IRON MAIDEN – Powerslave “Worst to best”

0
209

Στη νέα μας στήλη, “Worst to best”, παίρνουμε έναν σπουδαίο δίσκο που (συνήθως) θα έχει επέτειο και κάποιος συντάκτης μας «βαθμολογεί» τα τραγούδια, βάζοντάς τα με σειρά προτίμησης από το χειρότερο προς το καλύτερο. Απλό και υποκειμενικό. Ξεκίνημα με τον Δημήτρη Τσέλλο και το “Powerslave” των IRON MAIDEN που κλείνει σήμερα 36 χρόνια ύπαρξης.
Σάκης Φράγκος


Μήνυμα εκ της συντάξεως: Η κατάταξη που ακολουθεί, είναι επιλογή καθαρά προσωπική. Ο καθένας από μας έχει την δική του ιεράρχηση, όσον αφορά τα τραγούδια που απαρτίζουν τον δίσκο, και αυτό δεν θεωρώ πως θα αλλάξει με τούτο το άρθρο. Ελπίζω όμως να διαβαστεί «νεράκι» και να οδηγήσει εσένα τον αναγνώστη σε μια ίσως διαφορετική «οπτική» υπό την οποία θα το «δεις», όταν το ακούσεις την επόμενη φορά. Πριν δούμε όμως τα τραγούδια και την τελική τους…βαθμολόγηση (εντάξει, χαμογελώ και μόνο που το γράφω αυτό), ένας μικρός πρόλογος νομίζω πως χρειάζεται.
1983. Το “Piece of mind” και η εκτεταμένη “World piece” περιοδεία που ακολούθησε είχαν αναδείξει τους IRON MAIDEN σε μια μεγάλη, άκρως υπολογίσιμη δύναμη. Είχαν φανερώσει σε όλους τις μέχρι τότε πραγματικές τους δυνατότητες και είχαν θέσει τις βάσεις για την πραγματική «εκτόξευση». Κανένας παράγοντας με το όνομα «τύχη» δεν θα έπαιζε ρόλο. Το μέλλον της πεντάδας ήταν στα χέρια της και μόνο. Ή θα ακολουθούσε ένας ακόμη δίσκος που θα τους διατηρούσε στο επίπεδο αυτό, ή ένας που θα τους μεταμόρφωνε σε παγκόσμιους αστέρες, που θα έκανε τον κόσμο να γονατίσει μπροστά στο μεγαλείο τους.
1984. Η σημαντικότερη και πλέον καθοριστική χρονιά στην ιστορία της Σιδηράς Παρθένου. Με αφετηρία και στρατηγείο τους τις Μπαχάμες, βάζουν στόχο την απόλυτη καταξίωση, την εγκαθίδρυση της δικής τους εξουσίας και την δημιουργία της δικής τους αυτοκρατορίας. Στις 3/9, το “Powerslave”, ένα από τα επιδραστικότερα άλμπουμ όλων των εποχών, πηγαίνει και επίσημα τον ήχο του “Piece of mind” ένα βήμα πιο μακριά. Τελειοποιεί μια “trademark” μουσική ταυτότητα για το group και εν τέλει την παραδίδει ως κληρονομιά στις επόμενες γενιές αμέτρητων μουσικών οι οποίοι ονειρεύονταν τον εαυτό τους στην θέση των «θεών» τους, μετά τον θαυμασμό αυτών σε κάποια συναυλία της γιγαντιαίας “World slavery tour”. Μιας περιοδείας που ξεκίνησε σχεδόν έναν μήνα πριν (τεράστιο ρίσκο αλλά όταν ξέρεις ποιος είσαι και τι κρατάς στα χέρια σου, το παίρνεις αβίαστα) από την Πολωνία του Παραπετάσματος και τελείωσε έντεκα μήνες μετά στο Irvine Meadows Ampitheatre της California. 331 ημέρες, 189 shows σε Ευρώπη, Βόρεια και Νότιο Αμερική, Ιαπωνία, Αυστραλία και support ονόματα όπως οι ACCEPT, MOTLEY CRUE, QUEENSRYCHE, TWISTED SISTER, RATT, WARRIOR, WAYSTED. Αν αυτό δεν είναι το αποτύπωμα ενός «μεγαθηρίου», τότε δεν ξέρω τι άλλο θα έπρεπε να κάνουν οι πέντε Βρετανοί για να θεωρηθούν το 1985, ως το νεότερο entry στο κλειστό club των πραγματικών «γιγάντων». Up the Irons!

The POWERSLAVE countdown


8. “Losfer words (Big ‘orra)” (Harris)

Τίτλος-λογοπαίγνιο, που σημαίνει “loss for words” (δεν έχω λόγια) και “Big horror” (μεγάλος τρόμος) στην λονδρέζικη αργκό. Οι άνθρωποι έκαναν πλάκα με τους εαυτούς τους, την ανικανότητά τους να βρουν στίχους για το εν λόγω άσμα και τον πανικό τους όταν το διαπίστωσαν. To τελευταίο instrumental που παρουσιάστηκε ποτέ σε δίσκο των IRON MAIDEN, διά χειρός Steve Harris, εννοείται πως καταλαμβάνει την τελευταία θέση συγκρινόμενο με τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου, αλλά η μουσική του ακολουθεί την τυπική 80s Maiden οδό, οπότε εκ των πραγμάτων μιλάμε για υψηλό επίπεδο. Υπάρχει όμως εδώ ένα ακόμη «αλλά», ή θα μπορούσες να το πεις και “what if”. Αν τελικά είχε λόγια και λίγο διαφορετική δομή, ώστε αυτά να «τοποθετηθούν» σωστά πάνω στην μουσική; Σίγουρα θα είχε εντελώς άλλη εικόνα, και ίσως να μην κατείχε την τελευταία θέση. Τέλος πάντων, ψιλά γράμματα και συζητήσεις καφενείου αυτές. Ωραίες κιθάρες, πολύ ωραίες μελωδικές, μεσαίο τμήμα με ενδιαφέρον, στακάτος ρυθμός, μια χαρά κομμάτι.

7. “Back in the village” (Smith/Dickinson)
«Κοφτερές» κιθάρες και γρήγορος ρυθμός σε στυλ “Aces high” (μα σαφώς κατώτερο το τελικό αποτέλεσμα), το μπάσο από πίσω να «πολυβολεί» με τον γνώριμο Harris τρόπο, ωραία ερμηνεία από τον Dickinson. Όλα αυτά στο δεύτερο χειρότερο τραγούδι του δίσκου το οποίο δεν διεκδικεί δάφνες «κλασσικής σύνθεσης», αλλά κοίτα που δεν τα πάει και άσχημα! Βεβαίως, συγκρινόμενο με τα υπόλοιπα υστερεί, αλλά ξέρω αρκετούς που θα ένιωθαν ιδιαίτερη αγαλλίαση αν κυκλοφορούσε ακριβώς έτσι, στις τωρινές, progressive και «βαρυφορτωμένες» μέρες της μπάντας. Λείπει ίσως αυτή η προσέγγιση στους καιρούς μας. Το «χωριό» για το οποίο μιλούν οι στίχοι είναι η ιδιότυπη φυλακή στην σειρά του BBC “The prisoner”, με τον Patrick McGoohan σε ρόλο πρωταγωνιστή, σεναριογράφου και παραγωγού. Οι γραμμές “Throwing dice now, rolling loaded, I see sixes all the way” και “I don’t have a number, I’m a name” είναι άμεσες αναφορές στο προηγούμενο κομμάτι της μπάντας το οποίο ασχολείτο με το ίδιο θέμα, το “Prisoner” από το “The number of the Beast”, ενώ προσωπικά θεωρώ ως highlight το πώς ο Bruce αναπαριστά την φωτιά που ξεσπά με το τράβηγμα της φωνής του στο “…tables start to burn”. Συνοψίζω, συμπεραίνω και λέω πως πρόκειται για καλό τραγούδι, όχι αριστούργημα, ούτε όμως μετριότητα, πόσο μάλλον κακό ως σύνθεση. Η δυάδα των δημιουργών του σίγουρα μας έχει δώσει σαφώς ανώτερα δείγματα τέχνης, ένα από τα οποία θα δούμε παρακάτω.


6. “Flash of the blade” (Dickinson)

Επίσης «αιχμηρό» riff, super πωρωτικά κουπλέ και λυρικό refrain με θεϊκή διφωνία από τον Dickinson ο οποίος συνθέτει επηρεασμένος από την τότε νέα του αγάπη, την ξιφασκία/ξιφομαχία. Ίδια περίπτωση με το “Back in the village”, αλλά εμφανώς καλύτερό του. Το ακούσαμε και στο έργο του Argento “Phenomena”. Στιχουργικά αναφέρεται αρχικά στην παιδική, αθώα ηλικία ενός ξιφομάχου (“As a young boy chasing dragons with your wooden sword so mighty, you’re St. George or you’re David and you always killed the beast”) όπου πάντα οι εχθροί νικιούνται όσο δυνατοί και να είναι. Τα χρόνια της αθωότητας όμως τελειώνουν γρήγορα όταν ο ήρωας αντικρύζει την δολοφονημένη του οικογένεια και βάζει σκοπό της ζωής του να πάρει εκδίκηση (“Times change very quickly and you had to grow up early, a house in smoking ruins and the bodies at your feet”). Από την στιγμή που ακολουθεί αυτό το μονοπάτι μπορεί πάντα να υπάρχει η πιθανότητα στο τέλος να είναι αυτός στο χώμα, νεκρός με μια λεπίδα στο σώμα του (“You’ll die as you lived in a flash of the blade, in a corner forgotten by no one”) αλλά πάνω απ’ όλα έχει ήδη βάλει την τιμή του και τον όρκο του για εκδίκηση (“You lived for the touch, for the feel of the steel, one man and his honour”), επομένως δεν θα κάνει πίσω. Αν το κομμάτι ήταν λίγο πιο μεγάλο, ένα λεπτό για παράδειγμα θα αρκούσε, και είχε στο διάστημα αυτό λίγη περισσότερη ποικιλία, θα ήταν ακόμη καλύτερο. Νομίζω πως κάπου «ασφυκτιά» και «βιάζεται». Πάντως ξέχωρα από τέτοιου είδους παρατηρήσεις, για 70 δευτερόλεπτα θα θαυμάσεις έναν βέρο, maiden-ικό κιθαριστικό οργασμό, όπου ακόμη και ένα-δύο λαθάκια του περνούν απαρατήρητα ακριβώς επειδή εσύ την ώρα που ακούς, είσαι δικαιολογημένα σε άλλο κόσμο!

5. “The duellists” (Harris)
Ξιφομάχων συνέχεια, αυτή την φορά από τον Harris. Όσον αφορά το “Powerslave” δεν πιστεύω πως θα μπορούσε κάποιο άλλο κομμάτι να έχει μια θέση στην πρώτη τετράδα, πέραν αυτών που θα παρουσιαστούν αμέσως μετά, αλλά το “The duellists” είναι μεγάλη, υποτιμημένη, αριστουργηματική σύνθεση. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω αυτούς που θεωρούν το “The duellists” «μέτριο» ή πιστεύουν πως βρίσκεται κάτω από τα «επίσημα» standards της μπάντας, ειδικά αφού έχουν ακούσει το εκπληκτικό μέρος που «ξεδιπλώνει» όλη τη MAIDEN μαγεία για κάτι παραπάνω από τρία λεπτά, από το 01:50 και μετά. Έξοχες κιθάρες, μελωδικότατο μπάσο, επική ερμηνεία, όλα εξαιρετικά δοσμένα. Το παιδί που λέγεται “power metal” στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και που ήδη είχε πέσει στα γόνατα όταν κυκλοφόρησε το “Piece of mind”, εδώ αρχίζει και τις επικλήσεις! To πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό όσον αφορά τους στίχους τώρα, είναι μια γενικότερη εξιστόρηση πάνω σε ιστορίες ξιφομαχιών και κωδίκων τιμής, αλλά υπάρχει και η ομότιτλη ταινία του 1977, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ridley Scott, η οποία αποτέλεσε ως φαίνεται μέγιστη επιρροή. “A cut and a thrust, a parry, a blow, a stab to the heart and you’re down” και προφανέστατα εδώ μιλάμε για μονομαχία με ξίφη κατά τον 16ο-19ο αιώνα μ.Χ, και όχι για μεσαιωνική σπαθασκία. Επανέρχομαι στον αρχικό μου προβληματισμό…θα ήθελες να το ακούσεις live κάποια στιγμή; Εγώ ναι. Πρώτον γιατί θα ήταν μια μεγάλη, θετική έκπληξη, και δεύτερον γιατί αναλογιζόμενος κάτι πραγματικές μετριότητες που κατά καιρούς έχουν υπάρξει στο set του group, τούτο δω μοιάζει με το “Hallowed be Thy Name”. Όνειρα θερινής νυκτός βέβαια όλα αυτά, αφού δεν παίχτηκε ως τώρα ποτέ ζωντανά, αλλά δεν κοστίζουν…


4. 2 minutes to midnight (Smith/Dickinson)

To “Doomsday Clock” είναι το «ρολόι» εκείνο (πρόκειται για μεταφορικό όρο προφανώς) που δείχνει το πόσο κοντά είμαστε σε μια πυρηνική καταστροφή και υπάρχει από το 1947. Οι επιστήμονες έχουν θέσει την ώρα του πυρηνικού ολέθρου στις 00:00 ακριβώς και ως τώρα, έχουμε φτάσει πιο κοντά φέτος (να δω τι άλλο θα έχει το 2020) στο περίπου «παρά δύο» (23:58:20) και περισσότερο απομακρυνθήκαμε το 1991, στο «παρά δεκαεπτά» (23:43), με την συμφωνία για μείωση των εξοπλισμών (γελώ) μεταξύ Η.Π.Α και Ε.Σ.Σ.Δ. Όταν οι IRON MAIDEN τραγουδούσαν γι’ αυτό, το ρολόι έδειχνε βέβαια 23:57, άρα 3 minutes to midnight, αλλά μικρή σημασία έχει τούτη η λεπτομέρεια. Ένα λεπτό πάνω, ένα κάτω, δεν αλλάζει το γεγονός πως εδώ υπάρχει ένα τεράστιο hit το οποίο έφτασε στα βρετανικά charts στην θέση 11, έγινε video clip και αποτελεί όλα αυτά τα χρόνια αναπόσπαστο μέρος του εκάστοτε set της μπάντας (έχει παιχτεί 1386 φορές ως τώρα και αποτελεί μεγάλο crowd pleasure) πλην κάποιων «χτυπητών» εξαιρέσεων, όπως η περιοδεία “Eddie rips up the world tour” η οποία είχε άλλον «προσανατολισμό». To «παλιακό» riff του είναι κλασσικότερο των κλασσικών, τα lead σημεία του αριστουργηματικά, το break του αριστοτεχνικό, φτιαγμένο θαρρείς για το “scream for me…” του Dickinson και όταν η συζήτηση φτάνει στο pre-chorus και το chorus, το «άριστα» ως βαθμός είναι απελπιστικά μικρός. Το εξώφυλλό του δε, χαρακτηριστικό αριστούργημα του Derek Riggs, γεμάτο νοήματα, αρκεί να δει κανείς τις σημαίες πίσω από τον Eddie. Κυκλοφόρησε σε 12’’, 7’’, picture 12’’ και κασσέτα. Το ’χεις μήπως;

3. Aces high (Harris)
Στις 10 Ιουλίου του 1940, η πολεμική αεροπορία του Γ’ Ράιχ, η περίφημη Luftwaffe, ξεκινά την Μάχη της Αγγλίας με σκοπό να διαλύσει την επίσης περίφημη RAF (Βασιλική Πολεμική Αεροπορία) των Βρετανών και έτσι να διεξαχθεί χωρίς κολλήματα η επιχείρηση “Seelöwe” («Θαλάσσιος Λέων»), προς κατάληψη της ιδίας της Αγγλίας από τα ναζιστικά στρατεύματα. Ο επικός αυτός αγώνας, που κράτησε ως τα τέλη Οκτωβρίου και ο οποίος είχε τεράστια σημασία για την εξέλιξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελεί την πηγή έμπνευσης του απόλυτου Maiden opener όλων των εποχών. Δεν είναι τυχαίος ο ενθουσιασμός που επικρατεί στις τάξεις των οπαδών, όταν πριν το τραγούδι ακούγεται ο θρυλικός πια λόγος του πρωθυπουργού Winston Churchill. Η σειρήνα ηχεί, τα αντιαεροπορικά πυροβόλα χτυπούν (“There goes the siren that warns of the air raid, there comes the sound of the guns sending flak”), ο πιλότος, πρωταγωνιστής του τραγουδιού, βάζει μπροστά τους Rolls-Royce Merlin κινητήρες του Supermarine Spitfire (“Jump in the cockpit and start up the engines…gathering speed as we head down the runway”) και απογειώνεται, αρχικά για να καταρρίψει έναν σχηματισμό βομβαρδιστικών (“Move in to fire at the mainstream of bombers”) και εν συνεχεία να γυρίσει πρόσωπο με τους wingmen του για να αντιμετωπίσει ένα σμήνος μαχητικών ME-109 (“Bandits at 8 o’clock move in behind us, ten ME-109s out of the sun – ascending and turning our spitfires to face them”). Το χέρι σταθερό, οι αισθήσεις σε εγρήγορση, και τα Hispano και Browning πυροβόλα να ξερνούν φωτιά και ατσάλι (“Heading straight for them, I press down my guns”). Ταχύτατο, ανθεμικό, ένας αιώνιος ύμνος το “Aces high”, με την μπάντα σε μεταλλικό παροξυσμό και τον Bruce σε μια ερμηνεία που από την επόμενη κιόλας μέρα ποτέ δεν μπόρεσε να πιάσει στο 100% (για τέτοια δυσκολία μιλάμε), αποτελεί την απόλυτη προσομοίωση αερομαχίας μουσικά και μια εξαιρετική περιγραφή αυτής στιχουργικά (“Let off a sharp burst and then turn away, roll over, spin ’round to come in behind them, move to their blindsides and firing again”). Όσο για το άκρως συναυλιακό τελείωμά του, αυτό παραμένει από τα καλύτερα όλων των εποχών, και όχι μόνο για την μπάντα.


2. Powerslave (Dickinson)

Το ανώτερο δείγμα της συνθετικής ικανότητας του μεγάλου frontman. Το “Aces high” έχασε την δεύτερη θέση λόγω καθαρά προσωπικού γούστου-κολλήματος-βίτσιου. Ισάξιο είναι τυπικά και ουσιαστικά. Η ιστορία απλή, μα πάντοτε γοητευτική στα αυτιά μας, ειδικά όταν συνοδεύεται από τέτοια μουσική. Ο Φαραώ που πίστευε πως είναι αθάνατος μα βλέπει πως όλοι, ακόμη και οι επί Γης θεοί, ηττώνται στο τέλος από τον Μέγα Θεριστή (“I don’t wanna die, I’m a god, why can’t I live on…in my last hour I’m a slave to the power of Death”). Έτσι, καθώς θυμάται την εποχή της εφήμερης ακμής και παντοδυναμίας του (“When I was living this lie fear was my game, people would worship and fall, drop to their knees”) στην ουσία καταριέται τον διάδοχό του (“So bring me the blood and red wine for the one to succeed me, for he is a man and a God and He will die too”) και ορκίζεται πως θα γυρίσει από τον τάφο, σαν μούμια, για να κυριαρχήσει ξανά (“But open the gates of my hell, I will strike from the grave”). Oriental έπος με απίστευτο riff, σκηνοθετική-θεατρική- κινηματογραφική δομή, όπου δεσπόζει η θεϊκή ερμηνεία του Bruce ο οποίος γίνεται «ένα» με τον καταραμένο Φαραώ και μπαίνει στο «πετσί» του ρόλου. Το μεσαίο τμήμα με τις κιθάρες να εναλλάσσονται, το μπάσο σε ρόλο όχι και τόσο αφανούς ήρωα και τα συνεχή ρολαρίσματα του Nicko, είναι επίσης χάρμα ώτων. Σαν video, επιλέχτηκε η εκτέλεση από το “Live after death”. Η απόδοση της μπάντας, ο Eddie, το πέραν πάσης προσδοκίας finale (δες θεατρικότητα, όχι, δες), ακόμη και το πραγματικά «ό,τι να’ναι» ντύσιμο του Dickinson (αυτά που φοράει δεν έχουν καμία σχέση ούτε με το αιγυπτιακό-μυστικιστικό concept ούτε και μεταξύ τους), όλα ανήκουν σε αυτό που λέμε «η πεμπτουσία του 80s metal».

1. Rime of the ancient mariner (Harris)
Το “Rime of the ancient mariner” (ο αρχικός του τίτλος ήταν “The Rime of the Ancyent Marinere”), το σημαντικότερο ίσως ποίημα του Άγγλου ποιητή Samuel Taylor Coleridge, γράφτηκε κάπου το 1797, δημοσιεύθηκε το 1798 στην πρώτη έκδοση της συλλογής “Lyrical ballads, with a few other poems” και θεωρείται πως σηματοδότησε την αρχή της βρετανικής ρομαντικής λογοτεχνίας. Ένας γέρος καπετάνιος, απόμαχος ναυτικός, σταματά έναν άντρα που είναι καλεσμένος σε μια γαμήλια τελετή και αρχίζει να του διηγείται μιαν ιστορία. Στην αρχή ο καλεσμένος δείχνει απρόθυμος να την ακούσει, καθώς η τελετή πρόκειται να ξεκινήσει, αλλά το λαμπερό μάτι του ναυτικού τον αιχμαλωτίζει. Μιαν ιστορία φόβου, αγωνίας, μα και ηθικών διδαγμάτων, η οποία τον παρασύρει στην κυριολεξία, καθώς αυτή «ξετυλίγεται». Την γνωρίζεις, είμαι βέβαιος για αυτό. Αν όχι, ανέτρεξε σε οποιαδήποτε εγκυκλοπαιδική πηγή και διάβασε τόσο αυτήν όσο και το ίδιο το ποίημα, αξίζει πραγματικά τον κόπο. Όταν το έκανε ο Steve Harris, ενθουσιάστηκε τόσο που με αυτό ως έμπνευση, δημιούργησε το καλύτερο (ναι) τραγούδι στην ιστορία της μπάντας. Τούτο το ποίημα μόνο μια τέτοια σύνθεση θα μπορούσε να το αποτυπώσει στο πεντάγραμμο, μόνο μια τέτοια σύνθεση θα ήταν άξια να το μετουσιώσει σε νότες. Η ανατολίτικη «αύρα» του “Powerslave” «φυσά» ακόμη σε σημεία, αλλά το σκηνικό από την αρχαία Αίγυπτο μεταφέρεται κάπου στην Ανταρκτική. Δεν είναι απλά οι εναλλαγές στα tempi, η κλιμακούμενη ένταση και η σπονδυλωτή δομή που κάνουν το “Rime…” …αραβουργηματικό. Ούτε η χρήση αυτούσιων στίχων του ποιήματος. Είναι πάνω απ’ όλα το ατμοσφαιρικό, όχι απλά κινηματογραφικό αλλά σχεδόν διαδραστικό «κόψιμο» στην μέση, που σε «μεταφέρει» στο πλοίο-φάντασμα την ώρα που στέκει ακίνητο στην μέση του πουθενά. Μάθημα από το group είναι αυτό, για το πώς μπορείς να δημιουργήσεις εικόνες με μουσικά όργανα, αντί για πινέλα ή μολύβια. Και θα κάνεις την επανάληψή σου στο live video που ακολουθεί. Γνήσιο επικό μέταλλο, ηρωικό συναίσθημα, ατσάλινες κιθάρες, αριστουργηματικό rhythm section και επάνω σε αυτά, ο πάντα εντυπωσιακός Dickinson να χαρίζει στον δίσκο την καλύτερή του στιγμή. “Rime of the ancient mariner”. Ένα magnum opus τεραστίων διαστάσεων. Mια μπαλάντα με την πραγματική, αυθεντική, μεσαιωνική έννοια του όρου.

Δημήτρης Τσέλλος