SOEN – CHURCH OF THE SEA (Fuzz, 5/9/2023)

0
867












Το 2022 η μπάντα με έδρα την Στοκχόλμη, κυκλοφόρησε τον δίσκο “Atlantis”, όπου με τη συνοδεία μιας οκταμελούς ορχήστρας και γυναικείων δεύτερων φωνών, ηχογράφησαν παλιότερα κομμάτια τους με αλλαγμένες κάπως τις ενορχηστρώσεις (πιο κοντά σε ένα ακουστικό φορμάτ). Το αποτέλεσμα κέρδισε τις εντυπώσεις του κοινού και των κριτικών ανά τον κόσμο, οπότε ήταν εύλογο να θελήσουν να βγάλουν αυτό το φορμάτ πάνω σε μια σκηνή, κάτι το οποίο κατά την γνώμη μου είναι άξιο σεβασμού γιατί τα κόστη για να βγει μια μπάντα σε περιοδεία, γίνονται ολοένα και πιο δύσκολο να καλυφθούν λόγω της ενεργειακής και εφοδιαστικής κρίσης, του πληθωρισμού, του πολέμου στην Ουκρανία, κλπ. Πόσο μάλλον, όταν ως μπάντα έχεις να πάρεις μαζί σου κι ένα κουαρτέτο εγχόρδων και μια τραγουδίστρια για να αναπαραχθεί ο ήχος του δίσκου ζωντανά, οπότε και μόνο για αυτό, εγώ τους βγάζω το καπέλο.

Πρώτα όμως, πρέπει να αναφερθώ στους support, οι οποίοι, ομολογουμένως,  με εξέπληξαν με την μουσική τους πρόταση. Οι Αθηναίοι CHURCH OF THE SEA έχουν καταφέρει να ενώσουν την αγάπη τους για το shoegaze (ξέρετε τώρα, αυτό το είδος του ροκ με τις “παραμορφωμένες” και μακρόσυρτες καθαριστικές πινελιές του στυλ MY BLOODY VALENTINE ή JESUS AND THE MARY CHAIN), τις gothic επιρροές των DEAD CAN DANCE, SIOUXIE AND THE BANSHEES και NICK CAVE, το new wave της ANNE CLARK, και το ethereal pop των COCTEAU TWINS. Οι ίδιοι μάλιστα χαρακτηρίζουν την μουσική τους, πετυχημένα θα έλεγα, ως doomgaze. Πρόκειται για τρεις μουσικούς, την Ειρήνη (φωνητικά), τον Αλέξανδρο (synths/samples) και τον Βαγγέλη (κιθάρα), οι οποίοι κυκλοφόρησαν πέρυσι το πρώτο τους LP, “Odalisque”.

Η αλήθεια είναι ότι το είδος της μουσικής που παίζουν προσφέρεται πιο πολύ για να παιχτεί σ’ ένα θέατρο, παραδείγματος χάρη, με το κοινό καθισμένο και με τη συνοδεία visuals, για να προσφέρουν έτσι μια ολοκληρωμένη οπτικοακουστική εμπειρία, παρά ως support μιας metal μπάντας. Ακόμα κι έτσι όμως, εμένα προσωπικά με δελέασε και με έπεισε εξ αρχής το όλο concept (δεν με χάλασε καθόλου το γεγονός ότι ένα sample “μπήκε” πριν την ώρα του, αναγκάζοντάς τους έτσι να σταματήσουν και να το πάρουν από την αρχή) και θα τους σύστηνα ανεπιφύλαχτα σε όσους όλους ψάχνουν κάτι μακριά από την πεπατημένη.

Ήταν η τρίτη φορά που οι SOEN έπαιζαν στην Ελλάδα και με την δεύτερη μάλιστα σχετικά πρόσφατα (26 Μαΐου του 2022), κάτι το οποίο όμως δεν εμπόδισε την αίθουσα να έχει πολύ κόσμο. Ακριβείς στην ώρα τους ξεκίνησαν με το “Antagonist” κι από την πρώτη νότα, διαπίστωσα με ανακούφιση ότι τόσο η μπάντα όσο και οι υπόλοιποι μουσικοί θα μπορούσαν να βασιστούν στην καλή δουλειά του ανθρώπου πίσω από την κονσόλα του ήχου, γιατί όπως θα φαντάζεστε, λίγα πράγματα είναι πιο δύσκολα σε αυτόν τον (μάταιο) κόσμο από το να καταφέρεις να κάνεις τα έγχορδα να μην “καταπίνονται” από τα ηλεκτρικά rock όργανα (αν και η αλήθεια είναι ότι η φωνή του Joel Ekelöf ήταν πιο ψηλά στο mixing και όταν έμπαιναν πια και οι ηλεκτρικές κιθάρες, τότε όντως οι φιλοξενούμενοι μουσικοί κάπου χάνονταν στο βάθος ή τουλάχιστον έτσι μου ακούγονταν από κει που ήμουν στημένος στην αίθουσα). Εκεί που όντως οι φιλοξενούμενοι μουσικοί έλαμψαν δια της παρουσίας τους ήταν σε πιο ήρεμα κομμάτια όπως “River” και “Jinn”. ‘Όπως και να έχει, ο Joel μας τους παρουσίασε ως “tough motherfuckers” πριν παίξουν το “Monarch”.

Το κοινό από την πλευρά του είχε παραδοθεί άνευ όρων στην ακαταμάχητη γοητεία της μπάντας και για αυτό ήταν και κάμποσες οι φορές που φώναζαν “Eίναι τρελλόοος, είναι τρελλόοοοος αυτός ο καραφλόοοος”. Ο Joel μας είπε χιουμοριστικά ότι του άρεσε η διάθεσή μας αλλά από την άλλη, επειδή δεν ξέρει Ελληνικά, μπορεί οι ιαχές και να σήμαιναν “άντε και γαμ@@@!”, που να ξέρει ο άνθρωπος; Η αλήθεια είναι ότι το κοινό συμπεριφέρονταν λες και η μπάντα είχε να παίξει στην Ελλάδα καμιά δεκαετία και άλλη μια απόδειξη είναι η αναφορά του Joel, μετά το τραγούδι “Illusion”, σε κάποιους fans στην πρώτη σειρά που είχαν έρθει με τα παιδιά τους και σ’ ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Είμαι σίγουρος ότι όλοι αυτοί θα είχαν στηθεί με τις ώρες έξω από την σάλα, περιμένοντας να φτάσει το πούλμαν της περιοδείας στην είσοδο για να μιλήσουν με την μπάντα. Κάτι παρόμοιο σίγουρα θα έκανε και μια άλλη fan, γιατί κατόπιν στην συναυλία ο Joel μας έκανε να της τραγουδήσουμε το “Happy Birthday”. Γι’ αυτό και ο Joel είπε ότι θεωρούσε εκείνον και την μπάντα ως προνομιούχους (που μπορούσαν να ζουν από την μουσική) και ότι ποτέ δεν έπαιρναν κάτι ή κάποιους ως κάτι το δεδομένο.

Για το “Lucidity” μας ζήτησε να ανάψουμε είτε τους φακούς των κινητών μας, είτε τους αναπτήρες μας, είτε τους… πυρσούς μας ή ότι είχαμε πρόχειρο τέλος πάντων, με αποτέλεσμα όλη η αίθουσα να φωτιστεί λες και είχε αναδυθεί ένας μικρός ήλιος μέσα στην σάλα. Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείψει και το κλασικό “οεεε οε οε οεεε”, το οποίο οι SOEN το συνόδεψαν για λίγο, ακόμα και με μαράκες.

Δεν θα ήθελα να παραλείψω μια αναφορά στους μουσικούς της μπάντας οι οποίοι μας έδειξαν το επίπεδό τους. Ειδική μνεία στον Lars Åhlund, ο οποίος δεν σταμάταγε να αλλάζει όργανα μεταξύ των πλήκτρων, της ακουστικής και της ηλεκτρικής κιθάρας από το ένα τραγούδι στο άλλο, αλλά πολλές φορές και μέσα σε ένα τραγούδι. Παρεμπιπτόντως, είναι ο υπεύθυνος για τις ενορχηστρώσεις της μπάντας.

Ο Καναδός Cody Lee Ford κάθε φορά που σόλαρε, ήταν σαν να κλείνει το μάτι στον δάσκαλό του Dave Gilmour ενώ ο Ουκρανός μπασίστας Oleksii ‘Zlatoyar’ Kobel είχε κι αυτός ένα σόλο, στην αρχή του “Savia”, αν θυμάμαι καλά. Κι όσο για τον Martin Lopez, όσοι τον έχουμε δει live τόσο με τους OPETH όσο και με τους SOEN, ξέρουμε ότι η γη τρέμει κάτω από τα ντραμς του.

Μιας και αναφέραμε τον Gilmour, η μπάντα μας φύλαγε όχι μία αλλά δύο διασκευές των PINK FLOYD: “ Wish You Were Here” και “Hey You”, στις οποίες προηγήθηκε το “Snuff” των SLIPKNOT.

Η βραδιά έφτασε στο τέλος της με τα “Lascivious” και με “Lotus”, καθώς και με την υπόσχεση να επιστρέψουν με την περιοδεία του καινούργιου τους δίσκου, “Memorial”, που μόλις είχε βγει πέντε μέρες πριν, καθώς και με πιο πολύ merchandising γιατί είχε εξαντληθεί.

Όπως είπα και στην αρχή, ίσως αυτό το φορμάτ να έπρεπε να παρουσιαστεί σε ένα άλλο τύπο σάλας, βασικά με καθίσματα, γιατί δεν είχαμε να κάνουμε με μια συναυλία αυτούσια metal, αλλά όπως και να έχει το πράγμα κι από τα σχόλια που άκουσα καθώς έβγαινα από την σάλα, κατάλαβα ότι όλοι μας συμφωνήσαμε ότι ήταν μια “λαιβάρα”, ανεξάρτητα από την όποια ιδιαιτερότητα και ότι είχαμε γίνει μάρτυρες μιας πολύ special βραδιάς.

Γιώργος Γκούμας
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here