RONNIE JAMES DIO underrated gems

0
1131












 

16 Μαΐου 2010 και η γη σταμάτησε να γυρίζει… Μια από τις σπουδαιότερες φωνές στο heavy metal, δεν ήταν πλέον μαζί μας. Ο Ronnie James Dio, νικημένος από την επάρατη νόσο, σε ηλικία 68 ετών, είχε πάει να αναλάβει τη θέση του frontman στην ουράνια μπάντα, μαζί με τόσους άλλους σπουδαίους. Δεν υπάρχει ροκάς ή μεταλλάς, που εκείνη τη μέρα να μην ένιωσε ότι έχασε έναν δικό του άνθρωπο. Πατέρα, παππού, θείο, έναν της οικογένειάς του. Η πατρική φιγούρα του θαυματουργού κοντού, μας βλέπει πλέον από ψηλά, η καριέρα του όμως υπήρξε τόσο πλούσια, που μας έχει χαρίσει τόσα και τόσα διαχρονικά αριστουργήματα που θα αντέξουν για όσο υπάρχει αυτός ο πλανήτης! Ο Δημήτρης Τσέλλος, ανέλαβε το απαιτητικό έργο, να μας φτιάξει μία λίστα με τα «υποτιμημένα διαμάντια» όλης της καριέρας του Ronnie James Dio και νομίζω ότι η αποστολή του εξετελέσθη με απόλυτη επιτυχία.
Σάκης Φράγκος

Never more (“Elf” – 1972)
Από τις προ-RAINBOW εποχές του μεγάλου τραγουδιστή. Το “Elf” είναι ένα άλμπουμ καθαρού rock ‘n’ roll, με καλές συνθέσεις, ποιοτικότατο, ωστόσο διαφοροποιείται εντελώς σε ένα σημείο. Στο “Never more”. Μια δραματοποιημένη σύνθεση, με υπέροχο, καθηλωτικό intro, κλιμακούμενη ένταση και ναι, θα μπορούσε κανείς να πει ένα URIAH HEEP «άγγιγμα». Θα μπορούσε επίσης να πρωταγωνιστεί τόσο σε δίσκους των DEEP PURPLE όσο και των RAINBOW. O Ronnie παρουσιάζει για πρώτη φορά τον hard rock/heavy metal πτυχή της προσωπικότητάς του και ΣΙΓΟΥΡΑ, αυτό το κομμάτι θα έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση στον Blackmore, ώστε να κάνει μια από τις σημαντικότερες κινήσεις στην ιστορία του rock και να του εμπιστευτεί το μικρόφωνο στο νέο του, μετά από λίγα χρόνια, συγκρότημα.

The Shed (“Long live rock ‘n’ roll” – 1978)
Σε αφιέρωμα για έναν τραγουδιστή και είμαι περίπου υποχρεωμένος να γράψω για το κα-τα-πλη-κτι-κό solo του Ritchie που ανοίγει τούτο το rock αριστούργημα. Οι γνώμες και οι απόψεις για το “The Shed” είναι των άκρων. Προσωπικά, από όσους έχω ρωτήσει, οι μισοί απαντούν «ύμνος!», οι άλλοι μισοί «από πού είναι αυτό;». Πράγμα λογικό, αφού κακά τα ψέματα τόσο ο Blackmore όσο και ο Dio το είχαν στην «απ’ έξω» σε εγκληματικό βαθμό και κάποιος που δεν είναι οπαδός του Ουράνιου Τόξου δικαιολογείται να μην ξέρει ή να του διαφεύγει η πληροφορία αυτή. Καθαρά DEEP PURPLE άκουσμα, με ιδανικό παίξιμο από τον Cozy ο οποίος «τραβά το κάρο» σε πωρωτικό mid-tempo και φωνητικά που γρεζάρουν υπέροχα με τον γνώριμο RJD τρόπο. Το ακούς ΑΝΕΤΟΤΑΤΑ στο repeat.

Over and over (“Mob rules” – 1981)
Δισκάρα το “Mob rules”, έστω και αν είχε την ατυχία να κυκλοφορήσει μετά το “Heaven and Hell”. Ή μπορεί ακριβώς για αυτόν τον λόγο να στάθηκε τυχερό αν το δεις από μια άλλη οπτική γωνία. Πολλά κομμάτια του έχουν χιλιοτραγουδιστεί, μα το “Over and over” είναι οπωσδήποτε αδικημένο και όσον αφορά τις  «ζωντανές» εμφανίσεις της μπάντας, παραμελημένο. Είναι όμως υπέροχο κομμάτι που συνδυάζει το doom metal με τα blues, και χαρίζει μια ιδιαίτερη αίσθηση από την μια «μαγείας» και από την άλλη… «ρομαντζάδας». Η προσωπική άποψη του γράφοντος το θέλει επίσης να αποτελεί μια από τις καλύτερες «αυλαίες» στην δισκογραφία των Βρετανών ηγητόρων και θεωρεί την ερμηνεία του Ronnie μια από τις ομορφότερες της καριέρας του. Το αγαπάμε και για το solo του Μουστάκια.

Breathless (“The last in line” – 1984)
Φεύγουμε από τους BLACK SABBATH και ακολουθούμε το τιμώμενο πρόσωπο της στήλης στην προσωπική του καριέρα. Τα “Holy diver” και “The last in line” τα ξέρουν και οι πέτρες και αν κάποιο κομμάτι είναι «πίσω» σε σχέση με τα υπόλοιπα, αυτό δεν θα έπρεπε να το κάνει υποτιμημένο. Να όμως που και εδώ, υπάρχουν… παραλήψεις. Ένα πολύ ωραίο hard rock κομμάτι, το οποίο θα μπορούσαν να έχουν άνετα στο παλμαρέ τους οι WHITESNAKE. To refrain του μπορεί να φανεί τυπικό, αλλά ποιος άραγε μπορεί να αμφισβητήσει πως πέτυχε τον σκοπό του, καθώς είναι πιο κολλητικό και από τσίχλα σε θρανίο; Επίσης μέγας στην απλότητά του είναι και ο Appice. Άκουσέ τον στο τελείωμα του solo του Campbell. Αυτό σημαίνει ΣΤΙΒΑΡΟ και ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΟ drumming. Για «ζωντανό» παίξιμο, λίγα πράγματα.

Just another day (“Sacred heart” – 1985)
Εδώ έχουμε έναν ύμνο μελωδικού heavy metal που και αυτός δεν έχει παιχτεί ποτέ ζωντανά. Πραγματικά, θεωρώ πως είναι από τα καλύτερα τραγούδια αυτού του τόσο καλού δίσκου. Ξεκινά σχετικά «επιθετικά», με την φοβερή κιθάρα του Vivian Campbell να ανοίγει τον «χορό» (και να εντυπωσιάζει γενικά σε όλο το κομμάτι), ένα riff καταπληκτικό, «παιδί» του “Neon knights” και τον Bain να ακούγεται πιο «μπροστά» απ’ όσο είχαμε ως τώρα συνηθίσει. Η μαγεία του όμως βρίσκεται στο γεγονός πως, μπορεί να είναι θεωρητικά ένα “in your face” τραγούδι, αλλά σε «γέφυρες» και refrain κερδίζει ο ρομαντισμός και ο λυρισμός. Πολύ ωραίοι και οι απλούστατοι και απόλυτα κατανοητοί στίχοι του, που θίγουν ένα μέγιστο κοινωνικό πρόβλημα, αυτό της καθημερινής, χωρίς ουσίας, επιβίωσης.


Fallen angels (“Sacred heart” – 1985)

Άλλο μια παραγκωνισμένη σύνθεση, που δεν χώρεσε ποτέ σχεδόν σε κάποιο setlist. Μάλιστα στο άλμπουμ ακολουθεί το προαναφερθέν τραγούδι. Mid-tempo κλασσικό Dio κομμάτι, όπως αυτός ακουγόταν στο πρώτο μισό των 80s, με τον Campbell να κλέβει και εδώ την παράσταση, τόσο στο riff όσο και στο solo. Αν το προσέξεις καλά, μοιάζει πολύ με μια φανταστική μίξη του “Dream evil” και του “Revolution calling” των QUEENSRYCHE. Παρατήρησέ το, έχει πλάκα! Φωνητικά ο Ronnie χρησιμοποιεί πολύ το έμφυτο «γρέζι» του και είναι εννοείται καταπληκτικός, ενώ αξίζει πάλι μια ειδική αναφορά στον θεό Appice, ο οποίος «σκάβει» τα τύμπανα με το παίξιμό του. Οι Έκπτωτοι Άγγελοι αστράφτουν και χωρίς το φως του ήλιου να πέφτει πάνω τους, είναι διαμάντια που λάμπουν χωρίς φωτιά. Και αν νομίζεις πως το κομμάτι μιλά για υπερφυσικές οντότητες, ο πυροβολισμός στο τέλος θα σε επαναφέρει στην πραγματικότητα.

Hide in the rainbow (“Iron eagle” – 1986/”The Dio EP” – 1986)
Έπος! Λατρεμένη ταινία, λατρεμένο κομμάτι. Αχ, τα ένδοξα 80s… πόσες και πόσες φορές συναντήσαμε «δικά μας» τραγούδια και «δικούς μας» καλλιτέχνες σε soundtracks ταινιών ή σειρών της τηλεόρασης. Η, στο μέτρο της φιλοσοφίας του συγκροτήματος πάντα, περισσότερο «εμπορική ματιά» του “Sacred heart” είναι και εδώ παρούσα, με τα πλήκτρα «μπροστά». Σαν ήχος όμως, και μόνο. Σαν σύνθεση, το “Hide in the rainbow” μοιάζει πολύ με το “Sacred heart”, στα βήματά του βαδίζει και έχει το επικό του συναίσθημα. Θα το βρεις, εκτός από το soundtrack της ταινίας “Iron eagle” (καταπληκτικό OST) και το “The Dio EP”, στην deluxe έκδοση του “Sacred heart”, μαζί με το live ep “Intermission”.

Faces in the window (“Dream evil” – 1987)
Αλλαγή για το group και έλευση του Graig Goldie των GIUFFRIA στην κιθάρα. Εννοείται πως δεν αλλάζουν και πολλά, εννοείται πως το “Dream evil” είναι δισκάρα και κορυφή απάτητη για πολύ κόσμο, αλλά η αλήθεια είναι πως για DIO το επίπεδο έπεσε ελαφρώς. Στον δίσκο υπάρχουν έπη που με την πρώτη ακρόαση χαρακτηρίστηκαν «κλασσικά», όπως το ομώνυμο κομμάτι, αλλά υπάρχουν και κάποιες στιγμές που θα μπορούσαν να έχουν καλύτερο status, σαν αυτό εδώ το καλπάζον κλασσικομεταλλάδικο κομμάτι, το οποίο έχει παιχτεί ζωντανά μία μόλις φορά. Οντότητες που πλάθει το μυαλό στην φαντασία του, ή όντως «παιδιά της νύχτας» που δεν αντέχουν το φως; Βούτυρο στο ψωμί του Ronnie τέτοια στιχουργικά θέματα, ο οποίος με πολύ κατανοητούς στίχους περνά πάντα το μήνυμά του. Το “Faces in the window” έρχεται να «δέσει» με το…

When a woman cries (“Dream evil” – 1987)
… το οποίο όπως και το “Faces in the window” βρίσκεται σταθερά στο παρασκήνιο της RJD δισκογραφίας. Και αν το «αδερφάκι» του είναι ένα up tempo «διαμαντάκι» που θυμίζει κομμάτια σαν το “King of rock ‘n’ roll”, εδώ μας έρχονται στο μυαλό στακάτες heavy metal συνθέσεις σαν το “One night in the city”, υπέρβαρες και επικές. Αλλά η ιδιαιτερότητα του “When a woman cries” είναι μία και μοναδική: αποτελεί το «κύκνειο άσμα» για όλη την μπάντα, πλην Ronnie φυσικά, και κλείνει μια λαμπρή πρώτη περίοδο που καθιέρωσε τον Dio ως solo καλλιτέχνη και αστέρα πρώτου μεγέθους όχι εμπορικά, αλλά ποιοτικά. Και αυτό είναι που μετράει.


Born on the Sun (“Lock up the wolves” – 1990)

Ο Ronnie μένει μόνος και το μέλλον είναι αβέβαιο. Πιθανότατα αυτό να το επιδίωξε ο ίδιος, καθώς κατάλαβε πως χρειάζεται μια ριζική αλλαγή στη μπάντα του ώστε όχι μόνο να μη πέσει στη παγίδα του κορεσμού, αλλά και να εισέλθει στη νέα τότε δεκαετία του ’90 με αξιώσεις. Ευτυχώς οι Teddy Cook στο μπάσο, Simon Wright στα τύμπανα, Jens Johansson στα πλήκτρα και στις κιθάρες ο 18χρονος τότε Rowan Robertson, ήταν ικανότατοι να σταθούν δίπλα στον Κοντό και να τον βοηθήσουν να δημιουργήσει ένα αριστούργημα. Γιατί τέτοιο είναι το “Lock up the wolves” και έπη σαν το βαρύ και ασήκωτο “Born on the Sun” δικαιώνουν τον χαρακτηρισμό αυτό αβίαστα. Μεγαλύτερο ατού εδώ; Φυσικά ο Simon Wright ο οποίος με το παίξιμό του σείει ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο. Σεμινάριο απλού, σταθερού και δυναμικού drumming, από τον μόνο ίσως άνθρωπο που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Appice χωρίς να εκτεθεί. Μεγάλη σύνθεση, γνήσιο έπος, με στίχους που παίζουν με αγαπημένες “Dio” λέξεις, όπως “rainbow”, “gypsy” κλπ ενώ συνδέεται στο σημείο αυτό και με το εναρκτήριο “Wild one”.

My eyes (“Lock up the wolves” – 1990)
Η ακουστική εισαγωγή και τα ήπια μέρη του πάνε να σου θυμίσουν λίγο από RAINBOW ή τα χρόνια του “Mob rules”, το ξέσπασμα όμως σε «πετάει» στο “The last in line” χωρίς ευτυχώς να αποτελεί μια στείρα επανάληψη. Τέτοιο αρχοντικό metal θέλαμε πάντα από τον Ronnie, και μας το έδινε απλόχερα. Εννοείται δε πως πρέπει να σημειωθεί ξεχωριστά το (γενικά, όχι μόνον εδώ) ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ παίξιμο του μικρού Robertson ο οποίος ενώνει τους Campbell και Goldie σε ένα εξαιρετικό κράμα με προσωπική όμως σφραγίδα. Λάθος η απομάκρυνσή του, κατά τον ίδιο τον Dio. Μεγάλες στιγμές για τον μεγάλο ερμηνευτή σε μια εποχή που τον κοιτούσε απειλητικά, αλλά αυτός δεν «μάσησε».

Lock up the wolves (“Lock up the wolves” – 1990)
Ύψιστο heavy metal με doom χαρακτήρα όπως το ακούσαμε στο “Heaven and Hell” και στο “Mob rules”, και ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον ακριβώς λόγο όχι μόνο τούτο το κομμάτι, αλλά γενικά ο δίσκος αυτός δεν χαίρει της εκτίμησης που του αρμόζει. Αργό και υποβλητικό το ομώνυμο κομμάτι του εξαιρετικού αυτού άλμπουμ, έχει και μια ωραία αλλαγή στο δεύτερο μισό του που «μπαίνουν» μπροστά τα πλήκτρα, «ανεβάζει» τόνους ο Ronnie και έρχεται το πολύ ωραίο solo του Robertson. To “Lock up the wolves” ήταν δυστυχώς ο μοναδικός δίσκος του Dio που ακούσαμε αυτήν την πολύ καλή σύνθεση μουσικών να τον πλαισιώνει. Από το επόμενο, νέες αλλαγές, και νέος ήχος, για μιαν ακόμη φορά.

Letters from the Earth (“Dehumanizer” – 1992)
Όταν ο RJD επέστρεψε στους BLACK SABBATH, όλοι περίμεναν επιστροφή στα μεγαλεία των “Heaven and Hell” και “Mob rules”. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Φυσικά και δεν εννοώ πως το “Dehumanizer” δεν ήταν δισκάρα, κάθε άλλο. Απλά δεν είχε αυτό το «παραμυθένιο» ύφος των προκατόχων του. Ήταν περισσότερο…βιομηχανικό! Μοιάζει σχετικά παραγκωνισμένο το “Letters from the Earth”. Βλέπεις, έδωσε “hits” το άλμπουμ αυτό. “Computer God”, “I”, “After all (the dead)”, “TV crimes”, είπε (εξαιρετικά) το “Time machine” και ο Martin… εκπροσωπήθηκε λοιπόν στο πέρασμα του χρόνου το “Dehumanizer”, μα τούτο ξέμεινε θαρρείς. Κακώς, πολύ κακώς. Είναι χαρακτηριστική Sabbath σύνθεση, καθώς έχει όλα τα στοιχεία της μπάντας, περνάει το οικολογικό και κοινωνικό του μήνυμα ενώ το μικρό up tempo «ξέσπασμα», ίσως σου θυμίσει κάτι, εξίσου αγαπημένο.

Strange highways (“Strange highways” – 1993)
O Vinny Appice επιστρέφει, και μαζί του έρχονται ο Jeff Pilson (DOKKEN) και ο Tracy G (WWIII). Ο ήχος γίνεται ακόμη πιο βαρύς, τα «κουρδίσματα» είναι χαμηλά, η “sword and sorcery” θεματολογία μπαίνει στο συρτάρι και γράφονται κοινωνικοπολιτικοί στίχοι. Δύσκολοι καιροί για το κλασσικό heavy metal τα early 90s, και ο Μεγάλος Κοντός δήλωνε τσαντισμένος για όλα όσα συνέβαιναν στην μουσική βιομηχανία. “It’s a crazy world we live in and I’m leaving it today, for another institution, we crazy people play…” Εδώ έχουμε ένα τραγούδι που θα μπορούσε να είναι το «καταπιεσμένο», «οργισμένο» αδερφάκι του “Lock up the wolves”. Σέρνεται, δεν ακούγεται… έρπεται απειλητικό, έτοιμο να δαγκώσει, σαν ένα φονικό, δηλητηριώδες φίδι. O Tracy G μπορεί να «άκουσε τα εξ αμάξης» σχετικά με το στυλ παιξίματός του στα παλαιά τραγούδια (το παραδέχτηκε και ο Dio πως δεν έπρεπε να τα αλλάξει), αλλά εδώ αποδίδει τα μέγιστα. Ήταν καλός κιθαρίστας, δεν το συζητάμε, απλά δεν ταίριαζε. Κάτι που φάνηκε επτά χρόνια αργότερα.


What cost war (“Free world” – 1997)

Το 1997 ο Munetaka Higuchi, original drummer των θρύλων της Ιαπωνίας LOUDNESS, κυκλοφορεί αυτό το solo album, ως “Munetaka Higuchi with Dream Castle”. Σε αυτό λοιπόν συμμετέχουν πολλά μεγάλα ονόματα του χώρου (αν διαβάσετε τα credits μια ζάλη θα την πάθετε), συμμετέχει φυσικά και ο Ronnie, τον οποίο συναντάμε σε αυτό το κομμάτι και σε μια «οργισμένη» ερμηνεία. Στην κιθάρα και στο μπάσο είναι οι Tracy G και Jeff Pilson, δηλαδή στην ουσία η μπάντα του “Strange highways”. Γρήγορο, σφιχτοδεμένο heavy metal που πολύ θα θέλαμε να είχε κυκλοφορήσει από τον Μεγάλο. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να βρεθεί η εν λόγω δουλειά, αλλά αν την βρεις κάπου, πάρτη με κλειστά μάτια.

Electra (“Magica” – 2000, deluxe edition)
Το “Magica” ήταν το άλμπουμ της επιστροφής του Ronnie στα μονοπάτια του «φανταστικού», μετά τα αποτυχημένα “Strange highways” και “Angry machines”. Ο κόσμος το αγάπησε, υποδέχτηκε με υψωμένα χέρια την επιστροφή των Goldy, Bain και Wright, αρκετά τραγούδια του έγιναν hits της νέας (τότε) εποχής, και τούτος εδώ ο ΥΜΝΟΣ μοιάζει να ήρθε από το “Holy diver”. Γιατί λοιπόν παρουσιάζεται εδώ; Γιατί αν υπήρχε στην κανονική έκδοση του δίσκου θα ήταν περίπτωση “The Shed”, ενώ γενικά το απόλαυσαν μόνο όσοι απέκτησαν την deluxe edition. Ποτέ δεν κατάλαβα για ποιον λόγο έμεινε εκτός… Βαρύ, στακάτο, επιβλητικό και επικό heavy metal, πολύ κοντά στους επίσης ύμνους “Fever dreams” και “Eriel”, με τον Κοντό να αισθάνεται βασιλιάς σε έναν κόσμο που στην ουσία αυτός τον δημιούργησε. Όσο για τον άνθρωπο που στον δίσκο είναι το νούμερο δύο σε κατάταξη, «τραβά» κουπί πίσω από τα τύμπανα με ένα απλούστατο όσο και αρχοντικό παίξιμο. Simon Wright κυρίες και κύριοι!

Throw away children (“Killing the dragon” – 2002)
Τελικά τα “Strange highways” και “Angry machines” πλήγωσαν πολύ τον μέσο οπαδό, έστω και αν το πρώτο δεν ήταν καθόλου κακό συνθετικά. Οι οπαδοί ήθελαν και θέλουν συγκεκριμένα πράγματα. Το “Killing the dragon” είναι άλλος ένας δίσκος που αγαπήθηκε από τον κόσμο. Δεν κυμαινόταν στο επίπεδο του “Magica”, αλλά όπως κάθε κυκλοφορία του Ronnie που ασχολείτο με δράκους, σπαθιά, μάγους και τα συναφή, απέκτησε το δικό της, μεγάλο ή πιο μικρό δεν έχει σημασία, credit. Ωραίο κομμάτι το “Throw…”, απόλυτα χαρακτηριστικό της άποψης περί μουσικής του Dio, στιχουργικά δε, αποτελεί ένα ακόμη δείγμα του πόσο ενδιαφερόταν για τα παιδιά ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης. Κάποια από αυτά συμμετέχουν κιόλας, σε υπέροχα χορωδιακά φωνητικά στο refrain.

Queensrÿche – The chase (“Operation: Mindcrime II” – 2006)
Το δεύτερο “Operation…” είναι ένα ωραιότατο γεώμηλο. Μην ανοίξεις λεξικό. Εννοώ, ΠΑΤΑΤΑ. Δεν είναι μόνο πως πήγε να διαδεχθεί κάτι το τέλειο, χάνοντας από τα αποδυτήρια, δεν είχε καθόλου καλά τραγούδια. Μόνο ένα άξιζε, κατά προσωπική πάντα εκτίμηση, και είναι αυτό εδώ το ντουέτο με τον Tate. Δυο μύθοι των φωνητικών σε μια συνάντηση που αν βοηθούσε παραπάνω, έστω λίγο, και η μουσική, θα μιλούσαμε για μια ονείρωξη. Τώρα απλά γίνεται λόγος για ένα πολύ αξιόλογο τραγούδι. Ο Dio βέβαια κάνει αυτό που πρέπει και τραγουδά με την αρμόζουσα, για την φήμη του, ποιότητα, αλλά ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη.

Double the Pain (“The devil you know” – 2009)
Οι HEAVEN AND HELL ήταν για όλους εμάς που έχουμε την «Dio περίοδο» των BLACK SABBATH πρώτη στις προτιμήσεις μας, το καλύτερο νέο εκείνη την εποχή. Μιλάμε για το “Mob rules” line up, έτσι; Ronnie, Tony, Geezer, Vinny. Ο δίσκος που κυκλοφόρησαν δεν ήταν αριστούργημα, ωστόσο ήταν ένα ωραίο, ποιοτικό placebo, και κυρίως, όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, αποτέλεσε αφορμή να βγει το κουαρτέτο σε περιοδεία και να ακούσουμε ξανά τους πολυαγαπημένους μας ύμνους. Δύο τραγούδια επιλέχθηκαν για να παρουσιαστούν εδώ. Το πρώτο, είναι τούτο mid tempo κομμάτι, από αυτά που ο Iommi μπορεί, αν έχει τους κατάλληλους δίπλα του, να συνθέσει σε 10 λεπτά και να είναι μικρά διαμάντια. Έχει μια trademark ψιλο-ειρωνική ερμηνεία από τον Dio, έχει και την εισαγωγή με το μπάσο του Geezer, σε «κερδίζει» αμέσως, θες δεν θες.

Follow the Tears (“The devil you know” – 2009)
Κομματάρα! Αν και το “The devil you know” δεν υποστηρίχτηκε ιδιαίτερα στον συναυλιακό τομέα, καθώς παίζονταν πάντα δύο το πολύ τραγούδια του και μετά οι HEAVEN AND HELL να παρουσίαζαν μόνο BLACK SABBATH υλικό, ωστόσο όπως γράφτηκε πιο πάνω είχε καλά τραγούδια. Εδώ το βαρύ και ασήκωτο Sabbath-ιανό μέταλλο έχει και μια λίγο πιο σύγχρονη χροιά. Μπορεί να σου έρθουν στο νου μπάντες που κυριαρχούν στον χώρο τα τελευταία χρόνια, και που θεωρούνται ως και «κόκκινο πανί» από τους ακραιφνείς heavy metallers. Επίσης θα διαπιστώσεις για μια ακόμη φορά, που οφείλεται κατά ένα 50% ο τεράστιος ήχος του Zakk Wylde, για παράδειγμα… Για τον Ronnie τι να πεις; Σε τέτοια ηλικία και υπό τέτοια κατάσταση, και πάλι, άψογος. Ή σωστότερα… άφθαρτος.
Δημήτρης Τσέλλος

Σχόλια