Αφιέρωμα στο 90s metal – 1994 part 2

0
654












Συνεχίζουμε ακάθεκτοι και μέσα στην καραντίνα, με το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στο 1994 (διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ), πάντα με αλφαβητική σειρά, πάντα με πολύ ωραίους δίσκους. Άλλους που έμειναν στην ιστορία, άλλους που έμειναν σε πιο “underground” πλαίσια, αλλά και μερικές απογοητεύσεις. Ας πάμε στα άλμπουμ, χωρίς χρονοτριβές, λοιπόν!
Μην ξεχνάτε ότι στο τέλος, υπάρχει η σχετική λίστα Spotify με τα καλύτερα τραγούδια των δίσκων του παρόντος αφιερώματος.
HELLOWEEN – “Master of the rings” (Raw Power)
Μπορεί το “Chameleon” να είχε κυκλοφορήσει μόλις 13 μήνες νωρίτερα όμως ενδιάμεσα είχαν διαδραματιστεί πολλά επεισόδια στις τάξεις των HELLOWEEN. Η πορεία που είχε τραβήξει η μπάντα με τον Weikath στο τιμόνι, μετά την αποχώρηση του Kai Hansen, τους είχε δει να μεταμορφώνονται από ηγέτες του Γερμανικού power metal σε άνευρους και μπερδεμένους κλόουν. Ο Kiske έκλεισε τον κύκλο του λοιπόν, ενώ οι εθισμοί του Ingo Schwichtenberg τον έθεσαν εκτός (πριν τελικά αυτοκτονήσει) με τους HELLOWEEN να κάνουν καθολικό restart. Ο Andi Deris που ανέλαβε τα φωνητικά, ήταν ο βασικός συνθέτης στους PINK CREAM 69, στα τρία άλμπουμ που είχαν κυκλοφορήσει και στην νέα του παρέα, δεν σκόπευε να σταματήσει. Η ενέργεια και οι συνθέσεις του, έδωσαν νέα πνοή στο συγκρότημα, ενώ έφερε μαζί του και κάτι από την hard rock αύρα των PC69. Από την άλλη οι Roland Grapow και Michael Weikath συνειδητά επέστρεψαν στο να γράφουν με metal κατεύθυνση και τελικά έγραψαν κοντά στα 20 κομμάτια για το “Master of the rings”. Το παζλ συμπλήρωσε ο Uli Kusch του οποίου το μεγαλύτερο επίτευγμα ήταν η καριέρα του με τους GAMMA RAY (!!!). Ηχητικά ο Tommy Hansen εκσυγχρόνισε τις συνθέσεις, με μια ογκώδη παραγωγή όμως οι πραγματικοί ήρωες του δίσκου είναι τα ίδια τα τραγούδια που επαναφέρουν τους HELLOWEEN στον θρόνο τους. Με 3 singles και την μίξη PINK-WEEN έκδηλη (“Perfect gentleman” και “Secret Alibi” ) όσο και η δίψα για ταχύτητα και νοσταλγία (“Sole survivor”, “Still we go”, “Where the rain grows”). Η συνοχή διαταράσσεται λίγο με το “Take me home” και το “Mr. Ego” (και τα δύο του Grapow, το δεύτερο «αφιερωμένο» στον Kiske) αλλά το τελικό αποτέλεσμα μας έδινε την ευκαιρία να χαμογελάσουμε και πάλι με τους Γερμανούς, όσο και με την επιστροφή της Κολοκύθας στο λογότυπό τους. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και τα δαχτυλίδια είναι 7! Πάντως η επιστροφή κρίθηκε επιτυχημένη και η αναγέννηση των HELLOWEEN μας γέμισε ελπίδες τις οποίες συνεχίζουν να εκπληρώνουν.
Γιώργος “Perfect gentleman” Κουκουλάκης
HELMET – “Betty” (Interscope)  
Ο σκληρός ήχος έχει αλλάξει πρόσωπο και αυτή η αλλαγή γίνεται όλο και πιο έντονη όσο πλησιάζουμε προς τα μέσα των 90’s. H μετά-“Nevermind” εποχή μπορεί να φέρθηκε σκληρά σε αρκετά από τα metal συγκροτήματα που προέρχονταν από τα 80’s τα οποία εκτός φωτεινών εξαιρέσεων φάνταζαν πλέον εκτός τόπου και χρόνου αλλά από το κοσκίνισμα που πέρασαν άπειρα και αρκετά πιο νέα συγκροτήματα από τα A&R τμήματα των πολυεθνικών, με ορισμένα από αυτά να έχουν δείξει τα διαπιστευτήριά τους σε μικρότερες ανεξάρτητες εταιρείες, αναδείχθηκαν αρκετά συγκροτήματα με το βλέμμα πολλών σε πιο alt-metal συγκροτήματα όπως οι HELMET από τη Νέα Υόρκη. Έχοντας κάνει το αγροτικό τους στην Amphetamine Reptile και με την Interscope, θυγατρική της Universal, να φημολογείται πως τους προσέφερε $1.000.000 για να τους αποκτήσει, οι HELMET μετά από δύο εκπληκτικά άλμπουμ όπως τα “Strap it on” και “Meantime” δουλεύουν πάνω στην τρίτη τους δουλειά με το σκεπτικό σχεδόν να σαμποτάρουν την καριέρα τους μιας και τους δυσαρεστούσε το γεγονός πως μετά τη μεγάλη εμπορική επιτυχία του “Meantime” οι πάντες, από ανθρώπους της εταιρείας, managers κλπ, εξέφεραν γνώμη για το ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα τους. Η αρχή έγινε με τον τίτλο του άλμπουμ, “Betty”, αργκό εκφορά της όμορφης κοπέλας με ανάλογο εξώφυλλο που δείχνει όντως μία χαμογελαστή ξανθιά κοπέλα να μαζεύει λουλούδια και με το πιο διευρυμένο μουσικό ύφος. O Page Hamilton, τραγουδιστής/κιθαρίστας και ηγετική μορφή πίσω από τους HELMET έχοντας ήδη οριοθετήσει τον ήχο του συγκροτήματος με το ρυθμικό και σχεδόν μηχανικό του παίξιμο, με ψήγματα του ήχου του να ακούμε σε άλμπουμ που κυκλοφόρησαν την ίδια χρονιά όπως τα “Awake” (DREAM THEATER), “Korn” (KORN), “Point blank” (NAILBOMB” και “Far beyond driven” (PANTERA), o ίδιος παρότι είχε jazz σπουδές στο Manhattan School of Music και είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον avant-garde συνθέτη Glenn Branca έβλεπε περισσότερο τον εαυτό του ως shit sculptor όπως είχε πει κάποτε στον David Bowie παρά ως κιθαρίστα και στην ηλικία των 34 ετών που βρισκόταν τότε ήταν πλέον συνειδητοποιημένος για το τι θα επακολουθούσε. To συγκρότημα μπαίνει στο στούντιο το φθινόπωρο του 1993 με παραγωγό τον T-RAY (CYPRESS HILL) και με τον κιθαρίστα Peter Mengede να αντικαθίσταται από τον Rob Echeveria της νεοϋορκέζικης hardcore μπάντας REST IN PIECES. Αρκετές από τις πατέντες τους όπως οι δυσαρμονίες, τα περίεργα κουρδίσματα και οι noise rock στρώσεις, το σφιχτοδεμένο rhythm section, τα επιτηδευμένα μονότονα φωνητικά και τα ογκώδη riff υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό κι εδώ και εμπλουτίζονται από funk (“The silver Hawaiian”) και Delta Blues (“Sam Hell”) περάσματα καθώς και μια διασκευή στο “Beautiful love”, jazz σύνθεση από τη δεκαετία του ’30, με τη μίξη του άλμπουμ να αναλαμβάνει ο Andy Wallace (FAITH NO MORE, SLAYER, SEPULTURA, WHITE ZOMBIE). Ένα από τα μεγαλύτερα hit του άλμπουμ και video, το “Milquetoast” είχε ήδη εμφανιστεί σε διαφορετική μορφή και μίξη από τον Butch Vig (NIRVANA, SONIC YOUTH, L7) στο φοβερό αυτό soundtrack της ταινίας “The Crow” υπό τον τίτλο “Milktoast”, με τα “Wilma’s rainbow” και “Biscuits for smut” να γυρίζονται επίσης σε video. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 21 Ιουνίου φτάνοντας μέχρι την 45η θέση στα Billboard, τη ψηλότερη θέση που πήρε άλμπουμ τους χωρίς όμως οι πωλήσεις να φτάνουν τα υψηλά νούμερα του “Meantime” και η συνέχεια τους βρίσκει στο δρόμο μαζί με τους ROLLINS BAND και τους SAUSAGE του Les Claypool των PRIMUS στις Η.Π.Α. και με τους BEASTIE BOYS στην Αυστραλία με τον Rob Echeveria να αποχωρεί αμέσως μετά για να αντικαταστήσει τον Bobby Hambel στους BIOHAZARD και με εμφάνιση στην ταινία “The jerky boys: The movie” διασκευάζοντας το “Symptom of the universe” των BLACK SABBATH. To 2014 πραγματοποίησαν μία περιοδεία για την 20η επέτειο του “Betty” παρουσιάζοντάς το ολόκληρο με τελευταίο σταθμό την Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου η οποία αποτελεί και τη μοναδική εμφάνιση των HELMET στη χώρα μας.
Κώστας Αλατάς

HOUSE OF SPIRITS – “Turn on the tide” (GUN Records)
Η συνέχεια των εξαιρετικών μα αδικοχαμένων Γερμανών JESTER’S MARCH, εξαιρετικοί και αδικοχαμένοι και τούτοι δω. Οι Martin Hirsch (μπάσο) και Olaf Bilic (φωνή), επιστρατεύουν τους κιθαρίστες Benjamin Schippritt και Uwe Baltrusch και τον «πολύ» Jörg Michael στα τύμπανα (ναι, δεν παίζει μόνο «του-πα-τουτου-πα» ο άνθρωπος, πρόκειται για μεγάλο drummer) και ξεκινούν τους, βραχύβιους δυστυχώς, HOUSE OF SPIRITS. Σε αντίθεση με τους πρώτους, οι οποίοι ξεκινούσαν από το power metal της σχολής των Η.Π.Α (εννοείται), περνούσαν στο tech speed/thrash και τελείωναν εντυπωσιακά στο progressive, οι HOUSE OF SPIRITS είναι πιο κατασταλαγμένοι. Μπορεί να κινούνται πάλι εντός των «χωραφιών» της αμερικανικής σχολής, αλλά την φορά αυτή κυρίαρχοι είναι οι QUEENSRYCHE του “Rage for order” και οι FATES WARNING του “Perfect symmetry”. Όπως και στους δύο δίσκους της προηγούμενης μπάντας των Hirsch και Bilic, έτσι και εδώ, η έμπνευση έχει πιάσει «ταβάνι», τα τραγούδια ξεχειλίζουν από ποιότητα και η τεχνοκρατική αντίληψη «παντρεύεται» σε έναν «ονειρικό γάμο» με το συναίσθημα και το «στρωτό» songwriting. Τι ταλέντο είχε αυτή η παρέα ρε γαμώτο… πόσο κρίμα είναι να μην μακροημερεύουν τέτοια συγκροτήματα, και να τρώμε στην μάπα τον κάθε «πουθενά», ο οποίος τυγχάνει απλά καλής προώθησης… Τώρα κακά τα ψέματα, τυπικά έχουμε δύο διαφορετικά groups, αλλά αν δούμε τα πράγματα από την ουσιαστική τους πλευρά, το “Turn on the tide” είναι ο τρίτος δίσκος μια μπαντάρας που και οι τέσσερεις κυκλοφορίες της (“Psychosphere” η επόμενη) κοσμούν κάθε δισκοθήκη που τις εμπιστεύτηκε ισάριθμες θέσεις σε κάποιο ράφι. Δεν απευθύνεται μόνο σε οπαδούς του προοδευτικού μετάλλου τούτο το άλμπουμ. Μες την ίδια ευχαρίστηση θα το ακούσουν και αυτοί του USPM. Δοκίμασε και συ, και δεν θα χάσεις.
Δημήτρης Τσέλλος

HYPOCRISY – “The fourth dimension” (Nuclear Blast)
Οι HYPOCRISY βρέθηκαν σε μεγάλη μεταβατική περίοδο στα τέλη του 1993 προς αρχές του 1994. Μετά τα 2 πρώτα κορυφαία ανοσιουργήματα που σόκαραν τον κόσμο, (“Penetralia”/ “Osculum obscenum”), θα αντιμετώπιζαν το πρώτο σοκ με τη φυγή του ηγεμονικού τρίκαφρου τραγουδιστή τους, Masse Broberg. O λόγος ήταν ένα σπασμένο τύμπανο στο αυτί του κατά τη διάρκεια της πρώτης τους Ευρωπαϊκής περιοδείας και καλό είναι να το ξεκαθαρίσουμε, καθώς αρκετοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι έφυγε λόγω της θεματικής αλλαγής στους στίχους της μπάντας. Οι στίχοι και η θεματολογία τους προς το παραφυσικό και την ύπαρξη εξωγήινης ζωής και τις απαγωγές ανθρώπων από εξωγήινους ξεκίνησαν μετά τη φυγή του Broberg και την ανάληψη των φωνητικών καθηκόντων από τον αρχηγό και ηγέτη –και κιθαρίστα- της μπάντας, Peter Tägtgren. Για πρώτη φορά και για τα επόμενα πολλά χρόνια, οι HYPOCRISY θα ηχογραφούσαν σαν τρίο και η πρώτη τους κυκλοφορία ήταν στις αρχές του ’94 το ΕΡ “Inferior devoties”. Το ομότιτλο κομμάτι ΔΕΝ είναι επανηχογράφηση αλλά η εκτέλεση του “Osculum obscenum” αυτούσια με τα φωνητικά του Tägtgren. Tα υπόλοιπα κομμάτια όμως (κομματάρες για την ακρίβεια) είναι οι πρώτες συνθέσεις του συγκροτήματος σαν τρίο και οι οπαδοί παρά την απώλεια του κορυφαίου Broberg, έτριβαν τα χέρια τους.
Οι HYPOCRISY ετοιμαζόντουσαν για νέο μνημείο καφρίλας για να τριτώσει το καλό και να εδραιωθούν στις συνειδήσεις των οπαδών τους. Φευ! Το τρίτο τους άλμπουμ “The fourth dimension” ήταν ίσως η μεγαλύτερη ηχητική αλλαγή της εποχής και σίγουρα η πλέον απρόβλεπτη. Ξαφνικά οι φρενήρεις και τίγκα αντίχριστοι/γ@μωσταυροι HYPOCRISY αφαιρούν την πεντάλφα από το λογότυπο, το οποίο αντικαθίσταται με ένα καθαρό, οι ταχύτητες πέφτουν… ψέματα, δεν υπάρχουν καν, και το συγκρότημα επαναπροσδιορίζει και τη θεματολογία του με ιστορίες από κόσμους μακριά από τον δικό μας. Το εναρκτήριο “Apocalypse” προϊδεάζει τον σοκαρισμένο κι απορημένο ακροατή για το τι θα ακολουθήσει και για τα επόμενα 52’ ο καθένας προσπαθεί να αναρωτηθεί τι έγινε με τους HYPOCRISY, που εξαφανίστηκε η πρώην αγαπημένη του μπάντα που διέλυε το σύμπαν και ποιοι είναι αυτοί που χρησιμοποιούν το όνομα τους. Η αλήθεια όμως είναι πολύ πιο μακριά από κολλημένες αλλαγές, καθώς το άλμπουμ είναι σίγουρα συμπαγές και ενιαίο σαν σύνολο. Μπορώ να συμφωνήσω ότι οι HYPOCRISY δεν πρέπει να ακούγονται ΜΟΝΟ έτσι, αλλά από την άλλη, ήταν ένας τολμηρός για την εποχή πειραματισμός που θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε εμπορική αυτοκτονία και να χάσουν μεγάλο μέρος του πυρήνα των οπαδών τους. Κι όμως τελικά τα κατάφεραν!
Και περισσότερους νέους οπαδούς κέρδισαν (παρότι οι κάφροι τους έβαλαν οριστικό Χ και γενικότερα από τότε και μετά δεν τους θεωρούν καν death metal) και εμπορικά τα πήγε πολύ καλά ο δίσκος και πόρτες τους άνοιξε για συμμετοχές σε περιοδείες και φεστιβάλ και σίγουρα είναι το πλέον μεταβατικό στάδιο της δισκογραφίας τους, ώστε να ακολουθήσει στη συνέχεια το κορυφαίο δίδυμο των “Abducted”/ “The final chapter”. Ο Tägtgren στα φωνητικά προφανώς και δεν είναι Broberg (μεταξύ μας ελάχιστοι είναι Broberg σε όλο το death metal), αλλά η φωνή του εξυπηρετεί τέλεια το υλικό, πιο βαθιά και πηχτή από του προκατόχου του, χωρίς αυτό το τέρμα guttural στυλ και με προφανή black-ίσια ουρλιαχτά που έγιναν trademark της απόδοσης του στη συνέχεια. Παραγωγή κρύσταλλο, η οποία βοήθησε να γίνει το άνοιγμα σε νέα ακροατήρια που δεν άντεχαν τα δύο πρώτα άλμπουμ (κι όμως ζουν τέτοιοι ανάμεσα μας, αφανίστε τους!) και εν κατακλείδι, ένα πολύ σημαντικό άλμπουμ για την καριέρα τους. Η τότε περιορισμένη έκδοση της εποχής περιείχε το ιστορικό κομμάτι “The abyss” το οποίο μάλιστα γυρίστηκε σε βίντεο χωρίς να αποτελεί καν μέρος της κανονικής κυκλοφορίας (απίστευτο) και που έκανε την έκδοση collector’s item. Σίγουρα ένα από τα διαφορετικότερα και χαρακτηριστικότερα άλμπουμ όλων των εποχών.
Άγγελος Κατσούρας

IN FLAMES – “Lunar strain” (Wrong Again Records)
Βρισκόμαστε στις αρχές των 90’s και ο νεαρός Jesper Stromblad, ο μπασίστας των CEREMONIAL OATH, αποφασίζει να φτιάξει ένα side project, μέσω του οποίου θα μπορεί να γράψει τραγούδια σε πιο μελωδικές φόρμες, που δεν μπορούσε μέχρι πρότινος να κάνει στους CEREMONIAL OATH. Οι IN FLAMES έμελλε να γίνουν η κύρια μπάντα του Jesper, με τον ταλαντούχο μουσικό εν τέλη να αποχωρεί από τους CEREMONIAL OATH, για να αφοσιωθεί πλήρως στο όραμα και στη μουσική που του ταίριαζε περισσότερο, στο νέο του συγκρότημα. Η μικρή σκηνή του Gothenburg εκείνη την περίοδο άρχιζε να βράζει επικίνδυνα. Οι AT THE GATES είχαν κάνει ήδη την εμφάνιση τους και ετοιμαζόντουσαν για το μεγάλο τους άλμα, ενώ οι DARK TRANQUILLITY είχαν κυκλοφορήσει το 1993, το ντεμπούτο τους “Skydancer”. Οι IN FLAMES είχαν καταφέρει να ετοιμάσουν μόνο ένα demo και για καλή τους τύχη, κατάφεραν και έκλεισαν συμβόλαιο με την δισκογραφική Wrong Again Records. Η άμεση προτεραιότητα του συγκροτήματος ήταν να γράψει αμέσως επιπλέον τραγούδια για να μπορέσει να κυκλοφορήσει το πρώτο του άλμπουμ. Το πρόβλημα όμως που αντιμετώπισε ο Jesper ήταν πως ακόμα δεν είχε βρει τραγουδιστή. Ζήτησε τότε από τον Mikael Stanne των DARK TRANQUILLITY να συμμετέχει στο νέο τους άλμπουμ, αφού είχε συνεργαστεί ξανά μαζί του στο demo που προηγήθηκε. Το 1994 τελικά κυκλοφόρησε το “Lunar strain”, με το οποίο οι IN FLAMES πραγματοποίησαν μία ιδανική αρχή στη μακρόχρονη καριέρα τους.  Το άλμπουμ φανέρωσε αμέσως την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε το συγκρότημα. Το πάντρεμα του death metal με μελωδικές γραμμές, ήταν αυτό που ήθελε ο Jesper και το πέτυχε στο απόλυτο με το καλημέρα. Μην ξεχνάμε πως οι μπάντες που έφτιαξαν αυτό που λέμε σήμερα ήχο του Gothenburg, ήταν οι AT THE GATES, οι IN FLAMES και οι DARK TRANQUILLITY. Είναι απόλυτα λογικό να υπάρχει μία επιρροή από την μία μπάντα στην άλλη, αλλά αυτό που δικαίωσε και τα τρία συγκροτήματα είναι πως ενώ είχαν κοινές ρίζες και μουσικές κατευθύνσεις, κατάφεραν να έχουν ξεχωριστά στιλ. Έτσι και οι IN FLAMES με το “Lunar strain” είχαν τα riffs που έφεραν την ταυτότητα του Jesper, κάτι που τους διαφοροποίησε χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Ένα ακόμα στοιχείο όμως που έδωσε κάτι διαφορετικό στο “Lunar strain” είναι αυτές οι, ας μου επιτραπεί ο όρος, folk επιρροές, με την συμμετοχή βιολιού, κάτι βέβαια που δεν ακούσαμε ποτέ ξανά από τους Σουηδούς. To “Lunar strain” δεν αποτελεί το τέλειο δείγμα της μπάντας, αυτό ήρθε την αμέσως επόμενη χρονιά, καθώς πέρα από την παραγωγή, το άλμπουμ είχε κάποια θέματα συνοχής, με ορισμένες συνθέσεις να δίνουν την εντύπωση πως ήταν ακόμα στην demo μορφή τους. Στο σύνολο του όμως είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ, κλασικού μελωδικού death metal, που αποτέλεσε την βάση για τις επικές κυκλοφορίες που θα ακολουθούσαν. Τι εποχή και αυτή; Μιλάμε για την γέννηση του σουηδικού melo death, τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι κακό επάνω της.
Δημήτρης Μπούκης
INFECTIOUS GROOVES – “Groove family cyco (snapped like mutha)” (550 Music)
Μετά την επιτυχία του δεύτερου δίσκου τους “Sarsippius’ ark”, τα όργια από το Long Beach της California επιστρέφουν με έναν ακόμα δίσκο, τον τρίτο κατά σειρά, μόλις ένα χρόνο μετά. Αλλαγή εταιρείας, από την Epic περνάνε στην 550 Music, που θα αποτελούσε βραχύβια θυγατρική της Epic, με όνομα παρμένο από τη διεύθυνση στην οποία ήταν τα γραφεία της στην Madison Avenue στη Νέα Υόρκη. Αλλά αρκετά με τις “εγκυκλοπαιδικές” πληροφορίες, ας περάσουμε στο δια ταύτα.
Έμπα του δίσκου, με το “Violent and funky”, το οποίο αποτελεί και το videoclip του δίσκου. Αναλαμβάνει, εκτός από το να προωθήσει το άλμπουμ, να μας παρουσιάσει και το concept πίσω από το τίτλο του δίσκου που είναι “Groove family cyco (snapped like mutha)”. Μια οικογένεια τρελών και οι ιστορίες τους. Ντυμένοι κλόουν να περιφέρονται μέσα στο σπίτι που είναι φτιαγμένο από μπλέ και πορτοκαλί τετραγωνάκια, και σε μια γωνιά οι INFECTIOUS GROOVES να κοπανιούνται. Το κομμάτι αυτό καθεαυτό, έχει ένα εντελώς SLAYER-ικό riff πάνω από έναν εντελώς funk ρυθμό που δίνουν τα τύμπανα και το εκπληκτικό μπάσο του Robert Trujillo. Τώρα, το ότι θα άκουγα τέτοιο riff με αυτό το τρόπο σε τραγούδι και θα κούμπωνε τόσο ωραία, ούτε που το φανταζόμουν. Οι ταχύτητες ανεβαίνουν σε κομμάτια όπως το “Frustrated again” που φέρνει ξεκάθαρα στα γκάζια των SUICIDAL TENDENCIES.
Κομμάτια όπως το “Boom boom boom”, το “Groove family cyco” και το αυτοπεριγραφικό από πλευράς τίτλου “Rules go out the window” αναλαμβάνουν να φέρουν σε συμφωνία την 90’s γκρούβα και την funk αισθητική. Δείχνοντας έτσι, μια μπάντα πλήρως εναρμονισμένη με την εποχή της. Αλλά όχι εξαρτώμενη από αυτή για να αποκτήσει χαρακτήρα. Το εκτυφλωτικό solo στο ξεκίνημα του “Die lika pig”, μας οδηγεί σε άλλο ένα βίαιο riff, και το οποίο έχει ως μεγάλο πρωταγωνιστή τον Brooks Wackerman, και τα φοβερά τύμπανα καθόλη τη διάρκεια του κομματιού. Μιλάμε για απίστευτη κλάση, όπως και όλοι τους, αλλά εδώ μέσα πραγματικά λάμπει.
Να σταθούμε ξεχωριστά σε ένα κομμάτι – κόλαφο, προς τους RAGE AGAINST THE MACHINE. To “Do what I tell ya!”. Ξεκάθαρος χλευασμός του ”Killing in the name of” και επικών διαστάσεων ξεβράκωμα της υποκρισίας τους. Δε με πιστεύετε; Για διαβάστε εδώ: “On the mic, you talk about gettin’ violent. But to the man with the badge you’re nothin’ but silent. So now it’s the government you wanna overthrow? But first it’s off to the next oversized show! Now you’re makin’ your political statement, or are you trying to add to your financial statement? And let’s not forget the evil corporations. Then why is SONY the sponsor of your presentation? Bitch!”. Πόνος έτσι; Τους έκαναν σκόνη σε πέντε γραμμές (σ. Σάκη Φράγκου: το λες και λίγο υπερβολικό!!!).
Το δε έτερο video clip “Cousin randy”, περιγράφει τον ομώνυμο χαρακτήρα της τρελής οικογένειας των Cycos, ο οποίος είναι κάπως επιθετικός ας το πούμε έτσι. Μη κάνετε το λάθος να τον κοιτάξετε στραβά, δε θέλετε να ξέρετε τι θα συμβεί. Εδώ είναι που ο δίσκος γίνεται κάπως πιο σκοτεινός, με το κομμάτι να αποτελεί ένα κοινωνικό σχολιασμό μέσω της μυθοπλασίας στο θέμα της ενδοοικογενειακής βιας. Ο δίσκος κλείνει με την δυάδα των “Why?” (με το άκρως φιλοσοφικό του στιχουργικό περιεχόμενο) και “Made it”, με τη διάθεση να επιστρέφει στη πρότερη της κατάσταση. Ειδικά το τελευταίο, αποτελεί την νότα jazz που δε πίστευα ότι θα άκουγα, προτού επανέλθει στο πατροπαράδοτο γκρουβάρισμα των INFECTIOUS GROOVES.
Εν κατακείδι, το τρίτο πόνημα των INFECTIOUS GROOVES, ενώ διατηρεί την ανάλαφρη και παλαβή διάθεση τους, δείχνει μια διάθεση να πει πράγματα με διάφορα μέσα, ένα από αυτά και το εύστοχο χιούμορ. Και αυτό είναι δείγμα λαμπρού μυαλού, το οποίο σίγουρα έχει ο κύριος Mike Muir.
Γιάννης Σαββίδης

JAG PANZER – “Dissident alliance” (Pavement Music)
Τεράστιο σκουπίδι! Μιλάμε για έναν από τους χειρότερους δίσκους που έχει ηχογραφηθεί ποτέ από κάποιο συγκρότημα ανεξαρτήτως ιδιώματος σε σημείο τέτοιο που ειλικρινά απορεί κανείς τι μπορεί να σκεφτόταν ο Briody όταν μπήκε στο studio για να ηχογραφήσει αυτό το ανοσιούργημα. Ναι, είναι αλήθεια ότι το 1994 ήταν πιθανότατα η δυσκολότερη χρονιά ή έστω μία από τις δυσκολότερες χρονιές για το παραδοσιακό heavy metal. Οι JAG PANZER ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι ήταν που προσπάθησαν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις των καιρών. Ειδικά στην Αμερική τα πράγματα ήταν εξαιρετικά δυσοίωνα για τη συντριπτική πλειοψηφία των συγκροτημάτων και υπήρχε θέμα επιβίωσης. Έστω, λοιπόν, να πιστώσω στον Briody ευγενή και καλοπροαίρετα κίνητρα. Ούτως ή άλλως είχαν περάσει πολλά χρόνια από το “Ample destruction”, το “Chain of command” δεν βγήκε ποτέ στην ώρα του και ο Tyrant είχε αντικατασταθεί από τον παντελώς άσημο Daniel Conca (R.I.P.). Όπως καταλαβαίνετε, τα πράγματα δεν έδειχναν καθόλου ελπιδοφόρα αν αναλογιστούμε ότι όλη η Αμερική κινούνταν σε…εναλλακτικούς ρυθμούς εκείνη την εποχή.
Τι κάνει, λοιπόν, ο Briody; Προχωράει σε ένα γενικό lifting του line-up (μόνο ο Tetley παραμένει από την αρχική σύνθεση) και γράφει ένα δίσκο που πότε μπαλανσάρει σε groov-άτο thrash, πότε σε industrial/ατμοσφαιρικό metal σε στυλ ΝΙΝ και όλα αυτά μέσα από μία PANTERA αισθητική η οποία διανθίζεται σε σημεία από ψυχεδέλεια! Μιλάμε για παράνοια και καλλιτεχνικό παραλήρημα ολκής! Ούτε λόγος για ποιότητα τραγουδιών, έτσι; Αλλού πατάει και αλλού βρίσκεται το συγκρότημα. Δεν χρειάζεται να κάνω ειδική αναφορά σε τραγούδια (διαλέξτε να ακούσετε όποιο θέλετε και θα καταλάβετε για τι σκουπίδι μιλάμε)! Μαύρη σελίδα στην ιστορία των JAG PANZER αλλά μαύρη σελίδα και στη ιστορία του σκληρού ήχου γενικότερα! Ένας δίσκος που ΟΛΟΙ οι οπαδοί των JAG PANZER έχουν διαγράψει δια παντός…
Σάκης Νίκας

ΚΙΝG’S X – “Dogman” (Atlantic Records) 
Πέμπτο album για τους Αμερικανούς ΚΙΝG’S X που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1994. Πέρα ότι είναι ο δεύτερος τους δίσκος που κυκλοφορεί κάτω από την ταμπέλα της πολυεθνικής Αtlantic records, ήταν ο πρώτος δίσκος της  μπάντας που ηχογραφούσαν χωρίς την συμμετοχή του παραγωγού και manager του σχήματος Sam Taylor.
Ο τελευταίος είχε παραιτηθεί και σύμφωνα με τον Doug Pinnick εκείνη την εποχή πέρα από αυτήν την συγκυρία υπήρχαν και πολλά προσωπικά προβλήματα ανάμεσα στα μέλη της μπάντας. Χωρίς manager και επιπλέον χωρίς χρήματα από έναν τύπο που η μπάντα είχε εμπιστευτεί όλα αυτά τα χρόνια, το επόμενο βήμα ήταν μεν δύσκολο αλλά και συνάμα πολύ απελευθερωτικό. Το σχήμα ένιωθε πλέον ελεύθερο να κάνει ότι ήθελε και η πρώτη τους κίνηση ήταν να προσλάβουν για παραγωγό τον Brendan O’ Brien που τον θεωρούσαν κορυφαίο και επίσης τα τελευταία χρόνια είχε κάνει παραγωγές σε σχήματα όπως οι PEARL JAM, STONE TEMPLE PILOTS και ΒLACK CROWES.
Πραγματικά, το “Dogman” τους βγήκε ο πιο heavy δίσκος που είχαν κάνει μέχρι εκείνη την στιγμή. Η επιλογή του παραγωγού της αρεσκείας τους είχε το κατάλληλο αποτέλεσμα μιας και ο Ο’ Brien ήταν αυτό που επιθυμούσαν. Χωρίς να χάνεται ο χαρακτήρας της μπάντας, οι χαρακτηριστικές  μελωδίες τους που συνδυάζονται με τις εκπληκτικές φωνητικές αρμονίες των Doug Pinnick / Ty Tabor και τα ευφάνταστα καθαριστικά θέματα που επιλέγει ο Τy Tabor είναι και πάλι στο προσκήνιο και το συνολικό groove αυτήν  την φορά ακούγεται πολύ πιο heavy απ’ ότι στο παρελθόν.
Το πρώτο single ήταν το ομώνυμο “Dogman”, εξαιρετικό κομμάτι που διαθέτει μια φοβερή εισαγωγή και ανοίγει φουριόζικο τον δίσκο αυτόν. Το κομμάτι κατάφερε να μπει και στο top 20 των mainstream rock charts και να συστήσει δυναμικά τον δίσκο. Τα “Fool you”( trademark ΚΙΝG’S X  κομμάτι), “Pillow” και “Pretend ” (εδώ διδάσκεται πως μπορείς να είσαι groovy και heavy σε τέσσερα μόλις λεπτά) ήταν εξαιρετικά κομμάτια και τα τρία και επιλέχθηκαν για τα επόμενα singles, κανένα δεν κατάφερε όμως να μπει στα charts όπως το ομώνυμο και να βοηθήσει ουσιαστικά τον δίσκο σε πωλήσεις.
Η ποιότητα που τους χαρακτηρίζει και το μοναδικό τους ύφος μπορεί κάποιος να το απολαύσει τόσο και σε εξαιρετικά κομμάτια όπως τα “Sunshine rain” και “Flies and blue skies”με το blues χαρακτήρα που διαθέτουν και τα δυο. Τον δικό τους ιδιαίτερο χαρακτήρα βρίσκουμε σε tracks όπως τα “Cigarettes” και “Shoes” και επίσης για πρώτη φορά βάζουν διασκευή στον δίσκο τους που δεν είναι άλλη από μια μεγάλη τους επιρροή σαν σχήμα, μια live εκτέλεση του “Manic depression” του τεράστιου Jimi Hendrix.
Το σχήμα περιόδευσε σαν support στους SCORPIONS, PEARL JAM, MOTLEY CRUE και ΤYPE O NEGATIVE. Eπίσης εμφανίσθηκαν και στο billing της πρώτης ημέρας του festival Woodstock 94 και έπαιξαν δεκάδες συναυλίες είτε μόνοι τους είτε έχοντας στο πλάι τους σχήματα όπως οι ΒLUE MURDER, CHEAP TRICK, David Lee Roth, THUNDER, BLUES TRAVELER.
Eν κατακλείδι, το “Dogman” ήταν άλλο ένα εξαιρετικό album από την μπάντα, και είναι από αυτά τα albums που θα ανακαλύπτουν αρκετοί μετά από 20 χρόνια και θα απορούν και θα μετανιώνουν παράλληλα που δεν τα άκουσαν και δεν τους έδωσαν την απαραίτητη προσοχή όταν βγήκαν.
Γιάννης Παπαευθυμίου
KORN – “Korn” (Epic Records)
Το 1994 ήταν η χρονιά που γεννήθηκε το nu metal ως είδος μουσικής και ο λόγος που μπορούμε να το ισχυριστούμε αυτό είναι γιατί οι KORN έβγαλαν το ομότιτλο ντεμπούτο άλμπουμ τους. Θα μου πεις οι KORN μπαμπάδες του Nu Metal; Όχι λες; Άκου να δεις τι έγινε τότε και μου απαντάς εσύ.
Τότε λοιπόν αυτά τα αγόρια από το Bakersfield, της California, νοίκιαζαν ένα στούντιο από τον Jeff Creath, το Underground Chicken Sound. Ενώ ηχογραφούσαν το ντεμπούτο τους άρχισε να μαζεύεται έξω από το στούντιο ένα πλήθος που αφού τους έπαιξαν το τραγούδι που έγινε αργότερα γνωστό με τον τίτλο “Clown”, μεγάλωσε. Άρχισαν να παίζουν σε συναυλίες το καλοκαίρι του 1993 και σε μια συναυλία στην παραλία του Huntington, τράβηξαν την προσοχή του A&R της Immortal Records Paul Pontius. Ο Pontius τότε περιέγραφε τη μουσική τους ως “το νέο είδος της ροκ”! Το 1993 κυκλοφόρησαν το πρώτο τους demo που ουσιαστικά πήγε άπατο τόσο σε κριτικές όσο και στο κοινό. Βέβαια είχε και πολύ περιορισμένη κυκλοφορία μιας και το μοίρασαν στις δισκογραφικές και στον κόσμο που συμπλήρωνε ένα φυλλάδιο στις συναυλίες που έπαιζαν μαζί με τους BIOHAZARD και HOUSE OF PAIN. Με αυτό το demo λέγεται ότι η μπάντα ουσιαστικά δημιούργησε το nu metal.
Τον Μάιο του 1994 ξεκίνησαν να ηχογραφούν το ντεμπούτο τους με τον Ross Robinson. Τον παραγωγό που ανακάλυψε και τους GLASSJAW, THE BLOOD BROTHERS, SLIPKNOT, και LIMP BIZKIT. Βέβαια ο Robinson έχει δουλέψει και με τους TECH N9NE, MACHINE HEAD, THE CURE, SEPULTURA, και πολλούς άλλους. Κυκλοφόρησε 11 Οκτωβρίου από την Immortal Records και έφτασε στο νούμερο 1 στο Heatseekers Albums chart. Τελικά κατάφερε να φτάσει και στο 72 του Top 200 του Billboard. Οι κριτικές ήταν πολύ θετικές και τότε όλοι μίλησαν για το νέο κύμα του metal, την δημιουργία του καταραμένου για κάθε «χατζημεταλλά» nu metal.  Λέγεται ότι με αυτό το άλμπουμ οι KORN έχουν υπάρξει επιρροή για τους SLIPKNOT, COAL CHAMBER και LIMP BIZKIT. Καθόλου τυχαίο που το ντεμπούτο των SLIPKNOT αλλά και το αιματοβαμμένο “Iowa” είναι του παραγωγού τους (Robinson).
Μετά την ηχογράφηση περιόδευσαν με τους BIOHAZARD και HOUSE OF PAIN. Ωστόσο παρόλο που για πρώτη φορά η δισκογραφική τους, τους έδωσε δικό τους tour bus (που όμως χάλασε) η πρώτη περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ δεν ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη.  Ακολούθησαν περιοδείες με τους SICK OF IT ALL τον Ιανουάριο του 95 και επιλέχθηκαν για support στον Ozzy μαζί με τους DEFTONES. Μέχρι να φτάσουν στη μέση της περιοδείας το άλμπουμ έγινε χρυσό και τελικά δύο φορές πλατινένιο σύμφωνα με την Industry Association of America (RIAA). Μέσα από αυτό το άλμπουμ το συγκρότημα κυκλοφόρησε 4 singles “Blind”, “Shoots and Ladders” που προτάθηκε και για Grammy το 1997 στην κατηγορία Best Metal Performance, “Need To” και το “Clown”. Το “Blind” ήταν το μοναδικό που έφτασε στο νούμερο 15 του Καναδικού RPM Alternative Top 30.
Φυσικά όσο αυτά συνέβαιναν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού εδώ ακούγαμε ακόμη τον κάθε τυχαίο, επειδή τίποτα δεν φωνάζει εξέλιξη περισσότερο από μια μπάντα που έχει γίνει θρυλική κυκλοφορώντας ένα ep, για παράδειγμα, αρνούμενοι οποιαδήποτε εξέλιξη στα ακούσματά μας.  Θέλουμε δεν θέλουμε πάντως ο ιθύνοντας νους των KORN Jonathan Davis μαζί με τον παραγωγό τους Ross Robinson θεωρούνται οι νονοί του Nu Metal με αυτή την πρώτη κυκλοφορία και κρίνοντας από το πως γράφτηκε μετά από αυτούς η μουσική ιστορία, δεν χωράει αμφισβήτηση.
Έλενα Μιχαηλίδου
KYUSS – “Welcome to sky valley” (Electra Records)
Η διαδικασία ανύψωσης των KYUSS στην στρατόσφαιρα της heavy μουσικής είχε ήδη εγκαινιαστεί με το “Blues for the red sun”. Οι περιοδείες στο πλευρό των FAITH NO MORE, DANZIG και WHITE ZOMBIE, οι support εμφανίσεις στους METALLICA στην Αυστραλία στις αρχές του 1993 καθώς επίσης και η ένταξη τους στο δυναμικό της Electra έπειτα από την οικονομική κατάρρευση της Chameleon Records, είχαν θέσει αντιστοίχως τις βάσεις για κάτι ανάλογα μεγάλο. Εκείνο που απέμενε επομένως να φανεί ήταν αν η κηροζίνη στο ντεπόζιτο του καλιφορνέζικου συγκροτήματος έφτανε για να τους οδηγήσει σε μια ακόμα υπέρβαση.
Μόνο που στην περίπτωση του “Welcome to sky valley” δεν μιλάμε για μια απλή υπέρβαση αλλά για ένα τεράστιο, πλήρως διαπεραστικό σοκ!  Με τον μεταγραφέντα από τους THE OBSESSED, Scott Reeder να παίρνει την θέση του Nick Oliveri στο μπάσο αφού ο τελευταίος αποχώρησε μετά την ολοκλήρωση του “Blues for the red sun” για προσωπικούς λόγους και τον Chris Goss ξανά να επιβλέπει τους πάντες και τα πάντα πίσω από την κονσόλα, η χημεία του σχήματος  επανατίθεται σε νέες, ακόμα πιο στέρεες βάσεις τρυπώντας το κοσμικό της ταβάνι μέσα από συνθέσεις-διαμάντια, η καθεμιά από τις οποίες ζυγίζει από πλευράς ποιότητας έναν τόνο και βάλε. Το άλμπουμ αρχικά κυκλοφόρησε περιλαμβάνοντας συνολικά 3 κομμάτια που λειτουργούσαν ως αυτόνομα μέρη και ένα hidden track, τα οποία με κατοπινή επανακυκλοφορία χωρίστηκαν στα συνολικά 9+1 που γνωρίζουμε σήμερα.
Το “Gardenia” εδραιώνεται εξαρχής ως το σήμα κατατεθέν του άλμπουμ και ταυτοχρόνως ως το Ιερό Δισκοπότηρο μιας ολόκληρης μουσικής σκηνής που επιτέλους βλέπει ορθάνοικτο το μονοπάτι της εξόδου από την αφάνεια. H αδρεναλίνη μεγατόνων που ξεχειλίζει από το ντουμανιασμένο riff του Josh Homme, το σύρσιμο της φωνής του John Garcia πάνω από τον στίχο “We’re makin’ love”, το fuzzy βύθισμα στη μέση του κομματιού, το γκα(ρα)ζιάρικο drumming του Brant Bjork, είναι τα ΠΑΝΤΑ.
Στη συνέχεια, το άλμπουμ αναπτύσσει μια εκπληκτική ροή στηριζόμενο με τα χίλια σε ένα νιρβανικό μαδριγάλιο που γεφυρώνει την SABBATH-ική βαρύτητα με μια υβριδική (νέο)ψυχεδέλεια, η οποία συνεχίζει από εκεί που σταμάτησαν τα ινδάλματα των ‘70s αλλά συγχρόνως αντλεί έμπνευση από τον ψυχαναγκαστικό απομονωτισμό του Palm Desert. Καθένα από τα τέσσερα μέλη της μπάντας βάζει βεβαίως την προσωπική του σφραγίδα εκεί που πρέπει. Ο Garcia απογειώνεται φωνητικά στα “100°”, “Odyssey” και στο καθαρτικό “Demon cleaner” δείχνει κλάση ακόμα και στα πιο «ήρεμα» του, την ίδια στιγμή που ο Homme στάζει υπνωτικά riffs στα ανυπέρβλητα “Asteroid” και “Supa scoopa and mighty scoop” και οργώνει όσο πιο ασύστολα γίνεται στο HAWKWIND-ικό “Conan Troutman”. Ο δε Bjork εκπλήσσει ξανά συνθετικά και παιχτικά στο “Whitewater” ενώ o Reeder σπρώχνει τα ψυχεδελικά ένστικτα της μπάντας σε πιο πειραματικά επίπεδα με το πανέμορφο “Space cadet” και γκρουβάρει επιδεικτικά στο “N.O.” (διασκευή στους ACROSS THE RIVER στην οποία συμμετέχει o Mario Lalli των YAWNING MAN).
Προικισμένο, λοιπόν, με ένα σωρό highlights και μπολιασμένο στην εντέλεια με όλα τα μυθικά στοιχεία που εγκλωβίζουν την ανάσα και το πνεύμα του Desert Rock, το “Welcome to sky valley” κέρδισε επάξια τον τίτλο του magnum opus των KYUSS. Η αποχώρηση του Bjork αμέσως μετά την κυκλοφορία του ένεκα των διαφορών του με τον Homme, επέφερε φυσικά ραγδαίους τριγμούς στο μουσικό τους οικοδόμημα, ρίχνοντας το συνθετικό βάρος στα δύο υπόλοιπα μεγάλα εγώ της μπάντας και σφραγίζοντας έτσι την αρχή του τέλους, αλλά αυτό είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία.
Πάνος Δρόλιας
LORD BANE – “Age of elegance” (Nordic Metal/SPV, 1994)
Η μεγάλη των Η.Π.Α σχολή, για μιαν ακόμη φορά μπροστά μας, λαμπρή και φεγγοβολούσα. Το “Age of elegance” είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα US progressive metal, που μπορεί να κυκλοφόρησε το 1994, έρχεται όμως θαρρείς από το 1988. Επηρεασμένοι οι LORD BANE τόσο από τους QUEENSRYCHE του “Rage for order”, από τους LETHAL του “Programmed” όσο και από τους CRIMSON GLORY του “Transcendence”, δημιούργησαν μια σκοτεινή, υποβλητική, σχεδόν μελαγχολική ατμόσφαιρα, η οποία όμως δεν οδηγεί στην κατάθλιψη, αλλά στην ψυχική ανάταση και στο έπος! Μια ατμόσφαιρα όπου κυριαρχούν οι διαυγείς, υψίφωνες ερμηνείες, οι power-ίζουσες κιθάρες και τα πλήκτρα που δεν είναι πρωταγωνιστές, αλλά η γραμμή στήριξης για τους υπόλοιπους. Αξίζει να σημειωθεί πως ο κιθαρίστας Shawn Ames παίζει εδώ τσέλο, ενώ ο τραγουδιστής Jason McCaig τσέλο και βιολί. Πόσο κρίμα που το rhythm section είναι σχεδόν χαμένο λόγω της απαράδεκτης παραγωγής… έπρεπε αυτός ο δίσκος να έχει έναν αξιοπρεπή τουλάχιστον ήχο, δεν γίνεται τέτοια αρτιστικά δημιουργήματα να μην χαίρουν ενός ήχου αντάξιου της ποιότητάς τους. To “Age of elegance” δυστυχώς έχασε και στον τομέα του marketing. Η μικρούλα Nordic Metal που ανέλαβε την κυκλοφορία του, έστω και αν μπλέχτηκε στο κόλπο και η SPV, δεν μπόρεσε να υποστηρίξει την προώθησή του. Αν το είχε υπό την επίβλεψή της μεγάλη εταιρεία, θα απολάμβανε τώρα δάφνες δόξας μεγάλης κυκλοφορίας, και δεν θα πάσχιζε να ξεφύγει από τις κατακόμβες του underground… δεν πειράζει όμως, αυτοί που πρέπει, το έχουν πολύ ψηλά. Τελευταίες λέξεις: άκουσέ το μόνο και μόνο για το έπος “Moriah”. Πρόκειται για συγκλονιστικό κομμάτι.
Δημήτρης Τσέλλος

LUCIFER’S FRIEND II – “Sumo grip” (Castle Communications)
Πόσο την λατρεύω αυτή την μπάντα, και πόσο την σέβομαι. Μην μπερδεύεσαι, πρόκειται για τους LUCIFER’S FRIEND, τους γνωστούς, έστω και αν εδώ έχουν μια κατά τα 3/5 διαφορετική σύνθεση. Από το 1970 μέχρι και σήμερα, δισκογραφούν με έναν τρόπο ζηλευτό μα και ιδιαίτερο. Κανείς δίσκος δεν μοιάζει με τον προηγούμενο, έστω και αν κινούνται στο ίδιο ύφος. Το συλλαμβάνεις αυτό που σου λέω; Οι τύποι τα έχουν παίξει όλα. Proto-metal, κλασσικό rock/hard rock, progressive rock, A.O.R, jazz, fusion, funk, pop…δηλαδή αν μου έλεγαν πως ετοιμάζουν έναν thrash δίσκο, θα έλεγα «εντάξει, μια χαρά θα είναι». Εδώ έχουμε το άλμπουμ της επιστροφής τους, με τον τεράστιο John Lawton και τον Peter Hesslein από την παλαιά φουρνιά, μετά από μια απουσία δεκατριών ετών. Οι οπαδοί της περιόδου 1970-1976 δεν μπόρεσαν να το «χωνέψουν» με τίποτα, αυτοί της αντίστοιχης 1978-1981 τα κατάφεραν με τα χίλια ζόρια, οι A.O.R-άδες και όσοι τρελαίνονται με το μελωδικό rock, το έχουν εικόνισμα. Καταπληκτικός ήχος, αψεγάδιαστος, κρυστάλλινος, με τραγουδάρες ό,τι πρέπει για ομαδικό sing along, ανθεμικές μα και συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές και σαν κερασάκι στην τούρτα ένας Lawton αγέραστος, σε ερμηνείες εξαιρετικές, να βάζει τα γυαλιά σε πολλούς εκεί έξω. Το ομώνυμο κομμάτι είναι ΥΜΝΟΣ, ομοίως και το “One way ticket to Hell”, το “Don’t look back” έχει κάτι από SURVIVOR, το “Cadillac” funk-άρει a la BEE GEES και James Brown, το “Back on the track” ακούγεται σαν να το έγραψαν οι ΤΟΤΟ… και μέσα σε όλα αυτά, να σου μια πιο pop επανεκτέλεση του κλασσικού “Free me” των URIAH HEEP, και μια ακόμη πιο δυναμική (!) του ΕΠΟΥΣ “Ride the sky” από το κλασσικό ντεμπούτο. Έτσι δημιουργούνται οι σοβαροί δίσκοι κύριοι. Μετά από το “Sumo grip” οι Γερμανοί «μπήκαν» ξανά στον «πάγο», μέχρι να έρθει το “Too late to hate” του 2016.
Δημήτρης Τσέλλος
TONY MACALPINE – “Premonition” (Shrapnel)
Εντάξει, αυτός είναι ένας από τους κουραστικούς δίσκους του βιρτουόζου Tony MacAlpine, μία επιστροφή σε πιο κλασικά μοτίβα, ύστερα από αρκετούς funk/jazz πειραματισμούς στα προηγούμενα άλμπουμ. Τα δύο πρώτα άλμπουμ του εξαιρετικού αυτού μουσικού, τα λάτρεψα, όπως μου άρεσε και το άλμπουμ των MACALPINE, το “Eyes of the world”, που πήγε σε πιο hard rock μονοπάτια, έως και AOR, βάζοντας φωνητικά. Ειλικρινά δεν κατάλαβα ποτέ τον λόγο που έβγαλε ένα δίσκο σαν το “Premonition”. ΟΚ, πολλές από τις μελωδίες του είναι πολύ κολλητικές, η τεχνική του είναι από άλλον πλανήτη, ενώ παράλληλα είναι και πληκτράς υψηλού βεληνεκούς. Για να το θέσω πιο απλά, αν αυτό το άλμπουμ δεν το είχε βγάλει ο Macalpine μα ένας άλλος, πρωτοεμφανιζόμενος καλλιτέχνης, θα είχε περάσει και δεν θα είχε ακουμπήσει, καθώς δεν έχει τίποτε απολύτως να προσφέρει στον ήδη κορεσμένο χώρο των instrumental κιθαριστικών δίσκων. Αντί να συνεχίσει περαιτέρω τους πειραματισμούς του, επέλεξε την «ασφάλεια» του κλασικού του ήχου. Σίγουρα λοιπόν, δεν είναι από τους δίσκους που θα πρότεινα από αυτόν τον καλλιτέχνη, παρότι παίζουν μαζί του ο Deen Castronovo στα τύμπανα, o Tony Franklin στο μπάσο και ο Jens Johansson πλήκτρα (σε ορισμένα τραγούδια).
Σάκης Φράγκος
MACHINE HEAD – “Burn my eyes” (Roadrunner)
Το 1994 ξενυχτούσα για να παρακολουθήσω το “Headbangers Ball” στο MTV, αν και με τα βίας πιάναμε καλό σήμα («πω πω εποχές» θα σκέφτεστε). Αλησμόνητη η βραδιά που η Vanessa Warwick με μύησε στους Αμερικάνους, εμένα και χιλιάδες άλλους που παρακολουθούσαμε, τελείως αδαείς. Από το εναρκτήριο γύρισμα στα τύμπανα και το κοφτό, PANTER(A)-ικό riff, ερωτεύτηκα το μοντέρνο thrash ήχο κεραυνοβόλα. Ο δίσκος αυτός, ήταν μέρος της επανάστασης του συγκεκριμένου ιδιώματος και με την κατάλληλη προώθηση που έλαβε από την Roadrunner τους εκτίναξε! Εμπορικά τα πήγαν έξοχα και μουσικά έδειχναν έτοιμοι να ορίσουν τον τρόπο που θα παιζόταν το thrashcore στην δεκαετία αυτή. Κοφτά ριφ, ασήκωτες κιθάρες, ανεπανάληπτα ρεφραίν και στίχοι που έφτυναν με μανία τον θυμό του Robb Flynn, ενώ τα αργόσυρτα σημεία ενδιάμεσα προσέθεταν ατμόσφαιρα και groove. O κιθαρίστας και τραγουδιστής, είχε εμπειρία και τριβή στο χώρο, παίζοντας με τους VIO-LENCE για μια πενταετία, όμως χτίζοντας τον ήχο της νέας του μπάντας, οδηγήθηκε σε πιο βαρύ και groove-metal μονοπάτια. Η παραγωγή του Colin Richardson ηχεί ακόμη και σήμερα τεράστια σε όγκο, κρυστάλλινη παράλληλα και ωμή σαν φρέσκο sushi! Είχε ήδη χτίσει μια καλή φήμη στον ακραίο ήχο (CARCASS, BOLT THROWER, FEAR FACTORY, NAPALM DEATH), όμως εδώ έφτασε στο ζενίθ του. Τραγούδια όπως το “Davidian” δεν γράφονται εύκολα, ενώ στο άλμπουμ βρίσκουμε κι άλλους καταστροφικούς ύμνους, όπως το “Old”, το αγαπημένο μου “A thousand lies”, αλλά και τα “None but my own”, “Block” και “Blood for blood”. To “Death church” που ήταν επηρεασμένο από τους GODFLESH, φανερώνει και τις διάσπαρτες επιρροές τους. Τα τύμπανα του Chris Kontos ήταν απίστευτα, όσο και τα κοψίματα του, που συνδυαζόταν με έξυπνα και μοντέρνα riff, τόσο του Flynn όσο και του πρωτοεμφανιζόμενου Logan Mader. Γρήγορα τους πήραν στην περιοδεία τους οι SLAYER κάτι που τσιμέντωσε την φήμη τους στους πιο κλασικούς οπαδούς του thrash (στην τελευταία τους εμφάνιση, έπαιξαν μαζί στο encore το “Witching hour” των VENOM). Έτσι το “Burn my eyes” έγινε ο πιο επιτυχημένος δίσκος της Roadrunner (μέχρι να αφιχθούν οι SLIPKNOT).
Γιώργος “Davidian” Κουκουλάκης
MAGNUM – “Rock art” (EMI)
Το κύκνειο άσμα των υπερλατρεμένων μου MAGNUM! Το τελευταίο τους άλμπουμ μέχρι και την επανένωσή τους στις αρχές της νέας χιλιετίας που ερχόταν φουριόζα! Με έναν τίτλο που προήλθε από ένα ντοκιμαντέρ που έβλεπε ο Clarkin, και με το συγκρότημα να βαραίνει τον ήχο του σε σχέση με τις δουλειές του από το “Wings of Heaven” και μετά. Προσωπικά, θεωρώ τους MAGNUM προσωποποίηση της αρχοντιάς, δύσκολα έως ποτέ δεν γράφουν κακούς δίσκους, δεν θυμάμαι άλλωστε να έχουν τέτοιον στον κατάλογό τους. Είναι η προσωποποίηση της μαγείας!
Το “Rock art” δεν είναι το καλύτερο άλμπουμ της μπάντας. Αν το δούμε με αριθμούς δε, είναι δεύτερο από το τέλος σε πωλήσεις, πάνω μόνο από το “II”. Οι αριθμοί δεν σημαίνουν και πολλά για πολύ κόσμο, προσωπικά είμαι λάτρης τους και μου αρέσει να πορεύομαι μαζί τους. Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, οι MAGNUM διαλύθηκαν. Οι Catley και Clarkin σχημάτισαν τους HARD RAIN αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Σαν δίσκος, το “Rock art”, είναι από τις πιο “heavy” δουλειές του συγκροτήματος. Από την άλλη έχει όλα τα στοιχεία που έκαναν τους MAGNUM την πιο παραμυθένια μπάντα που βγήκε από την Αγγλία. Τρομερές μελωδίες, ακόμα ομορφότερες μελωδικές στη φωνή, σεμινάριο ενορχήστρωσης. Ένα και μόνο άκουσμα στο “Back in your arms”είναι ικανό να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μου. Τραγούδια όπως το “Tell tall eyes” (σοβαρή αλητεία), το “Hard hearted woman” αλλά και το εναρκτήριο, είναι από αυτά που κάνουν τους MAGNUM να μεταμορφωθούν σε δυναμίτες όταν το αποφασίσουν. Το “On Christmas day” που κλείνει το δίσκο, στο μυαλό μου θα είναι για πάντα το μικρό αδερφάκι του “Don’t wake the lion”. Σε καμία περίπτωση δεν αγγίζει το συγκεκριμένο ΕΠΟΣ, αλλά είναι ένα πάρα μα πάρα πολύ όμορφο τραγούδι, που αναδεικνύει όλη τη μαγεία του συγκροτήματος.
Εν κατακλείδι, το “Rock art”, είναι ένας δίσκος που αρκετοί θα τον βρουν καλό ή ικανοποιητικό. Οι οπαδοί του συγκροτήματος είμαι σίγουρος ότι τον γουστάρουν πολύ, όπως και εγώ. Οι μουσικόφιλοι που δεν έχουν καμία επαφή με το συγκρότημα, θα προσπεράσουν. Λογικό. Αν πάλι διαβάζοντας το κείμενο σας ήρθε η κάψα να ανακαλύψετε την μαγεία της μπάντας, το “On a storyteller’s night” φαντάζει ιδανικό!
Ντίνος Γανίτης

YNGWIE MALMSTEEN – “The seventh sign” (Music For Nations)
Το 1994 ο Yngwie Johan Malmsteen, είχε ήδη δείξει στο έπακρο το ταλέντο του και στην εξάχορδη αλλά και στην σύνθεση. Με δίσκους όπως τα “Rising force” (1984), “Marching out”(1985), “Trilogy” (1986), “Odyssey”(1988) και “Eclipse”(1990), κατάφερε απλά, δίσκο με δίσκο να γιγαντώνει το όνομα του στους οπαδούς, αφού ότι τραγούδι εμπεριέχεται σε αυτά τα albums, είναι μοναδικό και θεωρώ ότι ταίριαζε απόλυτα στην χρονιά κάθε κυκλοφορίας.
Το 1994 λοιπόν, δύο χρόνια μετά το επίσης αρκετά αξιόλογο “Fire & ice”, βλέπει το φως της δημοσιότητας η έβδομη δουλειά του με τίτλο, “The seventh sign”. Ο Malmsteen είναι ένας μουσικός που είναι γνωστό ότι έχει αρκετές ιδιορρυθμίες, με από αυτές να αλλάζει αρκετά συχνά μουσικούς στο line up του κάθε δίσκου. Έτσι και σε αυτή την δουλειά, δεν πρωτοτύπησε καθόλου. Σε σχέση με την προηγούμενη κυκλοφορία, «κράτησε» μόνο τον ίδιο keyboard-ίστα, και προσέλαβε καινούργιο τραγουδιστή (Michael Vescera) και drummer (Mike Terrana) και θέλησε να μην έχει μπασίστα, αλλά να παίξει ο ίδιος το εν λόγω όργανο. Παρά τις αλλαγές που έκανε, οι μουσικοί που επέλεξε να ήταν μαζί του στο σχήμα, μόνο τυχαίοι δεν ήταν, οπότε το αποτέλεσμα εκ προοιμίου θα έπρεπε να ήταν καλό, όπως και έγινε. Το «The seventh sign», ακολούθησε την συνταγή επιτυχίας που είχε φτιάξει ο ίδιος μέχρι εκείνη την χρονιά, με κιθαριστικά σημεία και μελωδίες που θέλοντας και μη σου «κολλούσαν» στο μυαλό, ωραία ευκολομνημόνευτα ρεφρέν που σε συναρπάζουν μέχρι και σήμερα, έναν τραγουδιστή που όσα χρόνια και αν περάσουν χαίρεσαι να τον ακούς και φυσικά έχοντας διάσπαρτα υπέροχα solos που ακούγονται, από έναν μουσικό που ερωτοτροπεί συνεχώς με την εξάχορδη και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα ακούγοντάς τον και σε αυτή την δουλειά.
Για ακόμα ένα άλμπουμ, το neoclassical heavy metal του, ηχούσε πολύ όμορφα στα αυτιά των οπαδών, με κυριότερο ατού φυσικά τις ίδιες τις συνθέσεις. Το εναρκτήριο τραγούδι του δίσκου, “Never die”, από εκείνη την χρονιά και μετά ήταν πάντα στο play list ενός Αθηναϊκού metal club της εποχής, και θα είναι για πάντα ένα από τα ωραιότερα που έχει γράψει. Αλλά ευτυχώς δεν άξιζε μόνο αυτό. Όλες οι υπόλοιπες συνθέσεις που υπάρχουν στο δίσκο, είναι άξιες ακρόασης, με κάποιες να υπερτερούν ελαφρώς, σχετικά με τις άλλες, χωρίς όμως να δημιουργείται κάποιο άσχημο αποτέλεσμα. Τα “Hairtrigger”, “Seventh sign”, “Pyramid of cheops”, “Crash and burn” και το εναρκτήριο, μαζί με τις μπαλάντες “Forever one” και “Prisoner of your love” «σηκώνουν» όλο το βάρος του δίσκου, δίνοντας και επιπλέον credits στην μέχρι τότε πορεία του μουσικού, με τραγούδια, που ακόμα και σήμερα ακούγονται με μεγάλη θέρμη, αφού ο χρόνος δεν τα έχει φθείρει. Να σημειώσω για όσους ίσως δεν το ξέρουν, ότι το album στο format του βινυλίου έχει κυκλοφορήσει μόνο από εταιρία στη Νότια Κορέα, στην Ιαπωνική έκδοση του cd υπάρχει ένα bonus τραγούδι, που συμπεριλαμβάνεται και στο βινύλιο, και στην επανέκδοση του album το 2003 υπάρχει επίσης ένα bonus τραγούδι.
Το “The seventh sign”, έχει αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του στην δισκογραφία του Malmsteen, κάνοντας το κατά την γνώμη μου την τελευταία τόσο καλή συνθετικά δουλειά της καριέρας του. Αν δεν έχετε ακούσει το album, να το κάνετε σύντομα, βεβαίως αν σας αρέσει ο καλλιτέχνης, γιατί αποτελεί ένα πολύ αντιπροοδευτικό μουσικό δείγμα της καριέρας του. Ήταν και θα είναι για πάντα, άλλο ένα λιθαράκι στο μεγαλείο του εν λόγω μουσικού, κατατάσσοντάς τον στους μεγαλύτερους εν ενεργεία κιθαρίστες του ιδιώματος, κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κάποιον.
Θοδωρής Μηνιάτης
MARILYN MANSON – “Portrait of an American family” (Nothing/Interscope)
Το 25τη Parallel ήταν ένα μουσικό περιοδικό ποικίλης ύλης, το οποίο είχε μικρή διάρκεια ζωής μεταξύ του τέλους των 80s και της αρχής των 90s, στις νότιες περιοχές της Florida. Ένας από τους αρθρογράφους του ήταν ο τότε φοιτητής στο Fort Lauderdale, Brian Warner και ένας από τους μουσικούς που είχε πάρει συνέντευξη ήταν ο Trent Reznor, στα πλαίσια κυκλοφορίας του “Pretty hate machine”. Στα πλαίσια αυτής της συνέντευξης, έδωσε στον Reznor και το demo των MARILYN MANSON AND THE SPOOKY KIDS, τους οποίους δημιούργησε ο Warner μαζί με τον κιθαρίστα Daisy Berkowitz.
Οι θεαματικές εμφανίσεις των SPOOKY KIDS, στις οποίες πρωτεύον ρόλο είχε ο shock factor, τράβηξαν αρχικά το ενδιαφέρον των υπευθύνων της Sony, αλλά ενώ υπέγραψαν συμβόλαιο μαζί τους, στη συνέχεια έκαναν πίσω. Ο Reznor όμως δεν ξέχασε εκείνο το demo και  δεν άργησε να έρθει η πρόταση να υπογράψουν στο νεοιδρυθέν label της Nothing που ίδρυσε ο mastermind των ΝΙΝ, σε συνδυασμό με το να είναι το support act στη Self Destruct tour. Με παραγωγό τον Ελβετό Roli Mosimann (SWANS, CELTIC FROST) ηχογραφούν το πρώτο τους album “The Manson family album”, αλλά ούτε το συγκρότημα, ούτε ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής τους μένουν ευχαριστημένοι με το ηχητικό αποτέλεσμα.
Ο Reznor πήρε την κατάσταση στα χέρια του, φώναξε το συγκρότημα για δύο μήνες στο Los Angeles, για να δουλέψουν σε ένα remix του album στα Record Plant studios, ενώ παράλληλα επανηχογράφησαν και κάποια μέρη του στο 10050 Cielo Drive, την ίδια εποχή που οι NINE INCH NAILS έγραφαν το “The downward spiral” (για λεπτομέρειες κάνε scroll down μερικά albums παρακάτω). Κάπως έτσι λοιπόν προέκυψε το επίσημο ντεμπούτο των (πλέον) MARILYN MANSON.
Στο “Portrait of an American family” υπάρχουν κάποια πρώιμα ηχητικά χαρακτηριστικά, τα οποία μετεξέλιξε ο Manson και οι εκάστοτε μουσικοί συνοδοιπόροι του στα επόμενα χρόνια, μέχρι και σήμερα. Τα γνωστά φωνητικά του Manson φυσικά και ξεχωρίζουν, οι στίχοι με τη σκοτεινή θεματολογία εννοείται ότι θα τους συναντήστε και εδώ, ενώ η μουσική είναι πιο οργανική, με τα πλήκτρα να βρίσκονται σε δεύτερο και τρίτο ρόλο.
Το “Portrait of an American family” μπορεί να απέτυχε εμπορικά, αλλά δημιούργησε τον ντόρο που έπρεπε, ειδικά όταν έσκασαν τα πρώτα censhorships. Αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να κινηθεί η περιέργεια του κόσμου, να μάθει το όνομα των MARILYN MANSON και δύο χρόνια μετά, με το “Antichrist superstar” να γίνει η εκτόξευση.
Γιώργος Κόης
ΜΑΥΗΕΜ – “De mysteriis dom. Sathanas” (Deathlike Silence)
Είναι σίγουρα ο πιο πολυσυζητημένος και «περιβόητος» δίσκος της παγκόσμιας σκηνής του black metal και όχι μόνο της νορβηγικής. Φιγουράρει στην πρώτη θέση των καλύτερων δίσκων του ιδιώματος κάθε φορά που κάποιο περιοδικό ή fanzine αναφέρεται στο μαυρομεταλλικό ήχο. Έγιναν πολλά, όμως, μέχρι να κυκλοφορήσει την άνοιξη του 1994 από την εταιρία του ηγέτη τους, Euronymous, που δολοφονήθηκε από τον Varg Vikernes. Κι αυτό συνέβη ένα χρόνο μετά, το καλοκαίρι του 1992, οπότε  έγιναν οι ηχογραφήσεις  αυτού του δίσκου, στις οποίες συμμετείχε ο ηγέτης των BURZUM. Η διαμόρφωση των 8 συνθέσεών του είχε ξεκινήσει από το 1988, χρονιά κομβική για την πορεία των ΜΑΥΗΕΜ, μιας και μπήκε στις τάξεις τους ο Dead, που έγραψε τους στίχους των “Funeral fog”, “Pagan fears”, “Life eternal”, “Buried by time and dust” και “Freezing moon”.  Τα κομμάτια αυτά πρωτοπαρουσιάστηκαν στις συναυλίες που έδωσαν το 1990 και αποτυπώθηκαν στο “Live in Leipzig”, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά. Η ηχογράφηση αυτή δίνει  μια πρωτόλεια και ακατέργαστη ιδέα του πως θα ήταν αυτός ο δίσκος αν δεν αυτοκτονούσε ο Dead, ο οποίος αποτέλεσε έκτοτε το αρχέτυπο των black metal τραγουδιστών. Κι αν ο live ήχος ή το rehearsal “Out of the dark” δεν σας ταιριάζει, θα πειστείτε αν ακούσετε τη studio εκτέλεση του πιο διάσημου black metal κομματιού (“Freezing moon”) με εκείνον πίσω από το μικρόφωνο, η οποία μπήκε τότε σε μια συλλογή της CBR. Πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ πόσο διαφορετικό θα ήταν το “De mysteriis dom. Sathanas” αν είχε ηχογραφηθεί με τον Σουηδό και όχι με τον Ούγγρο Attila των TORMENTOR. Μπορεί να απέτυχε στο “Funeral fog”, αλλά στο ομότιτλο του δίσκου παρέδωσε στην ιστορία την καλύτερη ερμηνεία που έχει γίνει ποτέ από black metal τραγουδιστή.
Οι ανακατατάξεις στη μπάντα έφεραν σε θέση ισχύος τον Euronymous που επιστράτευσε στις ηχογραφήσεις την πιτσιρικαρία που τον είχε σαν θεό εκείνη την εποχή και σύχναζε στο δισκοπωλείο του, Helvete του Οσλο. Ο Snorre των THORNS θα έβαζε το χεράκι του στο “From the dark past” (αρχικά λεγόταν “Materialized in stone”) και στο lead θέμα του “Buried by time and dust”, το οποίο  δεν υπήρχε στην αρχική μορφή του κομματιού. Αξίζει να προσέξετε την μπασογραμμή του Vikernes στο “Pagan fears” για να αναφωνήσετε πόσο ευφυής ήταν τότε – ευτυχώς ο Hellhammer  δεν άκουσε τους γονείς του Euronymous,  που ήθελαν να σβηστεί το μπάσο του φονιά του γιου τους. Ο  ηχητικός σχεδιασμός του δίσκου είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος. Ηχογραφήθηκε στην αίθουσα του Grieghallen σε μέρες που ήταν διαθέσιμη. Εκεί στήθηκε το drum kit του Hellhammer και τοποθετήθηκαν έτσι τα μικρόφωνα που ο ήχος των τυμπάνων είναι εξωπραγματικά πομπώδης και πολύ μπροστά στη μίξη, μιας και ο Hellhammer ανέβασε την ένταση στην κονσόλα πίσω από την πλάτη του Pytten. Η κιθάρα του Euronymous είναι απλά ένας από τους ορισμούς του νορβηγικού black metal  τόσο με τη riffολογία του, όσο και με τον ήχο του που ξεπέρασε τα όρια του wall of sound! Το τελικό αποτέλεσμα των ηχογραφήσεων παραμένει τόσα χρόνια μετά σημείο αναφοράς, όπως και τα ιδιότυπα φωνητικά του Attila, τα οποία ηχογραφήθηκαν το 1993 ξεχωριστά από τη μουσική.
Όσοι το έχετε ακούσει σίγουρα τον έχετε βαθιά ριζωμένο μέσα σας. Για εσάς, όμως, που δεν έχετε ακούσει αυτό το δίσκο με το στοιχειωτικό εξώφυλλο της εκκλησίας Nidaros – την είδα στο Trondheim και έμεινα άφωνος –και  με την τελεία στο dom. – παραπέμπει στο dominus ή domini – είναι μια καλή ευκαιρία για να βυθιστείτε στα πιο σκοτεινά μονοπάτια της σκληρής μουσικής. Το αν αυτή η μορφή που κυκλοφόρησε είναι και αυτή που ήθελε ο ηγέτης τους, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ο αντίκτυπός του, όμως, μέχρι και σήμερα είναι τόσο μεγάλος που οι MAYHEM της προηγούμενης δεκαετίας κρατήθηκαν στην επικαιρότητα παρουσιάζοντάς τον όλο για 3 συνεχόμενα χρόνια. Κι αυτό  χωρίς πειστικό τρόπο, όσο κι αν το, καλά επεξεργασμένο, live album τους κυκλοφόρησε από την πρώτη χρονιά! Μετά από άπειρες επανακυκλοφορίες του, βγήκε πρόσφατα και ένα κουτί που έχει ένα βιβλίο με άπειρες πληροφορίες και πέρα από το δίσκο έχει και διαφορετικές μίξεις του, ηχογράφηση χωρίς φωνητικά και όλα τα διαθέσιμα rehearsals – ένα εξ αυτών είχε βγάλει ο Euronymous με τον τίτλο “Albania”! Είδατε τι κάνει η συνθετική δυστοκία όταν επιστρατεύεται η ρετρολαγνεία για να διαιωνίσει το σύστημα που λέγεται MAYHEM;
Λευτέρης Τσουρέας
MEGADETH – “Youthanasia” (ΕΜΙ)
Αν το “Countdown to extinction” προσπαθούσε να ακολουθήσει την στροφή των METALLICA στο “Black album” τότε το “Youthanasia” ήταν σίγουρα ένα βήμα παραπέρα. Ο Dave Mustaine έδειχνε διατεθειμένος να κάνει τους MEGADETH πιο προσιτούς και εμπορικούς, ώστε να διατηρηθούν σε μια δυναμικά διαμορφωμένη μουσική βιομηχανία. Η μπάντα είχε ήδη κάνει τρομερή πρόοδο, παραμένοντας με την ίδια σύνθεση των Mustaine-Ellefson-Menza-Friedman. Οι ταχύτητες παραμένουν σε μέσα επίπεδα και οι κιθάρες δαμασμένες στο μεγαλύτερό τους μέρος, δίνοντας έμφαση σε επαναλαμβανόμενα riff και μελωδικά ρεφραίν. Η δομή όλων των τραγουδιών είναι πιο απλή από το παρελθόν, όμως η ευθύτητα αυτή δεν μειώνει την αξία των συνθέσεων, σε ένα άλμπουμ που άδικα κατέχει χαμηλή θέση στην εκτίμηση των οπαδών. Οι MEGADETH με τραγούδια όπως το “Train of consequences” και το “A tout le monde” φανερώνουν την εξέλιξη στον ήχο τους, με μινιμαλιστικές τάσεις και κολλητικά ρεφραίν, ακριβώς στο ύφος του “Angry again” που είχε προηγηθεί. Η ωριμότητα φαίνεται σε ιδέες που είναι κρυμμένες σε κάθε τραγούδι, από το μηχανικό μοτίβο του “Reckoning day”, στο κοινωνικό μήνυμα του “Family tree”, στην φυσαρμόνικα στο “Train of consequences”, στο ψυχρό και σκοτεινό “Black curtains”, στο “I thought I knew it all” που θα μπορούσε να αναφέρεται στην απόλυσή του από τους METALLICA ή στο κορυφαίο ομώνυμο τραγούδι που τόσο μελωδικά κατακρίνει τον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Ακόμα και στο “Victory” που χρησιμοποιεί τίτλους παλιότερων τραγουδιών τους σε ένα βιογραφικό παιχνίδι λέξεων, ο Mustaine δείχνει το θετικό πνεύμα που τον διακατείχε εκείνη την περίοδο και κυκλοφορεί τον τελευταίο από ένα σερί φοβερών δίσκων. Αξέχαστη και η έκδοση του άλμπουμ με τα “Hidden treasures” ενώ άξιο αναφοράς είναι το πανέξυπνο εξώφυλλο του Hugh Syme αλλά και η «ενσάρκωση» του Vic που για πρώτη φορά είναι τόσο ρεαλιστικός στο βιβλιαράκι. Το “Youthanasia” ανήκει στις καλύτερες δισκογραφικές δουλειές των MEGADETH και πρέπει να κλείσουμε αναφέροντας πως έφτασε μέχρι του νούμερο 4 στις ΗΠΑ, 6 στην Βρετανία και 11 στην Ιαπωνία κάνοντας εξαιρετικές πωλήσεις οδηγώντας σε μια τεράστια περιοδεία για τους Αμερικάνους.
Γιώργος “Addicted to chaos” Κουκουλάκης
MEKONG DELTA – “Vision fugitives” (Bullet Proof Records)
Τι να πρωτοπούμε για το φαινόμενο MEKONG DELTA και να μη μας περάσουν για γραφικούς και παρελθοντολάγνους. Ένα συγκρότημα που έλαμψε από την ίδρυση του 35 χρόνια πριν και που επέστρεψε φέτος με δισκάρα (“Tales of a future past”) μετά από 6 χρόνια απουσίας. Το “Visions fugitives” αποτελεί πλέον κι επίσημα το μεσαίο (ως 6ο) άλμπουμ της δισκογραφίας τους (11 συνολικά) και τους έβρισκε με ένα νέο αλλαγμένο χαρακτήρα για πολλοστή φορά, καθώς ως γνωστόν δεν μπορούσαν να εφησυχάσουν με τίποτα και πάντα τολμούσαν το άγνωστο, το τολμηρό, το προκλητικό αν θέλετε. Ο ηγέτης/μπασίστας/κύριος συνθέτης Ralph (ή Ralf) Hubert, παίρνει την ομάδα από το χέρι και την οδηγεί μέσα από συμπληγάδες στην αιώνια αθανασία χωρίζοντας το δίσκο σε τρία μέρη, σε ότι πιο φιλόδοξο είχε κάνει μέχρι τότε. Αρχή με το πρώτο μέρος όπου έχουμε τα δυο prog/tech διαμάντια “Them” και “Imagination”, τα οποία ακούγονται λες και βγήκαν ξεκάθαρα από το DNA του προκατόχου του εν λόγω δίσκου, δηλαδή του “Kaleidoscope” (1992). Οι MD στα καλύτερα τους παραδίδουν μαθήματα στ@ρχιδισμού και μπολιάζουν το υλικό του με ότι πιο τζαζεμένο ρυθμό μπορεί κανείς να σκεφτεί. Το thrash στοιχείο δεν είναι τόσο κυρίαρχο όσο παλιότερα αλλά αυτό ουδόλως επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα.
Περνάμε στο δεύτερο και κυριότερο μέρος του δίσκου, όπου οι MEKONG DELTA φλερτάρουν για πρώτη φορά τόσο απροκάλυπτα (ο κόσμος το ’χε τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι) με την κλασική μουσική. Έτσι το “Suite for group and orchestra” που διαρκεί 21’, χωρίζεται σε 6 μέρη και εκεί κάπου ο ακροατής αρχίζει κι επίσημα να χάνει τη μπάλα. Ποτέ δεν έπαιζαν την εύκολη –και ειδικά για τις μάζες- μουσική, αλλά εδώ μιλάμε για μεγάλη κλάση. Τα 6 μέρη αποτελούνται κατά σειρά από τα “Introduction”, “Preludium”, “Allegro” (εδώ μπαίνουν με τη μπάλα στα δίχτυα), “Dance” (σύνθεση του Christopher Young προσαρμοσμένη στα μέτρα τους από τον Hubert),”Fugue” και “Postludium”. Σίγουρα κάποιος θα πει ότι για μεταλλικός δίσκος χάνει τη συνοχή του με αυτό το τζάζεμα, από την άλλη πότε είχαν συνοχή στη σκέψη και την πράξη οι Γερμανοί για να είχαν και τώρα; Κι εκεί που ο ακροατής ψάχνει να βρει τα χαμένα αυγά και πασχάλια, έρχεται το τρίτο μέρος με δύο ακόμα κομματάρες, τα “The healer” και “Days of sorrow”, τα οποία έδειχναν ότι το συγκρότημα βρισκόταν σε μεγάλη φόρμα. Κάπου εδώ αρχίζουν τα ερωτήματα σε φάση «τι θα γινόταν αν αντί για την κλασική σουίτα βάζανε άλλα 5-6 κομμάτια σαν τα δικά τους».
Η αλήθεια να λέγεται, το έχω σκεφτεί κι εγώ ο ίδιος, στην ουσία το “Visions fugitives” είναι ένα άλμπουμ «μισό-μισό», προετοιμάζοντας το έδαφος για την επόμενη μεγαλεπίβολη κίνηση από πλευράς Hubert 3 χρόνια μετά, όπου το “Pictures at an exhibition” εκπλήρωνε το μεγάλο όνειρο του αρχηγού για ένα πλήρως κλασικής υφής άλμπουμ. Το “Visions fugitives” επίσης «υποφέρει» από τη σύγκριση με τα προηγούμενα πέντε άλμπουμ τους, όπου μιλάμε για ανυπέρβλητο μεγαλείο από πλευράς συγκροτήματος. Κακά τα ψέματα υπάρχει μια βάση καθότι όχι «πλήρες» άλμπουμ, από την άλλη η σύγκριση είναι άδικη, καθώς τα 4 «κανονικά» κομμάτια δεν στερούνται έμπνευσης και κορυφής συναισθημάτων από πλευράς μπάντας. Πάντα θα υπάρχει το ερωτηματικό πάνω από τη σκιά του δίσκου σίγουρα, από την άλλη MEKONG DELTA νιώθεις, δεν ακούς. Θέλω πολύ να είμαι αντικειμενικός και να μη χρυσώνω το χάπι σε περίπτωση που κάτι υπολείπεται αξίας, εδώ όμως δεν υπολείπεται καμίας παλαιότερης αξίας το υλικό το “Visions fugitives” και το συγκρότημα έκανε χαρούμενους και πάλι τους 500 οπαδούς που έχουν παγκοσμίως και τους λατρεύουν δίχως να υπάρχει αύριο. Αυτοί που έπρεπε, νοιάστηκαν και το αποθέωσαν, οι υπόλοιποι συνέχισαν να τους αγνοούν επιδεικτικά και στο τέλος μπάντα, οπαδοί κι εχθροί έμειναν όλοι ευχαριστημένοι εκατέρωθεν…
Άγγελος Κατσούρας
MEMENTO MORI – “Life, death and other morbid tales” (Black Mark)
Τα εισαγωγικά τα αναλύσαμε στο ντεμπούτο τους, το “Rhymes of lunacy” που είχε κυκλοφορήσει περίπου ένα χρόνο νωρίτερα. Οι Σουηδοί προσπαθούσαν να κρατήσουν ζωντανό το ύφος που οι CANDLEMASS έκαναν γνωστό στα “Nightfall” και “Ancient dreams”, όσο αυτοί όδευαν σε πιο αργόσυρτους ρυθμούς και πιο σκοτεινά μονοπάτια. Η μίξη του doom με το power metal ήταν πετυχημένη στο προηγούμενο, όμως το ερώτημα ήταν αν θα ερχόταν η απογείωση με αυτό το άλμπουμ. Οι προθέσεις έγιναν εμφανείς από το εναρκτήριο “To travel within” με το τεχνικό τέμπο του Snowy Shaw, αλλά και τον σαγηνευτικό τρόπο που τραγουδά ο Messiah Marcolin. Μετά από ένα καταχθόνιο δίλεπτο που θέλει να προσθέσει στην σκοτεινή ατμόσφαιρα του δίσκου, έρχεται το πειραματικό “A passenger on psycho’s path” με στίχους που ταιριάζουν απόλυτα με την διαταραγμένη ατμόσφαιρα που δημιουργεί η κιθάρα του Mike Wead στα 9 σχεδόν λεπτά του. Το “Misery song” είναι μια πιο άμεση αναφορά στο τεχνικό doom των CANDLEMASS κι ένα από τα καλύτερα τραγούδια του “Life, death and other morbid tales”. Ο δίσκος έχει μια θεματολογία, σχετικά με τις σκοτεινές πτυχές της ψυχολογίας μας. Εμφανές σε κάθε τραγούδι. Τόσο η ατμόσφαιρα, όσο οι κιθάρες του Mike Wead και του Nikkey Argento, είναι τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά του άλμπουμ. Δυστυχώς αυτό που λείπει είναι η συνέπεια στα ρεφραίν. Ευτυχώς το άλμπουμ σώζεται από το αριστούργημα που λέγεται “Heathendom”. Επικό σε διάρκεια, πρωτότυπο σε δομή, βαρύ και μελωδικό, με κατεύθυνση και μια παράνοια που ταιριάζει σε σενάριο του King Diamond. Ο απόλυτος ύμνος των MEMENTO MORI, που δεν φτάστηκε ούτε στο μέλλον. Οι MEMENTO MORI προσπάθησαν σε γενικές γραμμές να δείξουν προσωπικότητα και να ενσωματώσουν στοιχεία από τους HEXENHAUS και τους ABSTRAKT ALGEBRA, με τους οποίους έπαιζε πιο πειραματικά ο Mike Wead. To αποτέλεσμα είναι σε σημεία θαυμάσιο (“To travel within”, “Heathendom”) αλλά σε γενικές γραμμές αντιεμπορικό και δύσκολο.
Γιώργος “Crown of thorns” Κουκουλάκης
MERCYFUL FATE – “Time” (Metal Blade)
25 Οκτωβρίου 1994 ο Βασιλιάς κυκλοφορεί με την κανονική του μπάντα τον 4ο δίσκο των MERCYFUL FATE. Μετά τα δύο πρώτα κλασικά αριστουργήματα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι FATE μπήκαν στον πάγο ως το 1993, κάνοντας ηχηρό come back με το “In The Shadows” και καπάκι την επόμενη χρονιά με το “Time”. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές συνειδητοποιώ πραγματικά πόση αστείρευτη πηγή έμπνευσης είναι ο King… Και δεν ξέρω αν οι δισκάρες του έχουν απλά περάσει στη σφαίρα του “κλασικού και ανέγγιχτου”, εγώ στο μυαλό μου κάπως έτσι τα έχω. Απανωτά χτυπήματα και εγκεφαλικά μοίραζε ο Άρχοντας, κι ένα τέτοιο ήταν και το “Time”.
Οι ιδρυτές Diamond, Shermann & Denner αλλάζουν το μπασοτύμπανο του προηγούμενου δίσκου και επιστρατεύουν τον Snowy Shaw, drummer του King Diamond και τον Sharlee D’Angelo (WITCHERY, SPIRITUAL BEGGARS, ARCH ENEMY, NIGHT FLIGHT ORCHESTRA). Οι ηχογραφήσεις του δίσκου γίνονται στο Dallas, Texas και κυκλοφορεί μέσω της Metal Blade που ανέλαβε τους MERCYFUL FATE από το reunion και μετά. Συνθετικά είναι υπεύθυνα και τα 3 ιδρυτικά μέλη, με ένα ποσοστό περίπου 50/30/20 % αντίστοιχα (ανώτερα μαθηματικά προσφέρουμε), προσφέροντας έτσι απλά ένα track list που προκαλεί ίλιγγο.
Το no filler προκύπτει αβασάνιστα, αναφέρω απλά μερικά από τα highlights με πρώτο (και ίσως όχι καλύτερο, φαντάσου δηλαδή) το “Witches’ dance” το οποίο ήταν και το πρώτο video clip που είδα από King Diamond γενικότερα σε εκείνη την αλησμόνητη βιντεοκασέτα – εγκυκλοπαίδεια του εντύπου Metal Invader, “Fire & Ice”, το “The mad Arab” που είναι και προσωπικό αγαπημένο μου, γνωστή η αγάπη του γράφοντος για καλή ανατολίτικη μελωδία (το πιστεύω ότι μια από τις προηγούμενες ζωές μου την έζησα κάποτε εκεί), που είναι βασισμένο σε χαρακτήρα του Necronomicon του H. P. Lovecraft, το δεύτερο αγαπημένο μου “Lady in black” (μετά των URIAH HEEP) και άμα συνεχίσω θα γράψω όλο το track list, οπότε τελεία κάπου εδώ.
Οι MERCYFUL FATE και ο King Diamond γενικότερα θα έχουν πάντα ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, μιας και αυτή ήταν η πρώτη metal συναυλία που είδα, άσχετα αν ήταν καλή ή όχι. Πραγματικά όσο χάρηκα με το πρόσφατο reunion, στο οποίο μπάσο θα έπαιζε ο πιο μεγάλος κοντός, ο Joey Vera, άλλο τόσο λυπήθηκα με τον θάνατο του παλιού μπασίστα Timi Hansen ένα χρόνο πριν. Υπάρχει επίσης και νέο υλικό, 20 χρόνια μετά το “9”. Μια από τις συναυλίες που περίμενα πως και πως φέτος… Και όλο αυτό μας δίνει μια καλή assist για να κάνουμε ένα ολοκληρωτικό φρεσκάρισμα στη δισκογραφία των MERCYFUL FATE.
Μίμης Καναβιτσάδος
MOAHNI MOAHNA – “Temple of life” (SMC Records)
Ξεκινάμε με τα απλά και τα προφανή: Όταν ονομάζεις το συγκρότημά σου MOAHNI MOAHNA, είναι δεδομένο ότι η μουσική σου δεν μπορεί να είναι συμβατική. Η επαφή μου με την μουσική των MOAHNI MOAHNA, ήρθε –θαρρώ- όπως σχεδόν με όλους της γενιάς μου, αντίστροφα. Δηλαδή πρώτα ακούσαμε το “Why?” του 1997, που είχε βγει από τη Rising Sun, άρα ήταν πιο προσβάσιμο και κατόπιν γυρίσαμε να ψάξουμε το ντεμπούτο τους. Από το “Why?” είχα εντυπωσιαστεί με τις εναλλαγές που είχαν στο ύφος τους ακόμα και μέσα στο ίδιο κομμάτι. Ένα εντελώς ιδιόμορφο συγκρότημα, που στο “Temple of life”, φαινόταν λίγο πιο συγκρατημένο. Δηλαδή, μιλάμε για ένα σχήμα που είχε ως βάση το neoclassical στοιχείο, με βασική επιρροή τους RAINBOW, σαν μία πιο rock version των ARTENSION, να σας πω την αλήθεια θα τους χαρακτήριζα, με τα πλήκτρα να μην παίζουν όμως τόσο πρωτεύοντα ρόλο. Βάλτε κάποια folk στοιχεία, χορωδίες, κλασικά όργανα και γενικότερα μία μουσικότητα άνω του συνηθισμένου για εκείνη την περίοδο από τους Σουηδούς. Στο τέλος έχουν και μία διασκευή στο “Day tripper” των BEATLES, αλλά νομίζω ότι η διασκευή που είχαν κάνει στον επόμενο δίσκο τους στους ABBA (“King kong song”), φανερώνει ξεκάθαρα ποιο γκρουπ τους είχε επηρεάσει περισσότερο. Πιο χαρακτηριστικά τραγούδια είναι το “Queen Shamar” όπου η επιρροή από την κλασική μουσική νομίζω ότι είναι πλέον χαρακτηριστική, το “Eternal slaves” που κλείνει τον δίσκο και το “The quest for the unholy sword”. Ένα τελευταίο στοιχείο, ο κιθαρίστας Henrik Flyman, συνέχισε αργότερα με τους EVIL MASQUERADE, σε παρόμοιο ύφος, βγάζοντας εφτά δίσκους.
Σάκης Φράγκος
MOTLEY CRUE – “Motley Crue” (Electra)
Πως μπορείς να αντικαταστήσεις μια μουσική και καλλιτεχνική μετριότητα όπως ήταν ο Vince Neil; Υπάρχουν φορές που δεν μπορείς, όχι γιατί δεν γίνεται να βρεις κάποιον καλύτερο, αλλά γιατί απλά η μηχανή δε μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτόν. Οι μετριότητες μπορούν να είναι αναντικατάστατες όταν αποτελούν γρανάζι μιας ομάδας η οποία μόνο στο σύνολο της και με συγκεκριμένα μέλη μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά και αποτελεσματικά. Οι MOTLEY CRUE ήταν μια συμπαγής ομάδα  που δε μπορούσε να είναι αποτελεσματική με άλλες προσωπικότητες στις τάξεις της. Αυτό ίσχυσε και το 1994, αλλά αργότερα όπως αποδείχτηκε. Το 1994 το πιο παλαβό σχήμα του πλανήτη επιχείρησε να αντικαταστήσει τον frontman του με τον εξαιρετικό John Corabi ο οποίος ως μουσικός ήταν πολύ καλύτερος σε σχέση με το τι ήταν ο Vince Neil! Αλλά το πείραμα δεν πέτυχε. Τον βασικό λόγο τον εξηγήσαμε παραπάνω. Αλλά υπήρχαν και άλλοι. Το 1994 οι μπάντες του λεγόμενου hair metal είχαν κουράσει το κοινό, ο ανεξάρτητος σκληρός ήχος άλλαζε τον κόσμο, το heavy metal έδυε γενικότερα, και ειδικότερα το Αμερικάνικο κοινό έδειχνε ενδιαφέρον για άλλα μουσικά είδη. Από την άλλη με τον Corabi και δύο κιθάρες πια, οι CRUE έγιναν διαφορετικοί. Πιο σκοτεινοί, πιο γκρουβάτοι, λιγότερο διασκεδαστικοί απ’ ότι ήταν και αρκετά πιο σύγχρονοί για τα δεδομένα της εποχής. Εάν σας πω ότι σε κάποια τραγούδια έχουν μέχρι και στοιχεία PANTERA θα με πείτε υπερβολικό; Ποιο κοινό θα τους αποδέχονταν; Οι παλιοί τους οπαδοί που τους αγάπησαν ως μια από τις πιο καυτές μπάντες όλων των εποχών; Ή οι άνθρωποι που έστρεφαν πια τα ακούσματα τους  σε πιο alternative ήχο και σε μπάντες όπως οι SOUNDGARDEN, ALICE IN CHAINS, NIRVANA κλπ,; Οι MOTLEY CRUE δεν ήταν, ούτε είχαν την λάμψη των  BON JOVI για να καταφέρουν να επιβιώσουν και μάλιστα χωρίς τον Neil στην σύνθεση τους. Τους στοίχισε αυτή η  αποτυχία, γιατί έκαναν μια πολύ ειλικρινή προσπάθεια να πάνε ένα βήμα παραπέρα από το “Dr. Feelgood” και πίστεψαν πολύ σε αυτό το επιχείρημα! Στήριξαν δυναμικά τον Corabi, επένδυσαν με πίστη στις νέες μουσικές τους ιδέες και νόμιζαν ότι αυτό θα το εκτιμούσε ο κόσμος. Δεν έχουν όμως όλα τα παραμύθια καλό τέλος όμως τι να κάνουμε.. Μπορεί το “Motley Crue” να πήγε στο νο7 του Bilboard αλλά αμέσως μετά εξαφανίστηκε και καταβαραθρώθηκε! Η μπάντα άρχισε να παίζει σε πιο μικρά στάδια, μετά σε κλαμπ και στο τέλος φτάσανε να ακυρώνουν ολόκληρες περιοδείες λόγω ανύπαρκτων πωλήσεων. Επί της ουσίας το άλμπουμ, ναι πολύ διαφορετικό από ότι είχαν κάνει μέχρι τότε, δεν ήταν καθόλου κακό.  Ίσα ίσα που έχει μερικά πολύ ενδιαφέροντα τραγούδια τα οποία ακόμα και σήμερα μπορούν με άνεση να εξερευνηθούν από όποιον ενδιαφέρεται. Αυτή η αποτυχία αρχικά δεν αποσυντόνισε την μπάντα σε πολύ μεγάλο βαθμό και έχοντας ακόμα πίστη στον εαυτό τους συνέχισαν να γράφουν τραγούδια για ένα επερχόμενο άλμπουμ, αλλά οι πληγές ήταν πιο βαθιές από όσο νόμιζαν και η πίεση για ένα re-union από την εταιρία τους γίνονταν έντονη. Αποτέλεσμα ήταν να βαρεθεί ο Corabi και να φύγει .Η τραγική συνέχεια με το σχεδόν industrial/electronic/alternative “Generation swine” είναι γνωστή  και σε έναν κόσμο που άλλαζε δεν υπήρχε χώρος για σύγχρονους MOTLEY CRUE. Υπήρχε όπως χώρος για αυτό που πραγματικά ήταν και μερικά χρόνια αργότερα η μπάντα θα γνώριζε μια δεύτερη πετυχημένη καριέρα… Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία!
Δημήτρης Σειρηνάκης
NAILBOMB – “Point blank” (Roadrunner)
Μια φορά και ένα καιρό, ο Max Cavalera είχε ακούσει το “Hate songs in e minor” των FUDGE TUNNEL, του industrial συγκροτήματος από το Nottingham. Αποφασίζει με το τραγουδιστή της μπάντας, Alex Newport να φτιάξει ένα αλλιώτικο κτήνος ανάμεσα στα “Chaos A.D.” και “Roots”. Το συγκρότημα ονομάστηκε NAILBOMB, και το 1994 έβγαλαν, το πρώτο και μοναδικό τους άλμπουμ, υπό το γενικότερο τίτλο “Point blank”. Ένα κράμα hardcore, industrial, thrash, groove…σαν μια industrial συνέχεια του “Chaos A.D.”, και εάν οι SEPULTURA αποφάσιζαν να συνεχίσουν προς τα εκεί, ο επόμενος δίσκος τους θα ήταν κάτι τέτοιο. Ο δίσκος, με τη κεκτημένη ταχύτητα των ήδη εδραιωμένων SEPULTURA, βρέθηκε να κυκλοφορεί από τη Roadrunner στις 8 Μαρτίου του έτους.
Το “Wasting away” που ανοίγει το δίσκο αποτελεί απόδειξη αυτού, μοιράζοντας ένα χέρι βρωμόξυλο από την αρχή. Με έντονη επιρροή των GODFLESH (πιο έντονη από ότι στα “Arise”/”Chaos A.D.”) οι NAILBOMB, παρουσιάζουν την μουσική τους πρόταση στο κόσμο, φρέσκια και γεμάτη πολύ θυμό. To “Blind and lost”, το “Religious cancer”, το “24 hour bullshit” και φυσικά η διασκευή στο ”Exploitation” των hardcore θρύλων DOOM, αποτελούν γερά δείγματα του πόσο δεν αστειεύονται οι NAILBOMB και πόσα πράγματα έχουν να πουν. Συνεχίζοντας το κοινωνικοπολιτικό μοτίβο του “Chaos A.D.”, οι NAILBOMB βάλλουν κατά πάντων, κάποιες φορές και στη γλώσσα του  Max (“Vai toma no cú”), με έντονη τζαμαριστή διάθεση. Και φυσικά, όταν στα περισσότερα κομμάτια, τύμπανα παίζει ο αδερφός του Max, Igor, πως να μην είναι βάρβαρο το αποτέλεσμα; Τα δε industrial ψήγματα σε κομμάτια όπως το ”Sum of your achievements” και το ”Shit pinata”, χρωματίζουν διαφορετικά αυτό το μοναδικό άλμπουμ, που είναι τόσο αστικά δομημένο ηχητικά, που ο ακροατής σχεδόν μυρίζει την άσφαλτο.
Από την άλλη τα samples από ειδήσεις και λοιπές πηγές, όπως στο φοβερό “World of shit”, το “Guerillas” και φυσικά το “Cockroaches”, ενισχύουν την εικόνα του κόσμου όπως την έβλεπαν οι NAILBOMB. Οι άνθρωποι μισιούνται μεταξύ τους, για πολλούς και διάφορους λόγους, και φτάνουν στο σημείο να κάνουν τρομακτικά πράγματα ο ένας στον άλλον βάσει αυτού. Οργή, απόγνωση, ψυχρότητα ως απάντηση στη τόση οργή, που συγκρούονται μέσα στις νότες αυτού του άλμπουμ, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα με τόσο μα τόσο έντονη ψυχή. Δυστυχώς, αυτό το άλμπουμ θα αποτελέσει τη μοναδική παρακαταθήκη των, μια και θα ακολουθήσει η συναυλία στο Dynamo την επόμενη χρονιά και η διάλυση τους μετά τη κυκλοφορία της συναυλίας αυτής υπό τον τίτλο “Proud to commit commercial suicide”.
Γιάννης Σαββίδης
NAPALM DEATH – “Fear, emptiness, despair” (Earache)
Περίοδος μεγάλων αλλαγών το 1994 για όλο το μεταλλικό και μη ήχο και σίγουρα οι μεγάλοι NAPALM DEATH δε θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστοι από το ρεύμα της εποχής, παρότι γενικά δεν έδιναν και πολύ μεγάλη βάση στις τάσεις της μόδας μουσικά. Μετά το “Utopia banished” και αφού η μπάντα περιόδευσε με το φοβερό πακέτο των SEPULTURA, SACRED REICH και SICK OF IT ALL, η μπάντα έπαιξε στη Νότια Αφρική με το τέλος του Apartheid, πράγμα για το οποίο κατακρίθηκε από τους υπερασπιστές της Άριας φυλής, με το συγκρότημα προφανώς να μη δίνει δεκάρα, κι από κει ήρθε και η έμπνευση για την κλασική διασκευή του “Nazi punks fuck off” των DEAD KENNEDYS. Είχε έρθει η ώρα για το νέο –πέμπτο τότε- άλμπουμ τους, το οποίο αρχικά είχε τον τίτλο “Under rule”, αλλά τελικά άλλαξε σε “Fear, emptiness, despair” και έβλεπε το συγκρότημα να αλλάζει μέχρι και το λογότυπο (ή αλλιώς γνωστό ως «logo DREAM THEATER» από αυτούς που το μίσησαν με πάθος από τότε) πέρα από τον ήχο ο οποίος για πρώτη φορά θα απομακρυνόταν αισθητά από τις πιο grind/death φόρμες και θα έκανε μεγάλο άνοιγμα προς άλλα ακροατήρια, με το συγκρότημα να επωφελείται τα μέγιστα από την αλλαγή.
Σύμφωνα με τον μπασίστα –κι ανέκαθεν κυριότερο συνθέτη τους- Shane Embury, το άλμπουμ και ο ήχος του είναι άμεσα επηρεασμένος από το δίσκο των HELMET, “Strap it on”. Γενναία και πολύ θαρραλέα δήλωση για την εποχή η οποία αποκάλυπτε μέρος της αλήθειας, καθώς μεταξύ άλλων ως επιρροές αναφέρονταν οι SOUNDGARDEN, JANE’S ADDICTION, SONIC YOUTH και οι ανέκαθεν «ήρωες» των NAPALM DEATH, όπως οι DISCHARGE και DEATH. Eπίσης την εποχή εκείνη η Earache πέτυχε συνεργασία με την Columbia, έτσι κι ο δίσκος έφτασε σε ακροατήριο το οποίο το συγκρότημα σίγουρα δεν περίμενε και ο δίσκος θεωρήθηκε επιτυχία καθώς ανέβηκε στην 22η θέση του Heatseekers albums του Billboard στην Αμερική! Ο ήχος του δίσκου είναι πιο «σφυριχτός» από το παρελθόν, με τις κιθάρες να δημιουργούν αυτό το χαρακτηριστικό echo, η παραγωγή του Pete Coleman έχει δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα τραχύ ήχο, και σε συνδυασμό με τα «σκαφτά» φωνητικά του Mark “Barney” Greenway που εδώ πιάνει μια από τις κορυφαίες αποδόσεις της καριέρας του, κάνουν το δίσκο ένα από τα πλέον ξεχωριστά δημιουργήματα της καριέρας τους. Από τη μία έχουμε την όμορφη διαφορετικότητα του, από την άλλη φυσικά υπάρχει και η αναπόφευκτη σύγκριση με τα παλιότερα αριστουργήματά τους και οι οπαδοί το μίσησαν ανελέητα.
Μην ξεχνάμε ότι ήδη η μπάντα είχε κατηγορηθεί για ξεπούλημα (άκουσον άκουσον) όταν έγινε καθαρά death metal στο “Harmony corruption” το 1990 και ότι παρά την «σωστή» στροφή στο “Utopia banished”, το εν λόγω άλμπουμ πούλησε ακόμα περισσότερο, άρα είχαν μπει στα σαλόνια, άρα ήταν mainstream, άρα δεν ήταν πλέον NAPALM DEATH και άλλα τέτοια κουραφέξαλα (για να μη λέτε ότι έχουμε μόνο στην Ελλάδα τέτοια βλαμμένα φαινόμενα). Το φοβερό “Plague rages” γυρίστηκε σε βίντεο, ενώ απρόσμενη επιτυχία ήρθε με το “Twist the knife (Slowly)” να περιλαμβάνεται στο soundtrack του “Mortal Kombat” και το συγκρότημα να γνωρίζει ακόμα μεγαλύτερη αναγνώριση (ανάλογα «φτιάχτηκαν» και οι FEAR FACTORY με το “Zero signal”), καθώς το soundtrack βρέθηκε στο top 10 του Billboard! H επιτυχία αυτή δε μπορούσε να κρύψει τις εντάσεις που υπήρχαν στο συγκρότημα και ιδιαίτερα με τον Barney από τη μια πλευρά και το υπόλοιπο συγκρότημα από την αντίθετη. Οι εντάσεις καθώς και παράγοντες που επηρέασαν τα πάντα εκείνη την εποχή, από την παραγωγή του δίσκου, μέχρι την προώθηση του, έκαναν τον Shane Embury να δηλώσει το 2017 ότι είναι το λιγότερο αγαπημένο του NAPALM DEATH άλμπουμ. Ένα άλμπουμ που πολλοί λατρεύουν να μισούν αλλά που η ποιότητά του δεν αμφισβητείται!
Άγγελος Κατσούρας
NINE INCH NAILS – “The downward spiral” (Nothing/Interscope)
Για να κατανοήσουμε πλήρως το συγκεκριμένο άλμπουμ, θα πρέπει να πάμε δύο χρόνια πίσω, όταν ο Trent Reznor θεωρείται πλέον επιτυχημένος με το “Pretty hate machine”, αλλά εντελώς σκοτωμένος με τη δισκογραφική του εταιρία TVT. Προκειμένου να βρει την ηρεμία του, αφού πρώτα κυκλοφορεί το ΕΡ “Broken” για να ξεφορτωθεί το συμβόλαιό του, μετακομίζει από το Mercer της Pennsylvania (η καλύτερη πολιτεία των Η.Π.Α.) στο 10050 Cielo Drive του LA. Τι είναι αυτό; Το σπίτι όπου διέμενε η Sharon Tate κι έγινε το γνωστό μακελειό.
Αφού τροποποιεί το σπίτι σε στούντιο και έχοντας σταθερά δίπλα του τον παραγωγό Flood (U2, DEPECHE MODE), δημιουργούν σε πρώτη φάση το ΕΡ “Fixed” ώστε να εγκαινιαστεί το νέο συμβόλαιο με τον Interscope, ενώ παράλληλα συνθέτουν και το “The downward spiral”, το οποίο εν τέλει κυκλοφορεί μια διετία αργότερα. Εκείνο που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι ότι ο εν λόγω δίσκος είναι concept και περιγράφει την ψυχική κατάσταση ενός ατόμου, από την κατάθλιψη μέχρι και το απονενοημένο διάβημα. Για το λόγο αυτό και η ατμόσφαιρά εδώ κάθε άλλο παρά ευχάριστη είναι.
Σε ότι αφορά τα τραγούδια καθ’ αυτά, εδώ όχι μόνο δεν υπάρχουν fillers, αλλά το κάθε ένα από αυτά θεωρείται διαχρονικό μνημείο στην industrial/electronica σκηνή. Και δεν μιλώ μόνο για τα singles “Closer” και “March of the pigs”, αλλά και για τα πολυαγαπημένα μου “Heresy” και “Ruiner”, το εναρκτήριο “Mr. Self Destruct”, το ύπουλο “Reptile”, μέχρι και το συγκλονιστικό φινάλε του “Hurt”, που μέχρι και ο μέγιστος Johnny Cash το τίμησε σε εκείνη την αλησμόνητη διασκευή. Αλλά, είναι ποτέ δυνατό να αφήσεις απέξω έστω και ένα μικρό κομμάτι ενός αλάνθαστου concept;
Για εμένα προσωπικά, το “The downward spiral” είναι από τα λίγα ατόφια δεκάρια των 90s και ένα από τα πιο influential albums της συγκεκριμένης δεκαετίας. Ακόμη και τώρα να το βάλεις να το ακούσεις, έχει έναν ήχο τόσο φρέσκο, που νομίζεις ότι κυκλοφόρησε μόλις χτες. Ένα album δηλαδή που δεν πρέπει από οποιαδήποτε δισκοθήκη που θέλει να έχει τον τίτλο της σοβαρής.
Γιώργος Κόης
OBITUARY – “World demise” (Roadrunner)
Δύο χρόνια μετά την τεράστια κι αναπάντεχη επιτυχία του “The end complete”, το οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ, είχε γίνει το μεγαλύτερο σε πωλήσεις death metal άλμπουμ της εποχής του, οι OBITUARY έχοντας γευτεί απόλυτα την αναγνώριση στο πρόσωπό τους, θεώρησαν ότι είχε έρθει η ώρα για νέες περιπέτειες. Υπήρχε η διάθεση να σπάσουν τα στεγανά του death metal και να ξεφύγουν από την –στενόμυαλη είναι η αλήθεια- λογική του είδους και να προσπαθήσουν κάτι διαφορετικό. Ο ντράμερ Donald Tardy δήλωνε τότε: «Ποτέ δε σκεφτήκαμε ότι επειδή η πλειοψηφία των οπαδών μας είναι death metallers θα έπρεπε να συνεχίσουμε να παίζουμε έτσι, ξέρετε, είμαστε από μόνοι μας οι μεγαλύτεροι OBITUARY οπαδοί στον κόσμο κι έτσι παίζουμε αυτό που θα θέλαμε να ακούσουμε από τους OBITUARY αν ήμασταν τα παιδιά κάτω από τη σκηνή». Έτσι, το τέταρτο άλμπουμ τους, “World demise”, κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1994 και τους βρήκε με το πιο διαφορετικό τους πρόσωπο ως τότε. Αρχικά υπήρχε αυτό το έντονο groove στοιχείο που άρχισε δειλά να κάνει την εμφάνισή του στο “The end complete”, εδώ όμως είχε πλέον κυριαρχήσει στο δίσκο και η διάθεση του να χοροπηδάς προς πάσα κατεύθυνση όταν το ακούς δεν μπορεί να παραβλεφθεί από κανέναν.
Έντονη επιθυμία τους ήταν να χρησιμοποιήσουν ακόμα περισσότερα samples, τα οποία είχαν κατά καιρούς εμφανιστεί. Εδώ όμως επικρατεί μεγαλύτερη παρουσία τους με κορυφαίο παράδειγμα μάλιστα την αρχή του “Redefine”, όπου ο τραγουδιστής John Tardy εξηγεί: «Πολλά παλιά τραγούδια μας περιέχουν ήχους που είχα ηχογραφήσει, από τοπικές αμμοθύελλες στη Florida μέχρι κεραυνούς και αστραπές που ακούγονται στην αρχή του “Find the arise”. Εδώ θέλαμε να κάνουμε κάτι παραπάνω, έτσι όταν έψαχνα κάτι για την αρχή του κομματιού που τότε δεν είχε τίτλο, αποφάσισα να ηχογραφήσω την αλλαγή σταθμών στο ραδιόφωνο κι έπεσα σε ένα σταθμό που έπαιζε rap και η αρχή του κομματιού ταίριαζε γάντι με αυτή του ρυθμού που είχε το κομμάτι που τελικά έγινε το “Redefine”, ήταν πραγματικά απίστευτη τύχη». Ο δίσκος ήταν δυστυχώς και ο τελευταίος του Scott Burns με τους OBITUARY, ο οποίος έχοντας αυξημένο μπάτζετ από πλευράς μπάντας (η οποία το είχε από τη Roadrunner με τη σειρά της) έβγαλε τον καλύτερό του εαυτό και συγκρότημα και παραγωγός συμφωνούν ότι ηχητικά και από άποψη παραγωγής είναι το κορυφαίο άλμπουμ τους (ήχος που ΔΕΝ επαναλαμβάνεται πράγματι). Υπήρχε όμως και ένας κρυφός άσος στο μανίκι συγκροτήματος και παραγωγού τον οποίο πολλοί δεν γνωρίζουν και καλό είναι να αναφερθεί.
Βοηθός του Burns ήταν ένας τύπος με το προσωνύμιο Super Brian, ο οποίος ήταν πραγματικός μάστορας και άριστος γνώστης της χρήσης των κομπιούτερ και ειδικά πάνω στα samples. Tα αδέρφια Tardy ξόδεψαν πολλές ώρες μαζί του αναλύοντας του το πώς ήθελαν να ακούγονται τα κομμάτια και ο Super Brian κατάφερε να υλοποιήσει στο έπακρο τις σκέψεις τους, προσθέτοντας και τη δική του προσωπική πινελιά, με το συγκρότημα να δηλώνει ενθουσιασμένο. Το “World demise” λοιπόν αν και δεν πέτυχε –όπως μάλλον θα ήταν λογικό- τις πωλήσεις του “The end complete” και παρότι ο death metal χαρακτήρας του είχε αλλοιωθεί εν μέρει, σκόρπισε ενθουσιασμό στους οπαδούς, οι οποίοι υποδέχτηκαν το νέο συμπαγέστατο ήχο των OBITUARY με μεγάλη χαρά. Το δίσκο μπούσταρε σημαντικά και το βίντεο για το εναρκτήριο κομμάτι “Don’t care”, ενώ και το εξώφυλλο με τα σαφή μηνύματα κέρδιζε πολλούς πόντους στο συγκρότημα που έδειχνε να έχει ξεφύγει από τη λογική του «είμαστε απλά μια death metal μπάντα». Ο δίσκος μπήκε στα τοπ 100 charts σε Αμερική, Αγγλία, Γερμανία, Ελβετία και Ολλανδία (για την εποχή ασύλληπτο) και η περιοδεία που στην Αμερική περιλάμβανε τους NAPALM DEATH και τους πρωτοεμφανιζόμενους MACHINE HEAD και στην Ευρώπη τους PITCHSHIFTER και EYEHATEGOD, στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία.
Οι OBITUARY συνέχιζαν να «σκοτώνουν» συναυλιακά, όλο και περισσότερος κόσμος μαζευόταν για να τους δει και παρά την αλλαγή κατεύθυνσης, δεν άνοιξε μύτη και κέρδισαν ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό, ειδικά από μη παραδοσιακούς death metal οπαδούς. Το υλικό του δίσκου σκότωνε, με κορυφαίες κομματάρες όπως το ομότιτλο, το “Solid state”, το τελειωτικό “Kill for me” το οποίο τελειώνει με το κορυφαίο sample παρμένο από το RM Arts Presents: Repercussions, a Celebration of African American Music και ΦΥΣΙΚΑ τον πολιορκητικό κριό του δίσκου, “Final thoughts”. Ένα από τα κορυφαία κομμάτια συνολικά στη μεταλλική ιστορία, με τα φωνητικά του Tardy να έρχονται από κάτω μέχρι το τελικό ξέσπασμα-ουρλιαχτό-κόλαση και με ένα από τα καλύτερα break riff και αλλαγές που έχουν λάβει ποτέ χώρο στο 1:55 του κομματιού που σε στέλνει αδιάβαστο (γενικά το σημείο 1:47-2:37 μέχρι τη ΣΟΛΑΡΑ του Allen West είναι για σεμινάριο). Το “World demise” αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα πλέον κορυφαία «πειραματικά» άλμπουμ στην ιστορία του μεταλλικού ήχου και ειδικά για την κρίσιμη εποχή των mid ‘90s όπου το death metal άρχισε κάπως να κατακάθεται μετά την έξαρση που είχε κάνει τα προηγούμενα χρόνια. Οι OBITUARY δεν είχαν καιρό να αναπολούν διάφορα και ήδη βρισκόντουσαν μπροστά από τις εξελίξεις…
Άγγελος Κατσούρας
THE OBSESSED – “The church within” (Hellhound)
Αντικείμενο μας σήμερα, το τρίτο ολοκληρωμένο άλμπουμ των THE OBSESSED του Scott Weinrich (SAINT VITUS). Για τον γράφοντα, είναι το άλμπουμ “γνωριμίας” του με τον κύριο Weinrich (Wino κοινώς), μια και το “Streetside” (single και videoclip του δίσκου), αποτέλεσε τη πρώτη επαφή και το πρώτο σοκ. Doom metal λέει, αλλιώτικα παιγμένο όμως. Όχι θρηνητικό, όχι αργόσυρτο, όχι καταθλιπτικό. Τι είναι τότε; Τζαμαριστό, βαρύ, SABBATH-ικό και τσαχπίνικο, με τη μπαρουτοκαπνισμένη φωνάρα του Wino πάνω από όλα, να ζέχνει τσιγάρα και αλκοόλ.
Από το “To protect and to serve”, στα γκαζωμένα “Streamlined” και “A world apart”, στα τσαχπίνικα “Blind lightning” και “Neatz brigade”, οι THE OBSESSED τα σπάνε και το χαίρονται όσο τίποτα. Είναι κάτι μπάντες σαν αυτούς, και τους CATHEDRAL που αν μου έλεγες πως οι δίσκοι ηχογραφήθηκαν live από το προβάδικο κατευθείαν, θα σε πίστευα! Χύμα, και στη μάπα. Χωρίς φτιασίδια, αλλά με περισσευούμενη rock ‘n’ roll διάθεση! Για το δε μαγκιόρικο και ασίκικο “Streetside” τι να πω; Το σαγόνι από εκείνη τη φορά ακόμα το ψάχνω! Και τι χαρά να τους βλέπεις να χτυπιούνται και να το χαίρονται τόσο πολύ στο video clip! Τα πλέον βαριά και ασήκωτα “Climate of despair” και “Mourning” ακούγονται θεόρατα και ισοπεδωτικά σαν tank, και είναι παράγωγο μόλις 3 ατόμων! Στακάτα κομμάτια όπως τα “Decimation” και “Touch of everything” κάνουν κάθε σβέρκο να κοπανιέται μαζί τους, και να διαλύουν ότι υπήρξε από άλατα! Το κλείσιμο του “Living rain”, αποτελεί το μελαγχολικό ίσως, μελωδικό πιθανότατα επίλογο, αυτού του ογκώδους δημιουργήματος 48 λεπτών.
Οι THE OBSESSED με το “The church within” μας καλωσόρισαν στην εκκλησία τους, όπου το Όσιο Riff, οι BLACK SABBATH και το αλκοόλ είναι τα αντικείμενα λατρείας τους. Και φυσικά θα είναι ένα από τα αριστουργήματα αυτής της μπάντας, που μπορεί να περηφανεύεται ότι επηρέασε ακόμα και μπάντες όπως και οι AT THE GATES (ξανακούστε το μεσαίο riff στο “World of lies”!). 48 λεπτά όπου όσοι δε νιώθουν από γκρούβα παίρνουν μετάνοιες, ογδόντα τον αριθμό. Για αρχή.
Γιάννης Σαββίδης
OVERKILL – “W.F.O.” (Atlantic Records)
Μετά το μούδιασμα που προκάλεσε το, ας πούμε πειραματικό “I hear black” έναν χρόνο νωρίτερα, τα αλάνια από το New Jersey αποφάσισαν να κινηθούν σε πιο γνώριμα για αυτούς μονοπάτια. Σε μια εποχή που το thrash δεν περνούσε και τις καλύτερες του ημέρες, το έβδομο άλμπουμ των OVERKILL σηματοδοτεί επιστροφή στην τραχύτητα και στην επιθετικότητα. Στο “Wide Fucking Open”, όπως είναι ο πλήρες τίτλος του δίσκου, η οργή και η ενέργεια ξεχειλίζει, λες και όλη αυτή η ένταση που υπέβοσκε αλλά δεν έβγαινε στην επιφάνεια στην προηγούμενη τους δουλειά, ξεσπά εδώ σαν λάβα ηφαιστείου, με μοναδική στιγμή ανάπαυλας το instrumental “R.I.P. (Undone)” που είναι αφιερωμένο στον τεράστιο Criss Oliva.  Είναι αυτή η πρωτοφανής ωμότητα που σε προκαλεί να παίξεις ξύλο με όποιον άτυχο βρεθεί εκείνη τη στιγμή στο διάβα σου. Απίστευτα πωρωτικά riffs χτίζουν τον όλεθρο με κομματάρες όπως τα “The wait/ New high in lows”, “Fast junkie”, “Under one” , “They eat their young”, “Up to zero” και “Supersonic hate” όπου οι OVERKILL thrashάρουν χωρίς έλεος. Κάποια πιο groove κατάλοιπα από το “I hear black” ακούγονται στα “Where it hurts” και “What’s your problem” που όμως εδώ ακούγονται πιο εναρμονισμένα στο κλίμα του δίσκου. Τα καλύτερα κομμάτια όμως βρίσκονται στον επίλογο, και φυσικά μιλάω για τo ογκώδες “Gasoline dream” και το δίδυμο αδερφάκι του “In union we stand”, το καταπληκτικό “Bastard nation” που μάλιστα είναι αφιερωμένο στους Ευρωπαίους οπαδούς του σχήματος. Σε μεγάλες φόρμες το Dynamic Duo των OVERKILL με τον Blitz να φτύνει κάθε στίχο με πάθος και τον D.D. Verni να αποδεικνύει για μια ακόμη φορά γιατί συγκαταλέγεται μέσα στους καλύτερους thrash μπασίστες και όχι μόνο.  Αξίζει τέλος, να σημειώσουμε ότι σε αυτόν τον δίσκο συναντούμε για τελευταία φορά το κιθαριστικό δίδυμο των Merritt Gant και Rob Cannavino , με τους οποίους οι OVERKILL ηχογράφησαν εκτός από το συγκεκριμένο άλμπουμ, τα “Horrorscope” και “I hear black”(Μιλάμε φυσικά για στούντιο δουλειές, καθώς τους ακούσαμε και στο πρώτο επίσημο live των OVERKILL, το “Wrecking your neck” που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα). Για μένα, το “W.F.O.” είναι το καλύτερο άλμπουμ των OVERKILL της μέσης περιόδου (1993- 2000) και αν την εποχή που κυκλοφόρησε μπορεί να ξένισε αρκετούς, σήμερα ακούγεται τόσο φρέσκο και επίκαιρο όσο ποτέ. Μια ακρόαση αρκεί να σας πείσει.
HERE COMES THE PAIN!
Θοδωρής Κλώνης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here