ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Who’s next” – THE WHO
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1971
ΕΤΑΙΡΙΑ: Track / Decca
ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ: THE WHO και Glyn Johns, Chris Stamp, Kit Lambert, Pete Kameron
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Roger Daltrey – Φωνητικά
Pete Townshend – Κιθάρες, synthesizers, πιάνο
John Entwistle – Μπάσο, φωνητικά
Keith Moon – Drums, κρουστά
Για τους WHO είχαν περάσει πάνω από δύο χρόνια που κυκλοφόρησε το “Tommy” (1969) και πάνω από ένα έτος που κυκλοφόρησε το “Live at Leeds” (1970), μία από τις σημαντικότερες rock όπερες και ένα από τα σημαντικότερα live άλμπουμ όλων των εποχών. Η σκιά του “Tommy” έπεφτε βαριά επάνω από το συγκρότημα και οι προσδοκίες για την επόμενη στούντιο κυκλοφορία τους είχαν πιάσει ταβάνι. Τι θα μπορούσε να ακολουθήσει ένα άλμπουμ που έγινε κλασικό με την κυκλοφορία του; Η απάντηση του κιθαρίστα Pete Townshend ήταν το “Lifehouse”, μία ακόμη φιλόδοξη rock όπερα, που θα συνέχιζε την εποποιία του προηγούμενου τους άλμπουμ.
Σύντομα ωστόσο το “Lifehouse” που εξιστορούσε τις περιπέτειες ενός «κουφού, με διανοητικές διαταραχές και χωρίς πνευματικές δυνατότητες ατόμου» σε ένα φουτουριστικό σκηνικό κατέληξε να είναι ένα τρομερά μπερδεμένο concept κομμάτι, ίσως το πιο απαιτητικό που είχε δουλέψει μέχρι τότε ο συνθετικός εγκέφαλος των WHO. Το είχε εμπνευστεί από τον Ιρανό-Ινδό πνευματικό Meher Baba, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν η ενσάρκωση του Θείου επί Γης στα μέσα του 20ου αιώνα. Μία άλλη πνευματική φιγούρα του 19ου αιώνα που τον ενέπνευσε ήταν ο Inayat Khan, υπεύθυνος για την διάδοση του Σουφισμού (δόγμα ισλαμικού μυστικισμού) στην Δύση. Η πολυπλοκότητα και οι απαιτήσεις του “Lifehouse” έκαναν το “Tommy” να μοιάζει με παιδικό τραγουδάκι συγκριτικά. Αναπόφευκτα, στην πορεία αποδείχτηκε ότι ήταν υπερβολικά φιλόδοξο, τόσο σαν rock opera όσο και σαν ταινία προς παραγωγή. Το πάθος του κιθαρίστα για το project του άρχισε να σβήνει από την έκφραση αμηχανίας των υπόλοιπων WHO και της δισκογραφικής τους εταιρείας, που δεν έβρισκαν κανένα απολύτως νόημα σε όλη αυτή την ιστορία.
Ο άδοξος τερματισμός αυτού του έργου αποτέλεσε τεράστιο χτύπημα στον εγωισμό του Townshend και τον ώθησε στα όρια του νευρικού κλονισμού. Τελικά το πήρε απόφαση και δέχτηκε την οπτική να ηχογραφήσει τα τραγούδια σε διακριτή μορφή και όχι στο πλαίσιο ενός concept άλμπουμ. To “Who’s next” ξεκίνησε σαν συμβιβασμός. Ήταν η προσπάθεια του συγκροτήματος να διασώσουν ό,τι μπορούσαν από το “Lifehouse” και μερικά από τα τραγούδια του βρήκαν τον δρόμο προς την κυκλοφορία στο νέο άλμπουμ τους.
Μετά από μία κακή αρχή στο Record Plant της Ν. Υόρκης, λόγω εθισμού του επί σειρά ετών manager και παραγωγό τους Kit Lambert στην ηρωίνη, το συγκρότημα επέστρεψε στο Λονδίνο, προκειμένου να ξεκινήσει δουλειά με τον παραγωγό Glyn Johns. Ο Johns είχε δουλέψει ως μηχανικός ήχου με μεγάλα ονόματα της εποχής όπως οι ROLLING STONES, οι LED ZEPPELIN, οι BEATLES, οι FACES και πολλούς άλλους.
Το “Baba O’ Riley” είναι ένα πλούσιο ηχητικά τραγούδι που κλιμακώνεται ιδανικά μέχρι να μπουν τα φωνητικά. Μέσα από τις παιχνιδιάρικες «ινδικές» λούπες του Townshend στις τρεις νότες του πιάνου και από εκεί στα απελευθερωτικά drums του Moon. Λανθασμένα αναφέρεται πολλές φορές ως “Teenage Wasteland” από την φράση που ακούγεται κάπου κοντά στην μέση του τραγουδιού. Αυτή προέκυψε από το θέαμα που αντίκρυσε ο Townshend στο τέλος της συναυλίας τους στο Isle of Wight Festival το 1969, μετά την ιστορική εμφάνιση τους εκεί, από τα σκουπίδια που είχαν ξεμείνει στον χώρο, καθώς και από το «κάψιμο» του ακροατηρίου στο Woodstock που είχαν πάρει ναρκωτικά κάθε είδους. Ο τίτλος του τραγουδιού συνδυάζει τα ονόματα από τους δύο μέντορες του Townshend, τον πνευματικό Meher Baba και τον μουσικό Terry Riley, Αμερικάνο πρωτοπόρο της μινιμαλιστικής συνθετικής σχολής. Πέρα από την χρήση του marimba εφέ του ηλεκτρικού πληκτροφόρου οργάνου που δίνει το χαρακτηριστικό άνοιγμα στο τραγούδι, εξίσου χαρακτηριστικό είναι και το βιολί που παίζει ο Dave Arbus από το progressive rock συγκρότημα East of Eden. Κυκλοφόρησε και ως single, με b-side το “My wife” του John Entwistle, φτάνοντας στο ολλανδικό νο. 11, ενώ στην Βρετανία έγινε πλατινένιο με πωλήσεις άνω των 600 χιλιάδων αντιτύπων. Η χρήση του πλέον έχει καθιερωθεί σε τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες, καθώς και σε πολλά αθλητικά event. Χρόνια αργότερα, ο Daltrey θα έλεγε πως το τραγούδι είναι ακόμα ζοφερά επίκαιρο, λόγω της αποξένωσης της νέας γενιάς που οφείλεται στην μανιώδη χρήση των social media και της τεχνολογίας.
Το “Bargain” θα μπορούσε να είναι ένα απλό τραγούδι αγάπης. Όμως δεν αφορά τη ρομαντική εμμονή μα πολύ περισσότερο την έκσταση της ανακάλυψης της πνευματικότητας. Πρακτικά αποτελεί μία ματιά στην ψυχή του Townshend εκείνη την εποχή, ο οποίος ένιωθε αιχμάλωτος μέσα στο καβούκι του rock star, αφυπνισμένος ίσως από τις διδαχές του γκουρού Meher Baba. Υπό αυτή την έννοια, το αντικείμενο της λατρείας στο “Bargain” ίσως να μην είναι μία ερωτική σύντροφος που έχει κλέψει την καρδιά του αφηγητή, αλλά ο ίδιος ο Θεός. Όπως λέει και ο ίδιος ο Townshend για ένα από τα ομορφότερα τραγούδια των WHO, αυτό το τραγούδι εκφράζει πόσο πολύ καλή συμφωνία θα ήταν να χάσουμε τα πάντα για να είμαστε ενωμένοι με τον Θεό.
Ακολουθεί το “Getting in tune” που μιλάει για τη δύναμη της μουσικής, καθώς και (ξανά) για τις εσωτερικές αντιφάσεις που ένιωθε ο Townshend, μεταξύ των πνευματικών του αναγκών και της ροκ σταρ περσόνας του. Εδώ συμμετέχει ένας session μουσικός, ο πιανίστας Nicky Hopkins που συνεργάστηκε, πέρα από τους WHO, με συγκροτήματα όπως οι ROLLING STONES και οι KINKS. Το παίξιμο του rhythm section των WHO βγάζει μάτια για μία ακόμη φορά.
Η πρώτη πλευρά κλείνει με το “The Song Is Over”, ένα ακόμη απομεινάρι του “Lifehouse”, που θεωρητικά αφορά το κλείσιμο του “Lifehouse Theatre” μετά από μία έφοδο της αστυνομίας. Η γλυκιά σύνθεση του Townshend αντισταθμίζεται από την έντονη ερμηνεία του Daltrey.
Στον αντίποδα έχουμε το “Going Mobile”, που ίσως να είναι και η αχίλλειος πτέρνα του άλμπουμ, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να είναι από τα καλύτερα τραγούδια σε ένα οποιοδήποτε άλλο άλμπουμ. Προερχόμενο και αυτό από το “Lifehouse”, μιλάει για την χαρά του ταξιδιού με ένα αυτοκινούμενο σπίτι στον ανοιχτό δρόμο, πρακτικά για την ελευθερία που προσφέρει. Σε αυτό το τραγούδι δεν τραγουδάει ο Daltrey, που δεν συμμετέχει. Τα φωνητικά ανέλαβαν οι άλλοι τρεις. Δεν έχει παιχτεί live αλλά κυκλοφόρησε ως b-side του single “Behind blue eyes”.
Δεύτερο έρχεται το ελεγειακό “Behind Blue Eyes”, αγαπημένο τραγούδι των WHO. Αντηχεί κάποια στοιχεία εποχής “Tommy” και η πρώτη έκδοση του είχε ηχογραφηθεί στο Record Plant τον Μάρτιο του 1971 με τον διάσημο Al Kooper στο Hammond. Ως θέμα, προερχόμενο από το “Lifehouse”, τραγουδιέται σε πρώτο πρόσωπο από τον Jumbo, τον «κακό» της ιστορίας, ο οποίος είναι πάντα γεμάτος θυμό λόγω όλης της πίεσης που τον περιβάλλει. Είναι το ότι ο Jumbo ένιωθε πως αναγκάστηκε να γίνει κακός, ενώ κατά βάθος ήταν καλός τύπος. To “Behind blue eyes” κυκλοφόρησε σαν single, με b-side to “Going mobile” στην Ευρώπη και το “My wife” στις ΗΠΑ, όπου έφτασε μέχρι το νο. 34 των charts. Χρόνια αργότερα διασκευάστηκε από τους Αμερικανούς Limp Bizkit, σε μία από τις χειρότερες διασκευές όλων των εποχών σύμφωνα με τους αναγνώστες του περιοδικού Rolilng Stone, καθώς και από τους Γερμανούς Tokio Hotel.
Το τραγούδι που ακολουθεί είναι και το συντομότερο του δίσκου, το ακουστικό “Love Ain’t for Keeping”. Ένα από τα πιο light τραγούδια του άλμπουμ είναι και ένα από τα λίγα που δεν χρησιμοποιείται συνθεσάιζερ. Ωστόσο, μια παλαιότερη έκδοση του τραγουδιού, ηχογραφημένη στη Νέα Υόρκη σε παραγωγή του Kit Lambert, ήταν περισσότερο ένα hard rock τραγούδι και είχε synthesizer και την συμμετοχή του Leslie West στην κιθάρα. Οι στίχοι προβάλλουν αισιοδοξία και ικανοποίηση και τo θέμα του τραγουδιού μιλάει για τον έρωτα, την φυσική επαφή, τη δύναμη της φύσης και την ανάγκη να ζεις τη στιγμή, μοιραζόμενοι την αγάπη παρά να την «κρατάμε».
Μετά από έναν καυγά με την σύζυγο, ο John Entwistle έγραψε το “My wife”, μία εφιαλτική εκδοχή της συζυγικής διαμάχης, στην οποία το καλύτερο του μισό μετατρέπεται σε αιμοσταγή δολοφόνο! Οι στίχοι του Entwistle είναι ξεκάθαρα κωμικοί και η μουσική συνοδεύει ιδανικά την ιστορία. Ήταν το b-side των singles “Baba O’ Riley” στην Ευρώπη και “Behind blue eyes” στις ΗΠΑ. Παρομοίως με τους δικούς μας συζυγο-πεθερόπληκτους «λεχρίτες», Το τραγούδι μιλάει για έναν άντρα που έχει βγει έξω, έχει μεθύσει και λείπει για κάποιο ώρα, φοβούμενος τη γυναίκα του επειδή αυτή πιστεύει ότι περνούσε χρόνο με άλλη γυναίκα. Σε πρώτο πρόσωπο περιγράφονται όλες τα πράγματα που πρέπει να έχει ή να κάνει για να προστατευτεί από την οργή της. Το ”My wife” είναι αναμφισβήτητα το highlight του Entwistle στο άλμπουμ, καθώς τραγουδάει και παίζει μπάσο, πιάνο και πνευστά. Παραδόξως, αυτό το τραγούδι δεν διαθέτει σόλο κιθάρας.
Ενώ αρχικά είχαν μαρκάρει την μπαλάντα “Behind blue eyes” να είναι το κύριο single του δίσκου, αμφιβολίες σχετικά με το πόσο τους εκφράζει αυτό το στυλ τραγουδιού, οδήγησαν τους WHO να στραφούν στο οκτώμιση λεπτών “Won’t get fooled again” που κλείνει εντυπωσιακά το άλμπουμ. Η αντίθεση ανάμεσα στο απλό riff που ο Townshend έπαιζε σε στυλ «ανεμόμυλου» (μία επιβλητική φιγούρα που εν πολλοίς αυτός καθιέρωσε στο rock) και στη λούπα του synthesizer (που ήταν κάποιες νότες παιγμένες σε πληκτροφόρο όργανο περασμένες μέσα από ένα sequencer) είναι απλά εντυπωσιακή. Η παθιασμένη ερμηνεία του Daltrey μεταφέρει απόλυτα τον κυνισμό και την επιφυλαξή που περνάει νοηματικά το τραγούδι, ως προς την φύση των απανταχού επαναστάσεων και επαναστατών. Βέβαια, ο Townshend εμφανίστηκε μετανιωμένος για το εν λόγω στιχουργικό περιεχόμενο αργότερα, δηλώνοντας ότι ενδεχομένως το τραγούδι να παρέπεμπε σε μία ισοπεδωτικά α-πολιτική στάση, που ο ίδιος δεν ενστερνιζόταν και χαρακτηρίζοντας το ως το πιο «χαζό» τραγούδι που έγραψε ποτέ. Επίσης ο Daltrey, που αφήνει μία κραυγή-σημα κατατεθέν στο τραγούδι, θεωρεί ότι από αυτό το σημείο και μετά έχασε τον ενθουσιασμό του για την κυκλοφορία singles, μιας και κατά την άποψη του «πετσόκοβαν» τα τραγούδια προκειμένου να τα φέρουν σε μία πιο «εύπεπτη» μορφή. Ως single το “Won’t get fooled again” έφτασε μέχρι το νο. 16 του Ηνωμένου Βασιλείου και ως b-side είχε το “When I was a boy” του Entwistle. Μία διαφήμιση του single είχε τον γνωστό παλαβό ντράμερ Keith Moon, ντυμένο με γυναικεία εσώρουχα και με ξανθιά περούκα, με το “Won’t get fooled again” να παραπέμπει σε πιο … σκανδαλιάρικα σκηνικά! Ένα ολοκληρωμένο τραγούδι από κάθε άποψη, με διάρκεια, όγκο, ενέργεια, παθιασμένα ντραμς και φωνητικά, ακόμη και στο θέμα του. Ο Townshend γράφει και ο Daltrey εξιστορεί μια άσκοπη, αν όχι αναίμακτη, επανάσταση. Γίνεται αισθητή η βία με το ακατάπαυστο drumming του Moon και την διάσημη κραυγή του Daltrey αλλά και η αντίδραση καθώς η κιθάρα του Townshend ελίσσεται ανοδικά στα ρεφραίν με το μπάσο του Entwistle να βουτάει χαμηλά. Ένα διαχρονικό κομμάτι, ένα επαναστατικό αίσθημα που εκφράστηκε με επαναστατική μουσική, το τελευταίο κομμάτι ενός κλασικού άλμπουμ. Ειδικά αυτή η κραυγή προς το τέλος. Απλώς μην αναφέρετε αυτό το τραγούδι στον Daltrey ο οποίος το βαριέται τελείως!
Ένα αναπόσπαστο μέρος της παρακαταθήκης που άφησε το “Who’s next” είναι και το επιβλητικό εξώφυλλο του. Υπάρχει μία ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από αυτό, που περιλαμβάνει το συγκρότημα και τον φωτογράφο Ethan Russell, ο οποίος είχε την διάκριση να είναι ο φωτογράφος που φωτογράφισε όλους τους τέσσερις BEATLES μαζί για τελευταία φορά. Είχε αναλάβει να βγάλει μία φωτογραφία που θα χρησιμοποιούνταν στο εξώφυλλο του άλμπουμ, μα δεν μπορούσε να καταλήξει κάπου με τους υπόλοιπους. Μέχρι τότε είχαν απορριφθεί διάφορες φωτογραφίες με πληθωρικές γυμνές γυναίκες ή τον Keith Moon σε γυναικεία εσώρουχα και περούκα κρατώντας ένα μαστίγιο (η οποία όπως είδαμε κατέληξε σε διαφήμιση στον τύπο). Η πρόταση να κατουράει κάποιος μία συστάδα ενισχυτών Marshall είχε επίσης πέσει στο τραπέζι. Ταξιδεύοντας μαζί τους σε μία συναυλία στην Κεντρική Αγγλία προκειμένου να εμπνευστεί και είχε φρικάρει υπομένοντας την ακραία οδήγηση του Townshend. Σε κάποια φάση, επιστρέφοντας στο Λονδίνο τη νύχτα, περνούσαν έξω από το Sheffield και από μακριά είδε κάποιες μονοκόμματες κατασκευές από τσιμέντο. Σε έναν κυκλικό κόμβο ζήτησε από τον κιθαρίστα να σταματήσει και να κατευθυνθούν προς τα εκεί. Φτάνοντας στο σχεδόν απόκοσμο σημείο, τα μπλοκ από το τσιμέντο τους θύμισαν τον μυστηριώδη μονόλιθο από την ταινία του Stanley Kubrick «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος». Ίσως, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μία οπτική μεταφορά για την «σκληρή» πραγματικότητα της σύγχρονης ζωής. Όσο ο Russell σκεφτόταν αυτά τα concept τραβούσε φωτογραφίες κάτω από το φεγγαρόφωτο με την Polaroid του, μέχρι που κοίταξε τον μονόλιθο από σκυρόδεμα και συνειδητοποίησε ότι ο Townshend είχε … ξαλαφρώσει! Το πρόβλημα εκεί ωστόσο ήταν ότι οι υπόλοιποι τρεις ήταν ακόμα στο αυτοκίνητο και δεν ένιωθαν την ανάγκη να κατουρήσουν! Μιας και το τσιμέντο είχε ήδη την υγρή κηλίδα από τον ένα, ο δαιμόνιος Russell αναζήτησε και βρήκε βρόχινο νερό που είχε μαζευτεί σε ένα πεταμένο δοχείο εκεί δίπλα, σημαδεύοντας άλλα τρία σημεία και ολοκληρώνοντας τις λήψεις του. Στην συνέχεια, ο φωτογράφος πρόσθεσε και αυτό τον δυστοπικό ουρανό στο παρασκήνιο, δημιουργώντας επιτέλους το πολυπόθητο εξώφυλλο.
Τραγούδια από το “Who’s next”, όπως τα “Bargain” και “Behind blue eyes” είναι πλέον κλασικά στο ρεπερτόριο του συγκροτήματος. Παρόλαυτα, τα τραγούδια που ορίζουν την δυναμική και την περίμετρο του άλμπουμ είναι το εναρκτήριο “Baba O’Riley” και το τελευταίο τραγούδι “Won’t get fooled again”. Για πρώτη φορά ο Townshend καταπιάνεται με τα synthesizer και επενδύει έξυπνα με πρωτοποριακούς ήχους τα τραγούδια του δίσκου. Το “Who’s next” ακούγεται μέχρι και τις μέρες μας σαν ένα άλμπουμ μπροστά από την εποχή του. Με το κάθε μέλος του συγκροτήματος να πιάνει την κορυφή των ατομικών δυνατοτήτων του και τον Johns να χρησιμοποιεί εξελιγμένες μεθόδους ηχογράφησης, καθώς και τραγούδια όπως το “Won’t get fooled again” και το “Baba O’ Riley” που συνδυάζουν την ωμότητα του ήχου των WHO με πρωτοποριακή χρήση synthesizer, το “Who’s next” είναι πιθανόν το πιο ευφάνταστο άλμπουμ τους μουσικά. Περιέχει και κάποια ψήγματα του “Lifehouse”, ιδιαίτερα στο τραγούδι “Getting in tune”, αλλά και όταν όλα τα κομμάτια του καταδικασμένου αυτού project ακούγονται εκτός πλαισίου, ξεχωριστά δηλαδή, αποδίδουν την ουσία των WHO όσο ποτέ άλλοτε.
Ο Roger Daltrey δήλωσε πως αν δεν είχαν την ευκαιρία να δουλέψουν πάνω στο “Lifehouse” του Townshend, θα είχαν απλά μπει στο στούντιο και θα ηχογραφούσαν όπως όλα τα προηγούμενα τους άλμπουμ. Αντίθετα αυτή η δουλειά εξελίχτηκε πιο «οργανικά» δείχνοντας περισσότερα από τους WHO σε σχέση με παλιότερες κυκλοφορίες τους. Για την προώθηση του άλμπουμ, περιόδευσαν αποκλειστικά στη Μεγάλη Βρετανία και τη Βόρεια Αμερική, ενώ έδωσαν 16 συναυλίες στην κεντρική Ευρώπη το καλοκαίρι του 1972. Το άλμπουμ πέτυχε απόλυτα εμπορικά, πηγαίνοντας στο βρετανικό νο. 1
όπου έγινε πλατινένιο με πάνω από 300 χιλιάδες σε πωλήσεις, καθώς και στο αμερικάνικο νο.3 όπου έγινε τρεις φορές πλατινένιο, ήτοι πωλήσεις άνω των 3 εκ. δίσκων. Εντυπωσιακά τα πήγε και σε χώρες της Ευρώπης (νο. 2 σε Γαλλία και Ολλανδία, νο. 3 στη Δανία και νο. 6 στη Νορβηγία) καθώς και στον Καναδά (νο. 5).
Ωστόσο, ο Townshend ακόμα και μέχρι πρόσφατα αναπολούσε την ιστορία με το “Who’s next” με μελαγχολία, διότι το “Lifehouse” του έμεινε απωθημένο. Ίσως για αυτό βάλθηκε να αποδείξει στον εαυτό του και στους υπόλοιπους ότι είναι ικανός να φέρει εις πέρας ένα μεγαλεπήβολο έργο, που υλοποιήθηκε στην επόμενη κυκλοφορία των WHO, το ιστορικό “Quadrophrenia”.
Σύμφωνα με τον Lemmy οι WHO έπιασαν την κορυφή με το “Who’s next”. Σίγουρα βοήθησε στο να γίνουν ένας θεσμός για την βρετανική μουσική γενικότερα, όχι απλά για την rock σκηνή. Το “Who’s next” είναι ένα μνημειώδες άλμπουμ, ακρογωνιαίος λίθος για το rock της δεκαετίας του ’70 (και όχι μόνο) και τεκμήριο για τον λόγο που θεωρούνται ένα από τα μεγαλύτερα και επιδραστικότερα σχήματα στην ιστορία του rock.
Κώστας Τσιρανίδης