Εκ του αποτελέσματος πολλών διαφορετικών συμβάντων, το 13ο άλμπουμ των ΜΕΓΑΛΩΝ MALEVOLENT CREATION είχε ήδη γίνει πολύ ξεχωριστό πολύ πριν κυκλοφορήσει. Αρχικά με την αποχώρηση των μελών που άφησαν τον Phil Fasciana μόνο του και στη συνέχεια με το πολύ δυσάρεστο γεγονός της απώλειας του Bret Hoffmann πριν 6 μήνες και κάτι. Άλμπουμ της μπάντας χωρίς τον Bret υπήρξαν πολλά (και καλά), το θέμα είναι ότι όλοι οι οπαδοί ήλπιζαν ότι κάποια στιγμή ο δίμετρος εμβληματικός frontman θα επέστρεφε (που κακά τα ψέματα όλοι μας αυτόν έχουμε συνδέσει με τη μπάντα και αυτός ήταν, είναι και θα είναι ο πρώτος που μας έρχεται στο νου όταν αναφερόμαστε σ’ αυτούς). Και μέσα σε όλα είναι και λίγο το τακτ της υπόθεσης. Προσωπικά ως ελάχιστο δείγμα σεβασμού στον συγχωρεμένο, θεωρώ ότι έπρεπε λίγο να πάει πιο πίσω η κυκλοφορία του δίσκου, για το καλοκαίρι προτιμότερα. Έτσι έκρινε ο Fasciana (ο οποίος είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι η μπάντα μόνος του) και τελικά το νέο άλμπουμ τους ‘’The 13th beast’’ ανοίγει μεταξύ άλλων καλών άλμπουμ τη χρονιά με φρενήρες υλικό, αντάξιο του ονόματός τους και φυσικά προς τέρψη των απανταχού αδηφάγων κάφρων που περίμεναν τη μπάντα στη γωνία για να βγει το φτυάρι.
Θα σας απογοητεύσω μερικούς, ειδικά λάτρες των τελευταίων δίσκων των DEICIDE, MORBID ANGEL και CANNIBAL CORPSE (οκ όχι τόσο όσοι οι άλλοι δύο αλλά και πάλι…ΔΕΝ), αλλά ο δίσκος θερίζει από την αρχή ως το τέλος. Αν και διαρκεί σχεδόν 50’, δε λυπάται κανέναν και με τρόπο αβίαστο και σχεδόν απίστευτο, διδάσκουν πως πρέπει να παίζεται το κλασσικό death metal για πολλοστή φορά στην καριέρα τους. Ξεκινάω με αυτό που μάλλον στην προκειμένη περίπτωση ενδιαφέρει τους περισσότερους: Ο Nοτιαφρικανός παρακαλώ τραγουδιστής Lee Wollenschlaeger είναι συγκλονιστικός! Μεγάλο συν ότι βρήκαν τραγουδιστή που δε θυμίζει σε τίποτα τον μέγιστο Bret (δε θα μπορούσε κανείς άλλωστε), αλλά από την άλλη ο Lee χωρίς να αντιγράφει, έχει ένα φοβερό τρόπο να παραπέμπει στον εκπληκτικό –σχεδόν thrashy- τσαμπουκά που είχε ο Kyle Symons και μάλιστα με την υπόκωφη βραχνάδα του Jason Blachowicz! Ο νέος είναι πολύ ωραίος και κερδίζει με το καλημέρα πολλούς πόντους και για την πάρτη του και για το ίδιο το συγκρότημα, δείχνει να ξέρει που ήρθε και αποδίδει σχεδόν φτύνοντας τους στίχους. Κατά πόδας μαζί του ο απίστευτος ντράμερ Philip Cancilla, δεν ξέρω τι scouting έκανε ο Fasciana, τέτοιο πουλέν δεν πρέπει να το φανταζόταν ότι θα το έβρισκε στο δρόμο του, μιλάμε για μικρό –μόλις 32 ετών- δολοφόνο των δερμάτων.
Επίσης φοβερά ευχάριστο είναι ότι ακούγεται όσο πρέπει και το μπάσο του Josh Gibbs, ο οποίος καλπάζει πάνω στους ρυθμούς των τυμπάνων και φτιάχνει απροσπέλαστο rhythm section με τον ξαμολημένο Cancilla. Αφήνω τελευταίο αλλά διόλου καταϊδρωμένο τον πολιορκητικό κριό και αναμφισβήτητο αρχηγό Phil Fasciana, ο οποίος κεντάει ριφφάρες που ακούγονται ολόφρεσκες, όμορφα σύγχρονες, χωρίς old-school wannabe τάσεις ντε και καλά, καταφέρνει όμως παρόλα αυτά να μπορεί να κρατάει τον αέναο χαρακτήρα της μπάντας και να δείχνει ότι είναι μάστορας στην τέχνη του να κεντάει ρυθμούς που σφυρίζουν στο κεφάλι σου, που σου κάνουν τον εγκέφαλο πολτό και τη ραχοκοκκαλιά σκόνη από το συνεχές κοπάνημα. Του αξίζουν συγχαρητήρια ειλικρινά, καθώς όχι μόνο βρήκε μέλη που μπόρεσαν και ανταποκρίθηκαν 101% φορώντας τη βαριά φανέλα των MC (εκτός αν κάποιοι ξεχνάτε για τι μέγεθος μιλάμε), αλλά δείχνει ικανός να μπορεί να τους οδηγήσει και μελλοντικά στο να ακούγονται το ίδιο φρέσκοι, όμορφα επίκαιροι και με την ποιότητα να μην πέφτει ούτε κατά διάνοια. Είναι ξεκάθαρο από την πρώτη κιόλας ακρόαση ότι το ‘’The 13th beast’’ είναι ένα –αν όχι ενάμιση- σκαλί πάνω από τον προκάτοχο του ‘’Dead man’s path’’ και ήδη βάζει υποψηφιότητα για την τελική λίστα της χρονιάς.
Με τη thrash λαίλαπα που πάντα τους χαρακτήριζε να είναι παρούσα στα κομμάτια τους, με τύμπανα που όταν σταματάνε είναι για να αφήσουν ένα ξέσπασμα riff να οδηγήσει και με την νέα φωνητική μεταγραφάρα να παίρνει τους υπόλοιπους από το χέρι σαν έτοιμος να δεχτεί τα πυρά προστατεύοντας τους όλους σαν αλεξίσφαιρο γιλέκο, ο δίσκος ξεκινάει με το ‘’End the torture’’ και ο μέσος κάφρος πανηγυρίζει και ονειρεύεται από τα πρώτα δευτερόλεπτα ποιος πλησιέστερος θα φάει τις πρώτες φάπες από την ακατάσχετη πώρωση. Ειδικά αυτό και τα τρία επόμενα κομμάτια (‘’Mandatory butchery’’, ‘’Agony for the chosen’’, ‘’Canvas of flesh’’) πάνε τρένο α λα Υπερσιβηρικός και ενδέχεται το ραντεβού σου με τον τοίχο να είναι σύντομο και επίπονο. Και να ήταν μόνο αυτό, πάει κι έρχεται. Είναι ότι έχουν βρει τρόπο να έχουν μία χιλιοδοκιμασμένη μεν, αλλά άκρως λαχταριστή συνταγή που –και λόγω διάρκειας αυτή τη φορά- χορταίνει τον ακροατή από ότι θέλει να ακούσει. Riffs, blast beats, καφρίλα, ουρλιαχτά, τσαμπουκάς, πώρωση, κοπάνημα, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, είναι σε ίσες υπέρ του δέοντος ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ δόσεις μέσα στον δίσκο και δυσκολεύομαι πολύ να πιστέψω πως κάποιος θα βρει αρνητικά σ’ αυτή την κυκλοφορία αν το ακούσει έστω μία φορά προσεκτικά.
Οι MALEVOLENT CREATION του 2019, σχεδόν 40 μήνες μετά το τελευταίο τους άλμπουμ, όχι απλά είναι εδώ απειλητικότεροι και πιο φρέσκοι από ποτέ, όχι απλά θα δώσουν χαρά σε κάθε οπαδό της ριφφοδηγούμενης καφρίλας, όχι απλά θα κάμψουν τις αμφιβολίες με το πρώτο άκουσμα, αλλά στέκονται πολύ ψηλά στην ιεραρχία της τσίπας που μπορεί να έχει ένα συγκρότημα γενικότερα. Μπορεί όλα αυτά να φαίνονται θεωρητικά, αλλά το νιώθεις ότι σε σέβονται με τη δουλειά που έχουν κάνει στο ‘’The 13th beast’’, ίσως και γιατί πρώτα σέβονται τους εαυτούς τους και τι πρεσβεύει το μεγάλο τους όνομα. Σημασία έχει –όπως πάντα- το αποτέλεσμα, το οποίο στην περίπτωση μας είναι αναντίρρητα εκπληκτικό, όμορφα προσαρμόσιμο στην εποχή χωρίς να χάνει ίχνος ολντσκουλιάς (κι ας μην την επιδιώκει), και φυσικά καθηλωτικά καταστροφικό. Τελειώνοντας με το ‘’Release the soul’’, ένα μεγάλο υποχθόνιο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του ακροατή, τα αυτιά βουίζουν χωρίς το παραμικρό παράπονο, ο σβέρκος κάνει κρακ αλλά θέλει ξανά τη δόση του και το δάχτυλο –αν έχει μείνει όρθιο και δεν έχει παραλύσει ολικά από το ξεβίδωμα του υπόλοιπου σώματος- βρίσκει ασυναίσθητα το δρόμο για να πατήσει play. Ξανά και ξανά και ξανά. Ο βαθμός αφορά καθαρά το δίσκο, μην αρχίσετε συγκρίσεις με τα παλιά, μα, μου, σού, ξού. Μεγάλη επιστροφή, φοβερό άλμπουμ, ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ._
8,5 / 10
Άγγελος Κατσούρας