα συμφωνήσω, αλλά δεν υπάρχει καλύτερο και χειρότερο σ’ αυτή την περίπτωση. Μιλάμε για το “Arise”. Το καλύτερο άλμπουμ του 1991 μαζί με το “Black album” και τοπ 5 της ύπαρξης._
Άγγελος Κατσούρας

 


SIEGES EVEN – “A sense of change” (Steamhammer)
Ο δίσκος αυτός είναι το πλέον απτό δείγμα, πως ένας ακραία τεχνικός progressive δίσκος, μπορεί να βγάζει τόσο έντονα συναισθήματα. Λυρικό μέχρι εκεί που δεν πάει, το “A sense of change”, σηματοδότησε μία εκ βάθρων αλλαγή για τους Γερμανούς progsters, αφήνοντας πίσω το τεχνικό thrash των δύο πρώτων δίσκων, που ήταν σαφές πως δεν οδηγούσε πουθενά, παρά την αναμφισβήτητη ποιότητά του. Αλλαγή τραγουδιστή, με τον Jogi Kaiser, που μέχρι τότε δεν είχε τραγουδήσει κάπου αλλού (ούτε τραγούδησε μετά!!!), να μπαίνει στο στούντιο και να ηχογραφεί τα πάντα σε τρεις μέρες. Το rhythm section, μαγικό. Τα αδέρφια Oli και Alex Holzwarth σε μπάσο και ντραμς αντίστοιχα, δίνουν ένα ρεσιτάλ χωρίς προηγούμενο, πιάνοντας απόδοση ασύλληπτη, ενώ και ο Markus Steffen έχει αλλάξει εμφανώς το στυλ του, που έχει πιο πολλές επιρροές από τον Alex Lifeson με πιο πολλά power chords και λιγότερα solo.
Δυσκολεύομαι να διαλέξω ανάμεσα στο “Epigram for the last straw”, το “Behind closed doors”, το “These empty places” ή το “Change of seasons”. Όλος ο δίσκος είναι ένα πελώριο και ακατέβατο δεκάρι από ένα σχήμα που αν ήταν από την Αμερική, θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ πιο σπουδαία καριέρα κι όχι να βολοδέρνουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας για χρόνια. Πάλι καλά που τα αδέρφια Holzwarth έπαιξαν σε μεγαλύτερα –εμπορικά- σχήματα τα επόμενα χρόνια κι έβγαλαν μεροκάματο, ιδιαίτερα ο Oli, που παράλληλα με τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, περιόδευσε για πολλά χρόνια με τους BLIND GUARDIAN και πάρα πολλά άλλα σχήματα (ενώ ο Alex έπαιξε με τους RHAPSODY). Περιζήτητοι session μουσικοί δηλαδή. Εγώ κρατάω την εικόνα, που τους πέτυχα σε μία στάση Μετρό στο Μόναχο, μετά την κυκλοφορία του δίσκου, να παίζουν ουσιαστικά σαν πλανόδιοι μουσικοί. Η εικόνα κατέρριπτε τον μύθο που είχα πλάσει πιτσιρικάς, τους έβαζε όμως στο κάδρο του ρεαλισμού…
Σάκης Φράγκος

 


SKID ROW – “Slave to the grind” (Atlantic)
Πόσες μπάντες μπορούν να περηφανευτούν πως έκαναν μια τόσο μεγάλη στροφή, όσο οι SKID ROW, από το πρώτο τους, ως το δεύτερο άλμπουμ και κατάφεραν να κρατήσουν το κοινό τους, αλλά παράλληλα να κερδίσουν νέους οπαδούς; Δύσκολα μπορώ να σκεφτώ. Εκείνη την εποχή κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την επερχόμενη κατρακύλα του hair metal, όμως οι Νεοΰορκέζοι, έπιασαν τους ακροατές τους στον ύπνο με το “Slave to the grind”. Ωμό, επιθετικό, έκδηλο, υβριστικό και πιο βαρύ από ποτέ, το άλμπουμ μεταλλοφέρνει περισσότερο από ό,τι θα ήθελε η δισκογραφική τους, αλλά και αυτοί που μεγάλωσαν με ένα “I remember you”. Ο Sebastian Bach, έσπρωχνε την μπάντα σε πιο άγριο ύφος, με την φωνάρα του να ισορροπεί ανάμεσα στις σκληριές και τα γρυλίσματα. Ο Michael Wagener που έκανε την παραγωγή, μετά βίας κατάφερε να τους τιθασεύσει, παράλληλα πετυχαίνοντας έναν απίστευτο ήχο, που παραμένει διαχρονικός ακόμα και σήμερα. Η δυναμική των SKID ROW αποτυπώνεται στις υψηλές του πωλήσεις, με αποτέλεσμα να σκάσει την πρώτη εβδομάδα στο νούμερο 1 και να αποφέρει 5 singles σε δυο χρόνια. Τραγούδια όπως το “Monkey business”, το “Wasted time, το “Quicksand Jesus” και το ομώνυμο, φανερώνουν το εύρος του ταλέντου τους και της έμπνευσής τους. Παρότι το grunge ήταν στα γενοφάσκια του, οι SKID ROW ετοιμαζόταν για τεράστιες περιοδείες, με τον όγκο οδοστρωτήρα. Μάλιστα ξεκίνησαν ως support στους GUNS N’ ROSES τότε και αργότερα ως headliners, είχαν μαζί τους τους SOUNDGARDEN και τους PANTERA σε μια σύζευξη άνευ προηγουμένου. Μπορεί να είναι και το άλμπουμ το οποίο τίμησα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στο ραδιόφωνο.
Γιώργος “Psycho love” Κουκουλάκης

 


SKYCLAD – “The wayward sons of Mother Earth” (Noise Records)
Το “The wayward sons of Mother Earth” δεν είναι μόνο ένας από τους σημαντικότερους δίσκους του 1991 ή/και της δεκαετίας του ’90. Είναι πολλά πράγματα μαζί. Είναι καταρχάς η επίσημη πρώτη ενός από τα ποιοτικότερα συγκροτήματα των τελευταίων 30 ετών, γιατί την ποιότητα στην μουσική και στους στίχους των SKYCLAD ελάχιστες μπάντες της περιόδου αυτής την κατάφεραν. Είναι το ντεμπούτο ενός ολόκληρου νέους είδους, που θα ονομαστεί στην συνέχεια απολύτως φυσιολογικά και λογικά “folk metal”, αφού μπορεί πριν από τους Βρετανούς κάποιοι άλλοι να είχαν ήδη ενσωματώσει στοιχεία φολκλορικής παράδοσης στην μουσική τους (βλέπε για παράδειγμα τους επικούς BATHORY που «μοσχοβολούσαν» βόρειο Μεσαίωνα), τούτα τα ξωτικά ωστόσο ήταν που πήγαν τα πράγματα ένα, αλλά τεράστιο, βήμα παρακάτω. Είναι από τους σημαντικότερους δίσκους στην ιστορία του heavy metal. «Γέννησε παιδιά» σε μουσικό μα και στιχουργικό επίπεδο, «έσπασε στεγανά», κατακεραύνωσε την πολιτική ορθότητα, «ένωσε» οπαδούς από διαφορετικά ιδιώματα κάτω από ένα λευκό, απαστράπτον λάβαρο με έμβλημα ένα…βιολί και άφησε ως παρακαταθήκη κάποιες υπερ-κλασσικές στιγμές, πρώτες μόνο χρονολογικά έναντι αυτών που ακολούθησαν. Θα μου αναφέρετε τώρα τους JETHRO TULL και οι πιο «ψαγμένοι» ίσως τους FAIRPORT CONVENTION (σε εσάς τους δεύτερους θα δώσω ένα μεγάλο μπράβο) ως πρωτοπόρους, αλλά μην ξεχνάμε πως αυτοί ήταν rock και εδώ μιλάμε για heavy fuckin’ metal. Κάποιοι άλλοι τώρα θα παρατηρήσετε πως στο άλμπουμ τα thrashy στοιχεία των SABBAT υπερτερούν κατά κράτος των folk αναφορών οπότε θα θεωρήσετε ίσως πραγματικό ντεμπούτο του folk metal το επόμενο άλμπουμ των Ουρανοντυμένων (“A burnt offering for the bone idol”) που είναι πιο ισορροπημένο, αλλά τα “The sky beneath my feet”, το καθαρό thrash του “Our dying island” με το «κόψιμό» του, το “The widdershins’ jig” με το τσαχπίνικο βιολί (για μια και μοναδική φορά) του Mike Evans και το αειθαλές αριστούργημα “Moongleam and meadowsweet” πάντα θα σας πείθουν πως δεν έχετε δίκιο. Στο τελευταίο πρέπει ιδιαίτερη αναφορά, καθώς ήταν η πρώτη ίσως φορά που ακούσαμε μια ερωτική εξομολόγηση σε…χώρα. “You are England, my England”, γραμμένο και τραγουδισμένο από κάποιον που σίγουρα δεν είναι φασίστας, έτσι, για να μην ξεχνάμε και τα παλαβά σκηνικά των ημερών μας. Ο Dominic Miller κεντάει στην κλασσική κιθάρα (τριάντα χρόνια κιθαρίστας του Sting παρακαλώ, μεταξύ πολλών άλλων), στην ουσία είναι μόνος του ΟΛΟΚΛΗΡΟ το λυρικό αυτό αραβούργημα… Το “The wayward sons of Mother Earth” αποτελεί διαμάντι παντοτινό και απόκτημα ζωής. Χαίρομαι πολύ που το έμαθα, μαζί με την υπόλοιπη τότε δισκογραφία της μπάντας, σε εποχές που αυτή ήταν στην απόλυτη ακμή της και νιώθω ευλογημένος που συνδύασα την ακουστική με την οπτική εμπειρία, σε εποχές χρυσές, ρομαντικές. Πετάξτε με πίσω στο ΡΟΔΟΝ, το 1998. Σας παρακαλώ…
Δημήτρης Τσέλλος


SOLITUDE AETURNUS – “Into the depths of sorrow” (Roadracer)
Οι SOLITUDE AETURNUS σχηματίστηκαν την άνοιξη του 1987 ως SOLITUDE. Ο αρχηγός και κιθαρίστας John Perez, πασίγνωστος στους Αμερικάνικους underground κύκλους από τη συνολική του δράση και ειδικά με την πρώην thrash μπάντα του ROTTING CORPSE, είχε αρχίσει να κουράζεται από αυτό που θεωρούσε περιορισμό στο thrash. Με μεγάλη αγάπη σε μπάντες όπως οι SAINT VITUS, WITCHFINDER GENERAL, BLACK HOLE, NEMESIS και προφανώς οι BLACK SABBATH, ο Perez αποφάσισε να υιοθετήσει ένα doom metal ήχο. Μέσα στη χρονιά, οι SOLITUDE είχαν στις τάξεις τους τον Tom Martinez (κιθάρα), τον Brad Kane στα τύμπανα, τον Chris Hardin στο μπάσο και τον ιδιαίτερο τραγουδιστή Kris Gabehart ο οποίος πριν ήταν στην άκρως σατανική death metal μπάντα DEATH TRIPPER. Το Δεκέμβριο του ’87, η μπάντα μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το θρυλικό demo 5 κομματιών με τίτλο “And justice for all”. Όπως πάντα (πρέπει να) τονίζεται, ο τίτλος προϋπήρξε 7 μήνες πριν κυκλοφορήσει το απόλυτο άλμπουμ αυτής και της επόμενης ζωής από τους METALLICA. Μετά την κυκλοφορία του demo τον Ιανουάριο του ’88, ακολούθησαν συναυλίες στην περιοχή τους στο Texas, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη ανταπόκριση. Το στυλ της μπάντας ήταν κάτι που αρκετοί δε μπορούσαν να συνηθίσουν και να αφομοιώσουν και στη συνέχεια είχαμε αλλαγές.
Στα τέλη του ’88, ο Perez άλλαξε όλη τη μπάντα (ευτυχώς για όλους μας) και τελικά η σύνθεση αποτελούταν από τους Edgar Rivera (κιθάρες), Lyle Steadham (μπάσο), John “Wolf” Covington (τύμπανα) και τον απίστευτο τραγουδιστή Robert Lowe. Nα σημειωθεί ότι πριν συμπληρωθεί η συγκεκριμένη σύνθεση που έμεινε μαζί για τα επόμενα 7 χρόνια (μέχρι το 1996), ότι ο Lyle Steadham πρωτομπήκε στη μπάντα σαν ντράμερ όσο ήταν ο Chris Hardin στο μπάσο και πριν μπει στη μπάντα ο Covington. Το συγκεκριμένο line-up ηχογράφησε το δεύτερο demo (“Demo ‘89” όπως είναι γνωστό) που περιείχε τα “Mirror of sorrow” και “Opaque divinity”. Mετά την ολοκλήρωση του demo έγινε και η μόνιμη αλλαγή με τον Steadham να αναλαμβάνει το μπάσο και τον Covington τα τύμπανα. Τo demo υπέπεσε της προσοχής της King Klassic, μίας ανεξάρτητης εταιρείας. Η μπάντα το Γενάρη του 1990 μπήκε στο Dallas Sound Lab για να ηχογραφήσει το κλασικό πλέον ντεμπούτο “Into the depths of sorrow”. Mετά από μία καταστροφική αρχική μίξη, η μπάντα μπήκε στο Sound Logic Studios (εκεί που ηχογραφήθηκαν τα δύο demo) για να επαναμιξαριστεί ο δίσκος. Παρά τη δυσκολία της προσπάθειας, η μπάντα κατάφερε να έχει ένα βαρύτατο και ξερό ήχο και να σώσει την παρτίδα.
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε μόλις με 3.000 δολάρια μέσα σε μία εβδομάδα μαζί με τη νέα μίξη. Αφού ο δίσκος παραδόθηκε, υπήρξε τεράστια καθυστέρηση στην κυκλοφορία του καθώς η King Klassic δεν είχε λεφτά για να το κυκλοφορήσει (!) και ευτυχώς ο δίσκος έλαβε την προσοχή της Roadrunner Records και οι SOLITUDE AETURNUS υπέγραψαν με την εταιρεία. Τελικά, ενάμιση ολόκληρο χρόνο μετά την ηχογράφηση του, ο δίσκος κυκλοφόρησε. Το αποτέλεσμα ήταν ένα υμνικό και επικό doom μεγαλείο που όμοιο του δεν είχε εμφανιστεί μέχρι τότε. Οι SOLITUDE AETURNUS όσο ύβρις και υπερβολή κι αν μπορεί να χαρακτηριστεί, ακουγόντουσαν καλύτεροι και με μεγαλύτερη προοπτική ακόμα κι από τους πατέρες του είδους CANDLEMASS. Αρχικά πρέπει να γίνει λόγος στις καταπληκτικές κιθάρες των Perez/Rivera. Ο δε αρχηγός κατεβάζει ουσιαστικότατα βαρύτατα ριφφ τα οποία οδηγούν τα κομμάτια, ενώ ο δε Rivera είναι ένας από τους πλέον δαιδαλώδεις κι εντυπωσιακούς lead κιθαρίστες της μεταλλικής ιστορίας, με σόλο που όταν αρχίζουν, πολλές φορές ξεχνάνε να σταματήσουν και με απίστευτη τεχνική κατάρτιση και φαντασία όσον αφορά τη δομή τους. Η ρυθμική βάση ήταν για Όσκαρ, με τον Steadham να δίνει έξτρα όγκο με το μπάσο του και τον Wolf να καταστρέφει τα τύμπανα με απόδοση που εξυψώνει τα συναισθήματα.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η εξωπραγματική ερμηνεία και το χωρίς όριο εύρος της φωνής του Lowe έκανε τους SOLITUDE AETURNUS να φαντάζουν συνολικά όχι απλά ως την μεγάλη ελπίδα του είδους αλλά όλου του μεταλλικού ήχου. Ήταν τέτοιος ο θαυμασμός που προκάλεσαν που απέκτησαν γρήγορα ένα πιστό κοινό που τους ακολούθησε και συνεχίζει να κρέμεται από κάθε τους πράξη και να περιμένει αιώνια κάτι νέο από τη μπάντα. Οι φοβεροί στίχοι γραμμένοι ως επί το πλείστον από τον Steadham (με την εξαίρεση των “Transcending sentinels” και “Where angels dare to tread” που γράφτηκαν από τον πρώην τραγουδιστή Kris Gabehart) έδιναν έξτρα πόντους και όσον αφορά το σύνολο, κάθε ύμνος (γιατί για ύμνους μιλάμε κι όχι απλά τραγούδια) μπορούσε να σταθεί και μόνος του και φυσικά να υπηρετήσει την αδιάσπαστη ενότητα αυτού του κορυφαίου συνόλου. Η παραπλανητική εισαγωγή του “Dawn of antiquity” (ΟΟΟΟ-ΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ-ΟΟΟΟ) δεν προδιαθέτει με τίποτα γι’ αυτό που ξετυλίγεται στα 7 αριστουργήματα που ακολουθούν. Το “Opaque divinity” τρομάζει με την αργόσυρτη σε ήχο και εξέλιξη δομή μέχρι να κορυφωθεί, το “Transcending sentinels” προσφέρει 1:50 μεγαλείου πριν μπει στο δεύτερο μέρος του το break που σηκώνει το αποτέλεσμα στο Θεό και όλα αυτά είναι μόνο η αρχή.
Ειλικρινά δεν ξέρω αν και πόσα άλμπουμ στην ιστορία είχαν την τύχη να έχουν κολλητά δύο κομμάτια σαν το “Dream of immortality” και το “Destiny falls to ruin” (μάλλον το αγαπημένο των οπαδών μέχρι σήμερα). Το δε τελείωμα με τα “White ship”, “Mirror of sorrow” και “Where angels dare to tread” μαρτυρούσε ότι αυτό το σύνολο ήταν απλά κάτι που υπέβοσκε και που περίμενε να απλώσει τον μεγαλειώδη ήχο του όταν θα υπήρχε η κατάλληλη ευκαιρία. Αυτό που όλοι κατάλαβαν ήταν ότι αυτό το συγκρότημα ήρθε στη ζωή μας για να μας χαρίσει στιγμές που δε μπορούν να περιγραφούν με λόγια χωρίς κάποιος να θεωρήσει ότι υπάρχει οπαδισμός και υπερβολή. Κανείς όμως δεν κατάλαβε πως πέρασαν τα χρόνια και στα 5 άλμπουμ που ακολούθησαν το ντεμπούτο τους (και 6 συνολικά στον αριθμό), αυτό το συγκρότημα δεν υπήρξε ποτέ τίποτα λιγότερο από αψεγάδιαστο. 6 άλμπουμ ορισμός του 10/10 με τη μπάντα να μπαίνει σε ένα πολύ κλειστό κλαμπ «ΜΟΝΟ ΤΕΛΕΙΟΙ ΔΙΣΚΟΙ» (όσο κι αν με τον ήχο του “Downfall” στη συνέχεια έμειναν απογοητευμένοι, ακόμα κι έτσι, μιλάμε για έπος). Είχαν προλάβει να ηχογραφήσουν και το μεγαλύτερο μέρος του επόμενου δίσκου τους, τον οποίο ολοκλήρωσαν στην πορεία χωρίς να βγουν σε περιοδεία.
Ένα χρόνο μετά, θα κυκλοφορούσαν τον καλύτερο δίσκο όλου του doom metal. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία που ελπίζουμε να αναλύσουμε λίγο παραπάνω απ’ ότι στο αντίστοιχο αφιέρωμα του doom metal που κάναμε…
Άγγελος Κατσούρας

 


SOUNDGARDEN – “Badmotorfinger” (A&M)

H διαδρομή ανάμεσα στο “Louder than love” και στον τρίτο δίσκο των SOUNDGARDEN “Badmotorfinger” ήταν ραγδαία. Υπήρξε η αλλαγή μπασίστα αφού την θέση του Hiro Yamamoto αναλάβει ο “νέος” Βen Shepherd , κάτι που όχι μόνο δεν διέσπασε την ομάδα μιας και ο Υamamoto υπήρξε και βασικός συνθέτης στην ομάδα αλλά βλέπουμε τελικά ότι της έδωσε και μια νέα δυναμική.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1991, λίγες εβδομάδες μετά το “Nevermind” των ΝΙRVANA, πριν καν προλάβει το πρώτο να ανοίξει τον χορό για αυτό που θα ακολουθούσε τα επόμενα 4-5 χρόνια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο θάνατος του Andrew Wood (MOTHER LOVE BONE) τον Μάρτιο του 1990 ήταν η πρώτη μεγάλη απώλεια και το πρώτο σοκ για την σκηνή του Seattle και επίσης σε προσωπικό επίπεδο ο Chris Cornell ήταν αυτός που επηρεάστηκε πιο πολύ γιατί υπήρξε για πολλά χρόνια ο συγκάτοικος του (οι TEMPLE OF THE DOG φτιάχτηκαν για να τιμήσουν την μνήμην του, ως γνωστόν).
Από την doom ατμόσφαιρα και τα πιο μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια του “Louder than love” η μετάβαση στο “Badmotorfinger” θα μας δώσει πιο straightforward κομμάτια και πιο to the point, με το heavy στοιχείο όχι μόνο να μην έχει χάσει ούτε γραμμάριο από την βαρύτητα του αλλά εδώ έχουμε ένα δίσκο που οι συνθέσεις είναι πιο catchy συγκριτικά με τον προκάτοχό του, χωρίς να υπάρχει όμως η εμπορική επιτυχία να υπάρχει ως αυτοσκοπός ή τα κομμάτια να έχουν μια τέτοια δομή. Αντιθέτως εδώ ακούμε την μπάντα πιο “λυμένη” και πιο “γκαζιάρικη” με την κρυστάλλινη παραγωγή όμως του Τerry Date που τα βάζει όλα αυτά στην σωστή τους διάσταση.
Η οποία επιτυχία ευτυχώς όμως θα χτυπήσει δειλά δειλά την πόρτα των SOUNDGARDEN χάρις στο πρώτο single “Jesus Christ pose” και το airplay του στο ΜV. Θα ακολουθήσει το “Rusty cage” αμέσως αργότερα για να κλείσει το “Outshined” στα τέλη του 1992. Τρία κομμάτια που αντιπροσώπευαν με τον καλύτερο τρόπο τον ήχο που θα συναντούσε κάποιος στα αυλάκια του νέου τους δίσκου. Μην ξεχνάμε ότι εκτός από αυτά τα άσματα, εδώ μέσα υπάρχουν κομμάτια σαν τα “Slaves & Bulldozers”, “Room a thousand years wide”,”Mind Riot” , “Drawing Flies” και επίσης το θαυμάσιο ψυχεδελικό “Searching with my good eye closed” χωρίς να υπολείπονται και τα υπόλοιπα κομμάτια σε αξία.
Ο δίσκος κατάφερε και έφτασε στο # 39 του Billboard και τους έδωσε και μια θέση σαν support στους GUNS N’ ROSES στην Use your Illusion tour. Επίσης ο δίσκος προτάθηκε το 1992 για Grammy στην κατηγορία Best metal performance. Ήταν αυτός που άνοιξε την πόρτα της εμπορικής επιτυχίας για την μπάντα την οποία θα απολαύσουν ολοκληρωτικά λίγα χρόνια μετά με την κυκλοφορία του “Superunknown”.
Το “Badmotorfinger” δεν ανήκει μόνο στις καλύτερες δουλειές της μπάντας αλλά και στις πιο σημαντικές κυκλοφορίες των 90’s στο heavy metal γενικότερα. Γιατί μαζί με τους ALICE IN CHAINS ήταν τα πιο metal σχήματα της σκηνής του Seattle.
Γιάννης Παπαευθυμίου

 


SUFFOCATION – “Effigy of the forgotten” (R/C Records)
Κάτι έλεγα στο κείμενο για IMMOLATION, για μπάντες που έσπασαν τη thrash φόρμα του death metal, και ανέφερα και τους συντοπίτες τους SUFFOCATION και το “Effigy of the forgotten”. Πιστεύατε ότι θα άφηνα την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη; Όχι βέβαια! Σημείωση προς τους οπαδούς του tech/brutal/slam death metal ήχου. Από εδώ, ο μπαμπάς σας, πείτε του γεια και να είστε ευγενικοί! Γκρουβάρανε και είχαν κοψίματα πριν από όλους, είχαν έναν από τους καλύτερους και πιο ρηξικέλευθους drummers που γνώρισε το death metal ιδίωμα γενικά (Mike Smith), είχαν παιχταράδες ολκής στις κιθάρες (Doug Cerrito/Terence Hobbs – κάτσε καλά!) και πάνω από τον όγκο τους καθώς και των μπασογραμμών του Jason Barohn, είχαν τον γίγαντα, υπερτρελάρα, και χαρακτηριστική death metal φωνάρα, Frank Mullen. Άλλος μπαμπάς από εκεί…”Liege of inveracity” (ποια ντόπια μπαντάρα πήρε από εκεί το όνομα της άραγε…) και τρέχουν όλοι να σωθούν! Όγκος απερίγραπτος, τρόμος ανεπανάληπτος, που έπρεπε να σημειώσουν ότι είναι χωρίς pitchshifter ή harmonizer τα φωνητικά στο βιβλιαράκι, γιατί αλλιώς κανείς δε θα τους πίστευε ότι άνθρωπος τραγουδάει έτσι εν έτει 1991!
Brutal death metal γεννάται εντός ύμνων του ιδιώματος όπως το προσωπικό μου αγαπημένο “Reincremation”, το hardcore-άδικο “Mass obliteration” (και στα 2 guest ο George “Corpsegrinder” Fischer των CANNIBAL CORPSE….τα ρέστα στο 4 με συνοπτικές!), τη δυάδα “Infecting the crypts”/”Seeds of the suffering” που κατεβάζει όσο χρειάζεται τα γκάζια για να σε καταπλακώσει ο όγκος της παραγωγής σαν tank, και το απερίγραπτο φινάλε με το “Jesus wept” και τo riff – “αντίο σβέρκε”. Πάνω από όλα όμως, έχουμε ένα σημαντικό στοιχείο που κάνει το άλμπουμ αυτό τεράστιο, πέραν του ρηξικέλευθου και προοδευτικού της φύσης του. ΤΡΑΓΟΥΔΑΡΕΣ. Κάθε riff τραγουδιέται, ακόμα και τα τζαζεμένα σολίδια των Hobbs/Cerrito, με τον Smith στα τύμπανα, να παραδίδει δωρεάν μαθήματα death metal drumming σε όλους τους τομείς, με δυναμικές για σεμινάριο. Όλα αυτά, βγάζουν τη μουσικότητα που θα σε πάρουν από το “πολύ καλός” στο “γίγαντας” στο ιδίωμα σου. Και οι SUFFOCATION ανήκουν στους γίγαντες του ιδιώματος, δίκαια και πανάξια!
Γιάννης Σαββίδης


TEMPLE OF THE DOG – “Temple of the dog” (A&M Records)
Οι TEMPLE OF THE DOG, το one night stand συγκρότημα του Chris Cornell, είναι ένα μοναδικό και ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία του σύγχρονου (μετρώντας από το 1990 μέχρι το παρόν) ροκ και πιο συγκεκριμένα της grunge μουσικής. Και αυτό διότι η σύμπραξη των SOUNDGARDEN με τους MOTHER LOVE BONE είναι ένα υπέροχο αμάλγαμα ενός σκοτεινού και τραχύ grunge με την soul και τα blues, είδη με τα οποία είχε εμμονή ο Cornell. Αυτή η σύζευξη βρίσκει την ιδανική της μορφή στον έναν και μοναδικό δίσκο των TEMPLE OF THE DOG που κυκλοφόρησε το 1991. Η μπάντα ιδρύθηκε από τον Cornell, ο οποίος είχε ξεκινήσει τη δική του επανάσταση με τους SOUNDGARDEN ήδη από το 1988 και το “Ultramega OK”. Οι TEMPLE OF THE DOG ιδρύθηκαν το 1990 από τις στάχτες των MOTHER LOVE BONE και το θάνατο του χαρισματικού τους frontman Andrew Wood από υπερβολική δόση ηρωίνης. Τα υπόλοιπα μέλη θα προχωρούσαν το 1992 στην ίδρυση των PEARL JAM και σε ένα τεράστιο breakthrough, καλλιτεχνικό και εμπορικό. Ο ένας και μοναδικός δίσκος της μπάντας, με τον ομώνυμο τίτλο, ήταν ένα προσωπικό tribute του Cornell στον φίλο και συγκάτοικο του Wood. Τραγούδια όπως “Say hello to heaven” μιλάνε κατευθείαν στη καρδιά του θέματος. Όταν κυκλοφόρησε δεν αναγνώρισε τεράστια επιτυχία, μέχρι τουλάχιστον την ίδρυση και έκρηξη στην αγορά των PEARL JAM. Το single “Hunger strike” όπου Cornell και Eddie Vedder κάνουν ένα εκπληκτικό ντουέτο στα φωνητικά, ήταν εμπορική επιτυχία και σήμερα είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια από τη καριέρα του Cornell και fan-favorite. Ήταν επιπλέον και η πρώτη ηχογράφηση στη καριέρα του Vedder ο οποίος θα αποκτήσει στο μέλλον ένα star status ομολογουμένως μεγαλύτερο από του καλού του φίλου. Ίσως η καθολική αναγνώριση και αγάπη του κοινού προς τον Vedder και τους PEARL JAM να ευθύνεται που το “Temple of the dog” έγινε πιο γνωστό και που απέκτησε cult status στους κύκλους του grunge. Η μπάντα επανιδρύθηκε το 2016 για μια σύντομη αμερικάνικη περιοδεία για τα 25 χρόνια του δίσκου. Ο Cornell στο μέλλον θα συμπεριλάβει τα “Hunger strike” και “Say hello to heaven” στη σόλο καριέρα του και θα ακούγεται συχνά στις συναυλίες του ανά τον κόσμο. Είχα τη τύχη, ακριβώς έναν χρόνο πριν το θάνατο του, να τον δω ζωντανά στο Royal Concert Hall της Γλασκόβης όπου, ανάμεσα πολλά άλλα κομμάτια, ακούστηκαν και τα δύο hit των TEMPLE OF THE DOG, μιας μπάντας που ευθύνεται για το φαινόμενο PEARL JAM και για μερικά από τα αγαπημένα μου τραγούδια στο χώρο του Seattle grunge. Είναι απόδειξη του πόσο σημαντική ήταν η αλληλεγγύη και το πνεύμα σύμπραξης που υπήρχε στη κοινότητα του grunge. Κρίμα που δεν ήταν αρκετό για να θεραπεύσει τους καλλιτέχνες του χώρου από τους δαίμονές τους.
Φίλιππος Φίλης

 


TESLA – “Psychotic supper” (Geffen)

Με τα πρώτα τους δυο άλμπουμ, οι TESLA μας είχαν παρουσιάσει ένα άκρως Αμερικάνικο, μπλουζιάρικο hard rock, με αρκετές αναφορές στο μοδάτο μελωδικό και καλογυαλισμένο ήχο της εποχής. Η επιτυχία του “Five man acoustical jam” τους ανέβασε ακόμα περισσότερο εμπορικά και αυτοί, επέστρεψαν με τον πιο σκληρό τους δίσκο. Το “Psychotic supper”, είναι το αποτέλεσμα μιας σκληρής δουλειάς της μπάντας από το Sacramento, μετά από αρκετές εβδομάδες κλεισμένοι με τον Michael Barbiero σε μια καλύβα. Ο παραγωγός τους, για τρίτο σερί άλμπουμ, κατάφερε να χωρέσει όλο το ταλέντο των TESLA, της ωριμότητάς τους μετά από 5 χρόνια στο χώρο, αλλά και του κλίματος της εποχής. Έτσι το “Psychotic supper” έμελλε να είναι το δημιουργικό τους ζενίθ, με τραγούδια που δείχνουν την μουσική τους πρόοδο (“Freedom slaves”), την επιθετικότητά τους (“Don’t de rock me”, “Had enough”), τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους (“”Change in the weather”), τις ρίζες τους (“Time”, “What you give”), όπως και το πηγαίο τους πάθος (“Call it what you want”, “Edison’s medicine”). Ανάμεσα στις πολλές πτυχές ενός άρτιου δίσκου, υπάρχει και “Song & emotion” γραμμένο για τον αδικοχαμένο Steve Clarke των DEF LEPPARD. Οι Frank Hannon και Tommy Skeoch, εκτός από τα εξαιρετικά τους ριφ, μάχονται και για το ποιός θα παίξει το πιο πετυχημένο σόλο του δίσκου. Ο Troy Luccketta, γεμίζει τα τραγούδια με φοβερά μετρήματα, αλλά και γεμίσματα που θυμίζουν Pat Torpey. Βέβαια ο Jeff Keith, κάνει τον Steven Tyler να ζηλεύει με την ερμηνεία του και πραγματικά οι TESLA φαντάζουν αξεπέραστοι το 1991.
Γιώργος “Thomas A” Κουκουλάκης

 


THERION – “Of darkness…” (Deaf Records)

Και όμως ναι, οι THERION υπάρχουν και πριν τα “Theli”, “Vovin”, “Secret of the runes” και τις υπόλοιπες μεγάλες επιτυχίες με τις οποίες τους αγαπήσαμε και έγιναν ευρέως γνωστοί. Πίσω στο πλέον μακρινό 1991, οι νεαροί τότε THERION, οι οποίοι στα τέλη των 80’s μπήκαν στον κόσμο του heavy metal αρχικά ως BLITZKRIEG και αργότερα ως MEGATHERION (επηρεασμένοι σαφώς από το “To mega therion” των CELTIC FROST) το οποίο κατέληξε να γίνει THERION, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ το “Of darkness…”. Ένας δίσκος που απέχει παρασάγγας από τον μουσικό προσανατολισμό που επέλεξαν να κινηθούν μετέπειτα. Μακριά λοιπόν από το συμφωνικό gothic metal, οι THERION στην πρώτη τους δουλειά παρουσιάστηκαν ως ένα extreme death metal συγκρότημα, με τον ήχο του κάπου ανάμεσα στις σχολές της Σουηδίας (Στοκχόλμη για την ακρίβεια) και Αμερικής, σε ένα ηχητικό πάντρεμα των DISMEMBER με τους SUFFOCATION. Αν υπάρχει σύγκριση του “Of darkness” με τα άλλα τους άλμπουμ; Φυσικά και όχι. Το νεαρό της ηλικίας τους και το μικρό budget που συντέλεσε σε μία αρκετά ωμή και άγουρη παραγωγή, κάνουν το “Of darkness” να φαντάζει ως μία παλαιά ανάμνηση. Κακό άλμπουμ πάραυτα δεν το λες καθώς έχει τις στιγμές του. Ειδικά οι φίλοι του old school Σκανδιναβικού death metal θα έχουν να πουν σίγουρα καλά λόγια για αυτό. Πέραν όμως από την cult φύση που διακατέχει το “Of darkness…”, το άλμπουμ φαντάζει τρομερά ανίσχυρο μπροστά στα πραγματικά θηρία που εξαπέλυσε αργότερα η μπάντα.
Δημήτρης Μπούκης

 


THORNS – “Grymyrk” (Self-released)

Ο πολύς κόσμος έμαθε τους THORNS από τη δολοφονία του Euronymous (ex-MAYHEM), όταν ο Snorre W. Ruch, κιθαρίστας και ιθύνων νους τους, βρέθηκε συγκατηγορούμενος του Varg Vikernes και καταδικάστηκε σε 8 χρόνια φυλάκισης για συνέργεια. Αυτό ήταν αρκετό για μπει η μπάντα του Snorre στον πάγο. Οι THORNS αποτέλεσαν το διάδοχο σχήμα των STIGMA DIABOLICUM που είχε ο Snorre με τον Marius Vold (MORTEM, ex-ARCTURUS), τον Harald Eilertsen και τον Bård “Faust” Eithun (ex-EMPEROR), από το 1989. Τον επόμενο χρόνο μετονομάζονται σε THORNS και οι κατοικοεδρεύοντες στο Trondheim, Snorre και Harald Eilertsen ηχογραφούν το demo “Grymyrk”.
Το “Grymyrk” είναι κατ’ ουσία μια πρόβα των δύο τους και γι’ αυτό το λόγο, στα έξι κομμάτια του demo, ακούμε μόνο τη κιθάρα και το μπάσο, σε μια άριστη περίπτωση «αποδομημένου» black metal. Επίσημα δεν κυκλοφόρησε ποτέ, παρά διαδόθηκε από χέρι σε χέρι, σε κασέτα, χάρη στο προσφιλέστερο τότε sport μεταξύ των μεταλλάδων του underground, το tape-trading. Στο μουσικό του κομμάτι, το “Grymyrk” είναι ίσως η πεμπτουσία του νορβηγικού black metal, όντας αυτό ακόμα στα σπάργανα. Κομμάτια με riffs που αποτελούνται από αρμονικές και αρπίσματα, σε ελάσσονες κλίμακες και δημιουργούσαν μια απόκοσμη ατμόσφαιρα, με το αποτέλεσμα να ακούγεται ψυχρό, πρωτόγονο και ταυτόχρονα σκοτεινό. Επίσης ο αέρινος και ογκώδης ήχος το μπάσου λειτούργησε προσθετικά στη δημιουργία αυτής της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας. Το μοναδικό riffing του Snorre ήταν και αυτό που επηρέασε βαθιά το black metal. Και δεν το λέω εγώ αυτό, αλλά ο ίδιος ο Fenriz, ο οποίος σε μια συνέντευξή του είχε πει πως το “Grymyrk” και τα riffs του, επηρέασαν ολόκληρη την Νορβηγική black metal σκηνή, αφού το demo αυτό είχε προηγηθεί τόσο της στροφής των ίδιων των DARKTHRONE από το τεχνικό death metal στο μαυρομεταλλικό ήχο, αλλά και κάποιων άλλων demo που συνείσφεραν στην μετεξέλιξη του ιδιώματος, όπως αυτό των EMPEROR. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Euronymous, κάνα χρόνο αργότερα, τσίμπησε τον Snorre σαν δεύτερο κιθαρίστα στους MAYHEM και επηρεάστηκε βαθιά από τον τρόπο παιξίματός του, σε βαθμό τέτοιο, που παρά την ανύπαρκτη συνεισφορά του κιθαρίστα των THORNS στο “De mysteriis dom sathanas”, η φιλοσοφία του τελευταίου είναι βαθιά εντυπωμένη στη riff-ολογία του θρυλικού ντεμπούτου των MAYHEM. Ακούστε μάλιστα το “Lovely Children” του “Grymyrk” και το “From the dark past” από το DMDS και θα καταλάβετε τι εννοώ. Κι αν θέλετε και επιπρόσθετο quiz, ακούστε το τελευταίο κομμάτι του demo, “You That Mingle May” και βρείτε το riff που «δανείστηκε» το “Jesu Død” από το “Filosofem” των BURZUM.
Η περίπτωση των THORNS είναι μοναδική. Κατάφεραν με μόνο δύο demo, τα “Grymyrk” και “Trondertun” (1992), να επηρεάσουν ένα ολόκληρο ιδίωμα και μάλιστα τη στιγμή που αυτό βρισκόταν στα πρώτα του βήματα. Η έλλειψη φωνητικών και drums από το “Grymyrk” μπορεί να ξενίσει κάποιον, που θα μπει στη διαδικασία να ακούσει τα κομμάτια, αλλά μέσα εκεί κρύβεται ένας πρωτόλειος μαγικός κόσμος που λειτουργεί σαν χρονομηχανή, ταξιδεύοντας τον ακροατή πίσω στο 1991, όταν το black metal άρχιζε να παίρνει «σάρκα και οστά».
Θανάσης Μπόγρης

 


TIAMAT – “The astral sleep” (Century Media)
Θα είμαι απόλυτα ειλικρινής. Η καλή εποχή των λατρεμένων Σουηδών TIAMAT, για μένα αρχίζει ένα χρόνο αργότερα με το “Clouds”. Ωστόσο, το 1991 με το “Astral sleep”, αρχίζει να διαμορφώνεται αυτός ο μοναδικός ήχος της μπάντας του εκκεντρικού φιλέλληνα Johan Edlund. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μεταβατικό άλμπουμ, αφού έχει στοιχεία από το πιο πρωτόγονο μουσικό πόνημα της καριέρας τους, “Sumerian cry”, με το οποίο έκαναν ντεμπούτο στα δισκογραφικά δρώμενα, αλλά εισάγει πιο ατμοσφαιρικά doom στοιχεία, τα οποία εξέλιξαν σε αυτό το ύφος, μέχρι και την κορυφαία κυκλοφορία της καριέρας τους, η οποία δεν είναι άλλη από το “Wildhoney” του 1994, πριν το γυρίσουν σε πιο goth φόρμες. Η κιθάρα παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το δίσκο, με αρκετή έμφαση στα riffs, τα οποία κινούνται κατά κύριο λόγο σε mid tempo ταχύτητες, με αρκετά ξεσπάσματα κλασικού death metal riffing, με thrash-οιδή solos. Τα πλήκτρα είναι πολύ ιδιαίτερα για την εποχή και αυτά ουσιαστικά μας προδιαθέτουν για το πώς αρχίζει να σκέφτεται μουσικά ο Edlund. Τα υπόλοιπα θα έλεγα ότι έρχονται σε δεύτερη μοίρα, παραμένοντας τυπικά. Τραγούδια σαν το “Ancient entity”, στο οποίο παίζει lead ο γνωστός και μη εξαιρετέος Waldemar Sorychta (είχε κάνει και τη παραγωγή του δίσκου, καθώς και στα δύο επόμενα διαμάντια τους) και ακόμα περισσότερο το “The Southernmost voyage”, είναι χαρακτηριστικά ως προς την αλλαγή του ήχου τους, ενώ τα υπόλοιπα είναι πιο κοινότυπα. Σίγουρα δε θα ακούσεις διαχρονικά κομμάτια όπως τα “Gaia” και “Whatever that hurts”, ούτε καν “In a dream” ή “The sleeping beauty”, αλλά σε βοηθά να αντιληφθείς την… ομολογουμένως δύσκολη ψυχοσύνθεση του Johan Edlund. Στη τελική, το “Astral sleep” ήταν το πρώτο νήμα προς την παγκόσμια αναγνώριση της μπάντας στην πάντα «ανήσυχη» μεταλλική κοινότητα.
Γιώργος Δρογγίτης

 


TYKETTO – “Don’t come easy” (Geffen)
Το 1987 ο τραγουδιστής Danny Vaughn αποχωρεί από τους WAYSTED του θρύλου Pete Way. Ξεκινάει μία νέα πορεία με μία μπάντα που φέρει το όνομα TYKETTO. Όμως δεν κυκλοφορούν αμέσως τον πρώτο τους δίσκο. Αυτός θα έρθει τέσσερα χρόνια αργότερα και θα ονομάζεται “Don’t come easy”.
Το 1991 ήταν ίσως η πιο κομβική χρονιά για το hard rock αλλά και για το metal γενικότερα. Το grunge γινόταν όλο και πιο μεγάλο και οι μπάντες που δεν είχαν την απαιτούμενη ποιότητα απλά έπεφταν στο κενό. Το “Don’t come easy” όμως είναι κάπου στη μέση. Η μπάντα έπρεπε να συναγωνιστεί πέραν από το grunge και τις μπάντες του ίδιου ύφους! Και όχι μόνο τις πολύ μεγάλες αλλά και αυτές που ερχόντουσαν το ίδιο διάστημα μαζί με του TYKETTO. Μπάντες όπως οι SKID ROW, FIREHOUSE για παράδειγμα. Μόνο εύκολο δεν ήταν το έργο τους! Ο δίσκος δεν είναι κακός, αλλά σαν προσωπικό σχόλιο θα έλεγα πως είναι αρκετά υπερεκτιμημένος. Ναι έχει δύο ασύλληπτα κομμάτια, το “Forever young” και το “Wings”. Τραγούδια καταπληκτικά, ειδικά για άνοιγμα ενός δίσκου. Μετά όμως τι γίνεται; Ο δίσκος περιέχει ωραίο υλικό στο σύνολό του, ωραία τραγούδια τα οποία μπορείς να ακούσεις οποιαδήποτε στιγμή. Έχει ωραίες μελωδίες αλλά το ατού του δίσκου είναι οι ερμηνείες του Danny Vaughn οι οποίες είναι εκπληκτικές! Η αλήθεια είναι πως παρόλο που τα κομμάτια του δίσκου είναι όμορφα, δεν έχουν αυτή τη δυναμική που χρειαζόταν το συγκρότημα για να κάνει αυτό το ξεπέταγμα που έπρεπε και να ξεχωρίσει από τις άλλες μπάντες. Μοιραία, λοιπόν, έγινε συγκρότημα δεύτερης και σε περιπτώσεις τρίτης ταχύτητας, καθώς οι άλλες μπάντες είχαν ξεφύγει σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα!
Επαναλαμβάνω, σαν δίσκος δεν είναι κακός, αντίθετα είναι αρκετά καλός αλλά συνάμα και αρκετά υπερεκτιμημένος λόγω του αδιανόητου “Forever young”. Οι οπαδοί του είδους το γουστάρουν πολύ και εγώ μαζί τους. Αν το δεις όμως από την αντικειμενική του προσέγγιση και κάνεις ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο θα δεις ότι το πιθανότερο είναι και εσύ να το κατατάξεις στις χαμηλότερες θέσεις στις προτιμήσεις σου.
Ντίνος Γανίτης

TYPE O NEGATIVE – “Slow, deep and hard” (Roadrunner)
Το “Slow, deep and hard” δεν είναι τρανό παράδειγμα σημαντικού ντεμπούτου, αλλά αν λάβουμε υπόψη μας στο τι επακολούθησε, σίγουρα θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως την αρχή του κακού. Εδώ ο Steele, αφού διέλυσε τους υπερκάφρους CARNIVORE, φώναξε τον παλιόφιλό του από τις ημέρες των FALLOUT, τον πληκτρά Josh Silver και μαζί προσπάθησαν να ενώσουν τους εντελώς αντίθετους κόσμους του SABBATH-ικού doom, του hardcore της Νέας Υόρκης και του post punk των CHRISTIAN DEATH. Τα έξι, μακρόσυρτα τραγούδια που βρίσκονται εδώ (το “Misinterpretation..” δεν πιάνεται), έχουν τα σκαμπανεβάσματά τους, με το ξυλίκι και τις σκοτεινές ατμόσφαιρες να εναλλάσσονται συνεχώς και να μη σε αφήνουν να αγιάσεις. Οι βιτριολικοί στίχοι, οι οποίοι ήταν βασισμένοι σε μια χυλόπιτα που έφαγε ο Steele (αν είναι δυνατόν), κάνουν το “Slow, deep and hard” ένα σχεδόν κωμικό album, που ακόμα και το ίδιο το συγκρότημα δεν ήθελε ο κόσμος να το πάρει σοβαρά. Προσωπικά μιλώντας, αυτό εδώ είναι το λιγότερο αγαπημένο μου Τ.Ο.Ν. album, αλλά δεν αγνοώ σε καμία περίπτωση το πόσο σπουδαίο είναι.
Γιώργος Κόης

 


U.D.O. – “Timebomb” (RCA)
Με αυτό το δίσκο κλείνει η πρώτη περίοδος των U.D.O….και τι περίοδος ήταν αυτή! Από το καθαρόαιμο ACCEPT άλμπουμ “Animal house” και τον τευτονικό οδοστρωτήρα του “Mean machine” μέχρι το μελωδικό “Faceless world” όλα δείχνουν πόσο σωστή ήταν η απόφαση του Στρατηγού να αποχωρήσει από τους αποπροσανατολισμένους ACCEPT, οι οποίοι σε όλο αυτό το διάστημα κυκλοφόρησαν έναν μόλις δίσκο που δεν τιμούσε το όνομα και το παρελθόν τους. Ο Στρατηγός, πιστός στις ρίζες του, δεν έμεινε καθηλωμένος σε μία δημιουργική στασιμότητα και μας εξαπολύει μία αδυσώπητη επίθεση με το καταιγιστικό “Timebomb”.
Δεν ξέρω αν είχε επηρεαστεί από την επιτυχία των PRIEST και το “Painkiller” αλλά με το “Timebomb” οι U.D.O. –χωρίς καμία διάθεση εφησυχασμού- κυκλοφορούν τον πιο αιχμηρό δίσκο της καριέρας του με κομμάτια «δυναμίτες» που ακόμη και σήμερα ακούγονται τόσο επίκαιρα όσο και τότε: “Metal eater”, “Burning heat”, “Metal maniac master mind”, “Timebomb”…χαμός! Τεράστιο μερίδιο για αυτή την ανεπανάληπτη metal επίθεση από το μυδραλιοφόρο των U.D.O. ανήκει στους Mathias Dieth & Stefan Schwarzmann οι οποίοι στην κιθάρα και στα τύμπανα αντίστοιχα παίζουν παπάδες ενώ θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε την απολύτως ταιριαστή παραγωγή του Stefan Kaufmann.
Έκτοτε η ιστορία έγραψε την επιστροφή του Στρατηγού στους ACCEPT η οποία στέφθηκε με επιτυχία (τουλάχιστον τα 2 πρώτα χρόνια) και όλοι εμείς οι φανατικοί οπαδοί των U.D.O. θα έπρεπε να κάνουμε υπομονή 6 ακόμη χρόνια μέχρι την επαναδραστηριοποίηση των U.D.O. με μία ακόμη…SOLID δισκάρα και τον Kaufmann σαν full-time member. Αυτά όμως τα αφήνουμε για την ανασκόπηση του 1997…
Σάκης Νίκας


UNLEASHED – “Where no life dwells” (Century Media)
“Η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου….” Όχι, δε διαβάζεις κείμενο για τον Στράτο Διονυσίου, απλά έπρεπε κάποιο τρόπο να σκεφτώ να ξεκινήσω το κείμενο αυτό για το πρώτο άλμπουμ από τους μακελάρηδες εκ Στοκχόλμης επ΄ονόματι UNLEASHED. Τι να πεις για αυτή τη μπάντα-οδοστρωτήρα; Ειδικά δε, το βάρος της ευθύνης του να προσπαθήσεις να δώσεις το στίγμα του ντεμπούτου της, είναι μεγάλο. Προσπερνάμε το ομώνυμο μελωδικό ιντερλούδιο, που κάνει τον ακροατή να νομίσει ότι θα τη γλυτώσει εύκολα. Έμπα με “Dead forever”/”Before the creation of time”, και ψάχνεις σημείο που να μη κοπανιέται άνθρωπος για να κρυφτείς! Πρωτόγονα ευθείς, πρωτόγνωρα ούγκανοι και λυσσασμένοι, χωρίς πολλά πολλά φρού-φρού, οι UNLEASHED κόβουν κάθε περιττή λεπτομέρεια από το death metal τους, και εστιάζουν στο μονοκόμματο του χαρακτήρα τους, που είναι η δύναμη τους.
Ο ηγέτης Johnny Hedlund, ως άλλος πολέμαρχος Viking δίνει το έναυσμα για βρωμόξυλο “Into glory ride”, δείχνοντας το δρόμο για την Viking θεματολογία στο death metal (δρόμο, που θα έκανε όνομα τους AMON AMARTH, που αν βάλετε το “Once sent from the golden hall” θα ακούσετε πολλές επιρροές από UNLEASHED). Εδώ τα πράγματα είναι απλά, “For they shall be slain” και θα μας αρέσει πάρα μα πάρα πολύ. “If they had eyes” θα τους τα βγάλουμε και θα τους τα ταΐσουμε (παρότι κατεβαίνουν οι ρυθμοί εδώ, χάριν δυναμικών). Γιατί είμαστε σε μια “Violent ecstasy” (ΠΟΝΟΣ) που τελειώνει μόνο όταν έχουμε σπάσει κάθε σβέρκο και κάθε κόκκαλο στο πέρασμα μας! Είχα τη τύχη και τιμή να γίνω κοινωνός της καταστροφικής τους επί σκηνής μανίας, πέρυσι τέτοιο καιρό με τους συμπατριώτες τους AT THE GATES και τους MEMORIAM. Άλλο να σας το λέω… άλλο να τους βλέπετε. Επίσης, να τονίσω εδώ, ότι δεν αντέγραψαν τον ήχο των ENTOMBED (παρότι, ξεκίνησαν ως μέρος των NIHILIST), ούτε στο ελάχιστο, καταφέρνοντας από το πρώτο δίσκο να ξεχωρίσουν για τη προσωπικότητα τους. Και αυτό, πάντα είναι σημείο κλειδί στην πορεία μιας μπάντας. Να βρίσκεις τη φωνή σου (εν προκειμένω, την αγριογκαρίδα) που θα σε ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες. Και οι UNLEASHED το πέτυχαν, “…and the laughter has died”, μια και όλοι είχαν στρέψει με σοβαρότητα, το βλέμμα τους στον Hedlund και τη παρέα του. Και αυτό, ήταν μόνο η αρχή, μιας ιστορικής πορείας. Αιώνιος σεβασμός!
Γιάννης Σαββίδης


VAN HALEN – “For Unlawful Carnal Knowledge” (Warner Bros)
Ίσως ακουστεί εν μέρει αιρετικό, αλλά τη Hagar-era των VAN HALEN τη θεωρώ εξίσου σημαντική με τη Roth-era. Ο Sammy Hagar πέρα από ολοκληρωμένος μουσικός, είναι και μια διαυγέστατη φωνάρα και αυτό δε νομίζω ότι μπορεί να το αμφισβητήσει κάποιος. Ναι μεν το stage show υποχώρησε στους VAN HALEN από τα mid-80’s και μετά, αλλά η ουσία τους παρέμεινε η ίδια. Το “F.U.C.K.” όπως έχει μείνει στην ιστορία ως τίτλος-ακρωνύμιο, είναι το τρίτο και τελευταίο album που ακούγεται η φωνή του Hagar και, ανεξάρτητα από το αν πούλησε τα κέρατά του εκείνη την εποχή (τρεις συνεχείς εβδομάδες στην κορυφή του Billboard chart), η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για το λιγότερο δημοφιλές τους στις τάξεις των οπαδών τους (εξαιρείται πάντα εκείνο το ανεκδιήγητο αίσχος με τον Cerrone). Από τη μία έχεις τραγούδια πραγματικούς ογκόλιθους, όπως το εναρκτήριο έπος “Poundcake” ή την τρελή AOR-ια του “Right now” και από την άλλη κάτι αδιάφορα τραγούδια όπως το “Spanked” ή το “Pleasure dome” που χαλούν εντελώς τη συνολική εικόνα. Η επαναπρόσληψη του Ted Templeman ως παραγωγού, του ανθρώπου δηλαδή που συνδέθηκε με τον ήχο της Roth-era δεν βοήθησε εκ του αποτελέσματος ιδιαίτερα, αφού μετά και από το τέλος της περιοδείας προώθησης, τα μαχαίρια ακονίστηκαν και τα αποτελέσματα ήταν αυτά που όλοι μας γνωρίζουμε. Σε γενικές γραμμές και παρά τις αστοχίες του, το “F.U.C.K.” είναι ένα πολύ ευχάριστο album που αξίζει να φέρει το όνομα VAN HALEN στο εξώφυλλό του.
Γιώργος Κόης

 


VENOM – “Temples of ice” (Under One Flag)
Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του εκπληκτικού “Prime evil” και ενώ έχουν ήδη αρχίσει τα προβλήματα συνεργασίας με την Under One Flag, οι VENOM κυκλοφορούν το “Temples of ice”. Είχε προηγηθεί η κυκλοφορία του EP “Tear your soul apart” το 1990 κατόπιν ασφυκτικής πίεσης της δισκογραφικής εταιρείας προς τη μπάντα, γεγονός που αποτέλεσε την απαρχή μιας τεράστιας κόντρας ανάμεσα στις δυο πλευρές. Η ένταση αυτή φάνηκε ολοκάθαρα όταν κυκλοφόρησε το “Temples of ice” στα τέλη Μαΐου του 1991. Κατά γενική ομολογία μιλάμε για μια πάρα πολύ καλή δουλειά, με κομμάτια όπως το ομώνυμο, το εναρκτήριο “Tribes” και το “In memory of” πραγματικά να ξεχωρίζουν. Από την άλλη τα υπόλοιπα κομμάτια, καθώς και μια ατυχής, κατά τη γνώμη μου διασκευή του “Speed king” των DEEP PURPLE, κατεβάζουν ελαφρώς τον πήχη. Συνθετικά, το “Temples of ice” είναι ελαφρώς κατώτερο από το προκάτοχό του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κακό άλμπουμ. Το αντίθετο μάλιστα, θα μιλούσαμε για δισκάρα αν δεν υπήρχε το “Prime evil”. Αν υπάρχει κάτι που πραγματικά εντυπωσιάζει σε αυτόν τον δίσκο είναι οι πολύ υψηλές ταχύτητες σε διάφορα σημεία, και οι κιθάρες των Mantas/Barnes, που ακούγονται, αν είναι δυνατόν, καλύτερα και από του “Prime evil” ενώ ο Dolan ακούγεται στα φωνητικά ακόμα πιο σίγουρος για τον εαυτό του. Δυστυχώς το “Temples of ice” πάτωσε εισπρακτικά, όχι γιατί είναι κακό άλμπουμ αλλά επειδή η Under One Flag δεν ασχολήθηκε καθόλου με την προώθησή του. Φανερά απογοητευμένος , ο Al Barnes αποχωρεί από τη μπάντα και μπορεί οι VENOM να μην το ήξεραν τότε αλλά ουσιαστικά η κόντρα αυτή με την Under One Flag σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τη μπάντα, τουλάχιστον για εκείνη τη χρονική περίοδο. Εσάς όμως δεν πρέπει να σας απασχολούν αυτά τα παρασκηνιακά. Αντίθετα, αν πέσει κάπου στην αντίληψη σας το “Temples of ice” σε προσιτή τιμή αγοράστε το με κλειστά μάτια. Μπορεί να είναι κατώτερο από τα άλλα δύο άλμπουμ των VENOM με τον Dolan, όμως αυτό δεν μειώνει σε τίποτα την αξία του. Είπαμε. Δισκάρα.
Θοδωρής Κλώνης

 


VICIOUS RUMORS – “Welcome to the ball” (Atlantic)
Οι λατρεμένοι VICIOUS RUMORS μπορεί εύκολα να πει κανείς ότι βρισκόντουσαν σε εκπληκτική φόρμα και γενικώς μία φρενήρη έμπνευση ειδικά από τη στιγμή που στις τάξεις τους προσχώρησε ο κορυφαίος τραγουδιστής που πέρασε ποτέ από τη μουσική μας. Ο λόγος για τον μικρό στο δέμας αλλά τεράστιο φωνητικά Carl Albert, ο οποίος τους απογείωσε από όλες τις απόψεις και παρότι είδαν να χάνουν έναν παιχταρά μετά τη φυγή του Vinnie Moore στο ντεμπούτο τους “Soldiers of the night”, ο Albert ισοστάθμισε την απώλεια και έφερε το παιχνίδι στα μέτρα τους. Οι δύο δίσκοι που προηγήθηκαν του “Welcome to the ball” για το οποίο γίνεται λόγος, δηλαδή το θηριώδες “Digital dictator” (1988) και το ομότιτλο αριστούργημα “Vicious rumors” (1990) είχαν βοηθήσει τη μπάντα να δημιουργήσει φανατικό κοινό, ενώ και ο τύπος τους φέρθηκε πολύ καλά, αντιμετωπίζοντας τους ως μία από τις καλύτερες μπάντες εκεί έξω και τη μεγαλύτερη ελπίδα του ήχου μας (όχι άδικα να προσθέσω). Στο “Vicious rumors” μάλιστα, εισήλθαν στις τάξεις του δισκογραφικού κολοσσού Atlantic (η συμφωνία είχε γίνει ένα χρόνο πριν την κυκλοφορία του, το 1989) και το βίντεο για το trademark κομμάτι τους “Don’t wait for me” είχε λάβει φοβερό airplay από το τότε MTV (άλλες εποχές).
Το “Welcome to the ball” ενώ είχε δύσκολο έργο να σταθεί αντάξιο των τριών προηγούμενων κυκλοφοριών τους, κατάφερε να γίνει πολύ αγαπητό από τους οπαδούς και να φέρει και νέο κόσμο στο πλευρό τους. Κύριο γνώρισμα του δίσκου σε σχέση με τους προκατόχους του, η απίστευτη βαρύτητα του. Ήταν ήδη μία H-E-A-V-Y μπάντα που όριζε τι θα πει Αμερικάνικο power metal (το σωστό, το γνήσιο, το πρόστυχο, το οργασμικό) αλλά στο “Welcome to the ball” και μάλιστα με κεκτημένη ταχύτητα από το σχεδόν αδερφό άλμπουμ που ήταν ο ομότιτλος προκάτοχος του, παίρνουν τον ήχο τους και τον πάνε ένα επίπεδο παραπέρα. Από τις πρώτες νότες του “Abandoned” ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία μπάντα “on fire” που λένε οι Αμερικάνοι, που ότι κάνουν τους πιάνει, που δοξάζονται μέσα από απίστευτα γεμάτα σε δομές και πληροφορία γενικά κομμάτια και που μέσα από 11 συνθέσεις οι οποίες μπορεί η κάθε μια να χαρακτηριστεί πρωταγωνίστρια, προσφέρουν 45’ που οδηγούν σε ένα ακόμα μνημειώδες άλμπουμ (δηλαδή ξεκάθαρο 10/10 για όσους έχουν πρόβλημα κατανόησης ή όσους θέλουν να το βλέπουν ξανά και ξανά για να προσκυνούν την Αστερόεσσα που έχουν κρεμασμένη στο δωμάτιο τους). Παρότι όλο το σύνολο του δίσκου είναι φοβερό, η αρχή του είναι καταλυτική.
Έτσι, μετά το “Abandoned” έχουμε την αποθέωση ωριμότητας με το “You only live twice” (αν μου πει οποιοσδήποτε ότι είναι το καλύτερο κομμάτι τους θα τον καταλάβω απόλυτα), τον καταπέλτη “Savior from anger” και το συγκινητικό “Children” για το οποίο γυρίστηκε και βίντεο κλιπ το οποίο προς τέρψη των οπαδών και προς τιμήν του συγκροτήματος, έλαβε πολύ συχνό air play και μάλιστα ακόμα και στην κανονική ροή της ημέρας και όχι αυστηρά στις μεταλλικές εκπομπές. Οι VICIOUS RUMORS πάντα έλεγα ότι είναι MEGADETH χωρίς να παίζουν thrash. Αυτή η γεμάτη κιθάρες (ΚΑΙ ΤΙ ΚΙΘΑΡΕΣ) λογική τους που πρόκρινε όσο ποτέ και τη βαρύτητα που αναφέραμε πιο πάνω, οδηγούσε τα κομμάτια από την αρχή ως το τέλος, με τους Geoff Thorpe/Marc McGee να κεντάνε και να προσφέρουν δυσθεώρατα ριφφ, σόλο και παιχνιδίσματα σε τρομερά ευφάνταστους ρυθμούς που κανένα συγκρότημα της γενιάς τους και γενικά του U.S. ήχου δε μπορούσε να σκεφτεί (κανείς εκτός από τον Criss Oliva για την ακρίβεια, αλλά αυτός ήταν μία Αμερική μόνος του). Τα μπόσικα μια ζωή κρατούσε ο καταπληκτικός ντράμερ Larry Howe, ένας παίχτης που εκτός ότι είχε ΤΗΝ απίστευτη τεχνική, ποτέ δεν ξεχνούσε να βαράει (και όχι να χτυπάει) Δ-Υ-Ν-Α-Τ-Α και να προσφέρει έξτρα κοπάνημα.
Ειδικά η δίκαση που ακολουθεί τις δισολίες ή τα πυρακτωμένα ριφφ που οδηγούν σε σολάρες επιπέδου “Rust in peace” είναι χάρμα ώτων. Το μεγαλύτερο χάρμα των ώτων όλων των μεταλλάδων όμως ήταν αυτός ο άνθρωπος που άνοιγε το στόμα του και χωρούσε όλους μας με την πελώρια -10 φορές και βάλε πάνω από το μπόϊ του- φωνάρα του. Ο Carl Albert ήταν ο Freddie Mercury της μουσικής μας, ο άνθρωπος (;) που μπορούσε κάθε φορά να σε εκπλήξει με τρόπο που δεν το περιμένεις, ο κοντός που όταν πρώτος άρχιζε να κοπανιέται δίνοντας το σύνθημα, έμοιαζε με γίγαντα. Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ που έκανε τη φωνή του ότι ήθελε και μπορούσε να ακούγεται ευαίσθητος όπως στο προαναφερθέν “Children” ή το “Love comes down”, σαρκαστικός όπως στο “Strange behavior”, ηγεμονικός όπως στο “Six stepsisters” και που έσπαγε το φράγμα του ήχου στο “Raise your hands” (τέτοιο σπάσιμο τυμπάνων του αυτιού ούτε με μεγάφωνο δίπλα στο αυτί σου). Το “Ends of the earth” που τέλειωνε το δίσκο φανέρωνε μέχρι που έφτασαν οι VICIOUS RUMORS με αυτό το δίσκο και το μέλλον τους προδιαγραφόταν λαμπρό μέχρι να τους χτυπήσει η μοίρα και μέχρι να χάσουμε δυστυχώς τον κορυφαίο όλων των εποχών αρκετά νωρίς και επίπονα.
Αφιερωμένο στη μνήμη του απόλυτου Carl Albert. Μόνος σου και όλοι οι άλλοι. ΖΕΙΣ!
Άγγελος Κατσούρας

 


VOIVOD – “Angel rat” (Mechanic Records)

Ας είμαστε ρεαλιστές μέσα στην Βοϊβοντίαση μας… εδώ μιλάμε για μετρημένα κουκιά εκ των προτέρων γιατί απλά μερικά πράγματα όσες φορές και να τα κάνεις (πόσο μάλλον να τα επαναλάβεις) Δ-Ε-Ν μπορούν να γίνουν το ίδιο σωστά σε βάθος χρόνου (αν το κάνεις είσαι ο Θεός και όχι άνθρωπος) και κάποια στιγμή θα έρθει η δεδομένη πτώση. Τώρα το αν η δική σου πτώση είναι το σημείο που κανείς δε θα μπορέσει να φτάσει, είναι εντελώς άλλο κομμάτι και πολλές φορές ίσχυσε και συνεχίζει να ισχύει στην περίπτωση των VOIVOD. Τα ‘80s είχαν φερθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στους Καναδούς οι οποίοι με περίσσεια αυτοπεποίθηση, είχαν αναπτύξει στα πρώτα τους 5 άλμπουμ το concept του βαμπειροειδούς Korgull που σε κάθε άλμπουμ έμπαινε σε νέες περιπέτειες και που στο τελευταίο μέχρι στιγμής άλμπουμ τους τότε (το “Nothingface” το 1989) όπως αναφέραμε στο σχετικό αφιέρωμα για τα 30 χρόνια του δίσκου, δε δίστασε να καταστρέψει την αυθεντική του προσωπικότητα θεωρώντας την αδύναμη (έτσι απλά γιατί μπορούσε). Το concept πλέον αποτελούσε παρελθόν και οι VOIVOD ήταν σαν να ξεκινούν ξανά από την αρχή. Με την υποστήριξη μιας μεγάλης εταιρείας (Mechanic/MCA) τα πράγματα έδειχναν ρόδινα και όλοι περίμεναν ποιο ήταν το επόμενο τους βήμα.
Το “Angel rat” ήταν ένας δίσκος τεράστιου θάρρους από το συγκρότημα. Οι thrash αναφορές είχαν κοπάσει ολοκληρωτικά στο “Nothingface” ήδη, όπου μιλούσαμε για την πλέον προοδευτική τους δουλειά (χωρίς να μπορεί κανείς να το πει καθαρά progressive metal γιατί απλά…είναι VOIVOD). Εδώ όμως εν πολλοίς οι VOIVOD δεν ακούγονται καν στερεοτυπικά μεταλλικοί και όπως ήταν πολύ λογικό για την εποχή, πολλοί τους έκραξαν και βάλανε Χ στο συγκρότημα και προφανές μαύρο στο δίσκο. Άντε τώρα να εξηγήσεις στον ούγκανο Βοεβόδα (πσσσς…) οπαδό που ήδη στο “Killing technology” είχε αρχίσει να τσινάει γιατί καθάρισε ο ήχος και που έκραζε ως ξεπουλημένα τα “Dimension Hatross”/”Nothingface” το πόσο ΜΠΡΟΣΤΑ ήταν σαν δίσκος το “Angel rat”. Αρχικά εύφημος μνεία πρέπει να δοθεί στον Snake, ο οποίος με το καλημέρα του δίσκου (“Panorama”, χωρίς να πιάνουμε το αχρείαστο μόλις 25 δευτερολέπτων “Shortwave intro’), κάνει τη διαφορά με τη φωνή του. Πραγματικά η εξέλιξη του από τα ουρλιαχτά και το τραχύ λαρύγγι του στα “War and pain” και “Rrroooaaarrr”, στο αέρινο στυλάκι τους εδώ και στα πολύ καλά πατήματα του στα κομμάτια προκαλεί σχεδόν κατάπληξη. Εντάξει, να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, παρότι ειδικά στα 2 προηγούμενα άλμπουμ είχε αλλάξει προσέγγιση, εδώ ξέφυγε.
Και σε συνδυασμό με το ότι ο τελευταίος τραγουδιστής που περίμενε κανείς να εξελιχθεί ήταν ο Snake, οι υπόλοιποι VOIVOD απελευθερωμένοι από στερεοτυπική μεταλλική προσέγγιση και από το προαναφερθέν concept, αφήνονται στο να συνθέσουν ένα μεστό και ακομπλεξάριστο άλμπουμ που δε διστάζει να εισάγει εναλλακτικά και ψυχεδελικά στοιχεία μέσα του σε σημεία. Ο Piggy στις κιθάρες ξεφεύγει από τους τζαζεμένους ρυθμούς του παρελθόντος και για πρώτη φορά ακούγεται τόσο ευθύς και άμεσος, ο Blacky γεμίζει τρομερά ως γέφυρα τις κιθάρες του Piggy για να συναντήσουν τον για νιοστή φορά εγκεφαλικό Away, o οποίος και πάλι ζωγραφίζει έστω ακόμα και πάνω σε πιο απλοϊκό υλικό. Έτσι σολάρες, γυρίσματα και υπόκοφα μπασοσηκώματα των χορδών συνυπάρχουν σε τρομερή αρμονία σε ένα άκρως ανάλαφρο και διασκεδαστικό μέχρι τέλους άλμπουμ το οποίο αφού έχουν περάσει 28 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, έχει κερδίσει επάξια τη θέση του στην καρδιά των οπαδών της μπάντας, ακόμα και τον πολύ φανατικών, ενώ ήταν πολλοί αυτοί που δεν μπορούσαν να τους ακούσουν πριν (ζούσαν ανάμεσα μας και δεν τους αφανίσαμε…) και ξεκίνησαν να τους ακούνε εδώ (κι ακόμα περισσότερο στο επόμενο αριστούργημα “The outer limits”). Το πόσο ανάλαφρη ήταν η όλη προσέγγιση του υλικού φάνηκε και στο πρώτο βίντεο κλιπ.
Δεν ξέρω πως μπορεί να αντέδρασαν όσοι είδαν το κορυφαίο κλιπ για το “Clouds in my house”, αλλά το ντύσιμο των VOIVOD και το συγκεκριμένο τραγούδι, απείχαν παρασάγγας από την εικόνα τους για το βίντεο του “Voivod” και τον Snake με τα πέτσινα και την αντιασφυξιογόνο μάσκα. Το “Angel rat” έχει μέσα κομματάρες όπως το αγαπημένο των οπαδών “The prow”, το “Golem” και το “Freedoom”, ενώ γράφτηκε και ένα κομμάτι που ποτέ δε μπήκε στο δίσκο με τον τίτλο “Nomads”. Ήταν το τελευταίο άλμπουμ τους με τον Blacky, με τον οποίο ο χωρισμός δεν ήταν και πολύ φιλικός και που έγινε αφού ολοκληρώθηκαν οι ηχογραφήσεις και πριν κυκλοφορήσει το άλμπουμ το Νοέμβρη του ’91. Στο δίσκο προσφέρει έξτρα πλήκτρα στο “The outcast” ο Ivan Doroschuk των MEN WITHOUT HATS, ανταποδίδοντας τη χάρη στον Away, o oποίος έπαιξε τα τύμπανα στον δίσκο των MEN WITHOUT HATS “Sideways”που ηχογραφήθηκε παράλληλα με το “Angel rat” και μάλιστα ο Away τους βοήθησε στην περιοδεία του δίσκου. Το “Angel rat” στέκεται σαν αποπαίδι της δισκογραφίας τους μετά από 3 και πριν από άλλα 3 δεκάρια των VOIVOD και μοιάζει λίγο παράταιρο. Είναι όμως σίγουρο ότι χωρίς αυτό δε θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε όσα ακολούθησαν.
Άγγελος Κατσούρας

 


WARRIOR SOUL – “Drugs, God and the new republic” (Geffen records) 

Μy time: Είναι κάποιες ακροάσεις που δεν τις ξεχνάς ποτέ, όσα χρόνια και αν περάσουν. Καλοκαίρι του 1991 θα περάσει από το πικάπ μου το δεύτερο album των Αμερικανών WARRIOR SOUL. Είναι η εποχή που τα εναλλακτικά συγκροτήματα του σκληρού ήχου όχι πληθαίνουν σε αριθμό και δημιουργούν αλλά κάνουν τέτοιο “θόρυβο” που φτάνουν και στα δικά μας απομακρυσμένα αυτιά στην μικρή Ελλάδα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχα ακούσει το ντεμπούτο της μπάντας και με μεγάλη περιέργεια βάζω στο πικάπ τον δίσκο αυτόν, με το εξαιρετικό εξώφυλλο. Η πρώτη ακρόαση τελείωσε με μια αμηχανία από την πλευρά μου, θυμάμαι ακριβώς το σημείο που καθόμουν αλλά δεν θυμάμαι τι σκεφτόμουν ακριβώς. Η δεύτερη ακρόαση ήρθε να βάλει τα πράγματα στην θέση τους και να μου φανερώσει το μουσικό μεγαλείο που κρύβεται μέσα στα αυλάκια του δίσκου. Έκτοτε όχι μόνο η μπάντα έγινε από τις πιο αγαπημένες μου ever αλλά άρχισα και τον προσηλυτισμό σε γνωστούς και αγνώστους που τύχαιναν να με γνωρίζουν είτε προσωπικά είτε μέσω μιας ραδιοφωνικής εκπομπής που διατηρούσα σε επαρχιακό ραδιοφωνικό σταθμό.
Real thing: H μπάντα από την Νέα Υόρκη τα είχε σχεδόν όλα και κατάφερε εξαιρετικά πράγματα σε μουσικό επίπεδο αλλά όχι πολλά δυστυχώς στο εμπορικό σκέλος. Είχαν σαν management εκείνη την εποχή την Q prime που είχε στο δυναμικό της τους ΜΕΤΑLLICA και τους QUEΕNSRYCHE, επίσης βρίσκονταν σε μία μεγάλη πολυεθνική σαν την Geffen και ο δίσκος είχε σαν παραγωγό τον Geoff Workman και το mastering επιμελήθηκε George Marino, όλοι τους σπουδαία και καταξιωμένα ονόματα στον χώρο. Τι ήταν αυτό που δεν είχαν για να τα καταφέρουν στα charts ; Δεν νομίζω πως υπολείπονταν καθόλου σε ποιότητα σε σχέση με τα υπόλοιπα σχήματα της συνομοταξίας τους και μάλιστα σε μια περίοδο που το grunge ήταν έτοιμο να εκραγεί (με τα γνωστά αποτελέσματα τα επόμενα χρόνια), οι WARRIOR SOUL ήταν πολύ ανώτεροι από πολλά συγκροτήματα του grunge που ακούσαμε αργότερα. Δυστυχώς η μοίρα το είχε γραφτό ο Κory Clarke να μην καταφέρει να γίνει ο rock star του βεληνεκούς που επιθυμούσε, σίγουρα το άξιζε δίχως άλλο αλλά δυστυχώς η ζωή είναι απρόβλεπτη και δεν τα φέρνει όπως τα θέλουμε πολλές φορές.
Τhe Answer: Ο δίσκος είναι ένα εκρηκτικό μείγμα hard rock ήχου με punk rock φιλοσοφία, επηρεασμένος σε ένα βαθμό από τους JANE’S ADDICTION που εκτός από τις εκπληκτικές συνθέσεις που βρίσκουμε σε αφθονία, η μουσική έρχεται να δέσουν ολοκληρωτικά με τους κοινωνικό πολιτικούς στίχους του Kory Clarke που εδώ σαν ένας άλλος Iggy Pop θα έρθει να θίξει όλα τα κακώς κείμενα της εποχής και δεν θα διστάσει να τα βάλει με όλους και με όλα με μεγάλο πάθος που και με σπουδαία δυναμική. Με τέτοια δυναμική και φόρα ξεκινά ο δίσκος με το “Ιnterzone” των JOY DIVISION (δεν είναι η τελευταία φορά που θα τους διασκευάσουν) και εκεί καταλαβαίνεις ότι αυτοί εδώ δεν αστειεύονται. Σε κομμάτια σαν τα “Man must live as one”, “Children of the winter”, “The wasteland”, “Jump for Joy” και “Drugs, god….” θαυμάζουμε εκτός από την ικανότητα του Κory Clarke να απογειώνει τις συνθέσεις το αριστοκρατικό παίξιμο του κιθαρίστα John Ricco αλλά και το άψογο rhythm section των Μark Evans (RIP) και Pete McClanahan. To “Hero” θα επιλεχθεί σαν το single του δίσκου και επίσης η μπάντα θα περιοδεύσει μαζί με τους QUEENSRYCHE στο σκέλος της “Εmpire” περιοδείας. To δεύτερο album της μπάντας είναι πιο “φωτεινό” από το ντεμπούτο τους και αυτό για το οποίο όλοι όσοι τους άκουσαν εκείνη την εποχή είχαν να πουν τα καλύτερα λόγια γι’ αυτούς και τους αγάπησαν.
Είναι ένα από τα καλύτερα albums των 90’s σίγουρα και μπορεί να απουσιάζει κατά καιρούς από τις λίστες των διάφορων mainstream περιοδικών όταν μιλούν για τα 90’s, αλλά όλοι όσοι τους έζησαν στην εποχή τους γνωρίζουν την αξία τους αλλά και την σημαντική σπουδαιότητα των πρώτων έργων τους. Για όλα όσα έκαναν στο πρώτο μισό των 90’s αξίζει να μνημονεύονται και να μαθαίνουν οι νεότεροι για τους δίσκους τους και την σπουδαιότητά τους.
Γιάννης Παπαευθυμίου

 


WHITE LION – “Main attraction” (Atlantic)
To τέταρτο άλμπουμ των WHITE LION έφερε την κοσμογονία στο συγκρότημα. Οι Greg D’Angelo και James Lomenzo έφυγαν από τη μπάντα λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου. Τη θέση τους πήραν οι Tommy “T-Bone” Caradonna και Jimmy DeGrasso για να φύγουν και αυτοί από την μπάντα μετά το τέλος της περιοδείας που ακολούθησε! Και όλα αυτά με έναν εξαιρετικό δίσκο αλλά όχι τόσο πετυχημένο!
Μετά από δύο χρόνια ηχογραφήσεων και μετά το απόλυτα πετυχημένο “Big game” του 1989, οι WHITE LION κυκλοφόρησαν τον εν λόγω δίσκο. Το άλμπουμ χαρακτηρίστηκε σαν «επιστροφή στις ρίζες» από τους οπαδούς του συγκροτήματος καθώς έχει εξαιρετικά καλοπαιγμένο μελωδικό hard rock σε όλη του την διάρκεια! Το άλμπουμ περιέχει δύο instant hits, τα “Love don’t come easy” και “Lights and thunder” τα οποία και μπήκαν στο Top100 του MainstreamRockCharts. Επίσης, στον δίσκο υπάρχει και μία επανεκτέλεση του μυθικού “Broken hearts”! Αν και είχε όλα τα εχέγγυα για να κάνει και αυτό την δική του επιτυχία, τελικά δεν κατάφερε να μπει στο Τοp20 των charts καθώς συνέπεσε με την όλο και αυξανόμενη δημοτικότητα της μουσικής του Seattle! Και μιλάμε για έναν δίσκο με 12 καταπληκτικά τραγούδια, φοβερή παραγωγή, εξαιρετικά παιξίματα και τον Mike Tramp σε δαιμονιώδη κατάσταση! Η μπάντα ακροβατεί μεταξύ τεχνικής και αμεσότητας που κυριολεκτικά έχει συγκλονιστικά αποτελέσματα! Δηλαδή, ακούστε τα “Leave me alone” όπου η μπάντα παίζει τις κάλτσες τις και μετά μεταβείτε στο “Warsong” για να καταλάβετε ακριβώς αυτό που θέλω να πω με την παραπάνω φράση! Ασύλληπτα πράγματα!
Όπως και να ‘χει, το “Main attraction” ήταν το άλμπουμ που έκλεισε την ολόχρυση περίοδο της μπάντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο! Μιλάμε για ένα αψεγάδιαστο άλμπουμ το οποίο και κατέχει την δική του περίοπτη θέση στην ιστορία της μουσικής! Και στιχουργικά και μουσικά και όπως θέλει το ίδιο, μπορεί να σταθεί οπουδήποτε! Πολύ εύκολα!
Ντίνος Γανίτης

XYZ – “Hungry” (Capitol) 
US hard rock. Εκεί στα τέλη του ‘80 με αρχές του ‘90, το πράγμα σοβάρευε με το θάνατο των φλώρων του glam και της γλυκανάλατης σαχλαμάρας που τους έδερνε. Εδώ μάγκες μου, είμεθα μερακλήδες. Μιλάμε για τους XYZ. Για τη μπάντα που είχαν μια φωνάρα πάνω από όλα, riff-άρες από ογκώδεις κιθάρες (Neil Kernon στη παραγωγή, τι περίμενα;) και κομματάρες που κάνουν τους μπαμπάδες του ιδιώματος περήφανους. Τσαχπίνικο και βαρύ μπάσιμο με τη τετράδα “Face down in the gutter”, “Don’t say no”, “Fire and water”, “When the night comes down” που σε ρίχνει στο πιο αλήτικα αμερικάνικο μπαρ με επικίνδυνους τύπους, επικίνδυνα cocktail και ακόμα πιο επικίνδυνες γυναίκες. Ε και ότι θέλει προκύψει ρε παιδί μου, δεν είναι τώρα να το πολυκουβεντιάζουμε! Αλλά έχουμε και το “When I find love” γιατί είμεθα και ρομαντικά αγόρια… και θέλουμε μια μέρα, να βρούμε την αληθινή αγάπη.
Γιατί μέσα από τα ξύδια, τα τσιγάρα και τις λοιπές ομορφιές που λαμβάνουν χώρα Παρασκευο-Σάββατα βράδυ, θέλουμε να ξυπνήσουμε δίπλα σε ένα όμορφο πρόσωπο και 2 μάτια γλυκά να μας λένε καλημέρα (πως τα λέω πανάθεμα με, πως τα λέω!). “Μακάρι να σου μοιάζει η επόμενη μου αγάπη”, λέει ο κύριος….εμείς τι να πούμε εδώ; Μαζί σου μάστορα! Ανοίχτε ένα Jack για συμπαράσταση στο παιδί, που πονάει! Και συγκεκριμένα θα είναι “Whiskey on a heartache” γιατί να πάνε να πνιγούνε όλα, μουσικάρες και ποτάρες μόνο, αγκαζέ με blues διάθεση. Διότι Αμερικάνος hard rocker είσαι, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να μη νιώθεις από blues! Το “Hungry”, αποτελεί ένα από τα πιο υπέροχα δείγματα αμερικάνικου hard rock που κάνει περήφανους όλους τους οπαδούς του ιδιώματος, που αποτελούν περίοπτο κομμάτι – κόσμημα της δισκοθήκης τους. Αλκοολικός δίσκος, μη τον ακούτε ενώ οδηγείτε, το Υπουργείο Μεταφορών προειδοποιεί! Εις υγείαν και απολαύστε υπεύθυνα!
Γιάννης Σαββίδης