EMBRACE FIRE – “Savage”

0
338

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Savage” – EMBRACE FIRE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2006
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Evil Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Παντελής Ζυγαρόπουλος, Νίκος Σπυρόπουλος, Τάκης Ντάβελος
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Γιώργος Γιαννάκης (aka Johny Hott) – φωνητικά
Κώστας Κρασώνης (aka D.K. Krasonis) – κιθάρα
Παντελής Ζυγαρόπουλος (aka Spider Lee) – μπάσο
Αλέξανδρος Ζάχος (aka Alex Z) – τύμπανα

Το ημερολόγιο δείχνει 2001, είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν… Η «αυγή» του 21ου αιώνα ήταν μια εποχή όπου στη μεταλλική σκηνή κυριαρχούσαν συγκεκριμένα πράγματα. Το europower, το progressive και το ατμοσφαιρικό metal διάνυαν τα τελευταία τους μέτρα πριν ξεκινήσει η παρακμή για το πρώτο και η επαναπροσαρμογή για τα άλλα δύο, η ακραία σκηνή βρισκόταν σταθερά ψηλά, το female fronted ήδη ξεκινούσε τη σαρωτική του πορεία και ο «σύγχρονος» ήχος (τα παιδιά των PANTERA) γιγαντωνόταν μέρα με τη μέρα. Μέσα σε όλα αυτά, και σε άλλα πολλά, το underground heavy/power «έβραζε». Το New Wave of Traditional Heavy Metal (εν συντομία N.W.O.T.H.M), ένα κίνημα που βρέθηκε στη πρώτη γραμμή και στο επίκεντρο της μόδας για αρκετά χρόνια, δεν υπήρχε ούτε καν σαν ιδέα. Υπήρχαν όμως οι πραγματικοί δημιουργοί του. Μπάντες που από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, όταν οι λέξεις «κλασσικό heavy metal» αναγνωρίζονταν περίπου ως βουβωνική πανώλη, είχαν κλείσει τα αυτιά τους στα κελεύσματα του εκάστοτε trend και είχαν ήδη ξεκινήσει τη πορεία τους. Γιατί όχι, η «αναβίωση» του κλασσικού heavy metal, δεν είναι υπόθεση των κατά τ’ άλλα συμπαθέστατων και ικανότατων ENFORCER, ούτε το NWOTHM εμφανίστηκε ως διά μαγείας περίπου στα τέλη των 00s, όπως διατυμπανίζεται δω και κει. Κάποια στιγμή πρέπει τα πράγματα να μπουν στη θέση τους, γιατί είναι κρίμα συγκροτήματα σαν τους THE LORD WEIRD SLOUGH FEG, WOLF, PEGAZUS, SACRED STEEL, SKULLVIEW να έρχονται σε δεύτερη μοίρα, έναντι των όποιων ENFORCER, CAULDRON, SKULL FIST και των ομοτράπεζών τους.

Πριν λοιπόν από τη γενική αντεπίθεση του παραδοσιακού metal, που έφερε στην επιφάνεια κάθε είδους patch, spandex, αλυσίδα και κονκάρδα ανακυκλώνοντας και αναζωογονώντας έναν ήχο που έπνεε επί χρόνια τα λοίσθια αλλά αρνείτο κατηγορηματικά να αφήσει τη τελευταία του πνοή, οι EMBRACE FIRE είχαν ήδη υιοθετήσει, από το 2002, το πρωτόγνωρο, για τότε και κυρίως για την Ελλάδα, εκείνο στυλ. Γι’ αυτό και ο πρόλογος. Με κίνδυνο να χαρακτηριστούν από κάποιους ως και «γραφικοί», μια χούφτα πιτσιρικάδες (γιατί αυτό ήταν, μη το ξεχνάμε, έχει τη σημασία του), πιθανότατα χωρίς να το καταλάβουν καλά-καλά και οι ίδιοι, δημιούργησαν κάτι το μοναδικό στην ελληνική σκηνή, που «κρατά» τα πρωτεία της μοναδικότητάς του ακόμη και σήμερα, εν έτει 2021. N.W.O.T.H.M πριν το N.W.O.T.H.M; Κι όμως! Βέβαια, όταν το συγκρότημα πατούσε το πόδι του στο συναυλιακό σανίδι, τα «δαιμονισμένα» live που πάντοτε έδιναν «έκοβαν» κάθε διάθεση για πικρόχολα και κακοπροαίρετα σχόλια. Σε αυτή μου την άποψη συνηγορούν ονόματα όπως οι ATTACKER, BROCAS HELM, OMEN και ANVIL, συγκροτήματα για τα οποία «άνοιξαν» οι Αθηναίοι τα εν Ελλάδι shows τους. Η απόδοση του group; Παραπάνω από εντυπωσιακή. H συνεισφορά των μελών; Σε απόλυτη αναλογία. Ένα rhythm section όπου το ένα μέρος του, συμπλήρωνε το άλλο. Ο εκθαμβωτικός, σχεδόν εκτυφλωτικός Αλέξανδρος Ζάχος στα τύμπανα, που «ανάγκασε» ολόκληρο Rob Reiner να είναι «παρών» καθ’ όλη τη διάρκεια του soundcheck στη κοινή τους εμφάνιση, για να τον παρατηρεί. Σε ιδανική συνεργασία με τον μπασίστα Παντελή Ζυγαρόπουλο, που θύμιζε με τη προσέγγισή του τον Brian East των SAVAGE GRACE/AGENT STEEL. Μπροστά τους ένας εκκολαπτόμενος guitar hero, ο Κώστας Κρασώνης, με παιξίματα που έφερναν στο νου έναν πιο «προσωπικό» Ross the Boss, έναν πιο «μεστό» και «καθαρό» David Shankle, έναν «άλλον» Kenny Powell. Και τέλος, ο Γιώργος Γιαννάκης, πληθωρικός frontman με μια “one of a kind φωνή”, που άλλαζε ηχοχρώματα και … «ρόλους» ανάλογα με το κομμάτι. Πότε ιερέας, πότε βάρβαρος, άλλοτε δαίμονας ή Ούννος επιδρομέας… Αν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ταιριαστή και δόκιμη την έκφραση «γυαλίζει το μάτι του» στη μουσική, στις ερμηνείες αυτές νομίζω πως βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της.

Το εξώφυλλο του Αλέξανδρου Βασιλόπουλου (κιθαρίστα και αρχηγού των AIRGED L’AMH) είναι ακριβώς αυτό που πρέπει και ταιριάζει 100% με το μουσικό περιεχόμενο. Ανέκαθεν θεωρούσα πως επρόκειτο για έναν φόρο τιμής τόσο του σχεδιαστή όσο και του συγκροτήματος στο αντίστοιχο ενός άλλου πολεμικού και αιματοβαμμένου δίσκου, του “Battle cry” των ΟΜΕΝ. Η αισθητική του και η αίσθηση που σου δημιουργεί, είναι πανομοιότυπες. Είναι από τα εξώφυλλα εκείνα που… «μιλούν». Δύο τραγούδια χρειάστηκε ο δημιουργός για να φέρει στο νου του τη κεντρική ιδέα, και να την επεξεργαστεί περαιτέρω: Το “Revenge” και το “By my hand”. Ομοίως, πλήρως εναρμονισμένη με το ύφος των συνθέσεων, είναι και η «αιχμηρή» παραγωγή, που αναβιώνει τις ανάλογες retro των 80s, υπό σύγχρονο όμως πρίσμα και με έναν και μόνο γνώμονα: Να είναι τέτοια, που να αναδεικνύει το ύφος των συνθέσεων. Και σε αυτό το σημείο, παίρνει άριστα.

Το concept του δίσκου βασίζεται σε μια σειρά πολεμικών και αιματηρών ιστοριών – γεγονότων, πάντα υπό τη «ματιά» του group. “In the heat of the night, with power and might, I have to stand in a battlefield without sin, and full of rage…”. Οι πρώτοι στίχοι του “By my hand” αρκούν για να περιγράψουν όχι μόνο το κομμάτι αυτό καθαυτό, αλλά γενικότερα τούτο το ηχητικό ολοκαύτωμα. Ο ακροατής μεταφέρεται νοερά σε ένα πεδίο μάχης, μέσα στο μαύρο χρώμα της νύχτας, και αφουγκράζεται όσα περνούν από το μυαλό του πολεμιστή-ήρωα του τραγουδιού, πριν από αυτή. “Maybe I die, in the heat of the night… with power and might, I’m going on strong!”. Ο πολεμιστής ατενίζει το ήσυχο ακόμη πεδίο, που αργότερα θα γεμίζει από τη φρίκη του πολέμου και σκέφτεται πως ίσως αυτές να είναι οι τελευταίες στιγμές ακόμη και για τον ίδιο. Τελικά θα είναι και, ετοιμοθάνατος πλέον, βλέποντας τη ζωή να περνά από μπροστά του, εισέρχεται στη Valhalla (“Thunderous roar”). Τί είναι άλλωστε προτιμότερο; Μια ζωή χωρίς τη παραμικρή μνεία, ή ένας ένδοξος θάνατος;

Η συνέχεια ανήκει σε τυραννικούς δαίμονες (Demons, Chariot of glory), στο μονοπάτι του πολέμου των Ινδιάνων Cherokee (The cry of the Cherokee), στη «μάστιγα του Θεού» που λεγόταν Αττίλας (The slaughter begins)… σε παραμυθένιες μάχες μεταξύ φοβερών πολέμαρχων και δράκων (Attacking the enemy) και φυσικά στο πανάρχαιο, με πρώτο ίσως εκφραστή του τον ομηρικό Αχιλλέα, έθιμο της «βεντέτας» (Revenge). Όλες τους θεματικές ενότητες που «ντύνονται» μουσικά με έναν ήχο που όμοιός του δεν είχε ακουστεί ξανά από ελληνικό σχήμα. Πότε σε υμνικά, ξεσηκωτικά μεσαία tempi (επικό metal χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη «κομμάτι» του χώρου), άλλοτε σε ιλιγγιώδεις ταχύτητες, το heavy/speed metal των EMBRACE FIRE ενώνει στο δικό του puzzle μεγάλα, γνωστά συγκροτήματα όπως οι MANOWAR (“Hail to England”), RUNNING WILD (τα τρία πρώτα τους), KING DIAMOND και SAVAGE GRACE με μικρότερα αλλά εξίσου θαυμαστά όπως RUTHLESS, SLAUTER XTROYES και HEXX, μια ζεύξη που καταλαβαίνει μόνο ένα καλά «προπονημένο» αυτί. Προσωπική μου (και μόνο) αδυναμία; Το γεμάτο μοχθηρία “Blood on the altar”. Εκείνο το τελευταίο του λεπτό, όπου η μπάντα περιέρχεται σε “berserk mode” και «κόβει κεφάλια», με τη λυσσαλέα ερμηνεία του Γιαννάκη σε πρώτο πλάνο, αρκεί για να με κάνει να το διαλέξω.

Στη παγκόσμια μουσική σκηνή, υπάρχουν πολλά “what if…”. Υπάρχουν καλλιτέχνες που αδικήθηκαν ελέω συνθηκών, άλλοι που δεν κατάφεραν να αδράξουν ευκαιρίες και κάποιοι άλλοι που απλά υποβάθμισαν τον εαυτό τους και δεν διεκδίκησαν αυτό που τους αναλογούσε. Για τους τρίτους δεν μας νοιάζει, για τους δεύτερους λυπόμαστε γιατί τουλάχιστον προσπάθησαν, αλλά για τους πρώτους αξίζει κάθε λόγος και έπαινος. Έχει και η χώρα μας την… ατυχία να εκπροσωπείται στη πρώτη κατηγορία, και μάλιστα όχι μόνο μια φορά. Οι EMBRACE FIRE λοιπόν είναι αναμφισβήτητα μία τέτοια περίπτωση. Μοναδικοί, με δική τους άποψη, και χωρίς μιμητές-συνεχιστές-αντιγραφείς. Μπορεί το μέλλον να βρήκε τον Κρασώνη στους ικανότατους power metallers DARKLON και τον Γιαννάκη στους ισάξιους rockers WILD MACHINE, αλλά όσοι αγαπήσαμε τούτο το album-διαμάντι της εγχώριας σκηνής, ακόμη ελπίζουμε κάποια στιγμή να επανακυκλοφορήσει. Για να το εκτιμήσουν όσοι ως τώρα το αγνοούν, για να αποκτηθεί και από όσους το αναζητούν. EMBRACE FIRE. Ψάξε τους, άκουσέ τους, διαπίστωσε και συ ο ίδιος πότε μια μπάντα αξίζει να φέρει τίτλους όπως «ικανή» ή «αδικοχαμένη» και…let the blood splashes the altar!

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here