SMALL CHANTER – GREY RIVER AND THE SMOKEY MOUNTAIN (ΙΛΙΟΝ Plus, 5/3/2023)

0
430
Chanter-Grey-kentriki.jpg

Όλα όσα διαδραματίστηκαν και συνεχίζουν να διαδραματίζονται από την προηγούμενη Τρίτη, μόνο αμέτοχους και ανεπηρέαστους δε μας έχουν αφήσει. Θέλω να πιστεύω όλους μας, ακόμη και τους πλέον ορθολογιστές, ψυχρούς, ακόμη κι αυτούς που εξωτερικά δείχνουν ένα κομμάτι πέτρα. Η «πληγή» είναι μεγάλη, η θλίψη ανείπωτη και ό,τι και να πούμε εμείς, ως λόγο παρηγορίας, σίγουρα δεν επαρκεί. Ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκα τον χώρο που μου παρέχει το περιοδικό, για να κάνω αναλύσεις και κριτικές τέτοιου τύπου και δεν θα το κάνω ούτε τώρα. Καθένας μας έχει βγάλει τα συμπεράσματά του, χρόνια τώρα. Μακάρι οι ψυχές όσων έφυγαν και όσοι έμειναν πίσω, να βρουν ανάπαυση, δικαίωση και παρηγοριά. Τούτο είναι το μόνο που θα ήθελα να πω από δω.

Σε βαριά περιρρέουσα ατμόσφαιρα λοιπόν, πραγματοποιήθηκε στο ΙΛΙΟΝ Plus ένα live ιδιαίτερο, από καλλιτέχνες δικούς μας, που κρατούν πολύ ψηλά τη σημαία της ποιότητας. Φαινομενικά, δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με το περιοδικό που διαβάζεις αυτή την στιγμή, ουσιαστικά όμως έχουν και μεγάλη μάλιστα. Τους GREY RIVER AND THE SMOKEY MOUNTAIN (δηλαδή τους Ρένα Παπαγεωργίου σε φωνή/μαντολίνο, Σαράντο Γκουμάκο σε κιθάρα/φωνή, Τάσο Γουσέτη στο βιολί, Μελέτη Πόγκα στο μπάντζο, Γιάννη Βουτσινά στο κοντραμπάσο, από δω και στο εξής, εν συντομία “Grey River”), τους έμαθα με το δεύτερό τους album, Live to tell the tale και ευθύς κατάλαβα πως θα γίνουν μέρος των ακουσμάτων μου. Το υλικό τους το λάτρεψα με τις πρώτες κιόλας ακροάσεις αλλά λόγω πανδημίας και άλλων υποχρεώσεων δεν είχε τύχει να τους δω ζωντανά. Ήθελα όμως να τους δω, για να μου πάρουν λίγη από τη μαυρίλα των ημερών αλλά και γιατί ήξερα πως αυτό το live, τόσο από τους ιδίους όσο και από τους SMALL CHANTER που θα ακολουθούσαν, θα γινόταν με απόλυτο σεβασμό, όπως έπρεπε. Όπως επιβαλλόταν, ουσιαστικά, από τις ίδιες τις περιστάσεις.

Η πεντάδα δε με απογοήτευσε. Όπως ίσως ξέρεις (κι αν δεν ξέρεις, γι’ αυτό είμαι εδώ), οι Grey River υπηρετούν τη μουσική από ένα μετερίζι το οποίο λίγο έως πολύ είναι άγνωστο και ξένο προς τον μέσο Έλληνα οπαδό του ευρύτερου rock, άρα και προς τον αναγνώστη του Rock Hard. Κι όμως, είναι τόσο συγγενικό με την αγαπημένη του μουσική που αρκεί μια μόνο ακρόαση, για να το καταλάβει κι ο ίδιος. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί, αφενός η μπάντα παίζει (με) τις επιρροές των προτύπων του μέσου rocker/metalhead (βρες μου έναν rock/metal μουσικό που να ΜΗΝ ακούει και να ΜΗΝ παραδέχεται τα blues ή την folk, έναν, όχι περισσότερους), αφετέρου διότι το μόνο που λείπει για να ακουστούν «γνώριμοι» στα αυτιά του metalhead, είναι μια ηλεκτρική κιθάρα και ένα set drums. Τίποτα περισσότερο.

Folk λοιπόν, με αναφορές στην αμερικανική και ευρωπαϊκή παράδοση (συγκεκριμένα αυτή της Ιρλανδίας και γενικά των Κελτών) και με επιρροές από bluegrass, country και τα καθαρόαιμα blues του Δέλτα. Distortion δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, η παραμόρφωση ήταν λέξη άγνωστη και εγώ, σε μια γωνιά του bar ενός πολύ ωραίου χώρου, να απολαμβάνω. Οι Grey River παρουσίασαν κομμάτια από ολόκληρη τη δισκογραφία τους, τρία από τη νέα τους ακυκλοφόρητη ακόμη δουλειά, που ελπίζω να ολοκληρωθεί και να την ακούσουμε μέσα στη χρονιά, καθώς και διασκευές. Μια μάλιστα εξ αυτών, αυτή στον ύμνο “Death don’t have no mercy” του Reverend Gary Davis παίχτηκε απρόσμενα, χωρίς πρόβα, έτσι, επιτόπου! Οπότε, καταλαβαίνεις πως μιλάμε για μπάντα που εκτός από καλλιτεχνική αξία, έχει και χημεία ζηλευτή.

Εξαιρετική η διπλή φωνητική ταυτότητα του group, με τα γυναικεία και ανδρικά φωνητικά να δημιουργούν υπέροχη αντίθεση, το βιολί όπως πάντα βασιλιάς, εξαιρετικές συνθέσεις που δεν έχουν να ζηλέψουν το παραμικρό από τις αντίστοιχες άλλων, φτασμένων καλλιτεχνών του είδους που προέρχονται από το εξωτερικό και διαπρέπουν εκεί, ταιριαστές οι διασκευές (παίξτε και Mississippi John Hurt την επόμενη φορά), ερμηνευμένες όπως πρέπει… Η αλήθεια είναι πως κάποια στιγμή θα ήθελα να ακούσω το “Cold skin”, ενώ τα “The king and the crow”, “Devil’s reef” και “Live to tell the tale” μπορώ να τα ακούω λούπα όλη μέρα. Βασικά και υπνοθεραπεία κάνω με δαύτα. Τα παιδιά έχουν και θεϊκό merch, με μερακλήδικα βινύλια και μπλούζες – έπος, τίγκα στα καρκάλια, τα φίδια και τα κοράκια, που θα κάνουν τους blacksters και thrashers φίλους σου να σκάσουν από ζήλεια!

Αν το ντεμπούτο Captain Death ήταν μια μικρή έκπληξη και το “Live to tell the tale” η απόδειξη πως εδώ υπάρχει ποιότητα που δεν πρέπει να πάει χαμένη, το τρίτο album του group θέλω να πιστεύω πως θα είναι αυτό που θα τους ανοίξει την πόρτα των συνόρων για κάτι μεγάλο, που τόσο αξίζουν αυτά τα παιδιά. Εδώ θα είμαστε και θα περιμένουμε. Ως τότε, αν τύχει και δώσουν κι άλλο live θα είμαι εκεί. Να είσαι και συ, αξίζει με τα «όσα»!

SETLIST: 1. “The king and the crow” 2. “Devil’s reef” 3. “Shallow grave” 4. “Ballad for Beelzebub” (διασκευή GRAVEYARD TRAIN) 5. “When everybody’s gone” 6. “Death don’t have no mercy” (διασκευή Reverend Gary Davis) 7. “Old Maui” (παραδοσιακό) 8. “Wake me when I’m drunk” 9. “Zombie” 10. “Alive” 11. “Lucky bastard” 12. “Marked by misfortune” 13. “Rosemary Jones” 14. “Captain Death” 15. “Let the river flow” 16. “Red dog in the morning” (διασκευή Tim O’Brien) 17. “Live to tell the tale”

Τον Γρηγόρη Ψαλτάκο τον ξέρω ως τραγουδιστή, από τους πολύ καλούς MR. HIGHWAY BAND. Τον έμαθα τώρα και ως κιθαρίστα/τραγουδιστή στους SMALL CHANTER, group που δυστυχώς, σε αντίθεση με την πρώτη του μπάντα, δεν το ήξερα. Πρόκειται για σεξτέτο που συμπληρώνουν ο μπασίστας Rindra Rado (πρέπει να είναι ο μπασίστας των δικών μας power metallers SUBFIRE, αλλά δεν παίρνω όρκο), ο βιολιστής Κωστής Νικολάου, ο Θανάσης Μάντζαρης στα πλήκτρα, ο Δημήτρης Τσαρνός στα τύμπανα και ο κιθαρίστας Γιάννης Τασσόπουλος. Δεν είχε τύχει να τους ακούσω ή να τους δω κάπου και οφείλω να παραδεχτώ πως δεν έκανα καθόλου καλά. Τούτο το project λοιπόν είναι το alter – ego του Γρηγόρη, το οποίο φέρει το όνομά του, αφού small chanter σημαίνει μικρός ψάλτης, άρα ψαλτάκος, άρα… Ψαλτάκος. Το ’πιασες; Το live που δόθηκε δε, ήταν και το τελευταίο του, μιας και κάτι άλλο που ετοιμάζει ο πολυπράγμων καλλιτέχνης (διατηρεί creative studio στο κέντρο της Αθήνας και είναι ζωγράφος), βρίσκεται ήδη «στα σκαριά».

Θέλω να πω κάποια εγκυκλοπαιδικής φύσεως πράγματα στην αρχή, πριν περάσω στο τί είδα. Οι SMALL CHANTER έχουν ένα album, με τίτλο Chr0nicle Zer0” που κυκλοφόρησε το 2021. Στο album αυτό βρίσκουμε έντεκα κομμάτια, όλα σε στίχους και μουσική του ιδίου του Γρηγόρη, εκτός από τα “She’s got to be” και “Pouring rain” που είναι γραμμένα από τον Γιάννη Αφένδρα (ή αλλιώς Johnny Highway) των MR. HIGHWAY BAND. Εκεί υπάρχει και μια διασκευή στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο», με αγγλικό στίχο και τίτλο “Guns ‘n’ wars”. Ως εικαστικός δε, ο Γρηγόρης έχει επιμεληθεί ο ίδιος το artwork του δίσκου του, σε μια δουλειά όπου ο επαγγελματισμός και το μεράκι ξεχειλίζουν, συμβαδίζοντας χέρι – χέρι.

Πάμε τώρα στα της εμφάνισης. Οι SMALL CHANTER, όπως έκανε γνωστό ο Γρηγόρης από μικροφώνου, δημιουργήθηκαν με αφορμή… τον θάνατο. Απώλειες κοντινών ανθρώπων ήταν αυτές που έδωσαν την έμπνευση, ωστόσο η σκοτεινή πλευρά του δίσκου «σπάει» σε αρκετά σημεία, αφήνοντας το φως των αισιόδοξων στιγμών και της αγάπης για τη ζωή, να μπει και να πλημμυρίσει τα πάντα. “Songs for freedom, love, and death”, καθώς και οι ίδιοι λένε. Αυτό που μόλις περιέγραψα αποτυπώθηκε, «βγήκε» και επάνω στην σκηνή, με έξι άψογα καταρτισμένους μουσικούς να υπηρετούν όπως πρέπει αυτή την ιδιαιτερότητα και σε συνδυασμό με το όλο τους «στήσιμο», να δίνουν μια «παράσταση» ζωής που όμοιά της βλέπεις μόνον από μεγάλους καλλιτέχνες του χώρου.

Μουσικά, επίσης υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, σε τούτη την εναλλακτική, αγγλόφωνη μουσική πρόταση. Μπορεί και εδώ να υπάρχουν έντονες οι αναφορές σε blues, folklore (δεν κρύβεται επίσης το ελληνικό, παραδοσιακό στοιχείο), dark Americana, dark country, αλλά υπάρχει από την άλλη ένας εξίσου έντονος rock παρονομαστής. Τούτο διότι σε αντίθεση με τους Grey River, στους SMALL CHANTER ακούμε ηλεκτρικό μπάσο (όχι κοντραμπάσο), τύμπανα και την ηλεκτρική κιθάρα σε ρόλο αν όχι πρωταγωνιστικό, γιατί πάλι υπάρχει το βιολί, τουλάχιστον συμπρωταγωνιστικό. Έτσι, αυτό που τελικά μας δίνει ο «Ψαλτάκος» (αν θες αφήνεις τα εισαγωγικά, αν θες τα βγάζεις, το ίδιο είναι) είναι ένα κράμα Bruce Springsteen, Johnny Cash, Neil Young, Tim Buckley, Nick Drake, Leonard Cohen και Bob Dylan, από την παλαιά φρουρά και καλλιτεχνών όπως οι THE DEVIL MAKES THEE, WOVENHAND, THE WHITE BUFFALO, από την πιο νέα. Και σε κάποιες στιγμές, ίσως να ήταν ιδέα μου, αλλά μέσω της κιθάρας, μας επισκέφτηκαν στον χώρο οι PINK FLOYD και οι SOCRATES…

Παίχτηκε σχεδόν ολόκληρο το album, εκτός του “She’s got to be”, με την προσθήκη της διασκευής στο “Beat the Devil’s tattoo” των BLACK REBEL MOTORCYCLE CLUB και του κομματιού “Gorilla”, που δε θα το βρεις στον δίσκο. Ένα τραγούδι το οποίο δε μιλά για το γνωστό μας θηλαστικό, αλλά για μια συγκεκριμένη τοποθεσία στη Μάνη, πατρίδα του Ψαλτάκου, έναν βράχο σε μια από τις υπέροχες παραλίες της περιοχής που στα μάτια των ντόπιων, μοιάζει με… γορίλα. Ως κάποιος που άκουγε για πρώτη φορά τη μουσική του συγκροτήματος, πολλές ήταν οι επιμέρους στιγμές που ξεχώρισα, αλλά σίγουρα αυτή που ήταν το απόλυτο highlight δεν ήταν άλλη από την εκτέλεση του “Streets of fire”, το οποίο είναι ένα σπουδαίο τραγούδι. Αγαπητέ Γρηγόρη, θερμά συγχαρητήρια και πλέον περιμένω την επόμενη κίνησή σου.

Καταληκτικά, ήταν μια υπέροχη, συναισθηματικά φορτισμένη βραδιά, που κύλησε νεράκι, με τους μουσικούς να σέβονται τις περιστάσεις στο έπακρο, με την όλη τους στάση αλλά και τα λεγόμενά τους ανάμεσα στα τραγούδια. Ούτε που κατάλαβα για πότε άκουσα στο σύνολο τριάντα (30) τραγούδια, με τα μισά σχεδόν να μου είναι εντελώς άγνωστα. Αυτό από μόνο του θα αρκούσε για να συνοψίσει τούτη την παρουσίαση ως προς την «εικόνα», μαζί με το ότι από κάτω υπήρχε πολύς κόσμος, όλων των ηλικιών, κάτι το αισιόδοξο, δίχως άλλο. Γιατί ηχητικά, η συναυλία αυτή θα μπορούσε να φέρει στο ίδιο τραπέζι να τα πίνουν έναν bluesman από το Δέλτα, έναν βλάχο southern rocker με κόρνα Dixie στο Dodge του, έναν Ιρλανδό λιμενεργάτη, έναν Αμερικανό εργάτη κάπου στα ορυχεία της Montana… και μένα. Σκοτεινές νότες, για σκοτεινούς καιρούς.

SETLIST: 1. “Sacred place” 2. “Guns ‘n’ wars” 3. “Baby astronaut” 4. “Fields” 5. “Countryside” 6. “Carefully” 7. “Gorilla” 8. “Space elephants” 9. “Beat the Devil’s tattoo” (διασκευή BLACK REBEL MOTORCYCLE CLUB) 10. “Pouring rain” 11. “Lion” 12. “Streets of fire” 13. “Green marbles”

Ανταπόκριση: Δημήτρης Τσέλλος
Φωτογραφίες: Masif και Δημήτρης Μυλωνάς

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here