YNGWIE MALMSTEEN UNDERRATED GEMS

0
749












 

Ο Σουηδός πάλαι ποτέ θεός της κιθάρας YNGWIE MALMSTEEN δεν χρειάζεται συστάσεις. Η συμβολή του στην εξέλιξη του παιξίματος της ηλεκτρικής κιθάρας, τεράστια. Ο ήχος του χαρακτηριστικός. Η δισκογραφία του πλούσια, γεμάτη αριστουργήματα. Καθώς αναμένεται να κυκλοφορήσει έναν νέο δίσκο διασκευών, κάνουμε μια «βουτιά» στο παλμαρέ του και φέρνουμε στο φως είκοσι (20) μεγάλες στιγμές του, οι οποίες φέρουν άνετα τον χαρακτηρισμό «υποτιμημένες». Η στήλη για αυτόν τον μήνα, λοιπόν, του ανήκει!

As above, so below (“Rising force” – 1984)
Ο Yngwie είναι ήδη το “next big thing” στο χώρο της ηλεκτρικής κιθάρας, καθώς έχει διαπρέψει με STEELER και κυρίως με ALCATRAZZ. Ήταν θέμα χρόνου να ξεκινήσει τη δική του μπάντα. Η metal μουσική είχε πλέον ένα νέο κεφάλαιο στο μεγάλο βιβλίο της το οποίο θα ονομαζόταν “neoclassical metal”, του οποίου τον πρόλογο είχε γράψει ο Ritchie Blackmore. Ο Yngwie ξεκίνησε τη σύνταξη της πρώτης παραγράφου, με τούτο το θρυλικό ντεμπούτο. Τα γράμματα χρυσά, ανεξίτηλα. Με Barriemore Barlow στα τύμπανα (JETHRO TULL), Jens Johansson στα πλήκτρα (SILVER MOUNTAIN τότε) και τον άγνωστο Πουερτορικανό Jeff Scott Soto στη φωνή. Σε έναν δίσκο που έδωσε αναλλοίωτα στο χρόνο έπη σαν τον “Black Star” (χωρίς λόγια) και το “Far beyond the sun”, το “As above, so below” μάλλον είναι παραγκωνισμένο. Προσωπική γνώμη; Είναι μέσα στα τέσσερα καλύτερα κομμάτια του δίσκου (μαζί με τα δύο προαναφερθέντα και το “Evil eye”) και το κυριότερο, δείχνει τη κατεύθυνση που θα ακολουθούσε ο δημιουργός του από το επόμενο κιόλας άλμπουμ. Και η κατεύθυνση αυτή, που θα οδηγούσε τον Malmsteen στη δημιουργία μιας κανονικής μπάντας της οποίας και θα ηγείτο, θα έδινε πολύ χώρο στον Soto να ξεδιπλώσει το τεράστιο φωνητικό του ταλέντο και να θεωρείται έκτοτε από τα καλύτερα και πιο ακριβοπληρωμένα hired guns της πιάτσας.

On the run again (“Marching out” – 1985)
“Marching out”. Για πολλούς, ο καλύτερος δίσκος του Σουηδού. Για κάποιους άλλους, ο καλύτερος δίσκος ολόκληρου του neoclassical metal. Ας συμφωνήσουμε όλοι πως πρόκειται για ένα μνημειώδες άλμπουμ ανεξαρτήτου είδους, με τεράστιες, κλασικές στιγμές. Το κομμάτι που παρουσιάζεται εδώ, συγκαταλέγεται και αυτό στην ίδια κατηγορία με τα υπόλοιπα αριστουργήματα του άλμπουμ (όλα ισάξια), μόνο που η ιστορία, δηλαδή ο δημιουργός του, δεν του έχει φερθεί όπως θα έπρεπε. Σε πολύ πιο hard rock «χωράφια», στακάτο και ρυθμικό, με trademark solo και συντριπτική ερμηνεία από τον θεό Soto, ορίζει την έννοια της λέξης «ύμνος». O αείμνηστος ΘΕΟΣ Marcel Jacob των TALISMAN/HUMAN CLAY στο μπάσο έχει αναλάβει τις χαμηλές συχνότητες σε ολόκληρο τον δίσκο και φυσικά είναι εκπληκτικός, ο μικρός αδερφός Johansson έχει κάτσει πίσω από τα τύμπανα, οι επιρροές από την άλλη όχθη του Ατλαντικού (δύο χρόνια πριν οι RIOT είχαν μιλήσει μέσα από το “Born in America” για τον δικό τους παράνομο, στο “Gunfighter”) δεν λείπουν… Ξεσηκωτικό κομμάτι, το «βλαστάρι» του θα το ακούγαμε μετά από έξι χρόνια στο “Nasty reputation” του Axel Rudi Pell. Και το όνομα αυτού: “Wanted man”.

Magic mirror (“Trilogy” – 1986)
Δίσκος – μαγεία. Ο ορισμός του νεοκλασσικού, baroque power metal. Ένας από τους πυλώνες του europower. Εμπνευσμένο, αψεγάδιαστο. Ο Yngwie έχει δίπλα του ακόμη τους αδερφούς Johansson, και στα φωνητικά επιστρατεύει τον μέγιστο Mark Boals. To αποτέλεσμα; Για μένα ο καλύτερός του δίσκος. Το “Marching out” ήταν σε σημεία πιο straight hard rock, εδώ ο Σουηδός μορφονιός βάζει τη τελική σφραγίδα στη γέννηση ενός νέου είδους. Τα πλήκτρα είναι πιο φαντασμαγορικά και πομπώδη από κάθε άλλη φορά, η παραγωγή δίνει τον ΤΕΛΕΙΟ για το ύφος ήχο και ο Boals τραγουδά στα ουράνια, μπαίνοντας μόνο και μόνο με αυτόν εδώ τον δίσκο στο πάνθεον των μεγάλων τραγουδιστών. Ο μαγικός αυτός καθρέπτης, τελικά δεν είναι και τόσο μαγικός. Είναι ένα καθρέπτης σαν όλους τους άλλους, απλά το είδωλο που καθρεπτίζεται πάνω του είναι που έχει όλη τη μαγεία. Γνήσιο λυρικό έπος, ταχύ, σπινθηροβόλο, με τον Boals να κάνει επίδειξη δύναμης, αυτό είναι το πρώτο κομμάτι Malmsteen που άκουσα ποτέ, οπότε σε κάθε ΜΑ ΚΑΘΕ σύγκριση, με οποιοδήποτε άλλο, συναισθηματικά θα κερδίζει πάντα.

Dark ages (“Trilogy” – 1986)
ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ. Βαρύ, αργό, στα όρια του doom metal. Οι RAINBOW αν ήθελε ο Blackmore να δώσει μια σύνθεση στον Leif για το “Epicus Doomicus Metallicus” που κυκλοφόρησε τον ίδιο χρόνο. Δύο στροφές όλες και όλες, ένα απλούστατο refrain, ένα θεσπέσιο riff, o Johansson έτοιμος για το Ουράνιο Τόξο (τελικά το συνάντησε τριάντα χρόνια μετά) και η σύνθεση παίρνει διαστάσεις μαγικές, σε μόλις τέσσερα λεπτά της ώρας. Όσο λιτό και απέριττο είναι το “Dark ages”, θα είναι και αυτό το κείμενο. “To be or not to be…?”

Riot in the dungeons (“Odyssey” – 1988)
1988 και o Yngwie κάνει το τρία στα τρία. Το “Odyssey” είναι η τρίτη δουλειά του Σουηδού μάγου που πιάνει πρώτη – πρώτη θέση στο αιώνιο debate για το ποιος είναι ο καλύτερος Malmsteen δίσκος. Οι RAINBOW δεν υπάρχουν πια, αφού οι DEEP PURPLE έχουν επανασχηματιστεί με τη κλασσική τους σύνθεση, το υπερόπλο που ονομάζεται Joe Lynn Turner είναι διαθέσιμο (όπως και ο μπασίστας Bob Daisley) οπότε ο Malmsteen δεν χάνει την ευκαιρία. Και δεν τη χάνει διότι ξέρει πως αυτός στη φωνή, θα αποδώσει τα μέγιστα στο υλικό που είχε ήδη στο μυαλό του. Όχι, δεν φταίει ο Turner που ο Malmsteen έβαλε πολύ A.O.R στη μουσική του. Ο ψηλός πήρε τον Αμερικανό ακριβώς για αυτό το λόγο, αφού στο μισό άλμπουμ ο μαέστρος πατούσε στο A.O.R, στο άλλο μισό παρέδιδε μαθήματα baroque power ήχου. Το “Riot in the dungeons” είναι το τρίτο δείγμα αυτού του δεύτερου μισού (τα δύο πρώτα, κατά σειρά, είναι το σαρωτικό “Rising force” και η μπαλαντάρα “Dreaming”) και κατά προσωπική πάντα εκτίμηση, μαζί με το “Rising force”, το καλύτερο του δίσκου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Α ρε Turner, αυτό το γρέζι σου… Γενικά παρατημένος ύμνος, αν θέλετε να πάρετε μια γεύση του τι γινόταν τότε στο άκουσμά του και όχι μόνο, δείτε εκείνο το συγκλονιστικό live στην Αγία Πετρούπολη (“Live in Leningrad 1989”).


Motherless child (“Eclipse” – 1990)

Εξέλιξης συνέχεια. Το “Eclipse” ήρθε σε μια εποχή που τα πράγματα έπαιρναν διαφορετική τροπή στον τομέα “neoclassical power metal”, αφού οι ισορροπίες που ο ίδιος ο Yngwie είχε οριοθετήσει είχαν πια αλλάξει από τον ίδιο, για μια ακόμη φορά. Κανείς άλλος δεν μπορούσε άλλωστε να το κάνει αυτό, o χώρος του άνηκε. Τα εμπορικά στοιχεία έγιναν ακόμη περισσότερα, οι bluesy καταβολές βγήκαν πια στην επιφάνεια, και το baroque στοιχείο έπαψε να είναι και τυπικά ο μοναδικός πρωταγωνιστής. Το νέο line up, σχίζει. Ο Goran Edman των MADISON και John Norum, ναι, αυτός ο «φλώρος» (κούνια που σας κούναγε), έχει ιδανική για το ύφος αυτό φωνή. Ο Mats Olausson στα πλήκτρα είναι εξαιρετικός αντικαταστάτης του Johansson, αλλά «όλα τα λεφτά» είναι το rhythm section των Svante Henrysson και Michael von Knorring, πιθανότατα ως σύνολο το καλύτερο που είχε ποτέ ο γητευτής της εξάχορδης. Ταχύτατα riffs, κλασσικά sola, «κρυστάλλινα» φωνητικά και τρομερό refrain, ο γρήγορος, ευθύβολος και λυρικός Malmsteen που τόσο αγαπήσαμε βροντοφωνάζει τη παρουσία του στο “Motherless Child”, σε μια σύνθεση σκέτη μαγεία…

Devil in disguise (“Eclipse” – 1990)
Εισαγωγή… πού την έχεις ξανακούσει άραγε; Σκέψου, σκέψου… Θα σε βοηθήσω εγώ. Ίδια εισαγωγή ακούς στους IRON MAIDEN του “Mother Russia”. Στους STRATOVARIUS του “Eternity”. Στους CRYPT SERMON του “Into the Holy of Holies”. Τουλάχιστον στο μισό ευρωπαϊκό power metal όταν ήθελε να παίξει σε επικό mid – tempo. Αυτό είναι το ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ metal κυρίες και κύριοι. Και υπάρχει σε έναν δίσκο που κάποτε, και επί πολλά χρόνια, «θάφτηκε» ανηλεώς από κάποιους που απλά αδυνατούσαν πλέον να παρακολουθήσουν τον ΜΕΓΑ Σουηδό. Συγκρινόμενος με όσους προηγήθηκαν, ναι, υστερεί. Ως αυτόνομη όμως, ξεχωριστή πρόταση, είναι έπος. “Hold me, feel me wound and heal me, mend this broken heart”… αυτό περιμένεις όταν βασίζεσαι στον έρωτα. “Though you’re near me, you can’t hear me, but you tear my soul apart”… αυτό νιώθεις, όταν προδίδεσαι. “My rage is growing stronger and I can’t wait no longer, it’s in your eyes, you are the Devil in disguise”… πλέον ήρθε η ώρα να σπάσεις τα δεσμά, και να εκδικηθείς για τις πληγές στη ψυχή σου. Ακριβώς με αυτή τη σειρά, εξελίσσεται και το κομμάτι. Σε πλήρη εναρμόνιση με τις αλλαγές των συναισθημάτων. Βαρύ, επικό, εξιλεωτικό. Παντοτινό διαμάντι.

How many miles to Babylon (“Fire and ice” – 1992)
Το άκρως υποτιμημένο “Fire and ice” ξεκινά ακριβώς όπως και το “Eclipse”. Με εμπορικά κομμάτια στην αρχή, μέχρι να σκάσει σαν βόμβα το “How many miles to Babylon”. Εισαγωγή που σε βάζει σιγά σιγά στο κλίμα της σύνθεσης, με τη Stratocaster να «μιλάει» μαζί με ένα κουαρτέτο εγχόρδων το οποίο διευθύνει ο μπασίστας Svante Henrysson (ο οποίος στο δίσκο παίζει επίσης κοντραμπάσο, τσέλο και στην εκτός rock ζωή του είναι ένας εξαιρετικός και καταξιωμένος μουσικός που παίζει κλασσικά έγχορδα σε μεγάλες ορχήστρες, είναι μέλος της jazz σκηνής και συνθέτει συμφωνικά έργα και μουσική δωματίου – είπατε κάτι;). Ο Yngwie με κάτι τέτοια έπη μας αποδεικνύει πόσο μεγάλος συνθέτης ήταν, όταν δεν εστίαζε μόνο στην επίδειξη των τρομερών τεχνικών του ικανοτήτων. Υπέροχοι στίχοι στο κομμάτι, που ενώνουν τη πραγματικότητα με την αλληγορία, την έρημο με τη ψυχική «ερημιά», τη πορεία κάτω από τον καυτό ήλιο με τη προσωπική μάχη με τις ευθύνες και τα λάθη.

Cry no more (“Fire and ice” – 1992)
Αυτό το κομμάτι έχει μια από τις καλύτερες εισαγωγές σε δίσκο του Σουηδού. Ακούστε τη, δώστε της προσοχή, και θα καταλάβετε πόσο μαεστρικά ο πάλαι ποτέ θεός της κιθάρας αναμειγνύει τα blues με το neoclassical στοιχείο. Είμαι δε σίγουρος, κι ας μην υπάρχει στα credits, πως ο Henrysson έχει βάλει και αυτός το χέρι του στη σύνθεση του κομματιού, και αυτό το βλέπεις τόσο από τον ρόλο του μπάσου όσο και από τη συμβολή του κουαρτέτου εγχόρδων που διανθίζει τον metal «σκελετό». Εκεί στο 02:28 και για ένα λεπτό, όλη η μαγεία της μουσικής του Malmsteen μαζεμένη σε νότες… Μεγάλη ερμηνεία από τον Edman, που «βιώνει» τους υπέροχους, προσωπικούς στίχους. Λυρισμός εις τη νιοστή, πώς να μείνουμε ασυγκίνητοι;

Forever is a long time (“Fire and ice” – 1992)
Το καλύτερο τραγούδι του δίσκου, με κατεβασμένα χέρια. Με εκπληκτικό riff, ταχύτατο drumming από τον Bo Werner και τον Henrysson να «ξεσαλώνει» στο μπάσο, γεμίζοντας τον ήχο την ώρα που ο Malmsteen δημιουργεί ένα από τα γρηγορότερά του solo και «μονομαχεί» με τον Olausson στα πλήκτρα, και ανάλογο «κόψιμο» στη μέση για να «εκφραστούν» τα κλασσικά όργανα. Ο Edman εδώ απαντάται σε μια πανέμορφη ερμηνεία. Οι στίχοι του ξανθομάλλη τραγουδιστή μιλούν για τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και τη μεταθανάτιο ζωή. Μέσα από μια συνεχή διελκυστίνδα, όπου η θέληση για το καλό (“It’s said love is a gift that’s given if we’re true believers, just make your body and your soul his receivers”) και το κακό (“In this world those golden rules, may seem like they’re made for fools”) συγκρούονται, τελικά επικρατεί η φωτεινή πλευρά και ο ήρωας ακολουθεί τον δρόμο της προετοιμασίας για τη Τελική Κρίση ενώπιον του Θεού (“Pray for your enemy and love without agony, always ready for his day to come”). Ακούστε επίσης το “8th Commandment” των SONATA ARCTICA και ανακαλύψτε και εσείς μια πρώτης τάξεως ΚΛΕΨΙΑ (όχι, δεν θα είμαι ευγενικός, δεν είναι δάνειο ή επιρροή).


Pyramid of Cheops (“The seventh sign” – 1994)

Σε μια (επιτυχημένη σαφώς) προσπάθεια να επιστρέψει ο Yngwie στις “Marching Out” εποχές, μένει μόνος με τον Olausson και επιστρατεύει το θηρίο των τυμπάνων Mike Terrana και τον πρώην LOUDNESS και OBSESSION τραγουδιστή, Michael Vescera. Το “The seventh sign” είναι εξαιρετικό και δικαίως μπαίνει στη πρώτη γραμμή των κυκλοφοριών του Σουηδού, από πλευράς οπαδών. Τούτο το κομμάτι δε, αργό, σχεδόν doom, με oriental «αέρα» ο οποίος εν πολλοίς οφείλεται στο παιγμένο από τον ίδιο τον Malmsteen sitar, περιγράφει με νότες τον μόχθο των εργατών – σκλάβων του φαραώ Χέοπος, κατά τη κατασκευή της Μεγάλης Πυραμίδας. Από πότε ο Leif των CANDLEMASS μπήκε στο studio την ώρα που ηχογραφούσαν οι RAINBOW το “Stranger in us all”; Περίεργα πράγματα…

Tomorrow’s gone (“Magnum opus” – 1995)
Το έπος, του έπους, ω έπος. Ο Michael Vescera κλέβει τη παράσταση με τη θεόρατη ερμηνεία του σε αυτό το επιβλητικό αριστούργημα – πρόγονο του “Leonardo”, το οποίο θα μάγευε τους πάντες τέσσερα χρόνια αργότερα. Οι Shane Gaalaas στα τύμπανα και Barry Sparks στο μπάσο κρατούν το «αυτοκρατορικό» tempo σταθερό και ο Mats Olausson στρώνει το πομπώδες χαλί για να πατήσει πάνω του ο Yngwie τόσο με το ΜΕΓΑΛΟ κεντρικό του riff, όσο και με το solo crescendo του, βάζοντας φωτιά στη ταστιέρα (τετριμμένη φράση αλλά περιγράφει απόλυτα αυτό που ακούγεται). Ζωντανά δεν έχει παιχτεί ποτέ.

Time will tell (“Magnum opus” – 1995)
Το “Magnum opus” πρέπει να είναι ο πιο υποτιμημένος Malmsteen δίσκος. Είναι τόσο ισορροπημένος, έχει τόσα πολλά καλά κομμάτια, που άνετα θα μπορούσε να πλασαριστεί στη πρώτη πεντάδα της δισκογραφίας του. Κομμάτια όλων των ειδών. Τούτο το ανατολίτικο πεντάλεπτο magnum opus, καθιερώνει και το sitar στη νεοκλασσική μουσική του Σουηδού, με απόλυτα επιτυχημένο τρόπο. Φιλοσοφικές ανησυχίες από τον Vescera, σχετικά με την ανθρώπινη υπόσταση και φύση, και ένα μουσικό υπόβαθρο που θα τιμηθεί ιδιαίτερα από τον Axel Rudi Pell σε συνθέσεις όπως το “Magic” και αναρίθμητα ακόμη. Μοιάζει άκρως επηρεασμένο από τους ύστερους RAINBOW, αλλά όπως και το “Stranger in us all” των ιδίων που κυκλοφόρησε δύο μήνες αργότερα, μάλλον φέρνουν στο 1995 τη μουσική του 1975.

Gates of Babylon (“Inspiration” – 1996)
Με την επερχόμενη κυκλοφορία του νέου δίσκου διασκευών από τον Yngwie, θυμήθηκα το εξαιρετικό “Inspiration”. Γι’ αυτό στην εισαγωγή έγραψα «στιγμές του» και όχι «τραγούδια του». Το line up του “Marching out”, πλην του μακαρίτη Jacob, ξανασμίγει. Soto – Malmsteen – αφοι Johansson. Το αποτέλεσμα; Η καλύτερη ίσως από όλες τις, ομολογουμένως από «καλές» και πάνω, διασκευές – επανεκτελέσεις του δίσκου. Η oriental «αύρα» του αυθεντικού διατηρείται ακέραια, αν και λόγω sitar μετακινείται ακόμη ανατολικότερα, προς την πάντα μυστηριώδη γη των Ινδιών, ενώ στο αριστουργηματικό finale του, το βιολί έχει δώσει τη θέση του στην ακουστική κιθάρα. Σε αυτήν εδώ την επανεκτέλεση δε, αποδεικνύεται περίτρανα πως ο Jeff Scott Soto, μπορεί να τραγουδήσει ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Braveheart (“Facing the animal” – 1997)
Η εκρηκτική έναρξη του “Facing the animal”. Εξυψωτικό, εμβατηριακό, έχει δύο μεγάλα πλεονεκτήματα: το πρώτο, είναι η ερμηνεία του Mats Leven (SWEDISH EROTICA, THERION, KRUX, CANDLEMASS, GUS G. κλπ), ο οποίος σε όλο το άλμπουμ είναι καταπληκτικός, διατηρώντας ένα επικό «γρέζι» στις υψηλές οκτάβες όταν οι συνθήκες το απαιτούν (πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο) και «φορτίζοντας» συναισθηματικά την ερμηνεία του όταν πρέπει. Το δεύτερο είναι η κιθάρα του Yngwie, με το ευφάνταστο riffing και τον φόρο τιμής στον Gary Moore, μέσω του κεντρικού θέματος του “Over the hills and far away”. Επίσης άξια αναφοράς είναι η απόδοση του μεγάλου Cozy Powell, στον τελευταίο metal δίσκο της καριέρας του, πριν το μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Drumming στακάτο, δυναμικότατο, όπως μας είχε μάθει ο τόσο σημαντικός αυτός μουσικός. Μεγάλη στιγμή…


Leonardo (“Alchemy” – 1999)

“Ab antique, ab integro, audi vide, tace si vis vivere in pace”. Λατινικό manifesto στην χορωδιακή εισαγωγή, το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση περιγράφει την παλαιά αντίληψη περί επιστημών (και επιστημόνων) και πως κάποια πράγματα, για να μη διαταραχθεί η τότε ισορροπία, δεν θα έπρεπε να αναφέρονται καν. Όπως με το παράδειγμα του Γαλιλαίου. Μόνο που τον Leonardo Da Vinci, τον εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τόσο η Γαλλία, όσο και τα τότε Ιταλικά κράτη. Αυτός ο ζωγράφος, γλύπτης, μηχανικός, αστρονόμος, φιλόσοφος, ανατόμος, αρχιτέκτονας, πολιτικός μηχανικός, διπλωμάτης, εφευρέτης, συνθέτης, ποιητής, μουσικός, φυσικός, φυσιολόγος θεωρείται ίσως το μεγαλύτερο «μυαλό» από την εποχή του ύστερου Μεσαίωνα και μετά. Εδώ ο Malmsteen θέλει να δώσει στον επιστήμονα την εικόνα του κατατρεγμένου επιστημονικά, αν και ο ίδιος δεν είχε όπως προείπαμε σχέσεις μίσους με την τότε Παπική Εκκλησία (“Which God may I thank making art from a canvas blank, paintings from the Holy Book, depicting Christ and the chance he took” και “judge me not, is not a sin”). Ασχέτως του στιχουργικού περιεχομένου, το “Leonardo” μουσικά είναι ισάξιο του μεγαλείου που ακολουθούσε τον Da Vinci. Επικότατο slow tempo, με τις κλασσικίζουσες κιθάρες του Malmsteen να προσπαθούν να κυριαρχήσουν και να κλέψουν τη νίκη από την ΤΕΡΑΣΤΙΑ ερμηνεία του Mark Boals o οποίος φτάνει μες τη φωνή του στα ουράνια, πραγματικά. Με λίγη φαντασία, όχι τόσο μεγάλη σαν του Da Vinci, θα μπορούσες να πεις πως σε καθαρά μουσικό επίπεδο, είναι το “Black star” με φωνητικά. Ανατριχίλα, τι να λέμε τώρα…

Wield my sword (“Alchemy” – 1999)
Ταχύτατη σύνθεση, σαν αυτές που ο Yngwie σε εποχές ακμής και έμπνευσης έγραφε κάθε πρωί με τον καφέ του. Τότε δεν μας έκανε μεγάλη εντύπωση, καθώς ακόμη ο Σουηδός ήταν ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε στο neoclassical metal. Τώρα αν έγραφε τέτοιο κομμάτι, θα βγάζαμε αφρούς από το στόμα. Ο Boals ντύνεται με τη πανοπλία του ιππότη που γυρίζει από τους Αγίους Τόπους και θέτει το σπαθί του στην υπηρεσία τοπικών αρχόντων και δεσποσυνών, μονομαχώντας όμως ταυτόχρονα κάθε μέρα με τους δικούς του, εσωτερικούς δαίμονες. “Clash of lance, clash of shield” όπως γράφεται στους στίχους, «μονομαχία» φωνητικών και κιθάρας όπως διακρίνει ο ακροατής. Ο Boals στο refrain ανεβαίνει σταδιακά με άνεση και στο τελευταίο εξαπολύει και μια θεσπέσια ψηλή νότα, δίνοντας «τροφή» και επιχειρήματα σε όσους τον θεωρούν τον καλύτερο που τραγούδησε ποτέ στο group του Σουηδού. Να προσθέσω δε, πως το δεύτερο μέρος του solo είναι αυτό ακριβώς για το οποίο λατρέψαμε τον Yngwie.

Prophet of doom (“War to end all wars” – 2000)
Ψυχρολουσία. Αυτογκόλ στο 92ο λεπτό. Έχεις ήδη «λιώσει» το “Alchemy”, μαθαίνεις πως κυκλοφορεί το “War…”, βλέπεις το εξώφυλλο του μεγάλου Frank Frazetta, ξέρεις πως ακόμη τραγουδά ο Boals, δεν θες κάτι άλλο. Λάθος. Θες. Θες παραγωγή. Όχι κάτι το τρομερό, μια τυπική έστω! Γιατί αυτό που ακούς από τα ηχεία, είναι λες και ηχογραφήθηκε στη κουζίνα του σπιτιού σου, και αντί για τύμπανα χρησιμοποίησες κατσαρόλες (καλά, μη φανταστείς τον «ήχο» του “St. Anger”). Κρίμα για συνθέσεις σαν το “Prophet of doom”. Στα χνάρια του “Wield my sword”, ευθύβολο και ταχυδύναμο, με ένα ωραίο μεσαίο μέρος όπου ακούς το “Capriccio nº 24” του Niccolò Paganini (μεγάλη επιρροή εξάλλου του Malmsteen), με μια σωστή παραγωγή και με ακόμη πιο σωστή θεώρηση των πραγμάτων από πλευράς του δημιουργού του, ο «Προφήτης» θα αποτελούσε ως και must για τις συναυλίες του. Αντ’ αυτού, μηδέν εις το πηλίκο.

Iron clad (“Attack” – 2002)
Το “Attack” είναι ένας καλός δίσκος. Όπως ήταν και το “War to end all wars”, αλλά η άθλια παραγωγή του το χαντάκωσε. Εδώ τουλάχιστον, ακούς έναν νορμάλ ήχο. Και τα καλά του τραγούδια, είναι ΚΑΛΑ. Ωραία baroque εισαγωγή στην αρχή, με ακουστική κιθάρα και πλήκτρα από τον Derek Sherinian, λες «εντάξει, σίγουρα κάπου εδώ σε λίγο θα εμφανιστεί ένα trademark riff που θα μας πάρει το σκαλπ»“. Και ναι, έχεις δίκιο, αλλά… μια στιγμή… “Out of the darkness the voices are calling, riding the wings of a song…”. Τι εννοείς δεν είναι ίδιο με το “Rising Force”; Ολόιδιο είναι. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι ένα εξαιρετικό τραγούδι το “Ironclad”. Και ο Doogie White (πρώην RAINBOW μεταξύ άλλων) σε εποχή μεγάλης ακμής, στο στοιχείο του, το ερμηνεύει ιδανικά.

Eleventh hour (“Perpetual flame” – 2008)
Όταν μάθαμε πως ο Tim “Ripper” Owens θα είναι ο νέος τραγουδιστής των RISING FORCE, η αλήθεια είναι πως όλοι είχαμε μια περιέργεια να ακούσουμε πως, και αν, θα ταίριαζε με το ύφος της μπάντας. Η αλήθεια λοιπόν είναι πως κρίνοντας από τα πεπραγμένα του όλα αυτά τα χρόνια, όπως και ο Soto, έτσι και ο Ripper, μπορεί να τραγουδήσει τα πάντα. Και σίγουρα εδώ, κέρδισε το μεγαλύτερο στοίχημα απ’ όλα. Το “Perpetual flame” είναι τρομερό, «σβήνει» εύκολα τα δύο άλμπουμ που προηγήθηκαν (“Attack” και “Unleash the Fury”) και παρουσιάζει έναν Malmsteen να τραβάει τα πράγματα ως εκεί που δεν πάνε. «Γεμάτος» ως και «υπερβολικός» δίσκος, τεχνικά ίσως ο δυσκολότερος από όλους όσους είχε στο παλμαρέ του ως τότε ο Σουηδός, με εξαιρετικές συνθέσεις. Το 8λεπτο έπος που παρουσιάζεται εδώ, είναι η πιο υποτιμημένη σύνθεσή του. Έρχεται από τα βάθη της Ανατολής, έχει έναν Ripper σε μια μεγάλη ερμηνεία και τον Malmsteen στο τελευταίο του συγκλονιστικό crescendo. Από εκεί και μετά, με 1-2 ίσως φωτεινές εξαιρέσεις σε επίπεδο κομματιών και μόνο, ξεκίνησε η συνεχής καθοδική πορεία, που να δούμε πού και αν θα σταματήσει…

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here