Ξημερώνει η 13η Δεκεμβρίου, αποφράδα ημερομηνία, καθώς εκείνη την ημέρα πέθαναν δύο εμβληματικές φυσιογνωμίες της heavy metal μουσικής. Ο Chuck Schuldiner των DEATH, το 2001 και ο Warrel Dane των NEVERMORE και SANCTUARY, το 2017. Μιας και band of the week έχουν γίνει και οι DEATH και οι SANCTUARY, οι NEVERMORE ήταν μονόδρομος. Διαβάστε τα όσα ωραία και συγκινητικά γράφουν οι συντάκτες του Rock Hard και προσπαθήστε να επιλέξετε τον αγαπημένο σας δίσκο από το σχήμα, στο poll που ακολουθεί ακριβώς από κάτω…
Πραγματικά στεναχωριέμαι που η τελευταία μου επαφή με τον Warrel Dane ήταν αυτή η πολύ κακή εμφάνισή του (σωματικά και καλλιτεχνικά) με τους SANCTUARY , λίγους μήνες πριν πεθάνει στο Gagarin, όπου «την έπεσα» κυριολεκτικά στον tour manager του, βλέποντας ότι όδευε προς τον θάνατο με μαθηματική ακρίβεια κι εκείνος δεν έκανε τίποτα. Στεναχωριέμαι που δεν του μίλησα για μία τελευταία φορά. Στεναχωριέμαι και μόνο που σκέφτομαι την τραγική σύμπτωση που είναι ίδια η ημερομηνία θανάτου του με αυτή του φίλου του, Chuck Schuldiner, με τον οποίο ήθελαν τόσο πολύ να συνεργαστούν στους CONTROL DENIED, αλλά δεν πρόλαβαν και τελικά δεν μπόρεσαν. Στεναχωριέμαι και μόνο στην ιδέα τι μπορούσαμε να ακούσουμε ακόμα από την αιώνια αυτή φωνάρα, όπως φάνηκε και από τον τελευταίο σόλο δίσκο του.
Δεν μπορώ όμως να κάνω επικήδειο σ’ έναν καλλιτέχνη που με συντρόφεψε σε τόσες και τόσες περιστάσεις στη ζωή μου, που την ομόρφυνε σε πολλές περιπτώσεις κι ευτυχώς είχα την ευτυχία να του το πω αρκετές φορές όλα αυτά τα χρόνια. Στη μνήμη μου, θα είναι για πάντα εκείνος ο ψιλόλιγνος έφηβος με το ΠΑΡΑ πολύ μακρύ ξανθό μαλλί, που είχα δει στο Headbanger’s Ball στο video clip του “Future tense” και μετά την προσωρινή διάλυση των SANCTUARY, μας πέταξε στα μούτρα μία σειρά από τεράστιες δισκάρες με τους NEVERMORE, που αν οι συνθήκες ήταν πιο πρόσφορες για το heavy metal στα 90’s και τις αρχές των 00’s, θα είχε εντελώς διαφορετικό status. Αν νομίζετε ότι “Dead heart in a dead world”, “Politics of ecstasy” ή “Dreaming neon black”, βγαίνουν εύκολα ξανά, μάλλον γελιέστε. Πόσο μάλλον, σε περιστάσεις που δεν ευνοούσαν κάτι τέτοιο. Ήχος βαρύς σαν οδοστρωτήρας, ερμηνείες ουράνιες, λυρισμός απύθμενος κι ένας κιθαρίστας δίπλα του, ο Jeff Loomis, από άλλο γαλαξία. Αγαπημένη ερμηνεία του Dane, μακράν τούτη εδώ:
Σάκης Φράγκος
Οι NEVERMORE είναι από εκείνες τις μπάντες που στην Ελλάδα των 90’s και 00’s έκαναν πολύ μεγάλο ντόρο. Ίσως δυσανάλογο συγκριτικά με αυτόν που έκαναν στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά μικρή σημασία έχει, καθώς κάποια σχήματα, καλώς ή κακώς, σαν ελληνικό κοινό τα «αγκαλιάσαμε» περισσότερο, νωρίτερα, για μεγαλύτερη διάρκεια από ότι στον υπόλοιπο μεταλλικό χάρτη.
Μία η φωνή του Warrel Dane, που ήταν ήδη αγαπητός ελέω SANCTUARY, μία τα άρρωστα riffs του υπέροχου Jeff Loomis, μία αυτός ο μοναδικός δικός τους συνδυασμός αγαπημένων στη χώρα μας ειδών, όπως το heavy, το thrash, το progressive και με μία πιο «σκοτεινή» αν μπορούμε να πούμε ατμόσφαιρα, δεν ήθελε και πολύ. Με «μπροστάρη» το “What tomorrow knows”, τότε, πίσω στο 1995, είτε από κασέτες, είτε από MTV, είτε από τα μαγαζιά, από το ντεμπούτο τους κιόλας, οι Αμερικάνοι έκαναν το «κλικ» με τη χώρα μας. Ένα «κλικ» που έφτασε στο αποκορύφωμά του το 2000, με την κυκλοφορία του “Dead heart in a dead world”, του κορυφαίου δίσκου που μας χάρισαν στη γεμάτη με πολύ ωραίες κυκλοφορίες καριέρα τους! Η φωνή του Dane, μπροστάρης, με αυτή την ιδιαίτερη χροιά του και διαφορετική από ότι είχαμε μάθει με SANCTUARY, με τους εσωτερικούς στίχους του, πότε να αναζητάνε, πότε να καυτηριάζουν, το rhythm section που ακουγότανε κυριολεκτικά μπετό και την κιθάρα που είχε ένα ρόλο δεύτερης φωνής πολλές φορές, οι NEVERMORE δεν έκαναν άδικα το όνομα που έκαναν στη χώρα μας. Είπαμε. Χτύπησαν ταυτόχρονα σε χορδές που πάντα γούσταρε ο Έλληνας μεταλλάς.
Προσωπικά, μετά το “Dead heart…” ακολούθησε μία πτωτική πορεία. Άλλωστε και οι ίδιοι δεν ήταν τόσο σίγουροι και στον ίδιο οίστρο όπως στα 90’s. Μεγαλύτερη απόδειξη για αυτό είναι ότι σε 5 χρόνια (1995 – 2000) είχαν βγάλει 4 δίσκους, ενώ μετά, στην επόμενη δεκαετία, έβγαλαν μόλις 3. Και προσωπικά, μετά από ένα σημείο και ειδικά μετά το “Enemies of reality”, ένιωθα ότι ο Loomis, δίσκο με δίσκο το πήγαινε ακόμα πιο μακριά και εντυπωσιακά το πράγμα, αλλά ο Dane (ξέρω, θα με σταυρώσετε για αυτό) ήταν σαν να μένει σε σταθερή τροχιά και να μην ακολουθεί τον κιθαρίστα του. Άποψη. Άλλοι συμφωνούν, άλλοι διαφωνούν. Πάντως, η αλήθεια είναι, ότι στα προσωπικά τους άλμπουμ και οι δύο έδειξαν (με πάρα πολύ καλά αποτελέσματα) ότι ίσως, ως ένα βαθμό, το όνομα NEVERMORE δε μπορούσε να καλύψει τις μουσικές τους ανησυχίες πλέον. Και καλά έκαναν και σταμάτησαν όταν σταμάτησαν.
Σίγουρα από τις μπάντες που στιγμάτισαν μουσικά τη χώρα μας, από εκείνες που έχουν άλμπουμ που, προσωπικά πάντα, ανήκουν στο πάνθεον του heavy metal και έχοντας ταυτόχρονα έναν τόσο χαρακτηριστικό ήχο, που τους έκανε να ξεχωρίζουν. Μοναδική ένωση διαφόρων ειδών της μουσικής μας, ιδιαίτερο και σαγηνευτικό τις περισσότερες φορές αποτέλεσμα.
Δίσκος, “Dead heart…” χαλαρά. Κομμάτι, σωθήκαμε!!! Για σήμερα, ας πάω με ένα από τα πλέον αγαπημένα εδώ και χρόνια, για να μη βάλω τα περισσότερα του “Dead heart…”. Respect σε αυτό το σχήμα.
Φραγκίσκος Σαμοΐλης
Οι NEVERMORE κάποια εποχή στην Ελλάδα ήταν απίστευτα “hot” όνομα. Για το αν αυτό έγινε δικαίως ή αδίκως, είναι καθαρά θέμα γούστου και οπτικής από την οποία βλέπεις τα πράγματα. Επειδή είστε πονηρούληδες, ναι, έχετε δίκιο που το σκεφτήκατε: Φυσικά κι έφαγαν απίστευτο σπρώξιμο από τον τότε Τύπο. Μήπως όμως, λέω μήπως, ως ένα σημείο το άξιζαν; Αλλά ας δούμε τα πράγματα από λίγο πιο…πίσω. O Warrel Dane και ο Jim Sheppard (νομίζω ήταν και ο Loomis μαζί τους) μας είχαν επισκεφτεί εκεί στο λυκαυγές των 90’s με τους θεούς, τιτάνες, μύθους του USPM SANCTUARY μαζί με τους FATES WARNING για δύο συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη που όπως όλες του «καιρού εκείνου» πέρασαν γρήγορα στην σφαίρα του θρύλου, ελλείψει ντοκουμέντων και βασιζόμενες στις εξιστορήσεις των παλαιοτέρων που ήταν (ή και δεν ήταν, χεχε) εκεί. Όταν όμως οι NEVERMORE έκαναν εδώ το μεγάλο «μπαμ», στην ουσία στηρίχτηκαν σε μια εντελώς νέα φουρνιά οπαδών. Αυτή που μεγάλωνε τότε, μαζί τους, ακούγοντας συγκροτήματα όπως οι ICED EARTH, BLIND GUARDIAN, STRATOVARIUS και όλα όσα γιγαντώθηκαν την περίοδο 1995-2000. Συγκεκριμένα, ο δίσκος που έκανε τον περισσότερο χαμό ήταν σίγουρα το “Dead heart in a dead world”. Αυτός τους καθιέρωσε στην συνείδηση του κόσμου ως μεγάλο «όνομα». Πιο πριν, είχε προηγηθεί ένα “Dreaming neon black”, σκοτεινό, πεσιμιστικό, σχεδόν δύστροπο, ένα “Politics of ecstasy” που ήταν ο πρώτος μεγάλος τους δίσκος και ένα ντεμπούτο που άφηνε τις καλύτερες των εντυπώσεων. Όταν μας επισκέφτηκαν για πρώτη φορά το 1996, στην Θεσσαλονίκη έγινε χαμός, εδώ στην Αθήνα όμως η εμφάνισή τους λόγω τεχνικών προβλημάτων και λόγω της μουσικής και όχι μόνο αμορφωσιάς του κοινού εξελίχτηκε σε κλαυσίγελο. Βλέπετε, τότε ήταν και η εποχή που όλοι ήθελαν να δουν τους ICED EARTH, και οι οπαδοί των SANCTUARY δεν είχαν δει με καλό μάτι την «στροφή» των Dane και Sheppard προς έναν ήχο σύγχρονο και νεωτεριστικό για να είναι εκεί και να «σώσουν το παιχνίδι». Γιατί ναι, οι NEVERMORE δεν είχαν πια σχέση με το τεχνικό, επικολυρικό, υψίφωνο power metal των «πατέρων» τους. Οι NEVERMORE έπαιζαν πια το απόλυτο σύγχρονο progressive metal. Ναι, PROGRESSIVE, τι με κοιτάς σαν χάνος; Ο όρος σημαίνει να είσαι προοδευτικός, να δοκιμάζεις πράγματα που δεν έχουν ξαναπαιχτεί (όσο αυτό γίνεται) και να μην έχεις στεγανά και όρια, όχι απλά να παίζεις 154 νότες/sec σε ρυθμούς «ό,τι να’ναι». Επομένως, μια μπάντα που συνδύαζε το heavy, το thrash, το αμερικάνικο βαρβάτο power, τον νεότευκτο (τότε) groovy metal ήχο και έφτασε να καταθέσει μέχρι και ένα doom metal ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ (“Passenger”) μέσα από τεχνικότατες συνθέσεις, τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Τέλος πάντων, ψιλά γράμματα. Τις επόμενες φορές που μας επισκέφτηκαν σαφέστατα και έπαιξαν πολύ καλά, αλλά και τις δύο που τους είδα εγώ και έτυχαν μαζί με τους ANNIHILATOR, έχασαν τα αυγά, τα πασχάλια, τα καλάθια, τα πάσα και τις ταυτότητες. Ειδικά σε εκείνο το απίστευτο live στο ΡΟΔΟΝ, ο Joe Comeau τους κατάπιε μόνος του, δεν χρειαζόταν καν ο Waters. Όσα διαδραματίστηκαν μετά το “Dead heart in a dead world” δεν μπορώ να πω πως με κερδίζουν. Καλοί δίσκοι με τα πάνω και τα κάτω τους, εκτός από το “Enemy of reality” το οποίο δεν μπορώ να το ακούσω με τίποτα… όπως καταλαβαίνει κανείς, αγαπημένο δίσκο θα διαλέξω κάποιον από τους πρώτους και αυτός μάλλον θα είναι το “Politics of ecstasy”. Τραγούδι όμως, θα βάλω σίγουρα έναν ύμνο που θαρρείς πως έρχεται από το “Into the mirror black” και μάλιστα από live εκτέλεση, για να χαρούμε και το κιθαριστικό όργιο που λέγεται Loomis – Broderick…
Δημήτρης Τσέλλος
NEVERMORE… Ποτέ ξανά στα λάθη του παρελθόντος. Αυτό σήμαινε το όνομα που έδωσαν στη μπάντα τους ο Warrel Dane και ο Jim Shepard μετά από όσα πέρασαν στο παρελθόν με τους SANCTUARY. Θυμάμαι την ανυπομονησία να τους ακούσω. Θυμάμαι το άκουσμα του “What tomorrow knows” όταν αγόρασα με προσμονή το ομότιτλο άλμπουμ. Θυμάμαι το μπάσιμο του “Seven tongues of god” όταν βγήκε το “The politics of ecstasy” και όταν ήρθαν για πρώτη φορά μαζί με τους ICED EARTH το ’97. Θυμάμαι τον Schaffer να με ρωτάει αν καταλαβαίνω τη μουσική τους γιατί του φαινόταν πολύπλοκη. Θυμάμαι το “Dreaming neon black” να ξεπερνάει ότι είχαν κάνει και να γνωρίζω τον αγαπημένο μου από τους FORBIDDEN Tim Calvert και να μου δείχνει πως παιζόταν τα κομμάτια τους. Θυμάμαι να έρχεται το promo του “Dead heart in a dead world” στο Rock City στη Θεσσαλονίκη και η Μαίρη να το βάζει να το ακούσω, να μαζεύεται κόσμος που χτυπιόταν μέσα και να καταλαβαίνω στην πρώτη νότα ότι άκουσα ένα από τα 20 καλύτερα άλμπουμ της ανθρωπότητας. Θυμάμαι να έρχονται να βραβεύονται για το δίσκο και να τους κάνουν σκόνη οι ANNIHILATOR. Θυμάμαι τα νεύρα τους για την παραγωγή του “Enemies of reality” και τη χαρά τους για την αντίστοιχη του “This godless endeavor”. Θυμάμαι πόσο σιχάθηκα το “The obsidian conspiracy” και πως αντέδρασε ο Jeff Loomis όταν του είπα ότι την ίδια μέρα που έπαιζαν στη Θεσσαλονίκη, θα πήγαινα να δω τους DEICIDE και που μου είπε «και πως θα παίξουμε εμείς χωρίς να είσαι εδώ»… Θυμάμαι που πάντα ήταν παραδοσιακοί για τους μοντέρνους, μοντέρνοι για τους παραδοσιακούς, βαρύτατοι για τους φλώρους και φλώροι για τους κάφρους. Πάντα στη μέση των γούστων, πάντα με όραμα, πάντα με πειθώ και πάντα με την αίσθηση ότι μπορούσαν να αφήσουν εποχή αν δε μπαίνανε οι καταχρήσεις στη μέση. Θυμάμαι τα πάντα και θα τα κρατήσω μέσα μου για πάντα. Αυτό που ποτέ δε θα ξεχάσω όσο ζω, είσαι ΕΣΥ! Μου λείπεις όσο τίποτα, έγινες ο καλύτερος μου φίλος από όλους τους ήρωες που γνώρισα και κάθε φορά που ερχόσουν εδώ είχαμε κάτι νέο να πούμε και νέα μέρη να επισκεφτούμε. Σ’ ευχαριστώ για όλα Warrel, που ήσουν στη ζωή μου από πολύ μικρή ηλικία, που επιβεβαίωνες πάντα το θαυμασμό που άξιζες να έχεις σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος, που πάντα είχες μία καλή κουβέντα να μου πεις και που με θεωρούσες φίλο σου και κάποτε μου είπες ότι μ’ αγαπάς. ΖΕΙΣ!
Άγγελος Κατσούρας
Ανακάλυψα τους NEVERMORE γύρω στο 1998 και με το “Politics of ecstasy” του οποίου ο τίτλος είναι παρμένος από το ομώνυμο σύγγραμμα του ψυχολόγου, φιλοσόφου και λάτρη των ψυχοτροπικών ναρκωτικών, Timothy Leary. Από το πρώτο άκουσμα του “The seven tongues of god”, ο έρωτας για τη μπάντα και τον μοναδικό της ήχο, και ειδικά με τον Warrel Dane, ήταν ακαριαίος. Δεν ήμουν σίγουρος στη τρυφερή ηλικία των 14 αν αυτό που άκουγα ήταν power ή thrash metal και σε ποια κατηγορία να το τοποθετήσω στη συλλογή μου που όλο και μεγάλωνε. Κάπου τότε ανακάλυψα πως υπάρχει ένα ακόμα παρακλάδι που λέγεται US Metal και πως κάπου εκεί ανήκουν οι NEVERMORE με την ιδιαίτερη σύζευξη μελωδίας, τραχύτητας και σκοτεινής ατμόσφαιρας. Ας μη μιλήσω φυσικά για το σοκ που υπέστη όταν κυκλοφόρησε το magnum opus της μπάντας το 1999. Υπάρχουν φορές που ακόμα και 20 χρόνια μετά κολλάω τόσο πολύ με το “Dreaming neon black” που το τοποθετώ άνετα στα τοπ 5 καλύτερα όλων των εποχών! Είκοσι χρόνια μετά, η ερμηνεία του Dane στο ομώνυμο τραγούδι μου προκαλεί ανατριχίλα με την μετουσίωση σε στίχο και φωνητικά του πόθου και πόνου που έβγαινε από τα εσώψυχα του. Είκοσι χρόνια μετά, ειλικρινά δεν με ενδιαφέρει να κατηγοριοποιήσω τους NEVERMORE μιας και ήταν μια σχολή από μόνη της, όπως ήταν ο Jeff Loomis και ο Warrel Dane ξεχωριστή σχολή. Η δισκογραφική συνέχεια της μπάντας ήταν εξίσου σπουδαία αλλά το κύκνειο άσμα τους πραγματικά έδειχνε μια μπάντα που δεν λειτουργούσε σαν σύνολο και οικογένεια. Σήμερα, ο Warrel Dane μας λείπει όσο λίγοι άλλοι, η απουσία του είναι αισθητή και ακόμα πιο αισθητή είναι η απουσία του Loomis που πραγματικά θυσιάστηκε (για δικό του ίσως καλό) με την είσοδο του στους ARCH ENEMY όπου το αστέρι του έχει πάψει να λάμπει.
Φίλιππος Φίλης
Κλείνοντας δύο χρόνια από τότε που ο Warrel Dane έφυγε από κοντά μας, νικημένος από τους δικούς του δαίμονες, δεν θα μπορούσαμε αυτήν την εβδομάδα να μην ασχοληθούμε με ένα από τα πνευματικά του παιδιά, τους NEVERMORE. Αν και πάντα είχα μια σαφή προτίμηση στο “πρωτότοκό” του, τους SANCTUARY, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω την εξαιρετική ποιότητα των NEVERMORE, με κάποιους δίσκους να αποτελούν απαραίτητη προσθήκη σε κάθε δισκοθήκη που σέβεται τον εαυτό της. Τελευταία φορά που είδα τον Dane ζωντανά ήταν το 2001 αν θυμάμαι καλά όταν οι NEVERMORE έπαιξαν στη χώρα μας μαζί με τους ANNIHILATOR, σε ένα live που μνημονεύεται ακόμα από πολλούς. Και ειλικρινά στεναχωριέμαι ιδίως όταν φεύγουν από τη ζωή νέοι άνθρωποι όπως ο Warrel, ο Chuck και τόσοι άλλοι που είχαν τόσα να προσφέρουν στη μουσική μας και την κάνουν φτωχότερη με την απουσία τους. Η μουσική τους κληρονομιά όμως είναι παρούσα και το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να την τιμούμε όπως της αρμόζει.
Θοδωρής Κλώνης
Δυστυχώς έχουμε και αυτές τις μαύρες επετείους και φτάνουμε στα δύο χρόνια χωρίς τον Warrel Dane. Τα βλέπαμε, τα συζητούσαμε αλλά κανείς δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα και αυτοί οι δαίμονες για τον Dane ήταν πανίσχυροι. Τι μένει; Μια κληρονομιά. Και επειδή τιμούμε αυτή την εβδομάδα τους NEVERMORE λόγω του Dane, θα μιλήσουμε για την κληρονομιά που άφησε με αυτούς. Μία μπάντα αλλόκοτη, δυσκολεύοντας κάθε κριτικό να της κολλήσει μία ταμπέλα, αλλά με απίστευτη ποιότητα, τρομερούς μουσικούς, με ταυτότητα, πρωτότυπη και μουσικάρες ρε παιδιά. Για ποιο άλμπουμ να μιλήσω; Όλα έχουν κάτι να πουν και μάλιστα πολλά από αυτά είναι και αξεπέραστα. Προσωπική αδυναμία το “Dead heart in a dead world” γιατί είναι και αυτό με το οποίο τους έμαθα. Γενικότερα όμως οι ερμηνείες του Dane τον χαρακτήρισαν ως έναν από τους καλύτερους σύγχρονους ερμηνευτές/τραγουδιστές και με στίχους πραγματικά ανατριχιαστικούς. Τι να πεις για αυτά που ξεστόμιζε στο “Dreaming neon black”; O Dane ήταν ο δικός μας ποιητής και σε συνδυασμό με τη μουσική των NEVERMORE άφησε ιστορία.
Δημήτρης Μπούκης
Οι NEVERMORE ήταν μεγαλειώδεις μέχρι τα early 00’s που τους παρακολουθούσα στενά. Ακόμα θυμάμαι το σοκ ακούγοντας το “In memory” που έχει το αγαπημένο μου τραγούδι τους (“Matricide”). Ακόμα θυμάμαι τη βραδιά που έπαιξαν πριν τους ICED EARTH και τους χλεύασαν οι κολλημένοι fans των headliners. Ακόμα περισσότερο, όμως, θυμάμαι τη συναυλία για το “Dreaming neon black” στο μισογεμάτο Ρόδον και τον μπουκωμένο ήχο που τους αδίκησε γιατί έδωσαν το καλύτερο live τους επί ελληνικού εδάφους – ποιος να ξεχάσει το “Future tense” που έγινε το έλα να δεις; Το “Dead heart in a dead world” τους εδραίωσε στις συνειδήσεις μας και έκανε ένα διήμερο sold out μαζί με τους ANNIHILATOR! Από εκεί και πέρα έχασα τη μαγική σχέση που είχα μαζί τους… Ένιωσα ότι έχασαν αυτό το feeling που είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή…
Άφησαν πίσω τους μια σειρά άψογων δίσκων μέχρι το 2001 και κυριότερα κατάφεραν να επαναπροσδιορίσουν τον όρο heavy metal σε όλα τα επίπεδα, φτάνοντας ακόμα και τον Samoth των EMPEROR να φωτογραφηθεί με μπλούζα τους για λογαριασμό του Terrorizer. Αυτό για να καταλάβουμε τον αντίκτυπο που είχαν εκείνη την περίοδο που κυριολεκτικά σάρωναν σε όλα τα επίπεδα. Ήταν η περίοδος που ο μύθος του Jeff Loomis στην κιθάρα και του Warrel Dane στα φωνητικά ήταν πάνω από ο,τιδήποτε υπήρχε στον ήχο που πρέσβευαν. Τελευταία φορά τους είδα στο Rock Hard festival στη Γερμανία το 2010 και ένιωσα ότι απλά πλέον δεν είναι καταιγιστικοί, αλλά διεκπαιρεωτικοί…
Θα βάζω τους δίσκους τους και θα θυμάμαι πόσο με χάραξαν εκείνες οι φορές που τους είδα επί αθηναϊκού εδάφους να σαρώνουν τα πάντα, αφήνοντας όλους μας άφωνους με την απόδοση τους. Είναι από τις φορές που η νοσταλγία προσκρούει στην πραγματικότητα που λέει ότι στις μέρες μας δεν υπάρχουν τέτοιες μπάντες να είναι τόσο αποστομωτικά ισοπεδωτικές live! Γιατί; Μα ο λόγος απλός: Δεν έχουν τις συνθέσεις του επιπέδου των NEVERMORE για να υποστηρίξουν την απόδοση τους!
Λευτέρης Τσουρέας
Το ημερολόγιο γράφει 1992. Οι SANCTUARY μετά από δύο απαστράπτοντα διαμάντια αμερικάνικου heavy metal (“Refuge denied”, “Into the mirror black”) έχουν ήδη διαλυθεί, μια και δεν ήθελαν να ενδώσουν στις πιέσεις της δισκογραφικής τους εταιρείας για να γίνουν ένα με το grunge, που ήδη είχε αρχίσει να εξαπλώνεται σαν λαίλαπα με ορμητήριο το Seattle. Μπάντες όπως οι NIRVANA, PEARL JAM, ALICE IN CHAINS, SOUNDGARDEN μονοπωλούν το mainstream ενδιαφέρον, και κατ’ επέκταση και των δισκογραφικών εταιρειών. Οι Warrel Dane και Jim Sheppard (τραγουδιστής και μπασίστας αντίστοιχα) όμως, δε θα μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια. Εκείνη τη χρονιά, ιδρύεται ένα συγκρότημα, στη καρδιά του Seattle, κόντρα στο ρεύμα, ένα συγκρότημα αλλιώτικο από τα άλλα, και μια από τις 20 αγαπημένες μπάντες του γράφοντα όλων των εποχών. Το όνομα του ήταν NEVERMORE, ως μια αναφορά σε έναν από τους αγαπημένους ποιητές του Warrel Dane, Edgar Allan Poe (άλλη μια, θα βρούμε, αν διαβάσουμε το δεύτερο άλμπουμ τους “The politics of ecstasy”, ως ακρωνύμιο).
Η μπάντα συμπληρώνεται, με τον ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ drummer Van Williams και με έναν πιτσιρικά που το ‘87 έκανε audition για παρτενέρ του Mustaine στους MEGADETH (τότε, ετών 16, για τους MEGADETH. Τι να πει κανείς…), και γνώριμο των Dane/Sheppard από την περιοδεία με τους SANCTUARY πριν τη διάλυση: Jeff Loomis. 2 χρόνια μετά (1994), γίνεται το πρώτο βήμα, η δήλωση μέσω της δισκογραφικής στέγης τους ως το τέλος που ακούει στο όνομα Century Media. Ποτέ Άλλοτε το metal δεν θα ξαναήταν το ίδιο. Έμπα με το “What tomorrow knows” και κάτι διαφορετικό, κάτι ογκώδες και ανήκουστα βαρύ, ξεχύνεται από τα ηχεία. Death metal όγκος, heavy metal φωνητικά με μια πληθώρα χρωμάτων και εκφράσεων, κιθάρες που άλλοτε είναι θρηνητικές, άλλοτε σε ταξιδεύουν, και άλλοτε γίνονται ξυράφια που πετσοκόβουν, τύμπανα που λυσσομανάνε αλλά και κάνουν επίδειξη υψηλής τεχνικής, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, φτιαγμένο για μεγάλα πράγματα.
Η συνέχεια, έχει μόνο αριστουργήματα. Το EP “In memory” (1996) (αυτό το “Matricide”….αχ!) προλογίζει τον Μάιο αυτό που θα έρθει στο “The politics of ecstasy” τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αλλά και δείχνει την έλλειψη κολλημάτων τους σε επίπεδο μουσικών επιρροών, με το medley διασκευών στα “Silent Hedges” και “Double Dare” των BAUHAUS. Αποτελούν ένα ντουέτο κυκλοφοριών με τον σπουδαίο Pat ‘O Brien (που αργότερα τον μάθαμε, στους CANNIBAL CORPSE). Σημείωση, ότι το “The politics of ecstasy” (“The seven tongues of god” και δεν είμαστε καλά!) περιέχει μια ΔΙΑΣΚΕΥΑΡΑ στο “Love bites” των PRIEST (“an industrial nightmare” δια στόματος του ίδιου του Dane). Το έτος 1999, έχουμε την αλλαγή του Pat ‘O Brien, με έναν ήρωα του αμερικάνικου thrash: Tim Calvert, άρτι αφιχθείς από τους ήδη διαλυμένους από το ‘97, FORBIDDEN (”Twisted into form” και ψάχνουμε το σαγόνι…29 χρόνια μετά!). Ο δίσκος που θα σημάδευε τον Dane μέχρι το τέλος των ημερών του: “Dreaming neon black”. Ένα θρηνώδες αριστούργημα, το concept άλμπουμ για τον θάνατο της αγαπημένης του, εξιστορώντας το μπλέξιμο της σε θρησκευτική αίρεση που οδήγησε σε χρήση ναρκωτικών. Concept που απεικονίζεται στα δύο εξώφυλλα με το χέρι που ζητάει βοήθεια μέσα από το ποτάμι, και το πτώμα της κοπέλας που βυθίζεται σε μια δίνη του ποταμού. Αμφότερα, αποτελούν απεικονίσεις εφιαλτών που είχε ο Warrel Dane ξανά και ξανά, βλέποντας να τη χάνει μέσα από τα χέρια του.
Αμέσως την επόμενη χρονιά, κυκλοφορούν τον απόλυτο αγαπημένο δίσκο του γράφοντα: “Burn your gods and kill the king, subjugate your suffering, DEAD HEART, IN A DEAD WORLD”. Γίγαντας της δισκογραφίας των Αμερικανών, με τον Loomis να χρησιμοποιεί για πρώτη φορά επτάχορδη, το ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ εξώφυλλο του Travis Smith, και με τη μπάντα στην καλώς εννοούμενη “εμπορική” της στιγμή, το δικό τους “Black album” θα έλεγε κανείς. Όπου συνθετικά, ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΟΥΝ. Ακόμα και η απερίγραπτη διασκευή στο “The sound of silence” των SIMON AND GARFUNKEL έχει μπει τόσο στο κλίμα του δίσκου, που δεν το αναγνώριζα στις πρώτες ακροάσεις παρόλο που είναι πασίγνωστο. Τι να πεις τώρα για δίσκο που έχει μέσα “Inside four walls”, ανοίγει με “Narcosynthesis”, που τα “εμπορικά” του κομμάτια είναι το “Believe in nothing” και το “The heart collector” (κλάμα, προσκύνημα, καληνύχτα σας και καλό ξημέρωμα), που έχει “Engines of hate” και “The river dragon has come”….τι έγινε, πάλι έγραψα όλο το δίσκο ε; Καταλάβατε τέλος πάντων!
3 χρόνια μετά, οι NEVERMORE για πρώτη φορά βρίσκονται σε σύγκρουση με τη Century Media για λόγους συμβολαίου, με την εταιρεία να κόβει το budget της ηχογράφησης του παρεξηγημένου αλλά ΘΕΪΚΟΥ “Enemies of reality”. Το άλμπουμ είχε βγει σε 2 εκδόσεις, με τον Andy Sneap να αναλαμβάνει τη δεύτερη μίξη προσπαθώντας να το σώσει, μια και πολλοί δεν συμπάθησαν την αρχική παραγωγή του Kelly Gray. Το άλμπουμ είναι αφιερωμένο στη μνήμη του ΜΕΓΑΛΟΥ Chuck Schuldiner. Η σύγκρουση αυτή, έβγαλε τους NEVERMORE νικητές, μια και ο δίσκος εν τέλει αγκαλιάστηκε από τους οπαδούς, και μπόρεσαν να διαπραγματευτούν το συμβόλαιο τους υπό καλύτερους όρους. Το 2005, με παρτενέρ στις κιθάρες τον Steve Smyth, κυκλοφορούν το υποδειγματικό “This godless endeavor”. Έμπα με το “Born”, η ζωή τελειώνει, και τα πάντα πηγαίνουν τρένο ως το τέλος, με συμμετοχή μέχρι και του θεού James Murphy στο “The holocaust of thought”. “Final product”, “Sell my heart for stones”, “Sentient 6” (βουρκώνω και μόνο που μου έρχονται οι μελωδίες στο μυαλό…ας σταματήσω!) και οι ήρωες εκ Seattle απολαμβάνουν την επιτυχία που πανάξια κέρδισαν. Πέντε χρόνια περνάνε αυτή τη φορά, παραγωγή αναλαμβάνει ο Peter Wichers των SOILWORK, και κυκλοφορούν αυτό που θα ήταν το κύκνειο άσμα τους το 2010: “The obsidian conspiracy”. Ένας φοβερός δίσκος, αισθητά κατώτερος για κάποιους από τον προκάτοχο του, αλλά δεν ακούω κανέναν τους, εδώ μιλάμε για το “Dead heart…” μέρος δεύτερο. Καταπληκτικά κομμάτια, όπως το “Moonrise (Mirrors of death)”, “The termination proclamation”, “Your poison throne”, “Emptiness unobstructed” και το απίστευτο ομώνυμο που κλείνει το δίσκο. Ειρωνικά κλείνει με τη φράση “these are my last…words!”. Όντως θα ήταν οι τελευταίες λέξεις του Warrel, για λογαριασμό των NEVERMORE, μια και τον επόμενο χρόνο θα μπουν στο πάγο, με το reunion των SANCTUARY την ίδια χρονιά. O θάνατος του Warrel από το αλκοόλ στις 13 Δεκεμβρίου 2017 (επ’ αφορμή του οποίου γράφονται αυτές οι γραμμές – παραλήρημα – προσκύνημα) έβαλε τέλος στους NEVERMORE μια και καλή, αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση, ενός συγκροτήματος απαραίτητου για το metal αλλά και που άφησε μια αψεγάδιαστη παρακαταθήκη.
Οι NEVERMORE, στη χώρα μας, λατρεύτηκαν σαν θεοί ακόμα κι από τους πιο ακραίους οπαδούς. Από το 1997 ως και το 2010, μοίρασαν ατελείωτο πόνο στις συναυλίες τους, είτε μόνοι τους είτε με τους ICED EARTH, SOILWORK, EVERGREY, ANNIHILATOR για παρέα. Άλλη ειρωνεία της τύχης είναι πως πέθανε, την ίδια μέρα με τον Chuck Schuldiner, ο οποίος διακαώς τον ήθελε στο “The fragile art of existence” ως τραγουδιστή. Αλλά το βεβαρημένο πρόγραμμα των NEVERMORE, άφησαν τη θέση αυτή στον Tim Aymar. Είμαι σίγουρος ότι οι 2 τους εκεί πάνω σκαρώνουν το “When man and machine collide” που ποτέ δε κυκλοφόρησε σε αυτό το κόσμο. Επιλέγοντας κομμάτι, θα πάω με το “The river dragon has come” το κομμάτι που άνοιξε το δρόμο για να τους ανακαλύψω και να τους αγαπήσω τόσο πολύ. Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη της τόσο μεγάλης φωνής και ψυχής που σίγησε τόσο κρίμα και άδικα. Για σένα Warrel…και τον Tim Calvert που ήρθε και σε βρήκε αργότερα. Ευχαριστώ, για όλα εκείνα που δε χωρέσανε να ειπωθούν σε 1200 λέξεις.
Γιάννης Σαββίδης
Λατρεμένη μου εφηβεία πόσο μα πόσο πολύ μου λείπεις! Εκδρομή με το λύκειο στα Village Cinemas στου Ρέντη. Αφού έχει τελειώσει η ταινία που είχαμε πάει να δούμε, επίσκεψη στα Virgin Megastores για ψώνια. Λίγο το χαρτζιλίκι αλλά έφτανε να αγοράσω δύο CD. Το ένα ήταν το “British steel”. Το άλλο ήταν το “Dead heart in a dead world”. Είχα διαβάσει στα έντυπα της εποχής εκείνης για ένα καταπληκτικό άλμπουμ, από τα καλύτερα που είχαν βγει εκείνη την χρονιά. Και αυτός ήταν ο λόγος που το αγόρασα. Η συνέχεια ήταν να γίνω οπαδός της μπάντας αλλά και να φύγω από την αγκαλιά της κάποια χρόνια αργότερα. Τους γουστάρω πολύ τους NEVERMORE μέχρι και εκείνο τον δίσκο! Πάρα μα πάρα πολύ! Μετά, δε με συγκίνησε καμία τους δουλειά, τους παράτησα, δε μου μιλούσαν πλέον. Αλλά αυτά τα 4 άλμπουμ τα ακούω ακόμα και σήμερα. Για τον κύριο Warrel Dane πάνω από όλα και τους στίχους που έχει γράψει! Γιατί ήταν από τους πρώτους μου ήρωες στη μουσική αυτή! Γιατί στα special thanks που είχε σε κάθε δίσκο «ευχαριστούσε» όλους τους μουσικούς του ήρωες και γιατί ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε εν μέρει το Metal στην αρχή της δύσκολης δεκαετίας! Τεράστια μορφή, τεράστια μπάντα που δυστυχώς δεν ξέφυγε από τους τέσσερις τοίχους!
Ντίνος Γανίτης
Πέρασαν κιόλας δυο χρόνια από τον θάνατο του Warrel Dane! Πόσο περίεργη θα ακουγόταν αυτή η είδηση στον δεκαεφτάχρονο εαυτό μου για τον μακρυμάλλη νεαρό που είδε να τραγουδάει για πρώτη φορά στο video clip του “What tomorrow knows” και πόσο θλίψη προκάλεσε στον τριανταπεντάχρονο εαυτό μου η είδηση του αιφνίδιου θανάτου ενός από τους μουσικούς του ήρωες, αυτού του ποιητή της metal μουσικής. Αυτά τα σχεδόν 20 χρόνια οι NEVERMORE αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι του ταξιδιού μου μέσα στην μουσική, με βιωματικές εμπειρίες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες τα τραγούδια τους και έτσι ο θάνατος του Warrel και η αναπόφευκτη διάλυσή τους μου αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
Οι NEVERMORE λοιπόν ήταν η συνέχεια των SANCTUARY μόνο στα χαρτιά, καθώς μουσικά, εκτός ίσως από τις ίδιες καταβολές, είχαν μεγάλες διαφορές. Και εδώ ίσως ευθύνεται η συνθετική συμβολή του τεράστιου Jeff Loomis, o οποίος έχει μια μοναδική ικανότητα να μπολιάζει τα ακούσματα και τις επιρροές του σε κάτι το μοναδικό. Γιατί αυτό ήταν οι NEVERMORE. Κάτι το μοναδικό. Η μουσική τους ουσιαστικά αποτελεί μια μελοποίηση της ποίησης του Dane, ο οποίος είχε και ένα μοναδικό τρόπο να την ερμηνεύει, με ένα αξιοζήλευτο πάθος που το μετέφερε αυτούσιο και στον ακροατή. Κάθε δίσκος τους, αν και αρκετά διαφορετικός από τους υπόλοιπους, αντανακλώντας την ψυχοσωματική κατάσταση των μελών της μπάντας την περίοδο της ηχογράφησής του, δεν άφηνε κανένα οπαδό τους δυσαρεστημένο. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το κύκνειο άσμα τους “The obsidian conspiracy”, το οποίο προσωπικά μου άφησε μια γλυκόπικρη γεύση, καθώς θα περίμενα ένα πιο ταιριαστό τέλος στην πλούσια δισκογραφική τους καριέρα. Όπως όμως είπα, αυτός ο δίσκος αντικατοπτρίζει την εικόνα διάλυσης που είχε η μπάντα εκείνη την περίοδο. Και σίγουρα το γεγονός ότι διαδέχτηκε το εκπληκτικό “This godless endeavor” δυσκολεύει αρκετά τη θέση του.
Οι NEVERMORE μπορεί να μην υπάρχουν πια, όμως η κληρονομιά τους παραμένει ζωντανή μέσα από τη μουσική τους, στην οποία θα συνεχίσουμε να βρίσκουμε καταφύγιο τις δύσκολες προσωπικές μας στιγμές.
Για αντιπροσωπευτικό τραγούδι της μπάντα διάλεξα το αψεγάδιαστο “Born”.
Γιώργος Βογιατζής
Προσοχή: ακολουθεί καθαρά οπαδικό κείμενο.
Όλοι μας έχουμε μια μπάντα που αγαπάμε λίγο περισσότερο, την αγαπημένη μας, την καψούρα μας. Αυτούς που ακολουθήσαμε πιστά από την αρχή ως το τέλος. Αυτή η μπάντα για εμένα προσωπικά, είναι οι NEVERMORE.
Όσοι με γνωρίζουν καλά από παλιά, ξέρουν ότι ένα από τα ονόματά μου για να με ξεχωρίζουν από τους πολλούς Δημήτρηδες, εκτός από το Μίμης, ήταν το “ο Μήτσος ο Nevermore”, παρατσούκλι που μου δόθηκε αβίαστα, άσχετα αν με χαλάει το Μήτσος. Σημασία έχει το “Nevermore”.
Ήμουν εκεί. Από την αρχή. Ως το τέλος. Ήμουν παντού. Φώναζα κάθε στίχο στις συναυλίες, παρέδιδα σβέρκο σε κάθε riff, έκανα air-drumming σε κάθε γύρισμα. Πάντα στο κάγκελο, πάντα αγκαλιά με το αδερφάκι μου (1η συναυλία που τον πήρα μαζί μου, NEVERMORE/ANNIHILATOR…), πάντα μαζί με το τεράστιο πανό που ταξίδευε μαζί μας (το σήκωσε ο Wally στο τελευταίο live που είχανε κάνει στο παλιό Principal στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν παίξουν το “Enemies of reality”) και πάντα με παρέα ταγμένη σε αυτούς, πάντα παρόντες άπαντες, με νούμερο ένα συναγωνιστή τον καλό φίλο και συνάδελφο συντάκτη εδώ στο Rock Hard, Άγγελο. Για μένα, για τον Άγγελο και για λίγους εκλεκτούς ακόμα, έλεγα πάντα και το πίστευα, ότι αν μας σκίσεις τη φλέβα, δε θα τρέξει αίμα… NEVERMORE θα τρέξει…
Επειδή είμαι αντικειμενικός άνθρωπος, να αναφέρω απλώς ότι στις συναυλίες τους δεν ήταν πάντα καλοί. Οι ίδιοι βέβαια παραδέχθηκαν ότι έπαιζε πολύ αλκόολ και τρελές καταχρήσεις, τόσο που μία φορά κατάφεραν να βγουν για live χωρίς μπάσο, καθώς ο κύριος Jim ήταν τόσο χάλια που δεν είχε κουράγιο να βγει να παίξει, όσο και με μία από τις δύο κιθάρες, στο March Metal Day στην Αθήνα, όπου ο Steve Smyth εκτελώντας χρέη 2ου κιθαρίστα, για τον ίδιο λόγο άφησε τον Jeff να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά μόνος του. Βέβαια, τότε, όλα αυτά δεν μας ένοιαζαν και τόσο, εμείς θέλαμε απλώς να τους δούμε. Και ίσως αυτό να είναι και το μοναδικό μειονέκτημα της μπάντας.
Γιατί, από εκεί και πέρα, δύσκολα να βρεις κάτι αρνητικό να τους προσάψεις. Δισκογραφικά; Μόνο τελειότητα. Και αυτό βασικά δεν είναι δική μου πεποίθηση, αλλά το γεγονός ότι πάντα με κάθε κυκλοφορία καινούριου δίσκου ψάχναμε για τον 2ο, κάτι λέει. Έβγαινε δίσκος NEVERMORE, ήξερες ότι αυτεπάγγελτα πήγαινε για κυκλοφορία της χρονιάς. Σα να έπαιζαν χωρίς αντίπαλο ένα πράμα. Και βασικά, όντως, χωρίς αντίπαλο έπαιζαν…
Μουσικά; Συνθετικά; Δεν μπορεί κανείς μέχρι και σήμερα να πει με σιγουριά ποιο είναι το καλύτερο τραγούδι και ποιος ο καλύτερος δίσκος. Και τα αγαπημένα μας ανέκαθεν άλλαζαν κάθε εβδομάδα.
Στιχουργικά; Ο Warrel ήταν ο πρώτος που με υποχρέωσε να πιάσω το booklet και να διαβάσω τι γράφει, γιατί αυτά που έγραφε, ήταν σημαντικά, σοβαρά. Και απορώ γιατί δεν έχει πάρει ποτέ αυτό το credit. Θερμή προτροπή προς όλους όσους διαβάζουν αυτές τις γραμμές, ακόμα και αν δεν σας αρέσουν οι NEVERMORE (δεν πιστεύω ότι υπάρχετε εσείς σαν κατηγορία, αλλά κι αν υπάρχετε, ψάξτε από που κάνετε reset και επιστρέψτε στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, κάτι έχει χαλάσει), διαβάστε απλώς τους στίχους. Warrel έχεις τον απόλυτο σεβασμό μου, ήσουν πανέξυπνος και ευφυέστατος.
Βέβαια, το να διαβάζεις απλώς τους στίχους, χωρίς να ακούς τον μακαρίτη ΝΑ ΚΑΡΦΩΝΕΙ ΚΑΘΕ ΠΡΟΤΑΣΗ με την απίστευτη ερμηνεία του, είναι τουλάχιστον απαγορευτικό. Θα επιστρέψω αργότερα σε σένα αδερφέ μου…
Με τις παραγωγές τους έδωσαν μαθήματα. Όλοι όσοι μπήκαν στα στούντιο να γράψουν έπειτα, είχαν τους NEVERMORE σαν μπούσουλα.
Van Williams. Τι να πρωτοπείς για αυτό το τρελοκομείο. Πάντα έλεγα ότι τα τύμπανα που έπαιξε εκεί μέσα, θα μπορούσα να τα ακούω σκέτα, έτσι χωρίς μουσική. Δεν νομίζω ότι θα άλλαζα ούτε ένα snare απ’ ότι έγραψε, ούτε θα μπορούσε να είναι καλύτερα. Έκανε παντού το τέλειο.
Jim Sheppard. Δεν ήταν ποτέ ο καλύτερος μπασίστας, κι αν ο Max Cavalera παραδέχτηκε δημόσια ότι οι SEPULTURA θα μπορούσαν να έχουν καλύτερο μπασίστα από τον Paulo Jr., ο Wally δεν θα το έκανε ποτέ αυτό στον κολλητό του, ανέκαθεν δίπλα του από την αρχή, έδινε την εντύπωση ότι ήταν διακοσμητικό στοιχείο μέσα στη μπάντα, αλλά όσοι τους ζήσαμε από κοντά, ξέρουμε πολύ καλά τη βαρύτητα της ύπαρξής του μέσα στους NEVERMORE.
Jeff Loomis. Ας πάρουμε μια στιγμή να ευχαριστήσουμε το σύμπαν και όλες τις ανώτερες δυνάμεις που μας κατέστησε τόσο τυχερούς ώστε να ζήσουμε τη μια ζωή που μας αναλογεί την περίοδο που έπαιξε κιθάρα ο Jeff. Αδιαμφισβήτητο ταλέντο, ψυχάρα, φοβερός τύπος, μετριόφρων, ταπεινός, αξιοζήλευτη τεχνική και ιδιοφυία είτε στα ρυθμικά του riff, είτε στα solo του. Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε ποτέ να τον ευχαριστήσουμε με κάποιον τρόπο για όσα μας προσέφερε.
Πλέον το κείμενο γράφεται μόνο του, δεν προλαβαίνω να βάλω καν σε σειρά τις σκέψεις μου. Θα μπορούσα να γεμίσω με αρκετές λέξεις ακόμα, γράφοντας προσωπικές ιστορίες και σκηνικά που έζησα όταν μας επισκέπτονταν, αλλά είμαι σίγουρος (και χωρίς να έχουμε συννενοηθεί) ότι ο Άγγελος θα συμπεριλάβει στο κείμενό του μερικές από αυτές.
Πως θα μπορούσα να περιγράψω άλλωστε με λέξεις την λαχτάρα μόλις έπαιρνα τον καινούριο δίσκο μέχρι να πατήσω το play, περιγράφονται τέτοια συναισθήματα; Πρόσφατα σε μια ανασκαφή ανακάλυψα ένα CD, αντιγραμμένο, χωρίς να γράφει κάτι. Μόλις το είδα όμως, το γνώρισα. Είχε πέσει στα χέρια μου μια promotion κόπια του “This Godless Endeavor” πριν κυκλοφορήσει, με τα μισά κομμάτια άτιτλα ακόμα, και τη φωνή του Wally να λέει μέσα στα τραγούδια ότι αυτό ήταν promo version…
Οι NEVERMORE ήταν η ζωή μου. Άφησαν δυσαναπλήρωτο κενό με την διάλυσή τους, η κληρονομιά τους όμως τους καθιστά αθάνατους και μέσα σε μια εκλεκτή ομάδα με ελάχιστους ακόμα, αυτήν των “μόνο αριστουργήματα”.
Warrel, αδερφέ μου… Μου λείπεις. Ήμουν εκεί την πρώτη φορά που κάποιοι ανίδεοι δεν ήξεραν ποιος είσαι και δυσανασχέτησαν να τελειώνεις για να βγει το headliner, ήμουν εκεί όταν οι ίδιοι σε έμαθαν τελικά και σε αποθέωναν, ήμουν εκεί κάθε φορά που άνοιγες το στόμα σου, ήμουν εκεί και στην τελευταία σου φορά που με δυσκολία πλέον έβγαζες φωνή, ήμουν πάντα εκεί φίλε μου. Και μου λείπεις. Από εκείνη τη ρημαδομέρα που γύρισα σπίτι και βρήκα το inbox μου γεμάτο μηνύματα ότι έφυγες, λες και όποιος έμαθε το νέο το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να με ενημερώσει, έκλαψα πολύ. Κι ακόμα κλαίω. Γιατί μου λείπεις αλήθεια. Και δυστυχώς πλέον δυσκολεύομαι να ακούσω NEVERMORE.
Ζητώ συγνώμη από αρχισυντάκτη και αναγνώστες για τον όγκο του κειμένου, αν και προειδοποίησα εξ αρχής ότι ακολουθεί οπαδικό σεντόνι. Κι ενώ μέχρι τώρα το κείμενο γράφονταν σχεδόν μόνο του, ξαφνικά σταμάτησαν να σχηματίζονται λέξεις. Μόνο μνήμες, συναισθήματα, και εύχομαι απλώς να υπήρχε ένας τρόπος να στα πω, να τα ξέρεις.
“Είσαι πάντοτε μέσα στην καρδιά μου, δεν πέθανες ποτέ, είσαι πάντοτε εκεί ακόμα αναρωτιέμαι που είσαι, ξέρω ότι ονειρεύεσαι, ξέρω ότι βρήκες γαλήνη, θα σε συναντήσω τις ώρες που ονειρεύομαι…”.
Μίμης Καναβιτσάδος
Οι NEVERMORE ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση. Ήταν μια παρεύρεση φοβερών μουσικών που κατάφεραν να στήσουν πάνω σ’ ένα κλασικό σκηνικό metal, μια παράσταση για το μέλλον. Όλοι ξέρουμε πως ξεπήδησαν από τις στάχτες των SANCTUARY, όμως φανταστείτε πόσο δύσκολο θα ήταν για την τριάδα Loomis-Sheppard-Dane, μετά από δυο άλμπουμ με την EPIC, να μείνει χωρίς συμβόλαιο, σε μια δύσκολη συγκυρία για το metal, στην πατρίδα τους το Seattle! Όλα παίζουν το ρόλο τους κι έτσι όταν το πρώτο άλμπουμ έσκασε μύτη, όσοι ήξεραν το παρελθόν τους έπαθαν μια κρίση με την εξέλιξη του ήχου τους. Ο Neil Kernon και η Century Media τους έφεραν στην νέα εποχή, ο μεν πίσω από την κονσόλα και η δε, με το λανσάρισμά τους σε νέο κοινό. Για μένα η πορεία των NEVERMORE με κέρδισε ολοκληρωτικά από το “Dreaming neon black” κι έπειτα. Η δεκαετία που ακολούθησε ήταν απίστευτη παραγωγικά, δυστυχώς με έκδηλα σημάδια εθισμού, αυτοκτονικές τάσεις και υποψίες κατάθλιψης για τους συντελεστές. Βέβαια, σε καλλιτεχνικό επίπεδο, οι προσωπικές τους τραγωδίες μεταφράστηκαν σε μουσικά διαμάντια. Νομίζω πως τους λατρέψαμε αρκετά στην Ελλάδα, ώστε όλοι μας να έχουμε τις δικές μας εμπειρίες από τους Αμερικάνους και την μοναδική τους μουσική. Συναυλίες, συναντήσεις, κοκ. Για μένα, θα μείνει αξέχαστη η μέρα που πέρασα στο Λονδίνο, όταν η δισκογραφική τους μάζεψε μπάντα και δημοσιογράφους για την παρουσίαση του “Enemies of reality” καιρό πριν κυκλοφορήσει τότε, όταν και είχαμε μια εις βάθος συζήτηση με το δίδυμο Loomis/Dane αλλά και την συναυλία τους που ακολούθησε. H φαγούρα με τους NEVERMORE δεν θα καταλαγιάσει ποτέ και μας έχουν λείψει.
Γιώργος “Voyager” Κουκουλάκης