Η εμφάνιση τους στη Θεσσαλονίκη είχε εμφανείς διαφοροποιήσεις, οι οποίες συνετέλεσαν στο να θεωρηθεί η απόβαση τους στον πολυχώρο του Μύλου πιο πετυχημένη. Ευτυχώς η λανθασμένη επιλογή τους να κατευθυνθούν προς την παλιά τοποθεσία του club στην άλλη άκρη της πόλης δεν αποδείχτηκε μοιραία για το χρονοδιάγραμμα. Ετσι στις 9 οι MORBID ANGEL βρίσκονταν επί σκηνής και η συναυλία θα ολοκληρωνόταν γύρω στα μεσάνυχτα μετά από 5 ώρες ολοκληρωτικής επιβολής του ακραίου metal σε περίπου 1000 παρευρισκόμενους.
Διαφορές από την Αθήνα; Η σκηνή δεν είχε ως background τα πανώ των συγκροτημάτων, καθιστώντας την οπτικοποίηση του live πιο «φτωχή». Κατά τα άλλα ηχητικά όλα ήρθαν πολύ, μα πάρα πολύ καλύτερα! Οι FUELED BY FIRE είχαν ισορροπημένο ήχο, οι NILE τον καλύτερο ήχο στις κιθάρες από όλες τις εμφανίσεις τους στη χώρα μας και οι MORBID ANGEL γλίτωσαν από την έντονη παραμόρφωση στην κιθάρα του Trey Azagthoth και τις μπότες του Tim Yeung. Μόνο οι KREATOR διατήρησαν τη νοοτροπία του τέρμα ήχου, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι είναι οι headliners της βραδιάς! Επί της ουσίας η περιοδεία αυτή είναι των Γερμανών με supports – special guests αν θέλετε – τα υπόλοιπα σχήματα, που αξιοποιούσαν τη μισή σκηνή και το drum kit του Tim Yeung. Απώλεια και για τις δύο μέρες τα εκτεταμένα φωτιστικά συστήματα των KREATOR, που στην Αθήνα δεν μπήκαν λόγω έλλειψης χρόνου και στη Θεσσαλονίκη λόγω ακαταλληλοτητας της σκηνής και φυσικά της πρόσβασης του εξοπλισμού – αυτές τις σκάλες θα τις θυμάται για πάντα το crew των 50 και πλέον ατόμων, που τους ακολουθεί!
Η καλή συναυλιακή βραδιά από την αρχή φαίνεται και οι FUELED BY FIRE έκαναν τους πιτσιρικάδες να επιδοθούν σε ένα 40λεπτο mosh pit ζέσταμα. Εξαιρετικοί, με τρομερό δέσιμο και σκηνική παρουσία που παρέπεμπε στην 80ίλα που έχει κατακλύσει όλες τις νεότερες μπάντες. Με την εμφάνιση τους μου λύθηκε η μεγαλύτερη απορία για το τι θα γίνει με τη metal μουσική όταν αποχωρήσουν τα επόμενα χρόνια όλα τα «ιερά τέρατα» (IRON MAIDEN, METALLICA κτλ). Θαρρώ πως δε θα χρειάζεται να υπάρχουν μπάντες διασκευών, όπως αρχικά πίστευα, αλλά μπάντες που να έχουν νεαρούς σαν κι αυτούς. Δηλαδή μουσικούς που να αγαπάνε τις «χρυσές» εποχές της μουσικής αυτής και να παίζουν δικό τους υλικό με πάρα μα πάρα πολλά στοιχεία από τις «μεγάλες» μπάντες του είδους. Ετσι οι DARK ANGEL ενώθηκαν με τους SLAYER και έδωσαν ένα bay area thrash μίγμα, που μόνο αδιάφορο δεν μπορεί να το πει κανείς! Που είναι, όμως, το πρόβλημα; Σε άλλες εποχές μια νέα μπάντα με δύο album και δεκαετή παρουσία θα παράβγαινε με θράσος τις νεότερες – μέγιστο παράδειγμα οι MORBID ANGEL που ακολούθησαν! Γιατί δεν το καταφέρνουν; Προφανώς γιατί δεν έχουν ιδιότυπο ήχο που να τους ταυτοποιεί και,φυσικά, συνθέσεις που να αξίζουν πολλά παραπάνω από ένα απλό χειροκρότημα!
Οι NILE έχουν ιδιόμορφο ήχο και χαντακώθηκαν στο Fuzz. Στο Principal συνέβη το ακριβώς αντίθετο, πιάνοντας για πρώτη φορά τον ήχο της μυθικής τους εμφάνιση το 2005 στο AN club: Ογκώδης, απίστευτα heavy με τρομερό διαχωρισμό, αποκαλύπτοντας τις τρεις φωνές, τα απαιτητικά lead κιθαριστικά θέματα και αναδεικνύοντας την εκτελεστική δεινότητα του Γιώργου Κόλλια στα τύμπανα. Ο τρομερός αυτός drummer είχε την ατυχία να μην παίζει με το δικό του drum kit, αλλά το αποτέλεσμα θα άφηνε ανικανοποίητο μόνο τον ίδιο και κάποιον που τον έχει δει άπειρες φορές με τους NILE πίσω από το δικό του drum set. Κανείς, λοιπόν, δεν πτοήθηκε από αυτή την παράμετρο και το κοινό ήταν εξαρχής με το μέρος του, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομα του και όχι του συγκροτήματος! Συνολικά σε απόδοση και ήχο ήταν για εμένα η καλύτερη τους εμφάνιση στη χώρα μας, μιας και για πρώτη φορά έπιασαν τον απαιτητικό ήχο τους σε μεγάλη σκηνή – στο Gagarin το 2007 ήταν «μπουκωμένοι» και το 2010 στο Eightball δεν είχαν όγκο και τόσο heavy ήχο! Απόδειξη του πόσο χάρηκαν και οι ίδιοι την εμφάνιση τους ήταν η τελική εικόνα με τις σηκωμένες κιθάρες του διδύμου Karl Sanders/Dallas Toler-Wade.
Τι να πρωτοθυμηθείς; Το λυσσαλέο παίξιμο στο “Black seeds of vengeance” που έκλεισε την εμφάνιση τους; Την μοναδική ατμόσφαιρα στο “Sarcophagus”, στο οποίο έδωσαν ρεσιτάλ εναλλαγής κιθαριστικών lead θεμάτων μετά τον χαμό του “Enduring the eternal molestation of the flame”; Πώς να αντέξεις τον καταιγιστικό ρυθμό του “The inevitable degradation of the flesh” που ούτε καν πήρα χαμπάρι στην Αθήνα, λόγω του κάκιστου ήχου τους; Γίνεται να μην απολαύσεις να παίζουν το “Kafir!” και να παραδεχτεις ότι highlight της εμφάνισης τους ήταν το “Supreme humanism of megalomania” – χαζέψαμε με τον απίστευτο ήχο στα κιθαριστικά μέρη και τον τρομερά ογκώδη ήχο! Μετά από τέτοια κατάληξει πώς να μην αποδειχτούν τα εναρκτήρια “Sacrifice unto Sebek” και “Defiling the gates of Ishtar” ως ζέσταμα για το ολοκαύτωμα που θα επακολουθούσε; Οι NILE με τέτοιο ήχο διαφημίζουν το brutal death metal τους με τον καλύτερο τρόπο και υποκλίθηκα στο μεγαλείο τους! Μακάρι να έχω την τύχη στο μέλλον να τους ξαναδώ με ανάλογες ηχητικές προδιαγραφές και να καμαρώσω των Κόλλια πίσω από δικό του drum kit να ξεφεύγει σε πάθος και ένταση όπως πάντα! Πώς να μην αγαπήσεις τα τύμπανα ως όργανο, βλέποντάς τον live;
Οι MORBID ANGEL είναι τυπικά special guests, αλλά με αυτήν την περιοδεία ουσιαστικά πάνε να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις από την κυκλοφορία του τελευταίου και άνισου album τους. Η παρουσία των “Existo volgure” και “Nevermore” δεν έκανε κάποια ιδιαίτερη αίσθηση, ειδικά όταν μπαίνουν εμβόλιμα στα μυθικά “Maze of torment” και “Blasphemy of the holy ghost”. Το “Dawn of angry” έλαμψε με την απουσία του από το set τους στη Θεσσαλονίκη, προκαλώντας απορία, μιας και στην Αθήνα αποτέλεσε ένα από τα highlights της εμφάνισης τους με το αργόσυρτο συνεχές riffing του. Κατά τα άλλα από το setlist μοναδική έκπληξη ήταν το “Bil-Ur Sag”, κομμάτι από την περίοδο τους με τον Steve Tucker πίσω από το μικρόφωνο. Φαίνεται ότι ο David Vincent δεν έχει πλέον τον εγωισμό που εκδήλωσε το 2005, όταν και δεν ήθελε να παρουσιάζουν live υλικό από εκείνους τους τρεις δίσκους. Αποτέλεσμα; Καμμία ουσιαστική διαφορά, μιας και τα φωνητικά μέρη ήταν απολύτως brutal, κάτι που δεν είναι και το συγκριτικό πλεονέκτημα του υψηλόσωμου frontman. Αντίθετα είναι η, χαρακτηριστική σε χροιά, χρώμα και βάθος, φωνή που αποκαλυφθηκε μοναδικά στο μυθικό κλείσιμο του medley “God of emptiness”/”World of shit”. Αν απέφευγε τα περίεργα γυρίσματα σε κάποια ρεφραινς και τα λικνίσματα που κάνουν τους old school fans τους να τον κράζουν, τότε η συνολική παρουσία τους θα ήταν κατά πολύ ανώτερη.
Όμως βλέποντας MORBID ANGEL οφείλεις να έχεις στραμμένο το βλέμμα σου μόνιμα προς τη δεξιά πλευρά. Ο Trey Azagthoth είναι στον κόσμο του όποτε παίζει κιθάρα και κυριολεκτικά δεν τον έχει αγγίξει ο χρόνος σαν φιγούρα και σαν παίξιμο. Προσπάθησε να αναπαράγει ήχους από την ηλεκτρική κιθάρα με κάθε πιθανό τρόπο και η τέταρτη φορά που τον βλέπω ήταν εξίσου ψαρωτική με την πρώτη! Το tapping έγινε σεμινάριο και η χρήση του τρέμολου θα έκανε και τον Steve Vai του Fuzz club να τον προκαλεί σε συναγωνισμό επί σκηνής! Το “Chapel of ghouls” στιγματίστηκε από ένα μικρό σολάρισμο-ασέλγησμα πάνω στην εξάχορδη, μέχρι που η καημένη εξέπνευσε σε ήχο με όσα έκανε πάνω στους μαγνήτες και στο τρέμολο , αναγκάζοντάς τον να επανέλθει στην ολοκλήρωση του κομμάτιου-ορόσημο για την ιστορία του death metal – μην ξεχνάμε πως έχει γραφτεί από τα mid 80s! Πλάι του ο Νορβηγός κιθαρίστας των MYRSKOG, Destructhor, τα πήγε περίφημα, αλλά δεν έχει την προσωπικότητα ούτε του Brunelle, ούτε του Rutan για να φανεί δίπλα στο μεγαθήριο που λέγεται Trey Azagthoth.
Βαρόμετρο για πολλούς θα ήταν ο Tim Yeung, που καλείται να καλύψει τη θέση του Pete ”Commando” Sandoval. O drummer των HATE ETERNAL είναι το λιγότερο ψαρώτικος και σίγουρα πιο φαντεζί από τον Χιλιανό drummer-μύθο. Πώς να μη μείνεις άναυδος με το ακαριαίο παίξιμο του όταν με τρομερή άνεση επιδιδόταν σε συνεχή χιαστί χτυπήματα στα μπροστινά πιατίνια; Σε πάρα πολλά χτυπηματα στα πιατίνια σταματούσε το χέρι του σε ορθή γωνία και χτύπαγε με ακαριαίο τρόπο ακριβώς πάνω στο σωστό χρόνο! Ο κοντοπίθαρος drummer ήταν πραγματικά το κάτι άλλο και έδωσε ό,τι ακριβώς χρειάζονται σε ηχητικό επίπεδο! Δικαιολογώ, όμως, απόλυτα τη μουρμούρα των πιο ορκισμένων fans τους ότι όλα αυτά δεν «κολλάνε» με τη συνολική εικόνα τους. Από τη μία τα λικνίσματα και η πιο «γήινη» συμπεριφορά του Vincent και από την άλλη ένας drummer που δεν παρέλειπε συνεχώς να πετάει την μπακέτα στον αέρα και να λειτουργεί σαν μουσικός μιας πιο «ποζεράδικης» μπάντας. Προσωπικά δεν έδωσα καμμία σημασία και στα δύο αυτά στοιχεία, γιατί και δε με ενόχλησαν αλλά και γιατί προτιμώ να είμαι επικεντρωμένος πρώτιστα στο μουσικό μέρος μιας εμφάνισης. Και σε αυτό οι MORBID ANGEL έδωσαν ρέστα, απαλλαγμένοι από τα ψεγάδια της εμφάνισης τους στην Αθήνα! Τι μένει; Να απαγκιστρωθούν από το μεγαλειώδες παρελθόν τους και να διδαχτούν πολλά από την μπάντα που ακολουθούσε! Σκεφτείτε ότι στα mid 90s δε θα μπορούσε κανείς να τους φανταστεί να ακολουθούν τους KREATOR σε κάποια περιοδεία τους! Αλλά έτσι είναι η εξέλιξη των πραγμάτων όταν σε δισκογραφικό επίπεδο παρακμάζεις και αντλείς ενέργεια μόνο από το παρελθόν σου, όσο κι αν τα “Rapture”, “Fall from grace”, “Lord of all fevers and plague” και “Where the slime live” το επιβεβαιώνουν!
Η πλειονότητα, βέβαια, είχε έρθει για τους KREATOR, κάτι που φάνηκε από τον πιο έντονο συνωστισμό στις πρώτες σειρές του club. Χωρίς το επιβλητικό background της σκηνής, με εφάμμιλο φωτισμό και μπόλικο καπνό που προσέδιδε ατμόσφαιρα και ένταση στην παρουσία τους, οι thrashers άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις. Ο ήχος εφάμμιλος με της εμφάνισης στην Αθήνα, δηλαδή εμφανώς τσιτωμένος σε ένταση, προκαλώντας έντονη παραμόρφωση όταν όλα τα όργανα και η φωνή του Mille Petrozza ενώνονταν. Κατά τ’αλλα η ενέργεια ξεχείλιζε, η επικοινωνία με τον κόσμο ήταν συνεχής ανάμεσα στα κομμάτια και θα μπορούσε να πει κανείς πως ηταν μια εμφάνιση-καρμπόν με του Fuzz club τόσο σε ηχητικό επίπεδο, όσο και στα γεγονότα που στιγμάτισαν και αυτή την εμφάνιση τους. Ετσι στο τέλος ο Mille θα έπαιρνε και πάλι μια ελληνική σημαία, για να προλογίσει το “Flag of hate”, θα προλόγιζε το “Betrayer” υπενθυμίζοντας ότι απευθύνεται στους πολιτικούς και θα απέφευγε να δώσει έκταση στην επιρροή των ελληνικών γεγονότων πριν το “Civilization collapse”. Οι παρακινήσεις για circle pit από τον Mille ήταν μάλλον σε τυπικό επίπεδο, μιας και ο κυκλικός χορός κρατούσε γερά καθ’όλη τη διάρκεια της εμφάνισης τους!
Από την έναρξη της εμφάνισης τους ήταν πέρα για πέρα προφανές ότι μεγάλο μέρος του κοινού απαρτιζόταν από νεαρόκοσμο, γεγονός που διαφαινόταν από το συνεχές circle pit κατά τη διάρκεια της εμφάνισης των FUELED BY FIRE. Η έναρξη της εμφάνισης τους γύρω στις 23:00 ήταν ένα ισχυρό αποδεικτικό της απήχησης των τελευταίων δισκων τους. Εκεί που άλλες μπάντες πασχίζουν να μεταδώσουν την αίγλη των «μεγάλων» τους δίσκων στους σημερινούς οπαδούς, οι Γερμανοί αρκούνται απλώς να κυκλοφορούν νέο υλικό και να απολαμβάνουν την αποθέωση, δίνοντας συναυλίες σαν κι αυτή! Ετσι κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της δισκογραφίας τους με projection ως intro υπό τους ήχους του “Personal Jesus” του Johnny Cash, το “Enemy of God” κέρδισε τις περισσότερες επευφημίες, ενώνοντας τους «παλιούς» και τους «νεότερους». “Extreme aggression”, “Coma of souls” κέρδισαν τις επευφημίες μόνο όσων γνώρισαν το group με αυτά τα αριστουργήματα, αλλά φάνηκε περίτρανα πόσο σημαντικοί είναι οι νεότεροι δίσκοι για τους νεότερους σε ηλικία fans τους! Κι αν το βάλετε κάτω θα δείτε ότι είναι η μόνη μπάντα στην ιστορία του ακραίου ήχου που έχει καταφέρει να ανανεώσει τον πυρήνα των οπαδων του με νέο αίμα. Και δεν το πέτυχαν τυχαία. Βλέποντας το setlist εντυπωσιάζεται ακόμα και εκείνος που έχει επιδερμική επαφή με τους KREATOR στο πόσο οικείο του φαίνεται το μεγαλύτερο μέρος των κομματιών που παρουσιάζουν!
Και πώς να μη γίνει κάτι τέτοιο όταν έχουν μια μεγάλη σειρά από κλασικά κομμάτια τους είναι και ονοματοδότες των δίσκων τους. Κάπως έτσι ταίριαξε και το – σπάνια live παιγμένο – “Endless pain” με τα “Pleasure to kill”, “Extreme aggressions”, “Coma of souls”. Τα “Renewal” και “Terrible certainty” δεν παρουσιάστηκαν, αλλά η αναφορά στην νεότερη ιστορία τους ήταν με ανάλογο τρόπο! Eίναι δυνατόν να πας σε συναυλία τους εν έτει 2012 και να μην ξέρεις τα “Violent revolution”, “Enemy of God”, “Hordes of chaos” και φυσικά το “Phantom antichrist”. Όλα έχουν οπτικοποιηθεί και έχουν δώσει το όνομα τους στους τέσσερις τελευταίους δίσκους τους, γεγονός που αποδεικνύει πως δεν αρκεί να γράφεις απλώς καλή μουσική και κομμάτια-κράχτες! Πρέπει να τα «ανακαλύψεις» μέσα από το υλικό σου, να τα αναδείξεις και να ταυτοποιήσεις το υλικό σου με αυτά! Και σε αυτό οι KREATOR δίνουν απλά σεμινάριο με 8 από τα 18 κομμάτια του set τους. Τα υπόλοιπα θα ήταν εύκολο να προβλεφθούν, αποδεικνύοντας ότι η περιοδεία αυτή είναι περισσότερη μια παρουσίαση του νέου album με κλασικά κομμάτια τους από όλες τις περιόδους της καριέρας τους. Κι όμως δε στηρίχτηκαν σε αυτά, αλλά υπήρχε κόσμος – βάλτε κι εμένα μέσα – που περίμενε με ανυπομονησία να ακούσει το νέο υλικό live!
Από το εναρκτήριο “Phantom antichrist” ήταν φανερό ότι το κοινό τους δε θα έκανε διαχωρισμούς σε «παλιά» και «νέα» κομμάτια. Στο “From flood to fire”, που ακολούθησε, μου έκανε τρομερή εντύπωση η απόδοση του Mille στα μέρη των «καθαρών» φωνητικών του. Αφησε την κιθάρα του, έκλεισε τα μάτια του και για λίγα δευτερόλεπτα η εικόνα του μανιασμένου thrasher με τα γρυλιστά φωνητικά εξαφανίστηκε, για να δώσει τη θέση του σε έναν τραγουδιστή με χρώμα και βάθος στη φωνή του – το στοιχείο που έκανε το “Endorama” τόσο ιδιαίτερο σαν album και πλέον χρησιμοποιεί εμβόλιμα σε πολλά κομμάτια! Το όμορφο είναι ότι ο κόσμος τον ακολούθησε με σιωπή στο μέτρο του δυνατού βέβαια, φανερώνοντας μια από τις φορτισμένες στιγμές του νέου τους album! Ανάλογη αίσθηση δόθηκε πριν το “United in hate” με τον Sami Yli-Sirniö να παίζει το intro με την κλασική κιθάρα, αφού έκανε ένα μικρό σολάρισμα. Αντίθετα η επιλογή του “Death to the world” και του “Civilization collapse” ήταν εναρμονισμένη με το υπόλοιπο υλικό.
Οι KREATOR δε λειτουργούν σαν μονάδες και αυτό φάνηκε γι’άλλη μια φορά. Όλα τα όργανα ήταν στην ίδια ένταση και ευτυχώς δεν είχαμε την ατυχία της Αθήνας που το μπάσο ακουγόταν τόσο δυνατά που μπούκωνε τον ήχο. Στο Ventor τα χρόνια είναι εμφανή μόνο στην εμφάνιση του, μιας και κατάφερε να «γεμίσει» τον ήχο τους χωρίς να χάνει σε ακρίβεια και δύναμη. Ο μπασίστας τους από το 1995, Christian “Speesy” Giesler, έκανε εξαιρετική δουλειά, γεγονός που εξηγεί και γιατί είναι το μόνο μέλος που άντεξε τόσα χρόνια στις απαιτήσεις των KREATOR και στις ηχητικές μεταστροφές τους. Μορφή, όμως, της βραδιάς είναι σίγουρα ο Φινλανδός κιθαρίστας τους. Χαλαρός, με ακρίβεια και στυλ στο παίξιμο του, ο Sami Yli-Sirniö είναι – το πιστεύετε δεν το πιστεύετε – ο κιθαρίστας με τα περισσότερα χρόνια πλάι στον Mille! Μπορεί αρχετυπικά η εικόνα τους να είναι συνδεδεμένη με τον Frank Blackfire, αλλά η ενδεκαετής παρουσία του 40χρονου κιθαρίστα μάλλον εξηγεί γιατί οι KREATOR διανύουν την καλύτερη φάση της καριέρας τους. Ο Mille μπορεί να είναι περήφανος γι’αυτές τις επιλογές και εμείς χαρούμενοι που το group του συνεχίζει να μας ξεσηκώνει με νέο υλικό και να ενώνει νεότερους και παλιότερους ακροατές της metal μουσικής.
Επεισοδιακή, λοιπόν, η είσοδος όσο και η έξοδος του πιο σημαντικού tour αυτού του φθινοπώρου. Οι δυσλειτουργίες που προέκυψαν στην Αθήνα σίγουρα επηρρέασαν το τελικό αποτέλεσμα στο Fuzz club, κάτι που δεν έγινε στη Θεσσαλονίκη, μιας και τηρήθηκε το χρονοδιάγραμμα. Κατά τη γνώμη μου όσοι ήθελαν να δουν κυρίως τους KREATOR, τους ευχαριστήθηκαν περισσότερο στην Αθήνα, κυρίως λόγω των ολοκληρωμένων σκηνικών, αν και στο Principal ήταν πιο ανθρώπινες οι συνθήκες – μπορούσες να κινηθείς εντός και εκτός club με απρόσκοπτο τρόπο. Αντίθετα όσοι ήθελαν να δουν τα υπόλοιπα group, σίγουρα είχαν στη Θεσσαλονίκη την ευκαιρία να τα δουν με πολύ καλύτερο ήχο. Οσον αφορά την απόδοση των group, όμως, και στις δύο βραδιές, οι μπάντες απέδωσαν τα μέγιστα και σίγουρα κανείς δεν έμεινε παραπονεμένος από αυτό το γεγονός, που είναι και το πιο ουσιώδες από όλα!
Στο Principal το merchandise ήταν υπερπλήρες, έχοντας μέχρι και το βυνίλιο του “Phantom antichrist” σε προσιτή τιμή και το 7ιντσο του “Civilization collapse” που απλώς εξαφανίστηκε! Τιμήθηκε, όμως, δεόντως το λευκό μπλουζάκι των KREATOR που ανέφερε στο πίσω μέρος “I survived the mosh pit in Thessaloniki” – μόνο στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη λέγεται πως φτιάχτηκαν αυτά τα μπλουζάκια! Μετά το τέλος της συναυλίας ο Μύλος αδειάζει και ο κόσμος περιμένει να μιλήσει με τους πρωταγωνιστές τους. Μορφή ο Φινλανδός κιθαρίστας των KREATOR να στριφογυρνά αμέριμνος γύρω από το club με εμφάνιση που μόνο σε thrasher δεν παρέπεμπε. Νικητής στις αιτήσεις για αναμνηστική φωτογραφία ήταν ο Γιώργος Κόλλιας, γεγονός αναμενόμενο τόσο λόγω της δημοφιλίας του, αλλά και γιατί είναι τόσο προσιτός, που σε προκαλεί με τη στάση του να του μιλήσεις!
Κείμενο/Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας