ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Life among the ruins” – VIRGIN STEELE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1993
ΕΤΑΙΡΙΑ: Shark Records
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: DeFeis / Pursino
ΣΥΝΘΕΣΗ:
David DeFeis – Φωνητικά, keyboards
Ed Pursino – Κιθάρα
Rob DeMartino – Μπάσο
Joey Ayvazian – drums
Ω ναι, ξέρω… είναι το άλμπουμ της αμαρτίας, το άλμπουμ για το οποίο κάποιοι οπαδοί της μπάντας ντρέπονται, το άλμπουμ που άλλοι δεν θέλουν καν να θυμούνται, το άλμπουμ που πιστεύουν ότι αποτελεί το ναδίρ της μπάντας, αλλά και άλλοι καλλιτέχνες, έχω την αίσθηση, τους έπεσε το σαγόνι όταν το άκουσαν και πολύ θα ήθελαν να έχουν κυκλοφορήσει κάτι ανάλογο… κλπ… κλπ… Τα ξέρουμε αυτά εδώ και χρόνια και επίσης ξέρουμε πολύ καλά ότι ορισμένα άλμπουμ, που έχουν όντως την διαφορετικότητά τους σε σχέση με την υπόλοιπη δισκογραφία του εκάστοτε συγκροτήματος, χρειάζονται τελικά πολλά χρόνια για να ωριμάσουν στην σκέψη των οπαδών και να αμβλυνθούν οι γωνίες, ώστε στο τέλος αν όχι να γίνουν πλήρως αποδεκτά, τουλάχιστον να γνωρίσουν μια θετική αποδοχή και λιγότερο αιχμηρά σχόλια. Αυτό συμβαίνει γιατί με το πέρασμα του χρόνου και εμείς οι οπαδοί βλέπουμε αλλιώς τα πράγματα φεύγοντας πια από το φάσμα της στενομυαλιάς, ανοίγοντας περσότερο τους μουσικούς μας ορίζοντες και αφήνοντας την ορμή του δογματικού φανατισμού να δίνει την θέση της στην κατανόηση της ποιότητας και στην διαφορετικότητα της μουσικής έκφρασης.
Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτει και το “Life among the ruins” το οποίο στην ουσία, και για να είμαστε σοβαροί (όπως λέει και ο Παναγιώτης Χάνσεν) ποτέ δεν ήταν ένα κακό άλμπουμ και αν κάποιος το υποστηρίζει αυτό απλά είναι κουφός, απλά είναι διαφορετικό. Δεν έχει το τόσο το λυρικό και ηρωικό στοιχείο στην θεματολογία του, ούτε την συμφωνική κι επική μουσική έκφραση όπως όλες οι προηγούμενες (και επόμενες) κυκλοφορίες του συγκροτήματος. Εδώ όμως έγκειται και η αξία μιας καλής μπάντας, που όταν ακόμα και εάν αποφασίσει να κάνει κάτι διαφορετικό, (μην τρελαθούμε κιόλας, εκπληκτικό, εκφραστικό και αιχμηρό hard n’ heavy είναι όλο το άλμπουμ) να το κάνει τόσο καλά και ποιοτικά.
Μουσικά εννοείται πως το άλμπουμ ξενίζει (πολύ κακώς κατά τη γνώμη μου) τους οπαδούς του συγκροτήματος που τα ακούσματα τους ταιριάζουν με αυτά των MANILLA ROAD, MANOWAR, LIEGE LORD, JAG PANZER κλπ, και εδώ θα τονίσω βέβαια και την στενοκεφαλιά του μέσου οπαδού που αρνείται να αποδεχτεί την αλλαγή προσχηματικά γιατί δεν μπορεί να διακρίνει την ποιότητα σε σχέση με αυτό που έχει στο μυαλό του ως true και γνήσιο, λες και όποιος παίξει πιο hard rock δεν μπορεί να το κάνει σωστά ή δεν έχει το δικαίωμα να το κάνει εν πάση περιπτώσει… Τα “Guardians of the flame”, “Noble savage”, “Age of consent” καθιέρωσαν τους VIRGIN STEELE σε ένα πολύ συγκεκριμένο μουσικό ύφος (το οποίο κι αυτό πάντα μας άρεσε φυσικά) μα εδώ έχουμε μια επιστροφή, σύμφωνα πάντα με τον DeFeis, στα μουσικά μονοπάτια και σε θέματα που έπαιζε πριν τους VIRGIN STEELE, εννοείται αναμεμιγμένη με το ύφος των 80s, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό το πιο hard rock και blues στυλ δεν του ήταν και πολύ ξένο επί της ουσίας, ενώ παραδέχεται πως αυτή η αλλαγή τους βγήκε πολύ φυσικά και εύκολα εκείνα τα χρόνια.
Πιστεύω ότι το κοινό σημείο ανάμεσα στο δισκογραφικό παρελθόν και στο μέλλον των VIRGIN STEELE, σε σχέση με το “Life among the ruins”, είναι το πάθος και το δραματικό ύφος του DeFeis που είτε τραγουδά το “We rule the night”, είτε το “Burning of Rome” είτε το “Jet black”, η τρομακτική έκφραση των συναισθημάτων του πάντα παραμένει η ίδια και αυτό είναι που δίνει κατά τη γνώμη μου μεγάλη αξία στην πρόσκαιρη αυτή αλλαγή πορείας που έκαναν εκείνα τα χρόνια οι VIRGIN STEELE.
Με άλλα λόγια μπορεί να έγιναν πιο προσιτοί (γιατί μελωδικοί πάντα ήταν) αλλά δεν έχασαν ούτε χιλιοστό από την γνησιότητα της έκφρασής τους, η οποία μονοσήμαντα ορίζεται από την φωνή του ιδρυτή και αρχηγού τους σε κάθε τους άλμπουμ. Από την άλλη δεν μπορώ να μην παραδεχτώ την συνθετική δεινότητα που εμπλουτίζει όλο το “Life among the ruins” με εξαιρετικά τραγούδια και μελωδίες από την αρχή μέχρι το τέλος (ελάχιστες οι μέτριες στιγμές που βρίσκουμε εδώ) δίνοντας μας έτσι το μεγαλύτερο outsider όλων των εποχών στα πιο εμπορικά και συνάμα ποιοτικά hard n’ heavy άλμπουμ που κυκλοφόρησαν ποτέ. Barbaric, romantic, blues metal… όπως λέει και ο δημιουργός του… δεν θα διαφωνήσω αφού πάντα μου άρεσε πολύ το άλμπουμ και είμαι σίγουρος πως αν ποτέ το άκουσε ο David Coverdale θα ζήλεψε πολλά από αυτό και θα είπε από μέσα του «Ρε αι στα διάλα από κει πέρα, εμένα μου βγήκε η ψυχή να γράψω ένα «1987», άλλαξα πεντακόσιους παραγωγούς μάνατζερ και μουσικούς και εσείς βγάλατε έτσι απλά και ξεδιάντροπα αυτό εδώ..»
ΥΓ: Μπορεί να λέτε ότι θέτε αλλά τραγούδια σαν το “Love is pain”, “I dress in black”, “Never believed In good-bye” (ποιο είναι το “Is this love” είπαμε;), “Jet black”, “Crown of thorns” είναι ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ!
Δημήτρης Σειρηνάκης