Η επαφή μου με τους ULVER ξεκίνησε στα mid 90’s, όπου έγινε ο κακός χαμός με το “Bergtatt”. Εκείνο που μου είχε κάνει εντύπωση τότε ήταν τα υμνικά φωνητικά του Garm! Πραγματικά πρωτόγνωρα για τη σκηνή του black metal! Το “Kveldssanger” δε με πολυενθουσίασε… Αλλά εκεί που χοροπηδούσα από τη χαρά ήταν όταν κυκλοφόρησε το τρίτο album της τριλογίας από τη Century Media, που προφανώς περίμενε ανάλογο υλικό και πήρε primitive black metal! Καλά να πάθουν! Επιτέλους και μια μπάντα που τους εκδικήθηκε την περίοδο που αλλοίωναν αισθητά τόσο τον ήχο όσο και την εικόνα των συγκροτημάτων του ρόστερ της!
Από το 1998 τα πράγματα άλλαξαν ριζικά για τους Νορβηγούς. Άφησαν πίσω τους το metal και όσοι ήταν ανοιχτοί σε ακούσματα τους ακολούθησαν. Οι υπόλοιποι απλά έχασαν τρεις ασύλληπτους δίσκους: “Themes from William Blake’s Heaven and Hell” (1998), “Perdition city” (2001) και “Blood inside” (2005). Και τα τρία έλιωσαν στο CD player μου και σε βινύλιο όταν κυκλοφόρησαν. Το πρώτο είναι ό,τι λέει ο τίτλος και μια σαφέστατα trip hop κατεύθυνση! Το δεύτερο είναι το ΑΠΟΛΥΤΟ soundtrack για βόλτες στην πόλη – σύγχρονη δωματιακή μουσική! Και το τρίτο είναι η κορύφωση τους ως μουσικοί, βάζοντας στο χωνευτήρι τους τα πάντα, με κυριότερο το ψυχεδελικό rock.
Στο μεσοδιάστημα 1995-2005 ό,τι κι αν έβγαζαν μου άρεσε άλλοτε πάρα πολύ και άλλοτε λιγότερο! Και τα soundtracks ήταν ξεχωριστά (“Svidd Neger”) και τα 2 EPs με πειραματική ηλεκτρονική μουσική (“Silence Teaches You How to Sing” και “Silencing the Singing”). Το “Shadows of the sun” δεν το χώνεψα…δεν μπήκα ποτέ στο κλίμα του…
Κι εκεί που ήταν ανέκδοτο να δούμε live κάποτε τους ULVER, ανακοινώνεται στις αρχές του 2009 ότι θα δώσουν την πρώτη τους συναυλία στο Lillehammer της Νορβηγίας. Δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω τέτοιο γεγονός, ειδικά αν αποτύγχανε το εγχείρημα και αποφάσιζαν να μην ξαναδώσουν άλλο live – είναι τελειομανείς! Η συναυλία ήταν μαγική και έμεινα σύξυλος με το “Not saved” που έκλεισε τη συναυλία με έναν-έναν να αποχωρούν από τη σκηνή και να παίζει το θέμα του κομματιού μοναδικά ο Tore Ylwizaker! Η τιμή όταν μεγάλη όταν τους έδωσα φωτογραφίες από την πρώτη σειρά που ήμουν και μια εξ αυτών μπήκε στην κεντρική σελίδα του site τους. Η ευτυχία μου γιγαντώθηκε όταν με δέχτηκε ο Kristoffer Rygg για συνέντευξη στο studio τους και μιλάγαμε επί 2,5 ώρες!
Λιγο καιρό μετά μας ήρθαν στο Gagarin 205 για να ζήσουμε κάτι μοναδικό: Τον Garm επί σκηνής με δικούς μας τρελαμένους μουσικούς να παίζουν κομμάτι από το “Bergtatt”! Εγώ άφησα τα κόκκαλα μου στο “Hallways of always”, που δεν το είχαν στο Lillehammer!. Αυτή τη φορά όχι μόνο έβαλε φωτογραφίες μου στο site της μπάντας, αλλά έδωσε και μια στους διοργανωτές συναυλίας τους στο Λονδίνο με special guest τον Attila – έβαλε μέχρι και credit στο όνομά μου!
Ένα χρόνο μετά ήρθαν και πάλι στο Fuzz club και έπαιξαν μισή ώρα παραπάνω από τις προηγούμενες φορές. Κι αυτό προφανώς γιατί αρκετός κόσμος γκρίνιαζε για το ωριαίο set τους! Κι από εδώ φωτογραφίες για το site τους!
Το “Childhood’s end” είναι απλά ένα μυθικό album διασκευών και τι δε θα έδινα να τους έβλεπα live να παίζουν κομμάτια μόνο από αυτό…Ευτυχώς κυκλοφόρησαν την εμφάνιση τους στο Roadburn, που τα παίζουν ακόμα καλύτερα! Τα υπόλοιπα album στην τρέχουσα δεκαετία δε με ενθουσίασαν και πολύ – ακόμα και η πολυαναμενόμενη συνεργασία τους με τους SunO)))! Aλλά το τελευταίο τους (“The Assassination of Julius Caesar”) για το οποίο έρχονται για συναυλία στο Gagarin 205 την Τρίτη 6 Ιουνίου, θεωρώ πως είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσαν να μας επιφυλάξουν! Θα είναι σίγουρα μια φοβερή εμφάνιση για όσους τους γουστάρουν με αυτόν τον «poppy» ήχο όπως δηλώνει ο Kristoffer Rygg για το album αυτό.
Οι λύκοι (ulver στα νορβηγικά) έχουν μεταμορφωθεί πολλές φορές αυτά τα 24 χρόνια που είναι στην ευρύτερη σκηνή της μουσικής. Χωρίς ταμπέλες, χωρίς διθυράμβους και τυμπανοκρουσίες, συνεχίζουν το ταξίδι προς τη μουσική ολοκλήρωση, κάτι που είναι για έναν καλλιτέχνη μονόδρομος μοναχικός. Καμία μπάντα δεν είναι ικανή σαν κι αυτούς να αλλάζει ηχητική και να το κάνει τόσο πετυχημένα όσο εκείνοι! Από electronica και ψυχεδελικό ροκ μέχρι synth pop και black metal, το σχήμα από το Όσλο καταφέρνει να ενώνει όσους μουσικόφιλους «ψάχνονται» όσο και εκείνοι…
Οι ULVER είναι εν έτει 2017 ένα από τα ελάχιστα σχήματα που συνεχίζουν να παίζουν με προβολές στο πίσω μέρος της σκηνής – μόδα των 00’s που πλέον ελάχιστα σχήματα συνεχίζουν! Όσοι δεν τους έχετε δει live, σας τους προτείνω ανεπιφύλακτα ό,τι στυλ μουσικής κι αν προτιμάτε! Ακόμα κι αν δεν τους έχετε ακούσει ποτέ σε studio album, όπως έκανα δώρο εισιτήρια της συναυλίας στο Lillehammer το 2009 στο ζευγάρι που μας φιλοξένησε στην παραμονή μου στη Νορβηγία για 17 μέρες! Είχανε πάθει μεγάλη πλάκα με τη συναυλία εκείνη!
Λευτέρης Τσουρέας
Τα πρώτα βήματα των ULVER, ακόμη και τα ανώριμα demo τους, κρύβουν μια μαγεία, η οποία όσο επιδραστική και αν αποδείχθηκε στην πορεία, κατά τη γνώμη μου δεν έχει ούτε καν πλησιαστεί από άλλον καλλιτέχνη που έχει αποπειραθεί κάτι αντίστοιχο. Όντας η μπάντα με την πιο ανήσυχη φύση από τις μεγάλες/κλασικές της νορβηγικής black metal σκηνής, οι Λύκοι αποφάσισαν να αφήσουν τα βουνά και τα δάση και να κατέβουν σιγά-σιγά προς την πόλη, κίνηση που δεν συνοδεύτηκε απαραίτητα και με την πλήρη αστικοποίησή τους όμως, πειραματιζόμενοι με διάφορους ήχους από τότε, με αποτελέσματα άλλοτε πραγματικά εξαιρετικά (όπως το “Perdition City” και το σαγηνευτικό “Shadows Of The Sun”) και άλλοτε κάπως πιο αμφιλεγόμενα. Προσωπικά πάντως, καμία τους δουλειά δεν με αγγίζει στον βαθμό που το κάνει η αρχική τους Τριλογία. Όσο αφορά δε το “Nattens Madrigal…”, είναι συγκλονιστικό το πόσα πολλά πρωτοκλασάτα riffs έχουν χωρέσει μέσα σε 44 λεπτά, εκεί που άλλες μπάντες δεν το κατορθώνουν σε ολόκληρη δισκογραφία.
Νίκος Χασούρας
Πάμε πάλι πίσω στα όμορφα τοπία της Νορβηγίας. Το άκουσμα αυτής της χώρας στον μέσο οπαδό/φίλο του metal, φέρνει στο νου δολοφονίες, αυτοκτονίες, εκκλησίες που καίγονται και ανίερο black metal. Λογικό. ‘Έχουν ξοδευτεί κιλά μελάνι για τις γνωστές αυτές ιστορίες που μας χάρισαν απλόχερα οι φίλοι μας οι Νορβηγοί. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η Νορβηγία και το metal δεν είναι αυτά…ή μάλλον δεν είναι μόνο αυτά.
Υπάρχει μια πολύ ιδιαίτερη φιγούρα στην ιστορία του Νορβηγικού metal και ονομάζεται Garm ή κανονικά Kristoffer Rygg. Ο άνθρωπος που πέρασε από την metal σκηνή, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του, χωρίς ποτέ να θορυβεί η να χρησιμοποιεί φανφαρονισμούς κατάφερε να κάνει το έργο του να μιλήσει δυνατότερα από οτιδήποτε άλλο. Έτσι όπως μπήκε απλά και ταπεινά στον κόσμο του metal, έτσι απλά και ταπεινά τον «απαρνήθηκε» καλλιτεχνικά, αναζητώντας άλλους δρόμους έκφρασης, χωρίς να δίνει δεκάρα στις αντιδράσεις ενός δύσκολου κοινού. Ο μουσικός δεν πρέπει να συνθέτει μόνο για το κοινό του… Πρέπει να συνθέτει πρώτα πράγματα που εκφράζουν τον ίδιο του τον εαυτό.
Στα δύσκολα χρόνια όταν ακόμη ο κόσμος του metal δεν σήκωνε πολλά-πολλά, ο Garm σήκωσε το κεφάλι και οδήγησε το καράβι των ULVER από τις black metal θάλασσες, σε κάτι απροσδόκητο για τον οποιοδήποτε οπαδό τους. Το “Themes from William Blake’s The Marriage of Heaven and Hell”, έσκασε σαν βόμβα και όλοι οι τότε δημοσιογράφοι θυμάμαι έψαχναν να βρουν εξήγηση για το πώς και τι. Κάποιοι άφησαν πίσω τους ULVER, όσοι έμειναν όμως, θα έμεναν στο καράβι αυτό για πάντα.
Είναι δύσκολο όταν μιλάς για τους ULVER, να αναφέρεσαι λες και είναι μια ακόμη μπάντα. Οι ULVER είναι ένα μουσικό ταξίδι που ούτε και ο ίδιος ο δημιουργός του ξέρει που θα τον οδηγήσει. ULVER is art.
O Garm έχει ξεπληρώσει την νεανική του αγάπη στο metal και με το παραπάνω. Δύο πολύ καλά άλμπουμ με τους BORKNAGAR, τρία φανταστικά άλμπουμ με τους ARCTURUS και άλλα τρία ταξίδια με τους ULVER σε κόσμους από άλλοτε ακραίο, άλλοτε ατμοσφαιρικό/επικό, άλλοτε folk και άλλοτε πειραματικό black metal, έδωσε στη σκηνή τόσα πολλά που ακόμη ίσως και λόγω του νεαρού ακόμη της ηλικίας του (40 χρονών με δισκογραφία 60αρη), δεν έχει αναγνωριστεί με τον τρόπο που θα έπρεπε.
Ο Garm δεν χρωστά σε κανέναν πέρα από την ίδια του την αγάπη. Την μουσική. Μια τέτοια καλλιτεχνική φύση, θα ήταν κρίμα να αφήσει πίσω την δημιουργικότητα για χάρη ενός εύκολου κέρδους. Χαίρομαι που υπάρχουν μουσικοί σαν τον Garm, γιατί μου θυμίζουν ποιος είναι ο πραγματικός σκοπός της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Θα είμαι στο Gagarin, για μια ακόμη μαγική βραδιά. Θα έχω τα αυτιά μου ανοιχτά.
Την ψυχή μου εκεί. Για ένα ακόμη ταξίδι στο άγνωστο. Θα παρακαλέσω όλους που θα παρευρεθούν να σταματήσουν για 90 λεπτά να σκέφτονται τι πόσταρε ο Μάκης, ο Σάκης, o Λάκης στο facebook και να τα κουτσομπολεύουν με τον διπλανό τους με αποτέλεσμα να ακούγεται ένα σούσουρο την στιγμή που προσπαθείς να ΝΙΩΣΕΙΣ.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε με συνοδεία τους μαγικούς ήχους του “Kveldssanger”.
Γιώργος Καραγιάννης
Οι «λύκοι» εκ Νορβηγίας, μία μπάντα που δεν μπορούν να μπουν σε κάποιο μουσικό καλούπι και να κατηγοριοποιηθούν αντίστοιχα. Μου αρέσει η πρώτη περίοδος της μπάντας και (τουλάχιστον) δεν με χαλάνε όλες οι μουσικές φάσεις που έχουν περάσει από εκεί και μετά, με εξαίρεση την περίοδο 2010-2012 “War of the roses” και «Childhood’s End» που δεν μου άρεσαν τα συγκεκριμένα album. O δίσκος “Bergtatt – Et eeventyr i 5 capitler” είναι ο αγαπημένος μου από την δισκογραφία τους και είναι αυτός που μου έρχεται στο νου, στο άκουσμα του ονόματος ULVER. Ίσως να συμβαίνει αυτό επειδή με αυτόν μυήθηκα στην μουσική τους, αλλά όπως και να έχει θα αποτελεί πάντα προσωπική αδυναμία από την δισκογραφία τους.
Θάνος Κολοκυθάς
Περίεργη φάση ετούτοι εδώ οι Νορβηγοί. Μια μπάντα που ξεκίνησε ας πούμε ως folk black metal και αφού πειραματίστηκε σχεδόν σε κάθε δίσκο της καριέρας τους γράφοντας μέχρι και κινηματογραφική μουσική, πλέον η μουσική που παίζουν έχει στοιχεία από ambient, από electronic, μέχρι και από new wave. Πάντως σίγουρα δεν έχουν καμία σχέση με metal πλέον. Αυτό σίγουρα έχει απομακρύνει τους σκληροπυρηνικούς, ουδόλως όμως έχει αποθαρρύνει εμάς τους υπόλοιπους να εμβαθύνουμε στη μουσική τους και να χαθούμε στη μυσταγωγία τους. Συμφωνώ απόλυτα ότι η μουσική των ULVER δεν είναι για όλα τα αυτιά. Αλλά αν αφήσουμε μακριά τις προκαταλήψεις περί true metal και τα συναφή, τελικά αυτό που μετράει τι είναι; Η ψυχή. Να μιλάει η μουσική στην ψυχή σου ανεξάρτητα από το μουσικό είδος, αρκεί η μουσική να είναι καλή. Και ευτυχώς μπορεί η μουσική των ULVER να είναι δύσκολη, δύσπεπτη ίσως για κάποιους, αλλά ποτέ δεν έπαψε να είναι ποιοτική. Ακόμα και τώρα, ακόμα και αν ακούγονται σαν μια super pop μπάντα της δεκαετίας του ’80 όπως στο “Southern Gothic” από την τελευταία τους δουλειά, το σίγουρο είναι ότι οι Λύκοι από το Όσλο δεν θα σταματήσουν ποτέ να μας εκπλήσσουν.
Θοδωρής Κλώνης
Η πρώτη μου επαφή με τους ULVER ήταν μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, όταν και άκουσα το καινούριο τους album “The assassination of Julius Caesar”. Ομολογώ πως το πρώτο άκουσμα με ξάφνιασε διότι δεν περίμενα να ακούσω κάτι σαν αυτό. Στα αυτιά μου το album ήχησε σαν soundtrack των DEPECHE MODE για ερωτική ταινία. Δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ πως το συγκρότημα με ιντρίγκαρε να ασχοληθώ μαζί του και αυτό που ανακάλυψα με ξάφνιασε ακόμα περισσότερο. Η μπάντα ξεκίνησε να παίζει black metal, στην συνέχεια κυκλοφόρησε το album “Kveldssanger”, με τραγούδια που σε μεταφέρουν στον μεσαίωνα και στην αυλή ενός βασιλιά, ενώ στην συνέχεια το συγκρότημα ξεκίνησε ένα ταξίδι μέσα από την ηλεκτρονική μουσική, τα ηχητικά εφέ, το χάος και την αρμονία. Δεν μπορώ να πω πως με ενθουσίασε αυτό το ταξίδι, σίγουρα όμως μέσω αυτής της πορείας παρουσιάστηκε ένα συγκρότημα με ορθάνοιχτους μουσικούς ορίζοντες αλλά και με μία τρομακτικά ιδιόρρυθμη μουσική.
Δημήτρης Μπούκης
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου «ειδικό» να μιλήσω για τους ULVER. Πως θα μπορούσα άλλωστε, όταν το “Nattens madrigal” βρίσκεται σε περίοπτη θέση με τα χειρότερα άλμπουμ που έχω ακούσει ποτέ (και σας διαβεβαιώνω ότι είναι πάρα πολλά). Αυτό που έχω ως μόνιμη απορία από τους οπαδούς του ακραίου metal, είναι πως γίνεται όταν κάποιο Νορβηγικό black metal σχήμα παίζει trip hop, electro, pop, ambient κτλ, να είναι «θεοί» και φυσικά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τα μεγάλα σχήματα που πάντα έπαιζαν αυτά τα είδη μουσικής… Η απορία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν οι PARADISE LOST, όταν έπαιζαν σαν DEPECHE MODE, να θεωρούνται «κατάπτυστοι» ενώ γκρουπ όπως οι ULVER που παίζουν ξεκάθαρη pop μουσική (άσχετο, αλλά ο πρόσφατος δίσκος τους, μου άρεσε!!!), να είναι «πειραματικοί». Προφανώς με την ίδια λογική που οι GHOST λατρεύονται από οπαδούς του black metal, οι οποίοι δεν αντέχουν να ακούσουν BLUE OYSTER CULT. Άβυσσος η ψυχή του μεταλλά, αλλά ποιος είμαι εγώ στην τελική για να κρίνω τα γούστα;
Σάκης Φράγκος