Δεν ξέρω πώς να ακούσω μουσική ή πως έμαθα να αγαπώ την ψηφιακή τεχνολογία

0
877












μουσική

Όταν οι DREAM THEATER κυκλοφόρησαν το “The astonishing”, ο John Petrucci είχε αναφερθεί εκτενώς σε συνεντεύξεις, με αφορμή κιόλας το concept του δίσκου, στο πως ακριβώς ακούμε μουσική ισχυριζόμενος πως στην Μπαρόκ εποχή για παράδειγμα, ο μόνος τρόπος να ακούσεις μουσική ήταν όταν ο εκάστοτε συνθέτης παρουσίαζε μια νέα σύνθεση, ένα νέο έργο παραγγελία της Εκκλησίας σε μια ειδική βραδιά. Με άλλα λόγια, ο μόνος τρόπος για ν’ απολαύσεις και ν’ ανακαλύψεις μουσική ήταν ζωντανά και μάλιστα σε ειδικές θολωτές αίθουσες με την σωστή ακουστική για κλασσικά όργανα, χωρίς κινητά τηλέφωνα, βίντεο και φυσικά χωρίς τη δυνατότητα να ακούσεις μια ηχογραφημένη εκδοχή του έργου ενός Bach ή Vivaldi. Όλο αυτό με έβαλε σε σκέψεις ακριβώς πάνω στο πως, πότε και σε τι συχνότητα απολαμβάνω την αγαπημένη μου μουσική που τόσο σημαίνοντα ρόλο παίζει στη ζωή μου. Ίσως και σεις να συμμερίζεστε κάποιες από αυτές τις σκέψεις.

Και αναρωτιέμαι τώρα εγώ, στον 21ο αιώνα του streaming και της ψηφιακής τεχνολογίας: φαντάσου (φαντάσου – δεν λέω να φέρουμε τα πάνω κάτω) να ακούγαμε συγκροτήματα αποκλειστικά σε ειδικές αίθουσες, καθιστοί, σε μεσαίες εντάσεις, ήρεμα και όμορφα χωρίς moshing (ακόμα θυμάμαι που είχαν σπάσει τα γυαλιά μου σε συναυλία το 1998 ύστερα από σπρωξίδια και που μετά έπρεπε να γυρίσω στη Κρήτη βλέποντας θολά). Φαντάσου, που έλεγε και ο John Lennon, να μην ακούγαμε την αγαπημένη μας μουσική από ένα κινητό τηλέφωνο, από φτηνά ηχεία υπολογιστή αλλά και να μην χρειαζόταν να σκάμε όλες τις οικονομίες μας στο πιο ακριβό ηχοσύστημα της αγοράς. Αλλά αλήθεια, με τόσες επιλογές και με την προσβασιμότητα που έχουμε πλέον σε μουσική και εν γένει οπτικοακουστικό υλικό, ποιος είναι ο ιδανικότερος τρόπος για να ακούσω μουσική είτε μιλάμε για μπαρόκ είτε για underground black metal;

Θυμάμαι, όταν ήμουν φοιτητής, είχα ένα Technics ηχοσύστημα, από κείνα με τις τρεις βαθμίδες – CD, ραδιόφωνο και κασετόφωνο – το οποίο πολλοί μου έλεγαν ήταν το κορυφαίο στην αγορά (πιο νέος ακόμα είχα ένα φορητό ράδιο-κασετόφωνο και πολύ μου ήταν με τη σατανική μουσική που άκουγα στο σπίτι). Ήμουν νέος και δεν είχα ιδέα. Καλό ακουγόταν στα άπειρά μου αυτιά αλλά η αλήθεια ήταν πως μάλλον κάτι έλειπε από το όλο πακέτο έτσι ώστε να μπορέσω να εκτιμήσω την αξία και το ποιόν της εκάστοτε μπάντας και του εκάστοτε άλμπουμ. Μετά έμαθα πως η καλύτερη επιλογή είναι να αγοράσεις έναν ενισχυτή και ξεχωριστά ηχεία. Ναι, αλλά που θα τα βάλω αυτά στο διαμέρισμα μου και ποιος θα αλυσοδέσει τους γείτονες όταν θα παίζω heavy metal σε ανεπίτρεπτες εντάσεις; Κι επιπλέον, ποιος θα πληρώσει για όλο αυτό το πακέτο; Γιατί στη τελική, αν είναι να επενδύσεις σε ένα ποιοτικό και ανθεκτικό ηχοσύστημα, καλά θα κάνεις να σκάσεις πολλά.

Τελικά, αρκέστηκα στο Technics μου και ακόμα πιο συχνά στο walkman και αργότερα το discman με τα μάπα ακουστικά (πάνε είκοσι χρόνια βλέπετε που ήμουν φοιτητής). Ακόμα και τότε όμως, η συναυλία παρέμενε η καλύτερη εναλλακτική για να ακούσεις την αγαπημένη σου μπάντα. Ήταν σαν να βλέπεις σινεμά στο σπίτι και ύστερα στον κινηματογράφο. Δεν συγκρίνεται. Αλλά, ως κάτοικος της επαρχίας, το να ανέβεις από τα Χανιά στην Αθήνα κάθε τόσο ήταν μια πολυτέλεια και κουραστικό (ευτυχώς το 2002 περίπου μπήκε στη ζωή μας και το Chania Rock Festival). Κοιτώντας πίσω λοιπόν, δεν πιστεύω πως είχα ποτέ την ευκαιρία ως εκκολαπτόμενος οπαδός να ζήσω μια ολοκληρωμένη και εντυπωσιακή ηχητική εμπειρία, πέραν πάλι από τις όποιες συναυλίες.

Και ύστερα μπήκε στη ζωή μας το παράνομο downloading και να σου 300 gigabyte που γέμισαν τον εξωτερικό σκληρό δίσκο. Δισκογραφίες επί δισκογραφιών που, όπως τα Pokemon, “I gotta get ‘em all”! Αλλά αφού η μουσική μου συλλογή ξαφνικά έγινε ψηφιακή, άκουγα μπάντες, παλιές και καινούργιες, από το laptop και μέσα από Logitech ηχεία μ ένα φτηνό subwoofer που να σας πω την αλήθεια διαιώνισαν το ίδιο πρόβλημα: για άλλη μια φορά, στερούσα από τον εαυτό μου μια ολιστική μουσική και ηχητική εμπειρία. Τελικά αρκέστηκα στα φτηνά ακουστικά και σε πολύ μεγάλη ένταση. Κάπου εδώ μάλλον συναντώ την αφετηρία των προβλημάτων ακοής που τόσοι πολλοί ανάμεσά μας έχουμε. Αλλά όντας νέος, δεν είχα το μυαλό να προσέχω, πόσο μάλλον να πηγαίνω σε συναυλίες και πρόβες με φοιτητικές μπάντες φορώντας ωτασπίδες (κάτι που μετανιώνω τώρα που έχω αυτό το γνωστό μόνιμο βουητό και δυσκολίες να κουβεντιάζω με μεγάλες παρέες αφού όλα ακούγονται σαν ηχορύπανση).

Με την απίστευτα άμεση προσβασιμότητα της μουσικής σε MP3 και χωρίς το κράτος να με κυνηγάει για πνευματικά δικαιώματα όπως στις ΗΠΑ, ξέχασα το φυσικό προϊόν. Εκτός βέβαια σε περιπτώσεις μεγάλων συγκροτημάτων των οποίων το έργο συνέλλεγα από μικρός  – MAIDEN, DREAM THEATER, PAIN OF SALVATION, RUSH. Και ύστερα με την εμφάνιση του YouTube και τη σταδιακή ωρίμανση του streaming, σταμάτησα πλήρως να στηρίζω τους καλλιτέχνες. Με την έλευση των smartphone, ξέχασα τι σημαίνει να κάθεσαι σε μια πολυθρόνα, σε μια αίθουσα με δυνατά ηχεία και την αίσθηση πως ακούς ένα συγκρότημα και μια μοναδική μουσική να αποκαλύπτεται μπροστά σου σε κάθε της μαγική πτυχή.

Να ακούς ένα άλμπουμ από αρχή μέχρι τέλους και να μπορείς να διακρίνεις την παραγωγή, τη μίξη και το mastering, πως δηλαδή έχουν δουλέψει μάστορες πάνω στο CD που κρατάς. Η μουσική, κάπου εκεί στο 2010, δεν ήταν πλέον μια τέχνη που απολαμβάναμε σε μια τύπου γκαλερί όπως τα έργα ιμπρεσιονιστών ζωγράφων. Ήταν ένα τυποποιημένο προϊόν με τυποποιημένες ηχητικές προδιαγραφές που ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΕΤΑΙ. Έτσι, ο πάλαι ποτέ οπαδός και συλλέκτης έγινε καταναλωτής. Και εγώ ήμουν ένας ιδανικός καταναλωτής που κατέβαζε μετά μανίας ότι δισκογραφίες έβρισκε από μπάντες που ακόμα και σήμερα δεν έχω ακούσει. Αμελητέο να σας πω πως συνεχίζουν να μαζεύουν ψηφιακή σκόνη στο σκληρό δίσκο. Αλλά μετά μπήκε το Spotify στη ζωή μας και δεν χρειάζεται φυσικά να σας εξηγήσω τις κοσμογονικές αλλαγές που έχει επιφέρει στην κατανάλωση της μουσικής – μουσικό zapping που ακούμε σε μικρές μπουκιές από το κινητό μας σ’ έναν μονοδιάστατο κακό ήχο και συχνά στο πόδι, βιαστικά και με χαμηλό “attention span”.

Σήμερα που ξαναβρήκα την σχεδόν ψυχαναγκαστική εμμονή να αγοράζω μόνο φυσικό προϊόν και μάλιστα να ολοκληρώσω δισκογραφίες, έχει επιστρέψει η σκέψη να επενδύσω ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ σε ένα ιδανικό ηχοσύστημα, ένα που σηκώνει εντάσεις, μπάσα και πρίμα και που να ταρακουνήσει το σπίτι λίγο. Φοβάμαι βέβαια πως η οικογένεια μου θα με στείλει κάπου μακριά γιατί ‘ντάξει, δεν είναι κανόνας πως όλος ο κόσμος θέλει και τη παλεύει να ακούει rock και heavy metal μουσική σε ψηλές εντάσεις. Θα αγόραζα ίσως ένα ακριβό ψηφιακό ηχοσύστημα να συνδέσω στον desktop υπολογιστή αλλά αυτό θα ήταν σ’ ένα μόνο δωμάτιο στο σπίτι και επιπλέον, έχω γύρω στα 500 ευρώ να διαθέσω για ποιοτικά ψηφιακά ηχεία; Δεν ξέρω. Κάτι όμως μου λέει, ή μάλλον κάποιος, δηλαδή ο αγαπημένος μου Steven Wilson, πως, αν θέλω να νιώσω το μεγαλείο της μουσικής του και των διαφόρων remastered εκδόσεων του σε έργα των YES, GENTLE GIANT, ELP, πρέπει να επενδύσω σε… Sony Dolby Atmos. Διαφορετικά, δεν ξέρω τι ακούω. Άσε που μάλλον πρέπει να αρχίσω να συλλέγω βινύλια τώρα που επανήλθαν και μάλιστα με μεγαλύτερη δημοφιλία από το CD. Όλοι θα σου πουν πως ακούγονται καλύτερα από το ψηφιακό προϊόν. Πρέπει να σκάσω πάλι λοιπόν ένα κάρο λεφτά για ένα ηχοσύστημα και ένα πικ-απ που μάλλον δεν χωράνε σε 90 τετραγωνικά μέτρα σπίτι.

Και κάπου εδώ μου έρχεται στο νου κάτι που διάβασα πρόσφατα κάπου στον ορυμαγδό από ιντερνετικά σχόλια: πως πραγματικά ξεσηκωτική μουσική πρέπει να μπορεί να σε συγκινήσει ακόμα και αν την ακούς από το κινητό σου χωρίς καν ακουστικά. Και το πιστεύω αυτό. Ένα ξεσηκωτικό και μελωδικό riff θα με αγγίξει και κρατήσει είτε το ακούσω σε Dolby Atmos είτε από το κινέζικό μου κινητό. Αλλά ρε γαμώτο, θέλω να βρω τον τρόπο επιτέλους να ακούσω Steven Wilson ή ακατέργαστο thrash metal από καλά ηχεία. Μήπως πρέπει επιπλέον να επενδύσω σε μια ακριβή κάρτα ήχου; Έτσι με συμβουλεύουν οι φίλοι μου παραγωγοί/ηχολήπτες. Δεν ξέρω. Είναι όμως και θέμα ευκολίας.

Ευκολία ναι… Γι’ αυτό και καταλήγω να ακούω μουσική (μαζί με κανένα podcast) σχεδόν αποκλειστικά στο αμάξι. Και ύστερα στο γραφείο, βάζω τα δυνατά μου blu-tooth ακουστικά και κάπως απολαμβάνω αυτό που ακούω. Αλλά να σου και πάλι αυτό το άγχος με την ακοή μου. Τελευταία παρατηρώ πως έχω μάλλον κάτι που λέγεται υπέρ ακουσία, δηλαδή ήχοι που κανονικά δεν είναι πολύ δυνατοί, πονάνε τα αυτιά μου. Πρέπει μάλλον να μειώσω την ένταση και τη συχνότητα που ακούω από ακουστικά. Πάμε τότε σε μια άλλη εύκολη και άμεσα προσβάσιμη συσκευή: το πλέον διαδεδομένο blu-tooth φορητό ηχείο που χωράει και το κουβαλάς παντού. Έχει και δυνατά μπάσα και σου δίνει την εντύπωση ότι τα ακούς όλα και ισορροπημένα. Ανεβαίνει και σε ψηλές εντάσεις. Έχω συνηθίσει τόσο πολύ σ’ αυτή τη συσκευούλα και δεν σκέφτομαι πλέον να επενδύσω σ’ ένα ηχοσύστημα όπως έλεγα εδώ και χρόνια. Το ηχειάκι αυτό το έχω και παίζει όταν μαγειρεύω ή όταν καθαρίζω. Ή στο μπάνιο. Μουσική στο background. Είπαμε, φορητή ψηφιακή τεχνολογία. Το παίρνεις και στη παραλία και πουλάς μόστρα στο κόσμο – ή μάλλον τους χαλάς τη διάθεση.

Ίσως το πρόβλημα να έγκειται στο ότι πρέπει να βρω το χρόνο να κάτσω συνειδητά, χωρίς την πίεση της δουλειάς και όλων των υποχρεώσεων, να παίξω ένα CD που έχω ανάγκη να ακούσω και να βυθιστώ σ’ ένα ηχητικό σύμπαν που μπορεί να με απορροφήσει. Και μάλιστα να το ακούσω από αρχή μέχρι τέλους. Ένα CD. Όχι ένα playlist. Ε, τότε μάλλον πρέπει να πάρω το Dolby Atmos και να τελειώνει η υπόθεση ειδικά αφού όλοι το αποκαλούν “immersive”, κοινώς σε απορροφά. Πόσες οικονομίες έχω κάνει; Μπα άστο, θα ξαπλώσω καλύτερα με τα noise cancelling ακουστικά και ας καταστραφεί η ακοή μου.

Φίλιππος Φίλης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here