Οι BATTLEROAR είναι «μεγάλη αγάπη» όσον αφορά την ελληνική metal σκηνή. Δεν με έχουν απογοητεύσει ποτέ. “Battleroar”, “Age of Chaos”, “To Death and Beyond”, “Blood of Legends” και τώρα το ολοκαίνουργιο “Codex Epicus”, αποτελούν μια «αλυσίδα» δίσκων που για μένα τουλάχιστον μπορούν άνετα να θεωρηθούν ως “must” για κάθε οπαδό του επικού heavy metal. Όσον αφορά τη μεταξύ τους σύγκριση, κάθε οπαδός έχει φυσιολογικά τη δική του προτίμηση όσον αφορά το Νο1, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως κανείς εξ αυτών δεν υστερεί, συνεπώς κάθε επιλογή έρχεται φυσιολογικά. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, το “Codex Epicus” μπορεί να γίνει το νέο αγαπημένο των απανταχού “Swordbrothers”, όπως λέγονται οι οπαδοί της μπάντας. Θες να σου πω το γιατί, εσύ που είσαι έτοιμος να ρωτήσεις;
Θέλησα λοιπόν να βάλω το αυστηρό μου προσωπείο, επειδή από τις αγαπημένες του μπάντες ο καθένας περιμένει πολλά και να μην φανώ εντελώς οπαδός. Δεν γίνεται όμως. Το “Codex Epicus” τα έχει όλα. Πραγματικά, ΟΛΑ. Δεν μπορώ να σκεφτώ τι θα μπορούσε να λείψει σε κάθε λάτρη αυτής της μουσικής. Έχει πρώτον μια τρομερή, μα ΤΡΟΜΕΡΗ, επική ατμόσφαιρα, η οποία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στις κιθάρες και σε μια εκπληκτική χορωδία (Voice Box), η οποία δεν έχει δώσει απλά το κάτι παραπάνω στις συνθέσεις, αλλά φαντάζει πως ΕΠΡΕΠΕ εξαρχής να βρίσκεται εκεί, ως αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργίας. Έχει, δεύτερον, σαφέστατο προσανατολισμό. Δεν λοξοδρομεί. Η μπάντα πρέπει να αποδείξει πως ο εντός συνόρων επικός ήχος της ανήκει. Και το κάνει αβίαστα. Έχει μια ξεκάθαρη χημεία μεταξύ των μελών, παλαιών και νέων. Όλοι αποδίδουν τα μέγιστα και είναι «ένα σώμα», με τον Gerrit Mutz στη φωνή να είναι καλύτερος από ποτέ. Και το κυριότερο; Έχει καλά τραγούδια. Πολύ καλά τραγούδια!
Τραγούδια τα οποία είναι έτσι τοποθετημένα στον δίσκο, ώστε (ασυναίσθητα ή επιτηδευμένα, δεν με απασχολεί) να ανεβάζουν την ένταση κλιμακωτά και να φέρνουν τη κορύφωση με τη τελευταία νότα! Όλα τους ισάξια, όλα φαβορί για τον τίτλο της καλύτερης σύνθεσης, έστω και αν προσωπικά θα έδινα τη πρωτιά στο κατα(π)ληκτικό “Enchanting Threnody”, για το οποίο πρέπουν λίγες παραπάνω λέξεις. Η εισαγωγή με το Ηπειρώτικο κλαρίνο, με κάνει να πω για μια ακόμη φορά πως τα εγχώρια σχήματα πρέπει να κάνουν κτήμα τους την ελληνική παράδοση. Η παραδοσιακή μουσική του τόπου μας μπορεί να ανοίξει δρόμους δαφνοστόλιστους και να δημιουργήσει νέα σχολή στο folk metal. Δεν έχουμε να ζηλέψουμε τίποτα από τους Αγγλοσάξωνες και τους λοιπούς βόρειους που όλα αυτά τα χρόνια με ένα βιολί, μια γκάιντα και ένα hurdy gurdy τρέλαναν την Υφήλιο. Εδώ έβαλαν πεντατονικές κλίμακες και μοιρολόγια οι ROTTING CHRIST στη μουσική τους και προσκύνησε το σύμπαν. Φαντάζεστε μια πλήρη παρουσίαση της ντόπιας μουσικής παράδοσης, σε ατόφια metal πλαίσια;
Extra credits: Ο Mark Shelton (MANILLA ROAD) υπογράφει το εξαιρετικό “Sword of the Flame” και τον βρίσκουμε σε μια από τις καλύτερες στιγμές της πολύχρονης καριέρας του. Όσοι με τη πρώτη του συμμετοχή στη μπάντα (“The Wanderer” από το “Age of Chaos”) ένιωσαν πλήρεις, εδώ θα ενθουσιαστούν. Ο Ευθύμης Καραδήμας αλλάζει τα φωνητικά ηχοχρώματα στο “Enchanting Threnody”, προσδίδοντας τον δικό του χαρακτήρα. Το death metal riff στο ανατριχιαστικό (μουσικά και στιχουργικά) “Palace of the Martyrs” σου παίρνει την ανάσα. Η παραγωγή του Θύμιου Κρίκου (INNERWISH) εξαιρετική.
Δεν χρειάζομαι τίποτα περισσότερο για να πω πως οι BATTLEROAR μεγαλούργησαν και δημιούργησαν έναν δίσκο που θα μείνει στον χρόνο. Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να πάρει παρακάτω από
9 / 10
Δημήτρης Τσέλλος