Την 1η Σεπτεμβρίου του 1977, κυκλοφόρησε ένα ακόμα αριστουργηματικό άλμπουμ των Καναδών RUSH, το “A farewell to kings”. Σε προσωπικό επίπεδο, ήταν ένας από τους πρώτους δίσκους του σχήματος που είχα ακούσει και το κόλλημά μου ήταν πάρα πολύ μεγάλο, ιδιαίτερα για το ομώνυμο τραγούδι και το “Xanadu”, σε τρυφερή, εφηβική ηλικία, σε βαθμό που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τα ακούσματά μου. Διαβάστε, λοιπόν, 12 άγνωστες ιστορίες πίσω από αυτόν το δίσκο, ιδανικά βάζοντάς τον για ηχητικό background!
- Έχουμε αναφέρει στο αντίστοιχο κείμενο για το “2112”, ότι εκείνος ο δίσκος ήταν do or die, αφού αν δεν πούλαγε τα αναμενόμενα, οι RUSH θα έχαναν το δισκογραφικό τους συμβόλαιο (κάτι το οποίο πρακτικά είναι πολύ δύσκολο να συμβεί σ’ ένα σχήμα με τόσο ταλέντο, που περιοδεύει 150-200 μέρες το χρόνο). Πριν κυκλοφορήσει το “A farewell to kings”, είχε βγει το live “All the world’s a stage”, το οποίο μας προϊδέαζε για το τι θα συνέβαινε, γράφοντας στα liner notes το χαρακτηριστικό: «Αυτό το άλμπουμ για εμάς, σηματοδοτεί το τέλος της αρχής, ένα ορόσημο που σημειώνει το κλείσιμο το πρώτου κεφαλαίου, στα χρονικά των RUSH». Οπότε όλος ο κόσμος άρχιζε να καταλαβαίνει ότι θα υπήρχαν αλλαγές στη μουσική κατεύθυνση ή ότι τέλος πάντων θα γινόταν κάτι διαφορετικό, έστω και σε βάθος χρόνου.
- Το συγκρότημα αποφάσισε για πρώτη φορά να ηχογραφήσει δίσκο του μακριά από το Toronto, πηγαίνοντας στα Rockfield Studios, στην Ουαλία, ένα χώρο που ηχογραφούσαν οι YES, εκτός των άλλων. Εκείνη την περίοδο, σύμφωνα με τους ίδιους, είχαν έμμονη ιδέα με τον βρετανικό progressive rock ήχο κι ένιωθαν ότι θα έβρισκαν έμπνευση ηχογραφώντας στη χώρα αυτή. Αυτές οι επιρροές, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη χρήση των πλήκτρων, αλλά και το γεγονός ότι άκουγαν αρκετή jazz κι έφεραν ολοένα και πιο περίπλοκες αλλαγές στα τραγούδια τους, είναι τα καθοριστικά σημεία που έκαναν το “A farewell to kings”, διαφορετικό από τον προκάτοχό του. Διότι, τι νόημα είναι να παίζεις προοδευτική μουσική, όταν δεν έχεις διάθεση να επεκτείνεις τα όρια της μουσικής σου, ιδιαίτερα σε δεκαετίες όπου αυτό ήταν πολύ πιο εύκολο να γίνει, αρκεί να είχες τη διάθεση και την ικανότητα. Και οι RUSH, δεν χρησιμοποίησαν μόνο τη jazz, αλλά και τη reggae μουσική, στα τραγούδια τους, κάτι που έκαναν σε μεγαλύτερο βαθμό στις αρχές της δεκαετίας του ’80, διότι έβλεπαν ότι οι μεγάλοι του prog rock, είχαν αρχίσει να διαφοροποιούνται μουσική προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο καθένας για δικούς του λόγους.
- Μία από τις άχρηστες λεπτομέρειες του κειμένου, είναι ότι τα Rockfield Studios, ανήκαν στην οικογένεια Royce. Αν σας κάνει κλικ το όνομα, ναι, είναι από τα αυτοκίνητα Rolls-Royce.
- Τα τραγούδια, ως επί το πλείστον γράφτηκαν σε ακουστικές κιθάρες από τον Lee και τον Lifeson, οι οποίοι έπαιρναν μετά ένα κασετόφωνο, από αυτά τα τεράστια, τα boombox και ηχογραφούσαν τις καλύτερες ιδέες του για να τις επεξεργαστούν αργότερα.
- Ας ξεκινήσουμε τη «βόλτα» μας στα τραγούδια του δίσκου, με το εναρκτήριο και ομώνυμο, το “A farewell to kings”, το οποίο παραλίγο να μην ήταν …ομώνυμο, αφού ο αρχικός τίτλος του άλμπουμ ήταν “Closer to the heart”. Ένας στίχος που ακούγεται και στο τέλος του και φυσικά υπάρχει και το τραγούδι που άνοιγε τη δεύτερη πλευρά του βινυλίου με αυτόν τον τίτλο. Το “AFTK”, ξεκινά με ακουστική κιθάρα, που ηχογραφήθηκε έξω από το στούντιο, στη φύση! Ο Alex Lifeson, είχε πάρει την ακουστική του κιθάρα και τριγύριζε σαν τροβαδούρος παίζοντας την εισαγωγή, όπως κι ο Neil Peart έπαιξε διάφορα μέρη από το percussion στον εξωτερικό χώρο του στούντιο. Θέλετε και απόδειξη; Οι ήχοι από τα πουλιά που τιτιβίζουν είναι απολύτως φυσικοί (παρά την πλάκα που έκαναν με τα χρόνια οι RUSH, λέγοντας ότι είναι τα πουλιά που είχε ο Peart στο σπίτι του!). Ο τίτλος, έχει σαφείς επιρροές από το μυθιστόρημα “A farewell to arms” («Αποχαιρετισμός στα όπλα») του Ernest Hemingway.
- Στη συνέχεια έχουμε το θρυλικό “Xanadu”, ένα πολύ μεγάλο σε διάρκεια τραγούδι, που όμως δεν έπιανε ολόκληρη πλευρά του δίσκου, όπως συνήθιζαν τότε οι Καναδοί!!! Παρόλα αυτά, η instrumental εισαγωγή του είναι από τις μεγαλύτερες που έχουν γράψει, αφού τα φωνητικά εμφανίζονται ακριβώς στο πέμπτο λεπτό του (από τα έντεκα που διαρκεί συνολικά). Σίγουρα ήταν το πιο απαιτητικό εκτελεστικά τραγούδι που είχαν γράψει μέχρι τότε, αυτό όμως δεν σήμαινε κάτι τρομερό για το τρίο το οποίου οι ικανότητες ήταν αδιανόητες. Ο Alex Lifeson, είχε πει στο Classic Rock το 2015, ότι πήραν τις συχνότητες και τσέκαραν τον ήχο, στη συνέχεια πάτησαν το “record” και ηχογράφησαν όλο το 11λεπτο έπος, one-take, κάτι που τρέλανε εντελώς τον μηχανικό ήχου, Par Moran, ο οποίος δεν είχε ξαναδεί rock συγκρότημα να παίζει με την πρώτη ένα 11λεπτο τραγούδι. Στιχουργικά, βασίζεται στο ποίημα του Samuel Taylor Coleridge, “Kubla Khan”, το οποίο ξεκίνησε να το γράφει υπό την επήρεια ναρκωτικών και δεν το τελείωσε ποτέ. Ενώ ο Peart είχε ξεκινήσει να γράφει τους στίχους έχοντας στο μυαλό του τον «Πολίτη Κέην» του Όρσον Γουέλς, τελικά ενθουσιάστηκε από το ποίημα αυτό και άλλαξε πλήρως τα σχέδιά του. Η απαγγελία που ακούγεται στην αρχή, γίνεται από τον παραγωγό του δίσκου, τον Terry Brown κι όχι κάποιο άλλο μέλος του συγκροτήματος. Να θυμίσουμε ότι ο Terry Brown είχε κάνει και τον ρόλο του υπνοθεραπευτή στο “Scenes from a memory” των DREAM THEATER, αλλά μήνυσε το συγκρότημα επειδή –όπως διατείνεται ο ίδιος- η φωνή του χρησιμοποιήθηκε στις συναυλίες χωρίς την έγκρισή του. Θα μου πείτε για ποιον λόγο το έγραψα αυτό; Για να συνδέσω το γεγονός ότι οι DREAM THEATER έκαναν μία εξαιρετική διασκευή στο τραγούδι, στην 40th Anniversary Edition του δίσκου.
- Το “Xanadu”, είναι ένα από τα ελάχιστα τραγούδια στην δισκογραφία των RUSH, όπου ο Geddy Lee παίζει ρυθμική κιθάρα. Όμως, αυτό που έχει μείνει στην ιστορία για το συγκεκριμένο τραγούδι, είναι ότι στις συναυλίες, ο Lifeson με τον Lee, έπαιζαν με κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα, που είχαν από δύο λαιμούς ο καθένας. Έχει πλάκα η αντιμετώπιση που είχε σ’ αυτό ο ξανθομάλλης κιθαρίστας των RUSH, αφού είχε τρελαθεί από το ότι χρησιμοποιεί αυτήν την κιθάρα για δύο μόνο τραγούδια και το 80% των φωτογραφιών που βλέπει, είναι με αυτό να κρατάει τη συγκεκριμένη 12χορδη κιθάρα. Όπως ο Jimmy Page, θα συμπλήρωνα εγώ, αφού είναι απολύτως λογικό να κάνει τρομερή εντύπωση ένα τέτοιο όργανο, ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
- Η δεύτερη πλευρά του βινυλίου, άνοιγε με το “Closer to the heart”. Ξεκινάμε με το γεγονός, ότι είναι η πρώτη από τις ελάχιστες φορές που πήρε credit σε τραγούδι των RUSH, άλλος πλην των τριών μελών του γκρουπ. Πρόκειται για τον Peter Talbot, ένα φίλο του Peart από το Seattle, ο οποίος είχε την ιδέα για το τραγούδι και ο τίτλος, αλλά και η πρώτη στροφή είναι δικοί του. Το συγκεκριμένο τραγούδι, το 2010 μπήκε στο Canadian Songwriters Hall Of Fame μαζί με τέσσερα άλλα κλασικά τραγούδια των RUSH και ο Alex Lifeson το χαρακτηρίζει ως «το απόλυτο τραγούδι» του συγκροτήματος. Δεν παραλείπουμε και σε αυτήν την περίπτωση, να επισημάνουμε τη μαγική διασκευή των FATES WARNING στο tribute “Working man”, που είχε κάνει ο Mike Portnoy για λογαριασμό της Magna Carta… Ουσιαστικά ήταν και το πρώτο τους “Hit single”, αφού έφτασε στο #36 των charts στη Μεγάλη Βρετανία. Το άλμπουμ συνολικά έγινε πλατινένιο στην Αμερική (πούλησε δηλαδή πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα κι έφτασε μέχρι τη θέση #33 στο Billboard.
- Από εκεί και πέρα, έχουμε τη μπαλάντα “Madrigal”, που είναι ένα από τα μικρότερα τραγούδια σε διάρκεια στην ιστορία του σχήματος και το μοναδικό από το δίσκο που δεν έχει παιχτεί ποτέ ζωντανά. Το “Cygnus X-1” ήταν το πρώτο μέρος του τραγουδιού που ολοκληρώθηκε στο “Hemispheres” που ακολούθησε τον επόμενο χρόνο και τα «περίεργα» φωνητικά του Lee, έχουν να κάνουν με τον πειραματισμό που έκανε χρησιμοποιώντας διαφορετικά μικρόφωνα. Για το “Cinderella man”, αυτό που αξίζει να ειπωθεί, είναι πως πρόκειται για το πρώτο τραγούδι από τη στιγμή που μπήκε στο σχήμα ο Neil Peart, τους στίχους του οποίου έγραψε αποκλειστικά ο Geddy Lee.
- Η περιοδεία που ακολούθησε, είχε το φοβερό όνομα “Drive til you die tour”. Ο λόγος; Μα φυσικά το γεγονός ότι ήταν μία εξουθενωτική περιοδεία, που σε πολλές περιπτώσεις έπαιζαν back to back για 17 ή 18 συνεχόμενες βραδιές, οδηγώντας οι ίδιοι το βαν τους για παραπάνω από 300 χιλιόμετρα, κάνοντας ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να μείνουν ξύπνιοι και να μην κοιμηθούν στο τιμόνι. Ήταν ένας από τους παράγοντες που τους άλλαξαν και ως ανθρώπους και ως συγκρότημα.
- Ένα από τα χαρακτηριστικά της περιοδείας, ήταν στο δεύτερο μέρος της, που ονομάστηκε “Archives Tour”, από το ότι ακολουθώντας το παράδειγμα των “Originals” των KISS, έκαναν ένα πακέτο με τα τρία πρώτα άλμπουμ τους, επειδή το “Caress of steel”, στο οποίο πίστευαν πολύ, ήταν δύσκολο να βρεθεί και περιόδευσαν έχοντας κι αυτό ως αφορμή. Στα πλαίσια αυτής της περιοδείας, είχαν support τους URIAH HEEP, που μόλις είχαν απολύσει τον David Byron από τη θέση του τραγουδιστή. Γιατί το αναφέρουμε; Επειδή ελάχιστα χρόνια πριν, η πρώτη περιοδεία των RUSH στην Αμερική έγινε ως support στους HEEP. Αλλάζουν οι καιροί… Μιλώντας για περιοδείες, το κομμάτι που έπαιζαν μαζί με τους UFO έμεινε στο μυαλό των RUSH όχι τόσο για τη μουσική του πλευρά, αλλά για το ατελείωτο ποτό που έπιναν οι Βρετανοί! Ούτε soundcheck δεν έκαναν προκειμένου να πιούν, όπως μαρτυρούν τα μέλη των RUSH, αφού έβρισκαν δωρεάν αλκοόλ στις συναυλίες τους. Αλλά τόνιζαν ότι είχαν πολύ πλάκα στο μεθύσι τους, ιδιαίτερα ο Pete Way.
- Το εξώφυλλο, για μία ακόμη φορά, το φιλοτέχνησε ο σπουδαίος Hugh Syme. Το φόντο (ο ουρανός, βασικά) είναι μία φωτογραφία που τραβήχτηκε στο Toronto και το κατεδαφισμένο εργοστάσιο, που φαίνεται μπροστά, είναι από μία λεωφόρο στο Buffalo της Νέας Υόρκης, θυμίζοντας κάπως το άτιτλο, τέταρτο άλμπουμ των LED ZEPPELIN. Ο άνθρωπος που απεικονίζεται, είναι ο κιθαρίστας των IAN THOMAS BAND, Josh Onderisin. Θα μου πείτε, τι σημασία έχει πως λέγεται και ποιος είναι; Απλά, στο συγκρότημα εκείνο, ο Hugh Syme έπαιζε πλήκτρα, γι’ αυτό και τον επέλεξε και τον έκανε να φαίνεται σαν μαριονέτα, όπου αφήνονται υπαινιγμοί ότι ίσως τα νήματα τα κινεί ο Starman από το Solar Federation του “2112”, αφού υπάρχει στο εσωτερικό και η εικόνα του, αλλά και τα νήματα που κινούν τις μαριονέτες στο οπισθόφυλλο. Όπως λέει και ο Syme, «αποχαιρετώντας τους βασιλιάδες, αποχαιρετάς και την κληρονομιά μίας πλούσιας και ατέρμονης κουλτούρας, με τα ιστορικά μνημεία, την αρχιτεκτονική, τη φύση, τις τέχνες, αλλά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που έχουν αντικατασταθεί βιαστικά από τον ναρκισσισμό και την τάση για άμεση ικανοποίηση. Πιθανώς και το εξώφυλλο να συμβόλιζε και την οικολογική καταστροφή, με την εξαφάνιση των δασών, τη μόλυνση του περιβάλλοντος και την άναρχη αστυφιλία, όλα αυτά, στο όνομα της προόδου.
Σάκης Φράγκος