Είναι από τις φορές που σίγουρα είμαι σε μια από τις δυσκολότερες θέσεις όσων ετών έχω την χαρά να γράφω για διάφορα δημόσια. Είμαι τόσο πολύ στεναχωρημένος και κυρίως υπέρμετρα απογοητευμένος, που θα μπορούσα απλά να γράψω ένα σκέτο «δεν έχω λόγια», να βάλω τον βαθμό (που δεν υπάρχει) και να το λήξω εκεί. Ο λόγος για το νέο και τέταρτο ολοκληρωμένο –έχουμε και τα δυο αρχικά ΕΡ-κόλαση- πόνημα (όνομα και πράγμα) των πάλαι ποτέ υπεραγαπημένων και λατρεμένων Αμερικάνων RIVERS OF NIHIL από το Reading της Pennsylvania. Οι RON (για λόγους συντομίας από ’δω κι έπειτα) ήταν ένα συγκρότημα το οποίο ξεκινώντας δειλά τα πρώτα του βήματα με τη δημιουργία τους το 2009 και το πρώτο ΕΡ “Hierarchy” το 2010 και καπάκι το δεύτερο ΕΡ “Temporality unbound” την επόμενη χρονιά, έδειχναν ψήγματα του τι θα μπορούσε να ακολουθήσει μελλοντικά όταν θα καταστάλαζαν οι ιδέες στο μυαλό τους. Κι αν το πρώτο τους άλμπουμ (που θεματικά έχει να κάνει με την άνοιξη) “The conscious seed of light” το 2013 ήταν ένα πολύ υποσχόμενο ολοκληρωμένο ξεκίνημα, το 2015 με το δεύτερο –και καλύτερό τους- άλμπουμ “Monarchy” (το άλμπουμ του καλοκαιριού θεματικά) σόκαραν τον κόσμο και αποδείκνυαν γιατί τους είχε διαλέξει η Metal Blade.
Εκεί οι RON γίνονται μια υπαρκτή και αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα που λίγοι μπορούν να αποφύγουν και το μέλλον διαγράφεται υπέρλαμπρο, ακόμα και μετά την φυγή του υπέρτατου παιχταρά Alan Balamut στα τύμπανα, όπου η απόδοσή του στο “Monarchy” οφείλει να συζητείται σε κάθε πιθανή κουβέντα για άρτιους παίκτες των τελευταίων ετών, με τη μπάντα να μη μασάει και να βγάζει το 2018 το πιο πολυεπίπεδο –και αγαπητό στους οπαδούς- άλμπουμ της, δηλαδή το κολοσσιαίο “Where owls know my name” (σωστά μαντέψατε, το φθινοπωρινό θεματικά άλμπουμ), το οποίο φιγούραρε σε αμέτρητες λίστες ως η κορυφαία κυκλοφορία της χρονιάς και πλέον οι RON λογίζονταν ως συγκρότημα ελίτ επιπέδου, δείχνοντας να μην έχουν ταβάνι. Και το καλύτερο όλων ήταν ότι πλέον δεν μπορούσε κάποιος να τους κατατάξει με βεβαιότητα ούτε ως προοδευτικούς, ούτε ως κάφρους, καθώς έκαναν τέτοια μετάβαση με ωριμότητα χωρίς να ανοίξει μύτη, χωρίς βέβαια να ξεχνάνε να ακούγονται δολοφονικοί. Βάλτε μέσα και γύρω στις 300 συναυλίες τα 3 χρόνια που ακολούθησαν μέχρι την φάση με τον κορωνοϊό, πραγματικά ήταν αυτό που λένε οι Αμερικάνοι “on fire”. Και δυστυχώς μάλλον παρακάηκαν, γιατί δεν μπορώ να εξηγήσω –δεν ξέρω αν μπορώ να το δεχτώ κιόλας, γιατί σίγουρα δε θέλω- τη μεταστροφή εν έτει 2021.
Το χειμερινό θεματικά άλμπουμ που περίμενα με τόση αγωνία ονόματι “The work” (θα) έπρεπε να είναι ο δίσκος που θα διέλυαν το σύμπαν και θα κέρναγαν υπέρμετρο πόνο προς πάσα κατεύθυνση αμφισβήτησης. Για λόγους που δεν μπορώ να καταλάβω, δεν ήταν της λογικής «ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει» και αντί να βγει δίσκος που θα προκαλούσε –και πάλι- παγκόσμιο θαυμασμό, έχουμε ένα σύνολο (γιατί δίσκο δεν μπορώ να το πω) που προκάλεσε τεράστια θλίψη, ερωτηματικά, μέχρι και cringe-άρισμα σε τεράστια μερίδα κόσμου με φίλους και εχθρούς να απορούν πως κατάφεραν να τα κάνουν όλα ΤΟΣΟ χάλια. Όχι, δεν είμαι καθόλου πολέμιος της αλλαγής, όσοι με γνωρίζουν καλά και όσοι έχετε διαβάσει κείμενα εντός κι εκτός Rock Hard, γνωρίζετε πόσο μισώ (είμαι συγκεκριμένος στη λέξη για να τονίσω την αντίθεση που μου προκαλεί το “The work”) την στασιμότητα και τα κολλήματα των οπαδών. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με ένα «ΟΛΑ ΛΑΘΟΣ» αποτέλεσμα που δεν το φανταζόταν ούτε ο πιο απαισιόδοξος εκεί έξω. Κι όχι γιατί το άλμπουμ είναι ένα κακό RON άλμπουμ, αλλά θα ήταν ένα κακό άλμπουμ για οποιονδήποτε με οποιοδήποτε λογότυπο και παρελθόν. Και μιλάω για παρελθόν διότι δεν μπορείς και δεν θέλεις να σκεφτείς ανάλογο μέλλον!
Το “The work” βρίσκει τους RON με πεσμένες ως ανύπαρκτες ταχύτητες, με μειωμένη ως απούσα σε σημεία ενεργητικότητα, με την παικτική τους κλάση να μη μπορεί να γίνει αντιληπτή πέρα από κάποια ξεσπάσματα του ντράμερ Jared Klein και το μόνο που θυμίζει κάτι από το ένδοξο παρελθόν να είναι η αγριοφωνάρα του Jake Dieffenbach, ο οποίος και είναι ο μόνος που σώζεται και δεν μπορεί να πει κάποιος κάτι για μειωμένη απόδοση. Από το φοβερό κιθαριστικό δίδυμο όμως των Brody Uttley/Jon Topore είχα απαιτήσεις οι οποίες τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί και να υπερέβαιναν τη λογική, το γεγονός όμως είναι ότι μου τις είχαν δημιουργήσει με το παικτικό τους επίπεδο και την συνθετική τους δεινότητα. Το “The work” είναι το σύνδρομο του δίσκου που «θέλει ακροάσεις», δηλαδή ότι σιχαίνομαι να λέγεται για ένα άλμπουμ. Βλέπετε είναι τόση η μουσική που ακούω και ο χρόνος που αφιερώνω γι’ αυτήν στην καθημερινότητά μου, που δεν μπορώ να χάνω ούτε λεπτό για να αφομοιώσω κάτι που δεν μπορεί να με πείσει ότι «κάνεις λάθος, πάρτο αλλιώς». Ατμόσφαιρα της πλάκας, ακουστικά περασματάκια που προκαλούν βαθύ ύπνο και αντί ο χειμωνιάτικος τους δίσκος να ακούγεται σαν χιονοστιβάδα που αφανίζει πολιτισμούς, σε ρίχνει τελικά σε χειμερία νάρκη.
Μου «βρώμισαν» πολλά πριν την κυκλοφορία του, μια το εξώφυλλο που είναι καρτουνίστικο και δεν πίστευα στα μάτια μου ότι δημιουργήθηκε από το Άγιο χέρι του Dan Seagrave, που επιμελήθηκε όλα τους τα άλμπουμ. Μια η αλλαγή λογότυπου, μια τα βίντεο για τα “Clean” και “Focus” (να θες να εκσπερματώσεις πριν την ακρόαση και να μη σου κάνει κούκου ούτε με 10 κουτιά βιάγκρα) και φυσικά με την απαγορευτική διάρκεια των σχεδόν 65’. Δεν περίμενα όμως τέτοιο πάτο δίχως βαρέλι, τέτοια επιτηδευμένη προσπάθεια του «δείτε, μπορούμε να κάνουμε κι άλλα πράγματα», ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΡΕ! Σας πείραζε το πώς παίζατε και που στέλνατε κόσμο σε ωδεία να μάθει να παίζει σαν εσάς, και την είδατε ψευτοπροοδευτικοί όπως έκαναν κάποτε οι THE FACELESS μετά το “Planetary duality” και είδαν την καριέρα τους να καταρρέει και τους οπαδούς να γελάνε με την κατάντια τους. Γιατί για τέτοιο πρόκειται το “The work”, κατάντια μιας μπάντας που είχε ευκαιρία να αλλάξει όλο το παιχνίδι στον τεχνοπροοδευτικοακραίο (ε; ε; ε;) ήχο και να γίνει συγκρότημα-φάρος για όλα τα υπόλοιπα να ακολουθήσουν την λογική της. Φοβάμαι πολύ ότι όχι απλά έχασαν οριστικά το τρένο της καθολικής καταξίωσης, αλλά μη γεννήσουν και μιμητές του τίποτα που παίζουν εδώ.
Και έτσι το «δεν έχω λόγια» έχει καταλήξει σε αυτό των τετραψήφιων λέξεων κείμενο με μύδρους κατά ενός συγκροτήματος για το οποίο σχεδόν έπαιξα μπουνιές με πολύ κόσμο (λεκτικές πάντα και σε 2-3 περιπτώσεις έφτασα κοντά και στις κανονικές) προκειμένου να ανοίξουν τ’ αυτιά τους, και θα έχουν πλέον όλο το δίκιο να μου τις επιστρέψουν (και τις κανονικές που δεν έδωσα) αν ακούσουν αυτό το πράγμα. Ναι, πράγμα. Ευτυχώς έχω προτρέψει άπαντες να ΜΗΝ το ακούσουν (θα με γράψουν στεγνά, αλλά ας πρόσεχαν), ήδη γελάω με την προσπάθεια ψευδούς ανοιχτομυαλίας και ξεκάθαρου ψυχαναγκασμού στο να γίνει αποδεκτό και κρατάω κάποια ξεσπάσματα στο “MORE?” και το “Episode” που θυμίζουν ότι κάποτε υπήρχε καρδιά και ψυχή σε αυτό το αγνώστου ταυτότητας κουφάρι που κατέληξε ένα από τα χαρισματικότερα συγκροτήματα της τελευταίας δεκαετίας. Και για να το πάω παραπέρα μια και χρησιμοποιώ χρονικά όρια, σίγουρα μιλάμε για την απογοήτευση της δεκαετίας από την πλευρά μου, και από άποψη δίσκου αλλά και πιθανής πορείας συγκροτήματος. Εύχομαι ειλικρινά να ξυπνήσω μια μέρα και να μου πουν ότι δε συνέβη ποτέ όλο αυτό, στο μακράν του δεύτερου χειρότερο άλμπουμ που βγήκε ποτέ από την ιερή Metal Blade.
ΟΧΙ, ΟΧΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΟΧΙ!
Μείον / 10
3 / 10 (για τους ψυχαναγκαστικούς ψευτο-ανοιχτόμυαλους)
Άγγελος Κατσούρας